? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

20. Μαρμαρυγή



- Είσαι έτοιμη;
Η φωνή της Σαμ έφτασε στ’αφτιά της σαν χάδι. Τα μακριά της δάχτυλα ακολούθησαν τα πολύπλοκα σχέδια στην πλάτη της Μαρίνας καθώς εκείνη ετοιμαζόταν. Δυσκολευόταν να πιστέψει πόσα πολλά πράγματα είχαν αλλάξει μέσα σε τόσο λίγο διάστημα. Πόσο είχε αλλάξει η ίδια.
Φορώντας τα μακριά σκουλαρίκια που άγγιζαν τους γυμνούς της ώμους, στράφηκε προς το μέρος της. Η Σαμ ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι, καλυμμένη με το σεντόνι. Υποψίες χρυσαφένιου δέρματος φαίνονταν ανάμεσα στα ανακατεμένα στρωσίδια.
- Τι λες;
Το φόρεμα ήταν κόκκινο σαν αίμα κι άφηνε όλη της την πλάτη ακάλυπτη. Η Μαρίνα ποτέ δεν είχε φορέσει κάτι τόσο αποκαλυπτικό, όμως, για κάποιον παράξενο λόγο, δεν αισθανόταν ντροπή. Αντίθετα, ένιωθε πως επιτέλους βρισκόταν στο σπίτι της. Ήταν περίεργο, όμως αυτό ήταν που ένιωθε. Το λεπτό, μαύρο τούλι που κάλυπτε τα μάτια της ήταν ένα ακόμη σύμβολο που αναδείκνυε την ξεχωριστή της θέση. Ή τουλάχιστον αυτό της είχε πει η Σαμ. Γιατί η Μαρίνα εξακολουθούσε να πιστεύει, σε μια μικρή γωνία μέσα της, ότι όλα αυτά ήταν ένα όνειρο και κάποια στιγμή θα ξυπνούσε.
- Είσαι πανέμορφη.
Έκανε μια ανέμελη κίνηση με το χέρι της κι η Μαρίνα αισθάνθηκε τα μαλλιά της να μαζεύονται και να πλέκονται σ’έναν περίτεχνο κότσο που κι αυτός με τη σειρά του αναπαριστούσε σύμβολα, όπως και τα πορφυρά τατουάζ στο κορμί της.
Η Σαμ σηκώθηκε νωχελικά και φόρεσε το τζιν της. Χωρίς να νοιαστεί να βάλει κάτι άλλο, την πλησίασε και την πήρε αγκαλιά. Λευκόχρυσα φτερά την τύλιξαν και μέσα τους ένιωθε προστατευμένη για πρώτη φορά στη ζωή της.
- Είσαι σίγουρη; ρώτησε με κάποια νευρικότητα.
Ο έκπτωτος άγγελος της χαμογέλασε και άγγιξε απαλά το πρόσωπό της.
- Με εμπιστεύεσαι;
- Με τη ζωή μου.
Ακούμπησε το κεφάλι της στο τέλειο σαν μάρμαρο στήθος της Σαμ κι έκλεισε τα μάτια. Ένιωσε τα φτερά να την κλείνουν πιο βαθιά μέσα τους. Έμοιαζε τόσο...σωστό.
Ξαφνικά, αισθάνθηκε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια της και κάθε μόριο του κορμιού της να διασπάται και να ανασυντίθεται. Και καθώς έπνιγε τη ναυτία που ανασηκώθηκε σαν κύμα στο στομάχι της, ήξερε πως αν η Σαμ δεν την είχε σημαδέψει ως Oraculum δεν θα είχε επιβιώσει απ’αυτό το ταξίδι.
Το χάδι στα μαλλιά της την καθησύχασε.
- Όλα είναι εντάξει τώρα, μουρμούρισε η γνώριμη φωνή, αυτή η φωνή που έμοιαζε με λιωμένη καραμέλα πάνω σε γυμνό δέρμα. Ήσουν πολύ γενναία. Η Άσταροθ είναι δαίμονας και παρόλα αυτά έβγαλε τα σωθικά της όταν τη μετέφερα μ’αυτόν τον τρόπο. Όλα είναι εντάξει...
Η Μαρίνα ένευσε καταφατικά και, όχι χωρίς δισταγμό, άνοιξε τα μάτια της. Στεκόταν στην κορυφή ενός χιονισμένου βουνού. Ή μάλλον, το κτίριο μέσα στο οποίο βρισκόταν ήταν χτισμένο στην κορυφή ενός χιονισμένου βουνού. Τα πάντα γύρω της ήταν φτιαγμένα από λευκό, φωτεινό μάρμαρο και γυαλί. Οι κίονες αντανακλούσαν το φως του ήλιου και το γυαλί δημιουργούσε μαγευτικούς ιριδισμούς στους ζωγραφισμένους τοίχους. Οι υδατογραφίες γύρω της έδειχναν πανέμορφα πλάσματα με αγγελικά φτερά να μάχονται, να τραγουδάνε, να δίνουν τροφή και νερό στους θνητούς, να συζητάνε ξαπλωμένοι σε ανάκλιντρα. Το θέαμα ήταν σχεδόν υπνωτιστικό.
- Σαμ! Γύρισες!
Άκουσε την παιδική φωνή από πίσω της κι έκανε έκπληκτη στην άκρη καθώς ένα κοντό πλάσμα με εντυπωσιακά, χρυσά μαλλιά χυμούσε στην αγκαλιά της Σαμ.
Το γέλιο της Σαμ ξεχύθηκε στο χώρο, όμοιο με δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια, καθώς ο έκπτωτος άγγελος έσκυβε για να αγκαλιάσει το πλάσμα που του είχε ορμήσει.
Η Μαρίνα την κοίταξε απορημένη. Η Σαμ, σαν μόλις εκείνη τη στιγμή να θυμήθηκε ότι βρισκόταν κι αυτή εκεί, ανασηκώθηκε κι έστρεψε το πλάσμα προς το μέρος της.
Δεν έμοιαζε με τίποτα απ’όσα είχε αντικρίσει. Διάολε, δεν έμοιαζε καν με τίποτα απ’όσα φανταζόταν. Η χαίτη των ολόισιων, χρυσών μαλλιών έπεφτε ως τις γάμπες της. Ήταν ντυμένη μ’ένα δαντελένιο φόρεμα σε σκούρο πράσινο χρώμα και μεταξωτές λευκές κάλτσες. Μικροσκοπικά, λευκά φτερά ξεπρόβαλλαν από την πλάτη της. Δεν έδειχνε πάνω από έξι χρονών. Τα φωτεινά, χρυσοπράσινα μάτια της κοίταζαν τη Μαρίνα με ενδιαφέρον.
Η Σαμ πήρε βαθιά ανάσα κι αγκάλιασε τη Μαρίνα από τη μέση. Το άγγιγμά της την καθησύχασε.
- Μάντισσα, επέτρεψέ μου να σου συστήσω την Ζαθάνια. Είναι...θα μπορούσες να πεις πως είναι η μικρή μου αδερφή. Ζαθάνια...αυτή είναι η Μαρίνα, η πρώτη...
- ...η πρώτη αληθινή Μάντισσα εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια; Ναι, ναι, το ξέρουμε ήδη. Ο Κάμαελ άρχισε να ξερνάει αίμα με το που τη σημάδεψες.
Κι έπειτα έκανε δύο βήματα και στάθηκε ακριβώς μπροστά στη Μαρίνα. Ναι, ήταν ένα εξάχρονο παιδί όμως η σοφία και οι αιώνες βάραιναν στους ώμους της κι η Μαρίνα έπιασε τον εαυτό της να τρέμει κάτω από την ένταση του βλέμματός της.
- Είσαι πολύ όμορφη, δήλωσε τελικά μ’ένα παιδιάστικο χαμόγελο.
Κοίταξε τη Σαμ.
- Τι έχει δει για σένα στο μέλλον, αδερφέ μου;
Η Σαμ έριξε μια πλάγια, καθησυχαστική ματιά στη Μαρίνα. Τα δάχτυλά της μπήκαν πιο βαθιά στη σάρκα της μέσης της. Ο πόνος ήταν απίστευτα ερεθιστικός.
- Δεν ξέρω, απάντησε ήρεμα.
Η Ζαθάνια έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Έπειτα το βλέμμα της πλανήθηκε για μερικά λεπτά από τη Μαρίνα στον έκπτωτο άγγελο και πάλι πίσω. Χαχάνισε.
- Ελάτε μαζί μου. Οι υπόλοιποι μας περιμένουν.
Οι υπόλοιποι; Ποιοι υπόλοιποι; αναρωτήθηκε η Μαρίνα. Η Σαμ δεν της είχε πει πού θα πήγαιναν όταν της ζήτησε να βάλει το φόρεμα και να καλύψει τα μάτια της. Μόνο ότι έπρεπε να ντυθεί μ’αυτόν τον τρόπο. Καθώς ακολουθούσαν τη Ζαθάνια μέσα από ολόφωτους διαδρόμους και μια σειρά ακόμη από εντυπωσιακές υδατογραφίες, προσπαθούσε να σταθεροποιήσει την αναπνοή της και να απωθήσει από το μυαλό της την υποψία ότι οι «υπόλοιποι» ίσως να ήταν ακόμη περισσότεροι άγγελοι. Η ναυτία που είχε καταπνίξει νωρίτερα, απείλησε πάλι να ανέβει στην επιφάνεια. Όμως το ανάλαφρο άγγιγμα της Σαμ στην πλάτη της δεν την άφησε να καταρρεύσει όπως περίμενε και όπως, κάπου μέσα της, ευχόταν.
Έφτασαν μπροστά σε μια πελώρια, δίφυλλη πόρτα, φτιαγμένη από ατόφιο χρυσάφι. Ήταν ανάγλυφη με παραστάσεις που – ω, τι έκπληξη – απεικόνιζαν αγγέλους.
- Narran’be! πρόσταξε η Ζαθάνια με την κοριτσίστικη φωνή της κι ευθύς η πόρτα άνοιξε.
Η Μαρίνα, παρόλο που δεν κατάλαβε Χριστό απ’ό,τι είπε, αισθάνθηκε τη δύναμη της γλώσσας μέχρι βαθιά μέσα της. Αναρωτήθηκε για λίγο ανα θα θεωρούνταν βλασφημία να αναφέρει το όνομα του Κυρίου επί ματαίω ανάμεσα σε τόσους αγγέλους. Σύντομα όμως ξέχασε την απορία της γιατί το θέαμα που αντίκρισε δεν μπορούσε να συγκριθεί με κανένα στον κόσμο. Ήταν τόσο σπαραχτικά όμορφο που της έφερε δάκρυα στα μάτια και, ξαφνικά, ένιωσε ευγνωμοσύνη για το τούλι που κάλυπτε αυτό το κομμάτι του προσώπου της.
Η αίθουσα ήταν αχανείς και άγγελοι υπήρχαν ως εκεί που έφτανε το μάτι. Ένας όμορφος, κελαρυστός ήχος έφτασε στ’αφτιά της και συνειδητοποίησε πως δεν ήταν παρα οι ομιλίες τους. Ο θόρυβος όμως κόπασε με το που μπήκε η Σαμ μέσα. Της ήρθε να γελάσει υστερικά. Οι υπόλοιποι άγγελοι ήταν ντυμένοι με χιτώνες ή πανοπλίες ή συνδυασμούς και τον δύο. Δεν υπήρχε κανένας άλλος πέρα από τη Σαμ που να φοράει τζην. Πώς στο καλό είχε κερδίσει το σεβασμό τους όταν τους είχε ολοφάνερα γραμμένους στ’αρχίδια της;
Στο κέντρο της αίθουσας υπήρχε μια κυκλική, ελάχιστα υπερυψωμένη εξέδρα, η οποία φιλοξενούσε δύο πανομοιότυπους, μαρμάρινους θρόνους. Έγλειψε τα χείλη της νευρικά καθώς η Ζαθάνια τους οδηγούσε προς τα εκεί. Πες μου ότι δεν θα χρειαστεί να ανέβω στην εξέδρα, παρακάλεσε από μέσα της κάποια άγνωστη κοσμική δύναμη. Οι άγγελοι υποκλίνονταν στο πέρασμά τους. Τα μάγουλά της είχαν φουντώσει και ευχόταν να υπήρχε κάποια τρύπα που να μπορούσε να κρυφτεί. Ή έστω να είχε ένα διαβήτη για να χαράξει τις φλέβες της. Η θέα του αίματος πάντοτε τη γέμιζε γαλήνη.
- Ηρέμησε, άκουσε τη Σαμ να ψιθυρίζει. Έχεις στα χέρια σου την καρδιά του Πρίγκηπα της Κόλασης. Κανείς δεν πρόκειται να σε απορρίψει εδώ μέσα.
Και, εντελώς ξαφνικά, το άγχος της εξαφανίστηκε. Η Σαμ την οδήγησε στο θρόνο και υποκλίθηκε μπροστά της καθώς καθόταν. Η Ζαθάνια της χαμογέλασε ενθαρρυντικά μέσα από το κοινό.
- Αδέρφια μου, άκουσε τη Σαμ να λέει με μια φωνή που γέμισε ολόκληρη την αχανή αίθουσα και της προκάλεσε ηδονικά ρίγη. Οι μέρες που έρχονται προμηνύονται δύσκολες και σκοτεινές. Ένας από εμάς χάθηκε ήδη σ’αυτόν τον πόλεμο. Ο Αράκιελ είναι νεκρός. Είθε μια μέρα οι ψυχές μας να συναντηθούν και πάλι. Κι όμως, μέσα στο σκοτάδι πάντοτε υπάρχει φως. Όλοι γνωρίζετε τα νέα. Μια νέα Μάντισσα πήρε το χρίσμα.
Στράφηκε προς το μέρος της μ’ένα χαμόγελο λαμπερό σαν ήλιο και της έκανε νόημα να σηκωθεί. Η Μαρίνα υπάκουσε χωρίς δεύτερη σκέψη.
- Σίγουρα θα θυμάστε την τελευταία φορά που συνέβη κάτι τέτοιο. Ήταν στην πρώτη μάχη για την Κόλαση και στη μάχη εκείνη στεφθήκαμε νικητές. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Αυτά που ζητάμε είναι διαφορετικά. Γι’αυτό και το ποιος θα κερδίσει τον πόλεμο λίγη σημασία έχει.
Έκανε μια δραματική παύση. Το ακροατήριο την κοιτούσε μαγεμένο.
- Οι Νίκες απελευθερώθηκαν.
Το είπε τόσο σιγά που η Μαρίνα θα ορκιζόταν πως δεν υπήρχε περίπτωση να τον ακούσουν οι υπόλοιποι. Κι όμως, με το που τέλειωσε τη φράση του, τρόμος εμφανίστηκε στα πρόσωπα των περισσότερων ενώ η Ζαθάνια, μπροστά-μπροστά, έπνιξε μια κραυγή έκπληξης καλύπτοντας το στόμα της με τα χέρια.
- Ώστε ξεκίνησε.
Η φωνή έμοιαζε φτιαγμένη από σκοτάδι κι απ’το υλικό των αστεριών. Οι άγγελοι παραμέρισαν, αφήνοντας μια και μοναδική μορφή να ξεπροβάλλει ανάμεσά τους. Ο άντρας φορούσε ένα μαύρο ένδυμα που θύμιζε καθολικό κληρικό και θρόιζε ανάλαφρα γύρω από τα πόδια του. Είχε τα χέρια του πίσω από την πλάτη και εντυπωσιακά, κατάμαυρα φτερά κοσμούσαν τους ώμους του. Τα λευκά μαλλιά του χύνονταν στους ώμους του και τα πορφυρά του μάτια ήταν καρφωμένα πάνω της. Η Μαρίνα αναρωτήθηκε αν ήταν αλλοίθωρος. Όλοι οι υπόλοιποι κοίταζαν τον Πρίγκηπα.
- Είναι εξαίσια, αδερφέ μου. Αλλά θα σε παρακαλούσα την επόμενη φορά που θα χρίσεις μια Μάντισσα να με ειδοποιήσεις πρώτα. Δεν μ’αρέσει να γεμίζω τα ρούχα μου αίματα.
Η Σαμ έβαλε τα γέλια και, με δυο κινήσεις, είχε βρεθεί στην αγκαλιά του αγγέλου που την αποκαλούσε «αδερφό». Από τα λεγόμενά του υπέθεσε πως μάλλον ήταν ο Κάμαελ για τον οποίο είχε μιλήσει η Ζαθάνια όταν τους υποδέχτηκε.
Οι δυο έκπτωτοι έμειναν για λίγο μπλεγμένοι σε μια σφιχτή αγκαλιά, αγκαλιά πλασμάτων που είχαν περάσει τα τελευταία χιλιάδες χρόνια μαθαίνοντας το ένα το άλλο τόσο καλά που πλέον μπορούσαν να αλληλοαποκαλούνται «αδέρφια». Η Μαρίνα ένιωσε ένα τσίμπημα ζήλιας καθώς της πέρναγε από το μυαλό ότι εκείνη δεν θα μάθαινε ποτέ τη Σαμ τόσο καλά. Κι έπειτα ο Κάμαελ παραμέρισε τον Πρίγκηπα και προχώρησε προς το μέρος της. Η Μαρίνα έγινε κατακόκκινη από ντροπή. Προσευχήθηκε τα τατουάζ να ήταν ικανά να το κρύψουν. Ο μαύρος άγγελος της φίλησε το χέρι.
- Τιμή μου που σε γνωρίζω, Μάντισσα. Ένιωσα την ισορροπία του κόσμου να ταράζεται όταν χρίστηκες. Πολλές κλωστές στο Υφαντό αντικαταστάθηκαν από άλλες εξαιτίας σου. Η παρουσία σου το έκανε απείρως πιο όμορφο.
- Το Υφαντό;
Δεν άντεξε να μη ρωτήσει. Ήδη η Σαμ της έλεγε λίγα προσπαθώντας να τη μυήσει σιγά-σιγά στον κόσμο του υπερφυσικού. Κατανοούσε την υπερπροστατευτικότητά της και τη λάτρευε γι’αυτό, όμως τα οράματά της έδειχναν πως δεν υπήρχε χρόνος για μια σταδιακή μύηση. Ο Κάμαελ χαμογέλασε με απρόσμενη κατανόηση.
- Οι θνητοί το αποκαλείτε Μοίρα. Κάποιοι το αποκαλούν Τύχη και κάποιοι άλλοι Πεπρωμένο. Είναι η φωνή του θεού μας όμως η ύφανσή του είναι δικό μου έργο. Όσα έχουν συμβεί και όσα θα συμβούν είναι γραμμένα στο Υφαντό. Όμως μην νομίζεις πως το Υφαντό δεν μπορεί να αλλάξει. Κάποια πράγματα είναι απρόβλεπτα, Μάντισσα, όπως θα ανακαλύψεις όταν θα έχεις περάσει κάποιον καιρό σ’αυτή τη θέση. Το χρίσμα σου ήταν ένα απ’αυτά. Κανείς μας δεν γνώριζε ότι τα οράματά σου θα αποδεικνύονταν αυτά μιας Μάντισσας κι όχι απλά προμηνύματα που ο κάθε θνητός θα μπορούσε να έχει. Κι εφόσον δεν είχαμε αυτή τη γνώση, τα σχέδιά μας για σένα ήταν διαφορετικά. Όμως πήρες το χρίσμα και τα σχέδια άλλαξαν. Το ίδιο και το Υφαντό. Οι Νίκες ήταν κι αυτές κάτι που δεν είχαμε υπολογίσει. Αυτός που τις ελευθέρωσε ξεκίνησε άθελά του μια μάχη που θα καταστρέψει τη γη αν δεν περιοριστεί.

- Αυτό που θέλει να πει ο αδερφός μου, είπε η Σαμ ελαφρώς βαριεστημένα, είναι ότι οι Νίκες δεν θα σταματήσουν μέχρι να εκπληρώσουν την αποστολή τους. Για την ώρα είναι δαίμονες αυτοί που στέκονται ανάμεσα σ'αυτές και την Αλίκη. Ίσως όμως αργότερα τη θέση των δαιμόνων να πάρουν θνητοί. Η Αλίκη είναι αδίστακτη.
Συνειδητοποιώντας τι ακριβώς ήταν αυτό που είχε ακούσει, η Μαρίνα κοίταξε τον Πρίγκηπα εξοργισμένη.
- Κι εσύ το ήξερες ότι θα συνέβαινε αυτό όταν ο φλώρος του Τάγματος ενεργοποίησε το φωτοστέφανό σου;
Η Σαμ έκανε ένα βήμα πίσω, λες και την είχε χαστουκίσει. Η Μαρίνα μπορούσε σχεδόν να νιώσει την οργή να κοχλάζει στα σωθικά της.
- Τι ηλίθια που είμαι! Κι εγώ που φοβόμουν ότι ήθελες να πεθάνεις! Τι στον πούτσο σχεδιάζεις Σαμ; Να καταστρέψεις τον κόσμο και να χορέψεις στις στάχτες του;
Ο Κάμαελ μπήκε μπροστά της και την έπιασε από τους ώμους. Η Σαμ είχε ένα ύφος πληγωμένου παιδιού και δάκρυα κρέμονταν στα πυρόξανθα βλέφαρά της.
- Μάντισσα, συγκράτησε το θυμό σου. Ο Πρίγκηπας δεν γνώριζε. Το φωτοστέφανο...
- Όμως επέλεξε τον Λαέρτη...επομένως πρέπει να γνώριζε ή έστω να υπέθετε ότι αυτό θα γινόταν.
Και τότε είδε για πρώτη φορά κάτι στη μορφή της Σαμ που την τρομοκράτησε. Την είδε να ψηλώνει και να παίρνει όγκο, ενώ τα φτερά της απλώνονταν σε όλο τους το εντυπωσιακό μήκος. Με μια ρευστή κίνηση, έστειλε τον Κάμαελ ιπτάμενο να σκάσει στην απέναντι πλευρά της πελώριας αίθουσας. Τα πρόσωπα των αγγέλων γύρω τους έμοιαζαν με νεκρικές μάσκες. Η Μαρίνα πισωπάτησε και παραλίγο να πέσει, καθώς σκόνταψε στην άκρη της εξέδρας.
Ένα απίστευτα δυνατό χέρι την κράτησε, ένα χέρι που μέχρι τότε τη χάιδευε με λατρεία.
- Δεν ανάγκασα ποτέ κανέναν, θνητό ή αθάνατο, να κάνει το οτιδήποτε, Μάντισσα. Ναι, έβαλα την επίκληση στο βιβλίο του Λαέρτη αλλά το τι συνέβη από εκεί και έπειτα ήταν δική του απόφαση. Δεν κάλεσα εγώ την Άσταροθ για λογαριασμό του ούτε ήμουν εγώ αυτός που έκλεισε τη συμφωνία. Αυτό που συνέβη στην Αλίκη ήταν τόσο αντίθετο με τις ιδέες μου που αναγκάστηκα να σπρώξω τη Βούλα προς τη σωστή κατεύθυνση προκειμένου να τη βοηθήσει...όμως δεν ήμουν εγώ αυτός που τυφλώθηκε από το μίσος τους και τη δίψα για εκδίκηση. Μην αποδίδεις σε μένα όλα τα στραβά που κάνουν οι θνητοί. Εγώ απλά προβλέπω συμπεριφορές και θέτω κάποια πράγματα σε κίνηση. Όμως πάντα υπάρχουν επιλογές.
Ο θυμός του Πρίγκηπα της Κόλασης εξατμίστηκε ξαφνικά και στη θέση του έμεινε η γνώριμη μορφή της Σαμ που την κοίταζε με βουρκωμένα μάτια.
- Πίστευα ότι με ήξερες καλύτερα. Πίστευα ότι με καταλάβαινες. Αλλά με θεωρείς κι εσύ ένα τέρας όπως όλοι οι θνητοί...
Η Μαρίνα άπλωσε ένα χέρι να την αγγίξει.
- Σαμ...εγώ...
- Το φωτοστέφανο είναι μέρος της ύπαρξής μου. Είναι δεμένο με μένα. Ήταν η δική μου άγρια μανία που ξύπνησε τις Νίκες, όχι το μίσος του Λαέρτη. Ο Λαέρτης απλά ήταν στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή κι έτσι ήταν αυτός που τους ανέθεσε την αποστολή. Ηλίθια αποστολή κατά τη γνώμη μου, αλλά αποστολή παρόλα αυτά.
- Άγρια μανία; Μα...γιατί; Τόσο πολύ απεχθάνεσαι τους ανθρώπους;
Η Σαμ την κοίταξε θλιμμένα και την επόμενη στιγμή λευκόχρυσα φτερά είχαν τυλιχτεί γύρω της, απειλώντας να τη συνθλίψουν με όλο το βάρος της σπαραχτικής αγάπης που έκρυβαν μέσα τους.
- Προσπάθησαν να σε σκοτώσουν..., είπε απλά ο Πρίγκηπας της Κόλασης κρύβοντας το ανδρόγυνο πρόσωπό του στα μαλλιά μιας θνητής γυναίκας και μπήγοντας τα δάχτυλά του στη σάρκα της, σαν εκείνη να ήταν το τελευταίο του καταφύγιο πάνω στη γη.