? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

34. Λάθη του Παρελθόντος, Αίμα του Μέλλοντος


Ο Τύραελ χτύπησε για τρίτη φορά την πόρτα του δωματίου, ελαφρώς εκνευρισμένος. Είχε πει στη Μάντισσα ότι θα έφευγαν πρωί-πρωί. Τελικά το πήρε απόφαση και άφησε τις ευγένειες και τους τύπους κατά μέρος. Άγγιξε την κλειδαριά της πόρτας και αυτοσυγκεντρώθηκε. Ένα ανεπαίσθητο «κλικ» ακούστηκε και η πόρτα άνοιξε. Την έσπρωξε αθόρυβα.
- Μάντισσα;
Καμιά απάντηση. Μια ανατριχίλα στη ραχοκοκκαλιά του τον προετοίμασε ότι κάτι κακό θα αντίκριζε. Πήρε στάση άμυνας και μπήκε στο θεοσκότεινο δωμάτιο. Δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Με κάποιο δισταγμό, άπλωσε το χέρι του στο φως.
Τα χέρια του έπεσαν άνευρα στα πλευρά του. Την αναγνώρισε μόνο από τα τατουάζ. Τα μάτια της ήταν γυρισμένα ανάποδα και τα άλλοτε μαύρα μαλλιά της είχαν γίνει κατάλευκα. Το πρόσωπό της ήταν πιο άσπρο κι από χαρτί κάτω από τα πορφυρά σύμβολα. Κι η αναπνοή της ήταν τόσο ανεπαίσθητη που, ο Τύραελ ένιωθε πως μετά βίας κρατιόταν στη ζωή.
Ανάγκασε τον εαυτό του να συνέλθει. Σήκωσε με προσοχή και ευλάβεια τη Μάντισσα στα χέρια του και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Δανάη και η Λίλιθ τον περίμεναν δίπλα στο μαύρο Hummer. Τα μάτια της Δανάης έγιναν τεράστια από σοκ και αγωνία βλέποντας τη Μαρίνα σ’αυτήν την κατάσταση. Η πονόψυχη αδερφή του δεν άντεχε να βλέπει θνητούς να βασανίζονται. Η Λίλιθ, πάλι, δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη. Ο Τύραελ ένιωσε το θυμό να φουντώνει μέσα του, αλλά τον κατέπνιξε.
- Μπήκα στο δωμάτιο και τη βρήκα έτσι, είπε κοφτά.
Κοίταξε κατευθείαν τη μάγισσα, αγνοώντας παντελώς τη βουρκωμένη Δανάη. Η Λίλιθ άνοιξε την πόρτα του τζίπ και βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα. Έπειτα, έτεινε τα χέρια της στον Τύραελ. Ο έκπτωτος άφησε τη Μαρίνα στην αγκαλιά της, παρατηρώντας καχύποπτα την άνοδο των χεριών της προς το πρόσωπο της θνητής κοπέλας. Έκανε να πιάσει τη λαβή του σπαθιού του, μα η Δανάη τον συγκράτησε.
Του έκανε νόημα με το κεφάλι προς τη μεριά της Λίλιθ. Ο Τύραελ έστρεψε και πάλι το βλέμμα του στη μάγισσα και είδε πως χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά της Μαρίνας, ενώ δάκρυα έσταζαν κάτω από την κουκούλα του μαύρου της μανδύα.
- Τι της συνέβη; ρώτησε ανήσυχα η Δανάη παίρνοντας τη θέση του συνοδηγού.
Η μάγισσα έμεινε σιωπηλή για αρκετή ώρα. Μόνο όταν ακούστηκε το γνώριμο, γλυκό γουργούρισμα της μηχανής και ετοιμάζονταν να φύγουν μίλησε.
- Βλέπει, είπε λες και ήταν το πιο απλό πράγμα του κόσμου.
Ίσως πράγματι να ήταν.


Άναστρος ουρανός, παντού σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι. Μικρή, τρεμάμενη καρδιά, φόβος, σκοτάδι. Πού βρίσκομαι; Βοήθεια, όχι πάλι αυτή, όχι πάλι ο δράκος, βοήθεια, δεν θα το αντέξω. Πού βρίσκομαι; Αγκάθια πιάνονταν στα ρούχα της, στα μαλλιά της, έσκιζαν το δέρμα της, δεκάδες αγκάθια σαν μικρά κοφτερά νύχια, νύχια θανάσιμων πλασμάτων που στοίχειωναν τους εφιάλτες της, πλασμάτων που ήταν φτιαγμένα από σκοτάδι. Βοή...
Σταμάτησε έγκαιρα για να μην πέσει, ταλαντευόμενη στην άκρη του λόφου. Η κοιλάδα ήταν αχανής κι η άμμος της κόκκινη σαν αίμα ή ίσως κόκκινη από αίμα, δεν ήξερε να πει. Φωτιές ήταν αναμμένες ως εκεί που έφτανε το μάτι και αποτρόπαια πλάσματα είχαν κατασκηνώσει ολόγυρά τους. Είχε προηγηθεί μάχη, μπορούσε να το καταλάβει από τους τραυματίες που ήταν ξαπλωμένοι σε αυτοσχέδια φορεία και από τον αριθμό των...τεράτων;...δαιμόνων;...που κυκλοφορούσαν με επιδέσμους τυλιγμένους σε διάφορα σημεία του σώματός τους. Τι κάνω εδώ; αναρωτήθηκε πανικόβλητη. Τι είναι εδώ;
Χτένισε το στρατόπεδο – γιατί προφανώς στρατόπεδο ήταν – με τα μάτια της. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που αναζητούσε, μέχρι που τους είδε. Υπήρχε μια σκηνή μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες και στην είσοδό της στέκονταν δύο άτομα. Το ένα ήταν μια γυναίκα με μακριά μαλλιά στο χρώμα του αμύγδαλου. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της. Ο άλλος ήταν ο Αββαδών, με τα μαύρα, δερμάτινα φτερά του να ταλαντεύονται ανήσυχα. Ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Φορούσε μόνο κάτι που έμοιαζε με δερμάτινη φούστα που αποτελούνταν από πολλά κομμάτια και δερμάτινες περικνημίδες. Ένας πελώριος, διπλός πέλεκυς ήταν περασμένος στην πλάτη του.
Έμοιαζαν να έχουν μια ιδιαίτερα ζωηρή συζήτηση. Είδε τον Αββαδών να αγγίζει στιγμιαία τη γυναίκα, με βλέμμα γεμάτο αγωνία. Εκείνη αποτραβήχτηκε από το άγγιγμά του και κοίταξε νευρικά τριγύρω. Τότε το βλέμμα της καρφώθηκε στη Μαρίνα και για μια στιγμή ο χρόνος σταμάτησε. Η γυναίκα ήταν καλυμμένη με τατουάζ στο χρώμα του λυκόφωτος...ένα χρώμα ανάμεσα σε μπλε και μαύρο που τόνιζε τα αμυγδαλωτά, ζαφειρένια μάτια της.
Κι έπειτα η στιγμή χάθηκε, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ. Η καρδιά της Μαρίνας κόντευε να βγει από το στήθος της, τόσο δυνατά χτυπούσε. Η Λάκσμι και ο Αββαδών συνέχισαν για λίγο το ζωηρό τους διάλογο, μέχρι που το παραπέτασμα στην είσοδο της σκηνής σάλεψε και έπεσαν κι οι δυο στα γόνατα καθώς ένα έφηβο κορίτσι με ξανθές μπούκλες ξεπρόβαλλε.
Κοιτώντας ξανά στα μάτια τη θεά, η Μαρίνα ένιωσε χιλιάδες γιγάντια σφυριά να κοπανάνε το κρανίο της. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και κουλουριάστηκε στην κόκκινη άμμο. Έφερε τα χέρια της στο στόμα της κι άρχισε να ουρλιάζει –
- γεμάτη αγωνία. Τινάχτηκε όρθια και το κεφάλι της χτύπησε σε κάτι σκληρό. Χέρια πήγαν να τυλιχτούν γύρω της και τα απώθησε πανικόβλητη, όχι, όχι, όχι, αυτό το τέρας δεν θα τη σκότωνε, όχι, δεν θα πέθαινε έτσι, όχι...
Δάκρυα απόγνωσης κύλησαν στο πρόσωπό της, καθώς μαζευόταν ξανά σε εμβρυακή στάση και τραβιόταν όσο πιο μακριά μπορούσε από τα χέρια.
- Μάντισσα;
Η φωνή δεν ήταν εφηβική και σκληρή, όπως της θεάς, αντιθέτως ήταν βραχνή και τραχιά, αλλά το άκουσμά της τόσο οικείο που έμοιαζε με βάλσαμο.
Η Μαρίνα αποτόλμησε να κοιτάξει, ανάμεσα από τα δάχτυλά της. Βρισκόταν στο εσωτερικό του Hummer κι απέναντί της, δυο βαθυπράσινα μάτια την κοίταζαν με μητρική στοργή. Στο μπροστινό κάθισμα, η Δανάη είχε γυρίσει προς το μέρος της με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, ενώ ο Τύραελ της έριχνε ανήσυχες, κλεφτές ματιές μέσα από τον καθρέφτη.
- Μάντισσα, τι συνέβη; ρώτησε ήρεμα η Λίλιθ. Μας τρόμαξες.
Η Μαρίνα προσπάθησε να ανασάνει ανάμεσα στους λυγμούς της και να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά.
- Ήρθε..., μουρμούρισε σαν χαμένη. Αυτή...ήρθε να με δει...
Ο Τύραελ και η Δανάη αντάλλαξαν βλέμματα απορίας. Όχι όμως και η Λίλιθ. Στο δικό της πρόσωπο απλώθηκε κατανόηση και το χέρι της άγγιξε απαλά τη γάμπα της Μαρίνας, όπως εκείνη είχε γίνει κουβάρι πάνω στο κάθισμα.
- Η θεά;
Το σώμα της παραδόθηκε στα ρίγη που την κατέκλυσαν, καθιστώντας την ανίκανη να αρθρώσει λέξη. Η Λίλιθ την τράβηξε στην αγκαλιά της, μουρμουρίζοντας λόγια σε μια άγνωστη γλώσσα, που ωστόσο ακούγονταν παρήγορα.
Μόλις εκείνη τη στιγμή η Μαρίνα πρόσεξε τη λευκή κουρτίνα που τις είχε τυλίξει και τις δυο καθώς η μάγισσα την κουνούσε στην αγκαλιά της σαν να ήταν μωρό. Για μια στιγμή η καρδιά της σταμάτησε. Δεν ήταν δυνατόν...όχι, δεν ήταν δυνατόν...
Έφερε αβέβαια ένα τρεμάμενο χέρι και έπιασε μια τούφα μαλλιών. Ήταν απαλά στην υφή και πανέμορφα. Αλλά εντελώς, μα εντελώς λευκά.
- Μη φοβάσαι πια, Μάντισσα, είπε η Λίλιθ φιλώντας τρυφερά την κορυφή του κεφαλιού της. Όπου να’ναι φτάνουμε και θα είσαι ασφαλής.
Ένα πνιχτό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη της Μαρίνας.
- Γιατί λες ψέματα; Εσύ θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πως όσο αυτή υπάρχει, κανείς μας δεν θα είναι ποτέ ασφαλής.
Η μάγισσα έμεινε για λίγο σιωπηλή, χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά της Μαρίνας. Ήταν παράξενο, όμως το άγγιγμά της την έκανε να νιώθει καλύτερα. Την ένιωσε να παίρνει μια βαθιά ανάσα κι όλο της το κορμί σφίχτηκε κάτω από το μαύρο μανδύα, σαν να ετοιμαζόταν να πει κάτι πολύ σημαντικό αλλά να μην ήταν σίγουρη αν θα το καταλάβαινε.
- Κι όμως, μικρή μου Μάντισσα...κι όμως. Τι θα γινόμασταν χωρίς αυτήν;
Η Μαρίνα αναρωτήθηκε τι στο καλό μπορεί να εννοούσε μ’αυτό, όμως το μυαλό της ήταν ταραγμένο και δεν ήταν σε κατάσταση να σκεφτεί λογικά.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα. Η Μαρίνα κοίταξε έξω. Μέσα από τα σύννεφα, ένας μουντός ήλιος φώτιζε το στρατόπεδο των έκπτωτων. Φτερά και πανοπλίες άστραφταν σε διάφορους χρωματισμούς, με το λευκό και το γαλάζιο να κυριαρχούν.
Ο Τύραελ βγήκε πρώτος και της άνοιξε την πόρτα, απλώνοντας ιπποτικά το χέρι του για να τη βοηθήσει να βγει. Το δέχτηκε με ευγνωμοσύνη, καθώς τα πόδια της ίσα που την κρατούσαν. Καθώς έβγαινε από το μαύρο Hummer, όλες οι συζητήσεις γύρω τους κόπηκαν. Επιφωνήματα έκπληξης γέμισαν το χώρο κι η Μαρίνα ένιωσε την ανάγκη να κρυφτεί πίσω από τη φαρδιά πλάτη του Τύραελ. Η Δανάη, πίσω της, της έσφιξε ενθαρρυντικά τον ώμο και της χαμογέλασε φιλικά.
Έκανε ένα βήμα. Κι άλλο ένα. Τα βλέμματα των έκπτωτων ήταν καρφωμένα πάνω της. Καταραμένα μαλλιά. Δες το θετικά, είπε στον εαυτό της. Καιρό τώρα ήθελες να τα βάψεις.
Και τότε, ανάμεσα από τους έκπτωτους ένας σηκώθηκε κι η θέα του γέμισε την ψυχή της με μια γαλήνη που ούτε καν οι φροντίδες της Λίλιθ δεν είχαν καταφέρει να της δώσουν. Το χρυσό του δέρμα αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου με τέτοιο τρόπο που τον έκανε να μοιάζει ολόκληρος λουσμένος σε φως και τα μακριά κύματα των χαλκόξανθων μαλλιών του ανέμιζαν γύρω του. Έμοιαζε τόσο παράταιρος σ’εκείνο το μέρος, με το τριμμένο του τζιν και το μπλουζάκι Black Sabbath. Αλλά αυτό που έμοιαζε τελείως ξένο επάνω του εκείνη τη στιγμή ήταν τα μάτια του.
Η Μαρίνα δεν είχε ξαναδεί ποτέ αυτήν την παγωμένη οργή στο βλέμμα του. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κορμί της. Ο Σάμαελ πλησίασε αργά προς το μέρος της, σαν να φοβόταν πως θα τον έδιωχνε και πάλι. Δεν τον κατηγορούσε. Στο κάτω κάτω του είχε πει να πάει να γαμηθεί την τελευταία γορά που είχαν βρεθεί.
Το χέρι του αγκάλιασε το μάγουλό της κι η θερμότητα του σώματός του έστειλε παλμούς ευχαρίστησης σε ολόκληρο το είναι της. Τον κοίταξε μέσα από υγρά βλέφαρα.
- Ποιος; ρώτησε ο Σάμαελ κι η φωνή του ήταν τόσο απατηλά ήσυχη που της θύμισε αιλουροειδές πριν επιτεθεί. Ποιος στο έκανε αυτό;
Η Μαρίνα άνοιξε το στόμα της να τον καθησυχάσει, να του πει πως ήταν απλώς μια παρενέργεια του οράματος. Αλλά ο Τύραελ την πρόλαβε.
- Η Βασίλισσα την επισκέφθηκε, Πρίγκηπα. Το φταίξιμο είναι όλο δικό μου. Δεν θα έπρεπε ποτέ να την έχω αφήσει μόνη της.
Ο Τύραελ έσκυψε το κεφάλι, σαν να περίμενε να ακούσει τη θανατική του καταδίκη. Το χέρι του Σαμ έφυγε από το πρόσωπό της κι ακούμπησε στοργικά στον ώμο του Τύραελ.
- Μην κατηγορείς τον εαυτό σου, αδερφέ μου. Αν ήσουν μαζί της ίσως να είχες πεθάνει. Ας είμαστε ευχαριστημένοι που κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Έπειτα η προσοχή του επέστρεψε στη Μαρίνα. Η οργή στα μάτια του μετατράπηκε σε αγωνία κι έπειτα πάλι σε οργή.
- Μου είπε να σου πω...ότι με βρήκε..., ψιθύρισε η Μαρίνα χλωμιάζοντας στην ανάμνηση.
Μια μικρή φλέβα άρχισε να πάλλεται στο σαγόνι του Πρίγκηπα. Άρπαξε τη Μαρίνα από τα μαλλιά και την τράβηξε στο στήθος του σχεδόν με βία. Εκείνη σάστισε, όμως η απορία της χάθηκε καθώς εκείνος τη φίλαγε με απόγνωση και πάθος. Τα δάχτυλά του χτένισαν απαλά τα λευκά πλέον μαλλιά της κι όταν την ξανακοίταξε, η οργή είχε φύγει και το μόνο που υπήρχε ήταν κάτι παγωμένο και αμετάκλητο. Κάτι που την έκανε να χάσει μερικά χρόνια από τη ζωή της καθώς το αναγνώριζε.
Ήταν ο θάνατος.
Η Μαρίνα άγγιξε τα χέρια του με τα δικά της, αναζητώντας στα μάτια του κάτι από τον Σαμ που ήξερε. Δεν υπήρχε τίποτα.
- Είπε και κάτι άλλο...
Δεν ήθελε να το πει, αλλά κάτι μέσα της την έσπρωξε.
- Είπε...ότι αγαπάω.
Η αλλαγή στα χαρακτηριστικά του Σαμ ήταν εντυπωσιακή. Το βλέμμα του μαλάκωσε κι η έκφρασή του από θανάσιμη έγινε θλιμμένη. Έψαξε το πρόσωπό της με αγωνία.
- Αγαπάς; τη ρώτησε τόσο σιγά που σχεδόν δυσκολεύτηκε να τον ακούσει κι η ίδια.
Χάιδεψε το μάγουλό του.
- Δεν ξέρεις; Παρόλη την ικανότητά σου να προβλέπεις ανθρώπινες συμπεριφορές, αυτό το τόσο μικρό πράγμα δεν μπορείς να το δεις;
Ο Σάμαελ χαμογέλασε δειλά και φίλησε το χέρι της. Έπειτα σοβάρεψε.
- Τότε είχα δίκιο.
- Για ποιο πράγμα; ρώτησε καχύποπτα η Μαρίνα.
Και τότε άκουσε ό,τι πιο απρόσμενο.
- Για το ότι έκανα λάθος.
Τον κοίταξε ερωτηματικά. Εκείνος έμοιαζε απόμακρος ξαφνικά, σαν να θυμόταν κάτι που είχε συμβεί πολύ παλιά.
- Όταν της είπα πως δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Έκανα λάθος. Τώρα...πληρώνω αυτό το λάθος. Όμως δεν θα αφήσω να το πληρώσεις κι εσύ.
Στράφηκε στον Τύραελ και τη Δανάη.
- Αδερφέ μου, οδήγησε τη Μάντισσα στη σκηνή που έχει ετοιμαστεί για μένα. Πρέπει να την κρατήσουμε ασφαλή πάση θυσία. Δανάη, μάζεψέ τους όλους στο κέντρο του στρατοπέδου. Θέλω να σας μιλήσω.
Ο Τύραελ έπιασε τη Μαρίνα από τον αγκώνα και την τράβηξε μακριά από τον Πρίγκηπα, προς μια μεγάλη, λευκή σκηνή. Η Δανάη εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος των έκπτωτων κι άρχισε να τους συγκεντρώνει σ’ένα σημείο όπου δεν υπήρχαν καθόλου τέντες, ούτε φωτιές. Η Λίλιθ στάθηκε μπροστά του, τυλιγμένη στον μαύρο, μεταξωτό μανδύα της.
- Πρίγκηπα..., την άκουσε να λέει πριν ο Τύραελ την απομακρύνει για τα καλά, όμως δεν πρόλαβε να ακούσει τίποτα περισσότερο.
Η σκηνή ήταν απλή, χωρίς τίποτα το φανταχτερό. Υπήρχε μόνο ένα στρώμα σε μια άκρη κι ένα γραφείο με μια καρέκλα σε μια άλλη. Στον πάσσαλο στο κέντρο της ήταν καρφωμένος ένας στόχος με βελάκια. Τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει γι’αυτό που ήταν ζωγραφισμένο στο κέντρο του στόχου.
Και τι περίμενες να δεις, δηλαδη; ρώτησε η, γνώριμη πια, σατανική φωνούλα μέσα της. Τον Άμπα; Τη Βασίλισσα; Ή μήπως τον εαυτό σου;
Κι όμως, όχι. Στο κέντρο του στόχου υπήρχε μια φωτογραφία της Καλομοίρας και γύρω-γύρω μια επιγραφή που έλεγε: «Όποιος είπε πως η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική δεν είχε ακούσει ποτέ Καλομοίρα».
Δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Έβαλε τα γέλια. Για μια και μοναδική στιγμή κατάφερε να ξεχάσει τη φρίκη της επίσκεψης της θεάς και το τι σήμαινε το όραμά της...ένα όραμα από το παρελθόν, για πρώτη φορά.
Ο Τύραελ κάθισε στην καρέκλα, έβγαλε το σπαθί του από τη θήκη κι έγειρε πάνω του, κλείνοντας τα μάτια. Ηλεκτρικές εκκενώσεις διαπέρασαν τη λάμα, φωτίζοντάς την με μπλε ενέργεια. Της θύμισε το σπαθί του Αράκιελ κι αυτό την έκανε να ανατριχιάσει.
Πλησίασε το άνοιγμα της σκηνής και κοίταξε έξω.
Οι έκπτωτοι ήταν μαζεμένοι γύρω από έναν μεγάλο βράχο. Στην κορυφή του καθόταν ο Σαμ, άνετος, σαν να ήταν μια μέρα κι αυτή όπως όλες οι άλλες. Τα χαλκόξανθα μαλλιά του γυάλιζαν κάτω από τον μουντό ήλιο. Στην μπροστινή σειρά ξεχώρισε ένα πλάσμα που δεν έμοιαζε με άγγελο. Ήταν ένας όμορφος άντρας με λευκούς χιτώνες, χωρίς καθόλου μαλλιά. Τα μάτια του ήταν μάτια φιδιού και φορούσε ένα ολόχρυσο στέμα. Κάτι γνώριμο σκίρτησε μέσα της. Τον είχε γνωρίσει ξανά. Σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη εποχή. Δεν είχε ιδέα τι ήταν ή ποιος ήταν, όμως ήξερε ότι δεν της ήταν άγνωστος. Δίπλα του ακριβώς στεκόταν η Λίλιθ, τυλιγμένη στα μαύρα.
Ο Σάμαελ ύψωσε ανέμελα ένα χέρι κι έδειξε έναν άγγελο μέσα στο πλήθος.
- Νάζαελ. Γιατί πολεμάς, αδερφέ μου;
Ο άγγελος πήρε στάση προσοχής.
- Για σένα, Πρίγκηπά μου! φώναξε.
Ο Σάμαελ χαμογέλασε. Έδειξε μια άλλη.
- Ντάρμα. Γιατί πολεμάς;
- Για την ελεύθερη βούληση, αδερφέ μου, είπε ήσυχα εκείνη, σίγουρη πως είχε απαντήσει σωστά.
Το χαμόγελο του Σάμαελ έγινε ακόμη πιο αινιγματικό. Έδειξε τον άντρα με τους λευκούς χιτώνες.
- Λεβιάθαν. Γιατί πολεμάς;
Τα φιδίσια μάτια του άντρα έλαμψαν καθώς έπαιρνε μια αρπακτική έκφραση.
- Για την έξαψη της μάχης, Άστρο της Αυγής.
- Εσύ, Δανάη;
- Για τους ανθρώπους, απάντησε δειλά η έκπτωτος με τα μαύρα στίγματα στο πρόσωπό της.
Ο Σάμαελ τότε, με μια κίνηση γεμάτη χάρη, στηρίχτηκε στα χέρια του και μ’ένα σάλτο βρέθηκε όρθιος. Η Μαρίνα δεν μπόρεσε παρά να τον θαυμάσει.
- Όλοι αυτοί οι λόγοι είναι καλοί και άξιοι, αδέρφια μου. Επίσης, όλοι είναι αληθινοί. Ναι, πολεμάμε για την ελεύθερη βούληση και για τους ανθρώπους. Αλλά πολεμάμε και για τη χαρά της μάχης, για τη ζωή μας...για την αιώνια ψυχή μας. Και κάποιοι από σας πολεμάτε για μένα. Το ξέρω. Δεν είναι αυτό που θα ήθελα, όμως με τιμά και σκοπεύω να σεβαστώ την αγάπη που μου δείχνετε και να κάνω ότι μπορώ για να κάνω το όνειρό σας πραγματικότητα. Όμως υπάρχει κι άλλος ένας λόγος να πολεμήσουμε, αδέρφια. Είμαστε οι εκπρόσωποι της ελεύθερης βούλησης και γι’αυτό, είμαστε η φωνή της δικαιοσύνης. Η τάξη δεν μπορεί να είναι δίκαιη γιατί είναι απολυταρχική...το έχετε νιώσει όλοι σας και το ξέρετε καλύτερα από τον καθένα.
Τα μάτια της Μαρίνας άνοιξαν διάπλατα. Ήταν το περισσότερο που είχε πει ποτέ ο Σάμαελ σχετικά με τον θεό του. Και το είχε πει...με πικρία. Κοίτα να δεις που τελικά δεν είναι όλα όπως φαίνονται, σκέφτηκε.
- Αλλά ούτε το χάος μπορεί να είναι δίκαιο γιατί το χάος λειτουργεί με βάση τα πρωτόγονα ένστικτά του. Είναι στο δικό μας χέρι να φέρουμε τη δικαιοσύνη και να διορθώσουμε την αδικία που κάναμε τόσους αιώνες πριν.
Μουρμουρητά απλώθηκαν γύρω του. Σήκωσε τα χέρια του κι όλες οι συζητήσεις κόπηκαν.
- Ξέρω πως πολλοί από σας δεν καταλαβαίνουν για ποιο λόγο μιλάω για αδικία. Αλλά δεν γίνεται να κάνουμε τα στραβά μάτια. Πρέπει να παραδεχτούμε πως αντί να βοηθήσουμε την Κόλαση με την παρέμβασή μας, παραλίγο να την καταστρέψουμε. Ξέρω, ακόμη, πως πολλοί από σας μισούν και φοβούνται τους θεούς. Όμως, αδέρφια μου, αυτό δεν το κάνουμε για τους θεούς. Το κάνουμε για τον κόσμο και το κάνουμε για ό,τι αγαπάει καθένας μας σ’αυτόν. Το κάνουμε γιατί αυτό που είμαστε, πάνω από την ελεύθερη βούληση, πάνω από την αγάπη για την ανθρωπότητα...πάνω και πέρα από όλα αυτά...αυτό που είμαστε είναι ελπίδα. Ελπίδα, αδέρφια, ότι κανείς δεν θα είναι ξανά άβουλο όργανο στα χέρια των θεών, κανείς πια δεν θα είναι δέσμιος της τύχης. Ελπίδα...αδέρφια...ότι πάντα υπάρχουν επιλογές...ακόμη κι αν δεν είναι επιλογές που μας αρέσουν.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα επάνω του κι η Μαρίνα ήξερε πως τους είχε κερδίσει. Ήταν εντυπωσιακό το πώς είχε γυρίσει τη δυσαρέσκεια υπέρ του. Πάνω από το πλήθος τον έκπτωτων, το βλέμμα του Σάμαελ καρφώθηκε πάνω της, σμαραγδένιο και γεμάτο φως, και της χαμογέλασε.
- Όπως θα ξέρετε, ο Κάμαελ, ο Ίσραφελ και ο Ούριελ συγκέντρωσαν τα υπόλοιπα τάγματα κι έφυγαν σήμερα το πρωί για να πολεμήσουν τις δυνάμεις της θεάς στον άερα. Άφησε πίσω ένα τάγμα από Όνι, το οποίο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας έδωσαν οι τετράποδοι φίλοι της Δανάης, αυτή τη στιγμή κινείται για να μας περικυκλώσει.
Κοντοστάθηκε, σαν να ήθελε να δώσει έμφαση στα επόμενα λόγια του.
- Είστε έτοιμοι αδέρφια; φώναξε κι η φωνή του αντήχησε σε πεδιάδες και βουνά, μοιάζοντας να δίνει παλμό στην ίδια τη γη.
Οι έκπτωτοι άρχισαν να χτυπάνε ρυθμικά τα ξίφη τους στις ασπίδες τους, στις πανοπλίες τους, ακόμη και στα γυμνά τους χέρια. Φωτιά, πάγος, κεραυνός...όλα τα στοιχεία της φύσης έμοιαζαν να έχουν ξυπνήσει για να ακολουθήσουν τους αγγέλους στο κάλεσμα του πολέμου.
Ορδές πλασμάτων ξεχύθηκαν μέσα από τα δέντρα. Η Μαρίνα τους αναγνώρισε από το όραμα. Είχαν κόκκινο δέρμα, κωνικά κέρατα και μάτια γεμάτα αίμα και οργή. Μικροί χαυλιόδοντες ξεπρόβαλλαν από τα χείλη τους, ενώ τα μαλλιά τους έπεφταν στα πρόσωπά τους άγρια και κατάμαυρα. Άγγελοι όρμησαν πάνω τους σε σφιχτούς, στρατηγικούς σχηματισμούς, εξολοθρεύοντας μεθοδικά τους δαίμονες.
Αλλά ήταν περισσότεροι. Η Μαρίνα ήθελε να έχει πίστη στον Σάμαελ και τους αδερφούς του, όμως οι αριθμοί δεν ήταν με το μέρος τους. Όσο γενναία κι αν πολεμούσαν οι έκπτωτοι, όση στρατηγική κι αν χρησιμοποιούσαν, δεν υπήρχε περίπτωση να νικήσουν.
Το βλέμμα της γύρισε στον Σάμαελ που στεκόταν μόνος στην κορυφή του βράχου. Από κάτω του στεκόταν ο άντρας ο οποίος είχε αποκαλέσει «Λεβιάθαν», κοιτώντας τον ερωτηματικά και γεμάτος προσμονή την οποία δεν νοιαζόταν να κρύψει. Ο Σάμαελ ένευσε καταφατικά.
Η μπλούζα του διαλύθηκε καθώς λευκόχρυσα φτερά ξεπετάγονταν από την πλάτη του. Συσπειρώθηκε κι έπειτα βούτηξε από το βράχο. Άρπαξε τον Λεβιάθαν κι άρχισε να ανυψώνεται μαζί του, πετώντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κατάμαυρα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό και πορφυροί κεραυνοί φώτισαν την ατμόσφαιρα, αφήνοντας ηχηρούς κρότους.
Τα σύννεφα χωρίστηκαν εξίσου ξαφνικά όσο είχαν εμφανιστεί. Μια γιγάντια σκιά κάλυψε το έδαφος. Οι δαίμονες, απροετοίμαστοι, έστρεψαν τα κεφάλια τους ψηλά. Οι έκπτωτοι δεν έχασαν την ευκαιρία. Η Μαρίνα κοίταξε κι αυτή. Το πελώριο, λευκό φίδι με τα αναρίθμητα κεφάλια, δέσποζε από πάνω τους. Κάθε κεφάλι ήταν στολισμένο μ’ένα χρυσό στέμα κι είχε ανθρώπινο πρόσωπο. Μια ανάμνηση ξεπήδησε από βαθιά μέσα της και, χωρίς να καταλάβει πως, ξαφνικά ήξερε το όνομα με τον οποίο τον είχε γνωρίσει τότε. Ανάντα-Σέσα, «αυτός που θα παραμείνει».
Τα κεφάλια του φιδιού άνοιξαν συγχρονισμένα τα στόματά τους κι η Μαρίνα είδε μπλε ενέργεια να μαζεύεται γύρω από το φίδι και τον αναβάτη του, καθώς τα στόματα έψελναν σε μια διάλεκτο παλιά όσο ο χρόνος. Η μπλε ενέργεια έφυγε από πάνω του μ’έναν ηχηρό παλμό και κάλυψε ολόκληρη την έκταση της μάχης. Οι έκπτωτοι τυλίχτηκαν στο φως χωρίς να πάθουν απολύτως τίποτα. Οι δαίμονες άρχισαν να ουρλιάζουν καθώς έλιωναν ζωντανοί, αφήνοντας στον αέρα μια μυρωδιά που θύμιζε πετρέλαιο. Η Μαρίνα άκουσε κάτι να σκίζεται πίσω της. Στράφηκε, εκνευρισμένη που την αποσπούσαν από την παρακολούθηση της εντυπωσιακής μάχης. Ένας από τους δαίμονες, άγνωστο πώς, είχε γλιτώσει από τη μαγεία του Λεβιάθαν κι είχε μπει στη σκηνή από το πίσω μέρος. Ο Τύραελ είχε χιμήξει πάνω του, προσπαθώντας να τον απωθήσει, όμως ο δαίμονας είχε τα μάτια του καρφωμένα στη Μαρίνα κι η έκφρασή του ήταν γεμάτη πείνα.
Με μια επιδέξια κίνηση, απώθησε τον Τύραελ και όρμησε πάνω της. Τρόμος την κατέκλυσε καθώς ο δαίμονας την έριχνε στο πάτωμα και σήκωνε τα νύχια του για να τη χτυπήσει. Ούρλιαξε, με όση δύναμη είχε. Ούρλιαξε, σαν να εξαρτιόταν απ’αυτό η ίδια της η ζωή. Τότε είδε ένα ξίφος τυλιγμένο σε ηλεκτρικές εκκενώσεις να βγαίνει ανάμεσα από τα μάτια του πλάσματος που κατέρρεε πάνω της, γεμίζοντάς την με μαύρο, δαιμονικό αίμα. Το χαρακωμένο πρόσωπο του Τύραελ μπήκε στο οπτικό της πεδίο.
Είμαι ζωντανή, είπε στον εαυτό της ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Ω, θεέ μου, ω, θεέ μου...είμαι ζωντανή.



Η Αλίκη άνοιξε την πόρτα του δωματίου, φορώντας το καλύτερο και το πιο αστραφτερό της χαμόγελο. Η Εύα καθόταν στο κρεβάτι, παίζοντας με πλαστικά πιατάκια και φλιτζανάκια του τσαγιού, τα οποία είχε τοποθετήσει μπροστά στις κούκλες της.
Το πρόσωπο της μικρής φωτίστηκε μόλις την είδε.
- Γιώτα! αναφώνησε χαρωπά.
- Τι κάνεις, αγαπούλα μου; τη ρώτησε γλυκά η Αλίκη.
- Ήλθες να παίτσουμε; ρώτησε αθώα, με το χαρακτηριστικό ψεύδισμα των μικρών παιδιών.
Η Αλίκη χάιδεψε τις καστανές μπούκλες του παιδιού.
- Ναι. Αλλά πρώτα θέλω να κάνεις κάτι για μένα, εντάξει;
Η Εύα την κοίταξε με τα μεγάλα της μάτια κι ένευσε καταφατικά. Η Αλίκη εμφάνισε στο χέρι της μια πλαστική σύριγγα χρωματισμένη με λουλούδια και πεταλούδες.
- Πρέπει να σου πάρω λίγο αίμα γιατί χρειάζεται να σου κάνουμε εξετάσεις. Σου έχουν ξαναπάρει αίμα; τη ρώτησε γλυκά.
- Μια φολά, αλλά η κυλία ήταν κακιά και με πόνεσε, απάντησε μουτρώνοντας.
Χαμογέλασε στην Αλίκη, κοιτώντας την με εμπιστοσύνη.
- Εσύ όμως ζεν σα με πονέσεις...ε;
- Και βέβαια, όχι, αγαπούλα μου, είπε η Αλίκη.
Ο Λάμπης είχε πει πως ήταν ζωτικής σημασίας το άτομο να είναι σε κατάσταση χαλάρωσης κι η Αλίκη δεν είχε κανένα σκοπό να τρομοκρατήσει τη μικρή και να βάλει σε κίνδυνο την πολύτιμη εκδίκησή της.
Η Εύα τέντωσε το χέρι της μπροστά κι έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Η Αλίκη τσίμπησε τη φλέβα της με τη βελόνα και σε λιγότερο από ένα λεπτό, η σύριγγα είχε γεμίσει. Αγαλλίαση τη γέμισε καθώς είδε τη μικροσκοπική τρύπα να αυτοθεραπεύεται μπροστά στα μάτια της.