? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009

31. O σκοτεινός φανός

Το φορτηγάκι διέσχιζε μια Λαμία πολύ διαφορετική από αυτή που υπήρxε πριν την αρχή του πολέμου της κόλασης. Όπως όλες οι πόλεις του κόσμου, εμφανίζονταν οχυρωμένη, γεμάτη από κατοίκους που πίσω από το φαινομενικά ψύχραιμο προσωπείο τους, διαγράφονταν η τυραννική απόγνωση που τους μάστιζε.

Ήταν σχετικά εύκολο για τον Λαέρτη και τη Λούσι να διαπεράσουν το τείχος που σχημάτιζε ο στρατός των θνητών γύρω από αυτή με τα όπλα τους και τη δικαιολογημένη καχυποψία τους. Ο έλεγχος φυσιολογικά ήταν τόσο αυστηρός, που οποιαδήποτε επίσκεψη στη Λαμία θεωρούνταν μια εχθρική κίνηση, εφόσον κανένας θνητός πλέον δεν τολμούσε να μετακινηθεί μεταξύ των πόλεων έχοντας αγνές προθέσεις.

O επικεφαλής της περιφρούρησης, τους σημάδευε με το όπλο του από τη πρώτη στιγμή που έσκυψε στο παράθυρο του μικρού ημιφορτηγού, αντιμετωπίζοντάς τους ως ύποπτους. Η Λούσι τον δελέασε, ακουμπώντας του το χέρι ενώ του μιλούσε. Κατάφερε χρησιμοποιώντας το χάρισμα της αποπλάνησης και κάποιες ευφυείς δικαιολογίες να εξασφαλίσει την είσοδό τους στην περιφρουρημένη Λαμία.

Ενώ διέσχιζαν δρόμους στους οποίους θριάμβευε η ανησυχία, ο Λαέρτης θέλησε να της πιάσει κουβέντα. Τα λόγια του θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν ως εχθρικά, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο τα διατύπωσε, δήλωνε μια φιλική άνεση απέναντί της.

«Πάλι το δικό σου περνάει. Με εκμεταλλεύεσαι όπως και τότε. Απλώς πλέον, ποντάρεις στο φιλότιμό μου».

Η Λούσι χαμογέλασε. «Αν είναι να εκτιμήσεις κάτι σε μένα, είναι αυτό ακριβώς. Ότι δε σε αντιμετωπίζω όπως τους άλλους. Ωστόσο ποτέ δε θα πάψω να είμαι αυτή που είμαι. Έχω την εντύπωση ότι το γνωρίζεις αυτό».

«Το γνωρίζω», απάντησε ο Λαέρτης και παίρνοντας το χέρι του από το τιμόνι, το ακούμπησε στο γόνατό της. Αμέσως, ένιωσε τη σάρκα της κάτω από το μαύρο ύφασμα να τον ελκύει και να δημιουργεί μέσα του μια ευχάριστη αναστάτωση που δυσκολεύονταν να ελέγξει.

Η Λούσι απομάκρυνε ευγενικά το χέρι του. «Κάποια στιγμή πρέπει να σε ενημερώσω για κάποια πράγματα σχετικά με το σώμα μου», του είπε. «Το φόρεμα αυτό, δε το φοράω λόγω σεμνοτυφίας».

«Το έχω καταλάβει εδώ και καιρό», παραδέχτηκε ο Λαέρτης.

Λίγες στιγμές αργότερα, ο Λαέρτης πάρκαρε το ημιφορτηγό σε ένα σημείο που βρισκότανε αρκετά κοντά στην εκκλησία του Άγιου Ανδρέα, η οποία αποτελούσε τον στόχο της ριψοκίνδυνης επίσκεψής τους. Συνέχισαν με τα πόδια και ήταν πλέον θέμα χρόνου το δισκοπότηρο των δράκων να γίνει δικό τους. Έμοιαζε εύκολο, αλλά τελικά δεν ήταν. Χωρίς να το καταλάβουν, βρέθηκαν να σημαδεύονται από τα όπλα 10 αστυνομικών. Τα είχαν υψώσει σχεδόν απροειδοποίητα μπροστά στα μάτια τους και έμοιαζαν ότι δε θα δίσταζαν καθόλου να τα αδειάσουν πάνω τους.

«Η παρουσία σας στην πόλη είναι ανεπιθύμητη και ενέχει δόλο», είπε ο επικεφαλής τους. «Περάσατε τον έλεγχο με ύποπτο τρόπο και εμείς το πληροφορηθήκαμε αμέσως μετά. Σκοπός των φρουρών, ήταν να μην επιτρέψουν σε κανέναν να εισέλθει. Όποιος εισέρχεται, σημαίνει ότι έχει τη δύναμη να μετακινείται σε μεγάλες αποστάσεις, χωρίς να του καίγεται καρφί για τον χαμό που επικρατεί εκεί έξω». Έπειτα, τους κοίταξε εξεταστικά. «Ποιος από τους δυο σας είναι ο δαίμονας;», τους ρώτησε. «Φαντάζομαι εσύ κοπελιά, αφού η όψη σου παραείναι μυστήρια για τα γούστα μου».

«Είμαστε πρόθυμοι να συνεργαστούμε», είπε ο Λαέρτης επιδιώκοντας να κρατήσει τους τόνους χαμηλούς.

«Λυπάμαι», απάντησε ο αστυνόμος χαιρέκακα. «Αυτά ίσχυαν πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Αναγκαστικά θα πρέπει να σας εκτελέσουμε».

Λέγοντας τα λόγια αυτά, έμοιαζε έτοιμος να δώσει στους συναδέλφους το σήμα να ανοίξουν πυρ. Όμως δε πρόλαβε. Είδε τη δαιμόνισσα να ορμάει προς το μέρος τους, μόνο για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου και αμέσως μετά είχε εξαφανιστεί, μπροστά από τα έκπληκτα μάτια όλων τους.

«Εδώ είμαι», ακούστηκε η παγερή φωνή της, αυτή τη φορά από πίσω τους. Όλοι μαζί στράφηκαν προς αυτή, αγνοώντας εντελώς τον Λαέρτη. Τη σημάδεψαν καθώς αυτή τους αντίκριζε με μια κρύα απάθεια.

«Αποκάλυψε τα χαρακτηριστικά σου», πρόσταξε ο επικεφαλής τους, αυτή τη φορά προσπαθώντας μάταια να συγκρατήσει τον φόβο του. Το χέρι του, άρχισε να τρέμει καθώς τη σημάδευε.

«Δε νομίζω ότι θα το θέλατε αυτό», τους είπε.

Ο επικεφαλής όμως επέμενε. «Αποκάλυψε τα χαρακτηριστικά σου, τώρα!»

«Να θυμάστε», τους προειδοποίησε καθώς ετοιμάζονταν να βγάλει το βέλο που σκέπαζε το πρόσωπό της, «ότι εσείς το ζητήσατε».

Ο Λαέρτης είχε ήδη στρέψει αλλού το βλέμμα του καθώς άκουγε τα κολασμένα ουρλιαχτά τους να δονούνε βίαια τη σιωπή της νύχτας. Όταν το επανέφερε σε αυτούς τους είδε να σέρνονται στο έδαφος και να τραντάζουν τα σώματά τους πάνω του αφηνιασμένοι, καθώς αφροί ξεχείλιζαν από τα στόματά τους.

«Μπορούμε να συνεχίσουμε», του είπε η Λούσι παγερά, καθώς ταίριαζε και πάλι το βέλο της στο πρόσωπό της.



Στο εσωτερικό της εκκλησίας του Άγιου Ανδρέα, ο πάτερ Νικόλαος έκανε πρόβες στη φωνή του κρατώντας ένα προσευχητάρι στα χέρια του, έτσι ώστε να είναι έτοιμος για τη λειτουργία της επόμενης μέρας. Όταν είδε τους δυο μυστηριώδεις επισκέπτες να στέκονται μπροστά του κατάλαβε αμέσως τον λόγο της επίσκεψής τους.

Ο Λαέρτης του φίλησε το χέρι με ευλάβεια. «Πάτερ, είμαι ο Κομνηνός. Μιλήσαμε στο κινητό σχετικά με το δισκοπότηρο των δράκων».

«Το κατάλαβα», είπε ο πάτερ Νικόλαος χαμογελώντας. «Ποιος θα το περίμενε ότι θα έφτανε η στιγμή που θα βοηθούσα έναν αιρετικό σαν εσένα για το καλό του κόσμου, ε;», ρώτησε εύθυμα.

«Το Τάγμα του Σταυρού του Ρόδου, βρίσκονταν πάντα στο πλευρό της Εκκλησίας», του θύμισε ο Λαέρτης. «Έστω και αν δε μας αναγνωρίσατε ποτέ», πρόσθεσε με κάποια πικρία.

«Ποτέ δεν είναι αργά», παραδέχτηκε ο παπάς. Έπειτα το βλέμμα του έπεσε πάνω στη μαυροντυμένη και μυστηριώδη γυναίκα. «Εσύ κοπέλα μου, ποια είσαι;», τη ρώτησε.

«Η πόρνη της Βαβυλώνας», απάντησε εκείνη χαμογελώντας ειρωνικά.

«Κουταμάρες», είπε δύσπιστα ο παπάς. «Μη λες τέτοια λόγια».

«Δε τα λέω εγώ. Εσείς τα λέτε», του είπε καθώς οι τρεις τους προχωρούσαν προς το ιερό. Ο παπάς δε φαίνονταν με τίποτα να υποψιάζεται ποια πραγματικά είχε δίπλα του.

«Η γυναίκα θα μείνει εδώ», τους προειδοποίησε αυστηρά όταν έφτασαν μπροστά στο τέμπλο. «Η κατακόμβη επικοινωνεί με το ιερό και το να μπαίνουν γυναίκες μέσα σε αυτό, είναι μεγάλη αμαρτία».

Τα τζάμια του ναού άρχισαν να τρίζουν ελαφρά.

Ο Λαέρτης στράφηκε ανήσυχος προς τη Λούσι. «Λούσι, άκουσε με σε παρακαλώ. Δεν είναι ανάγκη να έρθεις. Δε θα κάνω δα και κάτι το δύσκολο εκεί μέσα. Απλώς περίμενέ με εδώ και θα γυρίσω σύντομα». Έπειτα την είδε να κοιτάζει τον ιερέα με το παγερό της βλέμμα. «Και σε παρακαλώ μη κάνεις κάτι που θα εκθέσει την αποστολή μας», πρόσθεσε.

«Μπορείς να πηγαίνεις και να κάνεις αυτό που πρέπει», του είπε εκείνη.



Λίγο αργότερα, ο Λαέρτης βρέθηκε να διασχίζει τον μακρύ διάδρομο της κατακόμβης, κρατώντας στο χέρι του έναν φανό που βρήκε μπροστά στην είσοδό της στο ιερό και φώτιζε με αυτόν τα βήματα του. Σύντομα κατέληξε σε μια μικρή αίθουσα, η οποία είχε τη διαμόρφωση ενός σπηλαίου. Το δισκοπότηρο των δράκων τον καρτερούσε εκεί, πακτωμένο σε ένα βράχο που εξείχε. Έμοιαζε με ένα πελώριο κύπελλο που λούζονταν από ένα αφύσικο φως. Δεν υπήρχε όμως μόνο το δισκοπότηρο να τον περιμένει εκεί μέσα. Δίπλα του κάθονταν ένα πλάσμα που έλαμπε καθώς η ατμόσφαιρα γύρω του στολίζονταν από κάτι που έμοιαζε με λευκή χρυσόσκονη. Ο Λαέρτης θαύμασε για λίγο την κατάλευκη και επιβλητική πανοπλία του όντος αυτού όπως αυτή περιβάλλονταν από τα μεγάλα φτερά του. Είχε διαβάσει πολλά γι’ αυτόν και να που η μοίρα τον αξίωσε να τον συναντήσει από κοντά.

«Ντέριελ!», φώναξε έκπληκτος και έκανε να γονατίσει μπροστά του.

«Μη γονατίζεις, Λαέρτη», είπε ο άγγελος ευγενικά. «Βρίσκομαι εδώ για να σου μεταφέρω το μήνυμα του πατέρα μας. Του θεού της τάξης. Ήσουν πάντοτε ο πιο αγαπημένος μας από το Τάγμα σου και οι ενάρετες πράξεις σου μας έκαναν να σε βλέπουμε σαν παιδί μας».

Ο Λαέρτης μίλησε με ένα ύφος που φανέρωνε μετάνοια. «Ντέριελ, πρέπει να με καταλάβεις. Βρίσκομαι με τους δαίμονες γιατί προσπαθώ βοηθήσω όσο γίνεται τον κόσμο μου. Ποτέ δεν είχα την πρόθεση να σας προδώσω».

Ο άγγελος χαμογέλασε με καλοσύνη. «Το ξέρουμε, Λαέρτη. Βασιζόμαστε σε σένα και αναγνωρίζουμε την προσπάθεια που κάνεις. Το μήνυμα που σου φέρνω είναι ότι είμαστε μαζί σου και ότι μπορείς να προχωρήσεις στην αποστολή σου αυτή, ελεύθερα και έχοντας την έγκριση των ουρανών».

«Δε πρόκειται να σας απογοητεύσω ποτέ», δήλωσε ο Λαέρτης αναθαρρεύοντας.

«Αυτό που λες είναι πολύ δύσκολο να το πετύχεις. Η ψυχή σου βρίσκεται ήδη σε μεγάλο κίνδυνο και φοβόμαστε για σένα. Ο δρόμος που επέλεξες δίπλα στην Άσταροθ, θα σε οδηγήσει στην καταστροφή. Δεν ήσαν μόνο θνητοί όσοι μπλέχτηκαν στα δίχτυα της και μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι κανένας τους δε γλίτωσε ως τώρα».

Ο Λαέρτης κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τους κρύβεται πια.
************************************************************************************
Ο πάτερ Νικόλαος ένιωθε το εχθρικό βλέμμα της μαυροντυμένης γυναίκας με το λευκό δέρμα να τον πλακώνει και άρχισε να δυσφορεί.

«Έχεις τα μάτια σου σκεπασμένα. Μπορώ όμως να νιώσω την ασέβεια που σκορπάς γύρω σου και αυτό με προσβάλλει».

«Τα λόγια σου δε με αγγίζουν, όπως δε με άγγιξαν ποτέ τα όσα με καταλογίζετε. Εγώ δε γονάτισα στις προσβολές σας, διότι σας κάνουν να φαίνεστε πολύ μικροί μπροστά στα μάτια μου. Αν λοιπόν θεωρείς ότι σε προσβάλλω, σε πληροφορώ ότι τα πάντα είναι θέμα συνήθειας».

Τα ψυχρά της λόγια ήταν φορτισμένα με μια ειρωνεία που εξόργισε τον ιερέα. «Δε σου επιτρέπω να μου μιλάς έτσι, γυναίκα», της φώναξε. «Η αμαρτία σου δεν έχει θέση εδώ μέσα. Βγες αυτή τη στιγμή έξω από το ναό μου!»

«Είμαι τόσο αμαρτωλή, όσο και εσείς είστε αθώοι. Γνωρίζω καλά το πόσο πιστοί είστε στις αξίες που καυχάστε ότι πρεσβεύετε και ομολογώ ότι μου έρχεται να βάλω τα γέλια».

Ο πάτερ Νικόλαος, ένιωσε ένα ρίγος να τον διαπερνά καθώς άρχισε να συνειδητοποιεί τι ήταν αυτό που είχε μπροστά του.

«Είσαι ένας δαίμονας», διαπίστωσε με τρόμο.
********************************************************************************
«Η Άσταροθ είναι το τελευταίο πλάσμα που αξίζει κάποιος να εμπιστευτεί», προειδοποίησε ο άγγελος τον Λαέρτη. «Ζει μέσα από την εκμετάλλευση και τη λαγνεία. Το πιο πιθανό είναι ότι θα σε οδηγήσει στον βούρκο της ακολασίας. Το χειρότερο είναι ότι όταν αυτό συμβεί, δε θα έχεις τη δύναμη να νιώσεις καν το σφάλμα σου. Δε θα είσαι πια ο Λαέρτης που αγαπάμε».

«Αντιλαμβάνομαι την ανησυχία σας», απάντησε ο Λαέρτης. «Γνωρίζω καλά ότι δε πρόκειται ποτέ να αλλάξω την Άσταροθ και ούτε έχω κάποια πρόθεση να το κάνω. Γνωρίζω επίσης καλά, ποια είναι και τι αντιπροσωπεύει. Γνωρίζω όμως και κάτι που εσείς δε γνωρίζετε: Ότι δε σκοπεύει να με αλλάξει και ότι ακόμη και αν το θελήσει, εγώ θα παραμείνω ο Λαέρτης που αγαπάτε. Είμαι πρόθυμος να κυλιστώ στο βούρκο μαζί της όπως λες και ωστόσο να καταφέρω να παραμείνω ο ίδιος άνθρωπος. Μη στεναχωριέστε για μένα Ντέριελ. Μπορώ να το πετύχω».

«Το μονοπάτι που ακολουθείς είναι γεμάτο αγκάθια και δε μπορεί πια να σε βοηθήσει κανένας παρά μόνο ο εαυτός σου», είπε ο άγγελος περίλυπα.
************************************************************************************
«Τώρα που οι μάσκες έπεσαν, είμαι πρόθυμη να υποστώ το θλιβερό σου κήρυγμα, προσπαθώντας όσο μπορώ να μη με πάρει ο ύπνος».

Ο ιερέας γέμισε από φόβο και αγανάχτηση. «Έξω από το ναό μου σιχαμένο πλάσμα», της φώναξε γεμάτος οργή και απέχθεια. «Απορώ και μόνο που σε βλέπω να ανασαίνεις εδώ μέσα».

Η Λούσι γέλασε με το κλασσικό της γέλιο. «Όσο σε δυσαρεστεί εσένα η παρουσία μου στο ναό που ισχυρίζεσαι ότι είναι δικός σου, άλλο τόσο με δυσαρεστεί και μένα η δική σου».

Ο πάτερ Νικολαος, άρπαξε με λύσσα έναν ξύλινο σταυρό που ήταν αφημένος πάνω στο προσευχητάρι του και με μία βίαιη κίνηση, τον έφερε μπροστά στο καλυμμένο πρόσωπό της.

«Οπίσω μου σε έχω σατανά», ούρλιαξε μανιασμένα.

Εκείνη όμως, έμεινε σχεδόν ατάραχη. Για λίγο μόνο φάνηκε να εκπλήσσεται, σα να απόρησε με την κίνησή του αυτή.

«Μη γίνεσαι γελοίος», του είπε απλώς.
*************************************************************************************
Ο Λαέρτης εντόπισε τη στρογγυλή εσοχή πάνω στον βράχο που δέσμευε το δισκοπότηρο των δράκων. Έβγαλε από τη τσέπη του το φωτοστέφανο και το τοποθέτησε μέσα της. Εκείνο αμέσως έλαμψε με το γαλάζιο φως του και λίγες στιγμές μετά, το περιβόητο κύπελλο βρίσκονταν πια στα χέρια του.

«Πρέπει να με καταλάβεις Ντέριελ», είπε στον άγγελο που όλη εκείνη την ώρα τον παρακολουθούσε. «Είμαι ένας άνθρωπος που πίστευε ότι είχε στο πλευρό του τη γυναίκα που ονειρεύονταν. Ήταν ένα όνειρο από το οποίο ξύπνησα επώδυνα. Γιατί κατάλαβα, ότι ήταν απλώς ένα όνειρο και τίποτα περισσότερο. Η πραγματικότητα, είναι φριχτή. Μερικές φορές όμως ανακαλύπτουμε μέσα της θησαυρούς που βρίσκονται δίπλα μας και που δεν περιμέναμε ποτέ ότι θα έκρυβαν μέσα τους αυτό που στα αλήθεια έχουμε ανάγκη»

«Μιλάς σαν ένας ερωτευμένος άνθρωπος», διαπίστωσε ο ευγενικός και επιβλητικός άγγελος. «Εγώ απλώς σου μεταφέρω το μήνυμα του θεού της τάξης. Θα είμαστε μαζί σου όσο κι εσύ θα είσαι ακόμη μαζί μας. Αν πιστεύεις ότι μπορείς να τα καταφέρεις να παραμείνεις ο εαυτός σου δίπλα στην Άσταροθ, είσαι ελεύθερος να το πιστεύεις. Για μας όμως που ανησυχούμε για σένα, η σπίλωση της τίμιας ψυχής σου θεωρείται σίγουρη».

Λέγοντάς τα αυτά, ο άγγελος χαμογέλασε και έκανε κάτι το αινιγματικό προς τον Λαέρτη: Του έκλεισε το μάτι.

Καθώς εξαϋλώνονταν επιστρέφοντας στους ουρανούς, του απεύθυνε τα τελευταία του λόγια.

«Χαίρε λοιπόν, Λαέρτη. Οι ουρανοί είναι στο πλευρό σου σε αυτή την αποστολή και το δισκοπότηρο των δράκων μπορεί να γίνει δικό σου. Σου ευχόμαστε καλή επιτυχία στο δύσκολο δρόμο που επέλεξες».

Ο Λαέρτης έμεινε πια μόνος, νιώθοντας ότι κρατούσε στα χέρια του ένα τρόπαιο που μόλις είχε κερδίσει.
***********************************************************************************
Ο πάτερ Νικόλαος, αφού κατάλαβε ότι δε μπορούσε να απαλλαχθεί με τίποτα από τη ψυχρή δαιμόνισσα που είχε μπροστά του, θέλησε να αλλάξει την τακτική του απέναντί της.

«Είσαι μία από αυτούς που προσκυνούν τον διάβολο που τυραννάει τον κόσμο μας, παίζοντας μαζί του αυτές τις μέρες. Προσκυνάς ένα τέρας που σκορπά τον θάνατο και την καταστροφή».

Η Λούσι, για πρώτη φορά ένιωσε να θίγεται από τα λόγια του ιερέα, ωστόσο δεν το έδειξε. «Ο διάβολος που υπηρετώ εγώ, παίζει μαζικά με τον κόσμο. Ο διάβολος που υπηρετείς εσύ όμως, είναι πολύ πιο ύπουλος. Παίζει με τον καθένα από μας χωριστά, υποσχόμενος μια ψεύτικη αγάπη».

Ο πάτερ Νικόλαος, δε πρόλαβε καν να θιχτεί από τα λόγια της αυτά. Τον άρπαξε από τον γιακά καθώς η οργή της ξεχείλιζε, σείοντας τους τοίχους του ναού σαν ένα σεισμό που απειλούσε να τον γκρεμίσει.

«Πες το θεό σου να πάψει να παίζει μαζί μου», του ψιθύρισε ταρακουνώντας τον. «Πες του να με αφήσει ήσυχη πια. Να μας αφήσει ήσυχους όλους».

Ο ιερέας ένιωσε ανυπεράσπιστος στα χέρια της και η φωνή του πρόδιδε πλέον ικεσία.
«Σε παρακαλώ… Αν μου ζητάς να προσευχηθώ για σένα σου υπόσχομαι να το κάνω… Μη με βλάψεις μόνο».

«Αν περνάει από το μυαλό σου να του ζητήσεις να αλλάξω, δε πρόκειται να σας κάνω τη χάρη», τον προειδοποίησε σαν να τον απειλούσε. «Δε πρόκειται να σας την κάνω ποτέ».

Τη στιγμή εκείνη ο Λαέρτης έβγαινε από το ιερό κρατώντας το δισκοπότηρο στα χέρια του. Η σκηνή που αντίκρισε με τη Λούσι να έχει αρπάξει τον ιερέα και να τον ταρακουνά βίαια, τον γέμισε ταραχή. Έτρεξε προς το μέρος τους, έτοιμος να κάνει ότι μπορεί ώστε να αποτρέψει το κακό που μαίνονταν.

«Ε! Ε! Ε!», φώναξε τραβώντας τη Λούσι μακριά από το δύστυχο θύμα της. Ο ιερέας μόλις ελευθερώθηκε από τη λαβή της, βαστήχτηκε αμέσως από ένα στασίδι, έτσι ώστε να μη καταρρεύσει εντελώς.

Ο Λαέρτης έβαλε τα χέρια του στους ώμους της Λούσι και την κοίταξε τρυφερά. «Τι σου συνέβη κορίτσι μου;», τη ρώτησε.

Η φράση του αυτή ήταν τόσο δυνατή που την ηρέμισε αμέσως. Ποτέ και κανένας δεν είχε το θάρρος να την αποκαλέσει έτσι.

Έπειτα, ο Λαέρτης πλησίασε τον συντετριμμένο παπά. «Συγχώρεσε μας πάτερ», του είπε απολογητικά.

«Δε πειράζει», είπε ο πάτερ Νικόλαος. «Έφταιγα κι εγώ». Έπειτα κατευθύνθηκε προς τη Λούσι προσπαθώντας όσο γίνεται να δείξει ότι δε τη φοβάται πια. Έτεινε προς αυτή τον ξύλινο σταυρό που κρατούσε και της τον προσέφερε. «Σου χαρίζω το ευλογημένο αυτό σύμβολο, ώστε να φιλιώσουμε. Όχι ότι πρόκειται να το δεχτείς, βέβαια».

Τότε η Λούσι έκανε κάτι που εξέπληξε τόσο τον ιερέα, όσο και τον Λαέρτη. Πήρε τον σταυρό χωρίς καμία αντίρρηση. Έπειτα, άρχισε να ψάχνει μέσα στο μαύρο της φόρεμα. Έβγαλε μέσα από εκεί κάτι που έμοιαζε με μία πλαστική σπείρα χρώματος ροζ και την πρόσφερε στον ιερέα σαν να πρόκειται για κάποιο αντάλλαγμα.

«Μου έδωσες ένα συμμετρικότατο όργανο βασανιστηρίου που το βαφτίσατε σύμβολο, έτσι ώστε να θυμάστε για πάντα το μεγαλύτερο από τα κατορθώματά σας. Ωστόσο θα το δεχτώ και σκοπεύω να το κρατήσω. Αυτό που σου έδωσα εγώ, είναι ένα δώρο από τη βασίλισσά μου, ως αμοιβή που μας παρείχες το δισκοπότηρο. Είμαι σίγουρη, ότι με το που θα βγούμε από το ναό που θεωρείς ότι σου ανήκει, θα το πετάξεις σαν να πρόκειται για κάτι το βέβηλο. Ή μήπως κάνω λάθος;»

Ο ιερέας της έριξε ένα αμήχανο βλέμμα.

«Αυτή είναι η διαφορά μας, ρασοφόρε», του είπε τραβώντας ευγενικά τον Λαέρτη ώστε να κατευθυνθούν προς την έξοδο.

Ενώ οι δυο τους απομακρύνονταν, ο πάτερ Νικόλαος δεν άντεξε. Απεύθυνε προς τη δαιμόνισσα φωναχτά το ερώτημα που τον έκαιγε.

«Γυναίκα… Ποια είσαι;»

Η Λούσι γύρισε και τον κοίταξε για τελευταία φορά. «Είμαι κάποια που οι αξίες που αντιπροσώπευε έναν καιρό θεωρούνταν ιερές και που εσείς φροντίσατε να τις μετατρέψετε σε μέσο εμπορικών συναλλαγών και μάρκετινγκ. Τώρα δε μπορείτε, παρά να με υποστείτε».

Καθώς οι δύο επισκέπτες εγκατέλειπαν τον ναό, ο πάτερ Νικόλαος, έμεινε μόνος του, να περιεργάζεται τη ροζ σπείρα που κρατούσε στα χέρια του.



Όταν η Λούσι και ο Λαέρτης επέστρεψαν στο φορτηγάκι, ήρθαν αντιμέτωποι με άλλη μια έκπληξη. Μια νυχτερίδα είχε εγκατασταθεί στην πόρτα του οδηγού μοιάζοντας σαν να τους περίμενε, ενώ στα πόδια της ήταν κολλημένος ένας μικρός φάκελος. Ο Λαέρτης εκπλάγηκε με το πόσο εύκολο αποδείχτηκε το να πιάσει στα χέρια του το μικρό ζώο και όταν είδε το όνομά του γραμμένο στον φάκελο, τότε άρχισε να ανησυχεί. Με το που τον ξεκόλλησε, η νυχτερίδα τον εγκατέλειψε πετώντας και πάλι ελεύθερη.

«Μπορώ να διακρίνω τη μαγεία όπου κι αν τη συναντήσω», του είπε η Λούσι καθώς έμπαιναν μέσα, παίρνοντας τις θέσεις τους. «Σου συνιστώ να μην το ανοίξεις, γιατί μόνο μία έχω γνωρίσει το τελευταίο διάστημα που να χρησιμοποιεί τέτοιες μεθόδους».

Ο Λαέρτης έμεινε σιωπηλός. Άφησε το φάκελο μαζί με το μεγάλο δισκοπότηρο στο πίσω μέρος του βαν και φορτισμένος με ανησυχία, έβαλε μπροστά τη μηχανή.



Η κοιλάδα φωτίζονταν από αναρίθμητους δαυλούς και οι δαίμονες που τη γέμιζαν καθόντουσαν οκλαδόν περιμένοντας υπομονετικά την τελετή να αρχίσει. Ήταν μία από τις νύχτες που ακόμη και οι πιο καταστροφικοί από αυτούς αποφάσισαν να φρονιμεύσουν, μπροστά στην ιερότητα των στιγμών που επρόκειτο να ακολουθήσουν. Μεταξύ αυτών, κάθονταν και ο Μιχάλης. Είχε αρχίσει πλέον να συνηθίζει την όψη ακόμη και τον πιο αποκρουστικών τεράτων του στρατού. Περίμενε κι αυτός όπως όλοι, τη θεά να σηκωθεί από τον πέτρινο θρόνο, που βρίσκονταν στο κέντρο του κύκλου που σχημάτιζε το πλήθος τους. Όταν αυτό συνέβαινε, τότε θα ξεκινούσε μια διαδικασία που αναμένονταν να τους μείνει αξέχαστη.

Κάποια στιγμή, οι ψίθυροι άρχισαν να ταξιδεύουν μέσα στο πλήθος αυτό, μεταδίδοντας σε όλους το μήνυμα που περίμεναν. «Το δισκοπότηρο έφτασε».

Η Τίαματ, το είχε καταλάβει πολύ πριν από αυτούς και σηκώθηκε όρθια, δείχνοντας ανυπόμονη να το κρατήσει στα χέρια της. Ο επικεφαλής των δαιμόνων που ονομάζονται Στυξ, πρόβαλε βαστώντας το μέσα στα μακριά του νύχια και κατευθυνόμενος περήφανα προς το μέρος της.

«Μπράβο ρε Λαέρτη», μουρμούρισε ο Μιχάλης ενθουσιασμένος, έτσι ώστε να το ακούσει μόνο ο εαυτός του, καθώς παρακολουθούσε τον δαίμονα εκείνο να πλησιάζει προς την Τία του. Η μόνη διαφορά που εμφάνιζε σε σχέση με τους άλλους Στυξ, ήταν ότι δε πρόβαλε καμία μακρουλή μύτη από τη κουκούλα του ράσου του.

Με το που άγγιξε η θεά το κύπελλο που της πρόσφερε ο ακόλουθός της, ο ουρανός έλαμψε από τις πύλες που άνοιξε το εν λόγω τάγμα της και που εκείνη τη στιγμή τα μέλη του είχαν λάβει τη θέση τους στις διάφορες δρακολίμνες που βρίσκονταν διάσπαρτες στον πλανήτη.

Η Τίαματ έβαλε το δισκοπότηρο τον δράκων κάτω από τη μασχάλη της και με το ελεύθερο χέρι της, έλυσε τα κορδελάκια που συγκρατούσαν το φόρεμά της στους ώμους της. Αυτό κύλισε στο νεανικό της σώμα και κατέληξε στα πόδια της.

Και τότε ο Μιχάλης τα αντίκρισε.

Τα δόντια.

Εδώ και καιρό είχε καταλάβει ότι η μικρή Τία έκρυβε ένα θεριό ανάμεσα στα σκέλια της, ωστόσο δεν ήθελε να το παραδεχτεί ευθέως. Το θέαμα τον φόβισε αρκετά, ένιωθε όμως άσχημα που φοβότανε, καθώς ήταν κομμάτι της και όφειλε να το αγαπήσει όπως αγαπούσε και την ίδια. Άλλωστε με τον ίδιο τρόπο, την αγάπησε κάποτε και ο Αμπζού, ο πανίσχυρος θεός που την είχε επιλέξει να βρίσκεται στο πλευρό του. Αυτός προφανώς δεν πτοούνταν από μια τέτοια λεπτομέρεια.

Η μικρή θεά τον κοίταξε από απόσταση έχοντας ένα βλέμμα που φανέρωνε μια παιδική σεμνότητα. Ήταν σαν να του παρουσίαζε τον εαυτό της και να του ζήταγε να την αποδεχτεί.

Ο Μιχάλης ύψωσε ελαφρά το χέρι του και της έκανε το σήμα της νίκης, χαμογελώντας της με ένα αμήχανο χαμόγελο.

Τότε η Τίαματ, κρατώντας το δισκοπότηρο στα χέρια της, το ύψωσε ελαφρά και έκλεισε τα μάτια της. Αυτό αμέσως άρχισε να εκπέμπει μια πράσινη αύρα που έλουζε το γυμνό της σώμα. Τότε, ο επικεφαλής των Στυξ γονάτισε μπροστά της και την φύλησε ευλαβικά.

Στα δόντια.

Αυτή έχοντας ακόμη κλειστά τα μάτια της, χαμογέλασε και τον χάιδεψε τρυφερά σα να πρόκειται για κάποιο κουτάβι. Έπειτα, ο δαίμονας σηκώθηκε όρθιος και άρχισε να απομακρύνεται ταπεινά.

Ο Μιχάλης ένιωσε ένα τσίγκλισμα μέσα του, το οποίο δεν οφείλονταν μόνο στην ανεπαίσθητη ανατριχίλα που του προκάλεσε το συγκεκριμένο στιγμιότυπο.

«Πουτάνας γιε», μουρμούρισε εκδηλώνοντας το με σαφήνεια.

Καθώς η πράσινη λάμψη του δισκοπότηρου κάλυπτε πλέον τη θεά σε βαθμό που να μη διακρίνεται, το εκτυφλωτικό φως του ουρανού έσβησε απότομα και όλοι οι δαίμονες ύψωσαν τα μάτια τους για να αντικρίσουν το μαγευτικό θέαμα που βασίλευε πια σε αυτόν.

Χιλιάδες δράκοι τον κατέκλυζαν, πετώντας ανέμελα προς διάφορες κατευθύνσεις, σχηματίζοντας με τον αριθμό τους μία σαγηνευτική και παράδοξη θάλασσα εντός του.

Ο Μιχάλης είχε χαζέψει εντελώς και έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Οι δράκοι αυτοί ήταν πολύ μικρότεροι από αυτούς που ήξερε από τα παραμύθια, ωστόσο ήταν το ίδιο επιβλητικοί. Η διαπίστωση ότι πραγματικά υπάρχουν ήταν που τον συγκλόνισε και τον μάγεψε συνάμα.

Σύντομα, ο πομπώδης στόλος από τα μυθικά αυτά πλάσματα, διασκορπίστηκε στα γύρω βουνά, περιμένοντας τον στρατό να τον αξιοποιήσει με την πρώτη ευκαιρία. Μόνο δύο από αυτούς προσγειώθηκαν στο κέντρο του πλήθους των δαιμόνων, μπροστά στη μικρόσωμη γυμνή θεά. Αυτή χάιδεψε της πελώριες μουσούδες τους με απίστευτη τρυφερότητα. Εκείνοι, έκλεισαν τα μάτια τους ανταποκρινόμενοι στα χάδια της.

«Θέλω να βγω στη σύνταξη», δήλωσε ο Μιχάλης στον εαυτό του, προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο του.



Στο εσωτερικό της βίλλας του Μπάαλ, η Άσταροθ χάζευε με το παγερό της βλέμμα από το παράθυρο της τα παραμυθένια τέρατα της βασίλισσάς της, καθώς αυτά προσγειώνονταν στις γύρω περιοχές. Ένιωσε γι’ ακόμη μια φορά περήφανη που αποδείχτηκε χρήσιμη προς αυτήν. Αμέσως όμως την κυρίευσε μια απρόσμενη ανησυχία. Η ανησυχία αυτή ήταν που την οδήγησε στο να κατευθυνθεί προς το δωμάτιο του Λαέρτη. Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες που επιχειρούσε να επισκεφτεί τον προσωπικό χώρο ενός θνητού τη νύχτα, έχοντας αγνές προθέσεις. Δεν την ένοιαζε καν που αυτός θα την αντίκριζε φορώντας το αιθέριο μαύρο νυχτικό της, πράγμα που μπορούσε να τον οδηγήσει σε κάποια αντίδραση που θα ήταν ανεπιθύμητη και για τους δυο τους.

Με το που άνοιξε την πόρτα του, αυτός χίμηξε στην αγκαλιά της γεμάτος ταραχή. Γαντζώθηκε πάνω της και την έσφιγγε προσπαθώντας να συνεφέρει τον εαυτό του από αυτό που τον είχε συγκλονίσει. «Ήταν φριχτό», της φώναξε. «Ήταν φριχτό».

Η Λούσι προσπαθούσε να τον ηρεμίσει από το σοκ που υπέστη, ενώ παράλληλα το βλέμμα της ταξίδεψε στο δωμάτιο, μέχρι να πέσει πάνω στο λάπτοπ του που έφεγγε πάνω στο τραπέζι. Το πρόσωπο της Αλίκης πρόβαλε στην οθόνη του, πιο σιχαμένο από ποτέ, με τα χείλη της ματωμένα και τα βλέφαρά της να πεταρίζουν γεμάτα από μια παρανοϊκή επιτήδευση.

«Ελπίζω να απόλαυσες το θέαμα μωρό μου», ακούστηκε να λέει η φωνή της. Αμέσως μετά το βίντεο έσβησε, αφήνοντας τους μόνους, να υφίστανται τις συνέπειες της προβολής του.

«Ήταν ο Προκαθήμενος του Τάγματος», της είπε ο Λαέρτης μόλις άρχισε να συνέρχεται. «Αυτή τον είχε δέσει και… δεν άντεξα να το δω όλο. Πάντως, σίγουρα είναι πλέον νεκρός».

«Τι σκοπεύεις να κάνεις;», τον ρώτησε η Λούσι προσπαθώντας να ακουστεί κάπως τρυφερή.

«Θα τους βρω όλους και θα τους προειδοποιήσω», της απάντησε. «Αυτό θα κάνω. Θα τους πω να πάρουν τα μέτρα τους έναντι αυτής που έχει βαλθεί να μας εξοντώσει και να με τρελάνει εντελώς». Έπιασε τον εαυτό του να ζουλάει τον ώμο της Λούσι κάπως άκομψα ενώ της τα έλεγε αυτά και φρόντισε να απομακρύνει διακριτικά το χέρι του από πάνω της.

«Συνειδητοποιείς νομίζω, ότι αυτό που λες είναι απίθανο», του απάντησε αυτή. «Είδες και μόνος σου πόσο δύσκολη ήταν η πρόσβαση στη Λαμία. Δεν επιθυμώ να σε στενοχωρήσω, πάντως σου λέω ότι αποκλείεται να τους βρεις όλους και να παραμείνεις ζωντανός».

Ο Λαέρτης είχε ήδη ηρεμίσει. Δεν ήθελε να εξακολουθεί να ταράζει τη Λούσι μεταδίδοντάς της τον πανικό που τον κυρίευσε. «Υπάρχουν όμως και μέσα που ενώ ακόμη και σεις οι δαίμονες τα υποτιμάτε, μπορούν να αποδειχτούν πολύ χρήσιμα σε κάτι τέτοιες περιστάσεις», της είπε.

«Όπως;», ρώτησε η Λούσι.

Έβγαλε από τη τσέπη του το κινητό του τηλέφωνο και της το έδειξε προσπαθώντας να χαμογελάσει.

Εκείνη πάντως χαμογέλασε αβίαστα, αντικρίζοντάς το.

Ειρωνικά εννοείται.