? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

36. In Media Res


Έτρεχε με όλη της τη δύναμη, έτρεχε για να ξεφύγει από το πλάσμα που την κυνηγούσε, προσπαθώντας να διαγράψει από το μυαλό της το μέγεθος της φρίκης που είχε αντικρίσει. Ποτέ δεν περίμενε ότι θα κατέληγαν έτσι τα πράγματα.
Ένιωσε κάτι να αρπάζει τον αστράγαλό της, κάτι ψυχρό και γλοιώδες. Δεν ήθελε να κοιτάξει, δεν ήθελε να κοιτάξει. Έκλεισε τα μάτια της για να μην το βλέπει καθώς την τραβούσε προς το μέρος του. Κάτι έσταξε στα ρούχα της. Ήταν ζεστό και κολλώδες. Το στομάχι της ανακατεύτηκε καθώς συνειδητοποιούσε ότι επρόκειτο για εκτόπλασμα που έκκρινε το πλάσμα από πάνω της. Κάτι υγρό και φολιδωτό άγγιξε το πρόσωπό της. Έκλεισε πιο σφιχτά τα μάτια της, καταπιέζοντας την ανάγκη της να ουρλιάξει καθώς η γλώσσα του πλάσματος γευόταν την επιδερμίδα της. Μπορούσε να ακούσει την ανάσα του καθώς την οσμιζόταν.
Ήταν ακινητοποιημένη κάτω απ’αυτό το πλάσμα της Κόλασης και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να ξεφύγει. Η Αλίκη ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι η αφύπνιση των Σράνκεν θα οδηγούσε σε κάτι τέτοιο. Και τότε το ένιωσε. Ένιωσε την εισβολή στο μυαλό της, ω θεέ μου, ω θεέ μου, αυτό το πράγμα τρέφεται με σκέψεις, ω θεέ μου! Φρίκη την κατέκλυσε, καθώς, ανήμπορη να αντισταθεί, παραδινόταν στη γλώσσα που έγλυφε το πρόσωπό της και στα αόρατα νύχια που χτένιζαν το μυαλό της ψάχνοντας να κατασπαράξουν κάθε σκέψη, κάθε ανάμνηση, κάθε τι που την κρατούσε ζωντανή.


***

Το χριστιανικό σχολείο της Rosenkreuz στη Γερμανία εκπαίδευε παιδιά απ’όλον τον κόσμο. Η επίσημη ονομασία, φυσικά, ήταν «Τάγμα του Σταυρού του Ρόδου». Όμως οι περισσότεροι στο σχολείο, μαθητές και καθηγητές, το αποκαλούσαν απλά Rosenkreuz, όπως ήταν το πρωτότυπο όνομά του.
Ο ιδρυτής του Τάγματος είχε μελετήσει την επιστήμη της αλχημείας και είχε ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο, μαθαίνοντας ξεχασμένες τέχνες και μαζεύοντας ψήγματα από διάφορες φιλοσοφίες. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, τη Γερμανία, αποφάσισε πως είχε έρθει ο καιρός οι τρόποι των Ευρωπαίων αλχημιστών να αλλάξουν. Η Χρυσή Αυγή, η αλχημιστική οργάνωση που ακολουθούσε τις διδαχές του Ερμή του Τρισμέγιστου, είχε διαφθαρεί και πλέον οι εκπρόσωποί της χρησιμοποιούσαν τις δυνάμεις τους για κακό και για να αποκτήσουν οι ίδιοι δύναμη και εξουσία. Ο Κρίστιαν Ρόουζ Κρος, ο ιδρυτής της Rosenkreuz, ήταν αυτός που προσπάθησε πρώτος απ’όλους να εντάξει τις χριστιανικές διδαχές στην πανάρχαια τέχνη της αλχημείας.
Όπως τους είχαν διδάξει από την πρώτη κιόλας μέρα του πρώτου τους κιόλας έτους στο σχολείο του Τάγματος, ο σημαντικότερος κανόνας ήταν να χρησιμοποιούν τη γνώση τους για να βοηθάνε τους ανθρώπους και να κάνουν το καλό.
Το να φτάσεις νωρίς την πρώτη μέρα των μαθημάτων έχει μεγάλη σημασία. Αν έφτανες αργοπορημένος, όλες οι πίσω θέσεις θα ήταν πιασμένες και στις μπροστά κάθονταν μόνο τα φυτά. Η Αλίκη είχε αργήσει, ως συνήθως. Μπήκε στην τάξη με τα ακουστικά στ’αφτιά, με τα γατίσια μάτια της τονισμένα με μαύρο μολύβι και τα κοντά της νύχια βαμμένα μαύρα. Οι μοβ τούφες στα ξανθά μαλλιά της έκαναν την εμφάνισή της ακόμη πιο εντυπωσιακή.
Η Αλίκη ήταν ίσως η μόνη σ’ολόκληρο το σχολείο που δεν ενδιαφερόταν αν θα αργούσε την πρώτη μέρα. Πέταξε το μαύρο, δερμάτινο μπουφάν της στην πρώτη κενή θέση που βρήκε. Μέσα της ήξερε πως δεν είχε σημασία πού καθόταν, αλλά η μάσκα που έβγαζε προς τα έξω. Τι σημασία είχε αν ήταν η πρώτη μαθήτρια της τάξης, όταν κυκλοφορούσε ντυμένη σαν να είχε ξεφύγει από συναυλία των Bauhaus;
Τράβηξε έξω τον ασημένιο σταυρό που είχε χαθεί μέσα στο ντεκολτέ του μαύρου, εφαρμοστού κορσέ της, και αγνοώντας παντελός τη φροϋλάιν Ρίλχεν που την κοίταζε σαν να είχε ξεπηδήσει από τις σελίδες κάποιου σατανιστικού βιβλίου, πήγε στο πίσω μέρος της τάξης, έβαλε το πόδι της ανάμεσα στα πόδια του Έρικ και κάθισε πάνω του, φιλώντας τον παθιασμένα.
Έριξε το κεφάλι της πίσω και γέλασε ανέμελα. Σηκώθηκε και, λικνίζοντας του γοφούς της, επέστρεψε στη θέση της στην πρώτη σειρά. Τα βλέμματα γύρω της ήταν γεμάτα φθόνο και θαυμασμό.


***


Η πρώτη της δουλειά. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει καθώς περίμενε κρυμμένη στις σκιές. Το Τάγμα καιρό τώρα παρακολουθούσε την οργάνωση που χρησιμοποιούσε το προσωνύμιο «Μαύρο Βέλο» και, επιτέλους, όλα έδειχναν πως είχαν καταφέρει να βρουν το μέρος που χρησιμοποιούσαν για τις ανίερες τελετές τους.
Νεκρές κοπέλες βρίσκονταν σ’ολόκληρο το Μιλάνο και κανείς δεν ήξερε πώς ή γιατί. Κανείς εκτός από το Τάγμα, δηλαδή. Κι αυτοί είχαν στείλει την Αλίκη να καθαρίσει το μέρος από τους δαιμονολάτρες. Την είχαν επιλέξει ανάμεσα σε τόσους άλλους. Είχε νιώσει τόσο περήφανη όταν το είχε ακούσει. Οι δαίμονες και οι οπαδοί τους δεν είχαν καμιά θέση σ’αυτόν τον κόσμο. Αυτός ήταν ένας κόσμος για ανθρώπους και τα αρχαία πλάσματα είχαν παίξει αρκετά μαζί του. Είχε έρθει η εποχή των ανθρώπων.
Και η Αλίκη εκείνη τη στιγμή ένιωθε πως ήταν το όργανο του νόμου, η ίδια η Δίκη, με το πανί στα μάτια, τη ζυγαριά στο αριστερό χέρι και το ξίφος στο δεξί. Είχαν αρχίσει να μαζεύονται. Το μαύρο αυτοκίνητο δεν άργησε να φανεί. Δυο άντρες βγήκαν από μέσα, κουβαλώντας ένα αναίσθητο κορίτσι που δεν έμοιαζε πάνω από δεκαπέντε.
Η Αλίκη περίμενε να εξαφανιστούν στην ερειπωμένη πολυκατοικία κι έπειτα πήδηξε από την ταράτσα όπου στεκόταν κουρνιασμένη, με την καμπαρντίνα να ανεμίζει πίσω της, όμοια με εκδικητικό άγγελο.



***

Η Αλίκη μπήκε στην αίθουσα των τελετών ντυμένη με τον πορφυρό μανδύα που αναδείκνυε τη θέση της ως Σεβάσμιας. Είχε έρθει η ώρα. Επιτέλους, ο Λαέρτης θα πλήρωνε ό,τι της είχε κάνει. Τα τρία φυτά ήταν προσεκτικά τοποθετημένα πάνω στον βωμό που ήταν καλυμμένος με μαύρο βελούδο. Δίπλα τους υπήρχαν το ασημένιο δοχείο με το αίμα της Εύας κι ένα βούκινο φτιαγμένο από κατάλευκο υλικό, στολισμένο με χρυσές παραστάσεις. Σε μια σκοτεινή γωνία πίσω από το βωμό βρισκόταν ένα σκαλιστό σεντούκι, καλά κλεισμένο. Η Αλίκη πήρε τη θέση της στον πέτρινο θρονίσκο. Αυτή τη φορά δεν θα λάμβανε μέρος στην τελετή. Έπρεπε να παρακολουθεί, στην περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά. Κι έπρεπε επίσης να φυσήξει το κέρας. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν τη λεία επιφάνειά του καθώς χαμογελούσε, συλλογιζόμενη ότι αν ο Μιχάλης Λαδόπουλος ήξερε για την ύπαρξη του συγκεκριμένου αντικειμένου δεν θα είχε κάνει ποτέ το σφάλμα να ξυπνήσει τη θεά χωρίς αυτό. Από την άλλη, βέβαια, ο Μιχάλης Λαδόπουλος δεν ήταν παρά ένας ερευνητής οικοσυστημάτων που έκανε έναν-δυο φόνους για το «καλό της επιστήμης», διάβασε ένα-δυο αποκρυφιστικά βιβλία και νόμιζε ότι έγινε κάποιος. Φυσικά και δεν θα μπορούσε να ξέρει ότι το Άγριο Κυνήγι των κελτικών και νορβηγικών παραδόσεων είχε την αρχή του στους μεσοποταμιακούς μύθους για την Τιαμάτ και τα έντεκα τέρατα που δημιούργησε. Τους Έντεκα, τα πιο πιστά δημιουργήματα της θεάς. Αυτά που τόσοι και τόσοι άσχετοι αλχημιστές γνώριζαν απλώς με το όνομα «Σράνκεν».
Οι μεγάλες, δίφυλλες πόρτες της αίθουσας άνοιξαν. Από τις δύο στοές άρχισαν να εμφανίζονται μορφές. Από τη μία πλευρά έβγαιναν μαυροντυμένοι άντρες με μάσκες που έμοιαζαν με κεφάλια κορακιών. Δίπλα τους προχωρούσαν γυμνές γυναίκες, που το μόνο τους ένδυμα ήταν ένα κολάρο στο λαιμό, με μια μακριά, λεπτή αλυσίδα, που κατέληγε στον καρπό του άντρα που περπατούσε δίπλα τους. Από την άλλη, έρχονταν γυναίκες ντυμένες με αραχνούφαντα φορέματα, ενώ δίπλα τους προχωρούσαν άντρες στα τέσσερα, σαν σκυλιά
Η Σεβάσμια σηκώθηκε από το θρονίσκο της και τους έκανε νόημα να πάρουν τις θέσεις τους. Η τελετουργία της κάθαρσης νωρίτερα το ίδιο βράδυ είχε γεμίσει το αίμα τους με αρκετή ποσότητα datura ώστε να μην έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό να κάνουν ό,τι τους έλεγε. Κατέβηκε με αργά βήματα ανάμεσά τους και πλησίασε το βωμό. Στάθηκε με την πλάτη προς αυτούς και ύψωσε τα χέρια της. Υπόκωφος, ρυθμικός ήχος από τύμπανα γέμισε το χώρο καθώς οι μουσικοί έμπαιναν κι αυτοί στην αίθουσα και στέκονταν κυκλικά γύρω από τα μέλη της Στοάς. Άντρες και γυναίκες άρχισαν να κινούνται προς το κέντρο της αίθουσας, ακολουθώντας τη μουσική. Καθώς ο ρυθμός γινόταν πιο έντονος, τα σώματα άρχισαν να έρχονται πιο κοντά και τα μέλη να μπλέκονται μεταξύ τους σ’έναν άγριο χορό που έμοιαζε να πηγάζει κατευθείαν από το πιο πρωτόγονο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, έναν χορό που έμοιαζε να υμνεί το ίδιο το χάος.
Η Αλίκη γύρισε προς το μέρος τους, με τα μάτια της να λάμπουν από προσμονή. Τους ζήλεψε για λίγο. Ο ρόλος της Σεβάσμιας ήταν ένας ρόλος που της έθετε όρια, όρια που είχε αποτινάξει από πάνω της όταν είχε προδώσει το Τάγμα. Το Τάγμα που παρόλα όσα είχε κάνει γι’αυτό, δεν την είχε προστατεύσει από το Λαέρτη και την Άσταροθ. Το μίσος κατέκλυσε την ψυχή της κι έδιωξε μακριά την όποια ζήλεια.
Το βλέμμα της ταξίδεψε πάνω στα κορμιά που τώρα είχαν χαμηλώσει. Οι περισσότεροι απ’αυτούς βρίσκονταν ήδη ξαπλωμένοι στο δάπεδο, με τα ρούχα να σχηματίζουν λιμνούλες αντανακλώντας στα απαλά τους υφάσματα το φως των κεριών. Παρατήρησε τη σκιά μιας γυναίκας που ανεβοκατέβαινε, με το κεφάλι ριγμένο πίσω, με τα χείλη μισάνοιχτα...κόλλησε για λίγο εκεί, αναθυμούμενη τις μέρες που κι εκείνη μπορούσε να απολαύσει την ερωτική πράξη, που δεν ήταν μια αγγαρεία ή που δεν ένιωθε βρώμικη όταν την έκανε. Τις είχε χάσει για πάντα εκείνες τις μέρες. Πόσο ειρωνικό που ο δαίμονας της λαγνείας ήταν υπεύθυνος γι’αυτό.
Ένα βαθύ βογκητό την έκοψε από τις σκέψεις της. Η κοκκινομάλλα Κάτια, η άλλοτε φίλη της Βούλας, είχε τεντώσει το κορμί της σαν τόξο ενώ πίεζε ανάμεσα στα πόδια της το κεφάλι μιας ξανθιάς κοπέλας που η Αλίκη δεν κατάφερε να αναγνωρίσει, καλοσωρίζοντας τον οργασμό.
Αυτό ήταν το σημάδι που περίμενε. Γύρισε ξανά προς το βωμό και βύθισε τα χέρια της στο αίμα της μικρής Εύας. Ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι μετά από τόσες ώρες ήταν ακόμη ζεστό. Ράντισε μ’αυτό τα φυτά πάνω στο βωμό. Πήρε στα χέρια της το βούκινο και φύσηξε. Ο ήχος του γέμισε το χώρο και σταμάτησε κάθε βογκητό, κάθε στεναγμό απόλαυσης. Με μεγαλοπρεπείς κινήσεις, η Αλίκη επέστρεψε στο θρονίσκο της.
Το μπαούλο άρχισε να τρέμει, στην αρχή ανεπαίσθητα αλλά στη συνέχεια όλο και πιο βίαια. Το δυσοίωνο «κρακ» του ξύλου που ράγιζε έκανε τις τρίχες του αυχένα της να σηκωθούν όρθιες. Στην αρχή φάνηκε να μη γίνεται τίποτα. Τα μάτια της καρφώθηκαν στο μπαούλο, γεμάτα προσμονή, γεμάτα αγωνία. Τόσο κοντά...ήταν τόσο κοντά.
Τότε το είδε. Πυκνή, πράσινη ομίχλη είχε αρχίσει να ξεχύνεται από το μπαούλο. Τα φυτά άρχισαν να διπλασιάζονται, πάνω στον βωμό. Αυτό δεν έπρεπε να συμβαίνει. Δεν έπρεπε; Αμφιβολία γέμισε τα σωθικά της, κατεβαίνοντας προς τα κάτω, βαριά σαν μολυβένια σφαίρα. Είχε διαβάσει μύθους, θρύλους...ό,τι είχε καταφέρει να βρει. Όμως αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι για χιλιάδες χρόνια, κανένας δεν είχε καταφέρει να ξυπνήσει τους Έντεκα. Η ομίχλη άρχισε να καλύπτει ολόκληρη την αίθουσα και, σε λίγο, η Αλίκη δεν μπορούσε να δει καν το βούκινο που κρατούσε στα χέρια της.
Απόλυτη ησυχία απλώθηκε στο χώρο για λίγα δευτερόλεπτα. Κι έπειτα ξέσπασε το χάος. Άκουσε σύρσιμο, κραυγές, ουρλιαχτά και τον ανατριχιαστικό ήχο σάρκας που αποκολλούνταν.
- Βοήθεια! άκουσε έναν άντρα να φωνάζει με τόση αγωνία που η Αλίκη δεν ήθελε καν να φανταστεί τι φρίκη αντίκριζαν τα μάτια του καθώς συναντούσε το πρόωρο τέλος του.
- Σταματήστε! πρόσταξε δυνατά η Αλίκη, απευθυνόμενη προς κάποιο ακαθόριστο σημείο μέσα στην ομίχλη. Έχω το βούκινο, πρέπει να με υπακούσετε!
Αισθάνθηκε κάτι στον αστράγαλό της, κάτι υγρό και φολιδωτό. Κοίταξε προς τα κάτω και είδε πως ήταν μια γλώσσα, της οποίας ο κάτοχος ήταν παντελώς καλυμμένος από ομίχλη. Η γλώσσα άρχισε να σκαρφαλώνει στο πόδι της, ανεβάζοντας μαζί της τον πορφυρό μανδύα. Έμεινε κοκκαλωμένη στη θέση της, σχεδόν παραλυμένη από τον τρόμο.
Η γλώσσα τρύπωσε κάτω από το εσώρουχό της, εξερευνώντας την περιοχή σαν να έψαχνε για κάτι. Ένα σπαραχτικό τσίριγμα ακούστηκε από το πλάσμα στην ομίχλη καθώς η γλώσσα τραβιόταν πίσω, μην έχοντας βρει αυτό που αναζητούσε.
Η Αλίκη δεν έχασε χρόνο. Μ’ένα σάλτο πήδηξε πάνω από το θρονίσκο κι άρχισε να τρέχει. Έτρεχε με όλη της τη δύναμη, έτρεχε για να ξεφύγει από το πλάσμα που την κυνηγούσε, προσπαθώντας να διαγράψει από το μυαλό της το μέγεθος της φρίκης που είχε αντικρίσει. Ποτέ δεν περίμενε ότι θα κατέληγαν έτσι τα πράγματα.


***
Το πλάσμα που βιάζε το μυαλό της εξακολουθούσε να τη γλύφει. Αυτή τη φορά όμως δεν έψαχνε τίποτα, η Αλίκη το ήξερε. Αυτή τη φορά απλά έπαιζε μαζί της. Γιατί το βούκινο δεν είχε λειτουργήσει; Όλοι οι μύθοι έλεγαν...Ανόητη, είπε απελπισμένα στον εαυτό της. Ποτέ δεν θα’ πρεπε να έχεις εμπιστευτεί τους μύθους. Αποδείχτηκες εξίσου ηλίθια με τον Λαδόπουλο. Πίστεψες αυτό που ήθελαν οι δαίμονες να πιστέψεις προκειμένου να αναγεννήσεις τους πιο αιμοβόρους υπηκόους της θεάς τους. Ή μήπως δεν σου είχαν πει στο Τάγμα ότι οι δαίμονες ήταν αυτοί που διέδωσαν πολλούς από τους θρύλους της προφορικής παράδοσης για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους; Το πίστεψες και να πού κατάντησες. Θα πεθάνεις και τώρα ο Λαέρτης δεν θα πάρει ποτέ αυτό που του αξίζει.
Αυτό την επανέφερε απότομα, σαν κάποιος να είχε ρίξει πάνω της έναν κουβά παγωμένο νερό. Έψαξε πυρετωδώς μέσα στον πορφυρό μανδύα που είχε γίνει ένα κουβάρι γύρω της καθώς το πλάσμα την είχε παγιδεύσει. Και τον βρήκε. Το μόνο πράγμα που είχε κρατήσει από τις μέρες της στο Τάγμα. Αν πιστεύεις...αν ποτέ σου πίστεψες σε κάποιον θεό, είπε αποφασιστικά στον εαυτό της, αυτή είναι η ώρα να το δείξεις.
- Crux sancta sit mihi lux! Non draco sic mihi dux! Vade retro satana! Nunquam suade mihi vana! Sunt malae que libas! Ipse venena bibas!
Τα λατινικά λόγια των οποίων τα αρχικά ήταν χαραγμένα στον ασημένιο της σταυρό, τα ίδια εκείνα αρχικά που υπήρχαν στο μετάλλιο του Αγίου Βενέδικτου και που το Τάγμα χρησιμοποιούσε για εξορκισμούς. Ο σταυρός είχε τη δική του μαγεία...αυτό που απέμενε να δει ήταν αν αυτή η μαγεία θα ήταν αρκετή ακόμη και τώρα που εκείνη είχε χάσει την πίστη της.
Όλες τις οι αμφιβολίες χάθηκαν όταν άκουσε το τσίριγμα του πλάσματος. Ήταν τόσο εκκωφαντικό που πίστεψε ότι θα έσπαγαν τα τύμπανά της, όμως ξαφνικά σταμάτησε. Περίμενε να νιώσει το σώμα του πλάσματος να τη συνθλίβει με το βάρος του, όμως το μόνο που αισθάνθηκε ήταν το πηχτό, υγρό εκτόπλασμα να εξατμίζεται από τα ρούχα της.
Αποτόλμησε να ανοίξει τα μάτια της. Η πυκνή ομίχλη είχε υποχωρήσει. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτα μέσα στην αίθουσα. Σηκώθηκε και κατέβηκε τα σκαλιά, ψάχνοντας για επιζώντες. Ένιωσε το πόδι της να βυθίζεται σε κάτι υγρό και ήξερε πως ήταν αίμα προτού καν κοιτάξει. Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Είχε μείνει μόνη. Για πρώτη φορά από τότε που οι γονείς της την παράτησαν στα σκαλιά του ναού, είχε μείνει ολοκληρωτικά και απόλυτα μόνη. Δεν είχε κανέναν σύμμαχο, κανέναν να τη βοηθήσει να τιμωρήσει τον Λαέρτη και τη δαιμόνισσα που τον είχε ξεμυαλίσει.
Βγήκε από την αίθουσα παραπατώντας και προχώρησε προς τα έξω, αισθανόμενη ακόμη τη γλώσσα του πλάσματος να εξερευνά το κορμί της, παρόλο που ήξερε καλά πως ήταν απλά μια ανάμνηση. Τι θα είχε συμβεί αν η σκέψη της εκδίκησης δεν την είχε αφυπνίσει έγκαιρα; Θα είχε κατασπαράξει το μυαλό της, αφήνοντάς την τρελή; Ή μήπως θα την είχε σκοτώσει, όπως κάνανε τα αδέρφια του στα άλλα μέλη της Στοάς; Το είχε στείλει πίσω, πάντως. Στην Κόλαση ή στο Θάνατο, δεν ήξερε να πει. Ό,τι κι αν είχε σκοπό να της κάνει, είχε γλιτώσει. Και τώρα που δεν είχε μείνει τίποτα πια από τη Στοά, έπρεπε να σκεφτεί προσεκτικά ποιο θα ήταν το επόμενό της βήμα.
Ένα μικρό χέρι γλίστρησε στο δικό της καθώς ο καθαρός νυχτερινός αέρας γέμιζε τα πνευμόνια της. Κοίταξε προς τα κάτω και είδε τη μικρή Εύα. Τρόμος στοίχειωνε τα μάτια της, τα οποία ήταν γεμάτα δάκρυα. Το πρόσωπό της ήταν μουτζουρωμένο από κάπνα. Κοιτώντας πίσω της, είδε πως ολόκληρο το κτίριο της Στοάς, όπως και πολλά εκεί γύρω, είχαν παραδοθεί στις φλόγες.



Η Μαρίνα στεκόταν ολομόναχη, μακριά από το στρατόπεδο. Είχε ακουμπήσει τη ράχη της σ’ένα δέντρο και κοίταζε μακριά, τον σκοτεινό ορίζοντα. Τα λευκά της μαλλιά χόρευαν στον άνεμο. Ακόμη δυσκολευόταν να συνηθίσει στη θέα τους.
Ο Τύραελ της είχε σώσει τη ζωή. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να του το ξεπληρώσει. Αν πίστευε όσα της είχε πει η Λίλιθ, αν δεν το έκανε, κάτι φριχτό θα συνέβαινε.
Άσ’τα αυτά, είπε στον εαυτό της. Ξέρεις καλά πως άλλο σε απασχολεί. Σε τρομάζει το όραμα που είδες. Σε τρομάζει το γεγονός ότι ο Αββαδών είχε δίκιο, ότι τον είχες διαλέξει στο παρελθόν. Κι ότι υπηρετούσες αυτό το τέρας.
- Τα μαλλιά σου...
Η φωνή του ακούστηκε σπασμένη. Δεν αναπήδησε ούτε ένιωσε έκπληξη στο άκουσμά του. Σχεδόν τον περίμενε. Δεν στράφηκε να τον κοιτάξει, από φόβο πως αν το έκανε εκείνος θα έβλεπε στα μάτια της κάτι που δεν έπρεπε να δει.
- Είσαι τρελός. Τι κάνεις τόσο κοντά στο στρατόπεδο των έκπτωτων;
Αισθάνθηκε το άγγιγμά του στην πλάτη της κι ανατρίχιασε ολόκληρη.
- Ανησυχείς για μένα; τη ρώτησε με μια νότα ευθυμίας.
Η Μαρίνα ανασήκωσε τους ώμους.
- Καλησπέρα, Αββαδών.
Αυτή τη φορά έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, με το στόμα της να χάσκει από την έκπληξη.
Ο Άμπα κοίταζε κι αυτός έκπληκτος τον Σαμ που έμοιαζε να έχει εμφανιστεί από το πουθενά. Εκείνος δεν έδειχνε ιδιαίτερα συγκινημένος από τη σκηνή. Στεκόταν με το γοφό του στηριγμένο σ’έναν βράχο και τους αντίχειρες περασμένους στις θηλιές του τζην του. Φορούσε μια μπλούζα Tristania και τα μακριά, χαλκόξανθα μαλλιά του, ήταν πιασμένα στον αυχένα. Τους παρατηρούσε ήσυχα.
Ο Αββαδών έριξε μια ματιά στη Μαρίνα. Το βλέμμα του ήταν σχεδόν ικετευτικό. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, γεμάτη θλίψη. Σχεδόν άκουσε κάτι να σπάει μέσα της.
- Δεν καταλαβαίνεις ότι σε χρησιμοποιεί; Σου έκρυψε την αλήθεια, Ράντα, της είπε σπαραχτικά. Έχεις την ψυχή της...την ψυχή που ορκίστηκα να αγαπάω αιώνια...μην το κάνεις αυτό, Ράντα...
- Και τι μ’αυτό; αντέτεινε ο Σαμ καρφώνοντάς τον με τα φωτεινά, πράσινα μάτια του. Κι εγώ έχω μέσα μου ένα κομμάτι του θεού μου, όμως δεν είμαι εκείνος. Δεν είμαι θεός. Και η Μαρίνα δεν είναι η Λάκσμι. Είναι η Μαρίνα. Δεν μπορείς να το δεις, επιτέλους;
Ο δαίμονας τότε έφερε το χέρι του στην πλάτη και τράβηξε τον πελώριο, διπλό πέλεκυ που τον είχε δει να φέρει στο παρελθόν. Το ύφος του ήταν τελεσίδικο. Ο Σαμ χαμογέλασε βαριεστημένα.
- Πρέπει στ’αλήθεια να το κάνουμε αυτό;
Ο Αββαδών την κοίταξε μια τελευταία φορά κι έπειτα προχώρησε μέχρι που στεκόταν ακριβώς απέναντι από τον Πρίγκηπα, γύρω στα δέκα μέτρα μακριά. Εκείνος δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
- Αυτός ο κύκλος πρέπει να τελειώσει κάποτε. Επιλέγω να τον τελειώσω εδώ, είπε ήρεμα ο δαίμονας ενώ τα μαύρα, δερμάτινα φτερά του ξεδιπλώνονταν.
Η Μαρίνα έκανε πίσω φοβισμένη και κρύφτηκε στα δέντρα. Είχε δει έκπτωτους και δαίμονες να πολεμάνε και κάτι της έλεγε πως το πιο έξυπνο που είχε να κάνει ήταν να κρατηθεί μακριά.
Απροειδοποίητα, ο Αββαδών χίμηξε στον Πρίγκηπα. Εκείνος τυλίχτηκε στον γνώριμο πια, λευκό τυφώνα που περιεβαλλόταν από κεραυνούς χωρίς ήχο και βρέθηκε πίσω του με ταχύτητα που τα ανθρώπινα μάτια της αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν. Δεν είχε βγάλει τα χέρια του από τις θηλιές του τζην κι εξακολουθούσε να μοιάζει βαριεστημένος, σαν να το είχε ξανακάνει όλο αυτό. Ίσως και να το είχε, σκέφτηκε ένοχα η Μαρίνα καθώς θυμόταν τα ζαφειρένια μάτια της Λάκσμι.
- Είσαι απόλυτα σίγουρος πως το θέλεις αυτό, Αββαδών;
Η φωνή του Σαμ ήταν όπως την ήξερε, ανδρόγυνη, όμοια με λιωμένη καραμέλα σε ζεστό δέρμα. Της προκαλούσε αισθησιακά ρίγη και μόνο που την άκουγε. Αναρωτήθηκε αν μόνο σ’αυτήν είχε τέτοια αποτελέσματα ή αν το Άστρο της Αυγής ήταν γεννημένο για να σαγηνεύει τους ακροατές του.
Δεν απέκλειε τίποτε απ’τα δύο.
- Ναι. Κι αν σταματήσεις τα κολπάκια, ίσως τελειώσουμε μια ώρα αρχύτερα, είπε κοφτά ο Αββαδών.
- Σ’αυτήν την περίπτωση...
Ο Πρίγκηπας απομακρύνθηκε από το δαίμονα και τον περίμενε να γυρίσει. Η Μαρίνα κατάλαβε πως αυτό ήταν μια δήλωση σεβασμού απέναντι στον αντίπαλό του, καθώς αρνιόταν την ευκαιρία να τον χτυπήσει πισώπλατα. Ο Αββαδών στράφηκε και, πολύ σοβαρός, έκανε μια μικρή υπόκλιση στον Πρίγκηπα.
- ...αποδέχομαι το certamen.
Τι στο καλό σήμαινε πάλι αυτό; Καταραμένοι έκπτωτοι. Δεν μπορούσαν να μιλάνε σε μια γλώσσα που να καταλαβαίνει ο υπόλοιπος κόσμος. Ο Αββαδών ένευσε καταφατικά.
- Ορκίζεσαι να τιμήσεις τους όρους της μονομαχίας, Πρίγκηπα;
Ο Σαμ γέλασε.
- Εγώ ήμουν αυτός που ίδρυσε το θεσμό του certamen, Αββαδών. Φυσικά και θα τιμήσω τους όρους.
- Πολύ καλά. Διάλεξε τα όπλα σου.
Εκείνος έβγαλε τη μπλούζα του, τη δίπλωσε προσεκτικά και την άφησε πάνω στο βράχο. Τα λευκόχρυσα φτερά έσκισαν την πλάτη του κι έκαναν την εμφάνισή τους. Η Μαρίνα είδε τα χέρια του να τυλίγονται σ’ένα φως ιερό και πανέμορφο, λαμπερό σαν τον ίδιο τον ήλιο. Όταν το φως έσβησε, ο Σάμαελ κρατούσε δύο ασημένια εγχειρίδια, με παράξενα σύμβολα χαραγμένα στις κυματιστές τους λάμες. Τα σύμβολα έλαμπαν με μπλε ενέργεια. Ο Αββαδών χαμογέλασε, σαν να τα αναγνώριζε.
Προτού καλά καλά το καταλάβει, οι δυο τους είχαν εκτοξευθεί στον αέρα. Κοίταξε προς τα πάνω. Το σκοτάδι κάλυπτε τις κινήσεις τους και, ούτως ή άλλως, κινούνταν με αλλόκοσμη ταχύτητα. Το μόνο που διέκρινε ήταν σπίθες να πετάγονται από τις λάμες τους καθώς συγκρούονταν και κάθε χτύπημα αντηχούσε σ’ολόκληρη την κοιλάδα από κάτω τους σαν κεραυνός.
Έκπτωτοι άρχισαν να μαζεύονται γύρω της, ανήσυχοι για το τι συνέβαινε.
- Μαρίνα; Είσαι καλά; άκουσε τη γλυκιά φωνή της Δανάης καθώς η έκπτωτος άνοιγε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος για να σταθεί στο πλευρό της.
Η Μαρίνα κοίταξε ψηλά και δάκρυα γέμισαν τα μάτια της.
- Τι θα κάνω αν κάποιος από τους δυο τους πεθάνει, Δανάη; Αυτό είναι λάθος...
Η Δανάη της έσφιξε ζεστά το χέρι, χωρίς να πει τίποτα. Της ήταν ευγνώμων γι’αυτό. Τα μάτια των έκπτωτων κινούνταν τόσο γρήγορα, που κατάλαβε πως εκείνοι τουλάχιστον μπορούσαν να δουν τη μάχη. Σκέφτηκε να ρωτήσει τη Δανάη τι γινόταν. Απέρριψε τη σκέψη την ίδια στιγμή. Έκλεισε τα μάτια.
Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε έτσι, αμίλητη, ακούγοντας μόνο τους ήχους της νύχτας και τις συγκρούσεις που έμοιαζαν με κεραυνούς πάνω από το κεφάλι της. Μέχρι που, κάποια στιγμή, άκουσε έναν εκκωφαντικό γδούπο και η γη κάτω από το πόδια της σείστηκε.
Άνοιξε διστακτικά τα μάτια της. Έφερε τα χέρια της στο στόμα, προσπαθώντας να πνίξει μια κραυγή αγωνίας και αποτυγχάνοντας παταγωδώς. Ο Αββαδών ήταν γεμάτος πληγές και καλυμμένος με αίμα. Το ένα του φτερό ήταν σκισμένο και η άλλοτε λαμπερή λάμα του πέλεκύ του είχε γίνει κατάμαυρη, σαν καρβουνιασμένη.
Ίσα που ανέπνεε. Ο Σάμαελ προσγειώθηκε ανάλαφρα δίπλα του και τα εγχειρίδια είχαν εξαφανιστεί από τα χέρια του. Δεν είχε την παραμικρή αμυχή πάνω του και κοίταζε τον πεσμένο δαίμονα με τόση θλίψη που η Μαρίνα αισθάνθηκε την καρδιά της να τρέμει μέσα στο στήθος της.
- Σου είπα πως δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, είπε ο Πρίγκηπας κι ακουγόταν...στεναχωρημένος.
- Σκότωσέ με...
Ο Σάμαελ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
- Δεν μπορώ και δεν πρόκειται να το κάνω, το ξέρεις. Ποτέ δεν θα με συγχωρούσε αν έπαιρνα τη ζωή σου, ούτε κι εγώ θα συγχωρούσα τον εαυτό μου.
- Αν...εκείνη...δεν είναι...μαζί μου..., ξεστόμισε ο δαίμονας με κόπο καθώς αίμα έρρεε από τα μωλωπισμένα χείλη του, τι λόγο...έχω...να υπάρχω;
Ο Σάμαελ τον κοίταξε για λίγο προσεκτικά. Έπειτα, γονάτισε δίπλα του, πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους του και, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, τον έστησε στα πόδια του.
- Μπορώ να σου πω έναν λόγο..., είπε ο έκπτωτος.
Αγκάλιασε τον δαίμονα σχεδόν με τρυφερότητα και του ψιθύρισε κάτι στο αφτί. Ο Αββαδών το άκουσε έκπληκτος και τα μάτια του φωτίστηκαν. Κοίταξε τη Μαρίνα με ανανεωμένη ελπίδα και της χαμογέλασε δειλά. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες, εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Αποτραβήχτηκε από το αγκάλιασμα του Πρίγκηπα κι απομακρύνθηκε αργά. Οι έκπτωτοι άνοιξαν, αφήνοντάς τον να περάσει, υποκλινόμενοι με σεβασμό καθώς ο δαίμονας έφευγε από το στρατόπεδό τους.