? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

35. Η αγωνία φάντασμα

Οι τρεις αιχμάλωτοι, ο Μάλαελ, Ιάγκαελ και η Πάχνη χαμογέλασαν με ενθουσιασμό όταν έφτασε στα αυτιά τους ο τελευταίος θρίαμβος που πέτυχαν τα αδέλφια τους. Ήταν αλυσοδεμένοι μέσα στο μικρό στρατόπεδο των εχθρών, ωστόσο τίποτα δεν τους πτοούσε πλέον. Οι δαίμονες ξεφυσούσαν από απογοήτευση και αυτό σήμαινε ότι σύντομα, η θανάσιμη θεά που υπηρετούσαν θα άρχισε να παίρνει πολύ σοβαρά τους έκπτωτους στον πόλεμο που τους εξαπέλυσε.

Ο στρατηγός Ασμοδαίος, δεν ασχολούνταν καθόλου με το ζήτημα αυτό. Κάθονταν κάτω από μια φλαμουριά περίλυπος και αγνάντευε τον ορίζοντα. Το πρωτοπαλίκαρό του, ο Φόβος θεώρησε ότι η θλίψη του οφείλονταν στα τελευταία νέα, ωστόσο βαθιά μέσα του ήξερε ότι ο στρατηγός βασανίζονταν από την αρχή του πολέμου από κάτι που έθαψε βαθιά μέσα του, έτσι ώστε να μη το δει ποτέ κανείς τους.

Η ζέστη του καλοκαιριού ήταν ανυπόφορη, όχι όμως για τους δαίμονες που ακόνιζαν τα σπαθιά και τα δόρατά τους προσπαθώντας να δείχνουν απτόητοι ο ένας προς στον άλλον. Μερικοί πάλευαν μεταξύ τους, έτσι ώστε να διατηρήσουν τη ρώμη και την πυγμή τους. Άλλοι μελετούσαν αλλόκοσμους φασματικούς χάρτες που καταλάβαιναν μονάχα οι ίδιοι, σκαρφίζοντας επί μέρους στρατηγικές.

Ο Φόβος πλησίασε τους τρεις έκπτωτους αιχμάλωτους και τους μίλησε όσο πιο απότομα μπορούσε. «Μη χαίρεστε άδικα. Όσες νίκες και αν πετύχετε, η βασίλισσά μου θα μας αναπληρώνει συνεχώς με άλλους. Για μας, το να σας αποδεκατίσουμε είναι θέμα χρόνου και το γνωρίζετε καλά».

«Ποτέ δε ξέρεις», απάντησε ο Μάλαελ χαμογελώντας ξέγνοιαστα. «Ακόμη και αν συμβεί αυτό που λες, η θεά θα παραδεχτεί ότι εμείς οι έκπτωτοι ήμασταν τα πιο ανυπότακτα από τα παιχνιδάκια της. Κάποτε το διαπίστωσε ο θεός που τον αποκαλούσαμε “πατέρα” και μας εξόρισε. Ετούτη εδώ, θα το παραδεχτεί μόνο όταν μας ξεκάνει όλους και μετρήσει πόσες απώλειες της προξενήσαμε».

Ο Φόβος, θύμωσε ακόμη περισσότερο με τα λόγια του αιχμαλώτου. «Δε σεβαστήκατε ούτε τον θεό της τάξης, ούτε και τη βασίλισσα. Αυτό που πρόκειται να πάθετε, θα σας αξίζει. Κάποτε μας παραπλανήσατε με τις ιδέες σας περί ελεύθερης βούλησης και μας ωθήσατε στο να την σκοτώσουμε άδικα. Το μόνο όμως που καταφέρατε με την πράξη σας, ήταν να τρελάνετε τον θεό που υπηρετούσατε. Με το που πέθανε το χάος, ο θεός της τάξης έγινε πιο αμείλικτος από ποτέ. Προώθησε τις εξουσίες και τα συμφέροντα στον κόσμο των ανθρώπων και άρχισε να καταστρέφει ανεξέλεγκτα όπως και η θεά μας, μόνο που οι λόγοι που είχε να το κάνει, ήταν λόγοι που υπηρετούσαν τα συμφέροντα του εαυτού του. Εσείς κάποια στιγμή καταλάβατε ότι η αγάπη που καυχούνταν ότι σας προσφέρει ήταν απλώς ένα ψέμα, ώστε να σας κρατάει κάτω από τον έλεγχό του. Σας έστειλε στην κόλαση και εσείς το πρώτο πράγμα που κάνατε ήταν να αρνηθείτε τα φωτοστέφανά σας, σαν να πρόκειται για μια κακιά ανάμνηση. Αντί λοιπόν να πείτε ευχαριστώ στη θεά μου που σας έδωσε στέγη, μας χρησιμοποιήσατε στρέφοντάς μας εναντίον της».

Το χαμόγελο του Μάλαελ, έσβησε και έγινε πλέον σοβαρός. «Το γεγονός ότι ο θεός της τάξης, κάποτε έστειλε εσάς στην κόλαση, δε σημαίνει ότι συνέβη το ίδιο και με μας. Εμείς καταλάβαμε πόσο αδίστακτος θεός ήταν, όταν ανακαλύψαμε ότι το φωτοστέφανο που μας χάρισε και που μας όπλιζε με ισχυρές δυνάμεις, ήταν στην πραγματικότητα ένα όργανο με το οποίο παρακολουθούσε τις σκέψεις μας. Γι’ αυτό και δε μας άφηνε ποτέ να ζούμε ελεύθεροι. Όταν λοιπόν θελήσαμε να αρνηθούμε το φωτοστέφανο, επιλέξαμε από μόνοι μας να φύγουμε από τους ουρανούς και δε μας εξόρισε κανείς όπως εσύ υπαινίσσεσαι. Επιλέξαμε να φύγουμε και να καταλύξουμε στα νύχια της Τίαματ. Ο Πρίγκιπας θέλησε απλώς να σας σώσει από τη καταδυνάστευση της Τίαματ, όπως ακριβώς έσωσε κι εμάς από τη καταδυνάστευση του πατέρα του. Θέλησε απλώς να ελευθερώσει το σύμπαν από δυο αδίστακτους θεούς. Να διαδώσει παντού την ελευθερία. Τίποτα περισσότερο».

«Ο Πρίγκιπας σκότωσε τη θεά του χάους και οδήγησε τον πατέρα του στην τρέλα», φώναξε ο Φόβος με θυμό. «Εσείς φταίτε για όλα, ακόμη και για τον θάνατο που πρόκειται να σας βρει σύντομα». Λέγοντας τα αυτά, χτύπησε με την δυνατή γροθιά του τον Μάλαελ, κάνοντας το αίμα να ξεχειλίσει μέσα από τη μύτη του και να βάψει τη μαύρη του πανοπλία.

«Σταμάτα Φόβε», ακούστηκε αποφασιστική η φωνή του στρατηγού Ασμοδαίου πίσω του.

Ο στρατηγός ήταν πλέον όρθιος και τον κοίταζε αυστηρά.

Ο Φόβος τον πλησίασε και του απεύθυνε το ερώτημα που τον έκαιγε από την αρχή του πολέμου της κόλασης. «Τι έχεις πάθει στρατηγέ μου; Τι είναι αυτό που σε βασανίζει; Γιατί δε θες να σκοτώσουμε αυτούς τους τρεις που μόνο ειρωνεία ξέρουν να μας πουλάνε;»

Ο στρατηγός έσκυψε και του ψιθύρισε. «Θα το πω μόνο σε σένα. Ή μάλλον θα στο δείξω».

Ο Φόβος κατάλαβε ότι ο στρατηγός θα του αποκάλυπτε το μυστικό του και η διαπίστωση αυτή τον γέμισε από ανυπομονησία. Ίσως του έδινε την ευκαιρία επιτέλους, να τον ανακουφίσει από το φορτίο που τον βάραινε αλύπητα και που κανένας ως εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να το μάθει.

Λίγες στιγμές αργότερα, ο στρατηγός Ασμοδαίος ταξίδευε μαζί με τον Φόβο κυκλωμένοι από μία ομίχλη που πήγαζε από μέσα τους και που τους οδήγησε πολύ μακριά από το στρατόπεδό τους. Τους οδήγησε σε ένα μέρος που δύσκολα εντοπίζονταν από τα ανθρώπινα μάτια και το οποίο φιλοξενούσε την μυστική κρύπτη του στρατηγού δαίμονα. Ο διάδρομος που διέσχιζαν ήταν διακοσμημένος από κάθε είδους όπλο και ασπίδα. Ο στρατηγός βάδιζε σκυθρωπός και ο Φόβος τον ακολουθούσε γεμάτος από ανέκφραστες απορίες. Οι απορίες αυτές φαντάστηκε ότι θα λύνονταν όταν θα έφταναν στην κεντρική αίθουσα. Δε συνέβη όμως κάτι τέτοιο.

Το θέαμα που αντίκρισε ο Φόβος εκεί, ήταν κάπως απρόσμενο. Μία μικρή δεξαμενή βρίσκονταν στο κέντρο, πλημμυρισμένη από ένα φωσφορίζον υγρό που του ήταν πολύ γνωστό. Ήταν το υγρό που διατηρούσε αναλλοίωτα τα πτώματα των δαιμόνων που έπεφταν ηρωικά στη μάχη. Μέσα σε αυτό επέπλεαν τα νεκρά σώματα δύο πλασμάτων από αυτά που ξεκίνησαν τον πόλεμο: Μίας αγγελικής Νίκης και ενός δαίμονα από αυτούς που ονομάζονταν Ραζίφ. Το ένα ήταν πλάσμα των ουρανών, μέλος ενός κατώτατου τάγματος που υπάκουγε τυφλά στο φωτοστέφανο και κατ’ επέκταση στις εντολές των αγγέλων των ανώτερων βαθμίδων. Το άλλο, ήταν πλάσμα της κόλασης και υπάκουγε σε εντολές που αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση των βίαιων και ανεγκέφαλων ενστίκτων του. Οι διαταγές που τους είχαν δοθεί στην αρχή της μάχης, είχαν ως αποτέλεσμα να συγκρουστούν στους ουρανούς, έχοντας το καθένα στο πλευρό του τα αδέλφια του. Αυτό που εξέπληξε τον Φόβο και τον γέμιζε με δέος, ήταν ο τρόπος με τον οποίο επέπλεαν τα νεκρά τους σώματα μέσα στη δεξαμενή εκείνη.

Ήταν πιασμένα χέρι με χέρι.

«Εγώ τους έβαλα να κρατιούνται έτσι», του εξήγησε ο στρατηγός. «Ήταν κάτι που τους όφειλα από τότε που τους είχα βρει πεσμένους στο έδαφος σε μία από τις πρώτες μάχες μας. Είχα ξεμακρύνει από το τάγμα μου και διέσχιζα ένα δάσος, ώστε να κάνω ανίχνευση του εδάφους. Εκεί μέσα ήταν που αντίκρισα αυτά τα δύο όντα. Η θέα τους με σόκαρε. Είδα κάτι, που δε μπορεί να εξηγηθεί με καμία λογική στο σύμπαν αυτό».

«Τι είδες, στρατηγέ μου;», ρώτησε ανυπόμονα ο Φόβος.

«Ο Ραζίφ ήταν ήδη νεκρός από τη μάχη που είχανε δώσει. Η Νίκη βρίσκονταν από πάνω του έτοιμη να ξεψυχήσει και αυτή, έχοντάς τον τυλιγμένο μέσα στα φτερά της, όπως και στην αγκαλιά της. Θρηνούσε τον θάνατό του».

Ο Φόβος σάστισε. «Αυτό που λες στρατηγέ, δεν είναι δυνατόν να το είδες πραγματικά. Τα πλάσματα αυτά, από τη φύση τους δεν έχουν τη δική τους βούληση. Υπακούνε τυφλά σε διαταγές. Δεν έχουν πλαστεί να φέρονται σαν ερωτευμένα, τη στιγμή μάλιστα που μάχονται μεταξύ τους».

«Αυτό ήταν το θαύμα που αντίκρισα, Φόβε», παραδέχτηκε ο στρατηγός συγκινημένος.

Ο Φόβος συνειδητοποίησε τα λόγια του στρατηγού του και τα μάτια του άρχισαν να βουρκώνουν.

«Τα πλάσματα αυτά, ερωτεύτηκαν το ένα το άλλο κάτω από συνθήκες που ήταν εντελώς αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο. Απέκτησαν δική τους βούληση. Ελεύθερη βούληση. Αυτό που είδα λοιπόν Φόβε, ήταν ένας οιωνός. Ένας οιωνός που με συγκλόνισε όσο δε με έχει συγκλονίσει τίποτα περισσότερο στην αθάνατη ζωή μου. Ήταν ένα μήνυμα του σύμπαντος, ότι αυτός ο πόλεμος είναι ένα μεγάλο λάθος. Ότι αν οι έκπτωτοι εξαφανιστούν από το σύμπαν θα πάψει η ελεύθερη βούληση. Και θα είμαστε εμείς υπεύθυνοι γι’ αυτό».

Τα δάκρια άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια του στρατηγού. Ήταν η πρώτη φορά που ο Φόβος είχε δει τον στρατηγό να εκφράζει μια τέτοιου είδους ευαισθησία.

«Στρατηγέ μου. Εσύ πάντοτε πίστευες ότι οι πόλεμοι είναι μία ιερή αξία με την οποία υπερασπίζονται οι ιδέες. Όταν οι άνθρωποι έπαψαν τις υποστηρίζουν με αυτό τον τρόπο και θέλησαν με τους πολέμους τους να επιβάλουν υλιστικά συμφέροντα, εσύ παράτησες τα όπλα και άρχισες να σκοτώνεις με τα χέρια σου. Ποτέ δε περίμενα να ακούσω από σένα ότι κάποιος πόλεμος είναι λάθος».

«Γι’ αυτό και δεν είμαι πια ο ίδιος», παραδέχτηκε ο στρατηγός μέσα στα δάκρια που πλέον έπνιγαν τη φωνή του. «Το μένος που με πιάνει στην μάχη, με έχει εγκαταλείψει από τότε που είδα τον οιωνό. Δεν πολεμάω πια για να υπερασπίσω κάποιο ιδανικό. Πολεμάω για να εξοντώσω το πιο αγνό από όλα τα ιδανικά και η σκέψη αυτή είναι που με σκοτώνει. Είναι καθήκον μου να το κάνω, εφόσον είναι διαταγή της βασίλισσας, αλλά είναι κάτι που το κάνω και σιχαίνομαι τον εαυτό μου».

«Δε πρέπει να μιλήσουμε σε κανέναν γι’ αυτό, στρατηγέ μου», είπε ο φόβος ανήσυχος. «Αν το μάθει ο στρατός και δει τους έκπτωτους με άλλο μάτι, τότε οι συνέπειες που θα μας επιβάλλει η βασίλισσα, θα είναι θανάσιμες».

Ο στρατηγός Ασμοδαίος, σκούπισε τα δάκρια του και μέσα σε μια στιγμή έγινε και πάλι ρωμαλέος και αποφασιστικός. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Φόβου

«Μπράβο Φόβε. Αυτή είναι η εντολή που σκόπευα να σου δώσω κι εγώ. Μη μιλήσεις σε κανέναν για όσα σου είπα. Είσαι ο πιο έμπιστος από τους άντρες μου».

«Βασίσου πάνω μου, στρατηγέ μου», είπε ο Φόβος αποφασιστικά. «Το βράδυ όμως που θα ενωθούμε με το 8ο τάγμα, ακούστηκε η φήμη ότι θα βρίσκεται και η βασίλισσα μαζί του. Μέχρι τότε, θα πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τους τρεις αιχμαλώτους, γιατί αν τους δει…»

«Ελευθέρωσέ τους», διέταξε ο στρατηγός χωρίς να προβληματιστεί καθόλου. «Διακριτικά και κάποια στιγμή που δε θα σε βλέπει κανένας από μας, ελευθέρωσέ τους».




Στο εσωτερικό της βίλλας του Μπαάλ, λάμβανε χώρα μία ανορθόδοξη κατάσταση. Η δαιμόνισσα που ονομάζονταν Πολύμνια κοίταζε τον θνητό φίλο της που ονομάζονταν Μιχάλης, με ένα βλέμμα που δήλωνε απόγνωση και ικεσία μαζί. Το να αντικρίζει με αυτό τον τρόπο ένας δαίμονας κάποιον θνητό, σήμαινε ότι δεν κινδύνευε μόνο η ζωή του από αυτόν, αλλά και οι αξίες που υπεράσπιζε. Η ίδια η Πολύμνια αισθάνονταν ταπεινωμένη, καθώς μόλις είχε περιέλθει σε μια τόσο δεινή θέση

«Ατύχησες, διότι έπεσες στη περίπτωση να μπλέξεις με αγοράκια που δεν είναι τόσο κορόιδα όσο φαίνονται», είπε ο Μιχάλης κοιτάζοντάς την αυστηρά. «Εγώ συμβαίνει να γνωρίζω λίγα μόνο πράγματα για την γλώσσα των εκπτώτων. Ο Λαέρτης όμως, είναι εξπέρ σε αυτά. Τι νόμιζες; Δε θα τη καταλαβαίναμε τη μαμουνιά σου;»

«Τίποτα δε καταλάβατε», δήλωσε η Πολύμνια αποφασιστικά. «Αν καταλαβαίνατε πραγματικά, τότε θα με ευχαριστούσατε για το έργο που επιτελώ μέσα στους αιώνες»

«Και ποιο είναι το έργο σου, Πόλυ; Να προδίδεις τη βασίλισσά σου και να έχεις επαφές με τον εχθρό;

«Να καταγράφω αντικειμενικά την ιστορία», φώναξε τολμηρά η Πολύμνια. «Έστω και αν κινδυνεύσω να πεθάνω πάνω στην προσπάθεια να το πετύχω».

«Παπαριές μου λες τώρα»

«Όχι, Μιχάλη! Γνωρίζεις πολύ καλά ότι την ιστορία την γράφουν πάντοτε οι νικητές και ότι είναι μοιραίο να μην είναι αντικειμενικοί στη πνευματική κληρονομιά που αφήνουν. Στον πόλεμο που κήρυξε η βασίλισσά μας, το πιο πιθανό είναι οι έκπτωτοι να εκλείψουν. Αν δε συμβεί κάποιο θαύμα, τότε δεν έχουνε καμία ελπίδα να διασωθούν».

Η δαιμόνισσα χαμήλωσε το βλέμμα της. Ο Μιχάλης διέκρινε τον καημό που έβγαζε μέσα από τα λόγια της και την πλησίασε χαϊδεύοντας απαλά τα πυρόξανθα μαλλιά της, ως μια ένδειξη κατανόησης.

«Πώς το κανονίσατε; Θέλω να πω, το νταραβέρι ήταν αμοιβαίο ή…»

«Κάποτε, γνώρισα στη κόλαση έναν έκπτωτο που ονομάζονταν Ντάλιελ. Πέρασα πολλούς αιώνες στο πλευρό του και είχαμε αυτό που εσείς λέτε… ερωτικές επαφές. Με τον Ντάλιελ, μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος για την ιστορία. Όπως συνέβη και με την Κλειώ, την αδελφή που κάποτε είχα στους Ουρανούς και που υπηρετεί πλέον τον Θεό της τάξης, ως άγγελος. Αυτό ήταν που μας ένωσε με τον Ντάλιελ και που μας ενώνει ακόμη και τώρα. Ακόμη και τώρα που ξέρω ότι είναι θέμα χρόνου να τον πενθήσω στην αγκαλιά μου, όπως ακριβώς και το σύμπαν ολόκληρο κινδυνεύει να πενθήσει την ελεύθερη βούληση. Συμφωνήσαμε λοιπόν, να καταγράψουμε την ιστορία του πολέμου από κοινού. Όταν οι έκπτωτοι θα λυγίσουν και θα εξοντωθούν από τη βασίλισσα, η ιστορία που θα αφήσουν πίσω τους, θα είναι ο μόνος τρόπος να εισακούγεται πλέον ο λόγος τους. Ο κόσμος θα μάθει ποιος πραγματικά ήταν ο Πρίγκιπας και η πολύτιμη κληρονομιά που άφησε στο σύμπαν. Ο κόσμος θα γνωρίσει την ιστορία όχι μόνο μέσα από μένα, αλλά και από την πλευρά αυτών, που είναι θέμα χρόνου να υποκύψουν και τότε…»

Η Πολύμνια αδυνατούσε να συνεχίσει. Σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της και τα λευκόχρυσα δάκρια της ξεχείλισαν μέσα από τις παλάμες της.

Ο Μιχάλης έσκυψε και της μίλησε τρυφερά. «Μη κλαίς, ομορφούλα. Εγώ είμαι μαζί σου και θα στηρίξω αυτό που κάνεις. Δε πρόκειται να πω στην Τία τίποτα. Και σε παρακαλώ, μη βιάζεσαι ούτε εσύ, ούτε ο αγαπημένος σου άγγελος να βγάλετε ακόμη πόρισμα για το πώς θα τελειώσει ο πόλεμος. Εγώ απ’ όσα ακούγονται, βγάζω το συμπέρασμα ότι οι έκπτωτοι τα πάνε μια χαρά».

Η Πολύμνια, ύψωσε το κεφάλι της και του χάρισε ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης.

«Είσαι ο καλύτερος θνητός που έχω γνωρίσει ποτέ και τα λόγια σου με σκλαβώνουν. Θα σε θυμάμαι για πάντα, Μιχάλη μου. Η προσφορά σου σε αυτόν τον πόλεμο είναι η πιο καταλυτική. Να ξέρεις ότι η μόνη μας αγωνία, είναι απλώς να διασώσουμε κάτι από την ελεύθερη βούληση. Αυτή είναι η αγωνία φάντασμα, που στοιχειώνει τον ύπνο μου. Έναν ύπνο που διαφέρει κατά πολύ από τον δικό σου».

«Ντάξει μωρέ, δε κάνω και τίποτα το ιδιαίτερο», είπε ο Μιχάλης ξύνοντας το σβέρκο του αμήχανα.

«Κάνεις, Μιχάλη μου. Είσαι δεμένος με τη βασίλισσα και βοηθάς τον κόσμο σου, όσο δεν τον έχει βοηθήσει ποτέ κανείς. Και παρόλο που είσαι τόσο δεμένος μαζί της, μου λες ότι δε θα της αποκαλύψεις το μυστικό μου και ότι θα διασώσεις την ιστορία. Αν το μάθει η βασίλισσα, θα με σκοτώσει χωρίς δισταγμό. Ίσως και να μου αξίζει, γιατί στα μάτια της θα είναι σαν την προδίδω».

«Πάψτε μωρέ όλοι σας να φοβάστε την Τία», είπε ο Μιχάλης πειρακτικά.

H Πολύμνια, τον κοίταξε προβληματισμένη. «Βρίσκεσαι τόσο κοντά της όσο δεν έχει βρεθεί ποτέ κανείς. Ίσως γι’ αυτό να την αντιλαμβάνεσαι διαφορετικά απ’ ότι εμείς. Για μας ήταν η σύζυγος του Αμπζού, ενός πλάσματος που ποτέ δε γνωρίσαμε και που ο άδικος θάνατός του της στοίχησε τόσο πολύ που έγινε αδίστακτη. Ο θεός της τάξης από την άλλη, μας κατασκεύασε πιστεύοντας ότι θα είμαστε υπάκουοι στις αυταρχικές του εντολές. Εμείς δεν ήμασταν τέτοιοι, γι’ αυτό και μας εξόρισε χωρίς να έχουμε δικαίωμα επιλογής όπως επέλεξαν και οι έκπτωτοι αργότερα να τον εγκαταλείψουν. Ήμασταν χαρούμενοι που γλιτώσαμε από έναν καταπιεστή θεό που αν δεν υπήρχε η κόλαση να μας υποδεχτεί, τότε αυτός θα μας σκότωνε πέρα από κάθε αμφιβολία. Φανταστήκαμε λοιπόν ότι με τη Βασίλισσα και θεά μας θα είχαμε ένα καλύτερο αύριο στην κόλαση όπου μέχρι τότε κατοικούσε μονάχη. Όμως, όπως έχεις ήδη καταλάβει Μιχάλη μου, αυτή προτίμησε να παίζει μαζί μας, αδιαφορώντας σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και για τις ζωές μας. Μας έδωσε στέγη μεν, αλλά μας ταλαιπώρησε αφάνταστα. Φύγαμε από έναν αδίστακτο θεό και μας βρήκε μία εξίσου αδίστακτη θεά με αυτόν».

«Γι’ αυτό και τη σφάξατε», κατέληξε ο Μιχάλης με αυστηρό ύφος.

«Ήταν μια ενέργεια που οργανώθηκε με την συγκατάθεση όλων μας, από τους δαίμονες Άνου και Νούντιμουντ και Μαρντούκ. Το κάναμε για να αποκτήσουμε την ελεύθερη βούληση που μας έφερε ο Λούσιφερ και να νιώσουμε επιτέλους πραγματικά ελεύθεροι. Κατανοώ ότι εσύ την αντιμετωπίζεις σαν ένα μικρό κοριτσάκι ακόμη και τώρα που έχεις διαπιστώσει και ο ίδιος κοντά της, το πόσο ηγεμονική και καταστροφική μπορεί να γίνει. Όμως Μιχάλη, η Τίαματ όπως και ο θεός της τάξης, υπήρχαν πριν από τον χρόνο και δεν σκέφτονται όπως εγώ ή εσύ. Πρέπει λοιπόν κάποια στιγμή να καταλάβεις επιτέλους, τι πραγματικά είναι η βασίλισσά μου που την αγαπάς σαν ένα μικρό κοριτσάκι».

Ο Μιχάλης την κοίταξε λοξά. «Εσείς την αγαπήσατε με αυτό τον τρόπο ποτέ; Πέρασε από το μυαλό σας ποτέ να το κάνετε;»

«Μα αφού δεν είναι…»

«ΕΙΝΑΙ Πόλυ!», φώναξε ο Μιχάλης θυμωμένος. «Η θεά του χάους που υπήρχε πριν από τον χρόνο και πριν από όλους μας, ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που ποτέ και κανείς δε θέλησε να καταλάβει το πώς σκέφτεται, κανείς δε μπόρεσε να μη τη φοβάται, γι’ αυτό και κανείς δεν την αγάπησε. Ο θεός της τάξης αρνήθηκε την ελεύθερη βούληση, γιατί την θεώρησε επικίνδυνη γι’ αυτόν. Η βασίλισσά σου όμως την ΔΕΧΤΗΚΕ, όπως δέχονταν κάθε ιδεολογία του βασιλείου σας. Βέβαια την κορόιδεψε και ποτέ δε θέλησε να την ασπαστεί. Όμως προσπάθησε να τη χρησιμοποιήσει και η ίδια, για να κερδίσει την αγάπη σας. Γιατί πάντοτε, αυτό ήθελε από σας. Να την αγαπήσετε γι’ αυτό που είναι. Και όσο δεν την αγαπούσατε και την φοβόσασταν, τόσο αυτή σας τυραννούσε και τόσο υποφέρατε. Προτιμήσατε λοιπόν να την σφάξετε, παρά να την αγαπήσετε».

Η Πολύμνια χαμήλωσε το βλέμμα της.

«Δεν τη φοβάστε πλέον όπως τότε», διαπίστωσε ο Μιχάλης. «Αυτό είναι μια δικαιολογία που επιβάλλατε στους εαυτούς σας για να δικαιολογήσετε την αισχρή σας πράξη. Εμείς οι θνητοί από την άλλη, δεν της φερθήκαμε καλύτερα. Πιστεύαμε ότι το χάος είναι επικίνδυνο και αμείλικτο, σε μία εποχή που προσπαθούσαμε να επιβληθούμε πάνω στη παντοδυναμία της φύσης και στις καταστροφές που εξαπέλυε. Τελικά το καταφέραμε και νιώσαμε δικαιωμένοι. Εκμηδενίσαμε το χάος και χτίσαμε τη κοινωνία, έτσι όπως τη χτίσαμε. Καταφέραμε και επιβάλλαμε την τάξη στον κόσμο μας. Ανοίγω το ραδιόφωνο και τη τηλεόραση και συνέχεια μαθαίνω το πώς επιβάλλεται αυτή η τάξη. Μαθαίνω ποιοι είναι αυτοί που την επιβάλλουν. Μαθαίνω το πώς την επιβάλλουν και με ποιο συμφέρον το κάνουν. Βλέπω τα καταστροφικά αποτελέσματα τις επιβολής του ανθρώπου πάνω στη φύση. Τελικά, αυτή ήταν η τάξη που πανηγυρίσαμε με τον θάνατο της Τίαματ;»

Ο Μιχάλης σταμάτησε για λίγο τον λόγο του, καθώς το ερώτημα που έθεσε δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μέχρι να το ξεστομίσει. Απόρησε με τον εαυτό του, όσο απόρησε και η Πολύμνια, η οποία τον κοίταζε πλέον με το στόμα ανοιχτό. Έπειτα, ο Μιχάλης συνέχισε, σε ποιο ήπιους τόνους.

«Εμείς οι θνητοί λοιπόν, εγκρίναμε την πράξη σας και την χειροκροτήσαμε. Την δικαιολογήσαμε μάλιστα, απεικονίζοντας την Τίαματ σαν ένα τέρας, όπως ακριβώς τη βλέπατε κι εσείς. Νιώθω ευτυχισμένος που η μοίρα, αξίωσε εμένα που είμαι ο χειρότερος άνθρωπος σε αυτό τον πλανήτη, να γνωρίσω αυτό το πανίσχυρο τέρας από κοντά και –για φαντάσου!- ήταν απλώς ένα μικρό κοριτσάκι! Ένα κοριτσάκι, που ούτε οι δαίμονες, ούτε οι έκπτωτοι, ούτε οι θνητοί καταλάβαιναν το πώς σκέφτεται. Ούτε και πρόκειται να το καταλάβουν ποτέ».

Η Πολύμνια όμως, είχε ακόμη ένα ερώτημα να του θέσει. «Αντιλαμβάνεσαι μήπως τις καταστροφές που εξαπολύει αυτές τις μέρες στον κόσμο σου, σαν ένα είδος τιμωρίας που σας επιβάλλει και που την αξίζετε;».

«Αντιλαμβάνομαι ότι η ίδια θέλει να περιορίσει τις καταστροφές της, έχοντας εμένα δίπλα της. Γιατί της δίνω αυτό που κανείς δεν της έδωσε ποτέ. Ναι, θεωρώ ότι τιμωρεί κατά κάποιο τρόπο τον κόσμο μου για την τάξη που αυτός επέβαλε με τόσο λάθος τρόπο και ότι του αξίζει αυτό που παθαίνει».

«Κι εγώ», παραδέχτηκε η δαιμόνισσα χαμηλόφωνα.

«Είμαι άνθρωπος και προσπαθώ να τον υπερασπιστώ όσο μπορώ και να τον προστατεύσω. Την καταλαβαίνω όμως, όπως δεν την κατάλαβε ποτέ κανείς».

Η Πολύμνια, συγκινημένη από τα λόγια του Μιχάλη, τον πλησίασε και τον φίλησε στο μάγουλο τρυφερά. «Πίστευα ότι ήσουν ένας θνητός χωρίς αξίες και διαπιστώνω ότι είσαι ένα ξεχωριστό πλάσμα μέσα σε αυτό το σύμπαν. Αν όλοι σκέφτονταν όπως εσύ και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τη θεά μας με τον τρόπο που εσύ την καταλαβαίνεις, τώρα δε θα υπέφερε κανείς μας».

«Δεν είμαι τόσο ξεχωριστός όσο νομίζεις», είπε ο Μιχάλης. «Υπάρχουν φορές που λυγίζω και που αισθάνομαι σαν φυλακισμένος κοντά της. Ίσως να δυσκολεύεται να ανταποδώσει τη θνητή αγάπη που της προσφέρω και αυτό να φταίει. Πάντως η αλήθεια είναι, ότι έρχονται στιγμές που…», άφησε έναν αναστεναγμό κούρασης να του ξεφύγει. «…δεν την παλεύω καθόλου», κατέληξε.

«Ίσως να έχουμε την ανάγκη και οι δυο μας, να νιώσουμε για λίγες στιγμές την ψευδαίσθηση ότι είμαστε πραγματικά ελεύθεροι», είπε η Πολύμνια με μια έκδηλη ζεστασιά.

Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Η γλυκιά δαιμόνισσα είχε δίκιο. Του χρειάζονταν επιτέλους κάποιο διάλειμμα. Ξαφνικά όμως, κατάλαβε το πραγματικό νόημα της φράσης της. Τίναξε το βλέμμα του προς αυτή και αντίκρισε το δικό της, που τον κοίταζε πρόθυμο να του προσφέρει αυτό που είχε ανάγκη.




Το σκοτάδι αγκάλιαζε την άσφαλτο της εθνικής οδού και γίνονταν ένα με την πίσσα της. Κανένα αυτοκίνητο δεν τολμούσε να τη διασχίσει εκείνες τις μέρες, καθώς ο φόβος κρατούσε τους θνητούς δέσμιους μέσα στις πόλεις και στα χωριά τους. Δύο τάγματα δαιμόνων, την αξιοποίησαν έτσι ώστε να ενωθούν και να χαράξουν τη στρατηγική τους για τις μάχες που θα ακολουθούσαν. Το πρώτο από αυτά το ηγούνταν ο ερπετόμορφος λοχαγός Βόρχυς. Το δεύτερο, είχε ως επικεφαλή τον στρατηγό Ασμοδαίο.

«Χαίρε στρατηγέ», είπε ο Βόρχυς στον Ασμοδαίο, αμέσως μόλις σμίξανε.

Ο στρατηγός όμως δε του απάντησε. Κοίταξε το πλήθος τους κάπως εξεταστικά και έπειτα ρώτησε: «Πίστευα ότι η βασίλισσα θα βρίσκονταν μαζί σας. Έτσι έμαθα τουλάχιστον».

Ο Βόρχυς απόρησε. «Στρατηγέ μου, το ίδιο πίστευα κι εγώ για σας. Νόμιζα ότι θα τη συνοδεύατε για να μας δώσει εντολές. Εκπλάγηκα κάπως όταν το άκουσα, γιατί η βασίλισσα ποτέ δε συνηθίζει να χαράσσει στρατηγικές που να γίνονται αντιληπτές από μας. Άσχετα βέβαια με το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές πέφτει μέσα στους ιερούς στόχους της».

«Ακριβώς το ίδιο με σένα, σκέφτηκα κι εγώ», παραδέχτηκε ο Ασμοδαίος. «Απορώ ποιοι από μας ξεκίνησαν τη φήμη αυτή».

Ο Ασμοδαίος έστρεψε το βλέμμα του προς τη πανσέληνο. «Απορώ γιατί αυτή τη στιγμή αναρωτιέμαι, που να βρίσκεται η βασίλισσα».





Η πόρτα του δωματίου του Μιχάλη, άνοιξε διάπλατα. Το σκοτάδι τους υποδέχτηκε, καθώς μια αφύσικη έξαψη τους είχε κυριεύσει και γέμιζαν ο ένας τον άλλον με φιλιά που τους οδηγούσαν ολοένα και περισσότερο προς το κρεβάτι.

«Δεν την έχω δει πουθενά απόψε», ψιθύρισε στη Πολύμνια καθώς τα χείλη του ταξίδευαν στον λαιμό της. «Μη φοβάσαι… Θα είμαστε μόνοι…».

«Διαπράττουμε το ύστατο αμάρτημα απέναντί της», αποκρίθηκε με έναν ηδονικό αναστεναγμό η δαιμόνισσα, καθώς του έβγαζε τη μπλούζα.

Ήταν και οι δύο γεμάτοι από φόβο και πόθο, δυο πανίσχυρα συναισθήματα που έτειναν να ενώσουν σαν μαγνήτες τα κορμιά τους.

«Αξίζει να αμαρτήσω, έστω και λίγο για τη πάρτη σου», της είπε ο Μιχάλης καθώς το παραμυθένιο φόρεμά της είχε καταλήξει πλέον στο πάτωμα, μαζί με τα πρόσθετα ασημένια νύχια της και τα δικά του ρούχα.

«Αν το μάθει, θα μας σκοτώσει και τους δύο», ψιθύρισε η Πολύμνια καθώς τα χείλη του Μιχάλη διέσχιζαν πλέον το καλλίγραμμο και αθάνατο, γυμνό της σώμα και χαρίζοντάς την μια ηδονή που την αναστάτωνε.

«Ακόμη και μια θεά, δε μπορεί να γνωρίζει τα πάντα», είπε ο Μιχάλης τρυφερά καθώς έχωσε το πρόσωπό του ανάμεσα στα πόδια της και από το σημείο εκείνο και έπειτα, το μόνο που αντηχούσε στους τοίχους, ήταν τα βογγητά της.

Τα βογγητά της Πολύμνιας, απλώνονταν στο δωμάτιο και καθιστούσαν ιερή την ατμόσφαιρα που βασίλευε σε αυτό. Απλώνονταν παντού.

Ακόμη και κάτω από το κρεβάτι.

Εκεί που δυο γαλανά μάτια έφεγγαν γεμάτα οργή και παιδικό παράπονο.

Εκεί που παραμόνευε η πανίσχυρη θεά ξαπλωμένη, ακούγοντας όλα όσα συντελούνταν πάνω σε αυτό. Ο καημός και η οργή που ένιωθε ξεχείλιζε από μέσα της. Όχι τόσο για την Πολύμνια, όσο για εκείνον που προκαλούσε τους αναστεναγμούς της.

Εκείνον που την πρόδιδε, όπως την είχαν προδώσει κάποτε οι πάντες.

«Μαλακισμένο», ψιθύρισε γεμάτη από θυμό. Κανείς από τους δυο εραστές όμως δεν την άκουγε.

Το τέλος τους, ήταν κοντά και δεν το γνώριζαν.








EPICA: The Phantom Agony

I can't see you, I can't hear you
Do you still exist?

I can't taste you, I can't think of you,
Do we exist at all?

The future doesn't pass
And the past won't overtake the present
All that remains is an obsolete illusion

We are afraid of all the things that could not be
A phantom agony

Do we dream at night
Or do we share the same old fantasy?
I am a silhouette of the persen wandering in my dreams

Tears of unprecedented beauty
Reveal the truth of existence
We're all sadists

The age-old development of consciousness
Drives us away from the essence of life
We meditate too much,
so that our instincts will fade away
They fade away

What's the point of life
And what's the meaning if we all die in the end?
Does it make sense to learn or do we forget everything?

Tears of unprecedented beauty
Reveal the truth of existence
We're all pessimists

Teach me how to see and free the disbelief in me
What we get is what we see, the Phantom Agony


The lucidity of my mind has been revealde in new dreams
I am able to travel where my heart goes
In search of self-realisation

This is the way to escape from our agitation
And develop ourselves
Use your illusion and enter my dream...