? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

50. Επίλογος: Υπάρχει συναίσθημα στο χάος;

Το ημίφως των κεριών, χόρευε ανέμελα μαζί με την απόγνωση και τις σκιές του δωματίου, καθώς τα δάχτυλα του Μιχάλη σάρωναν το πληκτρολόγιο.


«Αγαπητέ αυτοαποκαλούμενε Μέγα Μαέστρο.

Δεν έχω καμία απολύτως διάθεση να σε συναντήσω προσωπικά εσένα ή οποιονδήποτε εκπρόσωπο του Νέου Τάγματος της Τίαματ, παρά τις πιεστικές ικεσίες και την ανυπόστατη αξία που αποδίδετε στο πρόσωπό μου. Έχω ξεκαθαρίσει ότι ο ρόλος μου στη μάχη της κόλασης υπήρξε καθαρά συμβουλευτικός και η έκβαση που είχε στα όσα με αφορούν, με οδηγεί στο να επιθυμώ να τον διαγράψω από τη μνήμη μου, όπως θα επιθυμούσα να κάνετε και εσείς, που δεν με γνωρίζετε ούτε στο ελάχιστο, παρά τα όσα διακηρύσσετε στα μέλη σας.

Αμφιβάλλω αν καταφέρω να λύσω τις αναρίθμητες απορίες σας σε αυτό το mail, αλλά ειλικρινά, δεν με ενδιαφέρει. Θέλω μονάχα να σας πω την άποψή που έχω διαμορφώσει σχετικά με ορισμένα θέματα και έπειτα να σωπάσω για πάντα. Ξεκινάω με την εντελώς προσωπική μου εικασία ότι τα γεγονότα της μάχης θα επαναληφθούν στο απώτερο μέλλον. Ενδεχομένως να μην έχουν την ίδια μορφή τότε, αλλά αν αναλογιστούμε τη σχέση αγάπης και μίσους που συνδέει τους δύο αδίστακτους θεούς, μπορούμε εύλογα να οδηγηθούμε σε ένα τέτοιο συμπέρασμα.

Ο τρόπος με τον οποίο εμείς οι άνθρωποι καπηλευόμαστε την ελεύθερη βούληση, μου προκαλεί γέλιο. Η «Παγκόσμια Οργάνωση Προλεταρίων», φρόντισε να αποκαλύψει το πραγματικό της πρόσωπο, αμέσως μετά την εδραίωση της φήμης της. Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για κάποιους κερατάδες –συγχωρέστε με την έκφραση- που αφού πρώτα εκτόπισαν τις παλιές κυβερνήσεις στο όνομα της ελευθερίας, άρχισαν να παρουσιάζουν τα πρώτα δείγματα απολυταρχισμού. Το «Τάγμα της Ελεύθερης Βούλησης» από την άλλη, αποτελείται από κερδοσκόπους που πλουτίζουν σε βάρος του κοσμάκη διακηρύσσοντας την ελεύθερη βούληση σαν να πρόκειται για κάποιο δόγμα, παρά το γεγονός ότι το ίδιο το σύμβολο που την εκπροσώπησε, έχει δηλώσει ρητά ότι η ιδέα αυτή αντίκειται στον δογματισμό περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη. Η βεντέτα που έχει ξεσπάσει μεταξύ των οργανώσεων αυτών, αποδεικνύει περίτρανα το χαμηλό επίπεδο της περιορισμένης αντίληψης που έχουν οι άνθρωποι. Βγάζω τον εαυτό μου απέξω, γιατί προσωπικά τον θεωρώ κατώτερο κι από άνθρωπο και κατ’ επέκταση πιστεύω ότι έχω το δικαίωμα να κρίνω ως παρατηρητής τη συμπεριφορά που παρουσιάζει το συγκεκριμένο είδος θηλαστικών».




Οι τεράστιοι κρατήρες που έχασκαν στο έδαφος σαν πληγές που θα έμεναν για πάντα ανοιχτές μετά το ολέθριο ξέσπασμα του χάους, ασχήμαιναν σε μεγάλο βαθμό την Marne-la-Vallée στο Παρίσι. Ακόμη όμως παρέμεινε αλώβητη εντός της, να θριαμβεύει με το χαρούμενο μεγαλείο της η ευρωπαϊκή Disneyland. Ο κόσμος κατέφευγε ακόμη σε αυτή προκειμένου να διασκεδάσει, μια επιθυμία που έμοιαζε πολύ πιο αναγκαία κατά τις μέρες εκείνες που ο πλανήτης συνταράσσονταν από ραγδαίες πολιτικές ανακατατάξεις.

Κάπου μέσα στο πλήθος του κόσμου που ξεχνιότανε ανέμελα με συντροφιά τον μασκαρεμένο Μίκυ και την τρελοπαρέα του και συγκεκριμένα στη συνοικία του πάρκου που αποκαλείται Fantasyland, η μικρή Εύα έβγαινε μέσα από το κάστρο της ωραίας κοιμωμένης χαμογελώντας με ενθουσιασμό για τα όσα αντίκρισαν εντός του τα παιδικά της μάτια. Δίπλα της, η Αλίκη έδειχνε να συμμερίζεται και εκείνη το κέφι της, παρά την εγκράτεια που χαρακτηρίζει τα μυαλά των μεγάλων.

«Σέλω να πάμε και στου Πήτελ Πάν», δήλωσε. «Σα μου αλέσει και κει. Και σένα σα σου αλέσει».

«Μα έχουμε γυρίσει σχεδόν το μισό πάρκο, βρε πουλάκι μου», διαμαρτυρήθηκε η Αλίκη. «Τόσες μέρες ακόμη θα είμαστε εδώ. Δεν είναι δυνατόν να τα δούμε όλα σήμερα. Άσε κάτι και για αύριο».

«Εγώ όμως σέλω!», φώναξε η μικρή χοροπηδώντας απαιτητικά.

«Έχε χάρη που η νέα σου μαμά, φημίζεται για την ενέργεια που κρύβει μέσα της», δήλωσε η Αλίκη, κλείνοντάς της το μάτι. «Λοιπόν, τώρα θα κάτσεις να χαζέψεις τους κλόουν και εγώ θα επιστρέψω σε πέντε λεπτά. Αν είσαι καλό κορίτσι και δε φύγεις από δω, τότε υπόσχομαι ότι θα πάμε και στου Πήτερ Παν».

«Μην αλγησεις όμως», είπε ανυπόμονα η Εύα.

«Όχι πουλάκι μου», υποσχέθηκε η Αλίκη. «Σπάνια αργώ σε κάτι τέτοια».

Λίγο πιο πέρα, τρεις μυστηριώδεις άνθρωποι που φορούσαν μαύρα κοστούμια και γυαλιά ηλίου, έδειχναν εντελώς αποκομμένοι από τη ζωηρή ατμόσφαιρα που επικρατούσε γύρω τους. Ο λόγος της επίσκεψής τους στο πάρκο, διέφερε κατά πολύ από αυτούς που είχαν οι ανυποψίαστοι τουρίστες. Ένας από αυτούς κρατούσε μια μαύρη βαλίτσα. Είχαν λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να φέρουν την αποστολή τους εις πέρας επιτυχώς. Εκείνες τις στιγμές όμως, ένιωσαν ότι ήταν από τις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις της καριέρας τους, που μια τόσο εύκολη αποστολή άρχισε να τους δυσκολεύει.

«Mon dieu», διαπίστωσε έκπληκτος ένας από αυτούς. «Τις χάσαμε. Απορώ πώς καταφέραμε ενώ είμαστε τρεις, να τη πατήσουμε έτσι. Ομολογώ ότι νιώθω άσχημα για τις επιδώσεις μας»

Οι άλλοι δύο, κούνησαν το κεφάλι τους καταφατικά σαν να δήλωναν ότι συμμερίζονταν πλήρως το συναίσθημά του. Τότε ακούστηκε μια γυναικεία φωνή από πίσω τους, που τους έκανε να στραφούνε έκπληκτοι προς το μέρος της.

«Η αλήθεια είναι ότι θέλετε πολύ δουλειά ακόμη».

Η Αλίκη τους κοιτούσε επιβλητικά έχοντας το χέρι της ακουμπισμένο σε έναν από τους πολλούς τοίχους του παραμυθένιου κάστρου. «Έχετε καταντήσει κάπως ενοχλητικοί με το να νομίζετε ότι με παρακολουθείτε, ενώ στην ουσία κοροϊδεύετε τους εαυτούς σας».

«Ω μαντάμ Κομνηνού!», είπε ο ομιλητικός από τους μαυροντυμένους, με τη γαλλική του προφορά. «Μας αντιληφθήκατε. Έχουν βάση λοιπόν τα όσα μάθαμε για σας».

«Δεν είστε όμως καλά πληροφορημένοι, γιατί πλέον ονομάζομαι Ελευθερίου. Η Κομνηνού μας έχει αφήσει χρόνους εδώ και καιρό». Έπειτα τους πλησίασε έχοντας πάρει το βλέμμα ενός δηλητηριώδους ερπετού. «Αν υπάρχει κάποιος λόγος να με ενοχλείτε ενώ διασκεδάζω με την μικρή μου, καλά θα κάνετε να τον ξεφουρνίσετε, πριν αρχίσω να υιοθετώ τις μεθόδους σας. Και σας πληροφορώ ότι θα μπλέξετε άσχημα, έτσι και το κάνω».

Ένας από αυτούς που μέχρι εκείνη τη στιγμή σιωπούσε, αποφάσισε να περάσει κατευθείαν στο ψητό.

«Είμαστε από την Παγκόσμια Οργάνωση Προλεταρίων. Θα χρειαστούμε τη συνεργασία σας».

«Αλήθεια;», ρώτησε με σαρκασμό η Αλίκη. «Και ποιος σας είπε ότι σκοπεύω να σας τη παρέχω;». Ο τρίτος από τους τρεις, έφερε τη βαλίτσα του μπροστά στο πρόσωπό της και την άνοιξε, αποκαλύπτοντας τις αναρύθμιτες δεσμίδες από νομίσματα των εκατό ευρώ που αποτελούσαν το περιεχόμενο της.

Η Αλίκη δεν θαμπώθηκε καθόλου από τη θέα τους. Απλώς έδειξε να προβληματίζεται για λίγο.

«Τον βγάζουμε δεν τον βγάζουμε τον χειμώνα με αυτά», κατέληξε.

«Είναι απλώς η προκαταβολή», διαβεβαίωσε ο ομιλητικός. «Το πρόσωπο που μας μίλησε σχετικά με τις επιτυχίες σας στην υπόθεση του “μαύρου βέλου”, εγγυήθηκε για σας και για τις ξεχωριστές σας ικανότητες».

«Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμη, λοιπόν;»

Ο μυστηριώδης συνομιλητής της έβγαλε από την τσέπη του μια φωτογραφία. Απεικόνιζε έναν άνθρωπο γύρω στα πενήντα πέντε με διαπεραστικό και αγέρωχο βλέμμα.

«Σε περίπτωση που δε το γνωρίζετε, αυτός είναι ο Τζον Λόκγουντ. Ο Μέγας Αρχιερέας του Τάγματος της Ελεύθερης Βούλησης. Η περίπτωσή του έχει αρχίσει να μας απασχολεί ιδιαίτερα τελευταία, καθώς η ισχύς που έχει αποκτήσει αποτελεί εμπόδιο για τους στόχους της οργάνωσής μας. Βέβαια από την άλλη, τα πολλά μέτρα που έχει πάρει για την προσωπική του ασφάλεια λειτουργούν κάπως αποτρεπτικά για μας οπότε…»

«Κατάλαβα», είπε η Αλίκη. «Θα τα συζητήσουμε αυτά κάποια στιγμή πιο αναλυτικά, γιατί τώρα έχω αφήσει το παιδί και περιμένει. Προς το παρόν, μία είναι η απορία που θέλω να μου λύσετε: Τον θέλετε ολόκληρο ή σε φέτες;»




Ο Μιχάλης συνέχιζε να συντάσσει το mail του σκυθρωπός.

«Σχετικά με τα όσα με ρωτάτε για τον Λούσιφερ: Έλεος! Το έχω ξεκαθαρίσει ότι δεν έχω έρθει σε επικοινωνία μαζί του, παρά μόνο μια φορά στο τηλέφωνο που πήρε να μου ευχηθεί για την ονομαστική μου εορτή. Δε γνωρίζω ούτε που διαμένει, ούτε αν έχει αλλάξει όνομα ή εμφάνιση. Επίσης δε τα κατάφερε να με παρηγορήσει, παρόλο που το προσπάθησε Ίσως κάποτε να τον πετύχω κατά τύχη μαζί με τη γκόμενά του. Σίγουρα θα έχουμε να πούμε πολλά, αλλά προς το παρόν επιθυμώ να είμαι μόνος και να μην έχω επαφή με κανέναν. Φαντάζομαι ότι και εκείνος επιθυμεί πλέον να ζήσει μια ήσυχη ζωή σαν άνθρωπος, μακριά από τη δημοσιότητα και από τη βλακεία του κόσμου που άστοχα κατά τη γνώμη μου επέλεξε να ορίσει ως το νέο του σπίτι. Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να σας θέσω ένα προβληματισμό: Το σύμβολο της ελεύθερης βούλησης, εκθρόνισε μια θεά στρέφοντας εναντίον της τους δικούς της. Όταν αντιλήφθηκε οτι δε του βγήκε σε καλό, κατέστρωσε ένα ολόκληρο σχέδιο για να την επαναφέρει στη ζωή. Με τον τρόπο αυτό, οδήγησε ουσιαστικά 5 δισεκατομμύρια θνητούς στον θάνατο και σχεδόν ολόκληρο τον στρατό του, ο οποίος τον ακολουθούσε σαν να αποτελούνταν από πρόβατα. Και όλα αυτά γιατί; Για να ορθώσει το ανάστημά του στον πατέρα του και να γίνει άνθρωπος. Και μάλιστα, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, όταν πεθάνει θα ξαναγεννηθεί ως άγγελος. Αλήθεια, η θεά του χάους γιατί δεν είχε αυτή τη δυνατότητα; Επιτρέψτε μου να έχω μια διαφορετική άποψη σχετικά με την έννοια της ελεύθερης βούλησης, αλλά ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι είμαι θνητός και αντιλαμβάνομαι την έννοια αυτή με θνητούς όρους. Γιατί όμως έχω την εντύπωση ότι πολλοί θνητοί ηγέτες την έχουν χρησιμοποιήσει κατά καιρούς με παρόμοια αποτελέσματα; Πρόκειται για μια υπερβατική αντίληψη, ή για "μια από τα ίδια";».



Το φθινοπωρινό αεράκι έκανε τα κίτρινα φύλλα να παραδίδονται σε έναν τρελό χορό, καθώς δύο κοπέλες έβγαιναν από το ΤΕΙ νοσηλευτικής κρατώντας τα βιβλία τους.

«Ότι θα χάναμε ολόκληρο εξάμηνο επειδή θα πλακώνονταν η κόλαση πάνω στο κόσμο, δε το έχω δει ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα», είπε η Σοφία.

Η Μαρίνα, της χαμογέλασε αινιγματικά. «Άτιμο πράγμα τα όνειρα, Σοφία μου», παραδέχτηκε. «Όταν όμως ζωντανεύουν, και παύουν να είναι πια εφιάλτες, τότε είναι που λες ότι αξίζει η ταλαιπωρία».

«Το ‘πιασα το υπονοούμενο», είπε η Σοφία. «Μιλάς για το νέο σου αγόρι, τον Σαμ. Αληθεύει αυτό που έχει κυκλοφορήσει ότι θα την κάνεις για ένα χρόνο επειδή αποφάσισες να γυρίσεις όλο τον κόσμο μαζί του;».

«Βλέπω δε σου ξεφεύγουν κάτι τέτοια εσένα», απάντησε η Μαρίνα κοιτάζοντας τη φίλη της λοξά. «Αλήθεια είναι, Σοφία μου. Δεν είναι μόνο επιθυμία του Σαμ, αλλά και δική μου. Μαζί το αποφασίσαμε. Ο γύρος του κόσμου με μία μοτοσικλέτα».

«Πλάκα κάνεις», είπε η Σοφία έκπληκτη. «Λοιπόν, αυτόν τον Σαμ πολύ θέλω να τον γνωρίσω από κοντά. Που το πέτυχες τέτοιο λαχείο; Αλλά βρε παιδί μου, όλα αυτά θα τα κάνετε με μία μοτοσικλέτα; Είσαι τρελή;»

«Κάποτε το πίστευα και το θεωρούσα πρόβλημα. Αλλά η μοίρα πολλές φορές μας προορίζει για πράγματα που ούτε φανταζόμασταν ποτέ ότι θα βρούμε μπροστά μας. Σήμερα, νιώθω ευτυχισμένη που η λογική πάει περίπατο καμιά φορά».

«Έχεις χαζέψει μου φαίνεται με αυτόν τον Σάμ και μου τα λες περίεργα», είπε η Σοφία. «Αλλά σε ζηλεύω βρε φιλενάδα. Μακάρι κι εγώ να γύρναγα τον κόσμο. Αλλά δεν έχω βρει ακόμη τον πρίγκιπα του παραμυθιού για να με ψήσει να το κάνω. Εσύ, κάτι μου λέει ότι τον βρήκες».

«Τον βρήκα», παραδέχτηκε η Μαρίνα. «Για την ακρίβεια, αυτός με βρήκε. Και μπορώ να σου εγγυηθώ ότι δεν είναι όπως τον φανταζόμουνα».

Τότε τον είδε να προβάλλει στο βάθος του δρόμου, καβάλα στη μοτοσικλέτα του και φορώντας το κράνος του που έκρυβε αποτελεσματικά τα ανδρόγυνα και πανέμορφα χαρακτηριστικά του. Έρχονταν να τη πάρει μαζί του και να χαθούνε για ακόμη μία φορά μαζί στον κόσμο που χρωμάτιζε η αγάπη τους.

«Είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό», πρόσθεσε η Μαρίνα νοιώθοντας να ασφυκτιά από μια ευτυχία που κάποτε θεωρούσε ότι αποτελεί ένα ελπιδοφόρο ψέμα.




Το απολειφάδι που κάποτε είχε όνομα και λέγονταν Μιχάλης Λαδόπουλος, συνέχιζε να πληκτρολογεί μέσα στο θολό φως του δωματίου του.

«Έχω τονίσει επανειλημμένα ότι υπάρχει κάποιος πολύ πιο αρμόδιος από μένα για φιλοσοφικές αναλύσεις και ονομάζεται Λαέρτης Κομνηνός. Αυτό τον καιρό έχει καταφέρει να ανασυντάξει το Τάγμα του Σταυρού του Ρόδου και να κερδίσει επάξια τον τίτλο του Διδάσκαλου, ως αμοιβή για την προσφορά του στον πόλεμο της κόλασης. Αξίζει να σημειωθεί ότι χάρις τον Λαέρτη, το Τάγμα πλέον έχει ενσωματώσει και την κουλτούρα του χάος στη φιλοσοφία που το διέπει και γενικά έχει αλλάξει αρκετά κατεύθυνση. Ο νέος Προκαθήμενος βασίζεται πολύ στον Λαέρτη και όλα δείχνουν ότι κάποια στιγμή θα τον χρήσει διάδοχό του. Πρόκειται για Τάγμα που ποτέ δεν αποσκοπούσε στη κερδοσκοπία και στην επιβολή εξουσίας όπως μερικά άλλα συμπεριλαμβανομένου και του δικού σας –επιτρέψτε μου να έχω άποψη- και που σε αντίθεση με μένα, μπορεί να σας ενημερώσει πιο αντικειμενικά για θέματα που άπτονται του χάους.

Ο Λαέρτης, είναι ο καλύτερός μου φίλος, παρόλο που κατόπιν σκέψεως έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ουδέποτε είχα πραγματικούς φίλους πριν γνωρίσω αυτόν. Αυτό βέβαια δεν αποτέλεσε εμπόδιο στο να κόψω κάθε επαφή και μαζί του, δεδομένου ότι δεν επιθυμώ να συναναστρέφομαι πια με κανέναν».



Ο Λαέρτης επέστρεψε σπίτι του αργά κρατώντας στο ένα χέρι του μια σαμπάνια και στο άλλο ένα μάτσο φθαρμένων από το χρόνο παπύρους. Δεν άναψε τα φώτα, παρά μόνο δύο κεριά να φέγγουν στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού του. Γύρω από αυτά, απλώνονταν αδειανό το ακριβότερό σερβίτσιο, έτοιμο να υποδεχτεί τη σπεσιαλιτέ που είχε μαγειρέψει το απόγευμα εκείνο με τα χεράκια του και που φρόντισε να γίνει ξεχωριστή, όπως αναμένονταν να είναι και η νύχτα που θα ακολουθούσε. Άνοιξε ένα από τα συρτάρια της βιβλιοθήκης του και έβγαλε τον πάπυρο που τον ενδιέφερε. Απήγγειλε την επίκληση φωναχτά. Έπειτα κάθισε στον καναπέ του και άρχισε να αφουγκράζεται το σκοτάδι.

Ήταν μόλις λίγα λεπτά αργότερα, που η θερμοκρασία του δωματίου άρχισε να πέφτει κατακόρυφα και η φλόγα των μοναδικών κεριών που το φώτιζαν, να πάλλεται από ένα ανεπαίσθητο αεράκι. Κοντά στη μπαλκονόπορτα, οι σκιές που σχημάτιζαν οι κουρτίνες, άρχιζαν να μορφοποιούνται, αργά και σταθερά.

Με μιας, το ψύχος δυνάμωσε απότομα, κάνοντας την καρδιά του να σταματήσει να χτυπάει για λίγο. Το ίδιο απότομα έσβησε και η Άσταροθ αναδύθηκε από το σκοτάδι μέσα στο οποίο κατοικούσε. Είχε τόσο καιρό να τη δει κι όμως δεν είχε αλλάξει καθόλου.

Για λίγο έμειναν να κοιτάζονται σιωπηλοί και να μιλάνε μονάχα με τις ψυχές τους. Το διάστημα που μεσολάβησε από τη τελευταία φορά που είχαν ανταμώσει, ήταν αρκετό ώστε διυλίζει ανεπιθύμητα το αμοιβαίο πάθος τους.

«Έφερες τα πνακοτικά χειρόγραφα;», ρώτησε τελικά η Λούσι.

Ο Λαέρτης της έδειξε τους παπύρους που βρίσκονταν στοιβαγμένοι στον πάγκο δίπλα στο τραπέζι. Ήταν ό,τι είχε απομείνει πια από την κατεστραμμένη Στοά του Σολόμωντα και τον δυσκόλεψαν αρκετά στο να τους εντοπίσει και να τους εξασφαλίσει.

«Ωραία», είπε με μια παγωμένη ικανοποίηση η Λούσι. «Τώρα μπορώ να σου δώσω ελεύθερα την αμοιβή σου».

Ο Λαέρτης την πλησίασε και την αγκάλιασε σφιχτά, σαν να διψούσε γι’ αυτή.
«Μου έλειψες», παραδέχτηκε.

Τον αγκάλιασε κι εκείνη.

«Δεν μπορώ να πω το αντίθετο για μένα», του είπε.

«Μίλησε μου για το νέο ρόλο σου δίπλα στη βασίλισσα σου», τη παρακίνησε ανυπόμονος ο Λαέρτης. «Είναι δύσκολο το έργο σου;»

«Παραδόξως, είναι πολύ πιο εύκολο απ’ ότι πίστευα. Η βασίλισσα είναι υπάκουη και λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη της την γνώμη μου σε θέματα διακυβέρνησης. Δεν έχει αλλάξει ο ρόλος μου σημαντικά. Υπάρχουν ακόμη και αποστολές που μου αναθέτει, όπως έκανε παλιά. Γενικά είμαι πολύ ευχαριστημένη δίπλα της. Μπορώ να πω ότι κοντά της αισθάνομαι πλήρης».

«Λογικό και αναμενόμενο», παραδέχτηκε ο Λαέρτης.

Η Λούσι τον κοίταξε στα μάτια. «Άραγε το διάστημα που μεσολάβησε, σου έδωσε την ευκαιρία να σκεφτείς κάποια πράγματα;».

«Ναι. Κατάλαβα αυτό που ήξερες πριν από μένα χάρις την ανώτερη σοφία που σε χαρακτηρίζει. Σε ευχαριστώ που δε μου το είπες τότε. Ίσως αντιδρούσα κάπως παρορμητικά».

«Γνωρίζω πολλά για τους θνητούς άντρες και το γεγονός ότι είσαι ξεχωριστός για μένα δε σε διαφοροποιεί από το μέσο όρο σε ορισμένα θέματα».

«Καταλαβαίνω. Θέλεις να σε ενημερώσω σχετικά με οτιδήποτε;»

«Ναι. Θα ήθελα να γνωρίζω αν ο Μιχάλης έχει μάθει για την απόφαση της βασίλισσας».

Ο Λαέρτης χαμογέλασε με νόημα. «Ο Μιχάλης επέλεξε να κόψει κάθε επαφή μαζί μου και να απομονωθεί. Όταν έμαθα τι συνέβη, δεν κατάφερα να του το μεταφέρω . Αναγκαστικά λοιπόν, θα πρέπει να το ανακαλύψει μόνος του».

Η Λούσι χαμογέλασε ψυχρά. «Εσύ πώς τα πας; Γνωρίζω για τον τίτλο που κέρδισες και τα όσα έκανες για το Τάγμα σου όλο αυτό το διάστημα. Μήπως υπάρχει και κάτι άλλο που πρέπει γνωρίζω;»

Ο Λαέρτης, έμοιαζε να διστάζει να απαντήσει. Τελικά το τόλμησε.

«Ναι…. Υπάρχει κάτι. Έχω ανοίξει και πάλι το μαγαζί με τις αντίκες. Η νέα μου συνέταιρος, η Τασούλα, είναι παλιά συμμαθήτρια που τη ξέρω από το Λύκειο. Είχα πολλά χρόνια να τη δω και υπήρξαν κάποιες συμπτώσεις που μας έφεραν και πάλι κοντά».

«Βγαίνεις μαζί της;»

«Δυο φορές έχουμε βγει μόνο, αλλά σε γενικές γραμμές νιώθω καλά όταν βρίσκομαι μαζί της».

Η Λούσι κοίταξε για λίγο χαμηλά. «Χαίρομαι που ξαναφτιάχνεις τη ζωή σου», δήλωσε.

Ο Λαέρτης αναστέναξε κάπως περίλυπα, αλλά συνέχισε να χαμογελάει.

«Και γω χαίρομαι για σένα», είπε. «Και που είχα την τιμή να σε γνωρίσω όσο κανείς άλλος θνητός».

Ακολούθησαν και πάλι λίγες στιγμές σιωπής.

«Λοιπόν…», είπε η Λούσι τελικά. «Νομίζω ότι πρέπει να πηγαίνω. Απ’ ότι βλέπω ετοίμασες ένα ρομαντικό δείπνο για την Τασούλα και δε θέλω να σε καθυστερώ…»

«Α όχι», τη διέκοψε ο Λαέρτης. «Αυτό είναι για μας».

Το βλέμμα της Λούσι άστραψε στιγμιαία.

«Σκέφτηκες ότι ίσως να μη ξανασυναντηθούμε και έβαλες τα δυνατά σου για απόψε», διαπίστωσε με ψυχρό χαμόγελο.

«Ακριβώς», είπε ο Λαέρτης. «Άλλωστε και συ μου χρωστάς την αμοιβή μου για τα χειρόγραφα».

«Σε πληροφορώ ότι εκεί είναι που θα βάλω εγώ τα δυνατά μου».

Ο Λαέρτης πάτησε το κουμπί του στερεοφωνικού που είχε δίπλα του και αμέσως το δωμάτιο πλημμύρισε από τη μελωδία του «Por Una Cabeza». Έπειτα της έτεινε το χέρι του.

«Τι θα έλεγες να ξεκινήσουμε με έναν χορό;», τη ρώτησε.

Κάποτε η Λούσι είχε βασανίσει έναν θνητό, μόνο και μόνο για να της μάθει να χορεύει ταγκό. Ήταν ένας από τους λίγους χορούς των θνητών που άγγιζε τη παγωμένη ψυχή της.

Του έδωσε το χέρι της. «Γιατί όχι;», του απάντησε.

Οι σκιές τους άρχιζαν να στριφογυρίζουν ανέμελα μέσα στο δωμάτιο, καθώς το μαύρο φόρεμα της Λούσι κυμάτιζε στον αέρα του αποχωρισμού. Μία γλυκιά μελαγχολία άρχισε να ομορφαίνει τον χώρο που τους περιέβαλε καθώς και το άρωμα μιας βραδιάς που υπόσχονταν να τους μείνει αξέχαστη.

Ήταν η τελευταία τους βραδιά.




Στον κόσμο μας υπάρχουν άνθρωποι, που έχουν ήδη βιώσει μέσα τους τη συντριβή του ψυχικού τους θανάτου και το μόνο που τους μένει πια είναι να περιμένουνε με ανυπομονησία τον αντίστοιχο βιολογικό. Ένας από αυτούς ήταν ο Μιχάλης Λαδόπουλος, που εξακολουθούσε να συντάσσει την επιστολή του βυθισμένος στο σκοτάδι.

«Εφόσον λοιπόν έχετε γίνει ιδιαίτερα επίμονοι στο να αποκομίσετε από μένα κάποια άποψη για το χάος, θα σας πω δυο λόγια σχετικά με το πώς το βλέπω εγώ που το έχω ζήσει από κοντά, με την προϋπόθεση ότι δεν πρόκειται να ασχοληθώ ποτέ ξανά μαζί σας.

Το χάος αποτελεί μια ανεξιχνίαστη δύναμη του σύμπαντος, την οποία δε πρόκειται να αντιληφθούμε πλήρως, όσο κι αν προσπαθήσουμε. Αυτό που πρέπει να μετράει για μας, είναι μόνο οι εκδηλώσεις και οι εκφράσεις της δύναμης αυτής, οι οποίες κατά κανόνα είναι ζημιογόνες.

Είμαστε καταδικασμένοι αιώνια, να εστιάζουμε στη συμμετρία και στην σχολαστική οργάνωση του κόσμου, όσο κι αν μερικές φορές μας εκνευρίζει η μονοτονία της τάξης. Από μόνο του το χάος, είναι το ίδιο αδίστακτο με αυτή αλλά έχει και το επιπλέον προνόμιο να είναι ακατάληπτο.

Η θεά σας -η οποία το πρεσβεύει άψογα οφείλω να ομολογήσω- αδυνατεί να μας κατανοήσει όπως και εμείς αδυνατούμε να την κατανοήσουμε. Ο μόνος της προορισμός, είναι η καταστροφή των πάντων και οι διατάραξη της αρμονίας του σύμπαντος. Είναι ο απόλυτος ορισμός του κακού και θεωρώ ότι ο τίτλος του «διαβόλου», της ταιριάζει απόλυτα.

Η ανάγκη της για τάξη, αποτελεί απλώς μια δικαιολογία προκειμένου να αυξήσει τη δημοτικότητά της. Όσο εισπράττει φόβο και μίσος, γίνεται γλυκιά και χαριτωμένη. Όταν κατορθώνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη του κόσμου, τότε αποκαλύπτει τον πραγματικό και αλαζονικό της εαυτό, χωρίς να λογαριάζει το πόσο μπορεί να πληγώσει τους ανθρώπους που τη βοήθησαν και που στάθηκαν στο πλευρό της.

Κατανοώ ότι τα όσα λέω ίσως σας απογοητεύσουν, αλλά όπως είπα και παραπάνω, δε μπορώ μετά από όσα έχω περάσει δίπλα της και την κατάληξη που είχε η συμβίωσή μας να είμαι αντικειμενικός. Έχω αντιληφθεί ότι είστε ενημερωμένοι και διαβασμένοι σχετικά με τον τρόπο που αναγεννήθηκε. Για τον λόγο αυτό, αηδιάζω με τον χαρακτηρισμό «εκλεκτός», που μου προσδίδετε ελαφρά τη καρδία. Υπήρξανε πολλοί εκλεκτοί κατά καιρούς που δεν ήτανε στυγνοί δολοφόνοι αθώων γυναικών, γι’ αυτό και τα επιτεύγματά τους αποτέλεσαν μια πολύτιμη κληρονομιά για τον κόσμο μας.

Το χάος, επέλεξε να αναγεννηθεί από έναν αδίστακτο εγκληματία που η παρουσία του στο κόσμο είναι το ίδιο ζημιογόνα με αυτό. Οι λόγοι που δεν μου επιτρέπουν να απαλλάξω τον κόσμο από τον εαυτό μου, δεν θεωρώ ότι αξίζουν τόσο ώστε να αναφερθούν δημόσια, πάντως πιστέψτε με δεν έχουν να κάνουν με το αν είμαι αρκετά δειλός για να το τολμήσω.

Η πρώτη μου ενέργεια όταν επέστρεψα στο σπίτι μου μετά τη μάχη της κόλασης, ήταν να ανοίξω την ντουλάπα στην οποία διατηρούσα το Σράνκεν, μήπως και βρω κάποια κατάλοιπα των αθώων γυναικών που κατασπάραξε προκειμένου να αναγεννηθεί η θεά σας. Η πρόθεσή μου τότε, ήταν να σκοτώσω το θεριό εγώ ο ίδιος, ή τουλάχιστον να πεθάνω πάνω στην προσπάθεια να το καταφέρω. Φανταστείτε την έκπληξή μου όταν βρήκα τη ντουλάπα να είναι σχεδόν άδεια. Το μόνο περιεχόμενό της, ήταν ένα μπουκέτο από Ίριδες στη βάση της. Πρόκειται για φυτά που υπεραγαπώ και που η θεά σας το γνωρίζει πολύ καλά.

Όπως γνωρίζει και για τις τουλίπες και τα χρυσάνθεμα που ένα πρωινό βρήκα να στολίζουν το τραπέζι μου, λες και εμφανίστηκαν από το πουθενά. Ή τα τριαντάφυλλα που βρήκα μια μέρα στον πάγκο της κουζίνας μου. Ή τις ανεμώνες που συχνά αντικρίζω τελευταία κάτω από το μαξιλάρι μου.

Αυτά κάνει που λέτε η θεά σας. Μου στέλνει λουλουδάκια. Γνωρίζει πολύ καλά ότι έχω αδυναμία στα φυτά, αλλά ουσιαστικά με κοροϊδεύει, γιατί τη ζωή μου –που εγώ ο ίδιος φρόντισα να καταστρέψω- δεν πρόκειται να μου τη δώσει πίσω ποτέ. Είχα την ευκαιρία να την κερδίσω ξανά στο πλευρό της και εκείνη το ήξερε από πρώτο χέρι. Γι’ αυτό και όταν ήρθε η ώρα, φρόντισε να μη μου δείξει κανένα έλεος και να με συντρίψει όπως μου άξιζε.

Να λοιπόν τι είναι αυτός που συντάσσει την παρούσα επιστολή. Ένα ακόμη συντρίμμι, από τα πολλά που άφησε πίσω της στον κόσμο μας η βασίλισσα της κόλασης. Η διαφορά του με τα άλλα, είναι ότι διαθέτει βούληση και μπορεί να υποφέρει αναλογιζόμενο τις πράξεις του.

Έχω εξασφαλίσει στο πανεπιστήμιο ένα προσωπικό εργαστήριο όπου μπορώ να καταφεύγω στις έρευνές μου ανενόχλητος και απαλλαγμένος από οποιαδήποτε άλλη παρουσία. Έχω καταργήσει το ρεύμα στο σπίτι μου γιατί το πολύ φώς μου είναι πια το ίδιο ανεπιθύμητο με τους ανθρώπους. Μερικές φορές το μήνα μονάχα, επισκέπτομαι το μεγάλο λούνα-παρκ όπου περιφέρομαι για λίγες ώρες, ζηλεύοντας την ευτυχία των όσων διασκεδάζουν εντός του. Μην απορείτε γιατί. Παράφρον είμαι και έχω δικαίωμα να κάνω ότι θέλω στον εαυτό μου.

Κλείνοντας, θέλω να συνοψίσω την άποψη που σχημάτισα για το χάος. Το χάος ήταν κάτι το οποίο πίστεψα ότι μπορεί να ερμηνευτεί με ανθρώπινους όρους και προσγειώθηκα απότομα, όταν διαπίστωσα ότι ο μόνος λόγος της ύπαρξής του είναι να πληγώνει όσους τόλμησαν να το λατρέψουν. Γιατί παρά τη γλυκιά και όμορφη όψη που έχει υιοθετήσει μέσα στους αιώνες, στην ουσία πρόκειται για μια κατάσταση απαλλαγμένη από κάθε συναίσθημα.

ΔΕΝ υπάρχει συναίσθημα στο χάος».

Ο Μιχάλης, πάτησε «αποστολή» και έκλεισε το λάπτοπ. Ένιωσε για λίγο τη κενότητα του σκοταδιού που αντανακλούσε αποτελεσματικά τη κενότητα της ίδιας του της ύπαρξης. Σφούγγιξε το ανεπιθύμητο δάκρυ που ενοχλούσε τόση ώρα το μάγουλό του και ξάπλωσε στο κρεβάτι του αποφασισμένος να χαζεύει τις σκιές του δωματίου του για πολύ ώρα.

Τότε χτύπησε το θυροτηλέφωνο. Ήταν κάτι που όποτε συνέβαινε αδιαφορούσε, ωστόσο ήταν ιδιαίτερα εκνευριστικό καθώς δε μπορούσε να το βγάλει από τη πρίζα όπως έκανε με το τηλέφωνό του. Άλλωστε δεν περίμενε και κανέναν εκείνες τις μέρες. Είχε ξεκαθαρίσει σε όσους τον γνώριζαν –έστω και με τον τρόπο του- ότι δεν επιθυμούσε καμία επίσκεψη.

Γιατί κανείς δεν μπορούσε να απαλύνει την οδύνη της διαπίστωσης ότι ήταν υποχρεωμένος να παραμένει ζωντανός.

Το θυροτηλέφωνο χτύπησε ξανά.

«Γαμώ την τρέλα σας», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του. Ήταν αποφασισμένος να το σηκώσει και να περιλούσει με όλες τις βρισιές του κόσμου αυτόν που τολμούσε να τον βγάλει από τη μοναξιά του. Διέσχισε τον σκοτεινό του διάδρομο, κοιτάζοντας τη συσκευή προς την οποία κατευθύνονταν με μίσος. Στιγμιαία του πέρασε από το μυαλό να τη σπάσει ώστε να μην τον ενοχλήσει ξανά. Κάτι τέτοιο όμως προϋπόθετε χρόνο και εκείνη τη στιγμή καλούνταν να απαντήσει στον ήχο της.

Ακούμπησε το χέρι του πάνω του και πήρε μια βαθιά ανάσα. Έπειτα το σήκωσε απρόθυμα και το ακούμπησε στο αφτί του.

«Παρακαλώ»

«Έλα Μιχάλη, εγώ είμαι η Μαίρη, άνοιξε»


ΤΕΛΟΣ










ΤΡΥΠΕΣ - Όλα τελικά ξαναγυρνάν σε μας


Δεν υπάρχει χαμένος καιρός δεν υπάρχει
οι ώρες που σκοτώνουμε επιζούν
ένας θεός εκβιαστής τις συγκεντρώνει
κι όμηρους τις κρατάει
ώσπου τα λύτρα που ζητάει από μας να πληρωθούν
Κι εμείς πληρώνουμε

Ολα τελικά, όλα
όλα τελικά ξαναγυρνάν σ' εμάς

Τα δάκρυα σαν στεγνώνουν
δεν πεθαίνουν, δεν πεθαίνουν
η θλίψη που σκορπάμε επιζεί
σε δίχτυα αόρατα νεράιδες τη μαζεύουν
και περιμένουν την επόμενη αφορμή
Που έτσι κι' αλλιώς θα 'ρθει

Ολα τελικά, όλα
όλα τελικά ξαναγυρνάν σ' εμάς

Οι χαμένοι φίλοι
κι οι χαμένοι εχθροί
τα παλιά παιχνίδια
κι η καινούρια σιωπή
Τα ταξίδια που ακυρώθηκαν
Τα γλέντια που αναβλήθηκαν
Οι ελπίδες που διαλύθηκαν
Τα λόγια που αγνοήθηκαν

Ολα τελικά, όλα
όλα τελικά ξαναγυρνάν σ' εμάς

49 . Τα συντρίμμια του αποχαιρετισμού

Το σκοτάδι της λήθης συνοδεύονταν από αμυδρούς και πρωτόγνωρους χρωματισμούς. Κάποια στιγμή παραμέρισε απότομα, επαναφέροντας τον Τύραελ στο συνειδητό κόσμο.

Απόρησε και ο ίδιος που παρέμεινε ζωντανός. Όλα έδειχναν ότι το μήνυμα της μάντισσας που του μετέφερε ο Πρίγκιπας όταν μίλησε στο μυαλό του, ήταν ακριβώς αυτό που είχε ανάγκη ώστε να σώσει τη ζωή του την κατάλληλη στιγμή. Ήταν η στιγμή που είδε το κοράκι και που λίγο έλειψε να πιστέψει ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να υπακούσει στην εντολή που του δόθηκε. Ποτέ ως τότε όμως δεν είχε παρακούσει στα όσα απαιτούσε από αυτόν ο Πρίγκιπας και αρχηγός του. Στα αφτιά του ηχούσαν σαν διαταγές, παρόλο που δεν ήταν. Άλλωστε το μόνο που του ζήτησε, ήταν να σκύψει. Το έκανε λοιπόν χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση και τότε, είδε το έδαφος κάτω από τα πόδια του να σκάει σαν μπαλόνι, ενώ γύρω του μαίνονταν μια απρόσμενη θύελλα καμωμένη από μια άγνωστη φωτιά. Στιγμιαία συνειδητοποίησε ότι απέφυγε μια θανάσιμη ριπή που στόχο είχε να τον εξαλείψει.

Το επόμενο που θυμόταν, ήταν να συνθλίβεται το δέντρο που βρίσκονταν μπροστά του σαν να έλειωνε και να εκτοξεύει πάνω του το ένα και μοναδικό κατάλοιπο της ύπαρξής του. Ήταν ένα μεγάλο πυρωμένο κάρβουνο, που τον χτύπησε στο κεφάλι, στέλνοντας τον για αρκετή ώρα σε έναν κόσμο αποκαλύψεων. Στον κόσμο εκείνο, ένιωσε τα καρφιά που μπίγονταν στο σώμα του Πρίγκιπα μεταδίδοντάς του ένα μέρος από τον αβάσταχτο πόνο του. Βίωσε έναν ιερό θρίαμβο μαζί του που δεν μπορούσε να διακρίνει σε ποιο χαρμόσυνο γεγονός μπορεί να οφείλονταν. Τέλος, σκίρτησε μέσα του ο παλμός μιας θνητής καρδιάς. Ήταν κάτι το φευγαλέο και αμυδρό, ωστόσο αρκετό για να νιώσει αυτό που ο Πρίγκιπάς του ένιωσε όταν τόλμησε να την αποκτήσει κόντρα στις προσταγές των αιώνων.

Ο Τύραελ, αντίκρισε την αιτία του παραλίγο θανάτου του να κείτεται σωριασμένη στο έδαφος. Ήταν ο Γιγκολονάκ, ένας από τους πιο ισχυρούς δαίμονες του βασιλείου που στράφηκε εναντίον σε αυτόν και στα αδέλφια του, κάτω από το βαρύ βλέμμα της ξαναζωντανεμένης βασίλισσας. Οι φήμες που συνόδευαν κατά καιρούς τον Γιγκολονάκ, τον ήθελαν να είναι άτρωτος. Κανείς δεν γλίτωνε από αυτόν αν έρχονταν σε απευθείας σύγκρουση μαζί του.

Τελικά να που οι φήμες αυτές εμπεριείχαν μια γερή δόση υπερβολής, καθώς υπήρξαν δύο πλάσματα θηλυκού γένους, που τον έσωσαν την τελευταία στιγμή, και που βρίσκονταν επί αρκετή ώρα δίπλα στο πτώμα, περιμένοντας τον να συνέλθει. Η μία από αυτές ήταν η Ζαθάνια, η μικρή έκπτωτη με τη πελώρια σοφία και η άλλη ήταν η Κάλι, η βασίλισσα της Νεκρόπολης που ούτε κατά διάνοια περίμενε ότι θα την αντίκριζε και πάλι μπροστά του.

«Καλωσόρισες και πάλι στους ζωντανούς, Τύραελ», είπε η Ζαθάνια με την παιδική της φωνή.

«Χαίρομαι που σε ανταμώνω και πάλι και που μπόρεσα να σε κάνω να βρίσκεσαι ακόμη στο σύμπαν της ύπαρξης», είπε επιβλητικά η βασίλισσα της Νεκρόπολης.

Ο Τύραελ γονάτισε μπροστά της με σεβασμό και ευγνωμοσύνη.

«Βασίλισσά μου, σου χρωστάω τη ζωή μου και εκπλήσσομαι που άφησες το βασίλειό σου μονάχα για να σώσεις εμένα».

«Καταλαβαίνω την έκπληξή σου, έκπτωτε. Αν είναι να ευχαριστήσεις όμως κάποιον για τη σωτηρία σου, αυτή είναι η μικρή σας αδελφή από δω. Αυτή ήταν που με έπεισε να ασχοληθώ με σένα». Ένα από τα τέσσερα χέρια της, έδειξε τη Ζαθάνια. «Ήταν χρέος και των δυο μας να τιμήσουμε την εντολή του Υφαντού».

Η απορία του Τύραελ, άρχισε να φουντώνει. «Άκουσα και γω τη προφητεία της μάντισσας, αλλά πίστεψα ότι ήταν απλώς μια διάδοση που σκόπευε να μας γεμίσει με ελπίδα. Ώστε είναι αλήθεια λοιπόν! Νικήσαμε, γιατί είκοσι από μας παρέμειναν ζωντανοί όπως ακριβώς η μάντισσα είχε προβλέψει».

«Αυτή τη στιγμή είμαστε είκοσι ένας», τον διόρθωσε η Ζαθάνια. «Τα παιχνίδια που μας επιφυλάσσει το Υφαντό, είναι καμιά φορά πολύ περίεργα. Σύμφωνα με αυτό, εσύ θα έπρεπε να βρίσκεσαι στη Νεκρόπολη, μαζί με τα αδέλφια μας που έπεσαν ηρωικά στην τελική αυτή σύγκρουση».

Το πρόσωπό του Τύραελ, σκοτείνιασε από αγωνία.

«Βρίσκεται και η Δανάη μαζί τους;», ρώτησε ευχόμενος να πάρει από τη μικρή του αδελφή μια απάντηση που θα τον ανακούφιζε.

Η Ζαθάνια χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Είναι ζωντανή και αυτή τη στιγμή ανησυχεί για σένα. Αυτή ήταν ο λόγος που σε επέλεξα να πάρεις τη θέση μου στη ζωή. Ο τρόπος που μάχεσαι μαζί της και η ιδιαίτερη σχέση σας, πάντοτε με γοήτευε. Μπορείς λοιπόν να βρίσκεσαι και πάλι στο πλευρό της».

Ο Τύραελ ένιωσε μπερδεμένος απ’ όσα άκουσε να του λέει η μικρή.

«Πήρα τη θέση σου; Εννοείς ότι επέλεξες να πεθάνεις; Μα γιατί να το κάνεις αυτό;»

Η Ζαθάνια άρχισε να του εξηγεί. «Όταν ο Σάμαελ μας είπε πως ελπίζει ότι όλα θα έχουν αίσιο τέλος για την ελεύθερη βούληση, μας γέμισε με ελπίδα. Μόνον εγώ όμως, είχα τη δύναμη να το θεωρήσω ως κάτι το δεδομένο. Πάντοτε έδειχνα εμπιστοσύνη στα γενναία του σχέδια, όσο απίθανα κι αν έμοιαζαν. Αυτός το γνώριζε και έτσι εξομολογήθηκε μόνο σε μένα την παράτολμη απόφασή του να θυσιάσει τα φτερά του, όταν όλα θα είχαν το αίσιο τέλος που εύχονταν».

«Ώστε είναι αλήθεια», είπε ο Τύραελ με πικρία. «Μας άφησε για χάρη της μάντισσας. Το ένιωσα όσο ήμουν λιπόθυμος, αλλά ήθελα να πιστέψω ότι πρόκειται για μια αυταπάτη».

«Δε νομίζω ότι σε άφησε, εφόσον μπορείς να βρίσκεσαι κοντά του και πάλι», είπε η Ζαθάνια σαν να τον μάλωνε. «Πάντα υπάκουγες στα λόγια του σαν να ήταν διαταγές. Ήρθε η ώρα λοιπόν να αποφασίσεις αν θέλεις πραγματικά να τον ακολουθήσεις στον κόσμο αυτό, ή να επιστρέψεις στους ουρανούς. Ήρθε η ώρα να πάρουμε από μόνοι μας κάποια απόφαση και να σκεφτούμε όπως πάντοτε ήθελε ο Σαμ: Με τον τρόπο που προστάζει η καρδιά μας. Εμένα μου είπε ότι ονειρεύονταν να πάρω τη θέση του και να ηγηθώ των αδελφών μας που θα έχαναν τη ζωή τους στη μάχη με τους δαίμονες. Μου εξήγησε το πόσο σημαντικός θα ήταν ο ρόλος αυτός, καθώς αυτοί αναμένονταν να ήταν πολύ περισσότεροι από όσους θα έμεναν ζωντανοί. Ένιωσα τα λόγια του σαν να ήταν η μεγαλύτερη τιμή που μου έχει χαρίσει η αιωνιότητα ως τώρα. Απλώς δε γνώριζα πώς θα μπορέσω να το πετύχω. Όταν ήρθε η ώρα όμως, το Υφαντό και η φαντασία μου, μου δώσανε την απάντηση που είχα ανάγκη».

«Διάλεξες να πας στην Νεκρόπολη και να τους βρεις», διαπίστωσε έκπληκτος ο Τύραελ. «Αντάλλαξες τη ζωή σου με τη δική μου! Ε, λοιπόν με συγκινείς αδελφούλα. Θα θυμάμαι τη γενναία πράξη σου για πάντα, μέσα στην αιωνιότητα που θα ακολουθήσει».

Η Ζαθάνια του χαμογέλασε με νόημα. «Κάνε αυτό που ορίζει η ψυχή σου από δω και πέρα, αδελφέ. Εγώ πήρα το δρόμο που ήθελα πραγματικά. Νομίζω ότι ήρθε και η σειρά σου. Όλοι όσοι θα παραμείνετε στη ζωή, πρέπει να σκεφτείτε σοβαρά το μονοπάτι που θα ακολουθήσετε».

Η βασίλισσα Κάλι, αγκάλιασε με τα πολλά της χέρια τη μικρή έκπτωτη. «Δε νομίζω ότι χρειάζεται να πείτε κάτι άλλο πια. Η Νεκρόπολη με καλεί και δε μπορώ βρίσκομαι μακριά της για πολύ περισσότερο. Ανταλλάξτε έναν τελευταίο αποχαιρετισμό λοιπόν και ετοιμαστείτε να πάρει ο καθένας τον δρόμο του».

Ο Τύραελ χάιδεψε το μάγουλο της μικρής του αδελφής. «Να είσαι σοφή και γενναία στις αποφάσεις σου, όπως ήταν και εκείνος», τη συμβούλευσε.

«Θα κάνω ό,τι μπορώ», είπε η μικρή, καθώς η μορφή της άρχισε να ξεθωριάζει μαζί με αυτή της βασίλισσας.




Το συγκεντρωμένο πλήθος των δαιμόνων είχε στρέψει τη προσοχή του προς τους λιγοστούς εκπτώτους και έμοιαζε να κρέμεται από τα χείλη τους. Ο Μέτατρον, η φωνή του θεού της τάξης, όπως και η θεά του χάους έδειχναν για μη γνωρίζουν τίποτε σχετικά με τα όσα θα αποφάσιζαν.

«Είναι καθήκον μας να επιστρέψουμε στους ουρανούς», φώναξε ο Κάμαελ ώστε να τον ακούσουν όλοι. «Αυτός ήταν ο στόχος μας και ο προορισμός μας. Αυτή ήταν η υπόσχεση που μας έδωσε ο Πρίγκιπας. Δεν είναι δυνατόν μας προβληματίζει τώρα που πραγματοποιήθηκε με τη θυσία του. Νομίζω πως αυτό θα ήθελε κι εκείνος».

«Διαφωνώ μαζί σου, Κάμαελ», του είπε ο χρονικογράφος Ντάλιελ. «Ο Πρίγκιπας αποχώρησε χωρίς να μας πει τι ήταν αυτό που πρέπει να κάνουμε. Δε νομίζω ότι αυτό είναι ένα τυχαίο γεγονός. Μάλλον αυτό που επιθυμεί είναι να αποφασίσουμε από μόνοι μας την πορεία που θα χαράξουμε. Όσον αφορά εμένα, ομολογώ ότι δεν είμαι έτοιμος να εγκαταλείψω την κόλαση. Μετά από τόσο καιρό τη νιώθω σαν σπίτι μου και είναι πολλά τα όσα με εμποδίζουν να σας ακολουθήσω».

Σκόπευε να πει κι άλλα, όμως μια ενθουσιασμένη φωνή ακούστηκε μέσα από το συγκεντρωμένο πλήθος να καλεί το όνομά του.

«Ντάλιελ!»

Ήταν η Πολύμνια, που πρόβαλλε σχεδόν τρέχοντας και χύμιξε μέσα στην αγκαλιά του χαρίζοντάς του ένα παθιασμένο φιλί. Ο έκπτωτος την τύλιξε μέσα στις φτερούγες του και άρχισαν να στριφογυρίζουν ανέμελα σχηματίζοντας μια όμορφη δίνη που απέδιδε γλαφυρά τον έρωτά τους.

«Όταν έμαθα ότι είσαι ζωντανός, έμοιαζε με όνειρο», του είπε εκείνη όταν σταμάτησαν, εξακολουθώντας να παραμένει χωμένη κάτι από τα φτερά του. «Εδώ και καιρό, αποφάσισα να μοιραστώ την αιωνιότητα μαζί σου, αλλά δε τολμούσα να στο πω γιατί δεν ήξερα τι θα επιλέξεις να κάνεις».

«Είναι αμοιβαίο», τη διαβεβαίωσε εκείνος χαμογελώντας.

Η θεά του χάους παρατηρούσε την όμορφη σκηνή με έναν παιδικό ενθουσιασμό να λάμπει στα γαλανά της μάτια. Ο Μιχάλης που στέκονταν δίπλα της, έδειχνε να νιώθει κάπως άβολα από το όλο θέαμα.

Η Μάλια, μία ακόμη από τους λίγους εκπτώτους που παρέμειναν ζωντανοί, θέλησε να προσγειώσει κάπως την κατάσταση.

«Και εμένα θα μου λείψει η κόλαση, αλλά τώρα που η θεά του χάους θα πάρει τον θρόνο της πίσω, δεν πρόκειται να συνεχίσουμε να ζούμε μέσα της όπως πριν. Είμαστε πλέον ανεπιθύμητοι».

«Όχι», την διόρθωσε η Τία. «Σας θέλω. Εγώ… καλή με σας».

Ο Μέτατρον γέλασε με έναν πομπώδη σαρκασμό. Άρχισε πλέον να μιλάει με τη πραγματική του φωνή, πράγμα που φανέρωνε ότι δεν αποτελούσε πλέον το δοχείο της φωνής του θεού που υπηρετούσε.

«Πολύ αστείες οι υποσχέσεις σου, θεά του χάους. Αλήθεια, έχεις την απαίτηση να δεχτούνε τη φιλοξενία σου, μετά απ’ όσα τους προκάλεσες; Για μια ακόμη φορά αποδεικνύεις το πόσο επιπόλαια σκέφτεσαι».

«Ενώ εσείς;», ρώτησε θυμωμένα η Τίαματ. «Εσείς διώξατε… Τώρα μετανιώνετε».

«Ο θεός μου, θα τους αποδώσει τις τιμές που τους αξίζουν», διαβεβαίωσε ο Μέτατρον.

«Κι εγώ», είπε η Τίαματ με πείσμα.

«Ζηλεύεις που ο πατέρας τους θα τους πάρει πίσω», είπε ο Μέτατρον.

«Είσαι βλάκας», φώναξε η Τίαματ. «Και αυτός… χειρότερος».

Η Μάλια θέλησε να αποφορτίσει κάπως την ατμόσφαιρα. «Αφού η θεά δεσμεύτηκε ότι θα μας φερθεί καλά, τότε εγώ προτιμώ να ακολουθήσω τον Ντάλιελ»

«Δε μπορούμε να το κάνουμε αυτό», διαφώνησε ο Ούριελ. «Ο Κάμαελ έχει δίκιο. Οι ουρανοί είναι το πραγματικό μας σπίτι. Ακόμη και αν κάποτε μας αρνήθηκαν, πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτούς».

«Ακριβώς», συμφώνησε μαζί του ο Κάμαελ.

Στο σημείο αυτό, τον λόγο πήρε η Δανάη. «Κάνετε λάθος όλοι σας. Το σπίτι μας είναι εκεί που βρίσκεται ο Πρίγκιπας. Εφόσον εκείνος επέλεξε να παραμείνει στον κόσμο αυτό, τότε εμείς πρέπει να κάνουμε αυτό που κάναμε πάντα: Να τον ακολουθήσουμε. Είμαι διατεθειμένη να πάω να τον βρω όπου κι αν βρίσκεται. Ακόμη κι αν δε με δεχτεί, θέλω να παραμείνω στον κόσμο όπου εκείνος επέλεξε να κατοικήσει. Μπορεί να θυσίασε την αθανασία του, για μένα όμως θα παραμένει για πάντα ο πιο αγαπημένος μου αδελφός».

«Και για μένα», ακούστηκε να λέει γενναία μια φωνή μέσα από το πλήθος.

Ήταν ο Τύραελ, που πρόβαλλε δυναμικά, έχοντας θηκαρώσει πια το ηλεκτροφόρο ξίφος του. Η Δανάη έτρεξε προς το μέρος του και του χάρισε τη ζεστή της αγκαλιά.

«Δεν υπάρχουν λόγια να εκφράσω τη χαρά μου που ζεις, αδελφέ μου», του είπε.
Ο Κάμαελ ήταν κι αυτός χαρούμενος που ο πιο ηρωικός αδελφός του βρίσκονταν στη ζωή. Ωστόσο δεν έμοιαζε να έχει αλλάξει γνώμη.

«Αν παραμείνουμε στον κόσμο αυτό, θα δυσκολευτούμε πολύ από δω και πέρα. Δεν μπορούμε να γίνουμε θνητοί όπως μπόρεσε ο Πρίγκιπας. Θα αναγκαστούμε να κυκλοφορούμε ανάμεσα στους ανθρώπους μυστικά. Να κρυβόμαστε».

«Εγώ είμαι διατεθειμένος να το κάνω», είπε ο Τύραελ.

Για λίγο, όλοι οι έκπτωτοι σώπασαν δείχνοντας ότι αδυνατούσαν να καταλήξουν στο τι θεωρούσαν σωστό. Το πλήθος των δαιμόνων, η θεά, οι δύο θνητοί και ο Μέτατρον, άρχισαν να αδημονούν πια να ακούσουν ποια θα είναι η οριστική τους απόφασή .

Τη σιωπή όλων, τόλμησε να διαλύσει απότομα ο Μιχάλης. «Ρε παιδιά. Αφού ζορίζεστε τόσο γιατί δε το ρίχνετε σε καμιά κλήρωση; Τραβήξτε χαρτάκι και αποφασίστε στο έτσι».

«Έχω μια καλύτερη λύση», είπε ο Τύραελ. «Ίσως είναι λίγο οδυνηρή, αλλά είναι η καλύτερη που υπάρχει. Να χωριστούμε. Να επιλέξει ο καθένας τον δρόμο που επιθυμεί ακόμη και αν είμαστε πλέον μια χούφτα που μείναμε ζωντανοί. Τα άλλα αδέλφια μας βρίσκονται στη νεκρόπολη και η Ζαθάνια επέλεξε να είναι επικεφαλής τους. Εφόσον εκείνη τόλμησε μια τόσο γενναία απόφαση, δε θα είναι δύσκολο και για μας να σπάσουμε τον δεσμό που μας έχει ενώσει μέσα στους αιώνες σε τρία κομμάτια με το καθένα να έχει το δικό του προορισμό».

«Είναι η καλύτερη δυνατή λύση», παραδέχτηκε ο Κάμαελ. «Ας επιλέξει ο καθένας από μας να κατοικήσει εκεί που ορίζει η ψυχή του. Όσοι θέλουν λοιπόν, μπορούνε να με ακολουθήσουνε στους ουρανούς. Όσοι όμως θέλουν να ακολουθήσουν τον Τύραελ και να παραμείνουν στον κόσμο αυτό, μπορούνε να το κάνουν ελεύθερα. Τέλος, όσοι επιθυμούν να κατοικήσουν στη κόλαση, ας επιστρέψουν σε αυτή μαζί με τον Ντάλιελ».




Η Λούσι βρίσκονταν πολύ κοντά στη βασίλισσά της για όσο διαρκούσε η συνέλευση των εκπτώτων. Ήταν πολύ χαρούμενη που τόλμησε να υψώσει το ανάστημά της απέναντί της και να την οδηγήσει σε μία ιερή για το σύμπαν απόφαση. Μέσα στη παγωμένη ψυχή της όμως αργοσερνότανε η αμφιβολία για τα όσα επρόκειτο να υποστεί στο πλευρό της από κει και πέρα. Η βασίλισσα, έδειξε ότι εκτίμησε βαθύτατα τα λόγια που της απεύθυνε. Ποια όμως ήταν πραγματικά η μοίρα που θα αποφάσιζε να της επιβάλλει; Ποια ήταν η ισορροπία που είχε πλέον διαμορφωθεί μεταξύ τους και έμελε να σηματοδοτήσει την κοινή τους πορεία όταν θα επέστρεφαν στη κόλαση; Αυτές ήταν οι σκέψεις που τριβέλιζαν διαρκώς στο μυαλό της και που την οδήγησαν μακριά από το πλήθος, όπου θα μπορούσε να παραδοθεί σε αυτές με την ησυχία της.

Τότε είδε τον Λαέρτη. Την κοίταζε από μακριά χωρίς έχει την πρόθεση να διακόψει τον συλλογισμό της. Εκείνος γνώριζε πλέον πότε κάτι την απασχολούσε, ακόμη και αν η έκφρασή της δεν το φανέρωνε.

«Γιατί στέκεσαι εκεί;», τον ρώτησε.

«Δε μου επιτρέπει το ψύχος που εκπέμπεις να σε πλησιάσω», της απάντησε σοβαρός. «Παλιά με ανάγκαζες να το υφίσταμαι, αλλά τώρα που επέλεξες να το αποκτήσεις και πάλι και που είμαστε αλλιώς μεταξύ μας, φοβάμαι ότι επέλεξες να γίνεις το ίδιο απρόσιτη με τότε. Παρά τα όσα μου υποσχέθηκες».

«Τηρώ τις υποσχέσεις μου, Λαέρτη», του θύμισε κοιτάζοντάς τον παγερά.

Έπειτα άρχισε και πάλι να κατευθύνεται προς το συγκεντρωμένο πλήθος.




Με το που άρχισε να σουρουπώνει, δύο πελώριες πύλες έκαναν την εμφάνισή τους από το πουθενά, μέσα στην ηρωική εκείνη κοιλάδα. Οι θνητοί που είχαν το θάρρος να συγκεντρωθούνε εκεί κοντά, τις κοίταζαν κυριευμένοι από δέος και από τη διαπίστωση ότι το τέλος των περιπετειών στις οποίες περιήλθε ο κόσμος τους, ήτανε γεγονός.

Η μάχη της κόλασης αποτελούσε πλέον παρελθόν. Τους άφησε παρέα με μια ιερή κληρονομιά: Τη διαπίστωση ότι υπάρχει ένας κόσμος πέρα από τον κόσμο τους. Ένας ανεξιχνίαστος κόσμος που η συμπαντική μοίρα αποφάσισε να τους τον συστήσει. Το τίμημα για την γνώση τους αυτή, ήταν οι μεγάλες πληγές που θα έχασκαν ανοιχτές για πολλά χρόνια ακόμα, καθώς και η ελπίδα ότι όταν αυτές επουλώνονταν, θα έδιναν τη θέση τους σε μια νέα, ελπιδοφόρα πραγματικότητα.

Μια μικρή ομάδα αποτελούμενη από εφτά πρώην έκπτωτους, πετούσε προς την Πύλη που είχε ανοίξει ψηλά στα σύννεφα, συνοδευόμενοι από τον Μέτατρον. Μεταξύ αυτών, βρίσκονταν ο Κάμαελ και ο Ούριελ.

Οι δαίμονες οδηγούνταν παραταγμένοι προς την άλλη πύλη, εκείνη που ορθώνονταν στο έδαφος. Μαζί τους βρίσκονταν ο Ντάλιελ αγκαλιά με την Πολύμνια και με έξι ακόμη φτερωτά αδέλφια του να συντροφεύουν τα βήματά του.

Ο Τύραελ, η Δανάη και άλλοι τέσσερις εναπομείναντες άγγελοι, διέσχιζαν ήδη τους ουρανούς του υλικού κόσμου, αποφασισμένοι να κατοικήσουν στο εξής συντροφιά με τους ανθρώπους, μεταξύ των οποίων πλέον βρίσκονταν και ο αγαπημένος τους Πρίγκιπας.

Η κοιλάδα της Κάρνταβας άδειαζε και όλα έδειχναν ότι η σονάτα που το χάος τραγούδησε εκείνες τις αλησμόνητες μέρες στη Γη, πλησίαζε στο τέλος της.




Η θεά του χάους παρακολουθούσε τους ακόλουθούς της περήφανα καθώς παραδίδονταν στο εκτυφλωτικό φως της απόκοσμης εκείνης πύλης που άνοιξε κατόπιν εντολής της. Έμοιαζε να της είναι δύσκολο να συγκρατήσει τον παιδικό της ενθουσιασμό για την επιστροφή στον θρόνο της απ’ όπου θα ηγούνταν έχοντας πια εξασφαλίσει την αγάπη τους. Ακόμη και οι πανίσχυροι θεοί έχουν δικαίωμα στο όνειρο και τις στιγμές εκείνες, το μεγαλύτερο από τα όνειρα της Τίαματ γίνονταν πραγματικότητα.

Κάποτε, είχε επιλέξει να πεθάνει ώστε να το εκπληρώσει.

Έπειτα ζωντάνεψε για να το δει να εκπληρώνεται.

Ο Αββαδών και ο Μπαάλ, οι δύο από τους πέντε των οποίων η αφοσίωση παρέμεινε ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου, την περίμεναν ήδη να επιστρέψει θριαμβεύτρια. Η Τίαματ το γνώριζε και σκόπευε να το κάνει χωμένη στην αγκαλιά της Λούσι, εκείνης που συνέβαλε πιο αποφασιστικά απ’ όλους στην ανάστασή της και που με τα λόγια της απέδειξε ότι ήταν η πιο ικανή να σταθεί δίπλα της και να τη βοηθήσει να χαράξει μια καινούργια, πιο δίκαιη πολιτική για τη διακυβέρνηση του βασιλείου της.

Την είδε να την πλησιάζει με μια εύλογη ανησυχία να κρύβεται κάτω από το ψύχος που ανέδυε το σώμα της. Της χαμογέλασε με χάρη και αμέσως η ανησυχία αυτή αποτελούσε παρελθόν.

«Μαζί πια», είπε η θεά του χάους στην έμπιστη σύμβουλό της.

«Μαζί για πάντα», συμφώνησε εκείνη με μια ανέκφραστη ευλάβεια και της χάρισε την αγκαλιά της.

Λίγο πιο εκεί, ο Μιχάλης απεύθυνε στον Λαέρτη τον αποχαιρετισμό του.

«Κρίμα που δε θα σε έχουμε μαζί μας. Ήσουν για μένα ο καλύτερος κολλητός που είχα ποτέ. Θα σε θυμάμαι για πάντα».

Μια μικρή ανησυχία υπέβοσκε στη ψυχή του Λαέρτη. Μόνο για μια στιγμή κατάφερε να την κρατήσει θαμμένη μέσα του.

«Και γω θα σε θυμάμαι, Μιχάλη», απάντησε. Η ανησυχία όμως γιγαντώθηκε και αποδείχτηκε άτρωτη. «Ελπίζω να πάνε όλα καλά για σένα».

Ο Μιχάλης έδειξε να εκπλήσσεται. «Ε, πώς να μη πάνε καλά ρε συ; Τόσα και τόσα περάσαμε. Τώρα θα πάνε στραβά; Δε νομίζω».

Το πρόσωπο του Λαέρτη έδειξε να σκιάζεται από μια αβάσταχτη θλίψη που τον κυρίευσε απότομα, πράγμα που τον γέμισε με έκπληξη και απορία.

«Τι έπαθες;», ρώτησε.

Ο Λαέρτης δε τολμούσε να του απαντήσει. Το μόνο που μπόρεσε, ήταν να του κάνει ένα νεύμα που τον παρακινούσε να κοιτάξει πίσω του.

Όταν ο Μιχάλης το έκανε, ένιωσε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Αντίκριζε πλέον την Τίαματ, την αγαπημένη του Τία, να περιβάλλεται από μια αμυδρή κόκκινη λάμψη και να εξαϋλώνεται μαζί με τη Λούσι που την είχε πάρει στην αγκαλιά της. Ακόμη και η ψυχρή δαιμόνισσα έδειχνε να απορεί με αυτό που συνέβαινε τις στιγμές εκείνες.

«Μήπως ξέχασες κάτι, Τία;», την ρώτησε προσπαθώντας να ακουστεί αυστηρός. Ακούστηκε όμως απελπισμένος.

«Φεύγουμε», δήλωσε η βασίλισσα του χάους σχεδόν αδιάφορα.

«Και εγώ;», ρώτησε ο Μιχάλης έτοιμος να ξεσπάσει σε λυγμούς.

«Αντίο, Μιχάλη», ήταν η απάντησή της καθώς ξεθώριαζε όλο και περισσότερο.

«Στάσου!», ούρλιαξε ο Μιχάλης. «Δε μπορείς να φύγεις χωρίς εμένα. Δε μπορείς να μου το κάνεις αυτό μετά απ’ όλα όσα ζήσαμε».

«Τώρα… έχω… Λούσι», δήλωσε η θεά του χάους.

Ο Μιχάλης όρμησε να την γραπώσει, μήπως και την εμποδίσει να διαπράξει αυτό που είχε ήδη αποφασίσει. Μήπως και η δική του αγκαλιά αποδεικνύονταν πιο ισχυρή από αυτή της μητέρας της και την οδηγούσε στο να αλλάξει τη σκληρή της απόφαση.

Ένιωσε τη λάμψη να φουντώνει στιγμιαία γύρω του και έπειτα κατέληξε γονατιστός στο έδαφος. Τα χέρια του ήτανε αδειανά, όπως θα παρέμεναν για πάντα από εκείνη τη στιγμή και έπειτα. Νιώθοντας πιο ανίσχυρος από ποτέ, ο Μιχάλης αφέθηκε στην αγκαλιά του σπαραγμού που τον έπνιγε πενθώντας γοερά τον άνθρωπο που μόλις είχε χάσει. Εκείνον τον άνθρωπο που η θεά του χάους ξύπνησε μέσα του μετά από τόσα χρόνια λήθαργου, μόνο και μόνο για να τον σκοτώσει οριστικά όταν δεν τον είχε πια ανάγκη.

«Μη μου το κάνεις αυτό», φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, ηχώντας σε κάθε άκρη της πελώριας εκείνης κοιλάδας που έμοιαζε άδεια από κάθε όνειρο.

Ο Λαέρτης τον αγκάλιασε προσπαθώντας να τον ηρεμίσει, ωστόσο ο πόνος και η συντριβή του φίλου του έμοιαζαν ότι δεν πρόκειται να σβήσουν ποτέ. Έμοιαζε απίστευτο κι όμως η θεά του χάους εγκατέλειψε τον θνητό που την έφερε στον κόσμο, αφήνοντας τον παρέα μόνο με τις αναμνήσεις των υπέροχων στιγμών που έζησε δίπλα της, αλλά και με την οδύνη του να συνυπάρχει με τον ίδιο του τον εαυτό. Τουλάχιστον μέχρι την ώρα που τα μάτια του θα σφαλίζονταν για πάντα.


(Μείνετε συντονισμένοι για τον συγκλονιστικό επίλογο της Σονάτας του χάους)



Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

48. Ελεγεία(ΙΙΙ): Valhalla



Η Μαρίνα ήξερε πως είχε αργήσει υπερβολικά από τη στιγμή που είδε τον σταυρό υψωμένο στο κέντρο της κοιλάδας. Ήταν ακόμη αρκετά μακριά για να ξεχωρίσει τι συνέβαινε, όμως γι’αυτό τουλάχιστον ήταν σίγουρη. Είχε αργήσει. Λαχανιασμένη, κοντοστάθηκε Έσκυψε ελαφρά, ακουμπώντας τα χέρια της στα γόνατά της, παίρνοντας βαθιές ανάσες.
Ένιωσε ένα ανάλαφρο χέρι στον ώμο της και τινάχτηκε απότομα. Γύρισε αλαφιασμένη, αλλά, όταν είδε το πρόσωπο που στεκόταν πίσω της, ηρέμησε. Φοβόταν πως ίσως να ήταν ο Αββαδών που είχε αποφασίσει να μη φύγει τελικά. Όμως ήταν μονάχα η Λίλιθ, απαλλαγμένη από τον μαύρο της μανδύα. Το πανέμορφο κορμί της, τυλιγμένο στις φυλλωσιές που το έντυναν, μύριζε λουλούδια και άνοιξη κι έμοιαζε σχεδόν παράταιρο μέσα σ’όλη την καταστροφή και τον θάνατο. Από την άλλη, βέβαια, η μάγισσα είχε παράξενες απόψεις για τον κόσμο.
- Ο Σαμ; τη ρώτησε γεμάτη αγωνία.
Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από την ανησυχία και το τρέξιμο. Όμως η Λίλιθ απλά χαμογέλασε. Τα κατακόκκινα μαλλιά της γυάλισαν στο ημίφως καθώς κατευθυνόταν προς ένα χαμηλό βραχάκι, λικνίζοντας νωχελικά τους γοφούς της.
- Έλα, της είπε χτυπώντας ελαφρά το μέρος δίπλα της.
Η Μαρίνα έριξε ένα αβέβαιο βλέμμα προς την κοιλάδα και τον σταυρό. Ο Σαμ πιθανότατα πέθαινε εκεί έξω κι αυτή ήδη είχε χάσει αρκετό χρόνο με το να πηδιέται με τον Αββαδών σαν να μην υπήρχε αύριο.
- Το νερό μπήκε στο αυλάκι, Μάντισσα. Τώρα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Το μόνο που σου μένει είναι να τον εμπιστευτείς. Έλα, επανέλαβε η Λίλιθ μ’αυτή τη βραχνή, γερασμένη φωνή που της προκαλούσε πολλαπλές ανατριχίλες.
Τελικά, υπάκουσε απρόθυμα και κάθισε στο πλευρό της. Η Λίλιθ την περιεργάστηκε για αρκετή ώρα, μέχρι που η Μαρίνα άρχισε να νιώθει άβολα.
- Με θες κάτι ή να πηγαίνω ; Εδώ ο κόσμος καίγεται..., ξεφύσηξε απηυδησμένη.
- Μη νοιώθεις, είπε εν τέλει η Λίλιθ.
Την κοίταξε απορημένη.
- Είπαμε, να μιλάς με γρίφους, αλλά όχι κι έτσι.
- Μη νοιώθεις τύψεις. Για τον Αββαδών, εννοώ. Έκανες αυτό που έπρεπε.
Η Μαρίνα αισθάνθηκε την καρδιά της να βουλιάζει ακούγοντας αυτά τα λόγια. Χαμήλωσε το κεφάλι, ντροπιασμένη. Για κάποιο λόγο, είχε την ελπίδα πως δεν θα μαθευόταν ποτέ. Όμως, προφανώς, έκανε λάθος.
- Ναι, ξέρω. Το «κόστος», σχολίασε ειρωνικά.
Η Λίλιθ της έπιασε το χέρι και το έσφιξε απαλά μέσα στο δικό της.
- Ναι, Μάντισσα. Το κόστος. Το ξέρω πως σου είναι δύσκολο να δεις έτσι τον κόσμο, όμως αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί. Δεν φτιάχνουμε εμείς τους κανόνες. Τους έφτιαξε κάποιος άλλος για μας, αιώνες πριν.
- Ο θεός της τάξης; ρώτησε προσεκτικά η Μαρίνα.
- Πράγματι.
Έμεινε σιωπηλή για λίγο, σκεπτόμενη όλα όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες ώρες.
- Κράτησε την υπόσχεσή του, είπε χαμολόφωνα.
Η Λίλιθ της χάιδεψε το πρόσωπο.
- Το ξέρω, Μάντισσα.
- Ήταν απλώς...ένα ύστατο δώρο..., ψιθύρισε συντετριμμένη.
- Ίσως, είπε αινιγματικά η μάγισσα. Πες μου, Μάντισσα, τι είδες στο όραμά σου;
Η Μαρίνα ανατρίχιασε και μόνο στην ανάμνηση.
- Ήταν...μετά τη σταύρωση...είδα...ο Σαμ...ήταν εκεί, αιμόφυρτος, σχεδόν καρβουνιασμένος...και τότε, αυτή...αυτό το τέρας...σήκωσε το χέρι της...και δεν υπήρχε πια...δεν υπήρχε! Καταλαβαίνεις; φώναξε ξεσπώντας σε ασυγκράτητους λυγμούς.
- Ο Άζαζελ και ο Ασμοδαίος νεκροί, ο Μπαάλ υπερβολικά δειλός για να είναι παρών και ο Αββαδών προδότης που αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Αναρωτιέμαι...πώς μπορεί να ένιωσε η Άσταροθ όταν κατάλαβε πως είχε μείνει μόνη απέναντι στο «τέρας», όπως την αποκαλείς. Όμως, Μάντισσα, εσύ η ίδια περιέγραψες στον Πρίγκηπα πως στο όραμά σου της σταύρωσης βρίσκονταν όλοι τους εκεί.
Η Μαρίνα την κοίταξε μέσα από τα υγρά της βλέφαρα, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι της έλεγε. Η Λίλιθ χαμογέλασε.
- Ο Πρίγκηπας δεν είναι νεκρός, Μάντισσα. Κι απ’ότι δείχνουν τα πράγματα, δεν πρόκειται να πεθάνει. Η Άσταροθ εμπόδισε την Τίαματ να τον σκοτώσει. Το κόστος, βλέπεις...Τα πεπρωμένα των πλασμάτων του σύμπαντος συνδέονται με πολύπλοκους δεσμούς που δεν μπορούμε πάντα να διακρίνουμε. Ο Πρίγκηπας πάντοτε είχε το ταλέντο να ανακαλύπτει τους δεσμούς αυτούς, να τους μαντεύει και να τους χρησιμοποιεί προς όφελός του. Είναι σπάνιο και χρήσιμο ταλέντο. Τώρα, λοιπόν, που γνωρίζεις ότι το όραμά σου δεν επιβεβαιώθηκε...μπορείς να μαντέψεις το γιατί;
Η Μαρίνα δεν χρειαζόταν να μαντέψει. Ήξερε το λόγο.
- Το κόστος πληρώθηκε, είπε αργόσυρτα. Η ισορροπία αποκαταστάθηκε.
Και γνώριζε καλά πως, την ίδια τη στιγμή που το παραδεχόταν αυτό, παραδεχόταν κάθε σκληρή αλήθεια που της είχε πει η Λίλιθ για τον κόσμο και τους κανόνες με τους οποίους κινούνταν. Γνώριζε επίσης πως, κάνοντας τον συγκεκριμένο συμβιβασμό, ποτέ, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο.


Και τότε ο ουρανός άνοιξε στα δύο κι ένας κεραυνός που έμοιαζε να έχει δική του ζωή ξεχύθηκε στη γη. Οι δαίμονες κοιτάχτηκαν έκπληκτοι μεταξύ τους καθώς μια φιγούρα άρχισε να σχηματίζεται μέσα στις θανατηφόρες, ηλεκτρικές εκκενώσεις. Όταν ο κεραυνός κόπασε, ένα επιφώνημα έκπληξης απλώθηκε ανάμεσα στους επιζώντες της μάχης. Στον κρατήρα που είχε δημιουργηθεί, ένα μεγαλόπρεπο πλάσμα ήταν γονατισμένο. Σηκώθηκε αργά, ξεδιπλώνοντας τα φτερά του που είχαν το χρώμα του αμέθυστου. Μακριά, σταχτόξανθα μαλλιά ανέμιζαν γύρω από το περήφανο πρόσωπό του. Ήταν ψηλός και μυώδης και φορούσε έναν απλό, πορφυρό χιτώνα. Το μόνο του στολίδι ήταν μια ασημένια ζώνη που συγκρατούσε το ρούχο του στη θέση του. Στα χέρια του κρατούσε ένα σφυρί, φτιαγμένο κι αυτό από ασήμι και σκαλισμένο με ρούνους. Ακτινοβολούσε μπλε φως και, κάθε τόσο, κεραυνοί το τύλιγαν. Οι ελάχιστοι ανάμεσα στους δαίμονες που γνώριζαν τη ρουνική γραφή, μπόρεσαν να διαβάσουν το όνομα «Mjöllnir».
Τα λόγια του αγγέλου γέμισαν το χώρο, αντηλαλώντας στα βράχια του όρους Τίστος, κουβαλώντας μέσα τους κάτι από την ορμή και την επιβλητικότητα της καταιγίδας.
- Είμαι ο Μέτατρον, η φωνή του θεού.
Ευθύς, οι αιχμάλωτοι έκπτωτοι έπεσαν στα γόνατα, απευθύνοντάς του τον τιμητικό χαιρετισμό. Το πρόσωπό του παρέμεινε εντελώς ανέκφραστο την ώρα που τα παγερά, γαλάζια μάτια του σάρωναν τους πάντες. Το βλέμμα του στάθηκε για λίγο στη θεά, που είχε παρατήσει την αγκαλιά της Λούσι και κοίταζε τον απρόσκλητο επισκέπτη με έκπληξη ίση με των υπολοίπων. Της χάρισε μια κοφτή, σχεδόν αδιάφορη υπόκλιση και συνέχισε παρακάτω.
Τα μάτια του στράφηκαν προς τον σταυρό όπου είχε βολευτεί ο Σάμαελ, κουνώντας ανέμελα τα πόδια του και μ’ένα μυστήριο χαμόγελο στα χείλη. Μέχρι που, τελικά, κοίταξε τους έκπτωτους, καταβεβλημένους και ηττημένους όπως ήταν.
- Αδέλφια μου που πέσατε από τη χάρη του θεού μας πριν από τόσες χιλιάδες χρόνια...ήρθε η στιγμή να γιορτάσετε ξανά. Το μήνυμα που στάλθηκα να σας μεταφέρω είναι χαρμόσυνο.
Τα μάτια του μετατράπηκαν σε φωτεινές, γαλάζιες φλόγες και η φωνή του άλλαξε εντελώς. Οι έκπτωτοι συνειδητοποίησαν πως πλέον δεν ήταν ο άγγελος Μέτατρον, αλλά το δοχείο μέσα από το οποίο θα άκουγαν τα λόγια του δημιουργού τους. Και οι καρδιές τους γέμισαν προσμονή.
- Σάμαελ, Άστρο της Αυγής, ήσουν πάντοτε το πιο αγαπημένο ανάμεσα στα παιδιά μας. Σε δημιουργήσαμε στην αρχή των καιρών, όταν το σύμπαν ήταν ακόμη μια αφηρημένη έννοια στο μυαλό μας. Μαύρη ήταν η μέρα που σε σπρώξαμε να μας προδώσεις και να μας εγκαταλείψεις. Ελπίζουμε πως θα μας συγχωρέσεις κάποτε, όμως ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει προκειμένου η απειλή του Χάους να εξαλειφθεί. Γνωρίζουμε πως η αγνότητα της ψυχής σου δεν θα σε άφηνε να αποδεχτείς το σχέδιό μας αν σου το είχαμε αποκαλύψει. Αναγκαστήκαμε να σε εξαπατήσουμε, αλλά ήταν για ιερό σκοπό. Αυτήν την ευλογημένη μέρα, κατάφερες να αποδυναμώσεις το Χάος οριστικά. Για τον λόγο αυτό, αγαπημένο μας παιδί, είσαι ελεύθερος να επιστρέψεις κοντά μας, μαζί με τα αδέρφια σου. Θα χαρούμε να σε καλωσορίσουμε στην αγκαλιά μας και πάλι. Εκπλήρωσες τον σκοπό για τον οποίο σε δημιουργήσαμε, έστω και άθελά σου. Τώρα, ήρθε ο καιρός να επιστρέψεις κοντά μας, ψυχή της ψυχής μας.
Ο Σάμαελ τον παρατήρησε για λίγο, χωρίς λεπτό να χάσει το μυστήριο χαμόγελό του. Κι έπειτα, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου, έβαλε τα γέλια.
Μ’ένα ανάλαφρο σάλτο, βρέθηκε στο χώμα. Τα φτερά του δεν φαίνονταν και φορούσε μόνο το λεπτό πουκάμισο με το οποίο τον είχαν φέρει. Ήταν σκισμένο και ματωμένο, όμως ο ίδιος έμοιαζε με άρχοντα φορώντας το, με τα χαλκόξανθα μαλλιά να πέφτουν σε κύματα ολόγυρά του και τα μάτια του που έμοιαζαν με πράσινες φλόγες. Το ρούχο ίσα που κάλυπτε τα επίμαχα σημεία και το χρυσό του δέρμα γυάλιζε στο ελάχιστο, κοκκινωπό φως. Πλησίασε τον Μέτατρον και στάθηκε μπροστά του, με το βλέμμα του να αστράφτει από ευθυμία.
- Κοίτα το Χάος, πατέρα, είπε τελικά δείχνοντας την Τίαματ. Σου φαίνεται στ’αλήθεια ηττημένο;
Καθώς ο Μέτατρον έστρεφε το εκτυφλωτικό, γαλάζιο φως των ματιών του πάνω της, η Τίαματ έκανε κάτι τελείως απρόσμενο. Του έβγαλε τη γλώσσα. Ένας πνιχτός ήχος ξέφυγε από τη μαυροντυμένη δαιμόνισσα που στεκόταν δίπλα της. Όσοι βρίσκονταν εκεί γύρω κοιτάχτηκαν μεταξύ τους έκπληκτοι γιατί η Άσταροθ δεν γελούσε συχνά. Ο Μέτατρον την αγνόησε.
- Ναι. Χάρη σε σένα. Επιτέλους, αναγνώρισε την τάξη ως την κυρίαρχη δύναμη του σύμπαντος, όπως είναι το σωστό. Ο κόσμος κυβερνάται από τη δημιουργία, όχι από την καταστροφή. Δεν συμφωνείς, υιέ μας;
Ο Σαμ έκανε πως το σκεφτόταν για λίγο. Στο τέλος, ανασήκωσε τους ώμους του.
-- Εδω που τα λέμε...όχι ιδιαίτερα, είπε κάνοντας μια γκριμάτσα βαρεμάρας. Πριν πολύ καιρό είχα συναντήσει έναν φιλόσοφο. Οφείλω να το ομολογήσω, απ’όλα σου τα δημιουργήματα ο άνθρωπος ήταν το πιο ενδιαφέρον. Όσος καιρός κι αν περάσει, πάντα καταφέρνουν να με εκπλήσσουν. Τέλοσπάντων. Αυτός, λοιπόν, το είχε πιάσει το νόημα. Ο πόλεμος, έλεγε, είναι πατέρας όλων και βασιλιάς όλων. Με το «πόλεμος», εννοούσε σύγκρουση, αντίθεση. Και πράγματι, όπως η ιστορία του δικού σου δημιουργήματος έχει επιβεβαιώσει πάμπολλες φορές, δεν υπάρχει δημιουργία χωρίς την καταστροφή ούτε τάξη χωρίς το χάος.
- Η ιστορία των ανθρώπων δεν επιβεβαιώνει τίποτα, Σάμαελ, αντέτεινε σχεδόν με τρυφερότητα η απόκοσμη φωνή που έβγαινε από τα χείλη του αγγέλου. Είναι κατώτερα όντα. Αλλά κατανοούμε. Πέρασες πολύν καιρό ανάμεσά τους. Μέχρι που ερωτεύτηκες μία απ’αυτούς. Όμως, υιέ μας, είναι στη φύση των ανθρώπων να συγκρούονται, να προδίδουν και να απογοητεύουν. Ακόμη κι αυτή η μικρή σου θνητή σε πρόδωσε. Την ώρα που πέθαινες σε πρόδιδε. Εσύ όμως δεν είσαι σαν αυτούς. Πώς μπορείς να χρησιμοποιείς τη δική τους ύπαρξη ως παράδειγμα για να μας αποδείξεις ότι το Χάος δεν ήταν βλαβερό, ότι δεν χρειαζόταν πάταξη;
- Άνθρωποι βλαβεροί, σχολίασε πεισμωμένα η Τία. Όχι Χάος. Χάος απλά...υπάρχει. Όχι καλό...όχι κακό...υπάρχει.
Ο Σάμαελ χαμογέλασε στο άκουσμα αυτών των λόγων και σταμάτησε να κόβει βόλτες. Στάθηκε ακριβώς μπροστά στον Μέτατρον, έτσι που τα πρόσωπά τους απείχαν όσο μια ανάσα και το ύφος του σοβάρεψε απότομα.
- Δεν σ’έχω αποκηρύξει, ξέρεις, είπε απαλά. Σ’αγαπώ. Πάντω σ’αγαπούσα. Πατέρας, γιος, αδελφός, εραστής...ήσουν όλα όσα γνώριζα. Ήμουν ο μόνος που σε καταλάβαινε γιατί με έφτιαξες από την ίδια σου την ύπαρξη. Μου έδωσες σώμα από το σώμα σου και πνοή από την πνοή σου. Ποτέ δεν έφτιαξες άλλον που να μοιάζει με μένα. Πίστευα πως ήταν επειδή ένιωθες μοναξιά, όμως όχι. Ήταν όλα μέρος του σχεδίου σου να υποτάξεις το Χάος. Ε, λοιπόν, κοίτα γύρω σου. Μια τρύπα στο νερό κατάφερες. Το Χάος είναι όσο ισχυρό ήταν. Η ελεύθερη βούληση ζει και βασιλεύει. Κι εσύ, πατέρα; Εσύ είσαι πιο μόνος και πιο αξιολύπητος από ποτέ.
Ο Μέτατρον έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα κι οι δύο άγγελοι έμοιαζαν να μετράνε ο ένας τον άλλον με το βλέμμα.
- Πότε το κατάλαβες; ρώτησε η φωνή.
Ο Σάμαελ έκανε μερικά βήματα πίσω κι αντίκρισε τους έκπτωτούς του και τους δαίμονες που παρακολουθούσαν τη σκηνή με τα στόματα ανοιχτά. Χαμογέλασε, όμως αυτή τη φορά το χαμόγελό του δεν κατάφερε να κρύψει τη θλίψη του.
- Το πρώτο στοιχείο ήταν το φωτοστέφανο. Γιατί εγώ, μόνος, απ’όλους τους αγγέλους συνειδητοποίησα ότι το είχες φτιάξει για να μας ελέγχεις; Η προφανής απάντηση είναι πως συνέβη επειδή μοιραζόμαστε την ίδια ψυχή. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψην την τάση σου για απολυταρχία, θα διακινδύνευες κάτι τέτοιο δημιουργώντας με αν εξαρχής δεν είχες κάποιον απώτερο σκοπό; Φυσικά, τότε ήμουν πολύ νέος και ήθελα να πιστεύω ότι η επανάστασή μου ήταν δική μου κι όχι υποκινούμενη. Γι’αυτό αγνόησα την ενοχλητική φωνή στο μυαλό μου που μου έλεγε πως τα πράγματα δεν ήταν όπως φαίνονταν. Το δεύτερο στοιχείο ήταν οι αναταραχές που ξέσπασαν στην Κόλαση μετά το θάνατο της Τίαματ. Βρέθηκα μπροστά σε μια δύσκολη επιλογή: είτε θα επέβαλλα την τάξη καταλήγοντας να γίνω ένα τύραννος, όπως εσύ, είτε θα τους άφηνα να κάνουν ό,τι επιθυμούσαν, διακινδυνεύοντας να γίνω μισητός. Τότε ήταν που οι παλιές μου υποψίες άρχισαν να με βασανίζουν ξανά και συνειδητοποίησα ότι υποκινώντας την ανταρσία μου με είχες φέρει ακριβώς εκεί που ήθελες. Ντρέπομαι που το ομολογώ, όμως πείσμωσα. Καμιά φορά, ξέρεις, κι εμείς οι άγγελοι είμαστε ικανοί για τέτοια ποταπά και ανθρώπινα συναισθήματα. Προτίμησα να αποδείξω πως δεν ήμουν πιόνι σου και να πάρω το ρίσκο να με μισήσουν. Και δες πού είμαι τώρα. Μου ζητάς να γυρίσω πίσω μαζί με τα αδέρφια μου. Επειδή πιστεύεις πως εκπλήρωσα τον «σκοπό σου»; Άσε με να σου πω λίγα λόγια για τον «σκοπό σου», πατέρα.
Η Τία κάθισε οκλαδόν στο χώμα κι από το πουθενά, εμφάνιστηκε στο χέρι της ένα παγωτό χωνάκι. Άρχισε να τρώει, παρακολουθώντας με αμείωτο ενδιαφέρον, σαν να βρισκόταν στον κινηματογράφο.
- Όταν συνειδητοποίησα τι ακριβώς ήταν αυτό που επεδίωκες και πως μόνος σου είχες στήσει όλην αυτήν την κωμωδία που εμείς αποκαλέσαμε «ανταρσία», ήμουν τόσο τυφλωμένος από οργή που μπήκα στον πειρασμό να καταστρέψω τα πάντα. Να διαλύσω την Κόλαση ολοκληρωτικά, μαζί με όλους τους δαίμονες που την κατοικούσαν. Φυσικά, πολύ σύντομα καταλάβα ότι κι αυτό ακόμη θα εξυπηρετούσε το σκοπό σου, αν και με ελαφρώς πιο αιματηρό τρόπο απ’αυτόν που είχες αρχικά υπολογίσει. Εκείνη τη στιγμή ήταν που ένιωσα μέσα μου τι ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει.
Ο Σάμαελ έκανε μια δραματική παύση κοιτώντας το ακροατήριό του με το ίδιο μυστήριο χαμόγελο που δεν είχε αφήσει τα χείλη του στιγμή. Ο Μέτατρον τον παρακολουθούσε ανέκφραστος. Ή, τουλάχιστον, το πλάσμα που του μιλούσε μέσω αυτού δεν φανέρωνε απολύτως κανένα συναίσθημα. Ίσως να ήταν ανίκανο για μια τέτοια θνητή αντίδραση, ποιος ξέρει. Παραδόξως, τα επόμενα λόγια δεν βγήκαν από το στόμα του Σαμ ούτε του επιβλητικού, αλλόκοσμου συνομιλητή του. Τα επόμενα λόγια βγήκαν από δυο μορφές που ξεπρόβαλλαν ανάμεσα από τα δέντρα τρέχοντας.


Ο Μιχάλης κι ο Λαέρτης βγήκαν στην κοιλάδα σχεδόν κουτρουβαλώντας. Λαχανιασμένοι κι οι δυο, γεμάτοι γραντζουνιές από τα κλαδιά των δέντρων και με ελαφρώς καψαλισμένα μαλλιά, οι θνητοί άντρες πήραν μια έκφραση ανείπωτης ανακούφισης όταν είδαν πως βρίσκονταν ανάμεσα σε γνώριμα πρόσωπα. Για τον Λαέρτη, η ανακούφιση αυτή μετατράπηκε σε δέος καθώς αντίκριζε την περήφανη φιγούρα του αγγέλου που στεκόταν μπροστά σ’αυτό που, στα μάτια του τουλάχιστον, έμοιαζε μ’ένα πλάσμα ακαθόριστου φύλου, όμορφο πέρα απο κάθε φαντασία.
Ο Λαέρτης είχε υπάρξει πάντοτε ιδιαίτερα ικανός στο να ενώνει στοιχεία μεταξύ τους. Βλέποντας, λοιπόν, αυτό το εκθαμβωτικό, ανδρόγυνο πλάσμα που παρακολουθούσε την εισβολή τους με ενδιαφέρον και κάποια ευθυμία και που ήταν ντυμένο μονάχα μ’ένα πουκάμισο που έφτανε μέχρι τη μέση των μηρών του, θυμήθηκε αμέσως εκείνη τη φωνή που είχε ακούσει στο τηλέφωνο πριν τόσον καιρό και που, γελοιωδώς ίσως, του είχε ζητήσει να την αποκαλέσει «Σαμ».
Μόνο που δεν υπήρχε τίποτα το γελοίο σ’εκείνο το πλάσμα και τίποτα το αποτρόπαιο. Όσες φορές κι αν είχε φαντασιωθεί το διάβολο ο Λαέρτης – γιατί τον είχε φαντασιωθεί, καθώς ήταν μέρος της δουλειάς του να πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού αλλά και του Σατανά – τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει γι’αυτό το θέαμα. Γιατί αν εξαιρούσε κανείς την αφύσικη τελειότητα της εξωτερικής του εμφάνισης, το πλάσμα που από άλλους ονομαζόταν Διάβολος κι από άλλους Σάμαελ, έμοιαζε σχεδόν επώδυνα ανθρώπινο.
Η διαπίστωση αυτή χτύπησε τον Λαέρτη απότομα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ποτέ του δεν είχε συνειδητοποιήσει στ’αλήθεια ότι η Λούσι ήταν δαίμονας. Την είχε κατατάξει στο μυαλό του σαν ένα πρόσωπο μάλλον αδικημένο, που είχε βρεθεί στην Κόλαση αν όχι κατά λάθος, τότε εξαιτίας των ανθρώπων που είχαν φερθεί κατ’αυτόν τον τρόπο στην έννοια που αντιπροσώπευε. Μέχρι τότε, ο Λαέρτης πραγματικά έπειθε τον εαυτό του πως η Άσταροθ ή Αστάρτη ή Αφροδίτη ή Ιστάρ – είχε στ’αλήθεια χιλιάδες ονόματα – είχε υπάρξει θεά του έρωτα και της αγάπης και είχε καταπέσει στο επίπεδο του να αντιπροσωπεύει κάτι κατώτερο: τη λαγνεία, ένα κατά κοινή ομολογία θανάσιμο αμάρτημα.
Όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αντικρίζοντας τον Λούσιφερ σε όλο το αγγελικό του μεγαλείο, ο Λαέρτης κατάλαβε ποια ήταν πραγματικά η διαφορά ενός δαίμονα από έναν άγγελο. Ένα όνομα μονάχα και τίποτε άλλο. Όπως το ανθρώπινο είδος χωριζόταν σε λευκούς, μαύρους, ερυθρόδερμους, κίτρινους...ακριβώς έτσι αυτό το ανώτερο είδος ύπαρξης χωριζόταν σε δαίμονες και αγγέλους κι ο διαχωρισμός αυτός δεν σήμαινε απολύτως τίποτα για τη φύση τους. Αλλά, σκέφτηκε ο Λαέρτης, οι άνθρωποι είμαστε τόσο μικροί που διαχωρίζουμε ακόμη και το ίδιο μας το γένος, πιστεύουμε ότι οι έγχρωμοι είναι κατώτεροι και πως εμείς οι λευκοί κατέχουμε την απόλυτη γνώση και την απόλυτη σοφία. Όντας τέτοια μικρά και ανόητα πλάσματα, λοιπόν, ήταν απόλυτα λογικό να διαχωρίσουμε κι αυτούς που ήταν ανώτεροι από μας, είτε γιατί εξυπηρετούσε τους σκοπούς μας είτε επειδή απλώς τα μυαλά μας δεν μπορούσαν να τους συλλάβουν.
Όχι, είπε στον εαυτό του καθώς έφτανε αυτό το νέο επίπεδο κατανόησης. Όχι, η Λούσι δεν ήταν ποτέ θεά του έρωτα, εμείς οι άνθρωποι τη βαφτίσαμε έτσι και μετά τη βαφτίσαμε αλλιώς γιατί οι δικές μας αξίες και τα δικά μας πιστεύω άλλαξαν στο πέρασμα των χρόνων. Αυτά που αντιπροσώπευε έπεσαν στα δικά μας μάτια, όμως όχι στα δικά της. Η Λούσι ποτέ δεν άλλαξε στ’αλήθεια. Η ανθρωπότητα ήταν εκείνη που το έκανε. Έτσι και με τον Σάμαελ. Ήταν οι δικοί μας ηγέτες, οι δικοί μας αρχηγοί που μας έκαναν να πιστέψουμε ότι η ελεύθερη βούληση ήταν κάτι δαιμονικό. Αυτό όμως ποτέ δεν έκανε τον Σάμαελ δαίμονα. Μπορεί να πέρασε χιλιετίες στην Κόλαση, αλλά ποτέ δεν έπαψε να είναι άγγελος.
Ήταν θέμα δευτερολέπτων το να προχωρήσει το συλλογισμό του ένα βήμα παραπέρα. Τα μάτια του καρφώθηκαν στην οικεία μορφή της Λούσι γεμάτα θαυμασμό, σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Όταν ο θεός της τάξης του έστελνε μέσω του Ντέριελ το μήνυμα να προσέχει την ψυχή του κοντά στην Άσταροθ, δεν το έκανε επειδή πραγματικά φοβόταν ότι θα έχανε την πίστη του ή θα κιλήδωνε την αγνότητα του πνεύματός του. Όχι. Το έκανε επειδή δεν ήθελε ποτέ να φτάσει σ’αυτό το συμπέρασμα ο Λαέρτης: ότι το καλό και το κακό δεν υπήρχαν κάπου στον κόσμο με υλική υπόσταση, δεν ήταν ένας «θεός» και ένας «διάβολος». Το καλό και το κακό υπήρχαν μόνο μέσα στην ανθρώπινη φύση και κοινωνία και μόνο απ’αυτές πήγαζαν. Την ίδια τη στιγμή που το σκέφτηκε, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν ήταν αλήθεια. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως μπορούσε να σκεφτεί ένα τουλάχιστον παράδειγμα απόλυτου, καθαρού κακού. Είχε ξαπλώσει μαζί της και την είχε αγαπήσει. Το όνομά της ήταν Αλίκη και ήταν γυναίκα του μέχρι πριν λίγες μέρες. Όμως βαθιά μέσα του, ήξερε ήδη την απάντηση. Η Αλίκη δεν ήταν πάντοτε έτσι. Μάλιστα, μέχρι πριν τον γνωρίσει, μαχόταν για την ανθρωπότητα και το καλό της και κυνηγούσε κάθε είδους δαίμονες και δαιμονολάτρες. Δεν ήταν καμία εξωτερική δύναμη, κανένας «δαίμονας», κανένας εκπρόσωπος του κακού που την είχε στρέψει στην εκδίκηση και το φόνο. Ήταν απλά οι πράξεις ενός ερωτευμένου ανθρώπου που, από κάποια ηλίθια πεποίθηση, είχε θεωρήσει ότι μπορούσε να κλείσει συμφωνία μ’ένα δαίμονα και όλοι οι αναμεμειγμένοι να παραμείνουν αλώβητοι κατά τη διαδικασία.
Κανονικά, θα έπρεπε να νιώθει ηττημένος. Μόλις είχε γκρεμιστεί όλη του η κοσμοθεωρία. Όμως, ο Λαέρτης ένιωθε ακριβώς το αντίθετο. Ένιωθε νικητής. Δεν είχε υπάρξει ως τότε άνθρωπος της δράσης και μάλλον δεν επρόκειτο να υπάρξει στο μέλλον. Σ’ολόκληρη τη ζωή του ήταν ένας λόγιος που αγαπούσε τη γνώση περισσότερο από οτιδήποτε. Και τώρα, επιτέλους, είχε καταφέρει να βγει έξω από τα στεγανά στα οποία τον περιόριζε η ίδια του η ανθρώπινη φύση και να επιτύχει ένα ανώτερο επίπεδο νόησης των πραγμάτων. Για τον Λαέρτη, αυτό ισοδυναμούσε με τη θέωση.
Όλα αυτά πέρασαν από το μυαλό του μέσα σε δευτερόλεπτα, όπως συμβαίνει συνήθως όταν οι καταστάσεις είναι δύσκολες και πιέζουν για ταχύτατες αντιδράσεις. Ήταν έτοιμος να ανοίξει το στόμα του και να πει κάτι πολύ βαθυστόχαστο στη Λούσι, κάτι που θα φανέρωνε την αλλαγή που είχε επέλθει εντός του, όταν ο Μιχάλης είχε τη φαεινή ιδέα να καταστρέψει τη σιγαλιά που είχε απλωθεί στο χώρο με τα πιο βέβηλα, ίσως, λόγια που είχε ξεστομίσει ποτέ θνητός.
- Τι στο καλό γίνεται εδώ; ρώτησε έκπληκτος δείχνοντας το όλο σκηνικό γύρω του. Παρατήσατε τη μάχη και γυρίζετε το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»; Πέντε λεπτά έλειψα, ο άνθρωπος, και ξεσαλώσατε!


Την αμήχανη σιωπή διέλυσε ένα γέλιο. Δεν ήταν όμως το γέλιο της Τίαματ, όπως θα περίμενε κανείς. Ήταν ένα γέλιο ρευστό και πανέμορφο, ένα γέλιο που έμοιαζε με δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια. Η Μαρίνα είχε πολύ καιρό να ακούσει το γέλιο του και, για κάποιο λόγο, αυτό την ανακούφισε. Όπως τον παρατηρούσε κρυμμένη στα δέντρα, ένιωσε την καρδιά της να φουσκώνει από αγάπη και ήξερε πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση όταν τον επέλεγε.
Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε το βλέμμα του, πράσινο και γεμάτο φλόγα, να καρφώνεται κατευθείαν επάνω της, διαπερνώντας την όποια κάλυψη της πρόσφεραν τα φυλλώματα των δέντρων. Άπλωσε ένα λεπτό, χρυσαφένιο χέρι προς το μέρος της.
- Έλα κοντά μου, την προέτρεψε τρυφερά, μ’αυτή τη φωνή του που έμοιαζε με λιωμένη καραμέλα.
Διστακτικά, ξετρύπωσε από την κρυψώνα της και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Έπιασε τον εαυτό της να κοκκινίζει καθώς τον πλησίαζε, στην ανάμνηση όσων συνέβησαν αφότου την είχε αφήσει και είχε ορμήσει μόνος του μέσα στις στρατιές των δαιμόνων για να προστατεύσει τη ζωή της. Ό,τι κι αν έλεγε η Λίλιθ, δεν μπορούσε να καταπνίξει τη ντροπή της.
Δεν στάθηκε ακριβώς κοντά του, ούτε όμως στην πλευρά που ήταν μαζεμένοι οι έκπτωτοι και οι δαίμονες. Παρέμεινε λίγα βήματα μακριά του και, κοιτώντας κάτω, συνειδητοποίησε ότι είχε σταθεί ακριβώς στην άκρη της σκιάς που έριχνε ο γιγάντιος σταυρός στο χώμα. Αν της είχαν μείνει άλλα δάκρυα, εκείνη τη στιγμή θα είχαν κυλήσει.


Αφού πλέον όλα τα πιόνια είχαν στηθεί στη σκακιέρα και είχε γίνει πια φανερό ότι οι πραγματικοί παίκτες σ’αυτήν την παρτίδα δεν ήταν η Τίαματ και ο Σάμαελ, όπως οι πάντες είχαν πιστέψει, αλλά ο Σάμαελ και ο θεός της τάξης, ο Πρίγκηπας συνέχισε να μιλάει από εκεί που είχε μείνει όταν η απότομη εμφάνιση των θνητών και της Μάντισσας τον είδε διακόψει.
- Θα μπορούσα να πω ένα σωρό πράγματα για το πώς έκανα ο,τι έκανα και με ποιον ακριβώς τρόπο μεθόδευσα τα πάντα με τρόπο τέτοιο ώστε να οδηγηθούμε τώρα σ’αυτήν ακριβώς τη στιγμή όπου εσύ, πατέρα, θα μου ζητούσες επιτέλους να επιστρέψω. Αλλά, ξέρεις κάτι; Τελικά, προτιμώ να σε αφήσω με την απορία. Να αναρωτιέσαι για πάντα πού ακριβώς έκανες το λάθος και κατάφερα να σε νικήσω στην ίδια σου την παρτίδα. Και οι περισσότεροι από όσους είμαστε εδώ γνωρίζουμε καλά πως το «για πάντα» έχει ιδιαίτερη σημασία για πλάσματα όπως εμείς.
Ο συνομιλητής του παρέμεινε αμίλητος για πολλή ώρα αφότου ο Σαμ είχε σωπάσει. Το πρόσωπο του Μέτατρον παρέμενε τελείως ανέκφραστο σ’ολόκληρη τη διάρκεια αυτού που έμοιαζε να είναι μια κατάσταση βαθιάς περισυλλογής.
- Η επιθυμία μας εξακολουθεί να ισχύει, είπε τελικά η βαθιά φωνή. Θέλουμε να επιστρέψετε.
Ο Σαμ δεν φάνηκε να εκπλήσσεται μ’αυτό.
- Το περίμενα, σχολίασε ανασηκώνοντας τους ώμους του βαριεστημένα. Είσαι τόσο αλαζών που ακόμη και μετά από όλα αυτά που σου είπα, αρνείσαι να δεις την ήττα σου. Δεν μπορείς να κατανοήσεις ότι η ανάγκη της Τίαματ για Τάξη δεν την κάνει αδύναμη, απλά ελεγχόμενη. Και δεν μπορείς να δεις ότι η δική σου ανάγκη για Χάος κάνει ακριβώς το ίδιο. Μόνο που εσύ δεν την έχεις αποδεχτεί, πατέρα. Γι’αυτό είσαι ανεξέλεγκτος. Επικίνδυνος. «Τρελός», όπως λένε οι φήμες που κυκλοφορούν ανάμεσα στα εξόριστα παιδιά σου. Θα έρθει κάποτε η στιγμή που κι εσύ, με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, θα αναγκαστείς να το καταλάβεις. Μην ξεχνάς πως έχω το χάρισμα να προβλέπω τέτοια πράγματα.
Κοίταξε τον Μέτατρον περήφανα, σαν να τον προκαλούσε να τον αντικρούσει, να αντιδράσει βίαια ή κάτι, τελοσπάντων. Ο άγγελος όμως δεν έκανε απολύτως τίποτα.
- Δεν έχει σημασία, είπε τελικά. Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι θα σε έχουμε ξανά κοντά μας. Νιώθαμε...μόνοι...χωρίς εσένα.
Αλλά ο Σάμαελ κούνησε το κεφάλι του και, για λίγο, έμοιαζε θλιμμένος.
- Όχι, πατέρα. Όταν ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία, πίστευα πράγματι πως δεν ήθελα τίποτα περισσότερο από το να επιστρέψω στον ουρανό. Στην πατρίδα. Η νοσταλγία κατέτρωγε την ψυχή μου και πάντα θα την κατατρώει. Όμως πια έχω καταλάβει πως αυτό που θέλω περισσότερο απ’όλα είναι η ελευθερία μου. Κι αν επέστρεφα τώρα, ακόμη και νικητής όπως είμαι, ποτέ δεν θα κατάφερνα να ξεφύγω απ’τα δεσμά σου. Τα αδέρφια μου είναι ελεύθερα να αποφασίσουν για τον εαυτό τους, όμως εγώ δεν θα γυρίσω.
Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στη Μαρίνα, γεμάτα ένταση. Της έκανε νόημα να πλησιάσει κι άλλο κι εκείνη το έκανε, υπάκουα. Στάθηκε στο πλευρό του. Δεν την αγκάλιασε, ούτε την έπιασε από το χέρι, ούτε τίποτα. Απλά την κοίταζε σταθερά, χωρίς στιγμή να πάρει το βλέμμα του μακριά της.
- Αυτή είναι η πρώτη αληθινά ελεύθερη απόφαση που παίρνω από τότε που με δημιούργησες, πατέρα, και είναι να ζήσω αυτή τη ζωή σαν θνητός. Το ξέρω, φυσικά, πως δεν μπορώ να αρνηθώ ολοκληρωτικά την ύπαρξή μου και πως μόλις πεθάνω θα επιστρέψω στην πρότερή μου ύπαρξη. Ίσως τότε να επιστρέψω, αν τα πράγματα στο βασίλειό σου έχουν αλλάξει. Όμως για την ώρα, αυτή είναι η απόφασή μου κι αυτή είναι η ελευθερία μου.
Τα δάκρυα στο πρόσωπο της Μάντισσας ήταν εμφανή ακόμη και κάτω από τη λεπτή, τούλινη λωρίδα που κάλυπτε τα μάτια της. Για κάποιο λόγο, δεν έμοιαζε ευτυχισμένη με τα λόγια του Σάμαελ.
- Θα θυσιάσεις την αθανασία σου για ένα κατώτερο ον; ρώτησε ο Μέτατρον χωρίς να μπορεί να κρύψει την έκπληξή του. Σε πρόδωσε και το ξέρεις.
Ο Σαμ, όμως, απλά χαμογέλασε και ανασήκωσε τους ώμους.
- Μόνος σου το είπες. Δεν είμαι άνθρωπος. Ακόμη κι αν θυσιάσω την αθανασία μου, ακόμη κι αν κόψω τα φτερά μου, ποτέ δεν θα γίνω. Η αγάπη μου είναι μια φορά και για πάντα. Δεν γίνεται να την πάρω πίσω. Θα έπρεπε να το γνωρίζεις αυτό δεδομένου ότι παρά τον τρόπο που μου φέρθηκες, εξακολουθώ να σ’αγαπώ και να σε αναγνωρίζω ως θεό μου.Ωστόσο...
Στράφηκε στη Μαρίνα και της χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο.
- Σου είπα πως κρατούσες στα χέρια σου την καρδιά του Πρίγκηπα της Κόλασης. Ευελπιστώ πως η καρδιά ενός θνητού δεν θα είναι απογοητευτική αλλαγή για σένα.
Ανίκανη να αρθρώσει λέξη, η Μαρίνα έκανε ενα ακατανόητο νεύμα, το οποίο μόνο ο Σαμ φάνηκε να ερμηνεύει ως κατάφαση. Το πρόσωπό του ευθύς φωτίστηκε. Καθώς πλησίαζε την Τίαματ, η χρυσή λάμψη του δέρματός του άρχιζε να υποχωρεί, δίνοντας τη θέση της σ’ένα πιο φυσιολογικό, χλωμό χρώμα. Τα μάτια του φάνταζαν λιγότερο πράσινα καθώς γονάτιζε μπροστά στη θεά που εκείνη τη στιγμή έγλειφε τα δάχτυλά της εξαφανίζοντας τα τελευταία υπολείμματα του παγωτού.
Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά τα μαλλιά της. Επιφωνήματα έκπληξης ξέφυγαν από τους τριγύρω δαίμονες και έκπτωτους. Η Τίαματ όμως δεν φάνηκε να συγκλονίζεται ιδιαίτερα. Τα γαλάζια της μάτια καρφώθηκαν στα – πλέον – βαθυπράσινα δικά του.
- Αγαπάς, του είπε πολύ σοβαρά. Έκανες...σωστό...
Ο Σαμ χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
- Όχι, της είπε απαλά. Έκανα λάθος. Αλλά το διόρθωσα.
Η Τίαματ του έσκασε ένα παιδιάστικο χαμόγελο γεμάτο ευτυχία. Ο Σαμ σηκώθηκε και γύρισε να φύγει όταν ένιωσε ένα τράβηγμα στο πουκάμισό του και μισοστράφηκε. Ήταν η Τίαματ. Είχε απλώσει το ένα της χέρι μπροστά του κλειστό, ενώ με το άλλο τον κρατούσε να μη φύγει. Την κοίταξε απορημένος. Όταν άνοιξε τη χούφτα της, είδε πως κρατούσε τη ροζ κορδέλα που συγκρατούσε τόση ώρα τα μαλλιά της.
- Για σένα, δήλωσε με ντροπαλό ύφος.
Παρόλη την υποτιθέμενη ικανότητά του να προβλέπει συμπεριφορές, το ύφος του Σάμαελ εκείνη τη στιγμή ήταν απερίγραπτα κωμικό, καθώς έμοιαζε να έχει πέσει από τα σύννεφα. Παραλληλισμός ο οποίος ήταν αφάνταστα ειρωνικός, δεδομένων των συνθηκών.
- Γιατί; ρώτησε τελικά, βρίσκοντας τη λαλιά του.
- Μου το δώσεις πίσω...όταν έρθεις...επίσκεψη, είπε χαμηλόφωνα.
Ο Σάμαελ άπλωσε το χέρι του και πήρε την κορδέλα. Την έχωσε στις πτυχές του πουκαμίσου του. Κοίταξε για αρκετή ώρα τους έκπτωτους, που έμοιαζαν χαμένοι και σαστισμένοι. Δεν τους είπε αντίο. Ήξερε πως θα τους έβλεπε ξανά. Με τα τελευταία υπολείμματα αγγελικής δύναμης που του είχαν απομείνει, τράβηξε τη Μαρίνα στην αγκαλιά του. Ένας λευκός τυφώνας τους τύλιξε, περιτριγυρισμένος από κεραυνούς χωρίς ήχο. Κι έπειτα δεν ήταν πια εκεί.


Το Άστρο της Αυγής έσβησε, σκέφτηκε ο Λαέρτης. Τότε γιατί νιώθω πως η φλόγα του καίει πιο δυνατή από ποτέ;

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

47. Ελεγεία (ΙΙ): Ο Βασιλιάς στη Σκόνη



Ο Λαέρτης έκανε το μόνο που θα μπορούσε να κάνει σε μια στιγμή όπως εκείνη. Προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε με όλη του τη δύναμη, σ’έναν θεό που δεν ήταν σίγουρος πλέον αν όντως άξιζε την αφοσίωσή του. Κι όμως, εκείνη την ώρα της κρίσης, όπου ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα πέθαινε, σ’αυτόν ακριβώς το θεό απευθύνθηκε.
Ένιωσε τη φλόγα της ρομφαίας να πλησιάζει το λαιμό του και μύρισε καμένη σάρκα καθώς το δέρμα του και οι τρίχες του σβέρκου του καψαλίζονταν. Όμως, ταυτόχρονα, άκουσε μια κλαγγή κι άνοιξε τα μάτια έκπληκτος γιατί το τέλος που περίμενε δεν ήρθε.
Το ξίφος του έκπτωτου απείχε μερικά εκατοστά από το κεφάλι του και μια δεύτερη, μαύρη λεπίδα, το εμπόδιζε από το να ολοκληρώσει το έργο του. Κοίταξε πίσω του, μην μπορώντας να πιστέψει την καλή τους τύχη. Απ’ότι φαινόταν, οι προσευχές του μάλλον είχαν εισακουστεί.
Αυτή του η πεποίθηση, βέβαια. άλλαξε όταν αντίκρισε τους προστάτες τους. Τα πλάσματα είχαν σταχτιά επιδερμίδα και λευκά μαλλιά. Τα σώματά τους ήταν ανθρώπινα από τη μέση και πάνω και αραχνόμορφα από τη μέση και κάτω. Κρατούσαν από δύο σπαθιά το καθένα. Αυτός που, λογικά, ήταν ο αρχηγός τους φορούσε μια φαρδιά, δερμάτινη ζώνη από την οποία κρέμονταν κρανία πουλιών. Η έκφρασή του ήταν φονική καθώς μετρούσε τον άγγελο με το μαύρο-μέσα-σε-μαύρο βλέμμα του.
Ο έκπτωτος απομακρύνθηκε από κοντά τους μ’ένα σάλτο. Έκλεισε τα ματια του για ένα δευτερόλεπτο, σαν να σκεφτόταν, μόνο και μόνο για να τα ανοίξει ξανά, μ΄ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Ο Λαέρτης έπιασε τον εαυτό του να ανατριχιάζει.
- Πρέπει να την κάνουμε, ψιθύρισε ο Μιχάλης ρίχνοντάς του μια διακριτική αγκωνιά στα πλευρά. Πρέπει να φτάσουμε στην Τία. Φοβάμαι πως αν δεν με δει εκεί θα αρχίσει πάλι τις μαλακίες.
Ο Λαέρτης ετοιμάστηκε να πει κάτι, όμως δεν πρόλαβε. Εκείνη τη στιγμή, μισή ντουζίνα φτερωτές μορφές έκαναν την εμφάνισή τους από τα δέντρα όπου είχε καταφύγει ο έκπτωτος. Ένας ήχος που έμοιαζε με γουργουρητό ευχαρίστησης βγήκε από τα σωθικά του επικεφαλής των δαιμόνων. Κοιτώντας μία τους δαίμονες και μία τους έκπτωτους, ο Λαέρτης ένιωσε ένα σφίξιμο βαθιά μέσα του. Το βλέμμα του Μιχάλη φανέρωνε πως είχε παρατηρήσει κι αυτός το προφανές: δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν.


Ο Τύραελ δεν είχε ιδέα πώς είχε καταφέρει να μπλεχτεί σ’αυτήν την κατάσταση. Όταν ο Τες-Ρεβόν είχε σκοτώσει τον Ίσραφελ και ο Ούριελ είχε διατάξει υποχώρηση, είχε υπακούσει, όπως πάντα. Όμως μέσα στον πανικό που είχε προκαλέσει το κύμα φωτιάς, είχε αποκοπεί από τους υπόλοιπους του τάγματός του. Ήταν βαθιά μέσα στο δάσος και, για κάποιο λόγο, όσο κι αν προσπαθούσε να επικοινωνήσει τηλεπαθητικά με τους στρατηγούς, δεν τα κατάφερνε. Αυτό του προκαλούσε εκνευρισμό και ανησυχία συνάμα γιατί ήξερε πως, κανονικά, δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Ωστόσο, συνέβαινε. Και μόνο μία εξήγηση υπήρχε. Κάποιος ήταν εκεί και τον εμπόδιζε να το κάνει.
Ένα φτερούγισμα ακούστηκε πάνω από το κεφάλι του κι όταν σήκωσε το βλέμμα του ψηλά είδε ένα κοράκι να προσγειώνεται στο κλαδί ενός δέντρου.
Η Μαρίνα είχε κολλήσει στα βράχια, τρομοκρατημένη. Ο Σαμ και ο Αββαδών πολεμούσαν τους δαίμονες λυσσασμένα, όμως διαρκώς έρχονταν κι άλλοι. Είχε αρχίσει να απελπίζεται. Η άλλοτε ασημένια πανοπλία του Σαμ είχε βαφτεί κόκκινη κι από τα μακριά, χαλκόξανθα μαλλιά του έσταζε αίμα. Αλλά δεν το έβαζε κάτω. Συνέχιζε να πολεμάει με την ίδια προσήλωση, με την ίδια παγωμένη έκφραση στο πρόσωπό του, έκφραση που φανέρωνε πως μέσα του υπολόγιζε την κάθε κίνηση και σχεδίαζε με ακρίβεια πώς θα εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του. Ο Αββαδών, αντίθετα, κυριευμένος από οργή και τυφλή μανία, ανεβοκατέβαζε τον πέλεκύ του όπου έβρισκε γυμνή σάρκα. Το χρυσό του δέρμα είχε πιτσιλιστεί με αίμα, όμως δεν είχε μπει καν στον κόπο να το σκουπίσει ή κάπως να το καλύψει. Συνέχιζε να πετσοκόβει ό,τι κινούνταν μπροστά του με ένα πάθος για το οποίο δεν τον θεωρούσε ικανό.
Ένιωσε κάτι ξεχασμένο να σκιρτάει μέσα της καθώς τους παρακολουθούσε να μάχονται για τη ζωή της. Δεν ήταν σίγουρη αν το αίσθημα αυτό ανήκε στην ίδια ή στην Λάκσμι, όμως ήξερε πολύ καλά τι ήταν. Ήταν περηφάνεια. Γι’αυτούς τους δύο πολεμιστές που αντιμετώπιζαν μόνοι τους τις ορδές των δαιμόνων. Περηφάνεια γιατί ήταν δικοί της. Όσο μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς τέτοιους όρους για πλάσματα όπως αυτοί.
Ο Σαμ έχωσε το ένα από τα εγχειρίδιά του στα πλευρά ενός δαίμονα, ενώ με το άλλο τρυπούσε το λαιμό ενός δεύτερου. Ο Αββαδών απέκρουσε την νέα επίθεση του Φόβου και, με μια ρευστή κίνηση, αποκεφάλισε ένα τραγόμορφο πλάσμα που κινούνταν προς το μέρος του. Δεν ήταν σίγουρη για πόση ώρα θα μπορούσαν να συνεχίσουν έτσι, χωρίς να κουράζονται. Ίσως για πάντα. Ωστόσο, τα αποθέματα των δαιμόνων έμοιαζαν ανεξάντλητα κι έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, οι υπόλοιποι έκπτωτοι που είχαν επιζήσει ήταν παγιδευμένοι σε μια άλλη μάχη, αρκετά πιο πίσω. Και πέθαιναν, αργά και μεθοδικά.
Η Μαρίνα ήξερε πως πολύ σύντομα, ο Σαμ και ο Αββαδών θα συνειδητοποιούσαν ότι δεν είχαν την παραμικρή ελπίδα. Έτρεμε γι’αυτό που θα συνέβαινε τότε. Ο Σαμ θα τηλεμεταφερόταν και ο Αββαδών θα άνοιγε μια πύλη προς κάποιο άλλο μέρος. Θα την άφηναν εκεί. Και θα πέθαινε. Όμως δεν ήταν αυτή η εκδοχή που φοβόταν περισσότερο. Η εκδοχή που φοβόταν περισσότερο ήταν πως θα σκοτώνονταν κι οι δύο εξαιτίας της. Γιατί; Γιατί είχε κατέβει στη μάχη; Ο Σαμ την είχε παρακαλέσει να μείνει στο στρατόπεδο.
Κούνησε το κεφάλι της μηχανικά, προσπαθώντας να αποδιώξει τα δάκρυα. Ήξερε για ποιο λόγο είχε έρθει. Έφταιγε το όραμα που είχε δει. Το σχέδιο ήταν ότι θα το έλεγε στον Σαμ και θα επέστρεφε στο στρατόπεδο. Κάτι που δεν πρόλαβε να κάνει, τελικά. Και τώρα είχαν μπλέξει σ’αυτήν την κόλαση κι ήταν δικό της το φταίξιμο. Ίσως αν τους άφηνε να τη σκοτώσουν...όμως όχι, γνώριζε πολύ καλά πως αυτό δεν θα έφτανε για να ικανοποιήσει τους δαίμονες. Διψούσαν για αίμα. Το αίμα του Σάμαελ, συγκεκριμένα.
Χαμένη στις σκέψεις της, σχεδόν δεν πρόσεξε ότι ο Σαμ και ο Αββαδών έκαναν λίγα βήματα πίσω. Ο Φόβος τους κοίταξε απορημένος, όμως αυτοί αντάλλαξαν απλώς ένα βλέμμα. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Πρίγκηπα, καθώς απηύθυνε ένα κοφτό νεύμα προς τον Αββαδών. Όταν η Μαρίνα κατάλαβε τι πήγαινε να κάνει, ήταν πια αργά. Δεν πρόλαβε να τον σταματήσει.
Σαν σε αργή κίνηση, τον είδε να συσπειρώνεται κι έπειτα, με άπειρη ευλυγισία και χάρη, να πηδάει στο κέντρο των δαιμονικών ταγμάτων. Μόνος. Στάθηκε με τα πόδια ανοιχτά και ελαφρώς λυγισμένα, κρατώντας από ένα εγχειρίδιο σε κάθε χέρι. Σαν σαρκοβόρα, οι δαίμονες άρχισαν να μαζεύονται γύρω του, κλείνοντάς τον σ’έναν κλειό απ’ όπου κάθε προσπάθεια διαφυγής έμοιαζε μάταιη.
Η Μαρίνα έκανε να τρέξει προς το μέρος του, όμως δυο δυνατά χέρια την άρπαξαν και την τράβηξαν προς τα πίσω. Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, βρέθηκε στριμωγμένη σ’ένα μικροσκοπικό, σκοτεινό κοίλωμα ανάμεσα στα βράχια. Τα φτερά του Αββαδών, ψυχρά και μαύρα σαν τη νύχτα, είχαν τυλιχτεί γύρω τους, καλύπτοντας την παρουσία τους από όσους ίσως τους αναζητούσαν. Προσπάθησε να δει έξω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η μικρή σπηλιά ήταν φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο που, από το εσωτερικό της, δεν υπήρχε θέα στην κοιλάδα.
- Άφησέ με! φώναξε. Άφησέ με!
Ο Αββαδών όμως την κρατούσε εκεί χωρίς να καταβάλει καν προσπάθεια.
- Σσσςςς, ψιθύρισε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της κατευναστικά. Ηρέμησε. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις τώρα.
Χωρίς να καταλάβει πώς, η Μαρίνα κατάφερε να απελευθερώσει το χέρι της και να του ρίξει ένα ηχηρό χαστούκι. Εκείνος δεν είπε τίποτα κι αυτή έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει, μέσα στο σκοτάδι, σαστισμένη από την ίδια την αντίδρασή της.
- Δεν καταλαβαίνεις..., είπε χαμηλόφωνα. Δεν μπορώ να τον αφήσω εκεί μόνο του! Δεν μπορώ!
Ξέσπασε σε λυγμούς, καθώς συνειδητοποιούσε την αδυναμία της να τον σώσει. Όχι γιατί δεν είχε καταφέρει να του μιλήσει για το όραμά της, αλλά γιατί δεν είχε καταφέρει να τον πείσει να εκμεταλλευτεί όλες του τις ικανότητες σε μια μάχη όπως αυτή. Ήταν το Άστρο της Αυγής και είχε δει τι μπορούσε να κάνει όταν το ήθελε. Αλλά δεν το ήθελε. Δεν θα χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις του, ούτε καν για να σώσει τη ζωή του. Και γιατί; Για μια γαμημένη ιδέα.
- Ήταν δική του απόφαση, της είπε ήρεμα ο Αββαδών. Ήθελε να σε σώσει και ήξερε πως ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό θα ήταν να τραβήξει την προσοχή επάνω του. Το μίσος τους γι’αυτόν είναι πολύ μεγαλύτερο από την απέχθειά τους για τη δική μου προδοσία. Ήταν ο μόνος τρόπος.
- Θα μπορούσε να τηλεμεταφερθεί, σχολίασε απότομα η Μαρίνα.
Ο Αββαδών ένευσε αρνητικά, χαμογελώντας με συγκατάβαση, σαν να είχε απέναντί του ένα πολύ μικρό και πολύ ανόητο παιδί. Πιθανότατα, κάπως έτσι ήταν τα πράγματα, αν λάμβανε κάποιος υπόψην τις ηλικίες τους, δηλαδή.
- Δεν θα το έκανε ποτέ. Δεν θα εγκατέλειπε τους συντρόφους του έτσι. Μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά δειλός δεν είναι.
Τον κοίταξε έκπληκτη. Ήταν δυνατόν; Ήταν στ’αλήθεια σεβασμός αυτό που άκουγε στη φωνή του; Καθάρισε το λαιμό της και σκούπισε τα μάτια της από τα δάκρυα. Ένευσε καταφατικά, χωρίς να είναι σίγουρη σε ποιον απευθυνόταν το νεύμα της.
- Τι σου είπε; τον ρώτησε ξαφνικά.
Της έριξε ένα απορημένο βλέμμα.
- Αφού μονομαχήσατε. Τι ήταν αυτό που σου είπε;
Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω από τον ώμο της, σαν να έβλεπε κάπου πολύ μακριά, κάπου πέρα και πίσω απ’αυτήν.
- «Είμαστε αιώνια πλάσματα, Αββαδών. Δεν πεθαίνουμε. Και μπορούμε να περιμένουμε άλλα τέσσερις χιλιάδες χρόνια, αν χρειαστεί, μέχρι να γεννηθεί ξανά. Κι ίσως τότε να διαλέξει εσένα και πάλι.»
Η Μαρίνα ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν από την ένταση και τη συγκίνηση που φόρτισαν τη φωνή του καθώς επαναλάμβανε τα λόγια του Σαμ. Όμως ο Αββαδών τη συγκράτησε και δεν την άφησε να πέσει. Χαμήλωσε το κεφάλι της κι έσφιξε τα χέρια του στα δικά της, σαν εκείνος να ήταν μια σανίδα σωτηρίας μέσα σ’έναν φουρτουνιασμένο ωκεανό. Απομάκρυνε τα μαλλιά από το πρόσωπό της και τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.
- Έχω κάνει την επιλογή μου..., ψιθύρισε αδύναμα.
- Το γνωρίζω.
- Διάλεξα τον Σαμ...
- Το γνωρίζω, επανέλαβε στωικά ο δαίμονας.
- Όμως...
-...
-...αυτό δεν σημαίνει...
-...
-...ότι αγαπάω εσένα λιγότερο...
Ο Αββαδών έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα. Η Μαρίνα ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά που πίστευε ότι θα έσπαγε αν συνέχιζε έτσι κι αισθανόταν το σφυγμό της να σφυροκοπάει στα μηνίγγια της. Γιατί το είχε πει; Γιατί; Δεν μπορούσε να συνεχίσει να του μιλάει απότομα και να αρνείται την αλήθεια; Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως, με τη φωνή της Λίλιθ. Όχι, δεν μπορούσε. Γιατί είχε τηρήσει τον όρκο του και είχε πολεμήσει θεούς και δαίμονες για να την προστατεύσει, ακόμη κι όταν ήξερε πως εκείνη είχε επιλέξει να είναι με κάποιον άλλο. Πώς μπορούσε να μην τον αγαπήσει γι’αυτό;
- Το γνωρίζω, είπε τελικά.
Και τότε, η Μαρίνα αφέθηκε εντελώς. Έκλεισε τις αισθήσεις της στους ήχους της μάχης που ακούγονταν απ’έξω και ανάγκασε τη μικρή φωνούλα μέσα της που ούρλιαζε «κίνδυνος!» να σωπάσει. Και ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της. Και τα χείλη τους ενώθηκαν, για πρώτη φορά μετά από τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Κι η Μαρίνα ένιωσε να στροβιλίζεται έξω από το σώμα της και να χάνεται, σαν να μην ήταν στ’αλήθεια εκείνη που το έκανε, αλλά κάποιος άλλος που είχε καταλαβει το κορμί της. Μόνο που ήταν εκείνη. Και, την ίδια τη στιγμή που τον τραβούσε κοντά της, ήξερε πως απ’αυτό δεν θα υπήρχε γυρισμός.


- Μιχάλης; ρώτησε η Τία παραπονιάρικα.
Η Λούσι δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Φοβόταν πως, αν έλεγε το λάθος πράγμα, η Βασίλισσα θα έχανε και πάλι τον έλεγχο και θα άρχιζε να καταστρέφει τα πάντα, παρόλο που είχε υποσχεθεί μια δίκαιη μάχη. Κι έπειτα, ήταν κι αυτό το παράξενο, δυσάρεστο συναίσθημα που ένιωθε η ίδια. Ήταν κάτι σαν τσίμπημα στο στήθος και το αισθανόταν κάθε φορά που αναζητούσε τον Λαέρτη εκεί γύρω αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά. Ήταν πιθανό να ήταν ανησυχία;
Απέδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη απ’το μυαλό της ως εξωφρενική. Ήταν η Άσταροθ. Δεν ένιωθε «ανησυχία» για τους θνητούς. Εκνευρισμός. Σίγουρα ήταν εκνευρισμός. Ο Λαέρτης ήταν μαζί με τον Μιχάλη κι ο Μιχάλης είχε υποσχεθεί να βρίσκεται εκεί έγκαιρα. Είχε αποτύχει παταγωδώς και τώρα όλα κρέμονταν από μια κλωστή. Οι ισορροπίες ήταν πολύ λεπτές κι έπρεπε με κάποιον τρόπο να τις διατηρήσει. Η Τίαματ είχε σταματήσει τις καταστροφές την πρώτη φορά, αλλά αυτός ο κόσμος δεν θα είχε δεύτερη ευκαιρία αν ο Μιχάλης δεν εμφανιζόταν σύντομα. Η Λούσι το ήξερε. Ω, ναι. Ήταν σίγουρα εκνευρισμός αυτό που ένιωθε.
- Θα έρθει, Βασίλισσά μου, είπε με περισσότερη σιγουριά απ’αυτή που αισθανόταν.
Η Τία ένευσε καταφατικά και σκούπισε τα βουρκωμένα μάτια της. Έπειτα, στράφηκε προς το πεδίο της μάχης, μουτρωμένη.
- Χάνει...πλάκα, σχολίασε με παιδιάστικο πείσμα.
Η Λούσι κοίταξε την κοιλάδα της Κάρνταβας, ολοκληρωτικά καμένη και γεμάτη πτώματα. Η μάχη δεν θα αργούσε να τελειώσει. Υπήρχαν πλέον μόνο δύο τάγματα που μάχονταν εκεί κι ένα συνοθύλευμα δαιμόνων που έμοιαζαν να πολεμάνε κάτι ή κάποιον πιο ψηλά στο βουνό. Κάθε τόσο, ριπές από διάφορα στοιχεία χτυπούσαν το έδαφος.
Σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό.


Ο Λεβιάθαν συστρεφόταν διαρκώς, προσπαθώντας να αποφύγει τις επιθέσει των δράκων που τον είχαν περικυκλώσει. Τους χτυπούσε με όλες του τις δυνάμεις, όμως ήταν υπερβολικά πολλοί κι αυτός υπερβολικά μεγάλος για να αποφύγει τις επιθέσεις τους. Ήταν μικρότεροι σε όγκο αλλά πολύ πιο ευκίνητοι και ξεπερνούσαν σε αριθμό τα εκατό του κεφάλια.
Οι έκπτωτοι θα έπεφταν. Ο Βίσνου θα έπεφτε. Ο Λεβιάθαν ήξερε πως δεν μπορούσε να πεθάνει, ήταν αιώνιος και πιο παλιός κι απ’τους θεούς ακόμη. Είχε γεννηθεί πριν απ’αυτούς και θα συνέχιζε να υπάρχει ακόμη κι αν αυτοί χάνονταν οριστικά. Όμως δεν θα έχανε αυτή τη μάχη. Δεν θα περνούσε την υπόλοιπη αιωνιότητα σκεπτόμενος πως είχε ηττηθεί από ένα τσούρμο κατώτερα πλάσματα.
Έπρεπε να το ρισκάρει. Στάθηκε ακίνητος στον αέρα. Ευθύς, οι δράκοι, οδηγούμενοι από τους αναβάτες τους, όρμησαν επάνω του. Τα όπλα τους τον πλήγωναν, όμως δεν έδωσε σημασία. Αυτοσυγκεντρώθηκε κι άρχισε την αρχαία ψαλμωδία, στη γλώσσα που γνώριζαν μόνο εκείνοι που ήταν πραγματικά αθάνατοι, όπως ο ίδιος. Μπλε ενέργεια άρχισε να μαζεύεται γύρω του.


- Όχι! φώναξε θυμωμένα η Τία καθώς, πολύ αργά, συνειδητοποιούσε τι πήγαινε να κάνει το γιγάντιο, λευκό φίδι.
Έκανε να υψώσει το χέρι της προς το μέρος του, να τον σταματήσει. Αλλά θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στον Μιχάλη. Έριξε μια κλεφτή ματιά γύρω της. Ο Μιχάλης όμως δεν ήταν εκεί. Τότε είδε τη Λούσι να την παρατηρεί και, παρόλο που δεν φαινόταν τίποτα κάτω από το βέλο της, η θεά αισθάνθηκε πως την κοιτούσε με αυστηρότητα. Κατέβασε το χέρι της, απογοητευμένη και εξοργισμένη.
Η μπλε ενέργεια έφυγε από πάνω του, σαν κύμα, παρασέρνοντας όλους τους δράκους και τους δαίμονες γύρω του, μ’έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Ουρλιάζοντας από πόνο, τα πλάσματα της Τίαματ άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό σαν λαβωμένα πουλιά, καθώς έλιωναν, γεμίζοντας το πεδίο της μάχης με μια δυσάρεστη μυρωδιά. Κόκκινα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό κι όταν απομακρύνθηκαν, το πελώριο φίδι δεν ήταν πια εκεί.

Ο Πρίγκηπας ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Πολεμούσε με όλες του τις δυνάμεις, όμως ήξερε πια καλά πως πολύ σύντομα όλα θα τέλειωναν. Ίσως έτσι να ήταν καλύτερα. Ένιωθε τόσο κουρασμένος που δεν τον ένοιαζε πια.
Η πανοπλία του είχε καταστρεφεί και το πουκάμισό του ήταν σκισμένο και γεμάτο αίμα. Αίμα έσταζε από τα μαλλιά του, από τα χέρια του, από παντού πάνω του. Αυτό ήταν που ήθελε; Αναρωτιόταν, καθώς μετά βίας κρατιόταν στα πόδια του, αποκρούοντας τον καταιγισμό των επιθέσεων. Σύντομα..., είπε στον εαυτό του. Σύντομα θα μπορούσε να κλείσει τα μάτια του και να ξεκουραστεί.
Η όρασή του ήταν θολή καθώς μια πληγή στο κεφάλι του αιμορραγούσε διαρκώς, καλύπτοντας τα μάτια του μ’ ένα πορφυρό πέπλο. Ίσα που πρόλαβε να δει ένα πελώριο ρόπαλο να έρχεται κατά πάνω του. Και, μετά απ’αυτό, όλα σκοτείνιασαν.


Ο Κάμαελ ήξερε πως ο Πρίγκηπας έπεσε την ίδια τη στιγμή που συνέβη. Ήταν τέτοια η ιδιότητά του κι η σύνδεσή του με το Υφαντό που δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Εκείνη ήταν και η στιγμή που σταμάτησε να πολεμάει. Ο Ούριελ, βλέποντάς το αυτό, μάντεψε τι είχε συμβεί. Η θλίψη τον καταρράκωσε. Ώστε αυτό ήταν, λοιπόν. Τα πάντα είχαν τελειώσει. Τα δυο σπαθιά του γλίστρησαν στο έδαφος που είχε ποτίσει με το αίμα των νεκρών. Έπεσε στα γόνατα και μια σπαραχτική κραυγή ξέφυγε από τα χείλη του.
Οι δαίμονες που παρακολουθούσαν τη σκηνή έμειναν ακίνητοι, κοιτώντας ο ένας τον άλλον με απορία. Οι υπόλοιποι έκπτωτοι ένωσαν κι αυτοί τις φωνές τους με του Ούριελ, ξεσπώντας σ’έναν θρήνο που όμοιό τους δεν είχαν ακούσει ποτέ τα πλάσματα της Κόλασης. Ήταν ο θρήνος αυτών που δεν τους είχε μείνει τίποτα για να πολεμήσουν. Ήταν ο θρήνος των νεκρών κι αυτών που είχαν χάσει κάθε ελπίδα.
Σταδιακά, οι φωνές τους άσχισαν να σβήνουν, μέχρι που σώπασαν εντελώς κι απέμειναν ακίνητοι εκεί, να κοιτάνε το έδαφος με άδειο βλέμμα. Δεν έφεραν αντίσταση όταν οι δαίμονες τους κύκλωσαν και τους πέρασαν αλυσίδες στα χέρια. Για ποιο λόγο να αντισταθούν, άλλωστε; Τα πάντα είχαν τελειώσει.


Αντίκρισε το βλέμμα της Τίαματ περήφανα, παρά το γεγονός ότι είχε ηττηθεί.
- Πεθάνεις, είπε αμείλικτα εκείνη.
Αλλά ο Σάμαελ δεν είχε σκοπό να γονατίσει μπροστά της, ακόμη κι αν αυτή του η αντίσταση ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανε. Αν πέθαινε, θα πέθαινε ελεύθερος. Κι αυτή ήταν μια απόφαση που είχε πάρει αιώνες πριν.


Τα χέρια του έσφιξαν βίαια το κορμί της και, σχεδόν χωρίς να καταλάβει πώς, την απάλλαξαν από το φόρεμά της. Τα πράγματα είχαν ξεφύγει από τον έλεγχό της. Δεν μπορούσε πια να αντισταθεί κι ούτε το ήθελε.


Το έδαφος σειόταν καθώς ο ξύλινος σταυρός υψωνόταν, κρύβοντάς τον στη σκιά του. Ο Σάμαελ ήξερε τι θα συνέβαινε. Ένιωσε το σώμα του να ίπταται, κινούμενο από τη δύναμη της θεάς που τον αντίκριζε με βλέμμα γεμάτο ικανοποίηση.
Την ανασήκωσε ελαφρά και, αυθόρμητα, η Μαρίνα τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του, παρασυρμένη από τη δύναμη του πάθους που έκαιγε τα σωθικά της. Τον κοίταξε στα μάτια, μόνο και μόνο για να αντικρίσει τον εαυτό της να καθρεφτίζεται στο γεμάτο ανάγκη και απελπισία βλέμμα του.


Ούρλιαξε από πόνο καθώς τα καρφιά μπήγονταν στη σάρκα του.


Φώναξε από ηδονή και ανακούφιση καθώς τον ένιωσε να μπαίνει μέσα της.


Κοίταξε τον ουρανό και χαμογέλασε γέλασε ειρωνικά.
- Eli, Eli, lama sabacthani, είπε, συμμετέχοντας κι αυτός στο θέατρο που είχε στήσει η Τίαματ εις βάρος του θεού του.


Ο κόσμος της εξερράγη σε χιλιάδες μικρές σπίθες καθώς κατέρρεε πάνω του και, ότι κι αν ήταν αυτό που την είχε οδηγήσει να κάνει ό,τι έκανε έσβηνε αργά και σταθερά. Οι αισθήσεις της επανήλθαν. Έξω τα πάντα ήταν σιωπηλά. Η μάχη είχε τελειώσει.
- Αββαδών..., ξεκίνησε να λέει.
Εκείνος έβαλε ένα δάχτυλο στα χείλη της και την ανάγκασε να σωπάσει.
- Ξέρω, της είπε.
Κι έπειτα, ακούμπησε το χέρι του στο πλάι της σπηλιάς και μουρμούρισε κάτι σε μια άγνωστη γλώσσα. Μοβ και μαύρη ενέργεια γέμισαν το χώρο και μια πύλη άνοιξε, αρκετά μεγάλη για να περάσει ένας άνθρωπος. Ή ένας δαίμονας.
Ετοιμάστηκε να φύγει, όμως κοντοστάθηκε. Την κοίταξε πάνω από τον ώμο του, χαμογελώντας.
- Ίσως σε τέσσερις χιλιάδες χρόνια, είπε ήρεμα. Θα περιμένω.
Έμεινε εκεί για λίγο, γυμνή και τρέμοντας, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Γιατί; Γιατί τα οράματά της δεν της είχαν αποκαλύψει ποτέ ότι θα γινόταν αυτό;
Με το που θυμήθηκε το τελευταίο της όραμα, η συνειδητοποίηση τη χτύπησε σαν γροθιά. Ο Σαμ. Τι είχε συμβεί στον Σαμ; Φόρεσε βιαστικά το φόρεμά της κι έτρεξε έξω.


- Όχι, είπε η Λούσι καθώς η Τίαματ σήκωνε το χέρι της προς το μέρος του Σάμαελ.
Η Βασίλισσα έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και την κοίταξε σαν να μην πίστευε στ’αφτιά της.
- Τι; είπε έκπληκτη.
- Όχι, επανέλαβε ήρεμα η δαιμόνισσα.
Η Τίαματ έδειχνε να έχει χάσει τα λόγια της, όμως το ύφος της ήταν απειλητικό. Η Λούσι το είχε ξαναδεί αυτό το βλέμμα στο παρελθόν. Ήταν το βλέμμα που είχε πάντοτε πριν ξεσπάσει. Και, πράγμα παράξενο, συνειδητοποίησε ότι δεν το φοβόταν πια.
- Δεν θα σ’αφήσω να τον σκοτώσεις. Με βοήθησε όταν κανένας άλλος δεν νοιάστηκε να με βοηθήσει. Ούτε καν εσύ, Βασίλισσά μου, παρόλο που θα είχες παραμείνει νεκρή αν δεν ήμουν εγώ.
Η Τία έκανε ένα βήμα προς το μέρος της κι η Λούσι αισθάνθηκε τον αέρα γύρω τους να γίνεται αφόρητα ζεστός.
- Τολμάς; ρώτησε η θεά και η φωνή της φανέρωνε πως ήταν εξοργισμένη.
Αλλά η Λούσι έμεινε στη θέση της και την αντίκρισε με απόλυτη ψυχραιμία.
- Ναι. Και θα’πρεπε να έχω τολμήσει πολύ καιρό πριν. Είσαι θεά αλλά φέρεσαι σαν κακομαθημένο μωρό. Υπάρχεις αιώνες κι όμως, κάποιες φορές κάνεις σαν να γεννήθηκες χτες. Θες να σ’αγαπούν, αλλά τι κάνεις γι’αυτό; Απλά απαιτείς και περιμένεις να σ’ακολουθήσουν επειδή σε φοβούνται. Τους ζήτησες συγνώμη και σε χειροκρότησαν και νομίζεις πως κάτι έγινε;
Της έδειξε τους δαίμονες που ήταν παραταγμένοι στην κοιλάδα παρακολουθώντας τη μικρή τους αψιμαχία. Της έδειξε τους έκπτωτους που μόλις είχαν αναγκαστεί να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον του Πρίγκηπά τους.
- Κάνεις ένα βήμα μπροστά και δέκα πίσω. Τους έδειξες πως νοιάζεσαι γι’αυτούς και τώρα τι κάνεις; Τους λες πως η ελεύθερη βούληση είναι μια ανοησία και πως, με το που τελειώσει η μάχη, θα ξαναγυρίσεις στα παλιά. Αν αυτό είναι που επιθυμείς, δεν θα σ’αφήσω να το κάνεις. Γιατί είτε σ’αρέσει είτε όχι, είσαι κόρη μου και πρέπει κάποτε να μάθεις πως δεν μπορείς να παίζεις με τους πάντες και τα πάντα, μόνο και μόνο επειδή έχεις τη δύναμη να το κάνεις. Κι αν κανένας άλλος δεν είναι πρόθυμος να στο διδάξει, τότε θα το κάνω εγώ. Απέφευγα τις ευθύνες μου τόσον καιρό γιατί σε φοβόμουν. Αλλά μόλις μου απέδειξες πως παρά την ισχύ σου, παρά την αθανασία σου, εξακολουθείς να σκέφτεσαι σαν ένα δίχρονο παιδί που δεν βλέπει τίποτε άλλο εκτός απ’τον εαυτό του. Δεν σε νοιάζει που δεν αποκάλεσε ποτέ τον εαυτό του Βασιλιά ούτε που δεν κάθισε ποτέ στο θρόνο σου. Δεν σε νοιάζει που αυτός κίνησε όλα τα νήματα πίσω από την αναγέννησή σου...με κοιτάς με έκπληξη βλέπω. Κι όμως. Αν δεν ήσουν τόσο απορροφημένη με το να παίζεις με τον κόσμο, θα το είχες δει. Αυτός σου έστειλε το Μιχάλη, αυτός φρόντισε να με καλέσει ο Λαέρτης. Κι αυτά είναι μόνο όσα ξέρω.
Η Τίαματ κοίταζε τη Λούσι άφωνη. Όμως η δαιμόνισσα δεν είχε τελειώσει ακόμη. Είχε ένα τελευταίο πράγμα να πει και ήξερε πως ίσως προκαλούσε το θάνατό της. Αλλά δεν την ενδιέφερε. Έπρεπε να το κάνει.
- Αν ήσουν ειλικρινής όταν έλεγες πως θέλεις να αλλάξεις, τότε θα τον αφήσεις να ζήσει και θα σταματήσεις αυτόν τον ανούσιο πόλεμο. Αλλιώς, ακόμη κι αν τον σβήσεις από το πρόσωπο της γης, αργά ή γρήγορα οι δαίμονές σου πάλι θα ξεσηκωθούν εναντίον σου. Και τότε θα είμαι μαζί τους γιατί αυτό θα είναι το μόνο που θα σου αξίζει.
Περίμενε το ξέσπασμα. Περίμενε ένα εντυπωσιακό τέλος, όπου θα πέθαινε, κατακεραυνωμένη από την τρομαχτική οργή της θεάς που αυτή η ίδια είχε εξαπολύσει στον κόσμο. Όμως τότε, συνέβη το πιο απρόσμενο πράγμα. Τα μάτια της Τίας γέμισαν δάκρυα κι αγκάλιασε τη Λούσι σφιχτά, ξεσπώντας σε λυγμούς και νωτίζοντας το μαύρο φόρεμά της.
Η Λούσι παρέμεινε εντελώς ακίνητη.
- Και κάτι ακόμα, είπε στον ίδιο παγερό, αξιοπρεπή τόνο. Απαιτώ να σταματήσεις να παίζεις με το σώμα μου. Θέλω να επαναφέρεις το κορμί μου στη φυσιολογική του θερμοκρασία.
Η Τίαματ την κοίταξε μέσα από δακρυσμένα βλέφαρα.
- Αλλά...Λαέρτης;
- Αυτό είναι κάτι που αφορά μόνο εμένα και κανέναν άλλο. Έχω τον τρόπο μου. Το ότι δεν κατανοείς αυτή μου την επιθυμία δεν σημαίνει ότι είναι λάθος ούτε ότι έχεις το δικαίωμα να μου την αρνηθείς.
- Εντάξει, είπε η Τία κι αμέσως η Λούσι αισθάνθηκε το γνώριμο ψύχος να την τυλίγει.
Το καλωσόρισε, σαν έναν εραστή από το παρελθόν, ανακουφισμένη που το ένιωθε και πάλι κοντά της. Τώρα ναι, μπορούσε να είναι και πάλι ο εαυτός της. Χαμογελώντας, άγγιξε τα μαλλιά της Βασίλισσας και κοίταξε προς το σταυρό όπου ήταν ο Πρίγκηπας.
Ένα επιφώνημα έκπληξης της ξέφυγε. Ο Σάμαελ ήταν κουρνιασμένος στην κορυφή του πελώριου κατασκευάσματος, με τα μακριά, χαλκόξανθα μαλλιά του να ανεμίζουν και τα σμαραγδένια μάτια του να καίνε σαν δίδυμες φλόγες. Δεν είχε την παραμικρή αμυχή πάνω του και το βλέμμα του φανέρωνε ανείπωτη αγαλλίαση καθώς της απηύθυνε ένα νεύμα γεμάτο σεβασμό.