? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2009

39. Ιερές δεσμεύσεις και θνητές αποφάσεις

Ο κόσμος όλος, ζούσε έναν κλιμακούμενο εφιάλτη, από τον οποίον δεν έλεγε να ξυπνήσει με τίποτα. Οι άνθρωποι αρχικά είχαν πιστέψει ότι το να προστατεύσουν τους εαυτούς τους από την μάχη της κόλασης που είχε ξεσπάσει πάνω του, θα ήταν αρκετό. Το καταστροφικό ξέσπασμα της θεάς Τίαματ όμως, τους απέδειξε περίτρανα πως όσο αποτελεσματικά κι αν θεωρούσαν τα μέτρα προστασίας που έλαβαν, ήταν στηεντελώς ανίσχυροι μπροστά της.

Πεντακόσια εκατομμύρια κάτοικοι του πλανήτη, είχαν χάσει τις ζωές τους μέσα σε λίγες μόνο ώρες. 12 χώρες είχαν σβήσει μαζί με τους κατοίκους τους. 30 πόλεις συντρίφτηκαν ολοσχερώς, παρασέρνοντας στον άδικο χαμό τους δημότες τους.

Η παγκόσμια οικονομία, ήταν ζήτημα ημερών να καταρρεύσει Όσα κράτη επιβάλλονταν με την οικονομική τους ισχύ πάνω στα άλλα, έπαψαν να έχουν οποιαδήποτε εξουσία. Οι κυβερνήσεις έπεφταν από ένα οργισμένο πλήθος λαού, που εκμεταλλευόμενος τα πλήγματα που βρήκαν τον πλανήτη του, βρήκε την ευκαιρία να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό που το καταπίεζε. Οι θνητοί ήθελαν πλέον να χαράξουν με βίαιο τρόπο, μια συλλογική πορεία προς ένα αύριο που πίστευαν ότι θα ήταν καλύτερο.

Στην Ελλάδα συγκεκριμένα, 4 χωριά και 2 πόλεις σβήστηκαν οριστικά από τον χάρτη. Τα όρη της λίμνης Βόλβης ισοπεδώθηκαν. Μικρά τσουνάμι έπληξαν τα νησιά του Ιονίου, προκαλώντας στα σπίτια και στις επιχειρήσεις ανεπανόρθωτες ζημιές.

Το πελώριο σύννεφο καπνού και σκόνης, δεν είχε σβήσει ακόμη πάνω από τον τεράστιο κρατήρα που έχασκε στο σημείο που κάποτε βρίσκονταν τα Τρίκαλα. Ο ουρανός πάνω από αυτό ήτανε μαύρος και το έδαφος γύρω του είχε απαλλαχτεί από κάθε είδους βλάστηση.

Η εικόνα αυτή, σόκαρε τον Λαέρτη καθώς την αντίκρισε βγαίνοντας από το φορτηγάκι. Δίπλα του, η παγερή Λούσι δεν εκδήλωσε κάποια τέτοια αντίδραση, ωστόσο οι βιάστηκες τις κινήσεις πρόδιδαν την ανυπομονησία της να βρεθεί και πάλι στο πλευρό της βασίλισσά της.

Την αντάμωσαν εκεί, να κοιτάζει τον πελώριο κρατήρα που προκάλεσε πάνω στην οργή της με θλίψη. Η θλίψη της αυτή δεν οφείλονταν καθόλου στη συνειδητοποίηση του μεγέθους της καταστροφής της, αλλά στο γεγονός ότι θεωρούσε τον Μιχάλη νεκρό. Δίπλα της, στέκονταν ο Σεθ Άμπα, χαζεύοντας κι αυτός τον πελώριο εκείνο χάσμα. Ήταν τραυματισμένος. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο μώλωπες, λες και είχε μπλέξει πρόσφατα σε κάποιον άσχημο καυγά.

Η Λούσι και ο Λαέρτης δεν είχαν καμία διάθεση τις στιγμές εκείνες να μάθουν τι του συνέβη. Το μόνο που τους απασχολούσε, ήταν το γεγονός ότι κατάφεραν να βρουν έπειτα από αρκετές ώρες τη βασίλισσα, που ο δαίμονας Αββαδών την είχε εντοπίσει πρώτος.

«Ήρθατε σχετικά γρήγορα», τους είπε. «Την είδα εδώ, να στέκεται θλιμμένη όσο ποτέ άλλοτε. Είχε μαζί της τους έντεκα και με τα λόγια μου κατάφερα να την πείσω να τους στείλει πίσω στη κόλαση. Ήταν κάτι που ήθελε και η ίδια, καθώς γνωρίζει το πόσο επικίνδυνοι ακόλουθοι είναι οι έντεκα της για τον κόσμο των ανθρώπων. Όσα λόγια κι αν της είπα όμως, δε μπόρεσα να τη κάνω να νιώσει καλά. Η βασίλισσά μας περνάει δύσκολες στιγμές».

«Οι έντεκα δε ξαναέζησαν με δική της εντολή». διαπίστωσε η Λούσι. «Ωστόσο η προφητεία ότι κάποτε θα έπληττε τον κόσμο μαζί τους, τελικά επαληθευτικέ. Απορώ ποιος είχε τη δύναμη να κάνει κάτι που μόνο η βασίλισσα μπορεί».

«Έχω κάποιες θεωρίες για το τι μπορεί να έγινε», της είπε ο Αββαδών.

Ο Λαέρτης όμως δε θέλησε να ακούσει. Πλησίασε τον πελώριο κρατήρα, κυριευμένος ακόμη από δέος για την έκταση της καταστροφής. Κάπου εκεί, βρήκε τη μικρόσωμη θεά να κοιτάζει το θέαμα με μάτια κενά από τη στεναχώρια της.

«Βασίλισσα», της είπε με παράπονο. «Γιατί το έκανες αυτό στον κόσμο μου; Αυτή η πόλη, όπως και πολλές άλλες ήταν γεμάτη από ζωή. Γεμάτη από ανθρώπους με όνειρα και προσδοκίες. Ανθρώπους που δεν έφταιξαν σε τίποτε».

Η μικρή θεά γύρισε προς το μέρος του και η θλίψη που τη βάραινε, έδωσε τη θέση της σε μία ηγεμονική αποφασιστικότητα.

«Όπως Σόδομα», του απάντησε.

«Εκείνοι όμως ήτανε διεφθαρμένοι, βασίλισσά μου».

Η Τίαματ τον κοίταξε λοξά.

«Εντάξει», παραδέχτηκε ο Λαέρτης. «Ίσως και να μην ήταν. Είχα διαβάσει κάπου ότι ο θεός της τάξης, έκαψε τα Σόδομα για να τα δώσει στον Αβραάμ, έτσι ώστε αυτός να εγκατασταθεί στην εύφορη κοιλάδα τους μαζί με το λαό του. Ήταν μια κίνηση συμφέροντος που δικαιολογήθηκε αργότερα, λέγοντας ότι οι κάτοικοι της πόλης εκείνης, άξιζαν την τιμωρία που τους επιβλήθηκε».

«Ήταν αμαρτωλοί;», τον ρώτησε η Τίαματ με ρητορικό ύφος.

«Δε νομίζω», απάντησε ο Λαέρτης.

Η θεά του έδειξε τον πελώριο κρατήρα με μια αλαζονική άνεση.

«Ούτε αυτοί», του είπε.

Έπειτα επανήλθε στη θλίψη της και άρχισε να κατευθύνεται προς τη Λούσι. Έδειχνε να έχει ανάγκη την παγερή της αγκαλιά όσο ποτέ άλλοτε.

Ο Λαέρτης, έμεινε να κοιτάζει το αποτέλεσμα της καταστροφής της, σκεφτικός.




Λίγες ώρες αργότερα, οι δύο δαίμονες μαζί με τη βασίλισσά τους και τον Λαέρτη, επέστρεψαν στη βίλλα του Μπαάλ. Με το που άνοιξαν την πόρτα και μπήκαν μέσα, έμειναν όλοι τους εμβρόντητοι από το θέαμα με το οποίο ήρθαν αντιμέτωποι.

Ο Μιχάλης στέκονταν μπροστά τους και ήταν πιο ζωντανός από ποτέ.

Ο Λαέρτης γεμάτος ενθουσιασμό, έτρεξε και αγκάλιασε τον φίλο του. Ακόμη μεγαλύτερο ενθουσιασμό ένιωσε η θεά. Η θλίψη της την εγκατέλειψε με μιας. Ο Μιχάλης της, ήταν τελικά σώος και αβλαβής και η ευτυχία που ένιωσε επέστρεψε και πάλι το χαμόγελο στο παιδικό της πρόσωπο. Έκανε να τρέξει κι αυτή και να χωθεί στην αγκαλιά του.

Αλλά σταμάτησε. Συνειδητοποίησε ότι ο Μιχάλης δεν ήταν νεκρός όπως είχε πιστέψει και επομένως το ξέσπασμά της δεν είχε καμία δικαιολογία. Ενώ αυτός αγκάλιαζε τον Λαέρτη, το βλοσυρό βλέμμα με το οποίο την κοίταζε, την έκανε να αισθανθεί πολύ άβολα. Η Τίαματ, ένιωσε πραγματικά άσχημα για τις καταστροφές που είχε εξαπολύσει στον κόσμο.

«Τι σου συνέβη;», τον ρώτησε ο Λαέρτης γεμάτος απορία. «Νομίσαμε ότι ήσουν….»

«Κι εγώ αυτό νόμιζα», απάντησε ο Μιχάλης. «Το σίγουρο είναι ότι κάποιοι με ρίξανε από εξήντα μέτρα ύψος. Μετά βρέθηκα στον άλλο κόσμο, παρέα με τρεις γκόμενες και κάποιον που έλεγε ότι ήταν ο διάβολος. Τίποτα περισσότερο δε θυμάμαι απ’ όλα έζησα. Το σίγουρο είναι ότι όταν ξύπνησα βρισκόμουν καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά από εδώ. Διάολε, ήμουν σίγουρος ότι ήμουν νεκρός. Δε μπορεί να έπεσα τόσο έξω».

Η Λούσι τον κοίταξε επιβλητικά. «Ήταν μεγάλη ανοησία από πλευράς σου το να το σκάσεις από τη βασίλισσα μου. Οι συνέπειες που επέβαλες στον κόσμο σου με αυτή σου την πράξη, ήταν ολέθριες».

«Δε φταίει», είπε η Τίαματ κοιτάζοντας αμήχανα στο πάτωμα, αποστομώνοντας την εντελώς.

Ο Σεθ Άμπα, πλησίασε κι αυτός τον Μιχάλη και έβαλε το χέρι του στον ώμο του.

«Μη το ξανακάνεις αυτό», του είπε.

Ο Μιχάλης απόρησε βλέποντας τις μώλωπες που, έχασκαν στο πρόσωπο του δαίμονα, ωστόσο προτίμησε να μη τον ρωτήσει τίποτα. Προείχε κάτι γι’ αυτόν, που ήταν πολύ σημαντικότερο.

«Θέλω να μείνω μόνος με την Τία», είπε προς όλους τους.

Η Τίαματ, ύψωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε απολογητικά. Όλοι άρχισαν να ξεμακρύνουν σιωπηλοί από κοντά τους, έτσι ώστε να ικανοποιήσουν το αίτημά του. Μόνο η Λούσι καθώς πέρασε από δίπλα του, προτίμησε να του μουρμουρίσει αυτό που πίστευε, χρησιμοποιώντας το πιο ψυχρό της ύφος.

«Φρόντισε να της εκδηλώσεις έμπρακτα τη μετάνοιά σου. Γονάτισε μπροστά της και ικέτεψε για τη συγχώρεσή της».

Λίγες στιγμές αργότερα, η θεά Τίαματ και ο Μιχάλης, βρίσκονταν πλέον μονάχοι. Η Τίαματ φέρονταν λες και ενώ ήθελε να τον αντικρίσει κατάματα, δυσκολεύονταν να το κάνει.

Ο Μιχάλης αντίθετα, την κοίταζε αυστηρά. «Τι έκανες;», ρώτησε με έναν τρόπο που υποδήλωνε ξεκάθαρα ότι γνώριζε την απάντηση.

Τα παιδικά μάτια της Τίαματ, άρχισαν να βουρκώνουν. «Δεν έπρεπε», παραδέχτηκε.

«Πρέπει να σου πω την άποψή μου γι’ αυτό που έκανες, έστω κι αν δε πρόκειται να πιάσει τόπο», είπε ο Μιχάλης. «Αισθάνομαι ότι είμαι υπεύθυνος για την πράξη σου επειδή σε πρόδωσα και σε εγκατέλειψα. Το ερώτημα όμως είναι, εσύ πιστεύεις ότι πρέπει μόνιμα, κάποιος άλλος να είναι υπεύθυνος για τις δικές σου πράξεις; Η απάντηση στη δική μου προδοσία, ήταν να σκοτώσεις πεντακόσια εκατομμύρια κόσμου από τον παγκόσμιο πληθυσμό και να προκαλέσεις τεράστια αναστάτωση και απόγνωση σε όλον τον υπόλοιπο. Δεν νομίζω ότι είναι απορίας άξιο το πώς αντιμετωπίζεις εμάς τους ανθρώπους. Αρκεί να λάβουμε υπόψη ότι κάποτε μας έτρωγες για πρωινό, παρόλο που πραγματική πείνα δεν αισθάνεσαι ποτέ».

Στο άκουσμα της τελευταίας του φράσης, η Τίαματ ένιωσε συντριβή. Ποτέ δεν είχε κάνει έστω και μία νύξη στον Μιχάλη για το πώς έβλεπε τους ανθρώπους πριν τον γνωρίσει. Φαίνεται όμως ότι ο Μιχάλης το είχε μάθει και αυτό την έκανε να αισθανθεί σαν να διέπραξε ένα ολέθριο σφάλμα.

«Δεν καταλάβαιναν», δήλωσε καθώς τα δάκρια της άρχισαν να κυλάνε στο πρόσωπό της.

«Ούτε εσύ τους έδωσες την ευκαιρία να σε καταλάβουν όμως. Όσο σε μισούσαν γιατί δε σε καταλάβαιναν, εσύ τους έτρωγες και τους τυραννούσες με καταστροφές. Και όσο τους τυραννούσες, εκείνοι σε μισούσαν ακόμη περισσότερο. Όταν πέθανες, ο ρόλος αυτός πέρασε στον θεό της τάξης. Τώρα που επανήλθες, απέδειξες ότι από μόνη σου δε πρόκειται να βάλεις μυαλό ποτέ».

«Με εσένα… βάλω», είπε κλαίγοντας η Τίαματ.

«Έτσι πίστευα κι εγώ», είπε ο Μιχάλης. «Τελικά όμως, δεν ήμουν ικανός να σταθώ στο πλάι σου όπως έπρεπε. Παραιτούμαι λοιπόν. Πρέπει κάποια στιγμή να βάλεις μυαλό από μόνη σου. Το να βασίζεσαι στην αγάπη κάποιου για να μη σκοτώνεις αθώους, είναι κάτι που δε τιμά ούτε εσένα. Είσαι μια θεά που μπορείς να καταστρέψεις το σύμπαν ανά πάσα στιγμή κι όμως έχεις την ανάγκη να σε συμμαζεύει κάποιος άλλος σε μόνιμη βάση. Εφόσον έκανες τόσο μεγάλο κακό στον κόσμο μου, από δω και πέρα εγώ θα βρίσκομαι σε αυτή τη βίλλα μόνο και μόνο γιατί το σπίτι μου μου θυμίζει καταστάσεις που δε θέλω. Θες να διοικήσεις τον στρατό σου; Διοίκησε τον μόνη σου. Θες να καταστρέφεις τον κόσμο μου; Κάνε ό,τι νομίζεις. Εγώ προσπάθησα όσο μπορούσα. Από δω και πέρα θα με βλέπεις μόνο για να παίζουμε μπάλα».

«Σε χρειάζομαι», είπε με σπαραγμό η Τίαματ.

«Όπως χρειάζεσαι εμένα, έτσι χρειάζεσαι και όλους τους ανθρώπους. Είχες μια ευκαιρία να κερδίσεις την αγάπη τους κι εσύ την κλότσησες. Ευτυχώς όμως, δεν μπορείς να πεις ψέματα. Εφόσον λοιπόν δε μπορείς να πεις ψέματα, τότε σε καλώ να δεσμευτείς εδώ και τώρα ότι δε θα ξανασκοτώσεις θνητούς».

«Είναι αδύνατον», είπε η Τίαματ. «Πρέπει…παίζω». Χαμήλωσε τα δακρυσμένα μάτια της και πρόσθεσε. «Αλλιώς, πεθάνω. Ξανά».

«Ωραία λοιπόν. Τότε δεσμεύσου ότι δε θα σκοτώνεις ανθρώπους πάνω στο θυμό σου και ότι από δω και στο εξής θα τους υπολογίζεις, όπως υπολογίζεις και μένα. Αν τους σκοτώνεις κατά λάθος πάνω στο παιχνίδι σου, είναι μια άλλη ιστορία. Αυτό όμως που έκανες μετά την προδοσία μου, ήταν κάτι το διαφορετικό».

Η Τίαματ, τον κοίταξε κατάματα και είπε κάτι που από τότε που δεν είχε δημιουργηθεί ο χρόνος δεν τόλμησε ποτέ να ξεστομίσει. «Δεσμεύομαι».

Ο Μιχάλης ένιωσε μια αίσθηση θριάμβου. Μόλις πέτυχε, κάτι που δεν είχε πετύχει κανένα πλάσμα στο σύμπαν. Έπειτα όμως, θυμήθηκε ότι ήταν απλώς ένας θνητός και ότι ως τέτοιος, είχε και κάποιο εγωισμό.

«Στην έφερα», της είπε. «Η υπόσχεσή σου σημαίνει πολλά για τους ανθρώπους, αλλά η Τία που αγαπώ, δεν είναι η Τία που εξαρτάται μόνο από την αγάπη μου. Είμαι ακόμη θυμωμένος μαζί σου και το σίγουρο είναι ότι δε πρόκειται να σου ζητήσω συγνώμη ποτέ. Για να μη σου πω, ότι πρέπει εσύ να ζητήσεις συγνώμη από την Πολύμνια και από τον κόσμο μου».

«Είναι αδύνατον», δήλωσε η Τίαματ σαν να της ζήτησε να κάνει κάτι πάνω από τις δυνατότητές της.

Ο Μιχάλης εκπλάγηκε. «Μόλις πριν λίγο δεσμεύτηκες με μία υπόσχεση που για μας τους ανθρώπους σημαίνει τα πάντα. Το έκανες με μία απίστευτη ευκολία και το γεγονός ότι είσαι θεά, αποδεικνύει ότι σκοπεύεις να το τηρήσεις. Κι όμως, το να ζητήσεις συγνώμη είναι κάτι που σου φαίνεται ακατόρθωτο. Ε λοιπόν Τία, νομίζω πως μπορώ να σου μάθω το πόσο εύκολο πράγμα είναι να ζητήσει κάποιος συγνώμη, ακόμη κι αν είναι θεός». Προβληματίστηκε για λίγο. «Δε ξέρω πώς θα το πετύχω, αλλά είμαι σίγουρος ότι μπορώ», κατέληξε.

«Έγινε», δήλωσε η Τίαματ, η οποία πλέον δεν έκλαιγε.

«Είμαι ακόμη κουρασμένος», παραδέχτηκε ο Μιχάλης. «Θα πάω πάνω να την πέσω».

Η Τίαματ, τον κοίταξε και πάλι στα μάτια. «Κοιμηθούμε αγκαλίτσα;», τον ρώτησε.

«Μου το έχεις ζητήσει πολλές φορές, αλλά ομολογώ ότι ντρέπομαι λίγο. Τέλοσπάντον, εφόσον θα είσαι καλό κορίτσι με τους ανθρώπους από δω και πέρα, θα σου κάνω κι εγώ το χατίρι αυτή τη φορά».

«Μιχάλη», φώναξε η Τίαματ με ενθουσιασμό και συγκίνηση. Χίμηξε στην αγκαλιά του και τον έσφιξε δυνατά. Εκδήλωσε με αυτό τον τρόπο την ευτυχία της που τελικά ήταν ζωντανός και που την αγαπούσε ακόμη, παρά το γεγονός ότι αυτή φέρθηκε τόσο άσχημα στον κόσμο του.

Ο Μιχάλης την σήκωσε στην αγκαλιά του και άρχισε να ανεβαίνει μαζί της τις σκάλες.




«Άκουσα στο ραδιόφωνο ότι μετά τις καταστροφές, οι πόλεις άνοιξαν τα σύνορά τους», είπε ο Λαέρτης στη Λούσι καθώς χάζευαν τα δέντρα καθισμένοι στο μπαλκόνι της βίλλας. «Οι αρχές δε μπορούν πλέον να τις περιφρουρήσουν. Σκέφτομαι λοιπόν να φύγω και να κάνω αυτό που πρέπει».

«Αυτό που νομίζεις ότι πρέπει, είναι κάτι που μπορεί να σε οδηγήσει στο θάνατο», του είπε η Λούσι. «Η Αλίκη κατάφερε να αιχμαλωτίσει και να βασανίσει ακόμη και εμένα. Δε πρόκειται να βγεις ζωντανός, αν επιδιώξεις να την εντοπίσεις και να την αντιμετωπίσεις με οποιονδήποτε τρόπο».

«Πρέπει όμως να συλληφθεί», δήλωσε ο Λαέρτης σκεφτικός. «Αυτό που συνέβη στο τάγμα μου, είναι και δική μου ευθύνη. Ο θάνατος που έχει σκορπίσει η Αλίκη, οφείλεται πάνω απ’ όλα στο γεγονός ότι δέχτηκα να μοιραστώ τη ζωή μου μαζί της, ενώ δε γνώριζα ποια ήταν πραγματικά. Τότε αισθανόμουν τύψεις που με αγαπούσε παρά τη θέλησή της. Τώρα, όσο κι αν λέω στον εαυτό μου ότι αυτό που κάνει σε μένα είναι πολύ πιο απάνθρωπο, πάντα θα αισθάνομαι κατά βάθος ότι εγώ το προκάλεσα». Στράφηκε προς τη Λούσι κοιτάζοντάς την στο ύψος των ματιών της. «Και συ», πρόσθεσε.

«Είναι ο τρόπος με τον οποίο λειτουργώ…», ξεκίνησε να λέει η Λούσι.

«Νόμιζα ότι την φοβάσαι μετά από όσα σου έκανε. Σε μένα είπες ότι απαξιείς να την αντιμετωπίσεις, αλλά είμαι σίγουρος ότι δεν είναι αυτός ο πραγματικός λόγος»

«Αν θελήσω πραγματικά να την εξοντώσω, σε πληροφορώ ότι είναι για μένα θέμα ημερών. Με ταπείνωσε γιατί δεν ανέχομαι να γονατίζω με τον τρόπο που μου επέβαλλε σε σας τους θνητούς. Αν πιστεύεις όμως ότι την φοβάμαι, τότε με προσβάλλεις πολύ περισσότερο από όσο με πρόσβαλλε αυτή με όσα μου έκανε».

«Είμαι σίγουρος ότι μπορείς να τη βλάψεις θανάσιμα», δήλωσε ο Λαέρτης. «Το να μη θες όμως να την εκδικηθείς εσύ που έχεις τη φήμη μιας τόσο αδίστακτης δαιμόνισσας, εμένα με οδηγεί στο να βγάλω το συμπέρασμα ότι δε θες να την αντικρίσεις. Είμαι σίγουρος ότι δεν είναι η δύναμή της αυτό που φοβάσαι, αλλά το να έρθεις αντιμέτωπη με το αποτέλεσμα της πράξης σου. Η Αλίκη, είναι η ζωντανή απόδειξη ότι η μέθοδος με την οποία λειτουργείς επί τόσους αιώνες μπορεί να στραφεί εναντίον σου και το γεγονός αυτό σε κάνει να νιώθεις πολύ άσχημα. Γι’ αυτό και προτιμάς να μένεις μακριά της».

Η Λούσι χαμήλωσε το βλέμμα της και έμεινε σιωπηλή.

Ο Λαέρτης τη χάιδεψε απαλά το μάγουλο κάτω από το μαύρο βέλο της. «Το λάθος Λούσι δεν ήταν μόνο δικό σου, αλλά και δικό μου. Όχι μόνο το επέτρεψα, αλλά παρά τις τόσες τύψεις που ένιωσα, δεν έκανα τίποτα το ουσιώδες για να το σταματήσω. Δεν υπάρχει λόγος να αισθάνεσαι άσχημα μόνο εσύ. Μαζί το προκαλέσαμε».

Η Λούσι έλυσε τη σιωπή της. «Τα λόγια σου, αποδεικνύουν ότι εσύ που είσαι ένας θνητός, με καταλαβαίνεις όπως δε με κατάλαβε ποτέ κανείς. Δεν έχει νόημα το να κρυφτώ από σένα, Λαέρτη. Πράγματι, έχεις δίκιο ως προς το ότι δεν επιθυμώ να έρθω αντιμέτωπη με το σφάλμα μου. Δεν είναι όμως γιατί το φοβάμαι. Ο φόβος βλέπεις, είναι ένα συναίσθημα που δε με τιμά. Ο πραγματικός λόγος, είναι ότι για μένα, ο μόνος τρόπος να αποκατασταθεί το λάθος αυτό, είναι ένας: Να τη σκοτώσω. Όσο ζει, θα μου αποδεικνύει ότι οι μέθοδοι που ακολουθώ είναι λάθος. Αν λοιπόν πάρω την απόφαση να σε βοηθήσω σε αυτό που θες να κάνεις, υπάρχει ο κίνδυνος να χάσω τη ψυχραιμία μου και να τη θανατώσω με επώδυνο τρόπο. Γνωρίζω πολύ καλά ότι κάτι τέτοιο δεν το θέλεις, διότι όσο και αν τη μισείς για όσα σου έκανε, δε θα πάψεις ποτέ να αναπολείς με νοσταλγία τις στιγμές της επίπλαστης ευτυχίας που ένιωσες δίπλα της. Ούτε και θεωρείς τον θάνατο της ως λύση, εφόσον αισθάνεσαι υπεύθυνος και εσύ».

«Τα λόγια σου με τρομάζουν», παραδέχτηκε ο Λαέρτης. «Δε συμφωνώ με τον τρόπο που σκέφτεσαι, εφόσον έχεις μια δική σου ηθική, που μόνον εσύ καταλαβαίνεις. Ωστόσο αποδεικνύεις για μια φορά ακόμη φορά με όσα λες ότι νοιάζεσαι για μένα, έστω και με τον τρόπο σου». Έκλεισε τα χέρια του στα δικά της. «Μην έρθεις μαζί μου, αλλά και μην αισθάνεσαι άσχημα που δε θέλω να με βοηθήσεις. Θα το κάνω μόνος μου. Πρέπει να την παραδώσω στις αρχές, ακόμη κι αν δεν το καταφέρω. Και μην ανησυχήσεις για μένα, σε παρακαλώ».

«Θα έρθω μαζί σου», δήλωσε η Λούσι. «Οφείλω στον εαυτό μου να το κάνω. Από σένα θέλω μόνο να με εμποδίσεις αν ξεφύγω από τον έλεγχο».

«Εφόσον το επιθυμείς, θα δεχτώ τη βοήθειά σου», είπε ο Λαέρτης. «Εσύ δε θέλεις να την αντικρίσεις και εγώ δε θέλω να τη δω να πεθαίνει. Είναι δύσκολο και για τους δυο μας αυτό που θα κάνουμε, αλλά αν στηρίξουμε ο ένας τον άλλον θα τα καταφέρουμε».

«Είναι όμορφο αυτό που λες», συμφώνησε η Λούσι. «Με υποτιμά όμως η ανησυχία που με κυριεύει αυτή τη στιγμή. Με υποτιμά η αδυναμία που αισθάνομαι και το γεγονός ότι επιθυμώ μια κάποια στήριξη από σένα».

Ο Λαέρτης, όρμηξε πάνω της και τη φίλησε με πάθος. Γεύτηκε τα χείλη της για αρκετή ώρα. «Να μη σε υποτιμά», της είπε τελικά. Άρχισαν να παραδίδονται στη δύναμη της έξαψης, ο καθένας με τον τρόπο του. Σηκώθηκαν βίαια από το τραπέζι και άρχισαν να στροβιλίζονται στον διάδρομο. Η Λούσι του επέτρεπε ανέκφραστα να υποκύπτει στην έλξη της. Ο Λαέρτης από την άλλη, υπέκυπτε με χαρά, γέμιζε με φιλιά τον κατάλευκο λαιμό της και πάσχιζε να της βγάλει το φόρεμα πριν καν φτάσουν στη κάμαρά της.

Την επόμενη στιγμή, βρίσκονταν ήδη ξαπλωμένος στο διπλό κρεβάτι της και την είδε να προβάλει από τις σκιές φορώντας μόνο μια μαύρη μάσκα στο πρόσωπο. Το γυμνό, κατάλευκο κορμί της, κόντεψε να τον τρελάνει στη θέα του. Ήταν κι αυτός γυμνός. Ένιωσε τα πάντα να ακινητοποιούνται γύρω τους όταν τα χείλη τους έσμιξαν ξανά. Από κει και πέρα, οι σκηνές της λάγνας συνεύρεσης τους, άρχισαν να εμφανίζονται μπροστά στα μάτια του σαν μονταρισμένα αποσπάσματα κάποιας ταινίας.



Τα χείλη της τυλίγουν τη στύση του, φτάνοντας μέχρι τη βάση του. Αγγίζει τον φάρυγγα της, θαυμάζοντας το γεγονός ότι αυτή δεν πνίγεται ούτε και δυσφορεί από τη φραγή του. Κουνάει το κεφάλι της παλινδρομικά, χωρίς να φαίνεται να δέχεται καμία ηδονή από τη πράξη της αυτή. Η ταχύτητα με την οποία το κάνει είναι υπεράνθρωπη και ιλιγγιώδης. Δεν διακρίνονται πλέον τα χαρακτηριστικά του προσώπου της καθώς τον ρουφά μηχανικά αλλά λυσσαλέα. Στόχος της είναι να τον προετοιμάσει κατάλληλα, έτσι ώστε να τον υποδεχτεί στον επικίνδυνο κόλπο της. Το σημείο του σώματός της, που ευθύνεται για την τρέλα και τον θάνατο πολλών πλασμάτων.

Ο Λαέρτης εισχωρεί στη μαλακή της σάρκα χωρίς να υπολογίζει πλέον κανένα ρίσκο, καθώς αυτή είναι στημένη στα τέσσερα. Δεν είναι καθόλου υγρή και αντιθέτως την νιώθει πολύ ελαστική, λες και εφαρμόζει στο σώμα της με κάποιο ακατάληπτο τρόπο. Η Λούσι δεν αναστενάζει. Παραμένει σιωπηλή και άψυχη στο πάθος του. Τα χέρια του ταξιδεύουν πάνω στη κατάλευκη πλάτη της. Η σιωπή της τον προκαλεί να γίνει πιο ορμητικός.

Ο Λαέρτης βρίσκεται από πάνω της, ενώ αυτή ξαπλώνει ανάσκελα, ασυγκίνητη από το πάθος που αυτός εκτονώνει πάνω της. Τα χέρια της αρχίζουν να αναβλύζουν παγωμένο γάλα. Τον ταΐζει με αυτό.

Η Λούσι, αντιλαμβανόμενη την έκρηξή του πάθους του που πλησιάζει, τον σπρώχνει γρήγορα και τον βυθίζει αμέσως και πάλι, βίαια μέσα στο στόμα της. Αυτός αδειάζει στο φάρυγγά της και ο λαιμός της κουνιέται στους ρυθμούς της κατάποσης. Ξεδιψάει την δίψα της. Ο Λαέρτης δεν έχει εξαντληθεί καθόλου. Συνειδητοποιεί ότι είναι καταδικασμένος να κάνει έρωτα με τη Λούσι μέχρι να πεθάνει από αβάσταχτη κόπωση.

Η Λούσι, στημένη και πάλι στα τέσσερα, οδηγεί με τα χέρια της το ορθωμένο πέος του στη πίσω οπή του σώματός της, που υποδεικνύεται απρόσμενα ελαστική και φιλόξενη. Αισθάνεται λες και τον αγκαλιάζει με τη σάρκα της, οδηγώντας τον σε μία ένωση που για τους ανθρώπους θεωρείται ανώμαλη, ενώ για τους δαίμονες είναι απλώς μια ερωτική συνήθεια. Η Λούσι δε βγάζει άχνα καθώς αυτός εκτονώνεται πλέον εκεί.

Ο Λαέρτης, εισβάλει και πάλι στον κόλπο της, συνεχίζοντας να της κάνει έρωτα, παρόλο που εκείνη είναι παγερή και ασυγκίνητη. Μετά από λίγο αισθάνεται μια αίσθηση υγρασίας. Συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για μια ανεπαίσθητη ποσότητα από τις επικίνδυνες εκκρίσεις της που τρελαίνουν και σκοτώνουν. Χάνει τον έλεγχο. Αφηνιάζει και ξεσπά με λύσσα πλέον πάνω της. Την τραντάζει ολόκληρη λες και είναι μια άψυχη κούκλα, ενώ εκείνη ανοιγοκλείνει απλώς τα μάτια της και παίρνει μια έκφραση νοσηρού θριάμβου. Ο Λαέρτης αρχίζει να πονάει στη συνειδητοποίηση της κτηνώδους φύσης του που κυριαρχεί πλέον στο είναι του. Νιώθει την τρέλα να τον φλερτάρει αμείλικτα. Ξεσπά χτυπώντας την, απλώς για να ξεσπάσει κάπως. Δεν αντέχει άλλο. Τα χτυπήματά του δε την πονάνε ούτε και της αφήνουν σημάδια. Απλώς ανοιγοκλείνει τα μάτια της σε ένδειξη της ανίερης απόλαυσης που την κυριεύει.



Ο Μιχάλης διέσχιζε τον διάδρομο αμέριμνος. Την Τία την είχε πάρει ήδη ο ύπνος. Αυτός όμως, αδυνατούσε να κλείσει τα μάτια του. Συνεχώς τριγύριζε στο μυαλό του ο προβληματισμός του τι μπορεί πραγματικά να του συνέβη κατά το διάστημα που τον θεωρούσαν νεκρό. Προχωρούσε κατευθυνόμενος προς τη τηλεόραση του πάνω σαλονιού. Ήξερε ότι τα κανάλια θα κατακλύζονταν με δυσάρεστες ειδήσεις σχετικές με το ολέθριο ξέσπασμα της Τίας και τις δυσάρεστες συνέπειες που επέβαλε στον κόσμο. Ωστόσο σκόπευε να ξεχαστεί, έστω και με αυτό τον τρόπο.

Καθώς έστριβε από τη γωνία του διαδρόμου περνώντας έξω από το δωμάτιο της ψυχρής δαιμόνισσας, άκουσε μια ανατριχιαστική, αλλόκοτη κραυγή που δεν έμοιαζε ανθρώπινη. Ήταν η δική της κραυγή. Μια βραχνή και ψιθυριστή κραυγή που έμοιαζε να μην αντιστοιχεί σε κανέναν γνωστό ήχο του κόσμου.

«Πάψε πια να είσαι τόσο ευγενικός μαζί μου και γάμα με. Δεν είμαι η γυναίκα σου και αύριο μπορεί να είμαστε και οι δύο νεκροί».

Ο Μιχάλης κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε μέσα στο δωμάτιό της.

«Τι έχουμε εδώ;», μουρμούρισε χαμογελώντας πονηρά.

Αμέσως οι ψιθυριστές κραυγές της έγιναν πιο έντονες, ανατριχιαστικές πέρα για πέρα και πλέον υποδήλωναν την ορμητική εκτόνωση ενός οργασμού που ήταν καταπιεσμένος για πολλούς αιώνες.

Ο Μιχάλης ανατρίχιασε στην εκδήλωση ενός τόσο παράδοξου χειμάρρου από πάθος που έβγαινε μέσα από το κλειστό εκείνο δωμάτιο. Συνειδητοποίησε ότι η αλλόκοσμη αυτή εκδήλωση ηδονής είχε διαπεράσει κατά κάποιο τρόπο τη σφαλιστή πόρτα και βγήκε έξω στον διάδρομο. Δεν την έβλεπε, αλλά πλέον την άκουγε να ξεσπάει δίπλα στο αυτί του. Ο οργασμός της δαιμόνισσας είχε βγει έξω από το δωμάτιο και τον είχε περικυκλώσει απειλητικά. Ήταν αόρατος στα μάτια του, ωστόσο εισέβαλλε μες το μυαλό του προκαλώντας του μια έντονη αίσθηση φρίκης.

Ο Μιχάλης άρχισε να τρέχει πανικόβλητος στον διάδρομο, καθώς η ψιθυριστή και έντονη κραυγή της Λούσι αντηχούσε στους τοίχους καταδιώκοντας τον. Είχε ζήσει πολλά θαυμαστά πράγματα δίπλα στους δαίμονες το διάστημα εκείνο που άλλα τον γέμιζαν δέος και άλλα τον γέμιζαν τρόμο. Δε περίμενε ποτέ όμως ότι θα έρχονταν η ώρα που θα βρίσκονταν να τρέχει κυνηγημένος από έναν οργασμό.




Αφού εφάρμοσε μια ειδική τεχνική πάνω στον Λάέρτη την οποία την είχε διδάξει η αιώνια εμπειρία της στο σεξ, η Λούσι εξασφάλισε ότι αυτός θα απαλλάσσονταν από τον πόθο του και δε θα συνέχιζαν για ένα τρίτο γύρο στη λάγνα συνεύρεσή τους. Έπειτα ξάπλωσε ανάσκελα, ενώ τα κατάλευκα και πανέμορφα στήθη της χοροπήδαγαν ανεπαίσθητα σε κάποιους σπασμούς που την είχαν βρει και δεν έλεγαν να εγκαταλείψουν. Ήταν σπασμοί πόνου. Αυτή παραδίδονταν στον πόνο αυτόν, δίχως να βγάζει άχνα.

Μόλις ο Λαέρτης συνήλθε για τα καλά από το λυσσαλέο πάθος του, γύρισε και την αντίκρισε καθώς τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο κενό και οι σπασμοί υπέτασσαν το κατάλευκό της κορμί. Άρχισε να ανησυχεί. Θέλησε να τη ρωτήσει τι ήταν αυτό που της συνέβη, αλλά του κόπηκε η λαλιά καθώς το βλέμμα του έπεσε στο σεντόνι που απλώνονταν στα πόδια της και το οποίο ήταν μουσκεμένο ολοσχερώς από ένα μαύρο υγρό. Από το ίδιο της το αίμα.

Ο Λαέρτης κυριεύτηκε από ανησυχία. Του ήρθε να καλέσει βοήθεια. Αυτό που συνέβαινε στη Λούσι, ήταν κάτι το απρόσμενο.

«Μην ανησυχείς για μένα», του είπε με τη παγερή φωνή της καθώς το βλέμμα της παρέμενε κενό από τον πόνο που βίωνε.

«Τι σου συνέβη μωρό μου;», τη ρώτησε χωρίς να έχει καθησυχαστεί καθόλου από τα λόγια της.

«Εδώ και πολλούς αιώνες, ο οργασμός έχει πάψει πλέον να αποτελεί στοιχείο της φύσης μου», του εξήγησε καθώς οι σπασμοί της άρχισαν να ανακουφίζονται κάπως. «Αυτό που βλέπεις, είναι το τίμημα που πλήρωσα με το να θελήσω να πάω κόντρα σε αυτή».

Ο Λαέρτης σάστισε. Θεώρησε ότι της είχε προξενήσει μεγάλη ζημιά.

«Συγνώμη», κατάφερε να της ψιθύρισει.

«Δε φταις εσύ», του απάντησε αυτή. «Εγώ το προκάλεσα».

«Μα… γιατί;», απόρησε ο Λαέρτης.

«Ήθελα να βιώσω κάτι από το παρελθόν. Ήθελα να νιώσω όπως το πλάσμα που ήμουν κάποτε».

Ο Λαέρτης την πήρε στην αγκαλιά του συγκινημένος από τη δήλωση της.

«Το πλάσμα που είσαι τώρα, είναι εξίσου υπέροχο», της ψιθύρισε τρυφερά. «Εγώ αυτό γνώρισα και με αυτό αισθάνομαι δεμένος».

Η Λούσι χάιδεψε άψυχα το πρόσωπό του και έκλεισε τα μάτια της. Αισθάνθηκε όμορφα με τα λόγια του αυτά. Αισθάνθηκε όπως τότε.

Ο Λαέρτης τη φίλησε στα χείλη της απαλά. Την επόμενη κιόλας μέρα, είχανε ένα δυσάρεστο καθήκον να επιτελέσουν, το οποίο έκρυβε κινδύνους και για τους δυο τους. Έπρεπε να φύγουν από τη βίλλα και να αρχίσουν να αναζητούν τη γυναίκα που τους είχε βάλει στο στόχαστρο. Την γυναίκα που πίστεψε κάποτε ότι αποτελούσε την ενσάρκωση ενός ονείρου και που τελικά εξελίχθηκε στο χειρότερό του εφιάλτη. Με τον εφιάλτη του αυτό σκόπευε να έρθει αντιμέτωπος, έχοντας στο πλευρό του τη Λούσι.

Αισθάνθηκε και πάλι υπεύθυνος για τα όσα η Αλίκη προκάλεσε στο τάγμα του. Έπρεπε να τη σταματήσει πάση θυσία. Δεν έπρεπε να την αφήσει να κυκλοφορεί πια ελεύθερη σκορπώντας τον θάνατο σε όσους αγαπούσε, όπως αγάπησε κάποτε αυτό που πίστευε ότι ήταν εκείνη. Ο φόβος για τη κατάληξη που θα είχε η ιστορία αυτή, άρχισε να κυριεύει το μυαλό του γι’ ακόμη μια φορά.






Birth Of Venus Illegitima

Aphrodite is rising from the shell.
A newly born to be seen to expel from the paradise,
to drink from her well.

O Venus Illegitima
Born again without shame
Child of sin is my name

Aphrodite is falling into the hell of her sins and the lust
for that spell of the forbidden nectar from her well