? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

41. Εγκλήματα τιμής και αντίποινα

Η σκιά που επέβαλλε η θεά του χάους πάνω στον κόσμο των ανθρώπων, δεν έλεγε να απομακρυνθεί. Οι κυβερνήσεις έπεφταν η μία μετά την άλλη σε όλα τα κράτη. Υπέρμαχοι της αναρχίας και φιλελεύθεροι τρομοκράτες έπαιρναν τεράστια εξουσία στα χέρια τους, μέχρι να βρεθεί κάποιος ακόμη πιο φιλελεύθερος και ακόμη πιο τρομοκράτης από αυτούς, ώστε να τους εκτοπίσει. Η γη ήταν πλέον ένα τεράστιο καζάνι που έβραζε και κόχλαζε από αίμα θνητών αλλά και αθανάτων, οι οποίοι συνέχιζαν απτόητοι τον δικό τους πόλεμο. Τον πόλεμο της κόλασης.

Σε ένα από τα στρατόπεδα των δαιμόνων, οι στρατιώτες παρακολουθούσαν με προσοχή τις εντολές που τους έδινε ο επικεφαλής τους: Ο Λόκι, ο πιο κατεργάρης από τους δαίμονες. Η ισχύς που επιδείκνυε στις μάχες ήταν αξιομνημόνευτη. Το κράνος του με τα μακριά σιδερένια κέρατα, κουνιόταν σπασμωδικά ακλουθώντας τους ρυθμούς του παρανοϊκού του γέλιου.

«…και τότε θα ρίξουμε τον βράχο πάνω στο φαράγγι και θα τους έχουμε κυκλωμένους από παντού. Ανυπομονώ να δω τις εκφράσεις τους όταν πλέον δε θα μπορούν ούτε να πετάξουν έτσι πως θα είναι κλεισμένοι απ’ όλες τις μεριές». Άλλο ένα κατεργάρικο γέλιο του ξέφυγε. «Ο στρατηγός θα μας δώσει τα εύσημα μετά από αυτό και η βασίλισσα θα είναι πιο επιεικής με το τάγμα μας όταν πάρει τον θρόνο πίσω».

Όλοι οι δαίμονες έδειξαν να συμφωνούν με το σχέδιο που πρότεινε ο ταγματάρχης τους. Μόνο ένας ήταν που θέλησε να του αντιμιλήσει.

«Κακώς εξαρτάσαι τόσο από τον στρατηγό. Η γνώμη του δεν πρέπει να μας αφορά».

Ο Λόκι, έριξε μια λοξή ματιά στον δαίμονα που είχε αυτή την άποψη. Ήταν ο Αομπόζου, ο καλόγερος με το ένα μάτι, που όπως ανοιγόκλεινε στο γκριζωπό πρόσωπό του τον έκανε να μοιάζει με κύκλωπα.

«Ο στρατηγός Ασμοδαίος ήταν από τους πέντε που στάθηκαν στο πλευρό της βασίλισσας όσο ήταν νεκρή. Η γνώμη του έχει μεγάλη αξία στον πόλεμο αυτό, μονόφθαλμε», είπε με τη κοροϊδευτική φωνή του στον καλόγερο. «Εσύ μπορεί να έχεις προηγούμενα μαζί του από τότε που σου σκότωσε τον γιο. Αλλά ξεπέρνα το κάποτε, βρε αδερφάκι μου. Θυμήσου ότι κι εγώ στις μάχες του πρώτου επιπέδου του βασιλείου μας, ήμουν στο πλευρό του γιου σου και ενάντια στον στρατηγό. Τώρα όμως πια, περασμένα ξεχασμένα».

«Όχι για μένα», είπε με πείσμα ο Αομπόζου. «Ο Σιν Ακούμα, το μοναχοπαίδι μου έπεσε ηρωικά όταν ο Ασμοδαίος τον διαμέλισε με τα φριχτά του χέρια. Αυτό δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ μέσα από τη ψυχή μου. Δε θα δεχτώ ποτέ να βασιστώ στην άποψη αυτού του δολοφόνου. Ακόμη και στον πόλεμο αυτό, που υποτίθεται ότι όλοι μας πρέπει να είμαστε ενωμένοι κατά των εκπτώτων».

Το μεγάλο μάτι του Αομπόζου άρχισε να βουρκώνει καθώς απομακρύνονταν βιαστικά από τους παραταγμένους δαίμονες. Εκείνοι τον κοίταζαν με συμπόνια καθώς έμπαινε στη σκηνή του γεμάτος από την έκδηλη συντριβή, που οφείλονταν στις τραγικές του αναμνήσεις.

«Μην τον ακούτε», είπε ο Λόκι προσπαθώντας όσο μπορούσε να του βγει σοβαρή η κοροϊδευτική φωνή του. «Θα του περάσει».

Ο Αομπόζου άφησε τα δάκρια του να κυλίσουν από το μάτι του καθώς μπήκε στη σκηνή του. Δύο από τα παιδιά του ήταν εκεί και έσπευσαν να τον παρηγορήσουν, με την αγκαλιά τους και τα ζεστά τους λόγια. Ήταν ο Πασχάλης και η Ελένη.

Κάποτε, η μητέρα του Πασχάλη – όποια κι αν ήταν- επέλεξε να τον πετάξει σε έναν σκουπιδοτενεκέ, λίγες ώρες αφότου τον έφερε στον κόσμο. Από κει τον περιμάζεψε ο δαίμονας-καλόγερος. Η Ελένη ήταν μόλις 14 χρονών όταν κόντεψε να πεθάνει από τη παγωνιά, εγκαταλειμμένη από τους ανθρώπους και δυστυχισμένη, κατά τη διάρκεια μιας από τις πιο παγερές νύχτες ενός ξεχασμένου χειμώνα.

Ο Αμπόζου, είχε τη φήμη ενός μοχθηρού δαίμονα που απήγαγε όσα από τα παιδιά των θνητών έχαναν τον δρόμο τους. Αυτό ακριβώς έκανε. Τα έπαιρνε από τον κόσμο και τα πήγαινε στην κόλαση, όπου τα εκπαίδευε σε σχολεία και παλαίστρες. Από κει μέσα, βγαίνανε φιλόσοφοι και πολεμιστές. Για τους θνητούς, τα παιδιά αυτά δε θα είχανε καμία ελπίδα επιβίωσης, εφόσον οι ίδιοι ήταν που φρόντιζαν να τα εγκαταλείψουν. Όχι όμως και ο Αομπόζου, τα εκπαιδευτήρια του οποίου, ήταν αφιερωμένα στη μνήμη του μοναχογιού του. Του μοναχογιού του που θανατώθηκε άδικα από τον δαίμονα στρατηγό. Όπως τόσοι και τόσοι άλλοι.

«Ίσως κάποια στιγμή να χρειαστεί να λείψω παιδιά μου», είπε στον Πασχάλη και στην Ελένη.

«Μα γιατί πατέρα;», ρώτησε ο Πασχάλης έκπληκτος. «Εσύ ποτέ δε μας εγκατέλειψες».

«Πάντα θα είμαι μαζί σας. Στο μυαλό και στις ψυχές σας», δήλωσε περίλυπος ο δαίμονας.



Οι σωροί από τα πτώματα των εκπτώτων κατέκλυζαν την εύφορη κοιλάδα και ήταν περισσότερα από κάθε άλλη φορά. Η μάχη που έδιναν με τα επικίνδυνα πλάσματα που ονομάζονταν Ντέηβος, επρόκειτο να αποτελέσει τη χειρότερη συντριβή που είχανε υποστεί στον πόλεμο που είχε ξεσπάσει.

Πάνω από εκατόν πενήντα νεκροί άγγελοι κείτονταν νεκροί στο έδαφος, λίγες ώρες αφότου τα κατσικοκέφαλα Ντέηβος εγκατέλειψαν τους δράκους τους και τους επιτέθηκαν με λύσσα. Ωστόσο, όλα έδειχναν ότι οι έκπτωτοι θα έβγαιναν και πάλι νικητές.

Ο επικεφαλής τους ο Μπορόκιελ, είχε παραμείνει όρθιος, έχοντας στο πλευρό του τους τέσσερις εναπομείναντες άντρες του, ενώ από τα πλάσματα του χάους είχαν επιβιώσει μόλις δύο. Ο Μπορόκιελ ανέμιζε το θανάσιμο τσεκούρι του χτυπώντας τα με λύσσα. Καθώς τσάκιζε το κρανίο από το τελευταίο Ντέηβο, έβγαλε μια κραυγή θριάμβου.

Έπειτα αντίκρισε τους μόλις τέσσερις που είχε στο πλευρό του και σκυθρώπιασε.

«Δεν είναι νίκη αυτό», δήλωσε περίλυπα.

Μια τραχιά και άσχημη γυναικεία φωνή διέκοψε απότομα τη σιωπή που τους έζωσε.

«Όχι, δεν είναι νίκη. Είναι ήττα»

Η γριά στρίγγλα που ονομάζονταν Αζουκιμπάμπα, εμφανίστηκε απότομα μπροστά τους, ετοιμάζοντας μια μαύρη ενεργειακή ριπή θανάτου.

«Πίσω δαιμόνισσα!», φώναξε ο Μπορόκιελ.

Ήταν όμως αργά. Η ριπή έπληξε τους τέσσερις άντρες του και αφού πέρασαν λίγες στιγμές στεκόμενοι ακίνητοι, τα σώματά τους σκόρπισαν σαν τη σκόνη μέσα στον άνεμο.

«Και τώρα η σειρά σου», φώναξε η γριά μέγαιρα καθώς στο χέρι της διαμορφώνονταν μία ακόμη ριπή.

Ο Μπορόκιελ διαπίστωσε ότι δε μπορούσε να τρέξει, καθώς βρίσκονταν περικυκλωμένος από ένα ολοκαίνουργιο τάγμα δαιμόνων, που κατέφθασε στη περιοχή και ήταν το ίδιο πολυάριθμο με τα Ντέηβος. Επέλεξε να πεθάνει σαν ήρωας. Έριξε το τσεκούρι του και έπεσε γονατιστός, χαμηλώνοντας το κεφάλι του.

«Ας γίνει έτσι», είπε προς όλους τους, ενώ περίμενε να τον βρει η ριπή της φριχτής εκείνης γριάς.

Έκλεισε τα μάτια του και περίμενε το τέλος. Μια γνώριμη όμως φωνή ήχησε στα αυτιά του, γεμίζοντάς τον ελπίδα.

«Σταμάτα Αζουκιμπάμπα».

«Για τι στρατηγέ μου; Θέλω να καταλήξει στο καζάνι μου, όπως όλοι τους».

Ο Μπορόκιελ, άνοιξε και πάλι τα μάτια του. Ο στρατηγός Ασμοδαίος, όρθωνε το δίμετρο ανάστημά του μπροστά στη στρίγγλα και την απέτρεπε να τον σκοτώσει. Γιατί όχι; Ο στρατηγός ήταν φίλος του και είχανε δώσει από κοινού πολλούς αγώνες στο παρελθόν. Είχαν παλέψει πλάτη με πλάτη τους κοινούς τους εχθρούς, σε αρκετούς από τους εμφύλιους που είχαν ξεσπάσει στην κόλαση. Στο συγκεκριμένο πόλεμο, έτυχε να βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Ο στρατηγός όμως, δεν έδειχνε να τον ξεχνά.

«Δε θα καταλήξει στο καζάνι σου ο Μπορόκιελ, Αζουκιμπάμπα», είπε ο στρατηγός στη γριά δαιμόνισσα αυστηρά. «Θα τον πάρουμε απλώς αιχμάλωτο».

Η Αζουκιμπάμπα γέλασε σατανικά. Το γέλιο της θεωρήθηκε μεγάλη αυθάδεια προς τον στρατηγό και προκάλεσε μεγάλη έκπληξη στο υπόλοιπο τάγμα του.

«Η βασίλισσα μας απαγόρευσε να κρατάμε αιχμαλώτους, στρατηγέ. Οι αιχμάλωτοι, είναι δική σου πρωτοβουλία. Μήπως θα έπρεπε να την ενημερώσω ότι ο αγαπημένος της στρατηγός κιοτεύει στον πόλεμο αυτό;»

«Βγάλε τον σκασμό!», φώναξε ο στρατηγός θυμωμένος.

«Πριν μου χιμήξεις θα προλάβω να εξαφανιστώ», είπε η Αζουκιμπάμπα ατάραχη. «Θα βρίσκομαι στη βασίλισσα πολύ πριν από σένα και θα της τα πω όλα. Θα της πω ότι από την αρχή του πολέμου, εσύ έκανες του κεφαλιού σου και δεν υπάκουσες στις εντολές της».

Ο Ασμοδαίος ταράχτηκε από τα λόγια της, ωστόσο προσπάθησε να παραμείνει ψύχραιμος.

«Τι θες, Αζουκιμπάμπα;» ρώτησε τη στρίγκλα ενοχλημένος.

Η Αζουκιμπάμπα έδειξε τον Μπορόκιελ. «Ξέρω ότι είσαι παλιός φίλος με τούτον εδώ. Θέλω όμως να τον σκοτώσεις τώρα, μπροστά σε όλους μας. Μόνο τότε θα με πείσεις ότι είσαι με μας και όχι με τους εχθρούς».

Ο Ασμοδαίος χλόμιασε. Όλο το τάγμα του άρχισε να δείχνει ανήσυχο. Ο Φόβος, ο πιο αγαπημένος πολεμιστής του στρατηγού, ήταν ο πιο ανήσυχος από όλους. Ο στρατηγός άρχισε να πλησιάζει τον παλιό του φίλο, τον Μπορόκιελ, κοιτάζοντάς τον με ένα βλέμμα θλίψης.

«Όχι στρατηγέ μου», παρακάλεσε ο Μπορόκιελ. «Θέλησα να πεθάνω περήφανα, αλλά δεν το θέλω από σένα που έχουμε μοιραστεί τόσες γενναίες στιγμές»,

Ο Ασμοδάιος εξακολουθούσε να τον πλησιάζει, προσπαθώντας να μην ακούσει καμία ικεσία του.

«Γκουάν Γιου!», φώναξε σπαρακτικά ο έκπτωτος.

Στο άκουσμα αυτού του ονόματος, ο στρατηγός σταμάτησε. Ήταν ένα από τα πολλά ονόματα που τον συνόδεψαν μέσα στους αιώνες και όσοι το ήξεραν, σήμαινε ότι τον γνώρισαν τόσο καλά ώστε να τους θεωρεί σαν αδέλφια του.

Έπειτα όμως συνέχισε προς τον Μπορόκιελ. Τα γουρλωμένα μάτια της Αζουκιμπάμπα, έλαμψαν γεμάτα από μια σαδιστική χαρά.

«Όχι!», φώναξε ο Μπορόκιελ, λίγο πριν ο Ασμοδαίος τον αρπάξει και του σπάσει τον λαιμό λες και ήταν ένα μικρό κλαράκι. Έπειτα άφησε το άψυχο σώμα του φίλο του να πέσει κατάχαμα. Έμεινε για λίγο να το κοιτάζει, όπως κείτονταν μπροστά στα πόδια του.

Όλοι έμειναν εμβρόντητοι μπροστά στο θέαμα που αντίκρισαν. Μια επώδυνη σιωπή τους τύλιξε στο πέπλο της, επί αρκετή ώρα.

Έπειτα, ο Ασμοδαίος άρχισε να ουρλιάζει κοιτάζοντας τον ουρανό. Η κραυγή του συγκλόνισε ολόκληρη την κοιλάδα.

Η Αζουκιμπάμπα δεν πρόλαβε να αντιδράσει, καθώς της χίμηξε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, προλαβαίνοντας να κάνει και μια σβούρα στην πορεία. Ένοιωσε τα χέρια του να γραπώνουν το κεφάλι της.

Την επόμενη στιγμή της το ξεκόλλησε από τους ώμους και το πράσινο αίμα της άρχισε να εκσφενδονίζεται ψηλά σαν σιντριβάνι. Οι υπόλοιποι δαίμονες απομάκρυναν αμέσως το βλέμμα τους από το θέαμα.

Ο Ασμοδαίος, ξαναπλησίασε το πτώμα του δύστυχου θύματος που κάποτε ήταν φίλος του. Το έκλεισε στη πελώρια αγκαλιά του και άρχισε να σπαράζει πενθώντας το.

Ο Φόβος δεν άντεξε. Πλησίασε τον στρατηγό του συγκλονισμένος και έβαλε το χέρι του στον ώμο του.

«Αφήστε με!», φώναξε εκείνος καθώς το τίναζε από πάνω του.

Σηκώθηκε όρθιος και τους έδειξε το πτώμα του εκπτώτου. «Θάψτε τον με τιμές», διέταξε. Έπειτα έστρεψε το βλέμμα του αλλού. «Εμένα αφήστε με», είπε και άρχισε να τρέχει προς τις γειτονικές συστάδες, προσπαθώντας να συγκρατήσει τη φονική οργή και τα νέα του δάκρια.



Σε κάποια άλλη γωνιά της χώρας, ο Τύραελ άνοιγε δρόμο με το ηλεκτροφόρο ξίφος του, κόβοντας τα πυκνά κλαδιά της συστάδας δέντρων που τον κύκλωνε από παντού.

«Κάπου εδώ πρέπει να είναι», φώναξε πίσω του.

Μέσα στις σκιές του ήδη διαμορφωμένου μονοπατιού του, πρόβαλλε η λυγερή φιγούρα της γατίσιας Δανάης, με τη μελωδική φωνή.

«Δε χρειάζεται να βιαζόμαστε», του είπε. «Άλλωστε η αποστολή μας αυτή, είναι η πιο επικίνδυνη απ’ όλες όσες μας έχει αναθέσει ο Πρίγκιπας. Ίσως να είναι η τελευταία μας».

«Θα τη φέρουμε εις πέρας και αυτή όπως όλες», δήλωσε ο Τύραελ αποφασιστικά. «Η πύλη της νεκρόπολης είναι ήδη ανοιχτή και τα βιμάνα θα προβάλουν από μέσα σαν γιγάντια θεριά. Με αυτά θα συντρίψουμε τον στρατό της βασίλισσας».

«Αρκεί η Κάλι να τηρήσει την υπόσχεσή της», πρόσθεσε η Δανάη.

«Έχεις την αμπούλα μαζί σου;»

Η Δανάη έριξε μια κλεφτή ματιά στη ζώνη της. Δίπλα από τη μαύρη λύρα της, βρίσκονταν σφηνωμένο ένα φουσκωτό σακουλάκι.

«Εδώ την έχω. Απορώ γιατί να μας το δώσει αυτό η Λίλιθ. Είναι απλώς ένα πελώριο πυροτέχνημα».

«Θα το χρησιμοποιήσουμε όταν βγάλουμε τα βιμάνα από την πύλη της Νεκρόπολης. Αυτή θα το δει από μακριά και με αυτό το πυροτέχνημα, θα την ειδοποιήσουμε ότι όλα πήγαν καλά».

«Τα ξέρω όλα αυτά αδελφέ μου», δήλωσε η Δανάη. «Όμως γιατί να την ειδοποιήσουμε; Προφανώς έχει ετοιμάσει κάτι μαζί με τον Πρίγκιπα που δε μας το έχουν πει. Με τρώει η περιέργεια».

Ο Τύραελ της έριξε μια ζωηρή ματιά. «Οι θνητοί λένε ότι η περιέργεια σκότωσε τη γάτα».

Η Δανάη γέλασε μελωδικά με το λογοπαίγνιό του. «Έχεις δίκιο. Δε μας αφορούνε τα πάντα σε αυτόν τον πόλεμο. Γνωρίζουμε μόνο, τα όσα πρέπει να κάνουμε εμείς.

«Τα όσα θα κάνουμε εμείς, είναι το μεγαλύτερο μέρος του σχεδίου», της υπενθύμισε ο Τύραελ.

Ξαφνικά σταμάτησαν. Το θέαμα που αντίκρισαν τους έκοψε την ανάσα. Μία πελώρια πύλη που εξέπεμπε ένα παράδοξο γαλάζιο φως ορθώνονταν μπροστά τους, κάνοντάς τους να μοιάζουνε σαν μυρμήγκια μπροστά της.

«Η πύλη προς την Νεκρόπολη!», δήλωσε η Δανάη κυριευμένη από δέος.

Μια βροντερή φωνή ήταν που τους επανέφερε στην πραγματικότητα.

«Ευχαριστώ για την πληροφορία».

Ο Τύραελ ύψωσε το σπαθί του και η Δανάη έβγαλε αμέσως το τόξο της. Μπροστά τους έστεκε ένας σωματώδης δαίμονας. Ήταν τριπλάσιος σε όγκο από αυτούς και έμοιαζε με ανθρωπόμορφο δράκο. Το δέρμα του ήταν κόκκινο και ξεφύσαγε μικρά σύννεφα φωτιάς από τα ρουθούνια του με κάθε του ανάσα. Και μόνο το ξίφος που κράδαινε, ήταν ίσο σε ύψος με αυτούς.

«Ο Τσου Γιουγκ», μουρμούρισε ο Τύραελ. «Ο δράκος της φωτιάς».

«Τον ξέρεις;», ρώτησε η Δανάη φοβισμένη.

Ο δαίμονας τους κοίταξε απειλητικά. «Ήμουν εκεί μέσα πριν και άκουσα με τα αυτιά μου τη φωνή της βασίλισσας Κάλι να με καλεί, πιστεύοντας ότι ήμουν εσείς οι δύο. Πείτε μου λοιπόν τι ετοιμάζετε, ώστε να το μεταφέρω στη δική μου βασίλισσά και να σας αφήσω να ζήσετε».

Με το που τέλειωσε τη φράση του, ένας σωρός από φωτεινά, άυλα βέλη τον βρήκανε με μιας, κάνοντάς τον να σφαδάζει από τον πόνο.

Έκανε να χιμήξει στους έκπτωτους, μόνο που εκείνοι δεν βρίσκονταν πια σε εκείνο το σημείο. Ύψωσε τα τερατώδη μάτια του και είδε τη Δανάη να τον τοξεύει, πετώντας στον ουρανό.

«Θα σε λιώσω, γατογυναίκα!», την απείλησε με τη βροντερή φωνή του.

Αμέσως τον βρήκε μια μπάλα ηλεκτρισμού, τσουρουφλίζοντάς τον. Έπειτα άλλη μία που τον σώριασε κατάχαμα. Έπειτα άλλη μία. Ο δαίμονας άρχισε να σπαρταρά τραντάζοντας το έδαφος.

Και τότε είδε τον Τύραελ να του χιμάει από ψηλά υψώνοντας το ηλεκτροφόρο σπαθί του. Το μεγάλο χέρι του δαίμονα της φωτιάς όμως, πρόλαβε και γράπωσε τον έκπτωτο. Ο Τσού Γιουγκ, ήταν πλέον έτοιμος να ξεράσει τη φωτιά του πάνω στο ανυπεράσπιστο πια θύμα του.

Πολλά όμως από τα φωτεινά βέλη της Δανάης πρόλαβαν να σκάσουν πάνω στο πρόσωπό του κάνοντάς τον να πονέσει φριχτά και να κλείσει τα μάτια του. Η δυνατή του λαβή χαλάρωσε και ο Τύραελ ελευθερώθηκε. Την επόμενη στιγμή, το σπαθί του Τύραελ καρφώθηκε στον λαιμό του θηριώδους δαίμονα.

Αυτό ήταν. Έπειτα από μερικά λεπτά βροντερών σπασμών, ο Τσου Γιουγκ, έπαψε να αναπνέει.

Η Δανάη προσγειώθηκε δίπλα στον συμπολεμιστή της. «Είσαι καλά αδελφέ μου;», τον ρώτησε.

Ο Τύραελ την κοίταξε χαμογελώντας. «Μπορείς να πεις ότι τα καταφέραμε».

Η Δανάη, χαμογέλασε κι αυτή.

Λίγες ώρες αργότερα, οι δύο έκπτωτοι, βρίσκονταν να περιφέρονται στο πυκνό δίκτυο σπηλαίων που ήταν γνωστό ως Νεκρόπολη. Από τα τοιχώματα ξεφύτρωναν μικρά και μεγάλα κόκαλα, που έμοιαζαν να προέρχονται από τους σκελετούς όλων των πλασμάτων, από όλα τα σύμπαντα. Η θέα τους, προκαλούσε ρίγη ανατριχίλας στα δύο αδέλφια, ενώ μια νοσηρή μελωδία κατέκλυζε τον χώρο δημιουργώντας μια μακάβρια ατμόσφαιρα.

«Τι μουσική είναι αυτή;», αναρωτήθηκε η Δανάη.

Αμέσως, τα τοιχώματα των σπηλαίων άρχισαν να δονούνται από τη φωνή της βασίλισσας Κάλι. Ήταν λες και οι ζωσμένες με κόκαλα σπηλιές, απέκτησαν τη φωνή της.

«Το τραγούδι που ακούτε, είναι το ευαγγέλιο των νεκρών. Το ψιθυρίζουν οι ψυχές των αδικημένων, μέσα από τα τοιχώματα. Αυτή τη στιγμή βρίσκεστε στο εξωτερικό δίκτυο. Για να μπείτε στο εσωτερικό με τους μαύρους πύργους, θα πρέπει να περάσετε τρεις δύσκολες δοκιμασίες».

«Το ήξερα ότι δε θα ήταν τόσο απλό», γκρίνιαξε ο Τύραελ. Έπειτα φώναξε. «Βασίλισσα, στους μαύρους πύργους που λες, βρίσκονται και τα βιμάνα;»

«Βεβαίως», αντήχησε η φωνή της βασίλισσας. «Οι δοκιμασίες που θα περάσετε, έχουν τη μορφή τριών ποταμών. Ο πρώτος είναι γεμάτος σκορπιούς. Ο δεύτερος είναι γεμάτος από αίμα και ο τρίτος είναι γεμάτος τη βλέννα των Κολεόπτερων, που θα κυριαρχήσουν στον υλικό κόσμο μετά τους ανθρώπους».

Ο Τύραελ αντίκρισε την έκφραση της σιχασιάς που καθρεφτίζονταν στο πρόσωπο της αδελφής του.

«Θα τα καταφέρουμε», της ψιθύρισε, νιώθοντας και ο ίδιος το στομάχι του να σφίγγεται από την αηδία.

Έπειτα, απάντησε στη βασίλισσα με βροντερή και γενναία φωνή.

«Είμαστε έτοιμοι».

«Προχωρήστε μπροστά», ήταν η εντολή που τους δόθηκε.




Πολλά ήταν τα μικρά τάγματα των δαιμόνων που στέκονταν παραταγμένα στην κοιλάδα που βρίσκονταν κοντά στην βίλλα του Μπαάλ. Περίμεναν όλοι να τους δοθούν οι νεότερες εντολές από τη θεά Τίαματ και να τις υπακούσουν πρόθυμα. Συνήθως η μικρή της φιγούρα πρόβαλλε στο βάθρο και την άκουγαν να στριγγλίζει με τη παιδική φωνή της τα προστάγματά της, κάνοντάς τους να σκορπίζουν τρομαγμένοι. Έπειτα, ανασυντάσσονταν και πήγαιναν στην κατάλληλη περιοχή, ώστε να τα εκτελέσουν. Οι πιο γενναίοι γύρναγαν προς το βάθρο καθώς έτρεχαν και διέκριναν την μορφή της θεάς να στέκει δίπλα στον θνητό της σύμβουλο, ο οποίος συνήθως την κατσάδιαζε για την αυστηρότητά της.

Ένα πλαστικό τραπέζι με δυο καρέκλες είχε στηθεί στην πλαγιά και σε μικρή απόσταση από το βάθρο, όπου η Τίαματ, μαζί με τον σύμβουλό της –τον Μιχάλη-χάζευαν έναν χάρτη.

«Εδώ», του είπε δείχνοντάς του ένα σημείο σε αυτόν.

«Όχι εδώ», της είπε εκείνος με τρυφερή αυστηρότητα. «Εδώ κοντά έχει χωριό».

«Τότε, εδώ», είπε χαριτωμένα η θεά δείχνοντάς του ένα άλλο σημείο.

«Καλά λες. Μπράβο σου», είπε ο Μιχάλης.

Ο Μιχάλης ύψωσε το βλέμμα του και αντίκρισε την Πολύμνια, που στέκονταν λίγο πιο πέρα καθιστή, γράφοντας με τις σιδερένιες γραφίδες της πάνω σε έναν πάπυρο. Το όμορφο πρόσωπό της, ήταν γεμάτο γρατσουνιές.

Της χαμογέλασε θλιμμένα.

Το δικό της χαμόγελο, ήταν ακόμη πιο θλιμμένο, αλλά και βιαστικό. Απέφυγε γρήγορα το βλέμμα του και στράφηκε πάλι προς τον πάπυρό της.

Λίγα μέτρα πιο μακριά, η δαιμόνισσα Άσταροθ κάθονταν πάνω σε έναν κατακείμενο κορμό μαζί με τον Λαέρτη, χαζεύοντας τη βασίλισσά της καθώς χάρασσε τις στρατηγικές της μαζί με τον θνητό. Ο Λαέρτης είχε ήδη αδειάσει ένα πακέτο τσιγάρα και πήγαινε για δεύτερο, ξεφυσώντας κακόκεφα.

«Αν δε κάνω λάθος, είχες πει ότι θα το κόψεις. Έρχονται στιγμές που επικροτώ αυτό που σας κάνει ο Μπαάλ ώστε να βάζετε μυαλό».

«Άσε μας, βρε Λούσι», είπε ο Λαέρτης. «Μετά από όσα έγιναν, τι περιμένεις να κάνω;»

«Να ηρεμίσεις και να δώσεις τόπο στην οργή. Πάρε παράδειγμα από μένα».

«Εσύ δεν είσαι άνθρωπος. Ούτε έχεις αγαπήσει ποτέ με τον τρόπο που εμείς αγαπάμε».

«Λαέρτη;»

«Λέγε»

«Έχεις ακούσει ποτέ τη θνητή έκφραση που λέει “ξεκόλλα τα μυαλά σου;”»

Του Λαέρτη παραλίγο να του ξεφύγει κάποιο γέλιο.

«Καλά», της είπε τελικά. «Θα αλλάξω θέμα. Με τον Αββαδών τι συνέβη; Ποιος τον έδειρε;»

«Έχει κι αυτός τις στεναχώριες του».

Ο Λαέρτης την κοίταξε γεμάτος έκπληξη.

«Τι νόμιζες, Λαέρτη; Ότι δεν έχουμε κι εμείς οι δαίμονες τα προβλήματά μας; Ο Αββαδών συγκεκριμένα, έχει κι αυτός στεναχώρια που οφείλεται σε κάποια γυναίκα. Προφανώς πάλεψε για να την κερδίσει και –για να σε προλάβω- όχι, δεν ήταν με θνητό. Όλα αυτά τα συμπεράσματα τα έχω βγάλει μόνη μου, εφόσον έχω ειδίκευση στον τομέα των ερωτικών σχέσεων. Ο Αββαδών από μόνος του, δε πρόκειται να μου πει τίποτα και ποτέ. Είναι πολύ κλειστός στον εαυτό του. Καταλαβαίνει με μιας τα δικά σας προβλήματα και πασχίζει να σας ανακουφίσει όσο μπορεί από αυτά, αλλά ο ίδιος για τα δικά του δε μιλάει σε κανέναν».

«Μα ποια μπορεί να ήτανε;», ρώτησε ο Λαέρτης γεμάτος απορία.

Η Λούσι του απάντησε με μια άλλη ερώτηση. «Πιστεύεις στη μετενσάρκωση;»

Ο Λαέρτης έκλεισε τα αυτιά του. «Δε θέλω να ακούσω», παραδέχτηκε.

Η Λούσι γέλασε με ένα πονηρό γελάκι.

Ο Λαέρτης όμως παρέμεινε σκυθρωπός. «Ο κόσμος καταρρέει μετά τις καταστροφές. Το αύριο προβλέπεται αβέβαιο για την ανθρωπότητα. Ο πόλεμος της θεάς συνεχίζεται. Η γυναίκα μου είναι φόνισσα, με έσπασε στο ξύλο και δικηγόρο για το διαζύγιο δε μπορώ να βρω. Έκανα έρωτα με μια δαιμόνισσα που πριν δυο μήνες με έδερνε. Η πράξη αυτή θεωρείται μεγάλη αμαρτία για το τάγμα μου». Η Λούσι τον κοιταξε λοξά. Αυτός το σκέφτηκε για λίγο. «Το οποίο έχει διαλυθεί», πρόσθεσε κοκκινίζοντας. «Και ο Αββαδών που είναι τόσο δυνατός, πόνεσε κι αυτός για μια γυναίκα. Α, επίσης να προσθέσω ότι προσωπικά φέρω σημαντική ευθύνη που ο κόσμος μου υπέστη τόσα δεινά».

Το σατανικό γελάκι της Λούσι, ήχησε και πάλι στα αυτιά του.

«Που είναι το αστείο;», τη ρώτησε θιγμένος.

«Μας κάνεις και φαινόμαστε τόσο αξιοθρήνητοι», είπε η Λούσι μέσα στα γέλια της.

Ο Λαέρτης δε κρατήθηκε. Ξέσπασε κι αυτός σε γέλια. Ήταν γέλια θυμού, λύπης ή χαράς; Δε μπορούσε να το προσδιορίσει. Πάντως τον εκτόνωναν αρκετά.

Ο Μιχάλης τους είδε από μακριά να γελάνε με τη ψυχή τους. Ο Λαέρτης είχε πέσει ανάσκελα, πίσω από τον κατακείμενο κορμό και είχε υψώσει τα πόδια του ψηλά στον αέρα.

«Τι γελάνε αυτοί, ρε;», ρώτησε τη Πολύμνια.

Εκείνη απλώς ανασήκωσε τους ώμους της και συνέχισε να γράφει.




Η νεράιδα που λεγότανε Σαλούνα, εισέβαλε φουριόζα στη σκηνή του Αομπόζου. Τον βρήκε να μελετά κάποια ιερά κείμενα καθισμένος σε ένα τραπέζι, ενώ τα θετά του παιδιά είχαν ήδη κοιμηθεί στα κρεβάτια τους.

Μόλις την αντιλήφθηκε, ύψωσε αμέσως το πελώριο μάτι του και την κοίταξε απορημένος.

«Τι συμβαίνει, Λούνα;»

«Είχες δίκιο», του είπε η νεράιδα ταραγμένη. «Έπρεπε να σε είχαμε ακούσει από την αρχή».

«Ηρέμισε», της είπε ο Αομπόζου καθησυχαστικά. «Πες μου. Τι σε τάραξε τόσο».

«Ο στρατηγός πήγε στη μάχη με τα Ντέηβος και σκότωσε τον Μπορόκιελ».

Το μάτι του δαίμονα καλόγερου γούρλωσε. «Τον φίλο του;»

«Τον φίλο του».

«Τι θα κάνετε εσείς τώρα;»

«Έχω μαζέψει ήδη οχτώ άτομα που ασπάστηκαν τα λόγια σου για τον στρατηγό. Θεωρούν και αυτοί τη δολοφονία του γιου σου άδικη. Θέλουν όλοι τους να πάνε να πούνε δυο λογάκια στον στρατηγό μετά από το έγκλημα που διέπραξε σήμερα. Έλα λοιπόν μαζί μας, Αομπόζου».

«Θα έρθω», δήλωσε αποφασισμένος ο καλόγερος. «Αυτό που έκανε, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Εσύ όμως θα μείνεις εδώ. Θα προσέξεις τα παιδιά μου και όταν ο πόλεμος τελειώσει, θα τα επιστρέψεις στην κόλαση».

Η νεράιδα κυριεύτηκε από αγωνία. «Αομπόζου, γιατί μου τα λες αυτά; Εσύ απλώς θα ταξιδέψεις με τους άλλους για να βρεις τον στρατηγό και να του μιλήσετε. Έτσι δεν είναι; Πες μου σε παρακαλώ ότι μόνο θα του μιλήσετε».

«Οι άλλοι θα του μιλήσουν», της απάντησε ο Καλόγερος. «Εγώ θα τον σκοτώσω».

Η Σαλούνα άρχισε να τρέμει από ταραχή. «Τι είναι αυτά που λες; Εσύ δεν είσαι καν πολεμιστής και αυτός είναι από τους πιο επικίνδυνους. Είναι τρέλα αυτό που θα πας να κάνεις».

«Τότε, απλώς θα του επιτεθώ και θα πεθάνω από αυτόν», δήλωσε ο καλόγερος. «Η οργή που κρύβω μέσα μου για τον άδικο χαμό του γιού μου, θα προλάβει να ηχήσει στα περήφανα αυτιά του για τελευταία φορά πριν με ξεκάνει».

Έπιασε στα χέρια του ένα τσουβάλι και άρχισε να το γεμίζει με προμήθειες για το ταξίδι που τον περίμενε.

«Μην κάνεις καμιά τρέλα, Αομπόζου», τον ικέτεψε η Σαλούνα. «Σκέψου τα σχολεία σου που έχουν γεμίσει πια από παιδιά. Όλα αυτά τα παιδιά σε βλέπουν σαν πατέρα τους. Σκέψου σε παρακαλώ τα παιδιά σου».

Ο Αομπόζου, είχε ήδη το τσουβάλι του έτοιμο και την κοίταξε στα μάτια για τελευταία φορά.

«Να παραδώσεις τα σχολεία και τις παλαίστρες μου στη Θανή, την αδελφή του Μορφέα. Κάνε μου σε παρακαλώ αυτή τη τελευταία χάρη με το που θα γυρίσεις. Η Θανή αγαπάει τα παιδιά όσο κι εγώ και θα γίνει άψογη διδάσκαλος για τα δικά μου».

«Αομπόζου», είπε σπαρακτικά η Σαλούνα καθώς τον είδε να βγαίνει από τη σκηνή του και να χάνεται στο σκοτάδι.

Έριξε μια ματιά στα δύο από τα θετά του παιδιά, που στροβιλίζονταν παραδομένα στον γλυκό τους ύπνο, πάνω στα κρεβάτια τους. Ένα δάκρυ άρχισε να φέγγει στο πρόσωπό της.

«Αομπόζου», ψέλλισε.