? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

44. Αμπζού

Η μεγάλη πύλη άνοιξε και πάλι. Νέοι, πολυάριθμοι δαίμονες πρόβαλλαν από μέσα της. Νέες ορδές κατέκλισαν την κοιλάδα. Η δύναμη και η ισχύς του στρατού αυτού, διαπότιζε κάθε της σημείο.

Η θεά τους αγνάντευε πάνω στο βάθρο σοβαρή.

Τα ρυθμικά βήματά τους βρόνταγαν το χώμα. Κάποιοι από αυτούς προσέγγιζαν την ανθρώπινη μορφή. Άλλοι έμοιαζαν με τέρατα. Κάποιοι ήταν τελείως εκτρωματικοί. Μερικοί δεν συντίθονταν καν από ύλη. Όλοι τους αποτελούσαν μια σουρεαλιστική προσωποποίηση του χρόνου που φρέναρε. Πάνινες κούκλες, τερατώδεις φασουλήδες, αδίστακτοι στρατιώτες, όλοι τους φερμένοι από αλλού.

Σε κάποια απόμερη γωνιά ενός παρακείμενου αλσυλλίου, η Λούσι και ο Λαέρτης χάζευαν κι αυτοί τον στρατό. Το βλέμμα της Λούσι ήταν παγερό, σε αντίθεση με αυτό του Λαέρτη που πρόδιδε δέος από την επιβολή του θεάματος που κυριαρχούσε στη κοιλάδα.

«Αυτή η καινούργια φουρνιά σας, φαίνεται πολύ αποτελεσματική», της είπε. «Κατά πάσα πιθανότητα, οι έκπτωτοι θα τα βρούνε σκούρα με δαύτους».

«Είναι όλοι τους επίλεκτοι», τον πληροφόρησε η Λούσι. «Είναι οι πιο αλλόκοτοι από τους αλλόκοτους. Οι πιο παράξενοι από τους παράξενους. Οι πιο αλλόφρονες από τους τρελούς. Οι νεκρότεροι των νεκρών».

«Χειρότεροι από την Αλίκη, δεν πιστεύω να είναι», διαπίστωσε σοβαρός ο Λαέρτης, παρόλο που προσπάθησε να το εκφέρει ως αστείο.

Η Λούσι, δε γέλασε.

Αμέσως μόλις σταμάτησε ο πελώριος στρατός μπροστά στο ύψωμα στο οποίο στέκονταν η θεά, ακούστηκε η φωνή της, να αντηχεί στη κοιλάδα με πυγμή.

«Στρατοπεδεύστε».

Την υπάκουσαν άμεσα.



Ο Τύραελ, έκανε τη μεσημεριανή του περιπολία γύρω από το μεγάλο στρατόπεδο των εκπτώτων, όταν διέκρινε μια θαμπή κουκίδα να κινείται στο βάθος των λόφων. Πλησίαζε προς το μέρος του με γοργό βήμα.

«Ποιος είσαι;», φώναξε όσο πιο δυνατά μπορεί. Περίμενε ο απρόσκλητος επισκέπτης να τον ακούσει και να του δώσει κάποια απάντηση.

Πράγματι, η απάντηση ήρθε και έμοιαζε να είναι φερμένη από το υπερπέραν.

«Είμαι ο Φόβος, ο ταγματάρχης που βρίσκονταν μέχρι χθες, δίπλα στον στρατηγό Ασμοδαίο. Έρχομαι ειρηνικά. Θέλω να σας μεταφέρω ένα μήνυμα από τη βασίλισσα».

Ο Τύραελ δεν απάντησε. Γέμισε από έκπληξη και περιέργεια. Άφησε τον δαίμονα να πλησιάζει, αλλά καλού κακού ύψωσε το ηλεκτροφόρο ξίφος του, έτσι ώστε να φαίνεται ότι είναι σε ετοιμότητα.

Κάποια στιγμή, τα χαρακτηριστικά του δαίμονα άρχισαν να διαγράφονται. Είχε πλησιάσει αρκετά.

«Σταμάτα εκεί που βρίσκεσαι», φώναξε ο Τύραελ.

Ο δαίμονας υπάκουσε.

«Σε ακούω. Πες μου το μήνυμα που φέρνεις».

Η φωνή του Φόβου, ακούστηκε δυνατή. «Η βασίλισσα έχει δυσαρεστηθεί για την πανωλεθρία που υπέστη ο στρατός μας μετά την επιχείρησή σας. Προτείνει λοιπόν στον Πρίγκιπα, μια τελική μάχη. Μια κατά μέτωπο επίθεση των στρατών μας. Δεν έχει νόημα να του το μεταφέρω προσωπικά, καθώς η βασίλισσα, μου είπε ότι αυτός πρόκειται να δεχτεί την πρότασή της».

«Πολλά ξέρει η βασίλισσα», μουρμούρισε με σαρκασμό ο Τύραελ. Έπειτα φώναξε και πάλι δυνατά προς τον αγγελιοφόρο των δαιμόνων. «Θα του μεταφέρω εγώ το μήνυμα σας. Πες μου απλώς το μέρος στο οποίο πρέπει να μεταφερθούμε».

Η απάντηση τον εξέπληξε.

«Στην κρυμμένη κοιλάδα της Κάρνταβας».

Ο Τύραελ έμεινε για λίγο σιωπηλός. «Υπάρχει στα αλήθεια αυτή η κοιλάδα;», ρώτησε τελικά.

«Ναι, έκπτωτε», τον διαβεβαίωσε ο Φόβος. «Θα αφήσω εδώ που βρίσκομαι έναν χάρτη, αν και η βασίλισσα μου διαβεβαίωσε ότι ο Πρίγκιπας γνωρίζει την τοποθεσία. Μπορείς να έρθεις να τον πάρεις με το που θα φύγω».

«Πες τη βασίλισσα ότι θα μεταφέρω το μήνυμα σου στον Πρίγκιπα, αλλά δε μπορώ να ξέρω την απάντηση», φώναξε ο Τύραελ.

«Μείνε ήσυχος», είπε ο Φόβος. «Θα δεχτεί. Είναι δεδομένο. Χαίρε λοιπόν, έκπτωτε. Εγώ αποχωρώ. Πράξε όπως πρέπει».

Λέγοντάς τα αυτά, ο Φόβος γύρισε και άρχισε να απομακρύνεται. Ξεμάκραινε και γίνονταν σιγά-σιγά και πάλι, μια κουκκίδα στον ορίζοντα.

«Ξέρετε εσείς και δεν ξέρω εγώ», μουρμούρισε θυμωμένος ο Τύραελ. Μετά από λίγο, κατευθύνθηκε προς το σημείο που ο δαίμονας πέταξε τον πάπυρο με τον χάρτη.



Η κάμερα ανοίγει.

Η μορφή του ρεπόρτερ Λάμπρου Νταλακώστα, αναδύεται μέσα από τα παράσιτα. Πίσω του απλώνεται μια συστάδα από ιτιές. Ο ρεπόρτερ φαίνεται αγνώριστος. Τα μαλλιά του έχουν πάρει μια γκριζωπή απόχρωση. Το πρόσωπό του είναι ανέκφραστο, λες και έχει υποστεί κάποια πρόσφατη νευρική κατάρρευση. Η φωνή του είναι κενή και γαλήνια, περιβαλλόμενη από το πέπλο μιας ανορθόδοξης υπαρξιακής ηρεμίας που τον έχει τυλίξει.

«Κυρίες και κύριοι, η κοιλάδα που βρίσκεται πίσω από αυτόν τον λόφο, είναι γεμάτη από τα τέρατα που ευθύνονται για την καταστροφή του κόσμου μας. Όσο βρισκόμασταν πάνω στο ελικόπτερο, ακούσαμε μια φωνή που έμοιαζε κοριτσίστικη να τους προστάζει κάτι το μονολεκτικό. Ίσως πρόκειται για αυτή την Τίαματ, τη θεά που ζημίωσε τόσο πολύ τον πλανήτη μας. Δυστυχώς δε μπορέσαμε να πλησιάσουμε στο μέρος περισσότερο και να έχουμε πλάνα, διότι δε θέλαμε να το ρισκάρουμε περισσότερο. Χθες ήρθαμε αντιμέτωποι με μια εικόνα που μας συγκλόνισε. Χθες…»

Ο Νταλακώστας ξεφυσάει και χαμηλώνει το βλέμμα του.

«Κλείσ’ το Μπάμπη», μουρμουρίζει. «Κλεισ’ το, κλείσ’ το, κλεισ’ το».

Η κάμερα κλείνει.



Η μέρα έδωσε τη θέση της στο σκοτάδι. Το σκοτάδι, έθεσε σε λήθαργο το τοπίο. Κάποια στιγμή κατά τις μικρές ώρες, η φύση άρχισε να σείεται ανέμελα, στο τελευταίο αεράκι της νύχτας, έτοιμη να υποδεχτεί το χάραμα.

Το φεγγάρι και ο ουρανός που μπλέδιζε στην ανατολή, έδιναν στο τοπίο μια ονειρική υφή και έκαναν το μεγάλο ξέφωτο να μοιάζει με μια ασημένια σκηνή θεάτρου. Θεατές του ήταν οι πολυάριθμοι δαίμονες που έστεκαν συγκεντρωμένοι μέσα σε αυτό, σχηματίζοντας έναν πελώριο κύκλο. Ο Μιχάλης διέκρινε με την άκρη του ματιού του όσους παραφύλαγαν κρυμμένοι στις σκιές των δέντρων, μέσα στις μαύρες ρωγμές που κάλυπτε αναποτελεσματικά ο χώρος του υλικού κόσμου. Δίπλα του, ο Λαέρτης έδειχνε προσηλωμένος περισσότερο στο κέντρο του κύκλου, εκεί που οι δύο πέτρινοι ορθογώνιοι νεκροδόχοι αναδείκνυαν τα περήφανα και αναλλοίωτα σώματα του Ασμοδαίου και του Άζαζελ. Είχε έρθει πια το πλήρωμα του χρόνου, οι δύο από τους αιώνια πιστούς ακόλουθους της θεάς του χάους, να κηδευτούν ο ένας στο πλάι του άλλου και να τους απονεμηθούν οι τιμές που τους άξιζαν από την ίδια.

Ο αρχικός της στόχος, ήταν να αποχαιρετήσει με την επίσημη αυτή τελετή τον Άζαζελ, όταν έπαιρνε επίσημα τον θρόνο της πίσω. Το σώμα του βυθίστηκε στη δεξαμενή διατήρησης που κυριαρχούσε στη μυστική κρύπτη του Αββαδών και έτσι, ο πιστός αυτός ακόλουθος, έμεινε εκεί να περιμένει καρτερικά τη λήξη ενός πολέμου που ο θάνατος τον απέτρεψε βίαια από το να τον ενισχύσει με τη ρώμη του. Όταν όμως ο θάνατος βρήκε και τον Ασμοδαίο, τότε τα δεδομένα άλλαξαν. Η θεά του χάους πήρε την απόφαση να τους κηδέψει και τους δύο μαζί, στον κόσμο που θα φιλοξενούσε την τελική σύγκρουση που θα την οδηγούσε και πάλι στον θρόνο. Εκεί, κάτω από τα αστέρια, μέσα στην αγκαλιά μιας απόλυτης νύχτας που ο ιστός της έσπαγε από τα απόμακρα, πένθιμα ουρλιαχτά των λύκων και τον ανεπαίσθητο βόμβο των εντόμων που αρνούνταν τη σιγαλιά της.

Οι δαίμονες υποκλίθηκαν καλωσορίζοντας τη θεά του χάους καθώς πρόβαλλε με την επίσημη ενδυμασία της: Μια ημιδιαφανή χλαμύδα που αποκάλυπτε αρκετά το εφηβικό της σώμα και ολόχρυσα σανδάλια που αγκάλιαζαν τα μικρά της πόδια. Τα ολόξανθα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια αριστοκρατική κοτσίδα, αφήνοντας ελεύθερο το κοφτερό και περήφανο βλέμμα της να πλανάται στο λιγοστό φως των δαυλών και στο αμυδρό ασημί επίχρισμα των φυλλωσιών, που θρόιζαν ανεπαίσθητα μοιρολογώντας τους δυο ήρωες.

Η θεά στάθηκε μπροστά στα πέτρινα φέρετρα, στα δύο εκείνα περιβλήματα των γενναίων ψυχών που θα απελευθέρωνε μέσα στις επόμενες στιγμές προσφέροντάς τες στην αγκαλιά της άυλης αιωνιότητας.

Ύψωσε το χέρι της.

Οι δαίμονες υποκλίθηκαν ελαφρά.

Μια γαλαζωπή φλόγα φούντωσε από το πουθενά, καλύπτοντας τα σώματα των νεκρών ηρώων. Δεν τα έκαιγαν, απλώς τα βύθιζαν εντός τους και τα εξαΰλωναν αργά-αργά.

Το πλήθος των δαιμόνων παρέμενε σιωπηλό. Οι λέξεις υπάρχουν μόνο όταν ο χρόνος έχει κάποιο σκοπό, όταν κυλάει μπροστά διαγράφοντας την όψη του αγνώστου. Οι ιερές εκείνες στιγμές όμως, στριφογύριζαν αναπλάθοντας τον εαυτό τους παραδομένες στο ψυχρό γαλάζιο φως της φωτιάς.

Ύψωσε το βλέμμα της στον ουράνιο θόλο, εκεί που εισέβαλλε δειλά η χαραυγή.

Οι δαίμονες σήκωσαν κι αυτοί τα κεφάλια τους.

Ένα από τα αστέρια έσκασε σαν μπαλόνι, αθόρυβα και αναπάντεχα, λούζοντας τον ουρανό με αναρίθμητα φλεγόμενα ρυάκια, σαν ένα μεγαλειώδες πυροτέχνημα που χάρασσε στο σύμπαν το φασματικό βομβαρδισμό του.

Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης, ευχήθηκαν από μέσα τους να μη ζημιώθηκαν κατοικήσιμοι πλανήτες από τη συγκεκριμένη εκδήλωση του πένθους της θεάς.

Κοίταξε τα παραδομένα στις γαλάζιες φλόγες σώματα των δυο πιστών της ακολούθων.

«Πάτε… στον Αμπζού», τους πρόσταξε καθώς είχαν ξεθωριάσει σχεδόν εντελώς και απέμενε μόνο το αχνό διάγραμμά τους να θυμίζει τη μορφή που είχανε όσο ήταν ζωντανοί.

Τότε οι φλόγα φούντωσε απότομα. Κάλυψε εντελώς τα πέτρινα φέρετρα σκορπίζοντας ένα βουβό διφορούμενο τραγούδι που όλοι οι παραβρισκόμενοι ένιωθαν, αλλά κανείς τους δεν το άκουγε.

Μια φιγούρα ξεπρόβαλλε μέσα στις φλόγες. Ένας επισκέπτης από μακριά που ήρθε να απευθύνει κι αυτός το ύστατο χαίρε στους δύο ήρωες. Ένα έφηβο αγόρι πλαισιωμένο από τη γαλάζια φλόγα. Ένα αγόρι. με βλέμμα βασιλιά.

Οι δαίμονες έπεσαν στα γόνατα. Ο Μιχάλης και ο Λαέρτης τους μιμήθηκαν, έχοντας αντιληφθεί αντανακλαστικά, ότι το μικρό εκείνο αγόρι αντιπροσώπευε μία ασύλληπτη για τον ανθρώπινο νου αξία.

«Είναι ο Αμπζού», ακούστηκε μία γνώριμη φωνή πίσω τους.

Ο Μιχάλης και ο Λαέρτης, γύρισαν έτσι όπως ήταν γονατιστοί και αντίκρισαν τη μορφή του Αββαδών, καθώς ο δαίμονας αυτός, είχε ήδη γονατίσει ευλαβικά μαζί με όλους τους άλλους.

Ο Μιχάλης στράφηκε και πάλι μπροστά για να δει τον προαιώνιο σύντροφο της Τίας. Η Τία απέφευγε να του μιλήσει γι’ αυτόν, καθώς η ανάμνησή του τη γέμιζε με δυσάρεστα συναισθήματα, ακατάληπτα από τον άνθρωπο. Ποτέ δε περίμενε όμως ότι ο νεκρός αγαπημένος της που περιγράφονταν απ’ όλους ως ένα πανίσχυρο πλάσμα, ήταν απλώς ένα αγοράκι, όχι πολύ μεγαλύτερο σε ηλικία από αυτή.

Τους είδε να αγγίζει ο ένας το χέρι του άλλου και να κοιτάζονται τρυφερά. Ο Αμπζού μέσα στη γαλάζια φλόγα και η Τίαματ απέξω. Οι παλάμες τους ενώνονταν εκφράζοντας τον άχρονο και ανεξίτηλο δεσμό που τους συνέδεε.

Η ζεστή φωνή του Αββαδών, ακούστηκε και πάλι από πίσω του. Απευθύνονταν σε αυτόν και στο Λαέρτη και προσπαθούσε να εκφράσει με αντιληπτούς όρους τη δυσβάσταχτη ιερότητα της μεγαλειώδους εκείνης στιγμής.

«Ιδού ο Αμπζού. Ο απόμακρος ωκεανός που συντρόφευσε την Τίαματ πριν δημιουργηθεί ο χρόνος και ο χώρος. Βασίλεψαν μαζί πάνω στο απόλυτο κενό, παρέα με τα παιδιά τους. Τα παιδιά τους εκείνα, θεωρήθηκαν από τον θεό της τάξης ως καταστροφικά για το σύμπαν που ήθελε να κατασκευάσει. Προσέγγισε λοιπόν τον Αμπζού και ζήτησε τη βοήθειά του σε αυτό που σκόπευε να κάνει. Ο Αμπζού ενθουσιάστηκε με την ιδέα τόσο πολύ, που άρχισε ο ίδιος να σκοτώνει ένα-ένα τα παιδιά του, κρυφά από την Τίαματ. Όσα περισσότερα από αυτά σκότωνε όμως, τόσο περισσότερο μειώνονταν η δύναμή του. Η δύναμη της Τίαματ, μειώνονταν εξίσου. Τότε, ο Αμπζού θεώρησε ότι αν οι δυο τους καταντούσαν να είναι εντελώς ανίσχυροι απέναντι στον θεό της τάξης, ίσως να κυνδινεύανε από αυτόν. Σκέφτηκε κάπως επιπόλαια λοιπόν και επέλεξε να πεθάνει από τα τελευταία ζώντα παιδιά του. Με τον τρόπο αυτό, οι δυνάμεις του θα πέρναγαν στη σύντροφό του. Έτσι κι έγινε. Λαβώθηκε από τα τελευταία των πλασμάτων που δημιούργησε και κατέληξε να ξεψυχήσει μέσα στην αγκαλιά της Τίαματ. Από τότε, η θεά του χάους μίσησε τον θεό της τάξης, γιατί τον θεώρησε υπεύθυνο για τον θάνατο του συντρόφου της. Ορκίστηκε λοιπόν, να καταστρέφει συνεχώς το σύμπαν που αυτός θα έφτιαχνε, μέχρι να τον κουράσει και να τον ωθήσει στο να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια. Επί άπειρες μέρες, οι δύο πανίσχυροι θεοί μάχονταν με πείσμα ο ένας τον άλλον. Ο θεός της τάξης έφτιαχνε σύμπαντα και η θεά Τίαματ τα κατέστρεφε ολοκληρωτικά, μαζί με τα όλα τα δημιουργήματά του που κατοικούσανε εντός τους. Με αυτό τον τρόπο, η βασίλισσά μας έπαιρνε την εκδίκησή της για τα αδικοχαμένα της παιδιά και για τον θάνατο του Αμπζού. Μην έχοντας κάποιον να παίζει πια μαζί της και για να μη πεθάνει από τη μοναξιά που τη μάστιζε, έπλασε τους 11 μέσα από την ουσία της, ώστε να την κρατάνε συντροφιά. Από την άλλη, ο θεός της τάξης έφτιαξε εμάς, τα πλάσματα των μύθων και των παραμυθιών. Θεώρησε την πρώτη του απόπειρά αυτή ως αποτυχημένη, εφόσον δεν μας εμπιστεύονταν ως ακόλουθους που θα του ήμασταν υπάκουοι. Κάποιοι θεωρούν το να μας δώσει στην Τίαματ ως μια κίνηση διπλωματίας από πλευράς του. Άλλοι πάλι λένε ότι ίσως να το έκανε γιατί και ο ίδιος αισθάνονταν κάπως υπεύθυνος για τον πόνο της. Όπως και να έχει πάντως, η βασίλισσά μας, μας υποδέχτηκε στο βασίλειό της και μας έδωσε στέγη. Με αυτό τον τρόπο, ο θεός της τάξης έστρεψε το ενδιαφέρον της προς εμάς και μπόρεσε πια να φτιάξει το σύμπαν του ανενόχλητος».

Ο Μιχάλης άκουγε μαγεμένος την αφήγηση του δαίμονα, καθώς το βλέμμα του δεν έλεγε να ξεκολλήσει από την παράδοξη εικόνα των δύο εκείνων πανίσχυρων πλασμάτων που άγγιζε το ένα το άλλο και κοιτάζονταν στα μάτια, δίχως να φαίνεται να έχει ελπίδα τίποτα μέσα στο υπαρκτό σύμπαν να τους χωρίσει. Σύντομα άρχισαν να διαγράφονται δύο σκιές μέσα στη γαλαζωπή φλόγα που περιέβαλε τον Αμπζού. Από μία σε κάθε του πλευρό. Οι σκιές αυτές, άρχισαν δειλά-δειλά να αποκτούν υπόσταση, καθώς τα γνώριμα χαρακτηριστικά τους έρχονταν προς το φως. Ήταν ο Άζαζελ και ο Ασμοδαίος, που πλέον είχαν πάρει τη θέση τους δίπλα στον προαιώνιο σύντροφο της βασίλισσάς τους. Χαμογελούσαν και οι δύο.

Η φλόγα έσβησε απότομα, σαν να μην υπήρξε ποτέ. Οι δαίμονες σηκώθηκαν όρθιοι, ενώ η βασίλισσά τους έμεινε για λίγο ακόμη με το μικρό της χέρι απλωμένο, αδυνατώντας να δεχτεί το γεγονός ότι ο σύντροφός της την εγκατέλειψε για μία ακόμη φορά. Έπειτα παραιτήθηκε και στράφηκε πάλι προς το πλήθος. Στα μάτια της έφεγγαν τα δάκρυά της.

Ο Μιχάλης στράφηκε και πάλι στον Σεθ Άμπα, τον δαίμονα Αββαδών.

«Χθες προσπάθησα να την πείσω να μη συμμετέχει προσωπικά στη μάχη με τον Λούσιφερ, γιατί αυτός μου έσωσε τη ζωή. Σήμερα, αφού άκουσα την ιστορία σου, αρχίζω να βγάζω το συμπέρασμα ότι όντως, ο Λούσιφερ και οι έκπτωτοι τη σκότωσαν εσκεμμένα οπλίζοντας το δικό σας χέρι. Προφανώς ήταν βαλτοί από τον θεό της τάξης και λειτούργησαν ως πράκτορες πουλώντας σας όλα αυτά τα φούμαρα περί ελεύθερης βούλησης».

Ο Μιχάλης σκόπευε να πει κι άλλα, ωστόσο ο Λαέρτης φρόντισε να τον διακόψει.

«Μη τα λες αυτά, Μιχάλη. Ανήκω σε ένα τάγμα που πρόσκειται στον θεό της τάξης. Σύμφωνα με εμάς, ο θάνατος της Τίαματ του στοίχησε πολύ. Δε θα μπορούσε ποτέ να επιδιώξει κάτι τέτοιο».

«Για την ακρίβεια τρελάθηκε», πρόσθεσε ο Αββαδών. «Όταν πέθανε η βασίλισσά μου, αυτός έχασε τα λογικά του. Γνώρισα όμως και τον Πρίγκιπα και μπορώ να σας εγγυηθώ ότι οι προθέσεις του ήτανε πάντοτε αγνές. Πιστεύει πραγματικά στην ελεύθερη βούληση και ουδέποτε είχε την πρόθεση να τη χρησιμοποιήσει ως όπλο για να σκοτώσει τη βασίλισσα και να της πάρει τον θρόνο».

«Θέλω να πιστεύω ότι έχετε δίκιο», είπε ο Μιχάλης σκεφτικός.



Την επόμενη μέρα, ο στρατός των δαιμόνων, βρίσκονταν στημένος μπροστά στο βάθρο, παραταγμένος σαν μια συμμετρική παραλληλόγραμμη θάλασσα που καρτερούσε τη θεά.

Πάνω στο φυσικό εκείνο ύψωμα, πολύ κοντά στον γκρεμό, έστεκαν η Λούσι και ο Σεθ Άμπα. Έμεναν σιωπηλοί να κοιτάζουν το πλήθος και περίμεναν κι αυτοί τη βασίλισσά τους.

Εκείνη πρόβαλλε μέσα από τις φυλλωσιές παρέα με τον Μιχάλη. Δεν μιλιόντουσαν. Έδειχναν να είναι θυμωμένοι ο ένας με τον άλλον. Η Τίαματ, φορούσε ακόμη την επιβλητική χλαμύδα της. Τους συνόδευε μία μικρή ομάδα από χαμοδράκια. Ήταν μικρά πλάσματα καλυμμένα εξολοκλήρου από ένα κατάμαυρο τρίχωμα. Το κεφάλι τους ήταν σφαιρικό και δύο μάτια μόνο έφεγγαν στο πρόσωπό τους, λαμπιρίζοντας σαν στρογγυλές, πύρινες χάντρες.

Ο Μιχάλης σταμάτησε, ενώ το τσούρμο από τα χαμοδράκια συνέχισε να συνοδεύει τη βασίλισσα προς το βάθρο. Λίγο πριν φτάσει εκεί, άκουσε τη φωνή του πίσω της. Ήταν η πρώτη φορά που την άκουσε τη μέρα εκείνη. Από το πρωί ήταν και οι δυο τους μουτρωμένοι μεταξύ τους .

«Φρόντισε να τους πεις κάτι το σπουδαίο. Προσπάθα επιτέλους να γίνεις λιγάκι σωστή μαζί τους. Αν και γι’ ακόμη μια φορά, αισθάνομαι ότι μιλάω σε ντουβάρι».

Τον κοίταξε φευγαλέα, δειλά και χαμήλωσε το βλέμμα της αμέσως. Θυμήθηκε τα επώδυνα χαστούκια που της έδωσε την προηγούμενη μέρα. Το παράπονο φούντωσε μέσα της και θέλησε να κλάψει. Συγκρατήθηκε όμως και πλησίασε προς το βάθρο σιωπηλή.

Οι δαίμονες γονάτισαν όλοι με το που την αντίκρισαν.

Η θεά μίλησε.

«Σας ευχαριστώ».

Έκπληξη απλώθηκε παντού και έζωσε τους πάντες. Ήταν δυνατόν η θεά να εκστόμισε μια τέτοια λέξη; Υπήρξε ποτέ μια τέτοια λέξη στο λεξιλόγιό της; Τα μάτια όλων τους γούρλωσαν.

«Είστε γενναίοι. Όλοι σας».

Τα λόγια της έμοιαζαν με βάλσαμο στις ψυχές τους. Ίσως δεν ήταν η βασίλισσα αυτή που τους τα απεύθυνε. Ίσως ξεγελιόντουσαν από κάποια οπτασία, ή από κάποιο αφύσικο ομοίωμα.

Η Λούσι κοίταζε με έναν τρόπο που φανέρωνε την κατάπληξή της. Σίγουρα δεν ήταν μια φυσιολογική έκφραση του συναισθήματος, αυτού, ωστόσο η στάση της το μαρτυρούσε. Δίπλα της, ο Αββαδών, χαμογελούσε περήφανος.

Η θεά χαμήλωσε το βλέμμα της. «Συγνώμη… για όλα… Δεν έπρεπε… να παίξω…».

Οι πάντες σφυροκοπήθηκαν από τη νέα αυτή δήλωση. Ήταν ό,τι πιο απρόσμενο είχαν ακούσει ποτέ από τη βασίλισσά τους.

Οι δαίμονες έσκυψαν ταπεινά. Όλοι τους αισθάνονταν το ίδιο πράγμα. Ο καθένας με τον τρόπο του βέβαια, αλλά πάντως ήταν το ίδιο σε όλους. Και ήταν οι τύψεις. Η θεά τους ζήταγε συγνώμη. Η θεά που κάποτε αυτοί ξεσκίσανε και σκότωσαν βάναυσα, είτε άμεσα, είτε συμβάλλοντας προς αυτή τη σκληρή απόφαση. Η ευθύνη τους βάραινε όλους αβάσταχτα. Εκείνες τις στιγμές, τα λόγια της τους είχαν συγκλονίσει. Τους έκαναν να αισθανθούν άσχημα για το θάνατό της.

«Συγνώμη», επανέλαβε και πάλι η θεά.

Οι πιο ευαίσθητοι από τον στρατό της, δάκρυσαν.

Ήταν μία από τις πιο ιερές στιγμές της αιωνιότητας. Ήταν η στιγμή, που η Τίαματ κέρδισε κάτι που δε μπόρεσε να κερδίσει ποτέ ως τότε: Την αγάπη των ακολούθων της.

Ο Μιχάλης άρχισε να χειροκροτεί. Ήταν μία θνητή εκδήλωση θαυμασμού και συγκίνησης, που ήξερε ότι κανείς άλλος από τους παραβρισκόμενους δε θα την ακολουθούσε. Δεν τον ένοιαζε όμως.

Η βασίλισσα Τίαματ, μόλις είχε κερδίσει την αγάπη των ακολούθων της.

Μία δυνατή φωνή, ακούστηκε μέσα από το πλήθος, ταράζοντας τη σιωπή.

«Ζήτω η βασίλισσα!»

Πολλές ακόμη φωνές ακολούθησαν. Ενωμένες σε μια ενθουσιασμένη εκδήλωση λατρείας.

«Ζήτω η βασίλισσα!»

Η κοιλάδα συνταράχτηκε, από όλο το πλήθος, που ακολούθησε το σύνθημα ανασύροντας το από τις αθάνατες επί μέρους ψυχές και βροντώντας το παντού σαν κεραυνό που έσχιζε τη γαλήνια σιωπή του υλικού κόσμου.

«Ζήτω η βασίλισσα!»



Ήδη τη νύχτα εκείνη, μερικά από τα τάγματα, επισκέφτηκαν την κοιλάδα της Κάρνταβας και άρχισαν να στήνουν σκηνές, ξεκινώντας από τη πιο μεγάλη και πιο επιβλητική απ’ όλες. Ήταν η σκηνή της βασίλισσας.

Μικρές φωτιές έκαιγαν στο βάθος του ορίζοντα, μοιάζοντας σαν φωτάκια που επέπλεαν στο σκοτάδι. Ήταν οι πρώτες ομάδες εκπτώτων, που κάνανε τις αντίστοιχες εργασίες εκεί μακριά, προετοιμάζοντας κι αυτοί το έδαφος για την οριστική σύγκρουση των στρατών.

Ήταν θέμα χρόνου να χυθεί αθάνατο αίμα, ολόκληρα ποτάμια από το ζωτικό αυτό υγρό που έμελλαν να ποτίσουν τα χώματα εκείνου του τόπου. Ενός τόπου που ξεφύτρωσε από το πουθενά και προορίζονταν να γίνει ιερός.

Η τελική σύγκρουση ήταν κοντά. Απείχε μια ανάσα από το έναυσμα. Ο Τίστος, το ψηλό εκείνο βουνό, επρόκειτο να αντικρύσει τη πιο κρίσιμη μάχη των αιώνων.



Στη βίλλα του Μπαάλ, τα φώτα σβήσανε ένα-ένα. Ο Μιχάλης είχε ήδη αποκοιμηθεί. Είχε παραδοθεί σε έναν ανήσυχο ύπνο. Όπλες από μαύρους πήγασους και κλαγγές μεταλικών όπλων συντρόφευαν τα όνειρά του. σιδερένια γάντια δαιμόνων και κομμένα φτερά εκπτώτων στροβιλίζονταν γύρω από ένα μικρό κομμάτι χλοερού εδάφους. Εκεί ήταν που πρόβαλλε μία μικρή μορφή.

Προχωρούσε με το βήμα ταχυδακτυλουργού που ανεβαίνει στην εξέδρα, για να αντικρίσει το πλήθος. Μόνο που η συγκεκριμένη μορφή, έμοιαζε να έχει την πρόθεση να αντικρίσει μόνο αυτόν. Ύψωσε το βλέμμα της. Ήταν απλώς ένα αγόρι, με κοφτερή ματιά. Ήταν ο Αμπζού.

Του χαμογέλασε. Σήκωσε το χέρι του και τον χαιρέτησε. «Ευχαριστώ», έμοιαζαν να λένε τα χείλη του. Δεν ακούγονταν καλά.

Ο Μιχάλης άνοιξε τα μάτια του και διέκρινε το σκοτεινό ταβάνι του δωματίου του. Έπειτα, άλλαξε πλευρό και συνέχισε τον ύπνο του.



«Είναι το τελευταίο βράδυ μας στη βίλλα του Μπαάλ», διαπίστωσε η Λούσι παγερά. Κοίταξε τον Λαέρτη που χάζευε το ποτήρι με το ουίσκι του προβληματισμένος. Το ανάδευε ελαφρά και τα παγάκια κουδούνιζαν στο γυαλί.

«Αν θες, μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε κατάλληλα», του πρότεινε πονηρά.

Ο Λαέρτης της χαμογέλασε. Σηκώθηκε και την πλησίασε. Τη χάιδεψε στο μάγουλο που έχασκε κατάλευκο κάτω από το μαύρο βέλο της. Τη φίλησε στο στόμα τρυφερά.

Εκείνη τύλιξε τα χέρια της με απάθεια γύρω από τον λαιμό του. Η απάθειά της όμως ήταν μόνο φαινομενική.

«Δε θα σε ξαναδώ όταν όλα τελειώσουν», δήλωσε αυτός χαμογελώντας θλιμμένα. «Θα φύγετε και θα γυρίσετε πίσω. Θα είμαι μόνος και το μόνο που θα μπορώ να κάνω πια, είναι να αναπολώ τη ψυχρή αγκαλιά σου».

Η Λούσι χαμήλωσε το βλέμμα της και απομακρύνθηκε για λίγο.

«Έχω κάτι για σένα», είπε και άνοιξε το ντουλάπι ενός σύνθετου. Από μέσα, έβγαλε δύο ξύλινα κουτιά με κομψή διακόσμηση από ανάγλυφες παραστάσεις στα καπάκια τους. Το ένα ήταν πολύ μικρότερο από το άλλο.

Τα τοποθέτησε πάνω στο μεγάλο τραπέζι.

«Τι είναι αυτά;», ρώτησε ο Λαέρτης γεμάτος περιέργεια.

Η Λούσι του έδειξε το μικρό κουτί.

«Αυτό είναι ένα δώρο από μένα για σένα», του είπε. «Θέλω να το πάρεις στο φορτηγάκι και να φροντίσεις να μη το χάσεις από τα μάτια σου».

Ο Λαέρτης την πλησίασε ενθουσιασμένος. Το πήρε στα χέρια του, κοιτάζοντάς το με προσμονή.

«Δεν ήταν ανάγκη», της είπε. «Μπορώ να το ανοίξω;»

«Βεβαίως και μπορείς».

Το άνοιξε. Ήταν μία περγαμηνή, διπλωμένη στα δύο, που πάνω της ήταν γραμμένη μία φράση, σε μία αρχαία γλώσσα που γνώριζε καλά. Ο Λαέρτης κατάλαβε. Ήταν μία ακόμη επίκληση, την οποία καλούνταν να διαβάζει όποτε ένιωθε μοναξιά. Η Λούσι θα εμφανίζονταν αμέσως για να του κάνει παρέα. Θα έρχονταν από τη κόλαση, μόνο για χάρη του. Ο Λαέρτης ήταν ένας άνθρωπος που κατάφερε να μείνει αλώβητος ως προς τις πεποιθήσεις του, παρά το γεγονός ότι πλέον έτρεφε έντονα συναισθήματα για τη δαιμόνισσα που θεωρούνταν το πιο αμαρτωλό πλάσμα στο σύμπαν. Εκείνη του το επέτρεψε αυτό. Γιατί έτσι τον προτιμούσε. Σαν ένα ευγενικό και σοφό άνθρωπο, που παρέμενε αφοσιωμένος στις αξίες του. Η πίστη του προς το θεό της τάξης και τους αγγέλους δε στέκονταν προφανώς εμπόδιο στην εκτίμηση που του έτρεφε. Όσο για τα αισθήματά αυτουνού προς αυτήν, αυτά θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν απλώς με δύο λέξεις: Κόκκινη κόλαση.

«Είσαι από τα καλύτερα πράγματα που μου έχουν συμβεί στη ζωή μου», της δήλωσε χαμογελώντας.

«Σε ευχαριστώ», του είπε. Ψυχρά μεν, ωστόσο δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι το εννοούσε.

Ο Λαέρτης στράφηκε προς το μεγάλο κουτί. «Αυτό πάλι, τι είναι;»,τη ρώτησε.

«Είναι ένα δώρο της βασίλισσάς μου προς τον Μιχάλη», απάντησε η Λούσι. «Πρέπει να του το δώσεις όταν όλα τελειώσουν και πάρει τον θρόνο της πίσω. Δε γνωρίζω ούτε εγώ το περιεχόμενό του, γιατί της έδωσα το λόγο μου ότι δε θα το ανοίξω. Και σε παρακαλώ, να μην το κάνεις ούτε εσύ. Η εντολή που μου έδωσε η βασίλισσα, είναι να το ανοίξει μόνο αυτός».

«Βεβαίως», είπε ο Λαέρτης ζωηρά. «Μην ανησυχείς γι’ αυτό». Έπειτα όμως φορτίστηκε από ανησυχία. Έδειξε να προβληματίζεται με ένα στενάχωρο τρόπο.
«Λούσι… ξέρεις… Ο Μιχάλης είναι πλέον φίλος μου και θα ήθελα να συναντιέμαι μαζί του όταν όλα τελειώσουν αλλά… ο ίδιος πιστεύει ότι η βασίλισσα θα τον πάρει μαζί σας στη κόλαση. Δηλαδή, μου είπε ότι θα της ζητήσει να τον κάνει σύμβουλό της και στο βασίλειό σας. Δε θέλει να μείνει στον κόσμο μας με τίποτα. Κάτι τέτοιο θα τον σκότωνε. Έκανε μια πράξη που του έχει στοιχήσει πολύ ψυχολογικά. Σκότωσε μια κοπέλα. Μετά από αυτό, είδε και την καλύτερή του φίλη να πεθαίνει μπροστά στα μάτια του. Δε πρόκειται να αντέξει αν μείνει μόνος του με τη διαπίστωση του τι έχει κάνει. Το πιο πιθανό είναι ότι θα τρελαθεί από τις τύψεις του, ή…»

«Γιατί μου τα λες όλα αυτά;», ρώτησε η Λούσι

«Γιατί για να κάνει δώρο η βασίλισσα στον Μιχάλη, σημαίνει ότι ίσως σκοπεύει να τον εγκαταλείψει. Και σου επαναλαμβάνω: Αυτός απ’ όσα μου έχει πει, δεν πιστεύει ότι θα συμβεί κάτι τέτοιο».

«Ούτε εγώ το πιστεύω», δήλωσε η Λούσι. «Το πιο πιθανό είναι ότι η βασίλισσά μου, πράγματι, θα πάρει τον Μιχάλη μαζί μας όταν αποχωρήσουμε. Είναι πολύ δεμένη μαζί του και κυβερνά πολύ πιο αποτελεσματικά και πολύ πιο ειρηνικά όταν τον έχει δίπλα της. Τον έχουμε ανάγκη κι εμείς και τον χρειαζόμαστε. Ίσως λοιπόν το δώρο αυτό να έχει απλώς κάποια συμβολική σημασία. Δε νομίζω ότι είναι κάτι το αποχαιρετιστήριο. Η βασίλισσα μπορεί να είναι θυμωμένη μαζί του που χθες της φέρθηκε κάπως βίαια, αλλά δε νομίζω ότι έχει φτάσει ο θυμός της σε τέτοιο σημείο».

Ο Λαέρτης ξεφύσησε ανακουφισμένος. «Τώρα ησύχασα», παραδέχτηκε.

Η Λούσι απομακρύνθηκε και πήγε μέχρι την πόρτα. Πήρε μια αισθησιακή πόζα και γύρισε προς το μέρος του και πάλι.

«Θα είμαι πάνω και θα σε περιμένω. Σκέφτομαι να σου χαρίσω κάποιες στιγμές ψυχικής ανάτασης με ότι κι αν αυτό συνεπάγεται».

Ο Λαέρτης της χαμογέλασε. Την κοίταζε καθώς απομακρύνονταν σαν μαγεμένος. Θα της έδινε λίγο χρόνο να αλλάξει και να ταχτοποιηθεί στο κρεβάτι της και έπειτα θα την επισκέπτονταν στο δωμάτιό της. Την πρώτη φορά του είχε χαρίσει αξέχαστες στιγμές. Εκείνο το βράδυ, η μαγεία των στιγμών του πάθους τους θα αναβίωνε. Θα φρόντιζε κι εκείνος γι’ αυτό.

Η περιέργεια όμως τον έτρωγε καθώς κοιτούσε το κουτί που ήταν το δώρο της Τίαματ προς τον Μιχάλη. Αναρωτήθηκε αν ήταν όντως μία συμβολική κίνηση ή αν αποτελούσε μια πράξη αποχαιρετισμού. Στη δεύτερη περίπτωση, τα αποτελέσματα θα ήταν ολέθρια.

Χάιδεψε για λίγο την ανάγλυφη επιφάνεια. Προσπάθησε να αντισταθεί στο να το ανοίξει. Δε τα κατάφερε όμως. Σήκωσε το καπάκι σχεδόν ασυναίσθητα.

Αρχικά δε κατάλαβε τι ήταν αυτό που αντίκριζε εντός του. Ήταν απλώς ένα ένδυμα καμωμένο από κόκκινο ύφασμα. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει, άρχισε και ο κρύος ιδρώτας να λούζει το μέτωπό του.

Σκέπασε με το χέρι του το στόμα του και η καρδιά του άρχισε να αναπηδά.

«Δεν είναι δυνατόν», ψέλλισε. «Δε μπορεί να είναι δυνατόν».

Μέσα στο ξύλινο κουτί, ήταν τοποθετημένο και κομψά διπλωμένο το κόκκινο φόρεμα της Μαίρης. Το φόρεμα που φορούσε η Τίαματ συνεχώς, πριν ντυθεί με την επίσημη χλαμύδα της και που της το είχε χαρίσει ο Μιχάλης.

Του το επέστρεφε.

Γιατί δεν το χρειαζότανε πια, όπως κατά πάσα πιθανότητα δε χρειαζότανε ούτε εκείνον.






GARBAGE - QUEER

Hey boy, take a look at me
Let me dirty up your mind
I'll strip away your hard veneer
And see what I can find

The queerest of the queer
The strangest of the strange
The coldest of the cool
The lamest of the lame
The numbest of the dumb
I hate to see you here
You choke behind a smile
A fake behind the fear
The queerest of the queer

This is what he pays me for
I'll show you how it's done
You learn to love the pain you feel
Like father, like son

The queerest of the queer
Hide inside your head
The blindest of the blind
The deadest of the dead
You're hungry 'cause you starve
While holding back the tears
Choking on your smile
A fake behind the fear
The queerest of the queer

I know what's good for you (You can touch me if you want)
I know you're dying to (You can touch me if you want)
I know what's good for you (You can touch me if you want)
But you can't stop

The queerest of the queer
The strangest of the strange
The coldest of the cool
The lamest of the lame
The numbest of the dumb
I hate to see you here
You choke behind a smile
A fake behind the fear

The queerest of the queer
The strangest of the strange
The coldest of the cool
You're nothing special here
A fake behind the fear
The queerest of the queer

I know what's good for you
I know you're dying to
I know what's good for you
I bet you're dying to

You can touch me if you want
You can touch me if you want
You can touch me
You can touch me
But you can't stop.