? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

47. Ελεγεία (ΙΙ): Ο Βασιλιάς στη Σκόνη



Ο Λαέρτης έκανε το μόνο που θα μπορούσε να κάνει σε μια στιγμή όπως εκείνη. Προσευχήθηκε. Προσευχήθηκε με όλη του τη δύναμη, σ’έναν θεό που δεν ήταν σίγουρος πλέον αν όντως άξιζε την αφοσίωσή του. Κι όμως, εκείνη την ώρα της κρίσης, όπου ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα πέθαινε, σ’αυτόν ακριβώς το θεό απευθύνθηκε.
Ένιωσε τη φλόγα της ρομφαίας να πλησιάζει το λαιμό του και μύρισε καμένη σάρκα καθώς το δέρμα του και οι τρίχες του σβέρκου του καψαλίζονταν. Όμως, ταυτόχρονα, άκουσε μια κλαγγή κι άνοιξε τα μάτια έκπληκτος γιατί το τέλος που περίμενε δεν ήρθε.
Το ξίφος του έκπτωτου απείχε μερικά εκατοστά από το κεφάλι του και μια δεύτερη, μαύρη λεπίδα, το εμπόδιζε από το να ολοκληρώσει το έργο του. Κοίταξε πίσω του, μην μπορώντας να πιστέψει την καλή τους τύχη. Απ’ότι φαινόταν, οι προσευχές του μάλλον είχαν εισακουστεί.
Αυτή του η πεποίθηση, βέβαια. άλλαξε όταν αντίκρισε τους προστάτες τους. Τα πλάσματα είχαν σταχτιά επιδερμίδα και λευκά μαλλιά. Τα σώματά τους ήταν ανθρώπινα από τη μέση και πάνω και αραχνόμορφα από τη μέση και κάτω. Κρατούσαν από δύο σπαθιά το καθένα. Αυτός που, λογικά, ήταν ο αρχηγός τους φορούσε μια φαρδιά, δερμάτινη ζώνη από την οποία κρέμονταν κρανία πουλιών. Η έκφρασή του ήταν φονική καθώς μετρούσε τον άγγελο με το μαύρο-μέσα-σε-μαύρο βλέμμα του.
Ο έκπτωτος απομακρύνθηκε από κοντά τους μ’ένα σάλτο. Έκλεισε τα ματια του για ένα δευτερόλεπτο, σαν να σκεφτόταν, μόνο και μόνο για να τα ανοίξει ξανά, μ΄ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Ο Λαέρτης έπιασε τον εαυτό του να ανατριχιάζει.
- Πρέπει να την κάνουμε, ψιθύρισε ο Μιχάλης ρίχνοντάς του μια διακριτική αγκωνιά στα πλευρά. Πρέπει να φτάσουμε στην Τία. Φοβάμαι πως αν δεν με δει εκεί θα αρχίσει πάλι τις μαλακίες.
Ο Λαέρτης ετοιμάστηκε να πει κάτι, όμως δεν πρόλαβε. Εκείνη τη στιγμή, μισή ντουζίνα φτερωτές μορφές έκαναν την εμφάνισή τους από τα δέντρα όπου είχε καταφύγει ο έκπτωτος. Ένας ήχος που έμοιαζε με γουργουρητό ευχαρίστησης βγήκε από τα σωθικά του επικεφαλής των δαιμόνων. Κοιτώντας μία τους δαίμονες και μία τους έκπτωτους, ο Λαέρτης ένιωσε ένα σφίξιμο βαθιά μέσα του. Το βλέμμα του Μιχάλη φανέρωνε πως είχε παρατηρήσει κι αυτός το προφανές: δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν.


Ο Τύραελ δεν είχε ιδέα πώς είχε καταφέρει να μπλεχτεί σ’αυτήν την κατάσταση. Όταν ο Τες-Ρεβόν είχε σκοτώσει τον Ίσραφελ και ο Ούριελ είχε διατάξει υποχώρηση, είχε υπακούσει, όπως πάντα. Όμως μέσα στον πανικό που είχε προκαλέσει το κύμα φωτιάς, είχε αποκοπεί από τους υπόλοιπους του τάγματός του. Ήταν βαθιά μέσα στο δάσος και, για κάποιο λόγο, όσο κι αν προσπαθούσε να επικοινωνήσει τηλεπαθητικά με τους στρατηγούς, δεν τα κατάφερνε. Αυτό του προκαλούσε εκνευρισμό και ανησυχία συνάμα γιατί ήξερε πως, κανονικά, δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Ωστόσο, συνέβαινε. Και μόνο μία εξήγηση υπήρχε. Κάποιος ήταν εκεί και τον εμπόδιζε να το κάνει.
Ένα φτερούγισμα ακούστηκε πάνω από το κεφάλι του κι όταν σήκωσε το βλέμμα του ψηλά είδε ένα κοράκι να προσγειώνεται στο κλαδί ενός δέντρου.
Η Μαρίνα είχε κολλήσει στα βράχια, τρομοκρατημένη. Ο Σαμ και ο Αββαδών πολεμούσαν τους δαίμονες λυσσασμένα, όμως διαρκώς έρχονταν κι άλλοι. Είχε αρχίσει να απελπίζεται. Η άλλοτε ασημένια πανοπλία του Σαμ είχε βαφτεί κόκκινη κι από τα μακριά, χαλκόξανθα μαλλιά του έσταζε αίμα. Αλλά δεν το έβαζε κάτω. Συνέχιζε να πολεμάει με την ίδια προσήλωση, με την ίδια παγωμένη έκφραση στο πρόσωπό του, έκφραση που φανέρωνε πως μέσα του υπολόγιζε την κάθε κίνηση και σχεδίαζε με ακρίβεια πώς θα εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του. Ο Αββαδών, αντίθετα, κυριευμένος από οργή και τυφλή μανία, ανεβοκατέβαζε τον πέλεκύ του όπου έβρισκε γυμνή σάρκα. Το χρυσό του δέρμα είχε πιτσιλιστεί με αίμα, όμως δεν είχε μπει καν στον κόπο να το σκουπίσει ή κάπως να το καλύψει. Συνέχιζε να πετσοκόβει ό,τι κινούνταν μπροστά του με ένα πάθος για το οποίο δεν τον θεωρούσε ικανό.
Ένιωσε κάτι ξεχασμένο να σκιρτάει μέσα της καθώς τους παρακολουθούσε να μάχονται για τη ζωή της. Δεν ήταν σίγουρη αν το αίσθημα αυτό ανήκε στην ίδια ή στην Λάκσμι, όμως ήξερε πολύ καλά τι ήταν. Ήταν περηφάνεια. Γι’αυτούς τους δύο πολεμιστές που αντιμετώπιζαν μόνοι τους τις ορδές των δαιμόνων. Περηφάνεια γιατί ήταν δικοί της. Όσο μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς τέτοιους όρους για πλάσματα όπως αυτοί.
Ο Σαμ έχωσε το ένα από τα εγχειρίδιά του στα πλευρά ενός δαίμονα, ενώ με το άλλο τρυπούσε το λαιμό ενός δεύτερου. Ο Αββαδών απέκρουσε την νέα επίθεση του Φόβου και, με μια ρευστή κίνηση, αποκεφάλισε ένα τραγόμορφο πλάσμα που κινούνταν προς το μέρος του. Δεν ήταν σίγουρη για πόση ώρα θα μπορούσαν να συνεχίσουν έτσι, χωρίς να κουράζονται. Ίσως για πάντα. Ωστόσο, τα αποθέματα των δαιμόνων έμοιαζαν ανεξάντλητα κι έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, οι υπόλοιποι έκπτωτοι που είχαν επιζήσει ήταν παγιδευμένοι σε μια άλλη μάχη, αρκετά πιο πίσω. Και πέθαιναν, αργά και μεθοδικά.
Η Μαρίνα ήξερε πως πολύ σύντομα, ο Σαμ και ο Αββαδών θα συνειδητοποιούσαν ότι δεν είχαν την παραμικρή ελπίδα. Έτρεμε γι’αυτό που θα συνέβαινε τότε. Ο Σαμ θα τηλεμεταφερόταν και ο Αββαδών θα άνοιγε μια πύλη προς κάποιο άλλο μέρος. Θα την άφηναν εκεί. Και θα πέθαινε. Όμως δεν ήταν αυτή η εκδοχή που φοβόταν περισσότερο. Η εκδοχή που φοβόταν περισσότερο ήταν πως θα σκοτώνονταν κι οι δύο εξαιτίας της. Γιατί; Γιατί είχε κατέβει στη μάχη; Ο Σαμ την είχε παρακαλέσει να μείνει στο στρατόπεδο.
Κούνησε το κεφάλι της μηχανικά, προσπαθώντας να αποδιώξει τα δάκρυα. Ήξερε για ποιο λόγο είχε έρθει. Έφταιγε το όραμα που είχε δει. Το σχέδιο ήταν ότι θα το έλεγε στον Σαμ και θα επέστρεφε στο στρατόπεδο. Κάτι που δεν πρόλαβε να κάνει, τελικά. Και τώρα είχαν μπλέξει σ’αυτήν την κόλαση κι ήταν δικό της το φταίξιμο. Ίσως αν τους άφηνε να τη σκοτώσουν...όμως όχι, γνώριζε πολύ καλά πως αυτό δεν θα έφτανε για να ικανοποιήσει τους δαίμονες. Διψούσαν για αίμα. Το αίμα του Σάμαελ, συγκεκριμένα.
Χαμένη στις σκέψεις της, σχεδόν δεν πρόσεξε ότι ο Σαμ και ο Αββαδών έκαναν λίγα βήματα πίσω. Ο Φόβος τους κοίταξε απορημένος, όμως αυτοί αντάλλαξαν απλώς ένα βλέμμα. Ένα αχνό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του Πρίγκηπα, καθώς απηύθυνε ένα κοφτό νεύμα προς τον Αββαδών. Όταν η Μαρίνα κατάλαβε τι πήγαινε να κάνει, ήταν πια αργά. Δεν πρόλαβε να τον σταματήσει.
Σαν σε αργή κίνηση, τον είδε να συσπειρώνεται κι έπειτα, με άπειρη ευλυγισία και χάρη, να πηδάει στο κέντρο των δαιμονικών ταγμάτων. Μόνος. Στάθηκε με τα πόδια ανοιχτά και ελαφρώς λυγισμένα, κρατώντας από ένα εγχειρίδιο σε κάθε χέρι. Σαν σαρκοβόρα, οι δαίμονες άρχισαν να μαζεύονται γύρω του, κλείνοντάς τον σ’έναν κλειό απ’ όπου κάθε προσπάθεια διαφυγής έμοιαζε μάταιη.
Η Μαρίνα έκανε να τρέξει προς το μέρος του, όμως δυο δυνατά χέρια την άρπαξαν και την τράβηξαν προς τα πίσω. Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, βρέθηκε στριμωγμένη σ’ένα μικροσκοπικό, σκοτεινό κοίλωμα ανάμεσα στα βράχια. Τα φτερά του Αββαδών, ψυχρά και μαύρα σαν τη νύχτα, είχαν τυλιχτεί γύρω τους, καλύπτοντας την παρουσία τους από όσους ίσως τους αναζητούσαν. Προσπάθησε να δει έξω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η μικρή σπηλιά ήταν φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο που, από το εσωτερικό της, δεν υπήρχε θέα στην κοιλάδα.
- Άφησέ με! φώναξε. Άφησέ με!
Ο Αββαδών όμως την κρατούσε εκεί χωρίς να καταβάλει καν προσπάθεια.
- Σσσςςς, ψιθύρισε χαϊδεύοντας τα μαλλιά της κατευναστικά. Ηρέμησε. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις τώρα.
Χωρίς να καταλάβει πώς, η Μαρίνα κατάφερε να απελευθερώσει το χέρι της και να του ρίξει ένα ηχηρό χαστούκι. Εκείνος δεν είπε τίποτα κι αυτή έμεινε για λίγο να τον κοιτάζει, μέσα στο σκοτάδι, σαστισμένη από την ίδια την αντίδρασή της.
- Δεν καταλαβαίνεις..., είπε χαμηλόφωνα. Δεν μπορώ να τον αφήσω εκεί μόνο του! Δεν μπορώ!
Ξέσπασε σε λυγμούς, καθώς συνειδητοποιούσε την αδυναμία της να τον σώσει. Όχι γιατί δεν είχε καταφέρει να του μιλήσει για το όραμά της, αλλά γιατί δεν είχε καταφέρει να τον πείσει να εκμεταλλευτεί όλες του τις ικανότητες σε μια μάχη όπως αυτή. Ήταν το Άστρο της Αυγής και είχε δει τι μπορούσε να κάνει όταν το ήθελε. Αλλά δεν το ήθελε. Δεν θα χρησιμοποιούσε τις δυνάμεις του, ούτε καν για να σώσει τη ζωή του. Και γιατί; Για μια γαμημένη ιδέα.
- Ήταν δική του απόφαση, της είπε ήρεμα ο Αββαδών. Ήθελε να σε σώσει και ήξερε πως ο μόνος τρόπος να γίνει αυτό θα ήταν να τραβήξει την προσοχή επάνω του. Το μίσος τους γι’αυτόν είναι πολύ μεγαλύτερο από την απέχθειά τους για τη δική μου προδοσία. Ήταν ο μόνος τρόπος.
- Θα μπορούσε να τηλεμεταφερθεί, σχολίασε απότομα η Μαρίνα.
Ο Αββαδών ένευσε αρνητικά, χαμογελώντας με συγκατάβαση, σαν να είχε απέναντί του ένα πολύ μικρό και πολύ ανόητο παιδί. Πιθανότατα, κάπως έτσι ήταν τα πράγματα, αν λάμβανε κάποιος υπόψην τις ηλικίες τους, δηλαδή.
- Δεν θα το έκανε ποτέ. Δεν θα εγκατέλειπε τους συντρόφους του έτσι. Μπορεί να είναι πολλά πράγματα, αλλά δειλός δεν είναι.
Τον κοίταξε έκπληκτη. Ήταν δυνατόν; Ήταν στ’αλήθεια σεβασμός αυτό που άκουγε στη φωνή του; Καθάρισε το λαιμό της και σκούπισε τα μάτια της από τα δάκρυα. Ένευσε καταφατικά, χωρίς να είναι σίγουρη σε ποιον απευθυνόταν το νεύμα της.
- Τι σου είπε; τον ρώτησε ξαφνικά.
Της έριξε ένα απορημένο βλέμμα.
- Αφού μονομαχήσατε. Τι ήταν αυτό που σου είπε;
Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω από τον ώμο της, σαν να έβλεπε κάπου πολύ μακριά, κάπου πέρα και πίσω απ’αυτήν.
- «Είμαστε αιώνια πλάσματα, Αββαδών. Δεν πεθαίνουμε. Και μπορούμε να περιμένουμε άλλα τέσσερις χιλιάδες χρόνια, αν χρειαστεί, μέχρι να γεννηθεί ξανά. Κι ίσως τότε να διαλέξει εσένα και πάλι.»
Η Μαρίνα ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν από την ένταση και τη συγκίνηση που φόρτισαν τη φωνή του καθώς επαναλάμβανε τα λόγια του Σαμ. Όμως ο Αββαδών τη συγκράτησε και δεν την άφησε να πέσει. Χαμήλωσε το κεφάλι της κι έσφιξε τα χέρια του στα δικά της, σαν εκείνος να ήταν μια σανίδα σωτηρίας μέσα σ’έναν φουρτουνιασμένο ωκεανό. Απομάκρυνε τα μαλλιά από το πρόσωπό της και τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο.
- Έχω κάνει την επιλογή μου..., ψιθύρισε αδύναμα.
- Το γνωρίζω.
- Διάλεξα τον Σαμ...
- Το γνωρίζω, επανέλαβε στωικά ο δαίμονας.
- Όμως...
-...
-...αυτό δεν σημαίνει...
-...
-...ότι αγαπάω εσένα λιγότερο...
Ο Αββαδών έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα. Η Μαρίνα ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά που πίστευε ότι θα έσπαγε αν συνέχιζε έτσι κι αισθανόταν το σφυγμό της να σφυροκοπάει στα μηνίγγια της. Γιατί το είχε πει; Γιατί; Δεν μπορούσε να συνεχίσει να του μιλάει απότομα και να αρνείται την αλήθεια; Η απάντηση ήρθε σχεδόν αμέσως, με τη φωνή της Λίλιθ. Όχι, δεν μπορούσε. Γιατί είχε τηρήσει τον όρκο του και είχε πολεμήσει θεούς και δαίμονες για να την προστατεύσει, ακόμη κι όταν ήξερε πως εκείνη είχε επιλέξει να είναι με κάποιον άλλο. Πώς μπορούσε να μην τον αγαπήσει γι’αυτό;
- Το γνωρίζω, είπε τελικά.
Και τότε, η Μαρίνα αφέθηκε εντελώς. Έκλεισε τις αισθήσεις της στους ήχους της μάχης που ακούγονταν απ’έξω και ανάγκασε τη μικρή φωνούλα μέσα της που ούρλιαζε «κίνδυνος!» να σωπάσει. Και ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της. Και τα χείλη τους ενώθηκαν, για πρώτη φορά μετά από τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Κι η Μαρίνα ένιωσε να στροβιλίζεται έξω από το σώμα της και να χάνεται, σαν να μην ήταν στ’αλήθεια εκείνη που το έκανε, αλλά κάποιος άλλος που είχε καταλαβει το κορμί της. Μόνο που ήταν εκείνη. Και, την ίδια τη στιγμή που τον τραβούσε κοντά της, ήξερε πως απ’αυτό δεν θα υπήρχε γυρισμός.


- Μιχάλης; ρώτησε η Τία παραπονιάρικα.
Η Λούσι δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Φοβόταν πως, αν έλεγε το λάθος πράγμα, η Βασίλισσα θα έχανε και πάλι τον έλεγχο και θα άρχιζε να καταστρέφει τα πάντα, παρόλο που είχε υποσχεθεί μια δίκαιη μάχη. Κι έπειτα, ήταν κι αυτό το παράξενο, δυσάρεστο συναίσθημα που ένιωθε η ίδια. Ήταν κάτι σαν τσίμπημα στο στήθος και το αισθανόταν κάθε φορά που αναζητούσε τον Λαέρτη εκεί γύρω αλλά δεν τον έβλεπε πουθενά. Ήταν πιθανό να ήταν ανησυχία;
Απέδιωξε αμέσως αυτή τη σκέψη απ’το μυαλό της ως εξωφρενική. Ήταν η Άσταροθ. Δεν ένιωθε «ανησυχία» για τους θνητούς. Εκνευρισμός. Σίγουρα ήταν εκνευρισμός. Ο Λαέρτης ήταν μαζί με τον Μιχάλη κι ο Μιχάλης είχε υποσχεθεί να βρίσκεται εκεί έγκαιρα. Είχε αποτύχει παταγωδώς και τώρα όλα κρέμονταν από μια κλωστή. Οι ισορροπίες ήταν πολύ λεπτές κι έπρεπε με κάποιον τρόπο να τις διατηρήσει. Η Τίαματ είχε σταματήσει τις καταστροφές την πρώτη φορά, αλλά αυτός ο κόσμος δεν θα είχε δεύτερη ευκαιρία αν ο Μιχάλης δεν εμφανιζόταν σύντομα. Η Λούσι το ήξερε. Ω, ναι. Ήταν σίγουρα εκνευρισμός αυτό που ένιωθε.
- Θα έρθει, Βασίλισσά μου, είπε με περισσότερη σιγουριά απ’αυτή που αισθανόταν.
Η Τία ένευσε καταφατικά και σκούπισε τα βουρκωμένα μάτια της. Έπειτα, στράφηκε προς το πεδίο της μάχης, μουτρωμένη.
- Χάνει...πλάκα, σχολίασε με παιδιάστικο πείσμα.
Η Λούσι κοίταξε την κοιλάδα της Κάρνταβας, ολοκληρωτικά καμένη και γεμάτη πτώματα. Η μάχη δεν θα αργούσε να τελειώσει. Υπήρχαν πλέον μόνο δύο τάγματα που μάχονταν εκεί κι ένα συνοθύλευμα δαιμόνων που έμοιαζαν να πολεμάνε κάτι ή κάποιον πιο ψηλά στο βουνό. Κάθε τόσο, ριπές από διάφορα στοιχεία χτυπούσαν το έδαφος.
Σήκωσε το βλέμμα της στον ουρανό.


Ο Λεβιάθαν συστρεφόταν διαρκώς, προσπαθώντας να αποφύγει τις επιθέσει των δράκων που τον είχαν περικυκλώσει. Τους χτυπούσε με όλες του τις δυνάμεις, όμως ήταν υπερβολικά πολλοί κι αυτός υπερβολικά μεγάλος για να αποφύγει τις επιθέσεις τους. Ήταν μικρότεροι σε όγκο αλλά πολύ πιο ευκίνητοι και ξεπερνούσαν σε αριθμό τα εκατό του κεφάλια.
Οι έκπτωτοι θα έπεφταν. Ο Βίσνου θα έπεφτε. Ο Λεβιάθαν ήξερε πως δεν μπορούσε να πεθάνει, ήταν αιώνιος και πιο παλιός κι απ’τους θεούς ακόμη. Είχε γεννηθεί πριν απ’αυτούς και θα συνέχιζε να υπάρχει ακόμη κι αν αυτοί χάνονταν οριστικά. Όμως δεν θα έχανε αυτή τη μάχη. Δεν θα περνούσε την υπόλοιπη αιωνιότητα σκεπτόμενος πως είχε ηττηθεί από ένα τσούρμο κατώτερα πλάσματα.
Έπρεπε να το ρισκάρει. Στάθηκε ακίνητος στον αέρα. Ευθύς, οι δράκοι, οδηγούμενοι από τους αναβάτες τους, όρμησαν επάνω του. Τα όπλα τους τον πλήγωναν, όμως δεν έδωσε σημασία. Αυτοσυγκεντρώθηκε κι άρχισε την αρχαία ψαλμωδία, στη γλώσσα που γνώριζαν μόνο εκείνοι που ήταν πραγματικά αθάνατοι, όπως ο ίδιος. Μπλε ενέργεια άρχισε να μαζεύεται γύρω του.


- Όχι! φώναξε θυμωμένα η Τία καθώς, πολύ αργά, συνειδητοποιούσε τι πήγαινε να κάνει το γιγάντιο, λευκό φίδι.
Έκανε να υψώσει το χέρι της προς το μέρος του, να τον σταματήσει. Αλλά θυμήθηκε την υπόσχεση που είχε δώσει στον Μιχάλη. Έριξε μια κλεφτή ματιά γύρω της. Ο Μιχάλης όμως δεν ήταν εκεί. Τότε είδε τη Λούσι να την παρατηρεί και, παρόλο που δεν φαινόταν τίποτα κάτω από το βέλο της, η θεά αισθάνθηκε πως την κοιτούσε με αυστηρότητα. Κατέβασε το χέρι της, απογοητευμένη και εξοργισμένη.
Η μπλε ενέργεια έφυγε από πάνω του, σαν κύμα, παρασέρνοντας όλους τους δράκους και τους δαίμονες γύρω του, μ’έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Ουρλιάζοντας από πόνο, τα πλάσματα της Τίαματ άρχισαν να πέφτουν από τον ουρανό σαν λαβωμένα πουλιά, καθώς έλιωναν, γεμίζοντας το πεδίο της μάχης με μια δυσάρεστη μυρωδιά. Κόκκινα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό κι όταν απομακρύνθηκαν, το πελώριο φίδι δεν ήταν πια εκεί.

Ο Πρίγκηπας ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση. Πολεμούσε με όλες του τις δυνάμεις, όμως ήξερε πια καλά πως πολύ σύντομα όλα θα τέλειωναν. Ίσως έτσι να ήταν καλύτερα. Ένιωθε τόσο κουρασμένος που δεν τον ένοιαζε πια.
Η πανοπλία του είχε καταστρεφεί και το πουκάμισό του ήταν σκισμένο και γεμάτο αίμα. Αίμα έσταζε από τα μαλλιά του, από τα χέρια του, από παντού πάνω του. Αυτό ήταν που ήθελε; Αναρωτιόταν, καθώς μετά βίας κρατιόταν στα πόδια του, αποκρούοντας τον καταιγισμό των επιθέσεων. Σύντομα..., είπε στον εαυτό του. Σύντομα θα μπορούσε να κλείσει τα μάτια του και να ξεκουραστεί.
Η όρασή του ήταν θολή καθώς μια πληγή στο κεφάλι του αιμορραγούσε διαρκώς, καλύπτοντας τα μάτια του μ’ ένα πορφυρό πέπλο. Ίσα που πρόλαβε να δει ένα πελώριο ρόπαλο να έρχεται κατά πάνω του. Και, μετά απ’αυτό, όλα σκοτείνιασαν.


Ο Κάμαελ ήξερε πως ο Πρίγκηπας έπεσε την ίδια τη στιγμή που συνέβη. Ήταν τέτοια η ιδιότητά του κι η σύνδεσή του με το Υφαντό που δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Εκείνη ήταν και η στιγμή που σταμάτησε να πολεμάει. Ο Ούριελ, βλέποντάς το αυτό, μάντεψε τι είχε συμβεί. Η θλίψη τον καταρράκωσε. Ώστε αυτό ήταν, λοιπόν. Τα πάντα είχαν τελειώσει. Τα δυο σπαθιά του γλίστρησαν στο έδαφος που είχε ποτίσει με το αίμα των νεκρών. Έπεσε στα γόνατα και μια σπαραχτική κραυγή ξέφυγε από τα χείλη του.
Οι δαίμονες που παρακολουθούσαν τη σκηνή έμειναν ακίνητοι, κοιτώντας ο ένας τον άλλον με απορία. Οι υπόλοιποι έκπτωτοι ένωσαν κι αυτοί τις φωνές τους με του Ούριελ, ξεσπώντας σ’έναν θρήνο που όμοιό τους δεν είχαν ακούσει ποτέ τα πλάσματα της Κόλασης. Ήταν ο θρήνος αυτών που δεν τους είχε μείνει τίποτα για να πολεμήσουν. Ήταν ο θρήνος των νεκρών κι αυτών που είχαν χάσει κάθε ελπίδα.
Σταδιακά, οι φωνές τους άσχισαν να σβήνουν, μέχρι που σώπασαν εντελώς κι απέμειναν ακίνητοι εκεί, να κοιτάνε το έδαφος με άδειο βλέμμα. Δεν έφεραν αντίσταση όταν οι δαίμονες τους κύκλωσαν και τους πέρασαν αλυσίδες στα χέρια. Για ποιο λόγο να αντισταθούν, άλλωστε; Τα πάντα είχαν τελειώσει.


Αντίκρισε το βλέμμα της Τίαματ περήφανα, παρά το γεγονός ότι είχε ηττηθεί.
- Πεθάνεις, είπε αμείλικτα εκείνη.
Αλλά ο Σάμαελ δεν είχε σκοπό να γονατίσει μπροστά της, ακόμη κι αν αυτή του η αντίσταση ήταν το τελευταίο πράγμα που έκανε. Αν πέθαινε, θα πέθαινε ελεύθερος. Κι αυτή ήταν μια απόφαση που είχε πάρει αιώνες πριν.


Τα χέρια του έσφιξαν βίαια το κορμί της και, σχεδόν χωρίς να καταλάβει πώς, την απάλλαξαν από το φόρεμά της. Τα πράγματα είχαν ξεφύγει από τον έλεγχό της. Δεν μπορούσε πια να αντισταθεί κι ούτε το ήθελε.


Το έδαφος σειόταν καθώς ο ξύλινος σταυρός υψωνόταν, κρύβοντάς τον στη σκιά του. Ο Σάμαελ ήξερε τι θα συνέβαινε. Ένιωσε το σώμα του να ίπταται, κινούμενο από τη δύναμη της θεάς που τον αντίκριζε με βλέμμα γεμάτο ικανοποίηση.
Την ανασήκωσε ελαφρά και, αυθόρμητα, η Μαρίνα τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του, παρασυρμένη από τη δύναμη του πάθους που έκαιγε τα σωθικά της. Τον κοίταξε στα μάτια, μόνο και μόνο για να αντικρίσει τον εαυτό της να καθρεφτίζεται στο γεμάτο ανάγκη και απελπισία βλέμμα του.


Ούρλιαξε από πόνο καθώς τα καρφιά μπήγονταν στη σάρκα του.


Φώναξε από ηδονή και ανακούφιση καθώς τον ένιωσε να μπαίνει μέσα της.


Κοίταξε τον ουρανό και χαμογέλασε γέλασε ειρωνικά.
- Eli, Eli, lama sabacthani, είπε, συμμετέχοντας κι αυτός στο θέατρο που είχε στήσει η Τίαματ εις βάρος του θεού του.


Ο κόσμος της εξερράγη σε χιλιάδες μικρές σπίθες καθώς κατέρρεε πάνω του και, ότι κι αν ήταν αυτό που την είχε οδηγήσει να κάνει ό,τι έκανε έσβηνε αργά και σταθερά. Οι αισθήσεις της επανήλθαν. Έξω τα πάντα ήταν σιωπηλά. Η μάχη είχε τελειώσει.
- Αββαδών..., ξεκίνησε να λέει.
Εκείνος έβαλε ένα δάχτυλο στα χείλη της και την ανάγκασε να σωπάσει.
- Ξέρω, της είπε.
Κι έπειτα, ακούμπησε το χέρι του στο πλάι της σπηλιάς και μουρμούρισε κάτι σε μια άγνωστη γλώσσα. Μοβ και μαύρη ενέργεια γέμισαν το χώρο και μια πύλη άνοιξε, αρκετά μεγάλη για να περάσει ένας άνθρωπος. Ή ένας δαίμονας.
Ετοιμάστηκε να φύγει, όμως κοντοστάθηκε. Την κοίταξε πάνω από τον ώμο του, χαμογελώντας.
- Ίσως σε τέσσερις χιλιάδες χρόνια, είπε ήρεμα. Θα περιμένω.
Έμεινε εκεί για λίγο, γυμνή και τρέμοντας, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Γιατί; Γιατί τα οράματά της δεν της είχαν αποκαλύψει ποτέ ότι θα γινόταν αυτό;
Με το που θυμήθηκε το τελευταίο της όραμα, η συνειδητοποίηση τη χτύπησε σαν γροθιά. Ο Σαμ. Τι είχε συμβεί στον Σαμ; Φόρεσε βιαστικά το φόρεμά της κι έτρεξε έξω.


- Όχι, είπε η Λούσι καθώς η Τίαματ σήκωνε το χέρι της προς το μέρος του Σάμαελ.
Η Βασίλισσα έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών και την κοίταξε σαν να μην πίστευε στ’αφτιά της.
- Τι; είπε έκπληκτη.
- Όχι, επανέλαβε ήρεμα η δαιμόνισσα.
Η Τίαματ έδειχνε να έχει χάσει τα λόγια της, όμως το ύφος της ήταν απειλητικό. Η Λούσι το είχε ξαναδεί αυτό το βλέμμα στο παρελθόν. Ήταν το βλέμμα που είχε πάντοτε πριν ξεσπάσει. Και, πράγμα παράξενο, συνειδητοποίησε ότι δεν το φοβόταν πια.
- Δεν θα σ’αφήσω να τον σκοτώσεις. Με βοήθησε όταν κανένας άλλος δεν νοιάστηκε να με βοηθήσει. Ούτε καν εσύ, Βασίλισσά μου, παρόλο που θα είχες παραμείνει νεκρή αν δεν ήμουν εγώ.
Η Τία έκανε ένα βήμα προς το μέρος της κι η Λούσι αισθάνθηκε τον αέρα γύρω τους να γίνεται αφόρητα ζεστός.
- Τολμάς; ρώτησε η θεά και η φωνή της φανέρωνε πως ήταν εξοργισμένη.
Αλλά η Λούσι έμεινε στη θέση της και την αντίκρισε με απόλυτη ψυχραιμία.
- Ναι. Και θα’πρεπε να έχω τολμήσει πολύ καιρό πριν. Είσαι θεά αλλά φέρεσαι σαν κακομαθημένο μωρό. Υπάρχεις αιώνες κι όμως, κάποιες φορές κάνεις σαν να γεννήθηκες χτες. Θες να σ’αγαπούν, αλλά τι κάνεις γι’αυτό; Απλά απαιτείς και περιμένεις να σ’ακολουθήσουν επειδή σε φοβούνται. Τους ζήτησες συγνώμη και σε χειροκρότησαν και νομίζεις πως κάτι έγινε;
Της έδειξε τους δαίμονες που ήταν παραταγμένοι στην κοιλάδα παρακολουθώντας τη μικρή τους αψιμαχία. Της έδειξε τους έκπτωτους που μόλις είχαν αναγκαστεί να στρέψουν τα όπλα τους εναντίον του Πρίγκηπά τους.
- Κάνεις ένα βήμα μπροστά και δέκα πίσω. Τους έδειξες πως νοιάζεσαι γι’αυτούς και τώρα τι κάνεις; Τους λες πως η ελεύθερη βούληση είναι μια ανοησία και πως, με το που τελειώσει η μάχη, θα ξαναγυρίσεις στα παλιά. Αν αυτό είναι που επιθυμείς, δεν θα σ’αφήσω να το κάνεις. Γιατί είτε σ’αρέσει είτε όχι, είσαι κόρη μου και πρέπει κάποτε να μάθεις πως δεν μπορείς να παίζεις με τους πάντες και τα πάντα, μόνο και μόνο επειδή έχεις τη δύναμη να το κάνεις. Κι αν κανένας άλλος δεν είναι πρόθυμος να στο διδάξει, τότε θα το κάνω εγώ. Απέφευγα τις ευθύνες μου τόσον καιρό γιατί σε φοβόμουν. Αλλά μόλις μου απέδειξες πως παρά την ισχύ σου, παρά την αθανασία σου, εξακολουθείς να σκέφτεσαι σαν ένα δίχρονο παιδί που δεν βλέπει τίποτε άλλο εκτός απ’τον εαυτό του. Δεν σε νοιάζει που δεν αποκάλεσε ποτέ τον εαυτό του Βασιλιά ούτε που δεν κάθισε ποτέ στο θρόνο σου. Δεν σε νοιάζει που αυτός κίνησε όλα τα νήματα πίσω από την αναγέννησή σου...με κοιτάς με έκπληξη βλέπω. Κι όμως. Αν δεν ήσουν τόσο απορροφημένη με το να παίζεις με τον κόσμο, θα το είχες δει. Αυτός σου έστειλε το Μιχάλη, αυτός φρόντισε να με καλέσει ο Λαέρτης. Κι αυτά είναι μόνο όσα ξέρω.
Η Τίαματ κοίταζε τη Λούσι άφωνη. Όμως η δαιμόνισσα δεν είχε τελειώσει ακόμη. Είχε ένα τελευταίο πράγμα να πει και ήξερε πως ίσως προκαλούσε το θάνατό της. Αλλά δεν την ενδιέφερε. Έπρεπε να το κάνει.
- Αν ήσουν ειλικρινής όταν έλεγες πως θέλεις να αλλάξεις, τότε θα τον αφήσεις να ζήσει και θα σταματήσεις αυτόν τον ανούσιο πόλεμο. Αλλιώς, ακόμη κι αν τον σβήσεις από το πρόσωπο της γης, αργά ή γρήγορα οι δαίμονές σου πάλι θα ξεσηκωθούν εναντίον σου. Και τότε θα είμαι μαζί τους γιατί αυτό θα είναι το μόνο που θα σου αξίζει.
Περίμενε το ξέσπασμα. Περίμενε ένα εντυπωσιακό τέλος, όπου θα πέθαινε, κατακεραυνωμένη από την τρομαχτική οργή της θεάς που αυτή η ίδια είχε εξαπολύσει στον κόσμο. Όμως τότε, συνέβη το πιο απρόσμενο πράγμα. Τα μάτια της Τίας γέμισαν δάκρυα κι αγκάλιασε τη Λούσι σφιχτά, ξεσπώντας σε λυγμούς και νωτίζοντας το μαύρο φόρεμά της.
Η Λούσι παρέμεινε εντελώς ακίνητη.
- Και κάτι ακόμα, είπε στον ίδιο παγερό, αξιοπρεπή τόνο. Απαιτώ να σταματήσεις να παίζεις με το σώμα μου. Θέλω να επαναφέρεις το κορμί μου στη φυσιολογική του θερμοκρασία.
Η Τίαματ την κοίταξε μέσα από δακρυσμένα βλέφαρα.
- Αλλά...Λαέρτης;
- Αυτό είναι κάτι που αφορά μόνο εμένα και κανέναν άλλο. Έχω τον τρόπο μου. Το ότι δεν κατανοείς αυτή μου την επιθυμία δεν σημαίνει ότι είναι λάθος ούτε ότι έχεις το δικαίωμα να μου την αρνηθείς.
- Εντάξει, είπε η Τία κι αμέσως η Λούσι αισθάνθηκε το γνώριμο ψύχος να την τυλίγει.
Το καλωσόρισε, σαν έναν εραστή από το παρελθόν, ανακουφισμένη που το ένιωθε και πάλι κοντά της. Τώρα ναι, μπορούσε να είναι και πάλι ο εαυτός της. Χαμογελώντας, άγγιξε τα μαλλιά της Βασίλισσας και κοίταξε προς το σταυρό όπου ήταν ο Πρίγκηπας.
Ένα επιφώνημα έκπληξης της ξέφυγε. Ο Σάμαελ ήταν κουρνιασμένος στην κορυφή του πελώριου κατασκευάσματος, με τα μακριά, χαλκόξανθα μαλλιά του να ανεμίζουν και τα σμαραγδένια μάτια του να καίνε σαν δίδυμες φλόγες. Δεν είχε την παραμικρή αμυχή πάνω του και το βλέμμα του φανέρωνε ανείπωτη αγαλλίαση καθώς της απηύθυνε ένα νεύμα γεμάτο σεβασμό.