? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

8. Άγγελος Κυρίου

Σιδέρωνε το αγαπημένο της τζην υπό τους ήχους των Sisters of Mercy όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα της. Κοίταξε το ρολόι. Ποιος μπορεί να ήταν στις έντεκα το βράδυ; Σηκώθηκε, μ’έναν αόριστο φόβο να συστρέφεται στα σωθικά της, σαν να προσπαθούσε για κάτι να την προειδοποιήσει. Κοίταξε από το ματάκι της πόρτας. Το πλάσμα που περίμενε υπομονετικά στην είσοδο του σπιτιού της δεν έμοιαζε με τίποτα απ’όσα είχε δει η Μαρίνα ως τότε. Άνοιξε την πόρτα σχεδόν μηχανικά, περισσότερο επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο.
Τα φωτεινά, καταπράσινα μάτια που την κοίταζαν κάτω από μια κουρτίνα κυματιστών, χαλκόξανθων μαλλιών ήταν ο,τι ομορφότερο είχε αντικρίσει.
- Καλησπέρα.
Η φωνή ήταν ρευστή σαν αμαρτία. Ήταν πολύ παράξενο, αλλά έπιασε τον εαυτό της να ερεθίζεται και μόνο στο άκουσμά της. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι μια τόσο απλή και καθημερινή λέξη θα μπορούσε να της προκαλέσει τέτοιες αντιδράσεις. Πήγε να πει κάτι, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να αρθρώσει το παραμικρό. Κατακόκκινη από ντροπή, καθάρισε το λαιμό της.
- Καλησπέρα. Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;
Το πλάσμα – γιατί δεν ήταν σίγουρη ακόμη αν ήταν άντρας ή γυναίκα – της χαμογέλασε φιλικά.
- Εξαρτάται...Είσαι η Μαρίνα Αποστόλου;
Η Μαρίνα έπιασε τον εαυτό της να συνοφρυώνεται. Πώς ήξερε το όνομά της;
- Ναι, εγώ είμαι. Ποιος ρωτάει;
Το πλάσμα την παραμέρισε ανάλαφρα και με μια κίνηση σχεδόν χορευτική, μπήκε μέσα. Πριν προλάβει να πει το οτιδήποτε, είχε στρογγυλοκαθίσει στον καναπέ της. Αμήχανα, έκλεισε την πόρτα και τον ακολούθησε στο σαλόνι. Τράβηξε νευρικά τα μανίκια της μπλούζας της για να κρύψει τις χαρακιές στο δέρμα της.
- Ποιος είσαι; επανέλαβε, αν και με λιγότερη σιγουριά αυτή τη φορά.
Το φιλικό χαμόγελο επανήλθε στο πρόσωπο του πλάσματος.
- Είμαι η Σαμ.
Ώστε ήταν κοπέλα. Η Μαρίνα κοκκίνισε ακόμη περισσότερο με την αδυναμία της να το καταλάβει εξαρχής.
- Χάρηκα για τη γνωριμία, Σαμ. Λοιπόν; Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;
Η κοπέλα γέλασε ευχάριστα και το γέλιο της έμοιαζε με δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια. Ουάου.
- Για αρχή ας απαντήσω στο ερώτημα που ξέρω ότι σε τρώει. «Πώς ξέρει το όνομά μου;» Δίκιο δεν έχω;
Έκπληκτη και ελαφρώς άλαλη, η Μαρίνα ένευσε καταφατικά.
- Είναι απλό. Είσαι ασθενής του Σεθ Άμπα.
Τινάχτηκε από την καρέκλα της εξοργισμένη και ντροπιασμένη πέρα από κάθε όριο.
- Σου μίλησε...ο Άμπα σου μίλησε για μένα; Πώς...πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό; Γιατί;
Ξέσπασε σε λυγμούς και κατέρρευσε στην καρέκλα καθώς ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν. Αισθάνθηκε ένα χέρι να της χαϊδεύει καθησυχαστικά τα μαλλιά.
- Έλα...έλα, μην κάνεις έτσι. Αν ήξερα πως θα το έπαιρνες τόσο άσχημα δεν θα ερχόμουν ποτέ...απλά...ο Άμπα μου είπε πως αν συναντούσα κάποια άλλη ασθενή με το πρόβλημά μου ίσως βοηθιόμασταν κι οι δύο...
Ανασήκωσε το πρόσωπό της και την κοίταξε μέσα από τα δάκρυα. Ήταν απίστευτα όμορφη κι έδειχνε τόσο, μα τόσο αθώα.
- Είσαι κι εσύ...;
- Ναι...
Αυτό σίγουρα άλλαζε τα πράγματα. Η Μαρίνα δεν είχε συναντήσει ποτέ στο παρελθόν κάποιον όπως αυτή.
- Χαρακώνεσαι;
- Ναι. Επίσης πάσχω από περιστασιακή βουλιμία και έχω προσπαθήσει πολλές φορές να αφαιρέσω τη ζωή μου...και καμιά φορά νομίζω πως οι σκιές μου μιλάνε...η επίσημη διάγνωση είναι βαριά οριακή διαταραχή προσωπικότητας με...
- ...με ψυχωσικά στοιχεία, συμπήρωσε η Μαρίνα σχεδόν εκστασιασμένη. Αυτό είναι υπέροχο!
Η κοπέλα έκλινε το κεφάλι της στο πλάι και την κοίταξε απορημένη.
- Δεν εννοώ υπέροχο που είσαι άρρωστη...εννοώ πως είναι υπέροχο που επιτέλους συναντάω κάποιον που είναι όπως εγώ...
- Ναι...καταλαβαίνω. Μερικές φορές είναι τρομερά δύσκολο να συνηθίσεις το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω που να μπορεί να σε καταλάβει. Πού και πού νομίζω πως ούτε καν ο Άμπα δεν καταλαβαίνει...όμως εσύ μπορείς...εσύ ξέρεις πώς είναι...
Η Μαρίνα δεν ήξερε τι να πει. Για πρώτη φορά στη ζωή της, κάποιος εξέφραζε με λόγια όλα όσα είχε μέσα στο κεφάλι της. Ήταν σχεδόν σαν να διάβαζε τις σκέψεις της. Φυσικά, αυτό ήταν αδύνατο. Έπρεπε να ευχαριστήσει τον Άμπα που είχε μιλήσει στη Σαμ γι’αυτήν.
- Είσαι φοιτήτρια, έτσι δεν είναι; Κι εγώ. Σπουδάζω Νοσηλευτική στα Τ.Ε.Ι.
Οι συμπτώσεις άρχιζαν να γίνονται τρομαχτικά πολλές.
- Μιλάς σοβαρά; Κι εγώ το ίδιο! Πώς και δεν σ’έχω δει ποτέ;
Η Σαμ χαμογέλασε απόμακρα, ξαφνικά, και λίγο θλιμμένα.
- Δεν πάω συχνά. Μόνο τις μέρες που είμαι καλά...δηλαδή όλο και πιο σπάνια τώρα τελευταία.
Εντελώς αυθόρμητα, η Μαρίνα την αγκάλιασε. Ναι. Ήξερε πώς ήταν.
- Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι, Μαρίνα;
- Φυσικά, ό,τι θέλεις.
- Όχι...όχι, άσ’το καλύτερα, είπε διστακτικά η Σαμ. Δεν θέλω να σε ταράξω...
Η Μαρίνα έπιασε το κεφάλι της και το ανασήκωσε απαλά. Το φως από τα μάτια της την έκανε να ζαλιστεί για λίγο. Ήταν τόσο...τόσο όμορφη και αγνή...
- Μπορείς να μου πεις. Σου υπόσχομαι πως δεν θα ταραχτώ.
- Έχεις ποτέ την αίσθηση ότι κάτι παράξενο τρέχει με τον Άμπα; Είναι χαζό, το ξέρω...όμως τον είδα σε ένα όνειρο τις προάλλες και ξύπνησα τρομοκρατημένη...είχε δερμάτινα φτερά και καθόταν σ’ ένα θρόνο από ανθρώπινα κόκκαλα στη μέση μιας ερήμου από οστά...
- Τι πράγμα;
Ο τόνος της τρόμαξε και την ίδια. Η Σαμ την κοίταξε φοβισμένα, σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Θυμήθηκε τη συνομιλία της με τον Άμπα εκείνο το βράδυ...όταν του είχε περιγράψει το όνειρο. Το επόμενο πρωί είχε ξυπνήσει από έναν βαθύ λήθαργο κι αν δεν ακουγόταν τόσο ηλίθιο, θα έλεγε πως ο Άμπα την είχε υπνωτίσει ή κάτι παρόμοιο.
- Με συγχωρείς, είπε τελικά στη Σαμ. Δεν ήθελα να σε τρομάξω...απλά...είναι που κι εγώ είδα ακριβώς το ίδιο όνειρο. Κι όταν πήρα τηλέφωνο τον Άμπα, τρομοκρατημένη...
- ...σου είπε να σταματήσεις να χαρακώνεσαι και να πέσεις για ύπνο; Κι ότι δεν θα είχες άλλα άσχημα όνειρα;
Η έκφραση στο πρόσωπο της Μαρίνας μάλλον τα έλεγε όλα, γιατί η Σαμ δεν έμοιαζε να περιμένει απάντηση. Απλώς την κοίταζε λες και οι δυο τους είχαν ανακαλύψει κάποιο συναρπαστικό μυστικό το οποίο όλος ο υπόλοιπος κόσμος αγνοούσε. Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η Μαρίνα συνειδητοποίησε πως ήταν οριστικά και αμετάκλητα ερωτευμένη. Χωρίς να έχει πλήρη επίγνωση του τι έκανε ή για ποιο λόγο το έκανε, άρπαξε τη Σαμ απ’ τα μαλλιά και την τράβηξε κοντά της.
- Σε θέλω..., ψιθύρισε κι ήταν αλήθεια.
Την ήθελε όπως δεν είχε θελήσει τίποτα, ποτέ ξανά. Ήταν λες κι όλο το σύμπαν περιστρεφόταν ξαφνικά γύρω από το χρυσό δέρμα και τα φωτεινά μάτια αυτού του υπέροχου πλάσματος που έμοιαζε να έχει πέσει από τον ουρανό μόνο και μόνο για χάρη της. Είδε το βλέμμα της Σαμ να αλλάζει, να γίνεται πιο σκοτεινό, καθώς η ανάσα της βάραινε από πόθο. Απομάκρυνε απαλά τα χέρια της Μαρίνας από πάνω της και σηκώθηκε όρθια. Έμοιαζε με κάποια σκοτεινή, αρχαία θεά, έτοιμη να δεχτεί τη θυσία αίματος που θα της επέτρεπε να κατέβει στη γη.
Με αργές κινήσεις, έβγαλε το μαύρο μακό που φορούσε. Μόλις τότε πρόσεξε η Μαρίνα το σήμα των Sisters of Mercy που ήταν αποτυπωμένο πάνω του. Σύντομα όμως το ξέχασε, καθώς συνειδητοποίησε αυτό που έβλεπε μπροστά της. Η Σαμ κατέβασε το τζην της και στάθηκε δίπλα στον καναπέ εντελώς γυμνή.
Από καθαρά επιστημονική άποψη, δεν ήταν σίγουρη αν αυτό μπορούσε να συμβαίνει. Το σώμα της Σαμ ήταν ολότελα λείο και το δέρμα της είχε αυτόν τον χρυσό τόνο. Όμως το στέρνο της ήταν αντρικό, ενώ τα γεννητικά της όργανα ήταν καταφανώς γυναικεία.
«Γιατί δεν με αηδιάζει αυτό το θέαμα;» αναρωτήθηκε η Μαρίνα. « Είμαι τόσο άρρωστη πια;» Όμως, βαθιά μέσα της, ήξερε πως δεν ήταν αυτός ο λόγος. Η αρρώστια της δεν έφταιγε σε τίποτα. Η απόλυτη τελειότητα της ομορφιάς της Σαμ όμως...αυτή έφταιγε για όλα. Αυτή την έκανε να νιώθει έτσι, παρόλο που όλο της το είναι της φώναζε ότι το πλάσμα που είχε μπροστά της δεν ήταν φυσιολογικό. Για μια στιγμή, η Μαρίνα σκέφτηκε να πει όχι...να κάνει πίσω. Όμως μετά είδε τη Σαμ να ρίχνει μια ντροπαλή ματιά στους καρπούς της και πρόσεξε τα σημάδια. Ήταν ίδια με τα δικά της. Κι ήταν το πιο όμορφο πράγμα πάνω της.
Όταν τελικά κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και να την πλησιάσει, μύρισε για πρώτη φορά την μεθυστική οσμή που ανέδυε από το γυμνό της δέρμα. Κατά κάποιον τρόπο ταίριαζε με τη φωνή της...ήταν σαν λιωμένη καραμέλα. Σχεδόν ανυπόφορα αμαρτωλή. Τη φίλησε, βαθιά και παράφορα, και την τράβηξε μαζί της στον καναπέ. Και κάπου εκεί κάθε λογική υποχώρησε καθώς έκανε έρωτα σ’αυτόν τον άγγελο που κάποια θεία δύναμη είχε στείλει στην πόρτα της.


Η Λούσι ένοιωσε το κάλεσμα του Λαέρτη μέσα στο μυαλό της. Πήγαιναν προς το Παγγαίο. Το αυγό είχε εκκολαφθεί και η κόρη της ανυπομονούσε να τη συναντήσει. Κάτι σκίρτησε μέσα της. Η δική της ανυπομονησία δεν ήταν μικρότερη. Η βασίλισσα σύντομα θα ήταν κοντά τους και τότε κανείς δεν θα μπορούσε να τους σταματήσει. Ούτε καν ο Λούσιφερ και οι στρατιές έκπτωτων αγγέλων που τον ακολουθούσαν. Απέναντι σε κάθε έκπτωτο θα στεκόταν ένας δαίμονας. Απέναντι σε κάθε πιστό του Λούσιφερ θα στεκόταν ένας πιστός της Τιαμάτ. Κι απέναντι σε κάθε πύρινη ρομφαία θα υψώνονταν νύχια και δόντια και θα νικούσαν. Γιατί αυτή τη φορά δεν θα ήταν μόνοι. Έπρεπε να φύγει...έπρεπε να συναντήσει την κόρη της. Τη βασίλισσά της...την Τιαμ...
Οι σκέψεις της διακόπηκαν όταν ένιωσε κάτι καυτό να μπαίνει στα πλευρά της. Ούρλιαξε από πόνο κι ένιωσε να χάνει τον κόσμο. Όλα σκοτείνιασαν. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν μια γυναικεία φωνή, αμυδρά γνώριμη:
- Όχι απόψε, καλή μου. Όχι απόψε.

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

7. Κίνδυνος



Η νύχτα είναι γεμάτη αντιθέσεις και η νύχτα εκείνη δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Μέσα σε ένα πελώριο και σκιώδες ψηφιδωτό από ερημιές, χωράφια και δρόμους, ορθώνονταν το χαρούμενο μεγαλείο ενός καταφώτιστου Λούνα-Παρκ. Με τα αναρίθμητα φώτα του να χορεύουν ανέμελα και σφύζοντας από ζωή, συντρόφευε επάξια το φεγγάρι. Το μόνο θύμα αυτής της συντροφιάς εκείνες της ώρες, ήταν το μικρό άλσος από πεύκα που στέκονταν παραμελημένο εκεί κοντά, συνήθως έρημο και μοναχικό. Τη νύχτα εκείνη όμως, ακόμη και εκείνο είχε παρέα: Έναν άνθρωπο ανήσυχο, που καθισμένος σε ένα παγκάκι, κρατούσε καρφωμένο το βλέμμα του στη πανδαισία των χρωμάτων που στόλιζαν τον ουρανό και που προέρχονταν από το όμορφο εκείνο χάος του μεγάλου Λούνα-Παρκ. Ήταν ο Λαέρτης.

«Είμαι μόνος», μουρμούραγε συνέχεια. «Που είσαι; Σε χρειάζομαι. Δε θα μας δει κανείς εδώ». Το ήξερε καλά πλέον όμως, ότι δε λειτουργούσε έτσι αυτό. Εκείνη, έρχονταν μόνο όποτε επιθυμούσε η ίδια. Το γεγονός ότι ήταν η πρώτη φορά από τότε που τη γνώρισε που είχε την ανάγκη της, δεν ήταν ικανό να ανατρέψει αυτή τη κατάσταση. Όταν ο Λαδόπουλος επιβιβάστηκε στο Laguna του μαζί με το νεαρό κορίτσι, τους ακολούθησε με το Scenic του μέχρι εκεί. Αυτό που χρειαζότανε πλέον, ήταν νεότερες εντολές από εκείνη. Τα λόγια του μυστηριώδη Σαμ, αντηχούσαν ακόμη στο μυαλό του γεμίζοντάς τον από μια ανεξήγητη ταραχή. «Αυτό το πλάσμα είναι το μέλλον σου, Λαέρτη. Το μέλλον της ανθρωπότητας. Κοίταξέ το καλά γιατί από δω και μπρος θα στοιχειώνει τα όνειρά σου».

Μόνο η Λούσι μπορούσε να τον διαφωτίσει πλέον. Θυμήθηκε αυτό που του είπε κάποια στιγμή: «Αν τα βρούμε σκούρα και δεν έρθουν όπως τα υπολογίζουμε, θα με βρεις στο Παγγαίο. Εκεί που ξεκίνησαν όλα». Εκείνη τη νύχτα, το Παγγαίο ήταν πολύ μακριά ώστε πάει για να τη συναντήσει. Από την άλλη όμως, σίγουρα και εκείνη είχε την ανάγκη του όπως και αυτός τη δική της. Όφειλε λοιπόν να του παρουσιαστεί. Την απουσία της θα τη δικαιολογούσε μόνο στην περίπτωση που ήξερε πραγματικά τι να κάνει. Η μνήμη του, άρχισε να ανατρέχει στα όσα διάβασε κατά καιρούς στα απόκρυφα κείμενα. Θεώρησε ότι μόνο αυτή η μνήμη μπορούσε να τον βοηθήσει τις ώρες εκείνες. Υπήρχαν τα αυγά που έπρεπε να τα αποκτήσει πριν κάποιο από αυτά ωριμάσει. Τον λόγο που δεν έπρεπε να ωριμάσει, επίσης τον ήξερε. Από την άλλη, υπήρχαν τα λόγια του Σαμ για το κορίτσι και το γεγονός ότι ποτέ δε το είδε να μπαίνει στο σπίτι του Λαδόπουλου, παρά μόνο να βγαίνει. Οι σκέψεις αυτές συσχετίζονταν και αναλύονταν στο μυαλό του για αρκετή ώρα.

Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, τον χτύπησε αμείλικτα, μετατρέποντας την ανησυχία του σε ταραχή. «Δεν είναι δυνατόν!» φώναξε και άρχισε να τρέχει πανικόβλητος προς την είσοδο του Λούνα-Παρκ.

Ο μόνος άνθρωπος που δε διασκέδαζε μέσα σε αυτό, ήταν ο Μιχάλης. Αντίθετα, το θαύμα της φύσης δίπλα του, έμοιαζε να διασκεδάζει περισσότερο απ’ όλους. Στο roller coaster που οι συνεπιβάτες τους φώναζαν, εκφράζοντας με ενθουσιασμό το συναίσθημα της πτώσης που τους προκαλούσαν τα απότομα κατηφορίσματα του, η Τία παρέμενε απίστευτα ψύχραιμη και χαμογελαστή. Στη σκοποβολή η Τία κέρδισε τρεις σαμπάνιες, πετυχαίνοντας τον στόχο τρεις φορές, με μια μόνο ριξιά, πράγμα που οδήγησε τον Μιχάλη να την απομακρύνει από εκεί, έτσι ώστε να μη δώσουν λαβή για περεταίρω σχόλια. Σε όλα τα άλλα παιχνίδια, η Τία ήταν απλώς μια έφηβη που φέρονταν σαν ένα κοινό ενθουσιασμένο παιδάκι.

Τελικά κατέληξαν σε ένα παγκάκι, όπου ο Μιχάλης χάζευε το θαύμα της φύσης καθώς αυτό έτρωγε ένα χωνάκι με παγωτό σοκολάτα. Της είχε ήδη εκφράσει αρκετές απορίες του, παίρνοντας απαντήσεις που θα χαρακτηρίζονταν διφορούμενες με επιστημονικά κριτήρια. Αποφάσισε λοιπόν να αλλάξει τη θεματολογία των ερωτημάτων του.
«Λοιπόν Τία, πώς σου φαίνεται ο κόσμος μας;»

«Χάος», απάντησε η Τία αδιάφορα και χωρίς να το σκεφτεί καθόλου.

«Έχεις πολλά να δεις ακόμα», την προειδοποίησε ο Μιχάλης. «Υπάρχουν άγνωστα ακόμη σε σένα ζητήματα, όπως η εκπαίδευση».

«Χάος», επανέλαβε η Τία

«Η πολιτική»

«χάος»

«Οι θρησκείες»

«χάος»

«Η επιστήμη»

«Χάος»

«Συγνώμη, άλλη λέξη δεν ξέρεις να λες;»

«Στρατσιατέλα»

«Πάλι καλά», διαπίστωσε ο Μιχάλης. «Λοιπόν, εγώ θα πάω να αγοράσω τσίχλες. Κάτσε εδώ φρόνιμα και μη πας πουθενά. Εσύ θες τίποτα από το περίπτερο;»

Η Τία κατάπιε και το τελευταίο κομμάτι από το χωνάκι της. Γύρισε και τον λοξοκοίταξε κάπως ενοχλημένη. «Στρατσιατέλα», επανέλαβε.

«Εκτός από παγωτά δεν τρως τίποτα άλλο;», ρώτησε ο Μιχάλης αυστηρά.

«Θυμίζουν…Λούσι…», απολογήθηκε η Τία.

«Και η Λούσι δε σου έμαθε να μη τρως πολλά παγωτά;»

Η Τία δεν απάντησε, αλλά ο Μιχάλης κατάλαβε ότι δε θα έβγαζε άκρη. Το γεγονός ότι το κορίτσι θεωρούσε πως έχει μητέρα και τη λέγανε Λούσι, το απέδιδε στη φαντασία του, καθώς δεν είχε καμία λογική βάση. Αφού αγόρασε τις τσίχλες του και το παγωτό που του παρήγγειλε, άρχισε να επιστρέφει και πάλι στο παγκάκι.

Από αρκετά μακριά, διέκρινε ένα θέαμα που τον γέμισε δυσαρέσκεια και ανησυχία. Υπήρχε κάποιος που έμοιαζε να διανύει τη τρίτη δεκαετία της ζωής του, γονατισμένος μπροστά στη Τία να της ακουμπάει το χέρι και να της μιλάει, ενώ εκείνη του χαμογελούσε με ενθουσιασμό.

«Έι!», φώναξε και άρχισε να τρέχει προς το παγκάκι. «Κάτω τα ξερά σου».

Μόνο όταν έφτασε αρκετά κοντά, ο άγνωστος άντρας γύρισε και τον κοίταξε. Ο Μιχάλης όμως δεν τον άφησε να αρθρώσει ούτε μια λέξη. «Πώς τολμάς να εμφανίζεσαι και να παρενοχλείς την…». Για λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκε πώς θα συνεχίσει αυτό που πήγαινε να πει. «…την μικρή μου αδελφή», συμπλήρωσε τελικά.

Ο άγνωστος σηκώθηκε όρθιος και φάνηκε κάπως βιαστικός στην απάντηση του. «Κύριε Λαδόπουλε, ξέρω αρκετά για σας και γνωρίζω καλά ότι δεν έχετε μικρή αδελφή».

Ο Μιχάλης ταράχτηκε. «Δεν την άγγιξα!», φώναξε. «Ορκίζομαι ότι δεν έχω κάνει τίποτα το μεμπτό μαζί της».

Ο άγνωστος, δε φάνηκε να συμμερίζεται τα λόγια του. «Κύριε Λαδόπουλε, ο χρόνος πιέζει αφόρητα. Ονομάζομαι Λαέρτης Κομνηνός και κάποια στιγμή είχαμε επικοινωνήσει αλλά δε θελήσατε να με ακούσετε. Ακούστε με λοιπόν τώρα, που είναι ήδη αργά, αλλά η ελπίδα δεν έχει πεθάνει ακόμα».

Ο Μιχάλης θυμότανε καλά εκείνο το τηλεφώνημα που τον είχε ενοχλήσει. «Κύριε Κομνηνέ, έχω ξεκαθαρίσει ότι δε θέλω να έχω πλέον καμία επαφή με τη Στοά»

«Δεν ανήκω σε καμιά Στοά», ξεκαθάρισε ο Λαέρτης. «Αν μόνο γνωρίζατε τι είναι πραγματικά αυτό που φέρατε στο Λούνα-Παρκ, θα προτιμούσατε να φέρνατε μια ατομική βόμβα στη θέση του».

«Δε ξέρω εγώ και ξέρεις εσύ;», ρώτησε ενοχλημένος ο Μιχάλης. «Ορίστε λοιπόν, αφού ξέρεις πες μου».

«Είναι η Τίαματ».

Ο Μιχάλης γούρλωσε τα μάτια και έμεινε για λίγο με το στόμα ανοιχτό. Έπειτα ξέσπασε σε γέλια. «Η Τίαματ; H θεά του Χάους; Η πρώην βασίλισσα της κόλασης; H σύζυγος του Αμπζού; Μα κοίταξε την γαμώτο, δεν είναι παρά ένα παιδί!»

«Ε, και;» ρώτησε η Τία, παίρνοντας μέρος στη συζήτηση.

Ο Λαέρτης θεώρησε ότι η εξήγηση που θα έδινε, δε θα έπιανε τόπο. Ωστόσο την αποτόλμησε. «Εφόσον γεννήθηκε από αυγό που εξελίχθηκε σε Σράνκεν, τότε είναι η Τίαματ».

Ο Μιχάλης, έβαλε σε εφαρμογή τις απόκρυφες γνώσεις που είχε. «Γνωρίζετε πολύ καλά κύριε Κομνηνέ, ότι η Τίαματ –αν εικάσουμε ότι υπάρχει- είναι νεκρή. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Λούσιφερ τη διέλυσε και πήρε τον θρόνο της».

«Και να που τώρα αναγεννήθηκε, για να διεκδικήσει τον θρόνο πίσω», είπε ο Λαέρτης δείχνοντας την Τία.

«Κύριε Κομνηνέ», αντέτεινε ο Μιχάλης, «Το πλάσμα αυτό προήλθε από δύο φυτικούς οργανισμούς, τα “αυγά”, που λέτε και σεις».

«Τα οποία γεννήθηκαν από έναν θηλυκό δαίμονα ονόματι Άσταρoθ», συμπλήρωσε ο Λαέρτης.
«Λούσι!», διευκρίνισε η Τία με ενθουσιασμό.

Ο Μιχάλης αδυνατούσε να αποδεχτεί τα όσα άκουγε, θεωρώντας τα ως παραλογισμούς.
Ο Λαέρτης όμως συνέχισε ακάθεκτος. «Η Άσταροθ ή αλλιώς Λούσι, επικωνιάστηκε με την ουσία από τα υπολείμματα της Τίαματ, με σκοπό να την επαναφέρει στη ζωή και να ρίξει το καθεστώς του κακού που επέβαλε ο Λούσιφερ στην κόλαση. Γέννησε τα αυγά, αλλά αδυνατούσε να τα διαιρέσει και να τα αναπτύξει, γιατί ακόμη και ένας δαίμονας δε μπορεί να γνωρίζει τα πάντα. Εδώ ήταν που βάλατε εσείς το χέρι σας και δώσατε τη λύση. Η λύση σας όμως, μπορεί να σημαίνει την καταστροφή αυτού του κόσμου. Γιατί τόσο επικίνδυνη είναι η Τίαματ». Γύρισε και κοίταξε την Τία προβληματισμένος, η οποία χαμογελούσε αινιγματικά. «Απορώ πως δεν έχει καταστρέψει ακόμη τα πάντα πάνω στο παιχνίδι της. Λοιπόν, κύριε Λαδόπουλε, πρέπει να μου την παραδώσετε. Φύγετε και ξεχάστε ότι τη γνωρίσατε. Εγώ θα την επιστρέψω στην Άσταροθ».

«Λούσι», φώναξε η Τία ενθουσιασμένη.

«Δεν είσαι με τα καλά σου Κομνηνε», φώναξε ο Μιχάλης αγανακτισμένος. «Νομίζεις ότι θα σου δώσω έτσι απλόχερα, το μεγαλύτερο δημιούργημα της φύσης; Κάνεις λάθος».

Οι δυο τους, έμειναν να κοιτάζουν για λίγο ο ένας τον άλλο δείχνοντας ότι κανείς τους δε σκόπευε να υποχωρήσει. Η Τία ήταν αυτή που διέκοψε την σιωπή, λέγοντας απλώς μια λέξη, φορτισμένη από αγωνία: «Κίνδυνος!»

Ο Μιχάλης κοίταξε τριγύρω του. Δεν υπήρχε κάτι το ανησυχητικό. Ο κόσμος εξακολουθούσε να κόβει τις βόλτες του και να διασκεδάζει αμέριμνος. Ο Λαέρτης όμως είχε πανικοβληθεί. «Πρέπει να τρέξουμε», είπε. «Τώρα κιόλας! Αυτή τη στιγμή που μιλάμε! Η Τίαματ αισθάνεται κίνδυνο».

Του Μιχάλη του ήρθε να γελάσει. «Κοτζάμ θεά του χάους, αισθάνεται κίνδυνο; Ας τον ξεπεράσει τότε»

«Δεν εννοεί κίνδυνο για μας», διευκρίνισε ο Λαέρτης. Αμέσως φώναξε «Τίαματ τρέχα!» και άρχισε να τρέχει πανικόβλητος προς την έξοδο του Λούνα-Παρκ, μαζί με την Τία που τον ακολούθησε σχεδόν αυτόματα.

«Δε θα σε αφήσω να το σκάσεις έχοντας το θαύμα στην κατοχή σου, Κομνηνέ», φώναξε ο Μιχάλης και άρχισε να τρέχει κι αυτός ξοπίσω τους.

Με το που διέσχισαν τη μεγάλη έξοδο, τους υποδέχτηκε η ερημιά και το σκοτάδι. Μόνο οι δύο άντρες στέκονταν λαχανιασμένοι. Η Τία δε κουράστηκε καθόλου, αν και εξακολουθούσε να δείχνει ανήσυχη.

Τότε ήταν που ακούστηκε η φωνή που έβγαινε μέσα από το μεγάφωνο. «Μείνετε ακίνητοι και παραδώστε το παιδί χωρίς αντιρρήσεις»

Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης ύψωσαν τα μάτια τους, για να μπορέσουν να διακρίνουν μέσα στο σκοτάδι, την πληθώρα των ένοπλων αστυνομικών που στέκονταν γύρω στα 30 μέτρα μακριά τους, σημαδεύοντας τους αμείλικτα.

«Παραδώστε το παιδί, αλλιώς πυροβολούμε», επανέλαβε η φωνή από το μεγάφωνο.

Η παρέα των τριών, έδειχνε απροστάτευτη κάτω από αυτή την απειλή και τα όπλα που τους σημάδευαν.

«Πώς διάολο γνωρίζουν;», αναρωτήθηκε φωναχτά ο Μιχάλης.

«Υπάρχει και κάποιος άλλος που γνωρίζει εκτός από εμάς», παραδέχτηκε ο Λαέρτης θυμούμενος τον μυστηριώδη εκείνο Σαμ. «Μόνο που φαίνεται ότι δεν τους πληροφόρησε καλά. Γιατί αυτοί οι τύποι, μόλις προκάλεσαν την καταδίκη τους».

Ο Μιχάλης δεν κατάλαβε. Άρχισε να καταλαβαίνει μόνο όταν είδε την Τία να έχει το βλέμμα της καρφωμένο στον μεγάλο μύλο του Λούνα-Παρκ, ο οποίος άρχισε να γυρνάει με όλο και περισσότερη ταχύτητα. Ήταν ένας τεράστιος μύλος με ανθρώπους που διασκέδαζαν πάνω σε αυτόν, όπως συμβαίνει σε όλα τα μεγάλα Λούνα-Παρκ. Μόνο που ο συγκεκριμένος, άρχισε να περιστρέφεται σαν ανεμιστήρας, απότομα, εκτοξεύοντας τους ανυποψίαστους επιβάτες μακριά του, με θανάσιμο τρόπο. Ο Μιχάλης και ο Λαέρτης τους έβλεπαν από μακριά να σκορπίζουν κυριολεκτικά σαν άψυχες μαριονέτες μέσα στον μαύρο ουρανό, κάνοντάς τους να συνειδητοποιήσουν το πόσο μοιραία θα ήταν η σύγκρουσή τους με το έδαφος.

Η έκπληξή τους έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν είδαν τον μανιασμένο μεγάλο μύλο να ξεκολλάει από τη βάση του. Τον είδαν να περιστρέφεται για λίγα δευτερόλεπτα στον αέρα. Έπειτα, καταρρίπτοντας αρκετούς από τους νόμους της φυσικής γκρεμίστηκε πάνω στη στρατιά των αστυνομικών, κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο καθώς συγκρούονταν με το έδαφος, σηκώνοντας ένα θεόρατο σύννεφο σκόνης και θανάτου που θόλωσε τη νύχτα.

Ο Μιχάλης κοίταζε αποσβολωμένος το θέαμα. Ο Λαέρτης που κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ του πιο γρήγορα, γύρισε και τον ρώτησε: «Τώρα κατάλαβες τι πα να πει κίνδυνος;»

Ο Μιχάλης όμως δεν κατάφερε να συνέλθει ακόμα. Έμενε να κοιτάει το σύννεφο του θανάτου ψελλίζοντας: «Είναι νεκροί… Τόσοι άνθρωποι… νεκροί».

Έπειτα, άκουσαν τον θόρυβο των ελικοπτέρων. Ήταν τουλάχιστον δύο και πλησίαζαν. Ο κουρνιαχτός δεν τους επέτρεψε να τα διακρίνουν, ωστόσο γνώριζαν καλά ότι δεν έπρεπε να στέκονται στο σημείο εκείνο για πολύ.

«Πάμε να φύγουμε πριν στείλουν και άλλους στον χαμό τους», φώναξε ο Λαέρτης. «Δε γνωρίζουν τι μπορεί να κάνει η Τίαματ και μόνο αν την έχουμε μαζί μας θα τους προστατεύσουμε από τον αφανισμό τους».

Ο Μιχάλης είδε την Τία να χαμογελάει ενθουσιασμένη κοιτάζοντας τα όσα έκανε όπως αποτυπώνονταν στο μεγάλο νέφος σκόνης. «Είσαι ηλίθια;» της φώναξε ξεχνώντας εντελώς τι ακριβώς ήταν αυτή. «Τους σκότωσες όλους! Και οι περισσότεροι δε φταίγανε σε τίποτα». Λέγοντας τα αυτά, της άστραψε ένα δυνατό χαστούκι. Αμέσως όμως συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που έκανε, όταν την είδε να στέκεται κοιτάζοντάς τον με απορία και έτοιμη να ξεσπάσει όσο ποτέ.

«Τώρα προκάλεσες την καταδίκη μας, ανόητε!», είπε πανικόβλητος ο Λαέρτης.

Του Μιχάλη του ήρθε να κλείσει τα μάτια και να προσευχηθεί. Σε ποιο θεό όμως; Ήξερε αρκετούς, αλλά δεν εμπιστεύονταν κανένα.

Τότε η Τία, έκανε κάτι το απρόσμενο: Ξέσπασε σε κλάματα. Ακριβώς όπως αντιδρούν τα μικρά παιδάκια όταν τρώνε ένα τέτοιο χαστούκι. Έκλαιγε δυνατά και σπαραξικάρδια.
«Ζήτα της συγνώμη γρήγορα!», παρότρυνε ο Λαέρτης τον Μιχάλη.

Ο Μιχάλης ποτέ δεν ήταν καλός σε αυτά. Την πλησίασε απλώς, μη ξέροντας τι να της πει. Αμέσως αυτή όρμηξε πάνω του και τον αγκάλιασε συνεχίζοντας να κλαίει σαν μωρό.
«Δεν το ήθελα», είπε τελικά ο Μιχάλης.
«Συγχωρείσαι», είπε παραπονιάρικα η Τία, που άρχισε να ηρεμεί κάπως.
Τα ελικόπτερα ακούγονταν να πλησιάζουν περισσότερο.
«Λοιπόν!», φώναξε ο Λαέρτης. «Δε γίνεται να στεκόμαστε εδώ περισσότερο. Πρέπει να τρέξουμε μακριά τους. Ευτυχώς έχω παρκάρει εδώ κοντά».

Λίγες στιγμές αργότερα, το Scenic του Λαέρτη διέσχιζε τη λεωφόρο, τρέχοντας επικίνδυνα. Στο πίσω κάθισμα, η Τία κάθονταν μαζί με τον Μιχάλη θλιμμένη, με τα δάκρια να μην έχουν στεγνώσει ακόμη από το πρόσωπό της. «Ακόλουθοι!», γκρίνιαξε στον Λαέρτη σε κάποια φάση.

«Λυπάμαι, βασίλισσά μου», είπε ο Λαέρτης. «Είναι αδύνατον να γυρίσουμε πίσω για τα άλλα αυγά τώρα πια. Πηγαίνουμε στο Παγγαίο. Θα δεις και την Λούσι εκεί. Θα σε περιμένει».

Ο Μιχάλης εκπλάγηκε με αυτή τη δήλωση. «Στη καταπακτή;», ρώτησε με έντονη την απορία στη χροιά της φωνής του.

«Ακριβώς!», απάντησε ο Λαέρτης. «Εκεί που αρχίσανε όλα».

«Λούσι», φώναξε χαρωπά η Τία, ξεχνώντας εντελώς το παράπονό της.

«Ελπίζω να μην είστε κι εσείς απογοητευμένος κύριε Λαδόπουλε που αφήσαμε τα φυτά στο σπίτι σας», είπε ο Λαέρτης στον Μιχάλη.

«Για μένα σημαίνουν πολλά», παραδέχτηκε αυτός. «Αλλά αξίζει τον κόπο, εφόσον θεωρώ σπουδαιότερο το γεγονός ότι θα γνωρίσω από κοντά το μητρικό φυτό»

Η Τία γέλασε χαριτωμένα.

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

6. Δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια


«Με τα όπλα του πολέμου διαλυμένα, έδεσε στα πόδια του τους έντεκα, τα τερατώδη δημιουργήματα της Τιαμάτ. Έφτιαξε ομοιώματα όλων τους και τώρα στέκονται στη πύλη της Αβύσσου, την πύλη του Άμπσου. Και είπε:
- Αυτό είναι για να θυμόμαστε, γιατί η Τιαμάτ δεν πρέπει να λησμονηθεί.»

Το αυγό. Η Λούσι μπορεί να μην του είχε πει πολλά γι’αυτό, όμως δεν ήταν κανένας τυχαίος. Ανήκε στο Τάγμα του Σταυρού του Ρόδου από πριν καν γεννηθεί και είχε τις δικές του γνώσεις και τις δικές του υποψίες. Δεν ήξερε πολλά για δαίμονες, όμως ήταν σχεδόν σίγουρος πως η Λούσι ανήκε στην κατηγορία. Παίρνοντας αυτό ως δεδομένο, δεν μπορούσε παρά να συμπεράνει ότι το αυγό αντιπροσώπευε την πτώση του Λούσιφερ. Κάπως. Με κάποιον τρόπο. Έψαξε. Διάβασε. Και, στο τέλος, κατάλαβε. Όχι τα πάντα, όμως αρκετά για να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που του ζήταγε η Λούσι όχι απλά δεν θα κατέστρεφε τον κόσμο, αλλά αντιθέτως, θα τον έσωζε.
Ο Λαέρτης είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τον Μιχάλη Λαδόπουλο πολλές φορές, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Πίστευε πως η υπόσχεση της γνώσης θα τον έβαζε σε πειρασμό, όμως για κάποιο λόγο εκείνος τον είχε αγνοήσει. Είχε βρει το σπίτι του και το είχε παρακολουθήσει για μέρες και νύχτες ολόκληρες. Δεν τον είχε δει να βγαίνει ούτε μία φορά. Ούτε μία φορά δεν είχαν ανάψει τα φώτα του διαμερίσματός του. Αν η Λούσι δεν τον είχε διαβεβαιώσει για το αντίθετο, θα πίστευε πως ήταν νεκρός.
Κατά έναν μυστήριο τρόπο, η παρακολούθηση του είχε κάνει καλό. Σε κάποιον άλλο, αυτή η αναμονή θα είχε προκαλέσει νευρικό κλονισμό, όμως όχι στον Λαέρτη. Εκείνος χαιρόταν που του είχε δοθεί μια ευκαιρία να είναι μακριά από το σπίτι. Μακριά από την Αλίκη. Μακριά από κλειστούς χώρους όπου η Λούσι θα μπορούσε να τον βρει και να του πει πόσο την είχε απογοητεύσει. Η προοπτική αυτή τον τρόμαζε. Σκεφτόταν όλα όσα θα μπορούσε να του κάνει κι ένιωθε τις τρίχες στον αυχένα του να σηκώνονται όρθιες.
Εκείνη τη στιγμή άκουσε το τηλέφωνό του να χτυπάει. Κοίταξε την οθόνη αδιάφορα, περιμένοντας πως θα ήταν η Αλίκη, όμως έκανε λάθος. Ο αριθμός του ήταν άγνωστος. Ίσως ο Λαδόπουλος να είχε αποφασίσει ότι ήθελε να τον ακούσει τελικά.
- Παρακαλώ;
- Γεια σου, Λαέρτη.
Η φωνή δεν έμοιαζε με τίποτα απ’όσα είχε ακούσει στο παρελθόν. Έμοιαζε με βροχή πάνω σε φύλλα και το απαλό φως της αυγής, με λιωμένη καραμέλα σε γυμνό δέρμα κι ένα σωρό άλλα πράγματα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Ήταν μαγευτική. Ήταν απόλυτα, τέλεια ανδρόγυνη.
- Ποιος είναι;
Σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, σηκώθηκε από το παγκάκι που καθόταν και βάλθηκε να κοιτάει νευρικά τριγύρω. Ένα γέλιο σαν δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια ξεχύθηκε από το ακουστικό.
- Μη με ψάχνεις. Δεν είμαι πουθενά κοντά σου. Για την ακρίβεια, δεν είμαι πουθενά στον κόσμο σου καν.
- Ποιος είναι; επανέλαβε την ερώτηση.
- Λέγε με Σαμ.
Παραλίγο να βάλει τα γέλια μ’αυτό. Αλήθεια, ένας τρομαχτικός τύπος που τον παρακολουθούσε δεν θα έπρεπε να έχει πιο επιβλητικό όνομα; Από την άλλη, βέβαια, ούτε το «Λούσι» ήταν ιδιαίτερα επιβλητικό. Δεν μπορούσε να πει το ίδιο όμως και για το άτομο που έφερε το όνομα.
- Άκουσέ με προσεκτικά, Λαέρτη. Τυχαίνει να γνωρίζω ότι έχει έρθει σε επαφή μαζί σου μια γυναίκα με το όνομα «Λούσι». Είναι πολύ επικίνδυνη γυναίκα και καλά θα κάνεις να μην την εμπιστεύεσαι.
- Ας εμπιστευτώ καλύτερα έναν άγνωστο που με παρακολουθεί, ε; σχολίασε ειρωνικά ο Λαέρτης.
Ο «Σαμ» τον αγνόησε.
- Έχεις μια ιδέα για το τι πάει να κάνει η Λούσι. Δεν είσαι σαν τον τύπο που έκλεψε το αυγό. Αυτός είναι τελείως χαμένος. Εσύ όμως όχι. Εσύ μπορείς να καταλάβεις τι είναι καλύτερο για τον κόσμο σου. Εδώ και χιλιάδες χρόνια τα πράγματα κυλάνε ομαλά. Αν όμως η Λούσι πετύχει το σκοπό της, όλα θα αλλάξουν. Μέσα σου, το ξέρεις. Το αισθάνεσαι. Όμως φοβάσαι να της εναντιωθείς. Εγώ μπορώ να σε προστατεύσω.
Ο Λαέρτης πήρε μια βαθιά ανάσα. Κανείς δεν μπορούσε να τον προστατεύσει από τη Λούσι. Μόνο ο ίδιος ο Εωσφόρος και πραγματικά αδυνατούσε να σκεφτεί για ποιο λόγο μπορεί να ήθελε να το κάνει. Σίγουρα, πάντως, ένας «Σαμ» δεν θα άντεχε ούτε για ένα λεπτό απέναντί της. Είχε δει τι μπορούσε να κάνει. Δεν είχε καμία ελπίδα.
- Δεν ενδιαφέρομαι, είπε τελικά, αν και με βαριά καρδιά.
Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής στέναξε κι η θλίψη της κόντεψε να τον σκοτώσει εκεί, όπως στεκόταν.
- Κοίτα απέναντί σου.
Μηχανικά, υπάκουσε. Είδε την είσοδο της πολυκατοικίας να ανοίγει και τον Λαδόπουλο να βγαίνει από μέσα, κρατώντας από το χέρι ένα δεκατετράχρονο κορίτσι που φόραγε ένα κόκκινο φόρεμα πολύ μεγαλίστικο για την ηλικία του. Η μικρή χοροπηδούσε χαριτωμένα γύρω του, ενώ εκείνος έμοιαζε τελείως έξω απ’ τα νερά του.
- Το βλέπεις, έτσι δεν είναι; είπε η φωνή. Αυτό το πλάσμα είναι το μέλλον σου, Λαέρτη. Το μέλλον της ανθρωπότητας. Κοίταξέ το καλά γιατί από δω και μπρος θα στοιχειώνει τα όνειρά σου.
Ο Λαέρτης κάτι πήγε να πει, όμως το τηλέφωνο έκλεισε απότομα. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να έχει δεχτεί την πρόταση της φωνής. Του «Σαμ». Όμως μετά ήρθε στο μυαλό του η Λούσι και αποφάσισε ότι είχε κάνει το σωστό. Εντάξει, ίσως όχι το σωστό, αλλά σίγουρα το πιο έξυπνο. Προσεκτικά, βάλθηκε να ακολουθεί τον ερευνητή και το κορίτσι.


Ήταν ντυμένη στα λευκά, μ’ένα νυχτικό που έμοιαζε να έχει βγει από περασμένους αιώνες και τα μαλλιά της χύνονταν στην πλάτη της. Κρατούσε ένα λευκό κερί κι ήταν ξιπόλυτη. Το έδαφος από κάτω της ήταν λείο και ψυχρό. Κοιτώντας γύρω της, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σ’ένα σπήλαιο. Υπήρχαν ζωγραφιές στα τοιχώματα, ζωγραφιές φτιαγμένες από ανθρώπους που είχαν ζήσει χιλιάδες χρόνια πριν. Υπήρχαν σκηνές από κυνήγια, σχέδια ζώων που της ήταν άγνωστα και αναπαραστάσεις τελετών. Σε όλες δέσποζε ένα περίεργο φυτό που δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ ό,τι είχε δει ως τότε.
Ξαφνικά, άκουσε έναν ήχο, σαν από κάπου πολύ μακριά. Με την καρδιά της να χτυπάει ξέφρενα, στάθηκε για λίγο και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Έμοιαζε με οπλές αλόγου. Οπλές αλόγου; Τι στο...
Κρύφτηκε σε μια εσοχή του σπηλαίου και περίμενε, κρύβοντας με την παλάμη της τη φλόγα του κεριού. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα όταν το πλάσμα εμφανίστηκε. Το πάνω μέρος του σώματός του ήταν ανθρώπινο, όμως το κάτω έμοιαζε με κορμί αλόγου. Το τρίχωμά του ήταν στιλπνό και κατάμαυρο, όπως μαύρα ήταν και τα κοντά μαλλιά του. Είχε διαπεραστικά, γαλάζια μάτια, με μια έκφραση πείνας μέσα τους. Φωνές από τα βάθη της σπηλιάς υψώθηκαν σε χορό για να τον καλωσορίσουν.
- Άζαζελ...
Δεν ήξερε αν ήταν το όνομά του ή κάποια λέξη σε άγνωστη γλώσσα, όμως της προκάλεσε ανατριχίλα.
Εκείνος στάθηκε εκεί και περίμενε. Ποιος ξέρει ποιον...ποιος ξέρει τι. Απλά περίμενε. Μέχρι που από την είσοδο της σπηλιάς ακούστηκαν βήματα και μια κοπέλα μπήκε και στάθηκε γυμνή μπροστά του. Από αυτό το σημείο κι έπειτα, όλα άρχισαν να κινούνται πολύ γρήγορα. Τον είδε να κόβει το λαιμό της κοπέλας με τα νύχια του και να την τρώει ενώ ψυχορραγούσε. Τον είδε να το κάνει και σε άλλους...κι άλλους...κι άλλους...κι άλλους. Όμως η πείνα του ποτέ δεν έσβηνε. Η σπηλιά ήταν γεμάτη κόκκαλα και σαπισμένα υπολείμματα κρέατος, όμως το πλάσμα δεν είχε χορτάσει.
Αρχικά, τον είδε να ουρλιάζει και να χτυπάει τους τοίχους, μισότρελος από πείνα. Έπειτα, τον είδε να αρχίζει να τρώει τον εαυτό του. Έτρωγε, έτρωγε, έτρωγε...μέχρι που στο τέλος δεν απέμεινε τίποτα απ’αυτόν. Ένα σπαραχτικό κλάμα γέμισε τη σπηλιά και μετά έσβησε. Ήταν μόνη.

Η Μαρίνα τινάχτηκε όρθια, λουσμένη στον ιδρώτα. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι και σύρθηκε μέχρι το μπάνιο. Άνοιξε τη βρύση και ξέπλυνε το πρόσωπό της. Πισωπάτησε τρομαγμένη και γλίστρησε στο χαλί. Η πλάτη της κοπάνησε στην πόρτα με δύναμη και μια κραυγή πόνου της ξέφυγε. Όμως τίποτα απ’όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να τραβήξει το βλέμμα της μακριά από το νιπτήρα που ήταν κόκκινος από το αίμα της.


Ο Σεβάσμιος της Στοάς στεκόταν μπροστά στο βωμό που ήταν ντυμένος με μαύρο βελούδο. Τα μαύρα κεριά έκαιγαν αέναα με τις όμορφες, γαλαζοπράσινες φλόγες τους. Γονάτισε και άρχισε να ψέλνει στα λατινικά. Ο κύκλος με τα ενωχιανά σύμβολα γύρω του άρχισε να τρεμοπαίζει. Ένας στρόβιλος από μωβ και μαύρη ενέργεια δημιουργήθηκε κι όταν καταλάγιασε, πάνω στο βωμό στεκόταν καθισμένο ένα πλάσμα που ούτε άντρα μπορούσε να το πει κανείς ούτε γυναίκα. Ήταν και τα δύο ταυτόχρονα ή ίσως τίποτε απ’τα δύο. Είχε μακριά, χαλκόξανθα μαλλιά, χρυσό δέρμα και πράσινα μάτια που έβγαζαν φως. Φορούσε τζιν κι ένα ξεκούμπωτο, λευκό πουκάμισο.
Ο Σεβάσμιος έσκυψε ακόμη πιο κοντά στο πάτωμα, δηλώνοντας το σεβασμό του.
- Άρχοντά μου...
Το πλάσμα πήδηξε από το βωμό κι άρχισε να προχωράει προς τα μέσα.
- Κόψε τις μαλακίες, Νικηφόρε. Τα’χεις κάνει σκατά, είπε ο «Σαμ» κι ο Σεβάσμιος σύρθηκε πίσω του κοντεύοντας να μπουρδουκλωθεί στις ρόμπες του.
Πάνω στο μαύρο βωμό υπήρχε ένα μικρό βουναλάκι από χρυσοκίτρινη σκόνη που μύριζε θειάφι.


Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

5. Τία


Ο Μιχάλης δεν άντεχε να ακούσει άλλες ειδήσεις από το ραδιόφωνό του. Ήταν το μόνο μέσο πληροφόρησης που μπορούσε να χρησιμοποιεί πλέον, καθώς το φως της τηλεόρασης ήταν ανεπιθύμητο, όπως και κάθε άλλο έντονο φως. Το να ακούει κάθε τόσο όμως σχετικά με την ανεξήγητη εξαφάνιση της Μαίρης και να ενημερώνεται για την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι γονείς της, έτεινε να καθιερώσει το ραδιόφωνο ως κάτι το εξίσου ανεπιθύμητο.

Θυμήθηκε τον εαυτό του να φωνάζει οργισμένος στον Σεβάσμιο της Στοάς και να τον κατηγορεί ότι έστειλε τη Βούλα σαν καμικάζι αυτοκτονίας στο σπίτι του και ότι ευθύνονταν για τη φριχτή μοίρα της εξίσου με αυτόν. Μάταια ο Σεβάσμιος προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι η Βούλα λειτούργησε αυτόβουλα, δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο, γιατί θεωρούσε ότι βασική προϋπόθεση για να αποκτήσει η Στοά τα αυγά, ήταν να είναι αυτά πάνω από τρία. Ήξεραν ότι ακόμη και αν ο Μιχάλης δέχονταν να τους τα δώσει, θα φρόντιζε να κρατήσει κάποιο και για τον εαυτό του. Αυτοί όμως ήθελαν τουλάχιστον δύο, προκειμένου να μπορέσουν να τα αναπαράγουν. Η Βούλα θυσίασε τη ζωή της ώστε τα αυγά να γίνουν τέσσερα και να μην τίθεται πλέον τέτοιο ζήτημα. Ο Μιχάλης όμως δε πείστηκε από τα λόγια του Σεβάσμιου. Μίσησε τη Στοά και δεν ήθελε πλέον καμία επαφή μαζί της.

Υπήρχε κάποιος που τον πήρε τηλέφωνο κάποια στιγμή ζητώντας του επίμονα να συναντηθούν για να του πει σημαντικά πράγματα όπως ισχυριζότανε. Ο αριθμός του κινητού του ήταν άγνωστος και ο Μιχάλης έβγαλε κατευθείαν το συμπέρασμα ότι επρόκειτο για κάποιο από τα μέλη, με τα οποία δεν είχε πλέον να πει τίποτα. Έκανε φραγή στο νούμερο και έβγαλε το σταθερό τηλέφωνο από τη πρίζα. Δεν ήθελε να αντικρίσει αυτόν τον τύπο, θεωρώντας ότι αυτός θα επιχειρούσε να τον καλοπιάσει για να ταχθεί και πάλι με το μέρος τους. Το όνομά του πάντως το θυμότανε: Λέγονταν Λαέρτης.

Η ντουλάπα εντωμεταξύ άρχισε να σείεται ανεξήγητα και ασταμάτητα. Δύο μέρες μετά, ταρακουνιότανε πλέον ολόκληρη προκαλώντας έναν καταραμένο, ανεπιθύμητο ήχο που έφτανε στα αφτιά του. Έναν ήχο, που ενδυνάμωνε τις τύψεις του, για τα όσα προκάλεσε στις δύο εκείνες κοπέλες. Άρχισε να σιχαίνεται τον εαυτό του, όχι για τα όσα έκανε, αλλά για αυτές ακριβώς τις τύψεις που άρχισαν να ξυπνάνε μέσα του παρείσακτα και που δεν είχαν καμία θέση ως τότε στη μαύρη του ψυχή. Ένιωθε να συνέρχεται μέσα στην ίδια του τη συνείδηση μετά από πολύ καιρό και να αντικρίζει μέσα της κάτι που δε του άρεσε καθόλου. Έφτασε στο σημείο να εύχεται να μην είχε μπει ποτέ στην καταπακτή, έφτασε στο σημείο να θελήσει να καταστρέψει τα φυτά στο γραφείο του και το καταραμένο υγρό αναπαραγωγής τους, χωρίς όμως τελικά να το τολμήσει. Γιατί το συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε, ήταν το ίδιο στο οποίο είχε καταλήξει και η Βούλα: Από τότε που βγήκε από την καταπακτή με τα δύο φυτά στο χέρι, δεν ήτανε πια ο Μιχάλης.

Όσο τα συναισθήματα αυτά τον έζωναν, τόσο περισσότερο σείονταν η ντουλάπα. Τόσο ταράζονταν το Σράνκεν που κατοικούσε μέσα της. Και όσο περισσότερο σείονταν αυτή, τόσο περισσότερο τον έζωναν τα ξεχασμένα από καιρό συναισθήματα. Άρχισε να κοιμάται σε άλλο δωμάτιο, μακριά από τους φριχτούς εκείνους θορύβους. Δεν ένοιωθε όμως ούτε μια στιγμή ικανός να ανάψει τα φώτα. Δε μπορούσε με τίποτα να βλάψει τα φυτά. Και οι τύψεις γίνονταν ακόμη πιο φριχτές.

Ήρθε λοιπόν η στιγμή που οι τύψεις αντηχούσαν στους τοίχους όσο ποτέ άλλοτε. Το πάτωμα έτρεμε και ο σοβάς δεν έδειχνε να κρατιέται για πολύ. Τα αφτιά του δεν άντεχαν. Αυτό ήταν. Έτρεξε γεμάτος ταραχή στο δωμάτιό του και αντίκρισε τη σιδερένια ντουλάπα που πλέον άρχισε να χοροπηδάει μανιασμένη. «Τι είναι αυτό που θες επιτέλους;», φώναξε, «Τα πήρες όλα πια από μένα. Μήπως πεινάς; Ε, λοιπόν έχω κάτι να φας». Στάθηκε ακίνητος, κοιτάζοντας την αποφασιστικά, χωρίς να νοιάζεται πια για τη μανία που αυτή εξέπεμπε στον χώρο. «Ορίστε, φάε με. Φάε εμένα. Εδώ την ψυχή μου πήρες, στο σώμα μου θα κωλώσεις; Φάε με τώρα και λύτρωσέ με από το μαρτύριο».

Απότομα η πόρτα άνοιξε και τα τεράστια πλοκάμια ξεχύθηκαν γύρω του. Ήταν η στιγμή που μια σπίθα φώτισε την ψυχή του, γιατί πίστεψε ότι η ευχή του εισακούστηκε. Την αμέσως επόμενη στιγμή, το Σράνκεν εκτόξευσε (έφτυσε;) στην αγκαλιά του κάτι απρόσμενο και αναπάντεχο: Ένα έφηβο ξανθό κορίτσι που η μόνη του περιβολή ήταν κάτι σαν μπικίνι φτιαγμένο από πλαγκτόν. «Μιχάλη», του φώναξε, ενώ η πόρτα της ντουλάπας έκλεισε το ίδιο απότομα με το άνοιγμά της.

«Τι σκατόπραμα είσαι συ;», φώναξε ο Μιχάλης κυριευμένος από πανικό και την άφησε να πέσει στο πάτωμα. Μετά τινάχτηκε πίσω και κατέληξε καθισμένος στο πάτωμα και ο ίδιος. Το κορίτσι σηκώνονταν και αυτός παρέλυε από τρόμο και δέος που το αντίκριζε. «Μείνε μακριά μου!», της φώναξε, «Μπορεί να είσαι μολυσμένη».

«Μιχάλη», ξαναφώναξε εκείνη χαρούμενη και έτρεξε κατά πάνω του. Αυτός έκλεισε τα μάτια του, εφόσον δεν προλάβαινε να αντιδράσει αλλιώς. Μέχρι που την ένοιωσε να τον αγκαλιάζει και τα ξανάνοιξε. Αμέσως τραβήχτηκε πάλι από κοντά της και σηκώθηκε όρθιος. Το μυαλό του δεν έλεγε να συλλάβει αυτό που έβλεπε.

«Τι είσαι;», κατάφερε να ψελλίσει μέσα στο δέος που τον κυρίεψε.

Το κορίτσι σηκώθηκε και αυτό και άρχισε να περιεργάζεται τον χώρο γύρω της. Όταν το βλέμμα της αντάμωσε με τα τέσσερα φυτά στο γραφείο, του τα έδειξε. «Αυγά… Ακόλουθοι…», του είπε. Αυτός εξακολουθούσε να την κοιτάζει με απορία. Έπειτα του έδειξε την ντουλάπα. «Σράνκεν… Μπαμπάς… Ακόλουθος…» .

Ο Μιχάλης κόντευε να τρελαθεί με αυτά που άκουγε, οπότε αποφάσισε να το ρίξει στην πλάκα. Να διακωμωδήσει κάπως την κατάσταση. «Ακόλουθος και ο μπαμπάς ε; Δεν έχεις άδικο. Οι μπαμπάδες έχουν καταλήξει πλέον να είναι ακόλουθοι των παιδιών τους. Ομολογώ ότι χαίρομαι που δεν υπάρχει μαμά στην όλη ιστορία. Επιτέλους η γέννα εμφανίζεται ως προνόμιο του αρσενικού».

«Λούσι», είπε το κορίτσι σα να ήθελε να τον διορθώσει. «Λούσι… Μαμά… Ακόλουθη…»
«Ακόλουθη και η μαμά ε; Ό.τι θες τους κάνεις μου φαίνεται. Περίεργο το όνομά της οφείλω να ομολογήσω. Αμερικάνα είναι;»
Έπειτα, το κορίτσι του έδειξε τον εαυτό της. «Τία», είπε, «Βασίλισσα».

Ο Μιχάλης άρχισε να συνειδητοποιεί ότι αντίκριζε το μεγαλύτερο επιστημονικό θαύμα στον κόσμο. Για λίγες στιγμές οραματίστηκε το πόσα πολλά συμπεράσματα θα μπορούσαν να προκύψουν από τη μελέτη ενός τέτοιου πλάσματος. Θα μπορούσε να το ναρκώσει και να το ανοίξει κάνοντας μια πρόχειρη βιοψία ώστε να εξετάσει τα όργανά του. Βέβαια, δεν ήταν χειρούργος ώστε να γνωρίζει την ακριβή διαδικασία, ωστόσο άξιζε τον κόπο να την εφαρμόσει έστω και πρόχειρα. Έπρεπε επίσης να ερευνήσει τον εγκέφαλό του, ώστε να βρει τους μηχανισμούς με τους οποίους λειτουργούσε και που είχαν μεγάλη σημασία, καθώς αυτό μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του και να γνωρίζει το όνομά του πριν καν γεννηθεί. Μέχρι τότε όμως, έπρεπε να εκμαιεύσει όσα μπορούσε από αυτό, με τα λόγια.

«Τία», είπε τελικά. «Ωραίο όνομα. Πόσο χρονών είσαι Τία; 13; 14;»
«Αιώνια», απάντησε η Τία.
«Μεγάλη κουβέντα για κάποια που μόλις γεννήθηκε», παραδέχτηκε αυτός. «Τία, ξέρεις πώς με λένε, οπότε ίσως να καταλαβαίνεις και το πόσες απορίες έχω για σένα. Το μυαλό μου κατακλύζεται από δαύτες».
«Χάος», διαπίστωσε η Τία χαμογελώντας αθώα.
«Δε θα μπορούσα να το θέσω καλύτερα. Λοιπόν, πρώτα θα προσπαθήσω να διαπιστώσω αν το βασικό στοιχείο του κυκλοφοριακού σου συστήματος είναι αίμα ή χλωροφύλλη. Μετά θα το κάνω κάποια ανάλυση». Άνοιξε το συρτάρι του και άρχισε να ψάχνει. Τελικά βρήκε κάτι χοντρές σύριγγες που τις χρησιμοποιούσε για αναλύσεις γύρης. Η πρόθεσή του ήταν να καρφώσει μία από αυτές στο πλάσμα, έστω και με το ζόρι. Όταν γύρισε κρατώντας την, είδε την Τία να κοιτά έξω από τη μπαλκονόπορτα μαγεμένη από αυτό που αντίκριζε.

«Δέντρα», είπε.
«Ναι», είπε ο Μιχάλης. «Είναι λεύκες, αλλά όχι τα άγρια είδη. Στις δεντροστοιχίες χρησιμοποιούν τα ταχυαυξή υβρίδια. Εσύ όμως πώς γνωρίζεις τόσα πράγματα για τον κόσμο αυτό;»

Η Τία γύρισε και τον κοίταξε, χωρίς να δείχνει φοβισμένη για την σύριγγα που κρατούσε. Έδειξε το μέτωπό της. «Μαίρη… Βούλα…»

Ο Μιχάλης ένιωσε να ταράζεται από συγκίνηση και του ήρθε για πρώτη φορά μετά από χρόνια να δακρύσει. «Ώστε δεν χάθηκαν τελείως», ψέλλισε, «Έχεις τις αναμνήσεις τους. Αυτό είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί τον τελευταίο καιρό». Αμέσως έβαλε τη σύριγγα πίσω στο συρτάρι και το έκλεισε αθόρυβα. Δεν είχε σκοπό να επαναλάβει τα ίδια λάθη για τρίτη φορά. Στάθηκε για λίγο και κοίταξε τη Τία σκεπτικός. Αυτή χαμογελούσε και έδειχνε να κρέμεται από τα χείλη του. «Εγώ ξέρεις Τία, δεν έχω γονείς», της είπε όσο μπορούσε πιο ψυχρά. «Πέθαναν όταν ήμουν μικρός σαν εσένα. Αυτοκινητιστικό ατύχημα. Καλά που ήταν και ο παππούς μου και με στήριξε πολύ. Μέχρι να τον χάσω κι αυτόν δηλαδή».

«Χάος», είπε η Τία χαμογελώντας.
«Και λίγα λες», παραδέχτηκε αυτός.
Η Τία άλλαξε θέμα απότομα. «Παγωτό».

Ακούγοντας αυτή τη λέξη, ο Μιχάλης μετάνιωσε για τη στιγμή αδυναμίας που της επέδειξε. Αναμφίβολα το πλάσμα αυτό ήταν ένα θαύμα της φύσης, ένα ον που γεννήθηκε από ένα Σράνκεν και που γνώριζε πολλά για τον κόσμο που το υποδέχτηκε. Παρά το δέος όμως που του προκαλούσε το γεγονός ότι υπάρχει ένα τέτοιο όν, δεν είχε καμία διάθεση να γίνει η νταντά του. Ο Μιχάλης ποτέ δε τα πήγαινε καλά με αυτές τις καταστάσεις, πόσο μάλλον τις μέρες εκείνες, που η ψυχή του είχε σκοτεινιάσει όσο ποτέ άλλοτε. Από την άλλη όμως, η Τία δεν ήταν παρά ένα παιδί που μόλις κατέφτασε στον κόσμο μας. Επομένως δικαιούνταν ένα παγωτό.

«Θα πάω να σου πάρω», της είπε ενώ σηκώνονταν. «Μη κάνεις καμιά μαλακία όσο θα λείπω. Δε πρόκειται να αργήσω»

Αυτή όμως τον πλησίασε και τον τράβηξε από τη μπλούζα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Λούνα-Παρκ», είπε σα να τον πρόσταζε. «Όμορφο χάος».

Ο Μιχάλης εξοργίστηκε. «Δεν πας καλά», είπε αγανακτισμένος. «Τία, αν όντως με ξέρεις όσο δείχνεις, τότε θα ξέρεις ότι είμαι ο τελευταίος στον κόσμο που θα ήθελες να βγεις μαζί του. Επίσης δεν είμαι η μάνα σου να με κάνεις ότι θες. Όσο είσαι μαζί μου, θα με υπακούς και θα κάνεις ότι σου λέω εγώ. Δεν έχει Λούνα-παρκ λοιπόν με εμένα».

Τότε η Τία έκανε κάτι απρόσμενο. Όρμηξε με δύναμη πάνω του, καθίζοντάς τον στην περιστρεφόμενη καρέκλα και μετά τον καβάλησε βάζοντας τα λεπτά της πόδια γύρω του. Το βλέμμα που πήρε ήταν τόσο επιβλητικό, που αυτός θα έπαιρνε άνετα όρκο ότι κανένα ανθρώπινο πλάσμα δε θα μπορούσε να πάρει. Τα χέρια της, άρχισαν να κατευθύνονται στο κάτω μέρος του φυτικού μπικίνι της. «Τότε…», δήλωσε αποφασισμένη, «Σε θέλω». Τα χέρια της έπιασαν το μπικίνι και έκαναν να το βγάλουν, αλλά ο Μιχάλης τα άρπαξε αμέσως και την έσπρωξε μακριά του.

«Μη!», φώναξε ταραγμένος. «Πώς σου πέρασε αυτό από το μυαλό; Μπορεί να είμαι πολλά, αλλά τέτοιος δεν είμαι. Είσαι ακόμη μωρό».
«Αιώνια», τον διόρθωσε αυτή.
«Μωρέ εσύ λέγε ότι θες. Εγώ κρίνω από αυτό που βλέπω και από αυτό που ακούω. Εντάξει λοιπόν, με έπεισες. Λούνα πάρκ θες; Λούνα παρκ θα έχεις. Αλλά σε παρακαλώ, μη το ξανακάνεις αυτό». Σηκώθηκε όρθιος και πιάνοντας ένα πρόχειρο τζιν και ένα T-shirt που είχε εκεί κοντά, άρχισε να αλλάζει.
Η Τία χαμογέλασε και πάλι. «Ευχαριστώ… θνητέ…», είπε.
«Παρακαλώ, αιώνια», απάντησε αυτός σκωπτικά. Αφού ντύθηκε, άρχισε να ψάχνει μέσα στο μπαούλο του δωματίου του. «Θα χρειαστείς και συ κανονικά ρούχα», της είπε. «Αν σε δούνε έτσι έξω, θα γίνουμε θέαμα».

Αυτή δεν είπε τίποτα. Απλώς τον παρακολουθούσε καθώς έψαχνε, αραδιάζοντας μπλούζες και παντελόνια δεξιά και αριστερά και μουρμούραγε συνέχεια «Αν είναι δυνατόν… Εγώ σε Λούνα-παρκ. Τι άλλο θα ακούσουμε».

Τελικά φάνηκε να βρίσκει αυτό που έψαχνε. Μέσα στο ημίφως των κεριών, η Τία δε μπορούσε να διακρίνει τι ακριβώς ήταν αυτό. Μόνο όταν την πλησίασε, κατάλαβε ότι ήταν ένα κόκκινο φόρεμα.

«Αυτό έχω μόνο», της είπε. «Τυχεροί είμαστε που είναι στο μέγεθός σου».

Τα μάτια της Τίας έλαμψαν όταν το κράτησε στα χέρια της. «Μαίρη!», φώναξε ενθουσιασμένη. Ο Μιχάλης, ποτέ δεν είχε νιώσει πιο άσχημα.






3. Σράνκεν


“Σεβάσμιε γέροντα

Ο κύριος λόγος που σου αποστέλλω αυτό το mail, είναι να συνοψίσω τις ιδιότητες της Angelina Sarpiala, του «αβγού» όπως το αποκαλείτε εσείς και η ιερή Στοά σας. Πρόκειται για το λεγόμενο Σράνκεν, όπως το κατονομάζει το βιβλίο του Eibon, μόνο που η ονομασία αυτή αναφέρεται στην ώριμη, αναπτυγμένη μορφή. Σε αυτή τη μορφή εξελίσσεται το αβγό εντός τριών εβδομάδων, αφότου ενεργοποιηθεί η ωρίμανσή του, με τη βοήθεια της επίκλησης που αναφέρει το βιβλίο. Εσείς ενδεχομένως να αποδίδετε το απίστευτο αυτό γεγονός σε κάποιες αόρατες δυνάμεις. Εγώ, όντας πιο ορθολογιστής, νομίζω ότι το αβγό είναι ευαίσθητο σε συγκεκριμένους ήχους που μπορούν να αποδοθούν με ανθρώπινα λόγια. Επομένως η επίκληση αποτελεί ουσιαστικά το κίνητρο με το οποίο ενεργοποιείται η διαδικασία ωρίμανσης του αβγού και η μεταμόρφωση του σε Σράνκεν. Το πλάσμα αυτό, παρά τη δύναμη και το μέγεθός του είναι ακόμη πιο ευαίσθητο στο φως και στους χώρους που κατοικεί από το αβγό. Με λύπη μου σας ενημερώνω ότι ο στρατός από Σράνκεν που οραματίζεστε, δεν θα έχει ουσιαστική ισχύ καθώς κάθε ένα από αυτά απαιτεί πολύ περιορισμένους χώρους, όπως σεντούκια ή ντουλάπες. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που δε σας το αποστέλλω παρά τις ανυπόφορες πιέσεις που μου ασκείτε. Θεωρώ ότι αυτοί οι προϊστορικοί φυτικοί οργανισμοί, έχουν κατά κύριο λόγο επιστημονικό ενδιαφέρον και η κατοχή τους δε μπορεί να προσδώσει σε κανένα άνθρωπο εξουσία και δύναμη. Ωστόσο, η επιστημονική κοινότητα δεν είναι έτοιμη να δεχτεί ακόμη ότι υπάρχουν φυτά που ωριμάζουν με επικλήσεις και ότι αναπαράγονται με αυτοκλονωποίηση η οποία προκαλείται από ανθρωποθυσία σε σεξουαλικά φορτισμένο χώρο. Τον ακριβή μηχανισμό αναπαραγωγής σας τον εξήγησα στο προηγούμενο mail και δε θεωρώ ότι χρειάζεται να τον επαναλάβω. Οραματίζομαι έναν νέο μυστικισμό που να αναλύεται και να ερμηνεύεται με επιστημονικούς όρους, γι’ αυτό και απαιτώ να μου δώσετε τον τίτλο του μέντορα στη Στοά σας – τη Στοά του Σολομώντα – χωρίς να περάσω από κανένα μυητικό στάδιο. Μόνο με αυτόν τον όρο δέχομαι να σας αποστείλω τα αβγά. Σκεφτείτε το καλά πριν μου απαντήσετε. Δώστε επίσης τους εγκάρδιους χαιρετισμούς μου στη Βούλα Τσαλάκου που χάρις αυτήν πληροφορήθηκα για την ύπαρξη της Στοάς σας και αγάπησα την απόκρυφη γνώση. Η Βούλα ήταν ανέκαθεν μια καλή φίλη και έχει πάντοτε μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου.

Σας ασπάζομαι

Μιχάλης Λαδόπoυλος”

Ο Μιχάλης, κράτησε για λίγο ανοιχτό το λάπτοπ απολαμβάνοντας τον τρόπο με τον οποίο φώτιζε το παγερό του χαμόγελο. Όταν σήκωσε το βλέμμα του και αντίκρισε τις δύο Angelina Sarpiala πάνω στο γραφείο του, το χαμόγελο αυτό έσβησε μαζί με τη συσκευή, αφού πρώτα φρόντισε να αποστείλει το mail. Δεν έπρεπε να ρισκάρει για περισσότερη ώρα να διαχέει το ανεπιθύμητο φως στο δωμάτιο. Η θολή λάμψη των κεριών, ήταν αρκετή. Τότε ήταν που ακούστηκε το κουδούνι. Αυτό ήταν κάπως απρόσμενο, καθώς δεν περίμενε κανέναν εκείνες τις στιγμές.

Άνοιξε την πόρτα και την είδε να λάμπει μέσα στο παλτό της όσο καμιά φορά στο παρελθόν. Ήταν αναμενόμενο αυτό, καθώς το φυτό σήμαινε πολλά για αυτή και την αδελφότητα της. Τα εκατοντάδες χιλιόμετρα που διάνυσε για να το αντικρύσει, το πιστοποιούσαν.

«Βούλα! Έχω τόσο καιρό να σε δω. Πες μου ότι έκανες τόσο δρόμο μόνο για να το δεις»
Αυτή μπήκε και άφησε το βλέμμα της να περιπλανηθεί στον χώρο, να σαρώσει κάθε ένα από τα κεριά του σαλονιού. «Πες μου ότι ζεις έτσι τώρα πια», του είπε.

Όταν την είχε πρωτοδεί πριν εφτά χρόνια, ούτε που φανταζότανε ότι επρόκειτο για το πιο πιστό και προσηλωμένο μέλος μιας σκοτεινής αδελφότητας. Το μυστικό της αυτό, του το αποκάλυψε έπειτα από πολλές συναντήσεις και τηλεφωνήματα που είχε μαζί της. Όταν αυτός έδειξε να ενδιαφέρεται για την αδελφότητα αυτή –τη Στοά του Σολομώντα - αυτή ήταν που του χάρισε κάποια από τα λιγοστά αντίγραφα των σπάνιων και απαγορευμένων συγγραμμάτων που είχε στη κατοχή της. Υπήρξε αυτή που τον μύησε στον μυστικισμό και ενίσχυσε με τις γνώσεις και την εμπειρία της στον χώρο την έρευνά του πάνω στο αλλόκοτο φυτικό είδος που βρήκε στην αρχαία εκείνη καταπακτή. Η Βούλα, ήταν από τους λίγους ανθρώπους που θεωρούσε ότι αξίζουν σε αυτόν τον κόσμο.

Πέρα από αυτά όμως, την θαύμαζε και για το ανεξάρτητο πνεύμα της. Η Βούλα μεταπήδαγε από σχέση σε σχέση, επικαλούμενη την ατυχία που είχε στον αισθηματικό τομέα. Δεν στέριωνε με κανέναν άντρα καθώς όσοι κέρδιζαν τον έρωτά της ήταν είτε ανώριμοι, είτε ανάξιοι εμπιστοσύνης, ενώ όταν δεν τους θεωρούσε τέτοιους, συνέτρεχαν άλλοι λόγοι και καταστάσεις που την οδηγούσαν στο χωρισμό. Ο Μιχάλης όμως ήξερε καλά ότι όλα αυτά ήταν απλώς δικαιολογίες με τις οποίες έπειθε τον εαυτό της προκειμένου να χαρεί όσο περισσότερο αρσενικό πληθυσμό μπορεί, πριν την βρουν τα γεράματα. Τις συνήθειές της αυτές, ο Μιχάλης τις έβρισκε αστείες και συγχρόνως αξιοθαύμαστες.

Να που τώρα κάθονταν δίπλα του, να θαυμάζει μαζί του τα δυο φυτά πάνω στο γραφείο. Την έκανε να πιστέψει ότι ήταν αυτά που βρήκε στην καταπακτή. Δεν της αποκάλυψε ότι στη πραγματικότητα το ένα από εκείνα τα φυτά που ανακάλυψε κατοικούσε στη ντουλάπα του και ότι το χρησιμοποίησε για να αναπαράγει το άλλο με την ανίερη διαδικασία που προβλέπονταν για τον σκοπό αυτό.

«Πρέπει να μας τα δώσεις», του είπε σε κάποια φάση, κοιτάζοντας τον αποφασιστικά. «Σου έδωσα τόσα πολλά όλα αυτά τα χρόνια και είναι το μόνο που σου ζητάω σαν χάρη. Τα αβγά αυτά, μόνο στη Στοά του Σολομώντα μπορούν να είναι ασφαλή».

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Μιχάλης έφερνε αντίρρηση σε αυτά της τα λόγια. «Θα μείνουν στην κατοχή μου, μέχρι το αίτημά μου να γίνει αποδεκτό από τη Στοά σας. Απαιτώ τον τίτλο του Μέντορα ώστε μέσω αυτού να γνωστοποιήσω την παρουσία τους στην επιστημονική κοινότητα».

Η Βούλα ύψωσε τη φωνή της. «Μα δεν είσαι καν μέλος. Δεν έχεις παραβρεθεί σε καμία μας σύναξη. Ήσουν πάντα ένας αόρατος υποστηρικτής για μας και τίποτα παραπάνω. Δεν έχεις μυηθεί. Δεν έχεις αφιερώσει τη ζωή σου στη Στοά. Δεν έχεις δει όσα έχω δει εγώ».

«Έχω όμως αυτό που χρειάζεστε», της υπενθύμισε. «Δεν πρόκειται να σας το χαρίσω απλόχερα λες και είμαι το μεγαλύτερο κορόιδο στον κόσμο».
«Μα θα ανήκουν σε σένα Μιχάλη. Η Στοά απλώς θα τα προστατεύσει από την απειλή που έρχεται».
«Ωχ, μην αρχίσεις πάλι την ιστορία με τον δαίμονα».

Η Βούλα γέλασε χαριτωμένα. «Είσαι απίστευτος. Δέχεσαι ότι ένα φυτό μεγεθύνεται σε θηρίο με τη βοήθεια μιας επίκλησης και αναπαράγεται με σεξ και ανθρωποθυσίες, αλλά αδυνατείς να πιστέψεις ότι υπάρχουν δαίμονες ενσαρκωμένοι σε ανθρώπους. Μάθε και κάτι καινούργιο λοιπόν: Αυτός ο εξωγενής παράγοντας βρίσκεται στον κόσμο μας εδώ και καιρό. Εμείς αντιληφθήκαμε την παρουσία του μόνο όταν άρχισε να ενδιαφέρεται για το αβγό».

«Τότε, βρείτε τον και εξορκίστε τον», πρότεινε ο Μιχάλης.
«Κοροϊδεύεις, αλλά όταν τα βρεις σκούρα, ίσως να μην προλάβεις να ζητήσεις τη βοήθειά μας. Η τυφλή προσκόλληση που δείχνεις στη συμβατική επιστήμη, δε μπορεί να σου επιτρέψει να γίνεις Μέντορας. Κάτι τέτοιο απαιτεί πάνω απ’ όλα αφοσίωση στη Στοά. Εσύ δεν έχεις ιδέα από αφοσίωση».
«Τι πα να πει αυτό;», ρώτησε αγαναχτισμένος ο Μιχάλης.

Η Βούλα σηκώθηκε όρθια και έκανε μερικά βήματα πίσω. Στάθηκε ακίνητη, δείχνοντας αποφασισμένη να αποκαλύψει κάτι ιερό. «Θες να μάθεις τι πα να πει αυτό; Αφού λοιπόν με προκάλεσες, θα σου δείξω».

Οι σκιές άρχισαν να εναλλάσσονται αρμονικά με τις γεμάτες χάρη κινήσεις της. Δε μπορούσε να διακρίνει ο Μιχάλης, αν ήταν αυτή που γδύνονταν ή αν τα ρούχα γλίστραγαν μόνα τους από το κορμί της, αποκαλύπτοντας όλο και περισσότερα σύμβολα ζωγραφισμένα πάνω σε αυτό. Τατουάζ από μαύρο μελάνι που αποκάλυπταν μια απόκρυφη γνώση ξεχασμένη μέσα στους αιώνες. Κάποια από αυτά την εξύψωναν με το μεγαλείο των ιερών σχηματισμών τους, ενώ άλλα την υποβάθμιζαν στο κατώτατο επίπεδο ύπαρξης, όντας σημάδια που χάραζαν πάνω στους χειρότερους εγκληματίες του Μεσαίωνα οι αρχές. Όλα ήταν αρμονικά σχεδιασμένα πάνω της, δείχνοντας να περιστρέφονται και να οδηγούν σε ένα και μοναδικό σχέδιο που έμοιαζε με πύλη. Η πύλη αυτή περιέβαλλε το πιο ευαίσθητο σημείο του σώματός της. Με αυτό τον τρόπο, όλο της το είναι έμοιαζε να αποτελεί την πύλη. Η Βούλα ήταν η πύλη.

Ο Μιχάλης ήξερε αρκετά από γυναίκες και αναγνώριζε το μέγεθος της υποτέλειας που δήλωνε η φίλη του μέσω αυτών των τατουάζ. Φώναζε ολόκληρη ότι είναι ένα μουνί. Αυτό δεν την κολάκευε καθόλου, ενώ ταυτόχρονα την εκθείαζε γιατί με τον τρόπο που το φώναζε, θεωρούνταν μια ιερή δήλωση.

Τα χέρια της ανασηκώθηκαν και του παρουσίασαν το μεγαλείο που αντίκριζε. Η φωνή της έγινε επιβλητική. «Αυτό φίλε μου», είπε κοιτάζοντας τον με βλέμμα θεάς, «λέγεται αφοσίωση».

Ο Μιχάλης, ακουμπώντας τον αγκώνα του στο γραφείο του, σκέπασε για λίγο τα μάτια του προσπαθώντας να μην καταλάβει. Να αγνοήσει τα λόγια της και να υπερασπιστεί τη φιλοδοξία που είχε μέσα στο μυαλό του. Όταν γύρισε να τη ξαναντικρίσει, αυτή δε βρίσκονταν πια εκεί. Την είδε ξαπλωμένη στο κρεβάτι του, να ανοίγει τα στιγματισμένα από απόκρυφα σύμβολα πόδια της.

«Λοιπόν;», του είπε, «θα έρθεις;»

Το να πείσει τον εαυτό του ότι ποτέ δε του πέρασε από το μυαλό κάτι τέτοιο, θα ήταν ανοησία. Όπως ανοησία θα ήτανε το να μη πάει. Δεν ήταν ακόμη τόσο τρελός ώστε να αντισταθεί σε μια τέτοια πρόκληση.

Έτσι, πήγε.

Μία ώρα αργότερα, η Βούλα κοίταζε το ταβάνι και χαμογελούσε σαν τη γάτα που κατάπιε το χρυσόψαρο και αυτός ξάπλωνε δίπλα της, μαγεμένος από τις στιγμές που του χάρισε. Για αρκετή ώρα κανείς τους δεν είπε τίποτα. Το πέπλο της σιωπής, το έσχισε αυτή πρώτη με τα λόγια της.

«Εγώ σου ανοίχτηκα, τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά. Εσύ όμως από τη στιγμή που μπήκα εδώ μέσα, θέλησες να κρατήσεις τα μυστικά σου για τον εαυτό σου. Τόσα χρόνια όμως πέρασαν, που σε έχω μάθει πια Μιχάλη. Δεν μπορείς να μου κρύβεσαι εμένα. Σε γνώρισα όπως ήσουν πριν. Σε γνώρισα και μετά, όταν τα αβγά σκοτείνιασαν την ψυχή σου. Κανείς δε σε ξέρει όσο εγώ».

Ο Μιχάλης έμεινε σιωπηλός, ώστε να την αφήσει να καταλήξει εκεί που ήθελε.

Αυτή συνέχισε. «Νομίζεις πως δε ξέρω τι είσαι ικανός να κάνεις; Νομίζεις ότι δεν νοιάζομαι για τη ψυχή σου όταν σου λέω να τα δώσεις σε μας; Νομίζεις ότι δε μπορώ να καταλάβω το πώς σε έχουν επηρεάσει και τι είσαι ικανός να κάνεις μαζί τους; - Τι έχεις ήδη κάνει μαζί τους».

Ο Μιχάλης έκανε ότι μπορούσε για να κρύψει την ταραχή που τον χάραζε μέσα του από τα λόγια της. «Μην είσαι ανόητη», είπε ξερά, αλλά κατάλαβε ότι τον είχε ανακαλύψει. Από την αρχή, πριν ακόμη τον επισκεφτεί είχε προβλέψει ότι αναπαρήγαγε ήδη το αβγό με τον απαραίτητα βέβηλο τρόπο. Γύρισε να την κοιτάξει στα μάτια και να κάνει ότι μπορεί για να τη διαψεύσει. Εκείνη όμως, δε βρίσκονταν πια δίπλα του.

Το σοκ τον χτύπησε σαν κεραυνός. Τα αυγά στο γραφείο, έσταζαν από το χημικό της αναπαραγωγής και το απορροφούσαν διψασμένα. Αυτή ήταν λογικά που είχε βάλει το χέρι της μέσα στο δοχείο και τα πιτσίλησε. Αλλά ούτε εκεί μπροστά τους βρίσκονταν πλέον.

Ο Μιχάλης πετάχτηκε. «Τι έκανες γαμώτο!», φώναξε και τότε την είδε να στέκεται μπροστά από την ντουλάπα. Αμέσως σηκώθηκε όρθιος και έκανε να τρέξει κοντά της. Να την σώσει. Η ντουλάπα όμως είχε ήδη ανοίξει και τα γλοιώδη πλοκάμια την άρπαξαν καθορίζοντας τις επόμενες στιγμές της. Αυτή δεν ούρλιαξε. Ενώ αιωρούνταν στον αέρα, γύρισε και τον κοίταξε με μία απίστευτη ψυχραιμία. «Άλλο ένα μάθημα αφοσίωσης για σένα», είπε.

Μόλις ο Μιχάλης έφτασε στην ντουλάπα, αυτή είχε ήδη κλείσει και σείονταν από τις φρίκες που συντελούνταν μέσα της. Προσπάθησε να την ανοίξει, ξεχνώντας προς στιγμήν ότι από τότε που έβαλε το αυγό μέσα της και το μετέτρεψε σε Σράνκεν, δεν γίνονταν να ανοίξει για κανέναν άλλο λόγο εκτός από τον θάνατο. Νιώθοντας ηττημένος και απελπισμένος όσο ποτέ, έπεσε στα γόνατα, έτοιμος να κλάψει. Το αίμα που εκτοξεύονταν από τις σχισμές τον έβαφε μακάβρια, ενώ λίγο πιο εκεί, πάνω στο γραφείο, τα αβγά διπλασιάζονταν αργά και αδιάφορα.

4. Βασίλισσα


Σκοτάδι, ως εκεί που έφτανε το μάτι, και σπαρμένα παντού ανθρώπινα κόκκαλα. Περπατούσε ξιπόλυτη και τα πόδια της είχαν ματώσει από τα αιχμηρά οστά των νεκρών πάνω στα οποία πατούσε. Δεν είχε ιδέα πού πήγαινε ή πού βρισκόταν. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι φοβόταν. Φοβόταν όσο δεν είχε φοβηθεί ποτέ ξανά.
Προχωρώντας ακατάπαυστα σ’εκείνη την έρημο που έμοιαζε με γιγαντιαίο νεκροταφείο, είδε από μακριά κάτι. Ήταν ένας παράξενος, άμορφος όγκος που υψωνόταν πάνω από τα κόκκαλα. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά περί τίνος επρόκειτο. Ανακουφισμένη, σκέφτηκε πως ίσως να ήταν κάποιο σπίτι όπου θα μπορούσε να ζητήσει φιλοξενία και πληροφορίες. Πλησιάζοντας, ένιωσε τη φρίκη της να εντείνεται, καθώς η μάζα πήρε μορφή και συνειδητοποίησε πως ήταν ένας θρόνος από κόκκαλα και νεκροκεφαλές. Πάνω στο θρόνο, καθόταν ένας άντρας. Είχε μακριά, μαύρα μαλλιά, χρυσαφιά επιδερμίδα, μαύρα μάτια κι ένα μικρό, περιποιημένο, μαύρο μουσάκι. Έμοιαζε με τον Άθω από τους «Τρεις Σωματοφύλακες», μόνο που ήταν εντελώς γυμνός και πολύ πιο όμορφος. Ήταν μισοξαπλωμένος στο θρόνο κι είχε στηρίξει το σαγόνι του στο χέρι του. Κοίταζε κάπου πολύ μακριά και φαινόταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Μαύρα, δερμάτινα φτερά ξεπρόβαλλαν από την πλάτη του.
Ο άντρας πάνω στο θρόνο γύρισε και την κοίταξε. Είχε το πιο διαπεραστικό βλέμμα που είχε δει ποτέ της κι ένιωσε πως μπορούσε να δει μέχρι βαθιά μέσα της...ως την ψυχή. Εντελώς ξαφνικά, σαν να πρωταγωνιστούσε σε ταινία και να άλλαζε η σκηνή, η έρημος εξαφανίστηκε, το ίδιο και τα κόκκαλα, το ίδιο και ο άντρας. Ήταν τώρα μέσα σ’ένα φτηνό δωμάτιο ξενοδοχείου και, από κάπου πίσω της, άκουγε βογκητά. Στράφηκε, παραξενεμένη.
Στο κέντρο του δωματίου δέσποζε ένα κρεβάτι, όπου ένα νεαρό κορίτσι, όχι πάνω από δεκαπέντε, είχε καβαλήσει έναν γυμνό άντρα που μούγκριζε σαν γουρούνι στο σφαγείο. Πλησίασε το κρεβάτι από τα πλάγια, χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί...η ηδονοβλεψία ποτέ δεν ήταν του τύπου της. Το κορίτσι ήταν όμορφο αλλά ψυχρό και νέο...πολύ νέο...ίσως μικρότερο απ’ότι είχε υπολογίσει αρχικά. Όμως ο άντρας δεν έδειχνε να νοιάζεται καθώς ήταν παραδομένος στα χάδια της.
Εκείνη τη στιγμή, το κορίτσι έλυσε τις ροζ κορδέλες που κρατούσαν το εσώρουχό της στη θέση του. Τα μάτια του άντρα ήταν κλειστά, γι’αυτό δεν το είδε, όμως εκείνη ούρλιαξε αντικρίζοντας το θέαμα. Γιατί ανάμεσα στα πόδια του κοριτσιού, υπήρχαν δόντια...σειρές ολόκληρες από δόντια κοφτερά σαν μαχαίρια. Καθώς τον έπαιρνε μέσα της και τον κατασπάραζε ζωντανό, ο άντρας δεν ένιωθε πόνο ούτε έδειχνε να έχει καταλάβει τίποτα. Λίγο πριν εξαφανιστεί και το κεφάλι του, έφτασε σε οργασμό. Και μετά δεν ήταν πια εκεί. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.

Ξύπνησε απότομα, τρέμοντας και λουσμένη στον ιδρώτα. Μετά βίας συγκρατιόταν να μην ουρλιάξει. Ανακάθισε στο κρεβάτι κι έβαλε τα κλάματα. Γιατί, γιατί έβλεπε διαρκώς τέτοια όνειρα τον τελευταίο καιρό; Ένιωθε πως θα τρελαινόταν αν συνέχιζε έτσι. Όμως τι μπορούσε να κάνει; Είχε δοκιμάσει κάθε είδους ηρεμιστικά, όμως κανένα δεν είχε αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε τρόπος να το σταματήσει. Εκτός αν έμενε ξύπνια. Κοίταξε νευρικά το τηλέφωνό της κι έπειτα το πήρε απόφαση. Πληκτρολόγησε τον αριθμό. Χτύπησε μία, δυο, τρεις φορές. Θα κοιμόταν τέτοια ώρα.
- Παρακαλώ; ακούστηκε η νυσταγμένη φωνή στην άλλη άκρη στης γραμμής.
- Άμπα;
- Μαρίνα; είπε έκπληκτος.
Στ’αφτιά της ήρθαν ήχοι από σύρσιμο, και μετά ένας ηχηρός γδούπος κι ένα βογκητό.
- Είσαι καλά; τον ρώτησε ανήσυχη.
- Ναι, ναι, μην ανησυχείς. Δεν έβρισκα τα γυαλιά μου και σκόνταψα, αυτό είναι όλο.
Η Μαρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα, λες και προσπαθούσε να μαζέψει δύναμη. Τελικά το είπε.
- Φοβάμαι, Άμπα.
Η φωνή της δεν ήταν παρά ένας σιγανός ψίθυρος μέσα στο σκοτάδι.
- Φοβάμαι να κλείσω τα μάτια μου...τα όνειρα χειροτερεύουν. Τρελαίνομαι, το νιώθω.
Η μόνη απάντηση που ήρθε ήταν η ήρεμη ανάσα του. Το ήξερε πως περίμενε να συνεχίσει. Να του πει τι είχε δει αυτή τη φορά.
Ο Σεθ Άμπα ήταν ο ψυχίατρός της τον τελευταίο χρόνο, από τότε δηλαδή που είχε πάψει να ανήκει στην κατηγορία των εφήβων και δεν μπορούσε πια να επισκέπτεται τον παλιό της γιατρό. Η Μαρίνα έπασχε από βαριά οριακή διαταραχή προσωπικότητας με ψυχωσικά στοιχεία...ή τουλάχιστον έτσι της είχαν πει. Οι προηγούμενοι γιατροί της την πλάκωναν στα φάρμακα, τόσο που για μια περίοδο είχε φτάσει να τριγυρνάει στο σπίτι σαν ζόμπι. Όχι όμως αυτός. Ο Σεθ Άμπα – ή Άμπα, όπως τον αποκαλούσαν όλοι – ήταν διαφορετικός. Την άκουγε με προσοχή και της μιλούσε ήρεμα και με ειλικρινές ενδιαφέρον. Ήταν ο μόνος που είχε καταφέρει να τη βοηθήσει. Πώς να του έλεγε τώρα ότι τον ονειρευόταν γυμνό, σ’ένα θρόνο από ανθρώπινα κόκκαλα;
- Δεν είναι τίποτα, την καθησύχασε εκείνος αφού τέλειωσε την αφήγησή της. Απλώς ένα κομμάτι του εαυτού σου με αντιμετωπίζει με δυσπιστία. Φοβάσαι ότι θα σε «προδώσω» κι εγώ όπως οι προηγούμενοι θεραπευτές σου. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Για όσο με χρειάζεσαι, θα είμαι δίπλα σου.
Κλαίγοντας, η Μαρίνα ένευσε καταφατικά. Το ότι εκείνος δεν μπορούσε να τη δει δεν είχε σημασία.
- Τώρα, της είπε απαλά, θέλω να αφήσεις κάτω το διαβήτη που κρατάς, να πάρεις μια καθαρή πετσέτα και να σκουπίσεις τα χέρια σου.
Για μια στιγμή, η Μαρίνα πανικοβλήθηκε. Πώς ήξερε τι έκανε; Κοίταξε τα χαρακωμένα χέρια της που έσταζαν αίμα στα σεντόνια και ο διαβήτης γλίστρησε από τα δάχτυλά της. Μηχανικά, σχεδόν, έκανε αυτό που της είπε.
- Ωραία. Τώρα θέλω να ξαπλώσεις και να πάρεις βαθιές ανάσες μέχρι να αποκοιμηθείς. Μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να δεις άλλα άσχημα όνειρα. Κι αν δεις, μπορείς πάντα να με πάρεις τηλέφωνο. Ναι;
- Ναι, Άμπα, μουρμούρισε σαν να μην είχε δική της θέληση.
Έκλεισε το τηλέφωνο και ξάπλωσε. Σε πέντε λεπτά την είχε πάρει ο ύπνος και κανένα κακό όνειρο δεν ήρθε να τη βασανίσει αυτή τη φορά.


Ο Σεθ Άμπα έκλεισε το τηλέφωνο γεμάτος σκέψεις και κακά προαισθήματα. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι όπου ήταν καθισμένος και κατευθύνθηκε προς τη βαριά, κόκκινη κουρτίνα που κάλυπτε τον τοίχο απέναντί του. Την τράβηξε αργά, σχεδόν ευλαβικά και αποκάλυψε τη δρύινη πόρτα που κρυβόταν πίσω της. Ψιθύρισε κάτι σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, και η πόρτα άνοιξε. Αχνό, μωβ φως ξεχύθηκε στο χώρο. Την έσπρωξε προσεκτικά και μπήκε μέσα. Προχώρησε για λίγο στον ασπρόμαυρο διάδρομο που έμοιαζε με σκακιέρα, μέχρι που έφτασε μπροστά σε μια άλλη πόρτα, ακριβώς όμοια με την προηγούμενη. Χτύπησε. Δεν περίμενε να πάρει απάντηση για να ανοίξει. Το δωμάτιο ήταν τεράστιο, κατασκευασμένο από μαύρο μάρμαρο και όνυχα, ενώ στο ταβάνι του υπήρχαν ανάγλυφα σχέδια από ασήμι. Τα παράθυρά του έδειχναν μια άναστρη νύχτα, πολύ διαφορετική απ’αυτή που είχε αφήσει πίσω, στον πραγματικό κόσμο. Φωτιζόταν από αιωρούμενες σφαίρες μωβ και μαύρης ενέργειας και στο κέντρο του υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι απο βαθυκόκκινο, αρωματικό ξύλο. Από τις έξι καρέκλες γύρω του, οι τέσσερις ήταν πιασμένες. Ο Σεθ Άμπα κάθισε στην πέμπτη, ενώ η κεφαλή του τραπεζιού έμεινε κενή.
Στα δεξιά του καθόταν μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, με το μαύρο βέλο της σηκωμένο. Ήταν τόσο όμορφη που οι άνθρωποι πέθαιναν μόλις αντίκριζαν το πρόσωπό της. Ήταν τόσο όμορφη που τα λόγια δεν μπορούσαν να το περιγράψουν. Ψύχος ανάβλυζε από το κορμί της. Απέναντί του ήταν δύο άντρες. Ο ένας ήταν ξανθός, ψηλόλιγνος, με ύπουλο πρόσωπο και ντελικάτα χαρακτηριστικά και ο άλλος έμοιαζε με ντουλάπα: δύο μέτρα τουλάχιστον, με πελώρια χέρια, ηλιοκαμένο δέρμα και ξυρισμένο κεφάλι. Στην κάτω πλευρά του τραπεζιού καθόταν ένας ακόμη άντρας, με κοντά, μαύρα μαλλιά, μπλε μάτια και μαύρο κοστούμι. Έμοιαζαν με συνάντηση αρχηγών της μαφίας, σκέφτηκε ο Σεθ Άμπα κι ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του.
- Λοιπόν; Τι έγινε αυτή τη φορά; είπε ο ξανθός με φανερή δυσαρέσκεια. Νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει να μη συγκαλούμε συμβούλιο για ψύλλου πήδημα.
Ο Σεθ Άμπα σηκώθηκε και ύψωσε τα χέρια του τελετουργικά, κλείνοντας τα μάτια.
- «Όταν οι αδελφοί μας πια δεν θα μπορούν να κρύψουν τη μορφή τους και το αίμα των ανθρώπων θα ρέει σαν νερό, όταν η τρέλα θα μιλάει πιο λογικά απ’ τη λογική κι όλοι οι χρόνοι γίνουν ένα στο παρόν, όταν γκρεμιστεί το άστρο της αυγής και το βασίλειό του καταρρεύσει, τότε μια νέα εποχή θα γεννηθεί και η βασίλισσα των δράκων θα επιστρέψει...»
Τα άτομα στο δωμάτιο αναδεύτηκαν ανήσυχα. Ήταν προφανές ότι τα λόγια του είχαν προκαλέσει την αναμενόμενη εντύπωση.
- Όλοι ξέρουμε την προφητεία, Αββαδών, σχολίασε η γυναίκα. Πού θέλεις να καταλήξεις δεν καταλαβαίνω.
Ο Σεθ Άμπα - ο Αββαδών, όπως τον είχε αποκαλέσει – δεν έχασε το χαμόγελό του. Κάθισε στη θέση του και τους κοίταξε, έναν προς έναν.
- Αδέλφια μου, η στιγμή πλησιάζει. Το είχα υποψιαστεί όταν η Άσταροθ μας ανακοίνωσε ότι κλάπηκε το «αυγό», όμως σήμερα μόλις κατάλαβα πόσο κοντά στην επίτευξη του στόχου μας είμαστε. Μια ασθενής μου είπε πως με είδε να κάθομαι σε ένα θρόνο στη μέση μιας ερήμου από κόκκαλα. Δεν μπορούμε πια να κρυφτούμε και η τρέλα μιλάει πιο λογικά από τη λογική...τι άλλα σημάδια περιμένουμε για να κινητοποιηθούμε; Το «αυγό» πρέπει να επιστρέψει στα χέρια μας άμεσα.
Ο μαυρομάλλης τύπος που καθόταν μόνος του, έγειρε μπροστά και σταύρωσε τα χέρια του. Τα γαλάζια του μάτια φανέρωναν ανείπωτη πείνα.
- Αυτή η ασθενής σου...την είδε; Τη βασίλισσα, εννοώ.
Ο Αββαδών ένευσε καταφατικά.
- Την είδε να κατασπαράζει έναν άντρα ζωντανό, κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.
- Σ’αυτήν την περίπτωση, έχεις δίκιο. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Η βασίλισσα δεν πρέπει με κανένα τρόπο να γεννηθεί στο σπίτι αυτού του θνητού που νομίζει πως έχει ανακαλύψει τα πάντα για το αυγό.
- Ο άνθρωπός μου το έχει υπό έλεγχο, είπε ήρεμα η Άσταροθ. Μην ανησυχείς για τίποτα, Άζαζελ. Οι μέρες της τυραννίας του Λούσιφερ είναι μετρημένες.

2. Το αυγό της Λούσι


“Η Σοφία (είπε ο Σολομώντας) είναι για έναν άνθρωπο αιώνιος Θησαυρός, γιατί αυτή είναι η Πνοή της Δύναμης του Θεού και η αγνή Επιρροή που ανθίζει κάτω από τη Δόξα του Παντοδύναμου: είναι η Λάμψη του Ατέρμονου Φωτός και ο ανέγγιχτός Καθρέφτης της Μεγαλοσύνης του Κυρίου και η Εικόνα της Καλοσύνης Του. Μας διδάσκει Νηφαλιότητα και Σωφροσύνη, Δικαιοσύνη και Δύναμη, καταλαβαίνει την Πανουργία των λέξεων και Διαλύει τις σκοτεινές προτάσεις, προβλέπει Σημάδια και Θαύματα και τι θα συμβεί σε μελλοντικούς καιρούς...”


Έκλεισε το βιβλίο κι έκανε το σταυρό του. Σηκώθηκε από το πάτωμα του μικρού παρεκκλησιού κι άρχισε να προχωράει προς τα έξω. Είχε φτάσει σχεδόν την πόρτα όταν η θερμοκρασία στο χώρο έπεσε απότομα και ο Λαέρτης αναγκάστηκε να σφίξει τα δόντια του για να μην αφήσει αυτή να καταλάβει ότι έτρεμαν.
Σε μια γωνία που φωτιζόταν αμυδρά από δυο μεγάλα μανουάλια, οι σκιές ξετυλίχτηκαν σαν βελούδινη κουρτίνα και μια μορφή ξεπρόβαλε. Ντυμένη στα μαύρα, από την κορυφή μέχρι τα νύχια, τον κοίταζε στα μάτια παρόλο που το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο μ’ ένα πυκνό, μαύρο βέλο και μόνο δυο χείλη στο χρώμα του αίματος ξεχώριζαν στο πρόσωπό της που είχε την όψη και την ψυχρότητα ενός μαρμάρινου αγάλματος.
- Καλησπέρα, Λαέρτη, ψιθύρισε η γυναίκα κι η φωνή της έκανε τους τοίχους γύρω του να τρέμουν.
- Τι κάνεις εδώ; τη ρώτησε απότομα, μόνο και μόνο για να καταλάβει το λάθος του ένα δευτερόλεπτο αργότερα.
Ένιωσε μια δύναμη να τον χτυπάει από το πουθενά και να τον εκτοξεύει προς τα πίσω με τρομακτική ισχύ. Συγκρούστηκε με τον τοίχο κι αισθάνθηκε τον πόνο σε κάθε εκατοστό του κορμιού του.
- Τς τς τς....δεν σου έμαθε η μαμά σου να μιλάς ευγενικά στις κυρίες;
Του μίλησε απαλά, σχεδόν με τρυφερότητα, αλλά την ήξερε πια αρκετά καλά ώστε να μην ξεγελαστεί. Σηκώθηκε με κόπο από το πάτωμα όπου είχε καταρρεύσει. Στεκόταν ακριβώς μπροστά του, τόσο κοντά που μπορούσε να εισπνεύσει το άρωμά της, υγρό χώμα και χιόνι. Το κρύο ήταν πιο έντονο. Άπλωσε ένα χέρι ντυμένο με μαύρη δαντέλα και άγγιξε το πρόσωπό του. Ο πόνος υποχώρησε αισθητά.
- Δεν θέλεις να με απογοητεύσεις, έτσι δεν είναι; τον ρώτησε κι ακούστηκε σχεδόν πληγωμένη, σαν μικρό παιδί που του είχαν πάρει το αγαπημένο του παιχνίδι.
- Όχι...και βέβαια όχι..., μουρμούρισε ο Λαέρτης, ζαλισμένος ακόμα από τη βίαιη πτώση.
- Ωραία, είπε εκείνη χαρωπά και απομακρύνθηκε.
Ήταν καλύτερα όταν ήταν μακριά. Η θερμοκρασία ανέβηκε, αν και ελάχιστα. Ήταν ωστόσο αρκετό ώστε να μπορεί έστω να προσποιηθεί ότι το άντεχε.
- Άρχισε να αναπαράγεται. Δεν ξέρω πώς ένας κοινός θνητός θα μπορούσε να καταφέρει κάτι τέτοιο, αλλά το έκανε. Δεν έχουμε πολύ χρόνο.
Την κοίταξε έκπληκτος. Αυτό που του έλεγε ήταν, το λιγότερο, αδύνατο. Το «αυγό» δεν αναπαραγόταν. Ήταν μοναδικό. Και αν στο παρελθόν το είχαν βγάλει από την κρύπτη του μάγοι, αλχημιστές και γνώστες των αρχαίων θρησκειών, ποτέ κανείς δεν είχε προχωρήσει τόσο όσο αυτός ο ερευνητής με το μυστήριο κόλλημα για τα φυτά.
Εκείνη γύρισε πάλι προς το μέρος του. Για μια στιγμή έπιασε τον εαυτό του να τρέμει και μόνο στη σκέψη ότι θα τον πλησίαζε ξανά, όμως δεν το έκανε. Έμεινε εκεί που ήταν, καρφώνοντάς τον με το βλέμμα της μέσα από το μαύρο βέλο.
- Πρέπει να βρεις το πρωτότυπο και να καταστρέψεις τα υπόλοιπα. Και πρέπει να το κάνεις όσο πιο σύντομα γίνεται.
- Τι είναι το «αυγό»; αποτόλμησε τελικά την ερώτηση.
Ένα χαμόγελο διαγράφηκε στα κόκκινα σαν αίμα χείλη, ένα χαμόγελο...αγάπης; Ήταν παράξενο να εκφράζει αυτή τέτοια συναισθήματα, αυτή που το ψύχος εξέρρεε από κάθε πόρο του σώματός της.
- Καλύτερα να μην ξέρεις. Αν ήξερες, ίσως να προσπαθούσες κι εσύ να το πάρεις και...
Το επόμενο δευτερόλεπτο ήταν δίπλα του και δεν την είχε δει καν να κινείται.
-...αυτό δεν το θέλουμε, έτσι δεν είναι, Λαέρτη;
Ένευσε καταφατικά. Ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει, καθώς αισθανόταν κρυστάλλους πάγου να σχηματίζονται στις γωνίες των χειλιών του.
- Τέλεια. Ώρα να πηγαίνω. Πρέπει να φάω κι εγώ κάποτε, δεν μπορώ να ασχολούμαι συνέχεια μαζί σου.
Ο τόνος της είχε μια υποψία ευθυμίας καθώς το έλεγε. Δεν ήξερε αν έπρεπε να ανακουφιστεί μ’αυτό ή να τρομάξει περισσότερο.
- Τα λέμε.
- Με το «αυγό», του υπενθύμισε.
Κι έπειτα δεν ήταν πια εκεί και η θερμοκρασία επανήλθε στο φυσιολογικό. Εξαντλημένος, κατέρρευσε σε έναν από τους ξύλινους πάγκους, σφίγγοντας το βιβλίο του με ό,τι δύναμη του είχε απομείνει. Πάντα το πάθαινε αυτό μετά από μια συνάντηση μαζί της. Ένιωθε στραγγισμένος, σαν να μην είχε την παραμικρή ενέργεια, την παραμικρή όρεξη για οτιδήποτε. Σηκώθηκε αργά και άρχισε να σέρνει τα πόδια του προς την έξοδο του παρεκκλησιού.


Στο σπίτι τον περίμενε η Αλίκη. Του είχε μαγειρέψει σουφλέ και είχε φτιάξει καρυδόπιτα με παγωτό. Της έριξε ένα βλέμμα καθώς καθόταν και την άφηνε να τον σερβίρει. Τα κατάξανθα μαλλιά της ήταν πιασμένα σε μια αψεγάδιαστη κοτσίδα και το πρόσωπό της ήταν μακιγιαρισμένο στην εντέλεια. Φορούσε το αγαπημένο του φόρεμα και μια ατσαλάκωτη ποδιά. Κάθισε απέναντί του κι άρχισε να τρώει, μ’ένα χαμόγελο που έμοιαζε βιδωμένο στο πρόσωπό της. Δεν πήγαινε πολύς καιρός που η Αλίκη είχε δηλώσει στον Αδελφό Φραγκίσκο ότι θα εγκατέλειπε το Τάγμα για να αφιερωθεί εξ ολοκλήρου στη φροντίδα του αρραβωνιαστικού της.
Ο Αδελφός Φραγκίσκος, επικεφαλής του Τάγματος του Σταυρού του Ρόδου τα τελευταία σαράντα χρόνια, είχε πέσει από τα σύννεφα γιατί αν και γνώριζε όλα όσα συνέβαιναν μέσα στο Τάγμα, δεν είχε ιδέα ότι η Αλίκη είχε αρραβωνιαστικό. Εδώ που τα λέμε, μέχρι εκείνη την ημέρα, ούτε η ίδια η Αλίκη δεν το ήξερε.
Ο Λαέρτης ανακάτεψε ανόρεχτα τα μακαρόνια στο πιάτο του. Πριν τρεις μήνες η Αλίκη δεν γνώριζε καν το όνομά του. Ήταν κρυφά ερωτευμένος μαζί της από τότε που την είχαν στείλει από τα κεντρικά του Τάγματος στην Ιταλία. Και πώς να μην είναι άλλωστε; Ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε δει ποτέ του. Και ο Λαέρτης την ήθελε. Την ήθελε τόσο που ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για να την αποκτήσει. Ζητούσε να τον τοποθετούν σε δύσκολες αποστολές με την ελπίδα πως θα την κατακτούσε με τη γενναιότητά του. Ζητούσε να του δίνουν απόκρυφα κείμενα για αποκυπτογράφηση, πιστεύοντας πως η εξυπνάδα του θα τη γοήτευε.
Του ξέφυγε ένας στεναγμός. Απόκρυφα κείμενα. Πριν κάποιους μήνες του είχαν δώσει να μεταφράσει ένα βιβλίο. Ήταν πανεύκολη δουλειά και δεν άργησε να την τελειώσει. Ήταν ένα βιβλίο με αλχημικές συνταγές. Ο Αδελφός Φραγκίσκος πάντα του έκανε παρατήρηση που μετάφραζε σπάνια κείμενα με το φραπέ του δίπλα. Ο Λαέρτης δεν είχε δώσει ποτέ σημασία, μέχρι εκείνη τη μέρα. Από μια διαβολική σύμπτωση, η Αλίκη πέρασε από μπροστά του, εκείνος τα έχασε και σκούντησε το ποτήρι του φραπέ, το οποίο χύθηκε στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Ο Λαέρτης αρχικά πανικοβλήθηκε, αλλά μετά συνειδητοποίησε ότι κρυμμένο ανάμεσα στο δερμάτινο εξώφυλλο και το εσωτερικό χαρτί, υπήρχε κάτι. Ήταν ένα κομμάτι περγαμηνής, παλιό όσο ο χρόνος ο ίδιος. Αναρωτήθηκε γιατί κάποιος να είχε κρύψει κάτι τέτοιο σ’ένα βιβλίο αλχημείας. Όταν κοίταξε την περγαμηνή, συνειδητοποίησε ότι ήταν γραμμένη στα Ενωχιανά. Ήταν, όμως, μια μορφή Ενωχιανών που δεν είχε ξαναδεί ποτέ στο παρελθόν. Από κάποια ηλίθια παρόρμηση, αφού βεβαιώθηκε ότι δεν τον πρόσεχε κανείς, έχωσε την περγαμηνή στο μπουφάν του κι έφυγε από τη βιβλιοθήκη.

- Αγάπη μου, θέλεις καρυδόπιτα; άκουσε τη φωνή της Αλίκης από μίλια μακριά.
Ένευσε αόριστα κι εκείνη αποφάσισε πως το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να του βάλει και να τον αφήσει στις σκέψεις του.

Θυμήθηκε πως έφτασε στο σπίτι με έντονη την αίσθηση της προσμονής και μια παράξενη διέγερση που δεν είχε ξανανιώσει. Έβγαλε την περγαμηνή από την τσέπη του με ευλάβεια, άναψε τη λάμπα του γραφείου και άρχισε να διαβάζει. Το διάβασε μια φορά από μέσα του, βεβαιώθηκε ότι η προφορά του ήταν σωστή, κι έπειτα το διάβασε δυνατά. Δεν ήξερε για ποιο λόγο το έκανε, εκείνος ποτέ δεν διάβαζε δυνατά. Όμως το έκανε και μόλις η τελευταία συλλαβή ξέφυγε από τα χείλη του, η περγαμηνή τυλίχτηκε στις φλόγες, φλόγες ψυχρές και γαλάζιες που δεν έκαιγαν. Το μέρος σκοτείνιασε κι άρχισε να κάνει ανείπωτο κρύο. Κι έπειτα οι σκιές του δωματίου ξετυλίχτηκαν σαν βελούδινη κουρτίνα και μια γυναίκα βγήκε απο μέσα, ντυμένη στα μαύρα. Το πρόσωπό της ήταν καλυμμένο με μαύρο βέλο.
Ο Λαέρτης είχε προσπαθήσει να ουρλιάξει, όμως για κάποιο λόγο η φωνή του δεν έβγαινε.
- Καλησπέρα, Λαέρτη.
Η φωνή της ήταν χαμηλή, όμως ήταν λες και τα πάντα γύρω του ανταποκρίνονταν σ’αυτήν.
- Ποια...ποια είσαι; Τι είσαι; κατάφερε να ψελλίσει τελικά.
Χαμογέλασε αργά, μ’ένα χαμόγελο όλο λαγνεία.
- Μπορείς να με λες Λούσι.
Δεν διέφυγε της προσοχής του το γεγονός ότι απέφυγε να απαντήσει στη δεύτερη ερώτησή του. Την είδε να κάθεται ανάλαφρα στο κρεβάτι του κι ήταν σίγουρος πως, μέσα από το βέλο, τα μάτια της ήταν καρφωμένα πάνω του.
- Τι....τι κ...κάνεις εδώ;
Με καθυστέρηση συνειδητοποίησε πως έτρεμε από το κρύο.
Χωρίς να χάσει το χαμόγελό της, του απάντησε.
- Μα...με κάλεσες. Με χρειάζεσαι.
Η περγαμηνή. Σκατά. Τσίμπησε τον εαυτό του για να πειστεί ότι δεν ονειρευόταν. Εκείνη έκλινε το κεφάλι της στο πλάι, σαν να τον παρατηρούσε καλύτερα.
- Αν είναι πόνος αυτό που ζητάς...μπορώ να σου δώσω πόνο πέρα από κάθε φαντασία. Όμως δεν είναι. Όλες σου οι επιθυμίες περιστρέφονται γύρω από μια γυναίκα...πφ...θνητοί, ξεφύσηξε περιφρονητικά. Τελοσπάντων. Μπορεί να γίνει δική σου. Με το κατάλληλο αντάλλαγμα.
Ο Λαέρτης παραλίγο να βάλει τα γέλια.
- Άσε με να μαντέψω. Θες την ψυχή μου.
Τελικά ήταν η Λούσι εκείνη που γέλασε, μόνο που δεν υπήρχε τίποτα το ευχάριστο στο γέλιο της.
- Μην είσαι ανόητος. Τι να την κάνω την ψυχή σου; Ένας του είδους σου έκλεψε κάτι που μου ανήκει. Κάτι πολύ σημαντικό για μένα. Πρέπει να το βρεις και να μου το φέρεις. Είδες; Δεν είναι τόσο δύσκολο. Και για να δεις πόσο καλή είμαι, εγώ θα κρατήσω το δικό μου μέρος της συμφωνίας τώρα κιόλας.
Και μ’ ένα μικρό, σατανικό γελάκι, εξαφανίστηκε πάλι στα σκοτάδια από τα οποία είχε έρθει. Άκουσε το κουδούνι του να χτυπάει. Κοίταξε από το θυροτηλέφωνο. Ήταν η Αλίκη. Και οι μπελάδες του είχαν μόλις αρχίσει.






1. Ποιος φοβάται τον μεγάλο κακό λύκο;


Το διαμέρισμά του έμοιαζε βυθισμένο στο σκοτάδι. Η νύχτα είχε ρίξει το μαύρο άναστρο πέπλο της που απλώνονταν πίσω από τη Μαίρη, γινόμενο ένα με το νερό της θάλασσας που βρίσκονταν εκεί. Την κύκλωνε, αφήνοντας μόνο τα μουντά φώτα των οικοδομών μπροστά της να φέγγουν τα μαύρα της μαλλιά, κάνοντάς τα να γυαλίζουν. Όχι όμως και αυτά του διαμερίσματός του. Δεν ήταν δυνατόν να λείπει, καθώς μιλήσανε πριν μισή ώρα στο κινητό, όπου του προανήγγειλε τον ερχομό της στην πόλη. Είπε ότι την περίμενε. Η Μαίρη όμως ήξερε καλά, ότι μαζί του, την περίμενε το μυστικό.

Το μυστικό…το μυστικό…το μυστικό, της είχε γίνει πια έμμονη ιδέα από τότε που της έστειλε με mail εκείνη τη θολή φωτογραφία που τον απεικόνιζε ανάμεσα στα πουρνάρια φορώντας ένα τζιν, τζάκετ και τζόκεϊ καπέλο, να στέκεται κοιτώντας μια πέτρινη καταπακτή γεμάτη περίεργα, αλλόκοτα ιερογλυφικά στη περίμετρό της. Της είπε ότι είχε κάνει εδαφοτομή, έσκαψε δηλαδή στο σημείο εκείνο, στα πλαίσια της έρευνάς του για να μελετήσει το έδαφος. Με αυτό τον τρόπο, βρήκε την καταπακτή. «Το μυστικό του» όπως το αποκαλούσε, μη θέλοντας να φανερώσει τίποτα άλλο γι’ αυτό. Όσο κι αν τον πίεσε. Όσο κι αν τον παρακάλεσε.

Πολλές φορές αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που της είχε γίνει έμμονη ιδέα, η φωτογραφία, ή αυτός; Αμέσως φρόντιζε να ξεθολώνει τη σκέψη της. Η φωτογραφία ήταν βέβαια. Την είχε δείξει σε μια φίλη της αρχαιολόγο και της απάντησε. «Ψεύτικη είναι. Αυτά τα πράματα δεν υπάρχουν». Από το ίντερνετ πληροφορήθηκε ότι σε εκείνο το βουνό –το Παγγαίο- φημολογούνταν πάντα ότι υπήρχαν λίρες κρυμμένες σε μυστικές καταπακτές από τον καιρό της κατοχής. Όμως εκείνη η καταπακτή ήταν αρχαία. Και υπήρχε. Δεν ήταν δυνατόν ο Μιχάλης να της στείλει μια ψεύτικη φωτογραφία. Όχι αυτός που του έλεγε τα προβλήματά που είχε με τον Κώστα στο τηλέφωνο και που της στάθηκε στα δύσκολα. Έστω με το να την ακούει, χωρίς να λέει πολλά, χωρίς να μιλάει πολύ για το άτομό του –μετά βίας εξέφρασε μια φευγαλέα πικρία για την τελευταία του σχέση- όντας κάπως απόμακρος, αλλά πάνω απ’ όλα καλός ακροατής. Μόνο αυτός την καταλάβαινε και αυτό φαινότανε από τα απρόσμενα λόγια με τα οποία της στέκονταν μερικές φορές. «Σκέψου και την κοκκινοσκουφίτσα», της είπε μια φορά. «Eκείνη επιβίωσε στο τέλος».

Ο Μιχάλης Λαδόπουλος, ήταν ερευνητής οικοσυστημάτων με εξειδίκευση στην χλωρίδα και έκανε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο. Ήταν παλιός φίλος του Κώστα και πήγανε να παρακολουθήσουν μια διάλεξή του στο Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής έρευνας. Εκείνη ζήτησε να παραβρεθούν εκεί, καθώς όντας φοιτήτρια Φυτικής Παραγωγής, ενδιαφέρονταν και αυτή για τις έρευνές του πάνω στα φυτά. Εκεί ήταν που τον είδε για πρώτη φορά. Τους μίλησε για τον Ίταμο, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως δέντρο του θανάτου καθώς είναι σχεδόν ολόκληρος δηλητηριώδης. Τους μίλησε για επικίνδυνα σαρκοβόρα τροπικά είδη. Τους μίλησε για το Πυξάρι, τον θάμνο που συναντά κανείς σε πολλά νεκροταφεία στην Ευρώπη, λες και υπάρχει κάποιο σκοτεινό έθιμο που έχει διασωθεί στους αιώνες και το συσχετίζει με τους νεκρούς. Όλα αυτά της φάνηκαν πολύ περίεργα και ενδιαφέροντα τότε. Όταν πήγανε για καφέ οι τρεις τους μετά, ο Μιχάλης δεν έλεγε και πολλά. Έμοιαζε βυθισμένος σε έναν κόσμο σκοτεινό, γεμάτο χλωροφύλλη και θάνατο, όπως ήταν οι παρουσιάσεις του. Ο Κώστας, της είπε ότι δεν τον ήξερε έτσι. Σίγουρα κάτι του συνέβη, που τον άλλαξε ολοκληρωτικά. Το βράδυ εκείνο, καθώς χτυπούσε το θυροτηλέφωνό του, ήταν σίγουρη ότι αυτό το κάτι, ήταν το «μυστικό».

«Παρακαλώ»

«Έλα Μιχάλη, εγώ είμαι η Μαίρη, άνοιξε»

Ένας ξερός ήχος οδήγησε τη τζαμένια πόρτα να ανταποκριθεί στη πίεσή της. Κατευθύνθηκε στο ασανσέρ, με την περιέργειά της να φουντώνει όσο ποτέ στη ζωή της. Ή μήπως ήταν κάτι άλλο; Παρά τα προβλήματα και τους καυγάδες που είχε με τον Κώστα, τον αγαπούσε. Δε θα μπορούσε λοιπόν να είναι κάτι άλλο.

Ο δεύτερος όροφος είχε αρκετό φως. Το φως αυτό την έκανε να διστάσει κάπως όταν σκέφτηκε το τι θα αντίκριζε όταν αυτός άνοιγε την πόρτα. Η πόρτα όμως ήταν ήδη ανοιχτή και το σκοτάδι που ελευθέρωνε την καλούσε μέσα του.

Με το που μπήκε, είδε ότι τα πράματα δεν ήταν τόσο άσχημα όσο περίμενε. Υπήρχε ένας αμυδρός φωτισμός εκεί μέσα. Πήγαζε από τα κεριά. Από χοντρά, μισολιωμένα, μαύρα κεριά, διάσπαρτα στο σαλόνι που την υποδέχτηκε εντός του και που στηρίζονταν σε επάργυρα κηροπήγια με αλλόκοτους σχηματισμούς. Είδε και μια μαύρη φιγούρα να στέκεται και να την κοιτάει. Μια σκιά.

Ο κακός λύκος

H φιγούρα πλησίασε και βγήκε στο φως. Στάθηκε μπροστά της και χαμογέλασε πλατιά.

«Μιχάλη!»

«Καλωσήρθες μωρό μου».

Τη χάιδεψε το μάγουλο και εκείνη ύψωσε ενστικτωδώς το χέρι της να εμποδίσει το δικό του. Τελικά απλώς το έκλεισε μέσα στο δικό της.

«Συγνώμη για τα κεριά», της είπε. «Αυτό ζει στο σκοτάδι».

Αυτό;

Δε χρειαζότανε να τη ζητήσει να τον ακολουθήσει καθώς κατευθύνονταν στο υπνοδωμάτιό του. Ο Μιχάλης ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερος της και ήξερε πολλά περισσότερα από αυτή. Όπως κι ο Κώστας, μόνο που εκείνος ήταν απλώς ένα μεγάλο παιδί. Τα κεριά υπήρχαν παντού. Η ανεπαίσθητη λάμψη τους χάιδευε το βλέμμα της, στο διάδρομο που βάδιζε, στη κουζίνα που προσπέρασε και στο μπάνιο που διέκρινε στο βάθος.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε στο δωμάτιο του Μιχάλη, ήταν η τεράστια σιδερένια ντουλάπα, με μία υποψία σκουριάς να διακρίνεται στις γωνίες της και να στέκεται επιβλητική μπροστά της, τεράστια, υποβιβάζοντας ακόμη περισσότερο το δικό της μικρούτσικο ανάστημα.

«Κάπως άχαρη ε;», ρώτησε χαμογελώντας ο Μιχάλης. «Είναι οικογενειακό κειμήλιο όμως. Τι να κάνουμε;».

«Εντάξει είναι», του απάντησε ανταποδίδοντας το χαμόγελο, χωρίς όμως να το πιστεύει και πολύ.

Ο Μιχάλης κάθισε στη περιστρεφόμενη καρέκλα μπροστά στο γραφείο του, ενώ το βλέμμα της έπεσε στη σκονισμένη του βιβλιοθήκη, όπου οι Βοτανικές μελέτες του Θεόφραστου και του Λινναίου, εναλλάσσονταν με άγνωστα σε αυτή συγγράμματα, των οποίων οι τίτλοι και μόνο της προκαλούσανε δέος: «DE VERMIS MYSTERIIS», «GRIMORIUM D’ INFERNIS», «NOSTROMORTALA», «NECRONOMICON» και τόσα μα τόσα άλλα. Γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτη.

«Για να περνάει η ώρα» της είπε αυτός.

Της ήρθε μια αστεία σκέψη.

Γιατί γιαγιά έχεις μεγάλα δόντια;

Αμέσως η φωνή του την επανέφερε. «Αυτό που θέλω να δεις, βρίσκεται εδώ μπροστά μου».

Πλησίασε σα μαγεμένη. Και το είδε. Ιγκουάνα ήταν; Κάποιο είδος ερπετού; Μετά όμως πρόσεξε τον υπερβολικά παχύ και σαρκώδη βλαστό του, τους στήμονες που εξείχαν σα χοντρά πλοκάμια, τα παχιά πράσινα τέπαλα, τα αλλόκοτα εκείνα γόνατα. Την έλλειψη φύλλων. Έμεινε άφωνη. Δεν υπήρχε τέτοιο φυτό πουθενά στο πλανήτη. Θα έπαιρνε άνετα όρκο για τη διαπίστωση αυτή.

«Angelina Sarpiala», φώναξε ενθουσιασμένος ο Μιχάλης, ο οποίος φάνηκε ότι του είχε δώσει ήδη και όνομα.

«Το βρήκες στη καταπακτή!», φώναξε η Μαίρη ενθουσιασμένη και έκανε να τον αγκαλιάσει. Τελικά τα χέρια της κατέληξαν στο γραφείο, μπροστά στο εκτρωματικό μεγαλείο της υπερτροφικής εκείνης πόας.

«Δε βρήκα μόνο αυτό», απάντησε ο Μιχάλης. «Υπήρχαν και άλλα πράγματα εκεί».

Δε τόλμησε να τον ρωτήσει τι ήταν τα πράγματα αυτά. Ήξερε ότι δε θα της έλεγε ούτε λέξη.

«Ζει στο σκοτάδι», της εξήγησε. «Δε μπορώ να το χαρακτηρίσω ως νυκτόβιο, δεδομένου ότι απαιτεί κλειστούς χώρους. Ο πολύς αέρας θα το βλάψει».

«Θα το δημοσιεύσεις;», ρώτησε η Μαίρη κοιτάζοντάς στον στα μάτια.

«Μια δημοσίευση, είναι απλώς μια δημοσίευση», της είπε. «Αυτό αξίζει μεγαλεία. Θα το κρατήσω για μένα προς το παρόν»

«Είσαι τρελός», διαπίστωσε η Μαίρη με χιούμορ.

«Για νέο μου το λες;». Της έδειξε ένα δοχείο με ένα ροδοκόκκινο υγρό, ένα άγνωστο σε αυτή χημικό που όλο της το είναι φώναζε ότι επρόκειτο για κάτι σαν λίπασμα. «Είδα και έπαθα να το συνθέσω. Καλά που είναι και ο Λάμπης ο φίλος μου που είναι χημικός. Γιατί αυτό το υγρό χρησιμεύει στην αναπαραγωγή του φυτού. Δε θα σου πω το πώς κατέληξα στη συνταγή, πάντως ο μηχανισμός της αναπαραγωγής του είναι δύσκολος και δεν ερμηνεύεται εύκολα. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε θυσίες».

Ασυναίσθητα και απότομα, τον φίλησε στο μάγουλο. Το ίδιο απότομα τραβήχτηκε και αφέθηκε να κοκκινίζει σκυφτή. Ο Μιχάλης άρχισε να μιλάει αδιάκοπα για τα χαρακτηριστικά της Angelina Sarpiala. Όλη την ώρα είχε τα μάτια της καρφωμένα στο άγνωστο φυτό. Δεν έλεγε να χωνέψει αυτό που αντίκριζε. Ήταν κάτι που έμοιαζε έξω από τον κόσμο αυτό. Έξω από κάθε κόσμο.

Η εικόνα αυτή ήταν άραγε που στοίχειωνε τις στιγμές της πάνω στο υπέρδιπλο κρεβάτι που την φιλοξενούσε εκείνο το βράδυ; Στριφογυρνούσε συνέχεια παρόλο που δεν είχε λόγο να το κάνει, καθώς ο Μιχάλης της παραχώρησε το πιο άνετο κρεβάτι του σπιτιού του. Εκείνος ήταν στο δωμάτιό του παρέα με το φυτό. Ξάπλωνε και την περίμενε. Αυτή, το ήξερε ότι την περίμενε.

Όταν τα πόδια της πήραν τη πρωτοβουλία να την οδηγήσουν στο δωμάτιό του, η Μαίρη ήξερε καλά ότι είχε πέσει στη παγίδα του. Γιατί σίγουρα ήταν ξύπνιος. Καραδοκούσε. Και αυτή πήγαινε.

«Ποιος φοβάται το μεγάλο κακό λύκο;», μουρμούρισε στον εαυτό της έτσι ώστε να το ακούσουν τα αφτιά της και να πάρει κουράγιο. Ήξερε πια το μυστικό και δε χρειαζότανε κάτι τέτοιο, διάολε, τι πήγαινε να κάνει;

Εκείνη τη νύχτα, ο κακός λύκος κατασπάραξε τη κοκκινοσκουφίτσα.

Λίγες ώρες αργότερα, βρίσκονταν ξαπλωμένη, δίπλα του, γυμνή, σχεδόν να τρέμει και να προσπαθεί να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που αισθανότανε. Αηδία; Αποστροφή; Ενθουσιασμός; Μίσος; Περίμενε να τον πάρει ο ύπνος, για να το σκάσει από το λημέρι του. Ιδέα της ήταν, ή μήπως το φυτό στο γραφείο του την περιγελούσε;

«Γιατί το είπες αυτό;», την ρώτησε με κλειστά τα μάτια του χωρίς να γυρίσει προς το μέρος της.

Θα ήταν ιδιαίτερα σπλαχνικό το να θεωρήσει ότι της έκανε πλάκα ρωτώντας την κάτι τέτοιο. Μπήκε λοιπόν στη δυσάρεστη διαδικασία να το επαναφέρει στη μνήμη της. Τι να πρωτοθυμηθεί όμως; Που μπήκε βίαια μέσα της χωρίς πρώτα να τη γλύψει; Που ενώ την πήδαγε την χάιδεψε απειλητικά σε σημείο που δεν έπρεπε; Ή μήπως τις δαγκωνιές του που την άφησαν σημάδια και πόνο; Σίγουρα υπήρχε και κάτι άλλο. Και το θυμήθηκε. Θυμήθηκε τον εαυτό της να κάθεται στο πάτωμα όπου ολοκλήρωσε πάνω της. Ήταν όρθιος μπροστά της και τότε του είπε: «Σ’ αγαπώ. Θέλεις να με πάρεις κι άλλο;». Θυμήθηκε να τη κοιτάζει με απορία και σκοτεινιά στο βλέμμα του όταν το άκουσε. Θυμήθηκε και ανατρίχιασε.

«Ήταν λάθος», ψέλλισε. «Ήταν πάνω στην ένταση της στιγμής».

Γύρισε και την κοίταξε οργισμένος. «Πώς τολμάς να επικαλείσαι την αγάπη; Τι γνωρίζεις εσύ από αυτή τη τόσο μεγαλειώδη και φριχτή αρρώστια;»

Πετάχτηκε πάνω πανικόβλητη. Αυτός βρίσκονταν προς την έξω μεριά του κρεβατιού και αυτή προς τον τοίχο. Έπρεπε να του ξεφύγει πάση θυσία.

Αυτός άρχισε να φωνάζει. «Δεν έχεις προλάβει να νιώσεις κάτι τέτοιο και ούτε θα προλάβεις να το νιώσεις ποτέ».

Της ήρθε να βάλει τα κλάματα. «Δεν αγαπώ εσένα», φώναξε, «Αγαπώ τον Κώστα».

Και τότε εκείνος έβαλε τα γέλια. Γελούσε παρανοϊκά, κάνοντάς την να τρέμει περισσότερο. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι σιγά-σιγά απομακρυνότανε από κοντά του. Του ξέφευγε. Σκόπευε να βγει γυμνή και να τρέξει στον δρόμο. Όσο μπορούσε πιο μακριά του. Εκείνος γελούσε.

Όταν στάθηκε όρθια μπροστά στη ντουλάπα, σηκώθηκε κι αυτός. Προς μεγάλη της έκπληξη όμως, αυτός κατευθύνθηκε προς το γραφείο. Προς το φυτό του. Τον είδε να βάζει το χέρι του μέσα στο περίεργο υγρό και να πιτσιλάει με αυτό το φυτό.

Και τότε ένιωσε κάτι να την τραβάει βίαια προς τα πίσω. Η ντουλάπα είχε ανοίξει και αυτό που ήταν μέσα της την τραβούσε με τις κληματσίδες του, που όμως ήταν πράσινα πλοκάμια. Πάσχιζε να ξεφύγει, αλλά μάταια. Πλησίασε αρκετά ώστε να νιώσει καταραμένη που το αντίκρισε πριν την κατασπαράξει.

Μάτι… Ζωντανό… Δόντια μέσα σε δόντια… Θάνατος… στήμονες που μοιάζουν με κεραίες… παλλόμενα τέπαλα… Θάνατος… Και είναι τεράστιο… Είναι ο θάνατος, θάνατος, θανατος…

«Μου είπες ότι νοιάζεσαι για μένα», ήταν η τελευταία της κραυγή, πριν η ντουλάπα κλείσει απότομα και οι σχισμές της να αρχίσουν να εκτοξεύουν αίματα στο πάτωμα.

«Πράγματι νοιάστηκα», είπε απαθής ό Μιχάλης σηκώνοντας τους ώμους του. Γύρισε και αντίκρισε την Angelina Sarpiala, η οποία άρχισε ήδη να διαιρείται. Να διπλασιάζεται. Να γίνεται δύο πανομοιότυπα φυτά.

«Γιατί τώρα έχω δύο», πρόσθεσε.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

Intro Clip