? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

6. Δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια


«Με τα όπλα του πολέμου διαλυμένα, έδεσε στα πόδια του τους έντεκα, τα τερατώδη δημιουργήματα της Τιαμάτ. Έφτιαξε ομοιώματα όλων τους και τώρα στέκονται στη πύλη της Αβύσσου, την πύλη του Άμπσου. Και είπε:
- Αυτό είναι για να θυμόμαστε, γιατί η Τιαμάτ δεν πρέπει να λησμονηθεί.»

Το αυγό. Η Λούσι μπορεί να μην του είχε πει πολλά γι’αυτό, όμως δεν ήταν κανένας τυχαίος. Ανήκε στο Τάγμα του Σταυρού του Ρόδου από πριν καν γεννηθεί και είχε τις δικές του γνώσεις και τις δικές του υποψίες. Δεν ήξερε πολλά για δαίμονες, όμως ήταν σχεδόν σίγουρος πως η Λούσι ανήκε στην κατηγορία. Παίρνοντας αυτό ως δεδομένο, δεν μπορούσε παρά να συμπεράνει ότι το αυγό αντιπροσώπευε την πτώση του Λούσιφερ. Κάπως. Με κάποιον τρόπο. Έψαξε. Διάβασε. Και, στο τέλος, κατάλαβε. Όχι τα πάντα, όμως αρκετά για να συνειδητοποιήσει ότι αυτό που του ζήταγε η Λούσι όχι απλά δεν θα κατέστρεφε τον κόσμο, αλλά αντιθέτως, θα τον έσωζε.
Ο Λαέρτης είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει με τον Μιχάλη Λαδόπουλο πολλές φορές, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Πίστευε πως η υπόσχεση της γνώσης θα τον έβαζε σε πειρασμό, όμως για κάποιο λόγο εκείνος τον είχε αγνοήσει. Είχε βρει το σπίτι του και το είχε παρακολουθήσει για μέρες και νύχτες ολόκληρες. Δεν τον είχε δει να βγαίνει ούτε μία φορά. Ούτε μία φορά δεν είχαν ανάψει τα φώτα του διαμερίσματός του. Αν η Λούσι δεν τον είχε διαβεβαιώσει για το αντίθετο, θα πίστευε πως ήταν νεκρός.
Κατά έναν μυστήριο τρόπο, η παρακολούθηση του είχε κάνει καλό. Σε κάποιον άλλο, αυτή η αναμονή θα είχε προκαλέσει νευρικό κλονισμό, όμως όχι στον Λαέρτη. Εκείνος χαιρόταν που του είχε δοθεί μια ευκαιρία να είναι μακριά από το σπίτι. Μακριά από την Αλίκη. Μακριά από κλειστούς χώρους όπου η Λούσι θα μπορούσε να τον βρει και να του πει πόσο την είχε απογοητεύσει. Η προοπτική αυτή τον τρόμαζε. Σκεφτόταν όλα όσα θα μπορούσε να του κάνει κι ένιωθε τις τρίχες στον αυχένα του να σηκώνονται όρθιες.
Εκείνη τη στιγμή άκουσε το τηλέφωνό του να χτυπάει. Κοίταξε την οθόνη αδιάφορα, περιμένοντας πως θα ήταν η Αλίκη, όμως έκανε λάθος. Ο αριθμός του ήταν άγνωστος. Ίσως ο Λαδόπουλος να είχε αποφασίσει ότι ήθελε να τον ακούσει τελικά.
- Παρακαλώ;
- Γεια σου, Λαέρτη.
Η φωνή δεν έμοιαζε με τίποτα απ’όσα είχε ακούσει στο παρελθόν. Έμοιαζε με βροχή πάνω σε φύλλα και το απαλό φως της αυγής, με λιωμένη καραμέλα σε γυμνό δέρμα κι ένα σωρό άλλα πράγματα που δεν μπορούσε να προσδιορίσει. Ήταν μαγευτική. Ήταν απόλυτα, τέλεια ανδρόγυνη.
- Ποιος είναι;
Σχεδόν χωρίς να το καταλάβει, σηκώθηκε από το παγκάκι που καθόταν και βάλθηκε να κοιτάει νευρικά τριγύρω. Ένα γέλιο σαν δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια ξεχύθηκε από το ακουστικό.
- Μη με ψάχνεις. Δεν είμαι πουθενά κοντά σου. Για την ακρίβεια, δεν είμαι πουθενά στον κόσμο σου καν.
- Ποιος είναι; επανέλαβε την ερώτηση.
- Λέγε με Σαμ.
Παραλίγο να βάλει τα γέλια μ’αυτό. Αλήθεια, ένας τρομαχτικός τύπος που τον παρακολουθούσε δεν θα έπρεπε να έχει πιο επιβλητικό όνομα; Από την άλλη, βέβαια, ούτε το «Λούσι» ήταν ιδιαίτερα επιβλητικό. Δεν μπορούσε να πει το ίδιο όμως και για το άτομο που έφερε το όνομα.
- Άκουσέ με προσεκτικά, Λαέρτη. Τυχαίνει να γνωρίζω ότι έχει έρθει σε επαφή μαζί σου μια γυναίκα με το όνομα «Λούσι». Είναι πολύ επικίνδυνη γυναίκα και καλά θα κάνεις να μην την εμπιστεύεσαι.
- Ας εμπιστευτώ καλύτερα έναν άγνωστο που με παρακολουθεί, ε; σχολίασε ειρωνικά ο Λαέρτης.
Ο «Σαμ» τον αγνόησε.
- Έχεις μια ιδέα για το τι πάει να κάνει η Λούσι. Δεν είσαι σαν τον τύπο που έκλεψε το αυγό. Αυτός είναι τελείως χαμένος. Εσύ όμως όχι. Εσύ μπορείς να καταλάβεις τι είναι καλύτερο για τον κόσμο σου. Εδώ και χιλιάδες χρόνια τα πράγματα κυλάνε ομαλά. Αν όμως η Λούσι πετύχει το σκοπό της, όλα θα αλλάξουν. Μέσα σου, το ξέρεις. Το αισθάνεσαι. Όμως φοβάσαι να της εναντιωθείς. Εγώ μπορώ να σε προστατεύσω.
Ο Λαέρτης πήρε μια βαθιά ανάσα. Κανείς δεν μπορούσε να τον προστατεύσει από τη Λούσι. Μόνο ο ίδιος ο Εωσφόρος και πραγματικά αδυνατούσε να σκεφτεί για ποιο λόγο μπορεί να ήθελε να το κάνει. Σίγουρα, πάντως, ένας «Σαμ» δεν θα άντεχε ούτε για ένα λεπτό απέναντί της. Είχε δει τι μπορούσε να κάνει. Δεν είχε καμία ελπίδα.
- Δεν ενδιαφέρομαι, είπε τελικά, αν και με βαριά καρδιά.
Η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής στέναξε κι η θλίψη της κόντεψε να τον σκοτώσει εκεί, όπως στεκόταν.
- Κοίτα απέναντί σου.
Μηχανικά, υπάκουσε. Είδε την είσοδο της πολυκατοικίας να ανοίγει και τον Λαδόπουλο να βγαίνει από μέσα, κρατώντας από το χέρι ένα δεκατετράχρονο κορίτσι που φόραγε ένα κόκκινο φόρεμα πολύ μεγαλίστικο για την ηλικία του. Η μικρή χοροπηδούσε χαριτωμένα γύρω του, ενώ εκείνος έμοιαζε τελείως έξω απ’ τα νερά του.
- Το βλέπεις, έτσι δεν είναι; είπε η φωνή. Αυτό το πλάσμα είναι το μέλλον σου, Λαέρτη. Το μέλλον της ανθρωπότητας. Κοίταξέ το καλά γιατί από δω και μπρος θα στοιχειώνει τα όνειρά σου.
Ο Λαέρτης κάτι πήγε να πει, όμως το τηλέφωνο έκλεισε απότομα. Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να έχει δεχτεί την πρόταση της φωνής. Του «Σαμ». Όμως μετά ήρθε στο μυαλό του η Λούσι και αποφάσισε ότι είχε κάνει το σωστό. Εντάξει, ίσως όχι το σωστό, αλλά σίγουρα το πιο έξυπνο. Προσεκτικά, βάλθηκε να ακολουθεί τον ερευνητή και το κορίτσι.


Ήταν ντυμένη στα λευκά, μ’ένα νυχτικό που έμοιαζε να έχει βγει από περασμένους αιώνες και τα μαλλιά της χύνονταν στην πλάτη της. Κρατούσε ένα λευκό κερί κι ήταν ξιπόλυτη. Το έδαφος από κάτω της ήταν λείο και ψυχρό. Κοιτώντας γύρω της, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σ’ένα σπήλαιο. Υπήρχαν ζωγραφιές στα τοιχώματα, ζωγραφιές φτιαγμένες από ανθρώπους που είχαν ζήσει χιλιάδες χρόνια πριν. Υπήρχαν σκηνές από κυνήγια, σχέδια ζώων που της ήταν άγνωστα και αναπαραστάσεις τελετών. Σε όλες δέσποζε ένα περίεργο φυτό που δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ ό,τι είχε δει ως τότε.
Ξαφνικά, άκουσε έναν ήχο, σαν από κάπου πολύ μακριά. Με την καρδιά της να χτυπάει ξέφρενα, στάθηκε για λίγο και αφουγκράστηκε προσεκτικά. Έμοιαζε με οπλές αλόγου. Οπλές αλόγου; Τι στο...
Κρύφτηκε σε μια εσοχή του σπηλαίου και περίμενε, κρύβοντας με την παλάμη της τη φλόγα του κεριού. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα όταν το πλάσμα εμφανίστηκε. Το πάνω μέρος του σώματός του ήταν ανθρώπινο, όμως το κάτω έμοιαζε με κορμί αλόγου. Το τρίχωμά του ήταν στιλπνό και κατάμαυρο, όπως μαύρα ήταν και τα κοντά μαλλιά του. Είχε διαπεραστικά, γαλάζια μάτια, με μια έκφραση πείνας μέσα τους. Φωνές από τα βάθη της σπηλιάς υψώθηκαν σε χορό για να τον καλωσορίσουν.
- Άζαζελ...
Δεν ήξερε αν ήταν το όνομά του ή κάποια λέξη σε άγνωστη γλώσσα, όμως της προκάλεσε ανατριχίλα.
Εκείνος στάθηκε εκεί και περίμενε. Ποιος ξέρει ποιον...ποιος ξέρει τι. Απλά περίμενε. Μέχρι που από την είσοδο της σπηλιάς ακούστηκαν βήματα και μια κοπέλα μπήκε και στάθηκε γυμνή μπροστά του. Από αυτό το σημείο κι έπειτα, όλα άρχισαν να κινούνται πολύ γρήγορα. Τον είδε να κόβει το λαιμό της κοπέλας με τα νύχια του και να την τρώει ενώ ψυχορραγούσε. Τον είδε να το κάνει και σε άλλους...κι άλλους...κι άλλους...κι άλλους. Όμως η πείνα του ποτέ δεν έσβηνε. Η σπηλιά ήταν γεμάτη κόκκαλα και σαπισμένα υπολείμματα κρέατος, όμως το πλάσμα δεν είχε χορτάσει.
Αρχικά, τον είδε να ουρλιάζει και να χτυπάει τους τοίχους, μισότρελος από πείνα. Έπειτα, τον είδε να αρχίζει να τρώει τον εαυτό του. Έτρωγε, έτρωγε, έτρωγε...μέχρι που στο τέλος δεν απέμεινε τίποτα απ’αυτόν. Ένα σπαραχτικό κλάμα γέμισε τη σπηλιά και μετά έσβησε. Ήταν μόνη.

Η Μαρίνα τινάχτηκε όρθια, λουσμένη στον ιδρώτα. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι και σύρθηκε μέχρι το μπάνιο. Άνοιξε τη βρύση και ξέπλυνε το πρόσωπό της. Πισωπάτησε τρομαγμένη και γλίστρησε στο χαλί. Η πλάτη της κοπάνησε στην πόρτα με δύναμη και μια κραυγή πόνου της ξέφυγε. Όμως τίποτα απ’όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να τραβήξει το βλέμμα της μακριά από το νιπτήρα που ήταν κόκκινος από το αίμα της.


Ο Σεβάσμιος της Στοάς στεκόταν μπροστά στο βωμό που ήταν ντυμένος με μαύρο βελούδο. Τα μαύρα κεριά έκαιγαν αέναα με τις όμορφες, γαλαζοπράσινες φλόγες τους. Γονάτισε και άρχισε να ψέλνει στα λατινικά. Ο κύκλος με τα ενωχιανά σύμβολα γύρω του άρχισε να τρεμοπαίζει. Ένας στρόβιλος από μωβ και μαύρη ενέργεια δημιουργήθηκε κι όταν καταλάγιασε, πάνω στο βωμό στεκόταν καθισμένο ένα πλάσμα που ούτε άντρα μπορούσε να το πει κανείς ούτε γυναίκα. Ήταν και τα δύο ταυτόχρονα ή ίσως τίποτε απ’τα δύο. Είχε μακριά, χαλκόξανθα μαλλιά, χρυσό δέρμα και πράσινα μάτια που έβγαζαν φως. Φορούσε τζιν κι ένα ξεκούμπωτο, λευκό πουκάμισο.
Ο Σεβάσμιος έσκυψε ακόμη πιο κοντά στο πάτωμα, δηλώνοντας το σεβασμό του.
- Άρχοντά μου...
Το πλάσμα πήδηξε από το βωμό κι άρχισε να προχωράει προς τα μέσα.
- Κόψε τις μαλακίες, Νικηφόρε. Τα’χεις κάνει σκατά, είπε ο «Σαμ» κι ο Σεβάσμιος σύρθηκε πίσω του κοντεύοντας να μπουρδουκλωθεί στις ρόμπες του.
Πάνω στο μαύρο βωμό υπήρχε ένα μικρό βουναλάκι από χρυσοκίτρινη σκόνη που μύριζε θειάφι.