? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

5. Τία


Ο Μιχάλης δεν άντεχε να ακούσει άλλες ειδήσεις από το ραδιόφωνό του. Ήταν το μόνο μέσο πληροφόρησης που μπορούσε να χρησιμοποιεί πλέον, καθώς το φως της τηλεόρασης ήταν ανεπιθύμητο, όπως και κάθε άλλο έντονο φως. Το να ακούει κάθε τόσο όμως σχετικά με την ανεξήγητη εξαφάνιση της Μαίρης και να ενημερώνεται για την απελπιστική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι γονείς της, έτεινε να καθιερώσει το ραδιόφωνο ως κάτι το εξίσου ανεπιθύμητο.

Θυμήθηκε τον εαυτό του να φωνάζει οργισμένος στον Σεβάσμιο της Στοάς και να τον κατηγορεί ότι έστειλε τη Βούλα σαν καμικάζι αυτοκτονίας στο σπίτι του και ότι ευθύνονταν για τη φριχτή μοίρα της εξίσου με αυτόν. Μάταια ο Σεβάσμιος προσπαθούσε να του εξηγήσει ότι η Βούλα λειτούργησε αυτόβουλα, δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο, γιατί θεωρούσε ότι βασική προϋπόθεση για να αποκτήσει η Στοά τα αυγά, ήταν να είναι αυτά πάνω από τρία. Ήξεραν ότι ακόμη και αν ο Μιχάλης δέχονταν να τους τα δώσει, θα φρόντιζε να κρατήσει κάποιο και για τον εαυτό του. Αυτοί όμως ήθελαν τουλάχιστον δύο, προκειμένου να μπορέσουν να τα αναπαράγουν. Η Βούλα θυσίασε τη ζωή της ώστε τα αυγά να γίνουν τέσσερα και να μην τίθεται πλέον τέτοιο ζήτημα. Ο Μιχάλης όμως δε πείστηκε από τα λόγια του Σεβάσμιου. Μίσησε τη Στοά και δεν ήθελε πλέον καμία επαφή μαζί της.

Υπήρχε κάποιος που τον πήρε τηλέφωνο κάποια στιγμή ζητώντας του επίμονα να συναντηθούν για να του πει σημαντικά πράγματα όπως ισχυριζότανε. Ο αριθμός του κινητού του ήταν άγνωστος και ο Μιχάλης έβγαλε κατευθείαν το συμπέρασμα ότι επρόκειτο για κάποιο από τα μέλη, με τα οποία δεν είχε πλέον να πει τίποτα. Έκανε φραγή στο νούμερο και έβγαλε το σταθερό τηλέφωνο από τη πρίζα. Δεν ήθελε να αντικρίσει αυτόν τον τύπο, θεωρώντας ότι αυτός θα επιχειρούσε να τον καλοπιάσει για να ταχθεί και πάλι με το μέρος τους. Το όνομά του πάντως το θυμότανε: Λέγονταν Λαέρτης.

Η ντουλάπα εντωμεταξύ άρχισε να σείεται ανεξήγητα και ασταμάτητα. Δύο μέρες μετά, ταρακουνιότανε πλέον ολόκληρη προκαλώντας έναν καταραμένο, ανεπιθύμητο ήχο που έφτανε στα αφτιά του. Έναν ήχο, που ενδυνάμωνε τις τύψεις του, για τα όσα προκάλεσε στις δύο εκείνες κοπέλες. Άρχισε να σιχαίνεται τον εαυτό του, όχι για τα όσα έκανε, αλλά για αυτές ακριβώς τις τύψεις που άρχισαν να ξυπνάνε μέσα του παρείσακτα και που δεν είχαν καμία θέση ως τότε στη μαύρη του ψυχή. Ένιωθε να συνέρχεται μέσα στην ίδια του τη συνείδηση μετά από πολύ καιρό και να αντικρίζει μέσα της κάτι που δε του άρεσε καθόλου. Έφτασε στο σημείο να εύχεται να μην είχε μπει ποτέ στην καταπακτή, έφτασε στο σημείο να θελήσει να καταστρέψει τα φυτά στο γραφείο του και το καταραμένο υγρό αναπαραγωγής τους, χωρίς όμως τελικά να το τολμήσει. Γιατί το συμπέρασμα στο οποίο οδηγήθηκε, ήταν το ίδιο στο οποίο είχε καταλήξει και η Βούλα: Από τότε που βγήκε από την καταπακτή με τα δύο φυτά στο χέρι, δεν ήτανε πια ο Μιχάλης.

Όσο τα συναισθήματα αυτά τον έζωναν, τόσο περισσότερο σείονταν η ντουλάπα. Τόσο ταράζονταν το Σράνκεν που κατοικούσε μέσα της. Και όσο περισσότερο σείονταν αυτή, τόσο περισσότερο τον έζωναν τα ξεχασμένα από καιρό συναισθήματα. Άρχισε να κοιμάται σε άλλο δωμάτιο, μακριά από τους φριχτούς εκείνους θορύβους. Δεν ένοιωθε όμως ούτε μια στιγμή ικανός να ανάψει τα φώτα. Δε μπορούσε με τίποτα να βλάψει τα φυτά. Και οι τύψεις γίνονταν ακόμη πιο φριχτές.

Ήρθε λοιπόν η στιγμή που οι τύψεις αντηχούσαν στους τοίχους όσο ποτέ άλλοτε. Το πάτωμα έτρεμε και ο σοβάς δεν έδειχνε να κρατιέται για πολύ. Τα αφτιά του δεν άντεχαν. Αυτό ήταν. Έτρεξε γεμάτος ταραχή στο δωμάτιό του και αντίκρισε τη σιδερένια ντουλάπα που πλέον άρχισε να χοροπηδάει μανιασμένη. «Τι είναι αυτό που θες επιτέλους;», φώναξε, «Τα πήρες όλα πια από μένα. Μήπως πεινάς; Ε, λοιπόν έχω κάτι να φας». Στάθηκε ακίνητος, κοιτάζοντας την αποφασιστικά, χωρίς να νοιάζεται πια για τη μανία που αυτή εξέπεμπε στον χώρο. «Ορίστε, φάε με. Φάε εμένα. Εδώ την ψυχή μου πήρες, στο σώμα μου θα κωλώσεις; Φάε με τώρα και λύτρωσέ με από το μαρτύριο».

Απότομα η πόρτα άνοιξε και τα τεράστια πλοκάμια ξεχύθηκαν γύρω του. Ήταν η στιγμή που μια σπίθα φώτισε την ψυχή του, γιατί πίστεψε ότι η ευχή του εισακούστηκε. Την αμέσως επόμενη στιγμή, το Σράνκεν εκτόξευσε (έφτυσε;) στην αγκαλιά του κάτι απρόσμενο και αναπάντεχο: Ένα έφηβο ξανθό κορίτσι που η μόνη του περιβολή ήταν κάτι σαν μπικίνι φτιαγμένο από πλαγκτόν. «Μιχάλη», του φώναξε, ενώ η πόρτα της ντουλάπας έκλεισε το ίδιο απότομα με το άνοιγμά της.

«Τι σκατόπραμα είσαι συ;», φώναξε ο Μιχάλης κυριευμένος από πανικό και την άφησε να πέσει στο πάτωμα. Μετά τινάχτηκε πίσω και κατέληξε καθισμένος στο πάτωμα και ο ίδιος. Το κορίτσι σηκώνονταν και αυτός παρέλυε από τρόμο και δέος που το αντίκριζε. «Μείνε μακριά μου!», της φώναξε, «Μπορεί να είσαι μολυσμένη».

«Μιχάλη», ξαναφώναξε εκείνη χαρούμενη και έτρεξε κατά πάνω του. Αυτός έκλεισε τα μάτια του, εφόσον δεν προλάβαινε να αντιδράσει αλλιώς. Μέχρι που την ένοιωσε να τον αγκαλιάζει και τα ξανάνοιξε. Αμέσως τραβήχτηκε πάλι από κοντά της και σηκώθηκε όρθιος. Το μυαλό του δεν έλεγε να συλλάβει αυτό που έβλεπε.

«Τι είσαι;», κατάφερε να ψελλίσει μέσα στο δέος που τον κυρίεψε.

Το κορίτσι σηκώθηκε και αυτό και άρχισε να περιεργάζεται τον χώρο γύρω της. Όταν το βλέμμα της αντάμωσε με τα τέσσερα φυτά στο γραφείο, του τα έδειξε. «Αυγά… Ακόλουθοι…», του είπε. Αυτός εξακολουθούσε να την κοιτάζει με απορία. Έπειτα του έδειξε την ντουλάπα. «Σράνκεν… Μπαμπάς… Ακόλουθος…» .

Ο Μιχάλης κόντευε να τρελαθεί με αυτά που άκουγε, οπότε αποφάσισε να το ρίξει στην πλάκα. Να διακωμωδήσει κάπως την κατάσταση. «Ακόλουθος και ο μπαμπάς ε; Δεν έχεις άδικο. Οι μπαμπάδες έχουν καταλήξει πλέον να είναι ακόλουθοι των παιδιών τους. Ομολογώ ότι χαίρομαι που δεν υπάρχει μαμά στην όλη ιστορία. Επιτέλους η γέννα εμφανίζεται ως προνόμιο του αρσενικού».

«Λούσι», είπε το κορίτσι σα να ήθελε να τον διορθώσει. «Λούσι… Μαμά… Ακόλουθη…»
«Ακόλουθη και η μαμά ε; Ό.τι θες τους κάνεις μου φαίνεται. Περίεργο το όνομά της οφείλω να ομολογήσω. Αμερικάνα είναι;»
Έπειτα, το κορίτσι του έδειξε τον εαυτό της. «Τία», είπε, «Βασίλισσα».

Ο Μιχάλης άρχισε να συνειδητοποιεί ότι αντίκριζε το μεγαλύτερο επιστημονικό θαύμα στον κόσμο. Για λίγες στιγμές οραματίστηκε το πόσα πολλά συμπεράσματα θα μπορούσαν να προκύψουν από τη μελέτη ενός τέτοιου πλάσματος. Θα μπορούσε να το ναρκώσει και να το ανοίξει κάνοντας μια πρόχειρη βιοψία ώστε να εξετάσει τα όργανά του. Βέβαια, δεν ήταν χειρούργος ώστε να γνωρίζει την ακριβή διαδικασία, ωστόσο άξιζε τον κόπο να την εφαρμόσει έστω και πρόχειρα. Έπρεπε επίσης να ερευνήσει τον εγκέφαλό του, ώστε να βρει τους μηχανισμούς με τους οποίους λειτουργούσε και που είχαν μεγάλη σημασία, καθώς αυτό μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί του και να γνωρίζει το όνομά του πριν καν γεννηθεί. Μέχρι τότε όμως, έπρεπε να εκμαιεύσει όσα μπορούσε από αυτό, με τα λόγια.

«Τία», είπε τελικά. «Ωραίο όνομα. Πόσο χρονών είσαι Τία; 13; 14;»
«Αιώνια», απάντησε η Τία.
«Μεγάλη κουβέντα για κάποια που μόλις γεννήθηκε», παραδέχτηκε αυτός. «Τία, ξέρεις πώς με λένε, οπότε ίσως να καταλαβαίνεις και το πόσες απορίες έχω για σένα. Το μυαλό μου κατακλύζεται από δαύτες».
«Χάος», διαπίστωσε η Τία χαμογελώντας αθώα.
«Δε θα μπορούσα να το θέσω καλύτερα. Λοιπόν, πρώτα θα προσπαθήσω να διαπιστώσω αν το βασικό στοιχείο του κυκλοφοριακού σου συστήματος είναι αίμα ή χλωροφύλλη. Μετά θα το κάνω κάποια ανάλυση». Άνοιξε το συρτάρι του και άρχισε να ψάχνει. Τελικά βρήκε κάτι χοντρές σύριγγες που τις χρησιμοποιούσε για αναλύσεις γύρης. Η πρόθεσή του ήταν να καρφώσει μία από αυτές στο πλάσμα, έστω και με το ζόρι. Όταν γύρισε κρατώντας την, είδε την Τία να κοιτά έξω από τη μπαλκονόπορτα μαγεμένη από αυτό που αντίκριζε.

«Δέντρα», είπε.
«Ναι», είπε ο Μιχάλης. «Είναι λεύκες, αλλά όχι τα άγρια είδη. Στις δεντροστοιχίες χρησιμοποιούν τα ταχυαυξή υβρίδια. Εσύ όμως πώς γνωρίζεις τόσα πράγματα για τον κόσμο αυτό;»

Η Τία γύρισε και τον κοίταξε, χωρίς να δείχνει φοβισμένη για την σύριγγα που κρατούσε. Έδειξε το μέτωπό της. «Μαίρη… Βούλα…»

Ο Μιχάλης ένιωσε να ταράζεται από συγκίνηση και του ήρθε για πρώτη φορά μετά από χρόνια να δακρύσει. «Ώστε δεν χάθηκαν τελείως», ψέλλισε, «Έχεις τις αναμνήσεις τους. Αυτό είναι ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί τον τελευταίο καιρό». Αμέσως έβαλε τη σύριγγα πίσω στο συρτάρι και το έκλεισε αθόρυβα. Δεν είχε σκοπό να επαναλάβει τα ίδια λάθη για τρίτη φορά. Στάθηκε για λίγο και κοίταξε τη Τία σκεπτικός. Αυτή χαμογελούσε και έδειχνε να κρέμεται από τα χείλη του. «Εγώ ξέρεις Τία, δεν έχω γονείς», της είπε όσο μπορούσε πιο ψυχρά. «Πέθαναν όταν ήμουν μικρός σαν εσένα. Αυτοκινητιστικό ατύχημα. Καλά που ήταν και ο παππούς μου και με στήριξε πολύ. Μέχρι να τον χάσω κι αυτόν δηλαδή».

«Χάος», είπε η Τία χαμογελώντας.
«Και λίγα λες», παραδέχτηκε αυτός.
Η Τία άλλαξε θέμα απότομα. «Παγωτό».

Ακούγοντας αυτή τη λέξη, ο Μιχάλης μετάνιωσε για τη στιγμή αδυναμίας που της επέδειξε. Αναμφίβολα το πλάσμα αυτό ήταν ένα θαύμα της φύσης, ένα ον που γεννήθηκε από ένα Σράνκεν και που γνώριζε πολλά για τον κόσμο που το υποδέχτηκε. Παρά το δέος όμως που του προκαλούσε το γεγονός ότι υπάρχει ένα τέτοιο όν, δεν είχε καμία διάθεση να γίνει η νταντά του. Ο Μιχάλης ποτέ δε τα πήγαινε καλά με αυτές τις καταστάσεις, πόσο μάλλον τις μέρες εκείνες, που η ψυχή του είχε σκοτεινιάσει όσο ποτέ άλλοτε. Από την άλλη όμως, η Τία δεν ήταν παρά ένα παιδί που μόλις κατέφτασε στον κόσμο μας. Επομένως δικαιούνταν ένα παγωτό.

«Θα πάω να σου πάρω», της είπε ενώ σηκώνονταν. «Μη κάνεις καμιά μαλακία όσο θα λείπω. Δε πρόκειται να αργήσω»

Αυτή όμως τον πλησίασε και τον τράβηξε από τη μπλούζα, κοιτάζοντάς τον στα μάτια. «Λούνα-Παρκ», είπε σα να τον πρόσταζε. «Όμορφο χάος».

Ο Μιχάλης εξοργίστηκε. «Δεν πας καλά», είπε αγανακτισμένος. «Τία, αν όντως με ξέρεις όσο δείχνεις, τότε θα ξέρεις ότι είμαι ο τελευταίος στον κόσμο που θα ήθελες να βγεις μαζί του. Επίσης δεν είμαι η μάνα σου να με κάνεις ότι θες. Όσο είσαι μαζί μου, θα με υπακούς και θα κάνεις ότι σου λέω εγώ. Δεν έχει Λούνα-παρκ λοιπόν με εμένα».

Τότε η Τία έκανε κάτι απρόσμενο. Όρμηξε με δύναμη πάνω του, καθίζοντάς τον στην περιστρεφόμενη καρέκλα και μετά τον καβάλησε βάζοντας τα λεπτά της πόδια γύρω του. Το βλέμμα που πήρε ήταν τόσο επιβλητικό, που αυτός θα έπαιρνε άνετα όρκο ότι κανένα ανθρώπινο πλάσμα δε θα μπορούσε να πάρει. Τα χέρια της, άρχισαν να κατευθύνονται στο κάτω μέρος του φυτικού μπικίνι της. «Τότε…», δήλωσε αποφασισμένη, «Σε θέλω». Τα χέρια της έπιασαν το μπικίνι και έκαναν να το βγάλουν, αλλά ο Μιχάλης τα άρπαξε αμέσως και την έσπρωξε μακριά του.

«Μη!», φώναξε ταραγμένος. «Πώς σου πέρασε αυτό από το μυαλό; Μπορεί να είμαι πολλά, αλλά τέτοιος δεν είμαι. Είσαι ακόμη μωρό».
«Αιώνια», τον διόρθωσε αυτή.
«Μωρέ εσύ λέγε ότι θες. Εγώ κρίνω από αυτό που βλέπω και από αυτό που ακούω. Εντάξει λοιπόν, με έπεισες. Λούνα πάρκ θες; Λούνα παρκ θα έχεις. Αλλά σε παρακαλώ, μη το ξανακάνεις αυτό». Σηκώθηκε όρθιος και πιάνοντας ένα πρόχειρο τζιν και ένα T-shirt που είχε εκεί κοντά, άρχισε να αλλάζει.
Η Τία χαμογέλασε και πάλι. «Ευχαριστώ… θνητέ…», είπε.
«Παρακαλώ, αιώνια», απάντησε αυτός σκωπτικά. Αφού ντύθηκε, άρχισε να ψάχνει μέσα στο μπαούλο του δωματίου του. «Θα χρειαστείς και συ κανονικά ρούχα», της είπε. «Αν σε δούνε έτσι έξω, θα γίνουμε θέαμα».

Αυτή δεν είπε τίποτα. Απλώς τον παρακολουθούσε καθώς έψαχνε, αραδιάζοντας μπλούζες και παντελόνια δεξιά και αριστερά και μουρμούραγε συνέχεια «Αν είναι δυνατόν… Εγώ σε Λούνα-παρκ. Τι άλλο θα ακούσουμε».

Τελικά φάνηκε να βρίσκει αυτό που έψαχνε. Μέσα στο ημίφως των κεριών, η Τία δε μπορούσε να διακρίνει τι ακριβώς ήταν αυτό. Μόνο όταν την πλησίασε, κατάλαβε ότι ήταν ένα κόκκινο φόρεμα.

«Αυτό έχω μόνο», της είπε. «Τυχεροί είμαστε που είναι στο μέγεθός σου».

Τα μάτια της Τίας έλαμψαν όταν το κράτησε στα χέρια της. «Μαίρη!», φώναξε ενθουσιασμένη. Ο Μιχάλης, ποτέ δεν είχε νιώσει πιο άσχημα.






2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

dld i tia exei tis anamniseis tis mairis kai boulas???

i tia einai i basilissa pou lete ??

kala to pate...

bil667 είπε...

Ευχαριστουμε για τα καλα σου λογια... Η απαντηση ειναι "Ναι" οπως θα δεις παρακατω... thank you!