? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

1. Ποιος φοβάται τον μεγάλο κακό λύκο;


Το διαμέρισμά του έμοιαζε βυθισμένο στο σκοτάδι. Η νύχτα είχε ρίξει το μαύρο άναστρο πέπλο της που απλώνονταν πίσω από τη Μαίρη, γινόμενο ένα με το νερό της θάλασσας που βρίσκονταν εκεί. Την κύκλωνε, αφήνοντας μόνο τα μουντά φώτα των οικοδομών μπροστά της να φέγγουν τα μαύρα της μαλλιά, κάνοντάς τα να γυαλίζουν. Όχι όμως και αυτά του διαμερίσματός του. Δεν ήταν δυνατόν να λείπει, καθώς μιλήσανε πριν μισή ώρα στο κινητό, όπου του προανήγγειλε τον ερχομό της στην πόλη. Είπε ότι την περίμενε. Η Μαίρη όμως ήξερε καλά, ότι μαζί του, την περίμενε το μυστικό.

Το μυστικό…το μυστικό…το μυστικό, της είχε γίνει πια έμμονη ιδέα από τότε που της έστειλε με mail εκείνη τη θολή φωτογραφία που τον απεικόνιζε ανάμεσα στα πουρνάρια φορώντας ένα τζιν, τζάκετ και τζόκεϊ καπέλο, να στέκεται κοιτώντας μια πέτρινη καταπακτή γεμάτη περίεργα, αλλόκοτα ιερογλυφικά στη περίμετρό της. Της είπε ότι είχε κάνει εδαφοτομή, έσκαψε δηλαδή στο σημείο εκείνο, στα πλαίσια της έρευνάς του για να μελετήσει το έδαφος. Με αυτό τον τρόπο, βρήκε την καταπακτή. «Το μυστικό του» όπως το αποκαλούσε, μη θέλοντας να φανερώσει τίποτα άλλο γι’ αυτό. Όσο κι αν τον πίεσε. Όσο κι αν τον παρακάλεσε.

Πολλές φορές αναρωτήθηκε τι ήταν αυτό που της είχε γίνει έμμονη ιδέα, η φωτογραφία, ή αυτός; Αμέσως φρόντιζε να ξεθολώνει τη σκέψη της. Η φωτογραφία ήταν βέβαια. Την είχε δείξει σε μια φίλη της αρχαιολόγο και της απάντησε. «Ψεύτικη είναι. Αυτά τα πράματα δεν υπάρχουν». Από το ίντερνετ πληροφορήθηκε ότι σε εκείνο το βουνό –το Παγγαίο- φημολογούνταν πάντα ότι υπήρχαν λίρες κρυμμένες σε μυστικές καταπακτές από τον καιρό της κατοχής. Όμως εκείνη η καταπακτή ήταν αρχαία. Και υπήρχε. Δεν ήταν δυνατόν ο Μιχάλης να της στείλει μια ψεύτικη φωτογραφία. Όχι αυτός που του έλεγε τα προβλήματά που είχε με τον Κώστα στο τηλέφωνο και που της στάθηκε στα δύσκολα. Έστω με το να την ακούει, χωρίς να λέει πολλά, χωρίς να μιλάει πολύ για το άτομό του –μετά βίας εξέφρασε μια φευγαλέα πικρία για την τελευταία του σχέση- όντας κάπως απόμακρος, αλλά πάνω απ’ όλα καλός ακροατής. Μόνο αυτός την καταλάβαινε και αυτό φαινότανε από τα απρόσμενα λόγια με τα οποία της στέκονταν μερικές φορές. «Σκέψου και την κοκκινοσκουφίτσα», της είπε μια φορά. «Eκείνη επιβίωσε στο τέλος».

Ο Μιχάλης Λαδόπουλος, ήταν ερευνητής οικοσυστημάτων με εξειδίκευση στην χλωρίδα και έκανε το διδακτορικό του στο Πανεπιστήμιο. Ήταν παλιός φίλος του Κώστα και πήγανε να παρακολουθήσουν μια διάλεξή του στο Ινστιτούτο Περιβαλλοντικής έρευνας. Εκείνη ζήτησε να παραβρεθούν εκεί, καθώς όντας φοιτήτρια Φυτικής Παραγωγής, ενδιαφέρονταν και αυτή για τις έρευνές του πάνω στα φυτά. Εκεί ήταν που τον είδε για πρώτη φορά. Τους μίλησε για τον Ίταμο, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως δέντρο του θανάτου καθώς είναι σχεδόν ολόκληρος δηλητηριώδης. Τους μίλησε για επικίνδυνα σαρκοβόρα τροπικά είδη. Τους μίλησε για το Πυξάρι, τον θάμνο που συναντά κανείς σε πολλά νεκροταφεία στην Ευρώπη, λες και υπάρχει κάποιο σκοτεινό έθιμο που έχει διασωθεί στους αιώνες και το συσχετίζει με τους νεκρούς. Όλα αυτά της φάνηκαν πολύ περίεργα και ενδιαφέροντα τότε. Όταν πήγανε για καφέ οι τρεις τους μετά, ο Μιχάλης δεν έλεγε και πολλά. Έμοιαζε βυθισμένος σε έναν κόσμο σκοτεινό, γεμάτο χλωροφύλλη και θάνατο, όπως ήταν οι παρουσιάσεις του. Ο Κώστας, της είπε ότι δεν τον ήξερε έτσι. Σίγουρα κάτι του συνέβη, που τον άλλαξε ολοκληρωτικά. Το βράδυ εκείνο, καθώς χτυπούσε το θυροτηλέφωνό του, ήταν σίγουρη ότι αυτό το κάτι, ήταν το «μυστικό».

«Παρακαλώ»

«Έλα Μιχάλη, εγώ είμαι η Μαίρη, άνοιξε»

Ένας ξερός ήχος οδήγησε τη τζαμένια πόρτα να ανταποκριθεί στη πίεσή της. Κατευθύνθηκε στο ασανσέρ, με την περιέργειά της να φουντώνει όσο ποτέ στη ζωή της. Ή μήπως ήταν κάτι άλλο; Παρά τα προβλήματα και τους καυγάδες που είχε με τον Κώστα, τον αγαπούσε. Δε θα μπορούσε λοιπόν να είναι κάτι άλλο.

Ο δεύτερος όροφος είχε αρκετό φως. Το φως αυτό την έκανε να διστάσει κάπως όταν σκέφτηκε το τι θα αντίκριζε όταν αυτός άνοιγε την πόρτα. Η πόρτα όμως ήταν ήδη ανοιχτή και το σκοτάδι που ελευθέρωνε την καλούσε μέσα του.

Με το που μπήκε, είδε ότι τα πράματα δεν ήταν τόσο άσχημα όσο περίμενε. Υπήρχε ένας αμυδρός φωτισμός εκεί μέσα. Πήγαζε από τα κεριά. Από χοντρά, μισολιωμένα, μαύρα κεριά, διάσπαρτα στο σαλόνι που την υποδέχτηκε εντός του και που στηρίζονταν σε επάργυρα κηροπήγια με αλλόκοτους σχηματισμούς. Είδε και μια μαύρη φιγούρα να στέκεται και να την κοιτάει. Μια σκιά.

Ο κακός λύκος

H φιγούρα πλησίασε και βγήκε στο φως. Στάθηκε μπροστά της και χαμογέλασε πλατιά.

«Μιχάλη!»

«Καλωσήρθες μωρό μου».

Τη χάιδεψε το μάγουλο και εκείνη ύψωσε ενστικτωδώς το χέρι της να εμποδίσει το δικό του. Τελικά απλώς το έκλεισε μέσα στο δικό της.

«Συγνώμη για τα κεριά», της είπε. «Αυτό ζει στο σκοτάδι».

Αυτό;

Δε χρειαζότανε να τη ζητήσει να τον ακολουθήσει καθώς κατευθύνονταν στο υπνοδωμάτιό του. Ο Μιχάλης ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερος της και ήξερε πολλά περισσότερα από αυτή. Όπως κι ο Κώστας, μόνο που εκείνος ήταν απλώς ένα μεγάλο παιδί. Τα κεριά υπήρχαν παντού. Η ανεπαίσθητη λάμψη τους χάιδευε το βλέμμα της, στο διάδρομο που βάδιζε, στη κουζίνα που προσπέρασε και στο μπάνιο που διέκρινε στο βάθος.

Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε στο δωμάτιο του Μιχάλη, ήταν η τεράστια σιδερένια ντουλάπα, με μία υποψία σκουριάς να διακρίνεται στις γωνίες της και να στέκεται επιβλητική μπροστά της, τεράστια, υποβιβάζοντας ακόμη περισσότερο το δικό της μικρούτσικο ανάστημα.

«Κάπως άχαρη ε;», ρώτησε χαμογελώντας ο Μιχάλης. «Είναι οικογενειακό κειμήλιο όμως. Τι να κάνουμε;».

«Εντάξει είναι», του απάντησε ανταποδίδοντας το χαμόγελο, χωρίς όμως να το πιστεύει και πολύ.

Ο Μιχάλης κάθισε στη περιστρεφόμενη καρέκλα μπροστά στο γραφείο του, ενώ το βλέμμα της έπεσε στη σκονισμένη του βιβλιοθήκη, όπου οι Βοτανικές μελέτες του Θεόφραστου και του Λινναίου, εναλλάσσονταν με άγνωστα σε αυτή συγγράμματα, των οποίων οι τίτλοι και μόνο της προκαλούσανε δέος: «DE VERMIS MYSTERIIS», «GRIMORIUM D’ INFERNIS», «NOSTROMORTALA», «NECRONOMICON» και τόσα μα τόσα άλλα. Γύρισε και τον κοίταξε έκπληκτη.

«Για να περνάει η ώρα» της είπε αυτός.

Της ήρθε μια αστεία σκέψη.

Γιατί γιαγιά έχεις μεγάλα δόντια;

Αμέσως η φωνή του την επανέφερε. «Αυτό που θέλω να δεις, βρίσκεται εδώ μπροστά μου».

Πλησίασε σα μαγεμένη. Και το είδε. Ιγκουάνα ήταν; Κάποιο είδος ερπετού; Μετά όμως πρόσεξε τον υπερβολικά παχύ και σαρκώδη βλαστό του, τους στήμονες που εξείχαν σα χοντρά πλοκάμια, τα παχιά πράσινα τέπαλα, τα αλλόκοτα εκείνα γόνατα. Την έλλειψη φύλλων. Έμεινε άφωνη. Δεν υπήρχε τέτοιο φυτό πουθενά στο πλανήτη. Θα έπαιρνε άνετα όρκο για τη διαπίστωση αυτή.

«Angelina Sarpiala», φώναξε ενθουσιασμένος ο Μιχάλης, ο οποίος φάνηκε ότι του είχε δώσει ήδη και όνομα.

«Το βρήκες στη καταπακτή!», φώναξε η Μαίρη ενθουσιασμένη και έκανε να τον αγκαλιάσει. Τελικά τα χέρια της κατέληξαν στο γραφείο, μπροστά στο εκτρωματικό μεγαλείο της υπερτροφικής εκείνης πόας.

«Δε βρήκα μόνο αυτό», απάντησε ο Μιχάλης. «Υπήρχαν και άλλα πράγματα εκεί».

Δε τόλμησε να τον ρωτήσει τι ήταν τα πράγματα αυτά. Ήξερε ότι δε θα της έλεγε ούτε λέξη.

«Ζει στο σκοτάδι», της εξήγησε. «Δε μπορώ να το χαρακτηρίσω ως νυκτόβιο, δεδομένου ότι απαιτεί κλειστούς χώρους. Ο πολύς αέρας θα το βλάψει».

«Θα το δημοσιεύσεις;», ρώτησε η Μαίρη κοιτάζοντάς στον στα μάτια.

«Μια δημοσίευση, είναι απλώς μια δημοσίευση», της είπε. «Αυτό αξίζει μεγαλεία. Θα το κρατήσω για μένα προς το παρόν»

«Είσαι τρελός», διαπίστωσε η Μαίρη με χιούμορ.

«Για νέο μου το λες;». Της έδειξε ένα δοχείο με ένα ροδοκόκκινο υγρό, ένα άγνωστο σε αυτή χημικό που όλο της το είναι φώναζε ότι επρόκειτο για κάτι σαν λίπασμα. «Είδα και έπαθα να το συνθέσω. Καλά που είναι και ο Λάμπης ο φίλος μου που είναι χημικός. Γιατί αυτό το υγρό χρησιμεύει στην αναπαραγωγή του φυτού. Δε θα σου πω το πώς κατέληξα στη συνταγή, πάντως ο μηχανισμός της αναπαραγωγής του είναι δύσκολος και δεν ερμηνεύεται εύκολα. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε θυσίες».

Ασυναίσθητα και απότομα, τον φίλησε στο μάγουλο. Το ίδιο απότομα τραβήχτηκε και αφέθηκε να κοκκινίζει σκυφτή. Ο Μιχάλης άρχισε να μιλάει αδιάκοπα για τα χαρακτηριστικά της Angelina Sarpiala. Όλη την ώρα είχε τα μάτια της καρφωμένα στο άγνωστο φυτό. Δεν έλεγε να χωνέψει αυτό που αντίκριζε. Ήταν κάτι που έμοιαζε έξω από τον κόσμο αυτό. Έξω από κάθε κόσμο.

Η εικόνα αυτή ήταν άραγε που στοίχειωνε τις στιγμές της πάνω στο υπέρδιπλο κρεβάτι που την φιλοξενούσε εκείνο το βράδυ; Στριφογυρνούσε συνέχεια παρόλο που δεν είχε λόγο να το κάνει, καθώς ο Μιχάλης της παραχώρησε το πιο άνετο κρεβάτι του σπιτιού του. Εκείνος ήταν στο δωμάτιό του παρέα με το φυτό. Ξάπλωνε και την περίμενε. Αυτή, το ήξερε ότι την περίμενε.

Όταν τα πόδια της πήραν τη πρωτοβουλία να την οδηγήσουν στο δωμάτιό του, η Μαίρη ήξερε καλά ότι είχε πέσει στη παγίδα του. Γιατί σίγουρα ήταν ξύπνιος. Καραδοκούσε. Και αυτή πήγαινε.

«Ποιος φοβάται το μεγάλο κακό λύκο;», μουρμούρισε στον εαυτό της έτσι ώστε να το ακούσουν τα αφτιά της και να πάρει κουράγιο. Ήξερε πια το μυστικό και δε χρειαζότανε κάτι τέτοιο, διάολε, τι πήγαινε να κάνει;

Εκείνη τη νύχτα, ο κακός λύκος κατασπάραξε τη κοκκινοσκουφίτσα.

Λίγες ώρες αργότερα, βρίσκονταν ξαπλωμένη, δίπλα του, γυμνή, σχεδόν να τρέμει και να προσπαθεί να προσδιορίσει τι ήταν αυτό που αισθανότανε. Αηδία; Αποστροφή; Ενθουσιασμός; Μίσος; Περίμενε να τον πάρει ο ύπνος, για να το σκάσει από το λημέρι του. Ιδέα της ήταν, ή μήπως το φυτό στο γραφείο του την περιγελούσε;

«Γιατί το είπες αυτό;», την ρώτησε με κλειστά τα μάτια του χωρίς να γυρίσει προς το μέρος της.

Θα ήταν ιδιαίτερα σπλαχνικό το να θεωρήσει ότι της έκανε πλάκα ρωτώντας την κάτι τέτοιο. Μπήκε λοιπόν στη δυσάρεστη διαδικασία να το επαναφέρει στη μνήμη της. Τι να πρωτοθυμηθεί όμως; Που μπήκε βίαια μέσα της χωρίς πρώτα να τη γλύψει; Που ενώ την πήδαγε την χάιδεψε απειλητικά σε σημείο που δεν έπρεπε; Ή μήπως τις δαγκωνιές του που την άφησαν σημάδια και πόνο; Σίγουρα υπήρχε και κάτι άλλο. Και το θυμήθηκε. Θυμήθηκε τον εαυτό της να κάθεται στο πάτωμα όπου ολοκλήρωσε πάνω της. Ήταν όρθιος μπροστά της και τότε του είπε: «Σ’ αγαπώ. Θέλεις να με πάρεις κι άλλο;». Θυμήθηκε να τη κοιτάζει με απορία και σκοτεινιά στο βλέμμα του όταν το άκουσε. Θυμήθηκε και ανατρίχιασε.

«Ήταν λάθος», ψέλλισε. «Ήταν πάνω στην ένταση της στιγμής».

Γύρισε και την κοίταξε οργισμένος. «Πώς τολμάς να επικαλείσαι την αγάπη; Τι γνωρίζεις εσύ από αυτή τη τόσο μεγαλειώδη και φριχτή αρρώστια;»

Πετάχτηκε πάνω πανικόβλητη. Αυτός βρίσκονταν προς την έξω μεριά του κρεβατιού και αυτή προς τον τοίχο. Έπρεπε να του ξεφύγει πάση θυσία.

Αυτός άρχισε να φωνάζει. «Δεν έχεις προλάβει να νιώσεις κάτι τέτοιο και ούτε θα προλάβεις να το νιώσεις ποτέ».

Της ήρθε να βάλει τα κλάματα. «Δεν αγαπώ εσένα», φώναξε, «Αγαπώ τον Κώστα».

Και τότε εκείνος έβαλε τα γέλια. Γελούσε παρανοϊκά, κάνοντάς την να τρέμει περισσότερο. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι σιγά-σιγά απομακρυνότανε από κοντά του. Του ξέφευγε. Σκόπευε να βγει γυμνή και να τρέξει στον δρόμο. Όσο μπορούσε πιο μακριά του. Εκείνος γελούσε.

Όταν στάθηκε όρθια μπροστά στη ντουλάπα, σηκώθηκε κι αυτός. Προς μεγάλη της έκπληξη όμως, αυτός κατευθύνθηκε προς το γραφείο. Προς το φυτό του. Τον είδε να βάζει το χέρι του μέσα στο περίεργο υγρό και να πιτσιλάει με αυτό το φυτό.

Και τότε ένιωσε κάτι να την τραβάει βίαια προς τα πίσω. Η ντουλάπα είχε ανοίξει και αυτό που ήταν μέσα της την τραβούσε με τις κληματσίδες του, που όμως ήταν πράσινα πλοκάμια. Πάσχιζε να ξεφύγει, αλλά μάταια. Πλησίασε αρκετά ώστε να νιώσει καταραμένη που το αντίκρισε πριν την κατασπαράξει.

Μάτι… Ζωντανό… Δόντια μέσα σε δόντια… Θάνατος… στήμονες που μοιάζουν με κεραίες… παλλόμενα τέπαλα… Θάνατος… Και είναι τεράστιο… Είναι ο θάνατος, θάνατος, θανατος…

«Μου είπες ότι νοιάζεσαι για μένα», ήταν η τελευταία της κραυγή, πριν η ντουλάπα κλείσει απότομα και οι σχισμές της να αρχίσουν να εκτοξεύουν αίματα στο πάτωμα.

«Πράγματι νοιάστηκα», είπε απαθής ό Μιχάλης σηκώνοντας τους ώμους του. Γύρισε και αντίκρισε την Angelina Sarpiala, η οποία άρχισε ήδη να διαιρείται. Να διπλασιάζεται. Να γίνεται δύο πανομοιότυπα φυτά.

«Γιατί τώρα έχω δύο», πρόσθεσε.

2 σχόλια:

Diletta Shakespeare είπε...

Τι ομορφο..Μου αρεσει τοσο η δοση αρρωστιας και παραφροσυνης που του εδωσες.
Δεν μπορεσα να σταματησω να το διαβαζω μεχρι να τελειωσει,με ρουφηξε,οπως και τα πρασινα πλοκαμια την Μαιρη..
Υπεροχο!

Maria είπε...

pragmatika anatrixiastiko... alla kai yperoxo epishs.. me afhse me mia aisthisi tromou prwtognwri..