? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τετάρτη 15 Ιουλίου 2009

8. Άγγελος Κυρίου

Σιδέρωνε το αγαπημένο της τζην υπό τους ήχους των Sisters of Mercy όταν άκουσε το χτύπημα στην πόρτα της. Κοίταξε το ρολόι. Ποιος μπορεί να ήταν στις έντεκα το βράδυ; Σηκώθηκε, μ’έναν αόριστο φόβο να συστρέφεται στα σωθικά της, σαν να προσπαθούσε για κάτι να την προειδοποιήσει. Κοίταξε από το ματάκι της πόρτας. Το πλάσμα που περίμενε υπομονετικά στην είσοδο του σπιτιού της δεν έμοιαζε με τίποτα απ’όσα είχε δει η Μαρίνα ως τότε. Άνοιξε την πόρτα σχεδόν μηχανικά, περισσότερο επειδή δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο.
Τα φωτεινά, καταπράσινα μάτια που την κοίταζαν κάτω από μια κουρτίνα κυματιστών, χαλκόξανθων μαλλιών ήταν ο,τι ομορφότερο είχε αντικρίσει.
- Καλησπέρα.
Η φωνή ήταν ρευστή σαν αμαρτία. Ήταν πολύ παράξενο, αλλά έπιασε τον εαυτό της να ερεθίζεται και μόνο στο άκουσμά της. Ποτέ δεν είχε σκεφτεί ότι μια τόσο απλή και καθημερινή λέξη θα μπορούσε να της προκαλέσει τέτοιες αντιδράσεις. Πήγε να πει κάτι, αλλά συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να αρθρώσει το παραμικρό. Κατακόκκινη από ντροπή, καθάρισε το λαιμό της.
- Καλησπέρα. Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;
Το πλάσμα – γιατί δεν ήταν σίγουρη ακόμη αν ήταν άντρας ή γυναίκα – της χαμογέλασε φιλικά.
- Εξαρτάται...Είσαι η Μαρίνα Αποστόλου;
Η Μαρίνα έπιασε τον εαυτό της να συνοφρυώνεται. Πώς ήξερε το όνομά της;
- Ναι, εγώ είμαι. Ποιος ρωτάει;
Το πλάσμα την παραμέρισε ανάλαφρα και με μια κίνηση σχεδόν χορευτική, μπήκε μέσα. Πριν προλάβει να πει το οτιδήποτε, είχε στρογγυλοκαθίσει στον καναπέ της. Αμήχανα, έκλεισε την πόρτα και τον ακολούθησε στο σαλόνι. Τράβηξε νευρικά τα μανίκια της μπλούζας της για να κρύψει τις χαρακιές στο δέρμα της.
- Ποιος είσαι; επανέλαβε, αν και με λιγότερη σιγουριά αυτή τη φορά.
Το φιλικό χαμόγελο επανήλθε στο πρόσωπο του πλάσματος.
- Είμαι η Σαμ.
Ώστε ήταν κοπέλα. Η Μαρίνα κοκκίνισε ακόμη περισσότερο με την αδυναμία της να το καταλάβει εξαρχής.
- Χάρηκα για τη γνωριμία, Σαμ. Λοιπόν; Πώς μπορώ να σε βοηθήσω;
Η κοπέλα γέλασε ευχάριστα και το γέλιο της έμοιαζε με δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια. Ουάου.
- Για αρχή ας απαντήσω στο ερώτημα που ξέρω ότι σε τρώει. «Πώς ξέρει το όνομά μου;» Δίκιο δεν έχω;
Έκπληκτη και ελαφρώς άλαλη, η Μαρίνα ένευσε καταφατικά.
- Είναι απλό. Είσαι ασθενής του Σεθ Άμπα.
Τινάχτηκε από την καρέκλα της εξοργισμένη και ντροπιασμένη πέρα από κάθε όριο.
- Σου μίλησε...ο Άμπα σου μίλησε για μένα; Πώς...πώς μπόρεσε να μου το κάνει αυτό; Γιατί;
Ξέσπασε σε λυγμούς και κατέρρευσε στην καρέκλα καθώς ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν. Αισθάνθηκε ένα χέρι να της χαϊδεύει καθησυχαστικά τα μαλλιά.
- Έλα...έλα, μην κάνεις έτσι. Αν ήξερα πως θα το έπαιρνες τόσο άσχημα δεν θα ερχόμουν ποτέ...απλά...ο Άμπα μου είπε πως αν συναντούσα κάποια άλλη ασθενή με το πρόβλημά μου ίσως βοηθιόμασταν κι οι δύο...
Ανασήκωσε το πρόσωπό της και την κοίταξε μέσα από τα δάκρυα. Ήταν απίστευτα όμορφη κι έδειχνε τόσο, μα τόσο αθώα.
- Είσαι κι εσύ...;
- Ναι...
Αυτό σίγουρα άλλαζε τα πράγματα. Η Μαρίνα δεν είχε συναντήσει ποτέ στο παρελθόν κάποιον όπως αυτή.
- Χαρακώνεσαι;
- Ναι. Επίσης πάσχω από περιστασιακή βουλιμία και έχω προσπαθήσει πολλές φορές να αφαιρέσω τη ζωή μου...και καμιά φορά νομίζω πως οι σκιές μου μιλάνε...η επίσημη διάγνωση είναι βαριά οριακή διαταραχή προσωπικότητας με...
- ...με ψυχωσικά στοιχεία, συμπήρωσε η Μαρίνα σχεδόν εκστασιασμένη. Αυτό είναι υπέροχο!
Η κοπέλα έκλινε το κεφάλι της στο πλάι και την κοίταξε απορημένη.
- Δεν εννοώ υπέροχο που είσαι άρρωστη...εννοώ πως είναι υπέροχο που επιτέλους συναντάω κάποιον που είναι όπως εγώ...
- Ναι...καταλαβαίνω. Μερικές φορές είναι τρομερά δύσκολο να συνηθίσεις το γεγονός ότι δεν υπάρχει κανείς εκεί έξω που να μπορεί να σε καταλάβει. Πού και πού νομίζω πως ούτε καν ο Άμπα δεν καταλαβαίνει...όμως εσύ μπορείς...εσύ ξέρεις πώς είναι...
Η Μαρίνα δεν ήξερε τι να πει. Για πρώτη φορά στη ζωή της, κάποιος εξέφραζε με λόγια όλα όσα είχε μέσα στο κεφάλι της. Ήταν σχεδόν σαν να διάβαζε τις σκέψεις της. Φυσικά, αυτό ήταν αδύνατο. Έπρεπε να ευχαριστήσει τον Άμπα που είχε μιλήσει στη Σαμ γι’αυτήν.
- Είσαι φοιτήτρια, έτσι δεν είναι; Κι εγώ. Σπουδάζω Νοσηλευτική στα Τ.Ε.Ι.
Οι συμπτώσεις άρχιζαν να γίνονται τρομαχτικά πολλές.
- Μιλάς σοβαρά; Κι εγώ το ίδιο! Πώς και δεν σ’έχω δει ποτέ;
Η Σαμ χαμογέλασε απόμακρα, ξαφνικά, και λίγο θλιμμένα.
- Δεν πάω συχνά. Μόνο τις μέρες που είμαι καλά...δηλαδή όλο και πιο σπάνια τώρα τελευταία.
Εντελώς αυθόρμητα, η Μαρίνα την αγκάλιασε. Ναι. Ήξερε πώς ήταν.
- Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι, Μαρίνα;
- Φυσικά, ό,τι θέλεις.
- Όχι...όχι, άσ’το καλύτερα, είπε διστακτικά η Σαμ. Δεν θέλω να σε ταράξω...
Η Μαρίνα έπιασε το κεφάλι της και το ανασήκωσε απαλά. Το φως από τα μάτια της την έκανε να ζαλιστεί για λίγο. Ήταν τόσο...τόσο όμορφη και αγνή...
- Μπορείς να μου πεις. Σου υπόσχομαι πως δεν θα ταραχτώ.
- Έχεις ποτέ την αίσθηση ότι κάτι παράξενο τρέχει με τον Άμπα; Είναι χαζό, το ξέρω...όμως τον είδα σε ένα όνειρο τις προάλλες και ξύπνησα τρομοκρατημένη...είχε δερμάτινα φτερά και καθόταν σ’ ένα θρόνο από ανθρώπινα κόκκαλα στη μέση μιας ερήμου από οστά...
- Τι πράγμα;
Ο τόνος της τρόμαξε και την ίδια. Η Σαμ την κοίταξε φοβισμένα, σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Θυμήθηκε τη συνομιλία της με τον Άμπα εκείνο το βράδυ...όταν του είχε περιγράψει το όνειρο. Το επόμενο πρωί είχε ξυπνήσει από έναν βαθύ λήθαργο κι αν δεν ακουγόταν τόσο ηλίθιο, θα έλεγε πως ο Άμπα την είχε υπνωτίσει ή κάτι παρόμοιο.
- Με συγχωρείς, είπε τελικά στη Σαμ. Δεν ήθελα να σε τρομάξω...απλά...είναι που κι εγώ είδα ακριβώς το ίδιο όνειρο. Κι όταν πήρα τηλέφωνο τον Άμπα, τρομοκρατημένη...
- ...σου είπε να σταματήσεις να χαρακώνεσαι και να πέσεις για ύπνο; Κι ότι δεν θα είχες άλλα άσχημα όνειρα;
Η έκφραση στο πρόσωπο της Μαρίνας μάλλον τα έλεγε όλα, γιατί η Σαμ δεν έμοιαζε να περιμένει απάντηση. Απλώς την κοίταζε λες και οι δυο τους είχαν ανακαλύψει κάποιο συναρπαστικό μυστικό το οποίο όλος ο υπόλοιπος κόσμος αγνοούσε. Ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή που η Μαρίνα συνειδητοποίησε πως ήταν οριστικά και αμετάκλητα ερωτευμένη. Χωρίς να έχει πλήρη επίγνωση του τι έκανε ή για ποιο λόγο το έκανε, άρπαξε τη Σαμ απ’ τα μαλλιά και την τράβηξε κοντά της.
- Σε θέλω..., ψιθύρισε κι ήταν αλήθεια.
Την ήθελε όπως δεν είχε θελήσει τίποτα, ποτέ ξανά. Ήταν λες κι όλο το σύμπαν περιστρεφόταν ξαφνικά γύρω από το χρυσό δέρμα και τα φωτεινά μάτια αυτού του υπέροχου πλάσματος που έμοιαζε να έχει πέσει από τον ουρανό μόνο και μόνο για χάρη της. Είδε το βλέμμα της Σαμ να αλλάζει, να γίνεται πιο σκοτεινό, καθώς η ανάσα της βάραινε από πόθο. Απομάκρυνε απαλά τα χέρια της Μαρίνας από πάνω της και σηκώθηκε όρθια. Έμοιαζε με κάποια σκοτεινή, αρχαία θεά, έτοιμη να δεχτεί τη θυσία αίματος που θα της επέτρεπε να κατέβει στη γη.
Με αργές κινήσεις, έβγαλε το μαύρο μακό που φορούσε. Μόλις τότε πρόσεξε η Μαρίνα το σήμα των Sisters of Mercy που ήταν αποτυπωμένο πάνω του. Σύντομα όμως το ξέχασε, καθώς συνειδητοποίησε αυτό που έβλεπε μπροστά της. Η Σαμ κατέβασε το τζην της και στάθηκε δίπλα στον καναπέ εντελώς γυμνή.
Από καθαρά επιστημονική άποψη, δεν ήταν σίγουρη αν αυτό μπορούσε να συμβαίνει. Το σώμα της Σαμ ήταν ολότελα λείο και το δέρμα της είχε αυτόν τον χρυσό τόνο. Όμως το στέρνο της ήταν αντρικό, ενώ τα γεννητικά της όργανα ήταν καταφανώς γυναικεία.
«Γιατί δεν με αηδιάζει αυτό το θέαμα;» αναρωτήθηκε η Μαρίνα. « Είμαι τόσο άρρωστη πια;» Όμως, βαθιά μέσα της, ήξερε πως δεν ήταν αυτός ο λόγος. Η αρρώστια της δεν έφταιγε σε τίποτα. Η απόλυτη τελειότητα της ομορφιάς της Σαμ όμως...αυτή έφταιγε για όλα. Αυτή την έκανε να νιώθει έτσι, παρόλο που όλο της το είναι της φώναζε ότι το πλάσμα που είχε μπροστά της δεν ήταν φυσιολογικό. Για μια στιγμή, η Μαρίνα σκέφτηκε να πει όχι...να κάνει πίσω. Όμως μετά είδε τη Σαμ να ρίχνει μια ντροπαλή ματιά στους καρπούς της και πρόσεξε τα σημάδια. Ήταν ίδια με τα δικά της. Κι ήταν το πιο όμορφο πράγμα πάνω της.
Όταν τελικά κατάφερε να σταθεί στα πόδια της και να την πλησιάσει, μύρισε για πρώτη φορά την μεθυστική οσμή που ανέδυε από το γυμνό της δέρμα. Κατά κάποιον τρόπο ταίριαζε με τη φωνή της...ήταν σαν λιωμένη καραμέλα. Σχεδόν ανυπόφορα αμαρτωλή. Τη φίλησε, βαθιά και παράφορα, και την τράβηξε μαζί της στον καναπέ. Και κάπου εκεί κάθε λογική υποχώρησε καθώς έκανε έρωτα σ’αυτόν τον άγγελο που κάποια θεία δύναμη είχε στείλει στην πόρτα της.


Η Λούσι ένοιωσε το κάλεσμα του Λαέρτη μέσα στο μυαλό της. Πήγαιναν προς το Παγγαίο. Το αυγό είχε εκκολαφθεί και η κόρη της ανυπομονούσε να τη συναντήσει. Κάτι σκίρτησε μέσα της. Η δική της ανυπομονησία δεν ήταν μικρότερη. Η βασίλισσα σύντομα θα ήταν κοντά τους και τότε κανείς δεν θα μπορούσε να τους σταματήσει. Ούτε καν ο Λούσιφερ και οι στρατιές έκπτωτων αγγέλων που τον ακολουθούσαν. Απέναντι σε κάθε έκπτωτο θα στεκόταν ένας δαίμονας. Απέναντι σε κάθε πιστό του Λούσιφερ θα στεκόταν ένας πιστός της Τιαμάτ. Κι απέναντι σε κάθε πύρινη ρομφαία θα υψώνονταν νύχια και δόντια και θα νικούσαν. Γιατί αυτή τη φορά δεν θα ήταν μόνοι. Έπρεπε να φύγει...έπρεπε να συναντήσει την κόρη της. Τη βασίλισσά της...την Τιαμ...
Οι σκέψεις της διακόπηκαν όταν ένιωσε κάτι καυτό να μπαίνει στα πλευρά της. Ούρλιαξε από πόνο κι ένιωσε να χάνει τον κόσμο. Όλα σκοτείνιασαν. Το τελευταίο πράγμα που άκουσε ήταν μια γυναικεία φωνή, αμυδρά γνώριμη:
- Όχι απόψε, καλή μου. Όχι απόψε.