? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2009

9. Εν μέσω μιας αναποδιάς

Ενώ το πρώτο φως της ημέρας πρόβαλλε δειλά από τη θαλάσσια κρυψώνα του χαϊδεύοντας τις πολεμίστρες του κάστρου του Πλαταμώνα, ο Μιχάλης και ο Λαέρτης προσπαθούσαν να αποδεχτούν την απρόσμενη αναποδιά που βρήκε το αυτοκίνητο τους. Το ευτύχημα ήταν ότι το λάστιχο είχε κλατάρει σε σημείο που τους επέτρεψε να βγουν και να ωθήσουν το όχημα σε μια πιο ασφαλή θέση, χωρίς να κινδυνεύει να προκαλέσει μεγαλύτερη καταστροφή από αυτή που ήδη τους είχε συμβεί. Η Τία τους κοίταζε θλιμμένη μέσα στο κόκκινο φόρεμά της, ανήμπορη να κάνει κάτι για να βοηθήσει.

«Είναι ανόητο εκ μέρους μου να μην έχω κάποια ρεζέρβα», δήλωσε ο Λαέρτης ως ένδειξη αυτοκριτικής.

«Δε πειράζει», τον καθησύχασε ο Μιχάλης, «ολόκληρη θεά του χάους έχουμε εδώ». Γύρισε και κοίταξε τη Τία παίρνοντας το πιο ειρωνικό ύφος που διέθετε. «Ορίστε λοιπόν, θεά του χάους. Φτιάξε μας το λάστιχο. Μόνο να καταστρέφεις ξέρεις;»

Η Τία του έριξε μια ματιά σα να απολογείται. Έμοιαζε με κοριτσάκι που έκανε κάποια ζημιά. Μόνο που στην πραγματικότητα, ήταν σα να παραδέχεται ότι μόνο ζημιές μπορούσε να κάνει.

Εντελώς απρόσμενα, ο Λαέρτης άρχισε να σπρώχνει το αυτοκίνητο προς τον απόκρημνο γκρεμό που έχασκε σαν πελώριο στόμα μπροστά τους.

«Τι κάνεις;», φώναξε εμβρόντητος ο Μιχάλης.

«Εξαφανίζω τα ίχνη μας. Δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα πια. Πρέπει να διανυκτερεύσουμε εδώ απόψε. Λοιπόν; Θα με βοηθήσεις;»

Ο Μιχάλης, συλλογίστηκε για λίγο την αστυνομία και το στρατό που τους κυνηγούσαν. Πράγματι, η καθυστέρηση τους αυτή, θα μπορούσε να αποβεί μοιραία. Βοήθησε λοιπόν τον Λαέρτη να προσφέρει στη πεινασμένη θάλασσα της οποίας τα κύματα έσκαγαν στους βράχους, τη προσφορά από μέταλλο και γυαλί που απαιτούσε προκειμένου να τους λύσει το πρόβλημα. Το όχημα γκρεμίστηκε μέσα της, εκτοξεύοντας απότομα τα νερά σε μεγάλη απόσταση και μετά αυτή επανήλθε στη λιγότερο θορυβώδη δραστηριότητά της, καθώς το είχε πλέον καταπιεί εντελώς.

Μετά από δύο ώρες, ο Μιχάλης ο Λαέρτης και η Τία, βρίσκονταν σε ένα από τα ξενοδοχεία του παρακείμενου χωριού που λέγονταν Νέος Παντελεήμονας. Ο Λαέρτης το είχε επισκεφτεί πριν δύο μήνες με την Αλίκη, κατά τη διάρκεια μιας εξόρμησης που κάνανε σε πολλές από τις ελληνικές παραλίες.

Αφού έκλεισαν δύο δίκλινα για τη νύχτα εκείνη, απόλαυσαν για λίγο από το μπαλκόνι ενός από αυτά, τη θέα της ηλιόλουστης παραλίας.

«Τότε είχε ρίξει πολύ βροχή», θυμήθηκε ο Λαέρτης. «Ήμασταν αγκαλιά, εδώ σε αυτό το μπαλκόνι και χαζεύαμε το καλύτερο ουράνιο τόξο που είχα δει ποτέ». Δε συνέχισε την αφήγηση του. Προσγειώθηκε στο γεγονός ότι είχε μαζί του κάποια άτομα που ακόμη δεν είχε γνωρίσει καλά και όσα ήξερε γι’ αυτούς δεν ήταν καθόλου αθώα. Σώπασε λοιπόν και ύψωσε το βλέμμα του στον ουρανό, προκειμένου να αναβιώσει κάτι από εκείνη τη γλυκιά ανάμνηση. Δε περίμενε όμως ότι πράγματι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Υπήρχε ένα πελώριο ουράνιο τόξο εκεί ψηλά, με τα χρώματά του να ζωγραφίζουν τον ουρανό επιβλητικά μέσα στη ζωηρότητά τους. Και μάλιστα χωρίς να έχει προηγηθεί βροχή. Γύρισε ανήσυχος και είδε τον Μιχάλη να το κοιτάζει και αυτός έκπληκτος, πράγμα που αποδείκνυε ότι δεν το έβλεπε σε κάποιο όραμα. Έπειτα, γύρισε προς την Τία και την είδε να χαμογελά.

«Τετράγωνο;», τον ρώτησε αυτή.

Στράφηκε ξανά προς το πολύχρωμο θέαμά τους και το αίμα πάγωσε στις φλέβες του, αντικρίζοντας τη παραδοξότητά του, καθώς εκείνο είχε πάρει πλέον τετράγωνο σχήμα, αντιβαίνοντας κάθε λογική.

«Σταμάτα το τώρα!», φώναξε στη Τία. «Θα μας κάνεις ζημιά αν το δούνε κι άλλοι».
«Καλά», απάντησε αυτή και το χαμόγελό σβήστηκε από το πρόσωπό της.

Το μεσημέρι, τους βρήκε σε ένα κοντινό εστιατόριο. Ο Λαέρτης διάβαζε την εφημερίδα της ημέρας καθισμένος σε ένα από τα τραπέζια, ενώ ο Μιχάλης δίπλα του περίμενε την Τία να γυρίσει από την τουαλέτα, ώστε να πάνε να σερβιριστούν, καθώς το εστιατόριο ήταν self-service. Τα νέα της εφημερίδας ήταν ιδιαίτερα στενάχωρα γι’ αυτούς. Σύμφωνα με το κεντρικό άρθρο, ο στρατός σε συνεργασία με τις αστυνομικές αρχές, βρίσκονταν ήδη σε άσκηση μεγάλης κλίμακας, σε όλα τα ύψη της εθνικής οδού.

«Μας έχουν στήσει μπλόκα», κατέληξε ο Λαέρτης. «Δε μπορούμε πλέον να χρησιμοποιήσουμε τους δρόμους. Πολύ φοβάμαι ότι πρέπει να συνεχίσουμε με τα πόδια».

Ο Μιχάλης δυσαρεστήθηκε. «Με τα πόδια; Μα θα μας πάρει πάνω από δύο μέρες να φτάσουμε στο Παγγαίο».

«Είναι η μόνη λύση που υπάρχει. Και εμένα με δυσαρεστεί, αλλά η παρουσία μας στο βουνό είναι αναγκαία. Για το καλό όλου του κόσμου».

«Θα χρειαστούμε εξοπλισμό», παρατήρησε ο Μιχάλης.

«Έχω αρκετά χρήματα μαζί μου. Μην ανησυχείς», τον καθησύχασε ο Λαέρτης. «Το απόγευμα κιόλας πρέπει να πάμε να προμηθευτούμε αντίσκηνα και τροφή για δύο μέρες». Δίστασε για λίγο να συνεχίσει, καθώς συνειδητοποίησε τι σημαίνει να βρίσκεται στο πλευρό του ο Μιχάλης Λαδόπουλος για δύο μέρες. Θέλησε λοιπόν να ξεκαθαρίσει τη θέση του. «Δε σου κρύβω ότι δε με ευχαριστεί καθόλου που ταξιδεύω μαζί σου. Ξέρω καλά τι είδους άνθρωπος είσαι. Το γεγονός και μόνο ότι διαίρεσες τα αυγά, μου λέει πολλά για σένα. Γιατί γνωρίζω το πώς το έκανες».

«Μεγάλες κουβέντες από κάποιον που κάνει παρέα με δαίμονες», παρατήρησε ο Μιχάλης. «Δεν είμαι τόσο χαζός ώστε να μη καταλάβω ότι με βάση όσα γνωρίζεις για αυτή την ιστορία και από το ραντεβού που κανόνισες με την Άσταροθ στο Παγγαίο, συνεπάγεται ότι έχεις επαφές μαζί της. Εμένα με κυρίευσαν όταν βρήκα τη καταπακτή. Δεν τους κάλεσα μπροστά μου όπως εσύ. Γιατί κάτι τέτοιο μου φαίνεται ότι έκανες».

«Κι όμως τους κάλεσες», αντέτεινε ο Λαέρτης. «Οι δαίμονες δεν έρχονται αν δεν τους καλέσεις. Το κακό… το μίσος, προϋπήρχε μέσα σου, πολύ πριν μπεις στη καταπακτή. Άσχετα αν τώρα δικαιολογείσαι στον εαυτό σου για να τιθασεύσεις τις τύψεις σου».

Ο Μιχάλης θίχτηκε από αυτές τις δηλώσεις. «Άσε τις μαλακίες Κομνηνέ. Εσύ είσαι μανούλα σε αυτά που με καταλογίζεις. Εμένα στόχος μου ήταν η αναγνώριση του έργου μου και η δόξα. Εσένα πάλι τι σου δώσανε; Λεφτά; Οικόπεδα; Πισίνες;»

«Τη γυναίκα μου», απάντησε ο Λαέρτης.

Ο Μιχάλης έβαλε τα γέλια. «Τη γυναίκα σου; Απ’ όλα τα αγαθά του κόσμου εσύ ζήτησες τη γυναίκα σου;»

Ο Λαέρτης εξακολουθούσε να είναι σοβαρός. «Δε καταλαβαίνω γιατί το βρίσκεις τόσο αστείο».

Την ώρα εκείνη, έφτασε η Τία και ο Μιχάλης σηκώθηκε από τη θέση του για να την πάει να σερβιριστούνε. Το γέλιο όμως, δεν έλεγε να τον εγκαταλείψει. «Να ‘σαι καλά βρε Λαέρτη. Με έκανες και γέλασα». Έπειτα, απομακρύνθηκε μαζί με τη Τία. «Άκου λέει τη γυναίκα του».

Ο Λαέρτης σήκωσε τους ώμους του και συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του αδιάφορα.

Λίγες στιγμές μετά, ο Μιχάλης είχε γεμίσει ήδη δυο δίσκους με γιουβέτσι και σαλάτες και περίμενε από την Τία να αποφασίσει τι θα πάρει. Το ίδιο ανυπόμονη ήταν και η σερβιτόρα, που την κοίταζε πίσω από τον πάγκο με μισό μάτι.

«Βύσσινο», κατέληξε η Τία.

«Το ξέρεις ότι τα πολλά παγωτά χαλάνε τα δόντια;», τη ρώτησε ο Μιχάλης θυμωμένος.

«Έχω… κι άλλα», απολογήθηκε η μικρή, χωρίς όμως αυτός να αντιλαμβάνεται το μακάβριο υπονοούμενο.

Η σερβιτόρα, αφού γέμισε ένα κουπάκι με παγωτό βύσσινο, το άφησε μπροστά της. «Να σας ρωτήσω κάτι κύριε;», είπε στο Μιχάλη. «Η αδελφούλα σας καθυστερημένη είναι;»

Η Τία της έριξε ένα βλέμμα τόσο αυστηρό, που την παρέλυσε με τη βλοσυρότητά του.

«Βλασφημείς», της επισήμανε.

Η σερβιτόρα ένιωσε ντροπιασμένη. «Συγνώμη πουλάκι μου. Καμιά φορά μου ξεφεύγουν χαζομάρες. Μη με παίρνεις σοβαρά»

Καθώς απομακρυνόντουσαν από τον πάγκο, ο Μιχάλης έβαλε και πάλι τα γέλια. «Άκου λέει “βλασφημείς”. Καλά της την είπες της κότας. Το άξιζε».

Η Τία όμως δεν ανταπέδωσε το γέλιο του. Σταμάτησε απότομα κι έγινε άσπρη σαν το πανί, κοιτάζοντας τον Λαέρτη στο τραπέζι τους να μιλάει στο κινητό του.

«Ναι αγάπη μου», έλεγε αυτός. «Θα χρειαστεί να καθυστερήσω για κάποιες μέρες ακόμα. Ναι μωρό μου. Κι εσύ θα μου λήψεις».

Ο Μιχάλης δε μπορούσε να κατανοήσει τη ξαφνική ανησυχία της Τίας. «Χαζό είσαι; Με τη γυναίκα του μιλάει ο άνθρωπος».

Μόνο όταν ο Λαέρτης έκλεισε το κινητό, το χρώμα της Τίας επανήλθε στα μάγουλά της και σα να μη συνέβη τίποτα, κάθισε μαζί τους για να απολαύσει το παγωτό της.

Το απόγευμα, οι τρεις φυγάδες επέστρεφαν στο ξενοδοχείο τους έχοντας προμηθευτεί από το χωριό αντίσκηνα, προμήθειες και εξοπλισμό για διαβίωση στο ύπαιθρο. Η επόμενη μέρα αναμένονταν ιδιαίτερα κουραστική τουλάχιστον για τους δύο από αυτούς. Ήταν όμως αποφασισμένοι να περπατήσουν ως το Παγγαίο, παρά τις αντιξοότητες.

Ο Μιχάλης ήταν προσηλωμένος στις προμήθειές του καθώς περπατούσε και δεν έδινε σημασία σε τίποτε άλλο. Αυτός ήταν ο λόγος που του ήρθε τόσο απότομο το ξαφνικό τράβηγμά του από τον Λαέρτη. Κοίταξε έκπληκτος το πανικόβλητο ύφος του και αφέθηκε στα χέρια του καθώς αυτός τον οδήγησε στον πρώτο κλειστό χώρο που βρήκαν εύκαιρο και ανοιχτό. Μέσα σε μια μεγάλη και ευρύχωρη ξύλινη αποθήκη. Έπειτα είδε τη Τία που τους ακολούθησε εκεί μέσα, δείχνοντας εξίσου ανήσυχη. «Τι έγινε;», απόρησε.

Ο Λαέρτης του έκανε νόημα να σωπάσει και έπειτα του έδειξε έξω, μέσα από μια μεγάλη χαραμάδα της ξύλινης πόρτας που ορθώνονταν μπροστά του. Ο Μιχάλης έβαλε το κεφάλι του σε αυτή και κατάλαβε αμέσως το νόημα της απρόσμενης αντίδρασης των συντρόφων του. Μπροστά τους απλώνονταν ένας μικρός ανοιχτός χώρος που περιλάμβανε την πόρτα μιας πολύ μικρότερης αποθήκης από αυτή που τους δέχτηκε. Δίπλα στην πόρτα αυτή και στο κέντρο του κυρίως δρόμου που μέχρι πριν λίγη ώρα διάβαιναν, στέκονταν ένας άνθρωπος που φορούσε παραλλαγή και κρατούσε έναν ασύρματο. Ήταν ένας σχετικά νέος Λοχίας του Ελληνικού Στρατού.

«Να περιμένουμε να φύγει», πρότεινε ο Μιχάλης.

«Μάλλον του δώσανε εντολή να ερευνήσει όλη τη περιοχή», είπε ο Λαέρτης. «Είναι θέμα χρόνου να ανοίξει τη πόρτα αυτή που μας κρύβει. Δυστυχώς ο μόνος τρόπος να του ξεφύγουμε, είναι να τον βγάλουμε από τη μέση».

Όταν είδαν τον άντρα εκείνον να κοιτάζει προς το μέρος τους, κατάλαβαν ότι πράγματι έπρεπε να δράσουν άμεσα. Τελικά πήρε την πρωτοβουλία η Τία και άνοιξε τη πόρτα. Ήταν η μόνη από τους τρεις που δεν έδειχνε να φοβάται. Βγήκε και άρχισε να πλησιάζει προς τον διώκτη τους χαμογελαστή.

«Να εικάσω ότι οι στιγμές του είναι πλέον μετρημένες;», ρώτησε ο Μιχάλης τον Λαέρτη.
«Φοβάμαι πως ναι», απάντησε εκείνος.

Ο Μιχάλης είδε την Τία να πλησιάζει τον Λοχία κοιτάζοντάς τον ζωηρά.

«Γεια σου κοριτσάκι», της είπε εκείνος. «Να σε ρωτήσω κάτι;»

Εκείνη όμως, δεν τον άφησε να ρωτήσει τίποτα. Έβαλε το χέρι της στο καβάλο του παντελονιού του και τον χάιδεψε απαλά. «Σε θέλω», του είπε χωρίς να την εγκαταλείψει το χαμόγελό της.

«Τώρα μάλιστα», είπε ο Μιχάλης στον Λαέρτη με απογοήτευση. «Από όλα όσα μπορεί να κάνει, επέλεξε να το παίξει Μόνικα Μπελούτσι, λες και θα πετύχει κάτι με αυτό».
«Σςςς», έκανε ο Λαέρτης και του ξαναέδειξε έξω.

Ο Μιχάλης είδε έκπληκτος τον Λοχία να κοιτάζει γύρω του διακριτικά και μετά από λίγο να ακολουθεί την Τία που τον οδηγούσε στην απέναντι μικρή αποθήκη κρατώντας τον από το χέρι.

«Α τον κερατά! Α, τον ανώμαλο!», αναφώνησε. Έκανε να ανοίξει τη πόρτα και να βγει, αλλά ο Λαέρτης τον συγκράτησε.

Η πόρτα της απέναντι αποθήκης υπέκυψε στο άγγιγμα της Τίας και άνοιξε, καλωσορίζοντας τους μέσα της, Ο Λοχίας, έριξε μια τελευταία, πεταχτή ματιά έξω, πριν την κλείσει πίσω τους.

Ο Μιχάλης είχε αφηνιάσει. Όρμαγε να βγει έξω ενώ ο Λαέρτης τον κρατούσε με δυσκολία. «Άσε με! Άσε με να του πω εγώ του καργιόλη. Δε μπορώ να το επιτρέψω αυτό!».

Μετά από λίγο όμως σταμάτησε, καθώς η επιβλητική σιωπή που έρχονταν από απέναντι, ξύπνησε μέσα του την ανησυχία. Κοίταξε πάλι έξω, περιμένοντας κάτι. Οποιαδήποτε εξέλιξη που θα επανέφερε την ηρεμία στη ψυχή του. Πράγματι, μετά από λίγο, κάτι υγρό, φάνηκε να κυλάει κάτω από τη σχισμή της απέναντι πόρτας, βάφοντας κόκκινο το πεζούλι που το υποδέχονταν.

«Αίμα!», φώναξε πανικόβλητος και άρχισε πάλι να σπαρταρά στα χέρια του Λαέρτη, πασχίζοντας να βγει και να τρέξει προς τα εκεί.

Το αίμα είχε κατακλίσει το πεζούλι κατά τις στιγμές που ακολούθησαν. Η θέα του και μόνο φώναζε ότι εκεί, στην απέναντι αποθήκη συντελούνταν σφαγή. Η χειρότερη ίσως σφαγή που θα μπορούσε να δει ανθρώπινο μάτι.

Τελικά ο Λαέρτης άφησε τον Μιχάλη να βγει έξω αλαφιασμένος και τον ακολούθησε. Καιρός ήταν να διαπιστώσουν από κοντά αυτό που συνέβαινε. Πριν όμως φτάσουν εκεί, η σιδερένια πόρτα άνοιξε και η Τία πρόβαλε μπροστά τους να επαναφέρει το λεκιασμένο φόρεμά της στη θέση του, το κόκκινο χρώμα του οποίου ευτυχώς δε πρόδιδε τη φύση των λεκέδων. Το δωματιάκι πίσω της, ήταν πλημμυρισμένο από αίματα. Υπήρχε μια καρέκλα πάνω στην οποία υπήρχαν υπολείμματα κρέατος και ακαθόριστων ζωτικών οργάνων. Τίποτε περισσότερο.

Ο Μιχάλης απομάκρυνε τη ματιά του απότομα, διπλώθηκε στα δυο και άδειασε τα περιεχόμενα του στομαχιού του στο έδαφος. Έπειτα, κοίταξε τον Λαέρτη που αρνούνταν κι αυτός να εξακολουθεί να κοιτάζει το αποτρόπαιο θέαμα. Ένιωσε ένα λεπτό χέρι να τον ακουμπά στη πλάτη και είδε το όμορφο πρόσωπο της Τίας να σκύβει για να συναντήσει το δικό του.

«Σου είπα…», του υπενθύμησε χαμογελαστή, «Έχω κι άλλα…»

Ο Λαέρτης, παρά τη φρίκη που τον κατέλαβε, κατάφερε να κλείσει τη πόρτα της μικρής αποθήκης, κρύβοντας έτσι τη θέα που τους συγκλόνισε. «Πρέπει να φύγουμε πριν μας δούνε εδώ πέρα μπροστά στα αίματα. Ας απομακρυνθούμε όσο είναι καιρός».

Λίγο αργότερα, στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου, ο Μιχάλης αρνούνταν πεισματικά να μείνει με την Τία στο ίδιο δωμάτιο. «Καλύτερα να την πάρεις στο δικό σου», είπε στον Λαέρτη, τρέμοντας και στην ιδέα ακόμη ότι καλούνταν να πλαγιάσει στο ίδιο κρεβάτι με εκείνο το πλάσμα.

Η Τία όμως είχε άλλη άποψη. «Μιχάλη», γκρίνιαξε και τον αγκάλιασε.

«Καλά θα κάνεις να συνηθίσεις στην ιδέα ότι πλέον ζούμε παρέα με τον κίνδυνο», τον παρότρυνε ο Λαέρτης.

Το βράδυ εκείνο, δε μπορούσε να κλείσει μάτι. Τρόμαζε και μόνο στην ιδέα ότι το ον που προκάλεσε τη φρικαλεότητα που αντίκρισαν σε εκείνη τη μικρή αποθήκη, σάλευε ανά διαστήματα, αμέριμνα ξαπλωμένο δίπλα του. Δε έμοιαζε να έχει συναίσθηση του αντίκτυπου που είχαν για τους ανθρώπους οι πράξεις της, ούτε και τους θεωρούσε σημαντικούς. Ολόκληρη η ανθρωπότητα, αποτελούσε ένα σωρό από μικροσκοπικές κούκλες μπροστά στα γαλανά της μάτια. Η Γη ήταν ένα μεγάλο τόπι, το οποίο ανά πάσα στιγμή μπορούσε να το διαλύσει γιατί απλά βαρέθηκε να παίζει μαζί του. Οι σκέψεις αυτές γύρναγαν συνεχώς στο μυαλό του και φοβότανε ακόμη και να γυρίσει να την κοιτάξει όπως κοιμότανε κουλουριασμένη στο πλάι του.

Ο Μορφέας, άργησε να τον πάρει στην αγκαλιά του.