? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

13. Το χειρότερο μαρτύριο

Όταν η Λία συνήλθε, το βλέμμα της αφέθηκε στην απέραντη μαυρίλα που την υποδέχτηκε. Μέσα εκεί διέκρινε τις εφτά μορφές που την περικύκλωναν και που φορούσαν λευκές μάσκες ώστε να μην αναγνωρίζονται. Έπειτα, είδε τις αλυσίδες που έδεναν τα χέρια της με το έδαφος. Της ήρθε να ουρλιάξει από τον πανικό, μέχρι που άκουσε την αμήχανη φωνή ενός από τους εφτά και κατάλαβε ότι στην πραγματικότητα, η κατάσταση στην οποία βρισκότανε, μάλλον γελοία έμοιαζε παρά τρομαχτική.

«Παρθένα, σε φέραμε εδώ για να επιτελέσεις έναν ιερό σκοπό. Να σώσεις τον κόσμο».

Μόνο σε ένα άτομο είχε εξομολογηθεί την παρθενιά της εκείνο το βράδυ. Ήταν ο Χάρης που το επίθετό του δε θυμότανε. Το μόνο που θυμότανε ήταν ότι της κέρασε κάμποσα σφηνάκια εκεί στο κλαμπ που τον γνώρισε και ότι έδειχνε αρκετά έντονο ενδιαφέρον να της αποσπάσει τη συγκεκριμένη προσωπική πληροφορία. Όταν εκείνος που μίλησε την αποκάλεσε «παρθένα», ο διπλανός του τον σκούντηξε αμήχανα. Η μάσκα, δεν κάλυπτε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του επαρκώς.

«Χάρη, σε κατάλαβα», του φώναξε. «Είσαι ένα κάθαρμα και θα σου κάνω μια τέτοια μήνυση που θα φουντάρεις από τα χρέη. Δε ξέρεις με ποια έμπλεξες».

Ο Χάρης άρχισε να δείχνει πολύ πιο φοβισμένος, απ’ ότι ήταν εκείνη πριν λίγες στιγμές.

«Μαλάκα, με κατάλαβε!», είπε σε εκείνον που την αποκάλεσε σωτήρα του κόσμου.
«Δε παίζει ρόλο βρε ηλίθιε. Όταν κατέβει ο Ασμοδαίος που πρόκειται να καλέσουμε, θα την εκτιμήσει ως θυσίασμα και θα της ξηγηθεί με τον τρόπο του».
«Θα τη φάει;», ρώτησε ο Χάρης σαν να μετάνιωνε ήδη για την πράξη του.
«Θα τη σκοτώσει στο ξύλο», απάντησε ο συνομιλητής του, την ώρα που έφερνε μπροστά του έναν αρχαίο πάπυρο. «Ο γέρος που μου έδωσε αυτόν τον πάπυρο, είπε ότι είναι για το καλό του κόσμου. Νομίζω πώς αξίζει τη θυσία. Σκεφτείτε το για λίγο. Θα γίνουμε ήρωες».

Η Λία όρμηξε σαν λυσσασμένη γάτα προς το μέρος τους. «Κωλόπαιδα θα σας σκίσω! Με αλυσοδέσατε για να κάνετε τις μαλακίες σας. Έτσι και λυθώ θα σας δείξω, μα το Θεό!» Αμέσως άρχισε να φωνάζει βοήθεια με όση δύναμη είχε μέσα στα πνευμόνια της. Ήλπιζε ότι κάποιος θα την άκουγε και θα την απάλλασσε από τους τρελούς που την είχαν περικυκλώσει. Όταν δεν της έμεινε πια φωνή μέσα της, ο τύπος με τον πάπυρο ξαναπήρε τον λόγο.

«Τέλειωσες; Γιατί εδώ που σε φέραμε, απέχει κάμποσο από την πόλη. Τι σόι σκοτεινή αδελφότητα θα ήμασταν αλλιώς; Έχουμε λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη διαδικασία».

«Κάτσε να ελευθερωθώ και θα σας πω εγώ τι μέτρα πήρατε, μαλάκα»

Ο μασκοφόρος συνομήλικος της, έφερε αμέσως τον πάπυρο μπροστά στο πρόσωπό του και απήγγειλε κάπως άτσαλα μία και μόνο φράση σε μία άγνωστη γλώσσα. Έπειτα, με τρεμάμενη φωνή απευθύνθηκε στους άλλους έξι. «Τώρα λογικά θα κατέβει. Λέτε να είναι χαζομάρα μας που τον καλέσαμε;».

Αμέσως όλοι σώπασαν και γέμισαν από αγωνία. Όλοι φοβήθηκαν ότι κάτι επικίνδυνο θα συμβεί. Ακόμη και η Λία, που είχε σχηματίσει την άποψη ότι όλοι τους αποτελούσαν μια αδελφότητα της κακιάς ώρας. Τελικά όμως δεν φάνηκε να συμβαίνει τίποτα. Σε κάθε σημείο της αραχνιασμένης εκείνης αποθήκης, βασίλευε η γαλήνη.

«Εντάξει, ρε παιδιά. Αρκεί η προσπάθεια», παραδέχτηκε τελικά ο αρχηγός τους και χαμήλωσε τον πάπυρο που κρατούσε. Αμέσως ένιωσε κάποιον να του χτυπάει τη πλάτη. Γύρισε και αντίκρισε έναν ψηλό και σωματώδη, καραφλό τύπο να τον κοιτάζει αυστηρά. «Δεν έχετε με τι άλλο να ασχοληθείτε;» τον ρώτησε.

Οι εφτά μασκαρεμένοι πιτσιρικάδες, άρχισαν να βγάζουν τις μάσκες τους αποκαλύπτοντας τα φοβισμένα τους πρόσωπα. «Γαμώ τη γκαντεμιά μας που δεν κλειδώνει η πόρτα», είπε ένας από αυτούς. Στην πιο δεινή θέση απ’ όλους, βρίσκονταν ο Χάρης, όχι όμως εξαιτίας του ξένου που τους έκανε τσακωτούς, αλλά εξαιτίας της Λίας που τον κοίταζε με μίσος.

«Κύριε…Να σας εξηγήσω», είπε εκείνος που τόση ώρα παρίστανε τον ηγέτη τους στον καραφλό άντρα. «Όλο αυτό που είδατε, ήταν μια πλάκα».
«Για πλάκα αλυσοδέσατε την κοπέλα;», του απάντησε ο άντρας με το ίδιο αυστηρό βλέμμα. Αμέσως άρπαξε τον πάπυρο μέσα από τα χέρια του. «Αυτό θα το κρατήσω. Εσείς πάρτε δρόμο, πριν αρχίσω να χάνω την υπομονή μου. Ότι και να κάνετε πάντως, την έχετε ήδη άσχημα».

Οι εφτά υπάκουσαν με μιας και το έβαλαν στα πόδια, αφήνοντας μόνο τον ξένο με τη Λία. Ο ξένος, όταν είδε και τον τελευταίο από αυτούς να φεύγει βροντώντας την πόρτα πίσω του, στράφηκε προς αυτή. Έπειτα έβαλε τα γέλια. «Ε, τους κερατάδες. Είδες πως σκορπίσανε;»

Η Λία τον κοίταζε με ευγνωμοσύνη, αλλά στην κατάσταση που βρίσκονταν δεν μπορούσε να θεωρήσει το γεγονός τόσο αστείο. «Σας ευχαριστώ, κύριε», του είπε. «Αν δεν ερχόσασταν, ήταν ικανοί να με παρατήσουν έτσι δεμένη και να πεθάνω της πείνας».
«Μην ανησυχείς πια, Λία», της είπε χαμογελαστός.
Εκείνη εκπλάγηκε. «Πώς ξέρετε το όνομά μου;»
«Το ξέρω, γιατί είμαι εκείνος που κάλεσαν», της απάντησε αφήνοντάς την άναυδη. Έπειτα, το χαμόγελό του έσβησε και άρχισε να την πλησιάζει παίρνοντας ένα βλοσυρό ύφος. «Και τώρα οι δυο μας» της είπε.


Οι τρεις μικρές σκηνές ήταν παραταγμένες αυτή τη φορά σε μία ερημική και πανέμορφη παραλία. Ήταν τόσο απαλή η άμμος και τόσο ζεστή η βραδιά, που καλούσαν τον Λαέρτη και τον Μιχάλη να κοιμηθούν έξω από αυτές, έχοντας ως σεντόνι τους μόνο τα αστέρια που έλαμπαν από πάνω τους. Ήταν ξαπλωμένοι και οι δύο και σκέφτονταν την επόμενη νύχτα, που η κουραστική πορεία τους θα τους οδηγούσε τελικά στον πολυπόθητο προορισμό τους.

Ο Λαέρτης ήταν που διέκοψε πρώτος την αμοιβαία σιωπή τους.«Ξέρεις, δεν νομίζω να έχεις πειστεί ότι υπήρξες θύμα του Λούσιφερ»

«Το βρήκες», είπε ο Μιχάλης. «Η θεωρία ότι ο Αυγερινός που χρηματοδότησε την έρευνά μου είναι ο βασιλιάς της κόλασης, ακούγεται…κάπως. Άσε που το όλο σενάριο μου φαίνεται παράλογο. Δηλαδή θέλησε να βρω εγώ τα φυτά ώστε μετά να τα καταστρέψει; Γιατί δε το έκανε μόνος του εφόσον είναι τόσο ισχυρός; Δε μου στέκει καλά αυτό».

«Ούτε εμένα. Αλλά δε μπορούμε να γνωρίζουμε τα πάντα. Έχεις κάθε λόγο να είσαι επιφυλακτικός, πάντως η σύμπτωση είναι κραυγαλέα»

«Για μένα όχι»

«Επίσης, έσπαγα το κεφάλι μου σε όλη τη διαδρομή για να βρω για ποιο λόγο χρειάζεσαι το πιστόλι».

Ο Μιχάλης παρέμεινε σιωπηλός. Ακούμπησε για λίγο την κάνη που εξείχε από την τσέπη του και έκλεισε απλώς τα μάτια του.

Ο Λαέρτης συνέχισε. «Η Τίαματ σε προσέχει. Υπάρχει ένας άγραφος νόμος μεταξύ των δαιμόνων που λέει ότι από τη στιγμή που τους καλείς, μόνο αυτοί έχουν δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω σου. Μερικές φορές τον παραβαίνουν, αλλά δεν νομίζω ότι η Τίαματ που είναι θεά θα αλλάξει γνώμη ως προς αυτό».

Ο Μιχάλης δεν κατάλαβε την πραγματική σημασία των όσων άκουγε στην αρχή. Έτριψε τα μάτια του και είχε την πρόθεση να γυρίσει την πλάτη στον Λαέρτη. Όταν συνειδητοποίησε αυτό που υπαινίσσονταν τα λόγια του, στράφηκε προς αυτόν γεμάτος ταραχή και αντίκρισε το ήρεμο βλέμμα του.

«Μπορείς να παραδοθείς όταν τελειώσουν όλα και να ομολογήσεις τις πράξεις σου», τον παρότρυνε ο Λαέρτης. «Αν όμως έχεις στο νου σου αυτό που νομίζω, τότε καλύτερα ξέχνα το».
«Καμία θεά δεν θα αφήσω να κουμαντάρει τη βούλησή μου», είπε ο Μιχάλης γεμάτος πείσμα. «Μόνος μου ορίζω τις πράξεις μου».

«Αυτά της τα είπαν κι άλλοι. Όχι μόνο θνητοί. Αν θες τη γνώμη μου μετά από τις έρευνες που έχω κάνει, τελικά την πείσανε κάποτε με ένα τέτοιο επιχείρημα και αυτό ήταν που την οδήγησε στον θάνατο. Δεν ήταν θνητά τα χείλη που το ξεστόμισαν. Ούτε πρόκειται να επαναλάβει το ίδιο λάθος για εσένα που είσαι σαν μικρόβιο μπροστά στα μάτια της».

«Δεν είμαι μικρόβιο» είπε ο Μιχάλης προσβεβλημένος.
«Τελοσπάντων, νομίζω ότι πρέπει να ζητήσεις την άδειά της σε ότι σκοπεύεις να κάνεις με το όπλο» κατέληξε ο Λαέρτης.

Λίγη ώρα αργότερα, ο Μιχάλης πλησίαζε τη θάλασσα στο σημείο που έσκαγαν τα κύματα. Εκεί μπροστά βρίσκονταν καθισμένη η Τία, η οποία είχε συγκεντρώσει έναν μεγάλο σωρό από βότσαλα και τα πετούσε στο νερό που καθρέφτιζε τα αστέρια. Τα βότσαλα αναπηδούσαν σε αυτό και απομακρύνονταν, χαράσσοντας μια πορεία προς το άπειρο. Χωρίς να βυθίζονται ποτέ.

Ο Μιχάλης, κάθισε δίπλα της σκεφτικός και ανήμπορος να εκφράσει τα όσα ήθελε να της πει. Μόλις αυτή αντιλήφθηκε την παρουσία του, φρόντισε να τον βγάλει από τη δύσκολη θέση. «Αρκουδίτσα!», φώναξε δείχνοντάς του ένα σημείο στον ουρανό.
«Ξέρω», είπε ο Μιχάλης. «Είναι η Μικρή Άρκτος» .

Η Τία έγνεψε με ενθουσιασμό καταφατικά και έπειτα ύψωσε το χέρι της προς τον μικρό αστερισμό. Ο αστερισμός ανταποκρίθηκε αμέσως στην εντολή της και άρχισε να κουνιέται. Έμοιαζε σαν μια κουτάλα που χόρευε ανέμελα στους ρυθμούς ενός ατραγούδιστου άσματος.

Ο Μιχάλης μαγεύτηκε για λίγο από το όλο θέαμα. Έπειτα όμως άρχισε να συνειδητοποιεί ότι αυτά που χόρευαν ήταν στη πραγματικότητα ήλιοι, τεράστιοι σε μάζα, που εκείνη τη στιγμή παράσερναν στην κίνησή τους πλανήτες και δορυφόρους, διαλύοντάς τους μόνο και μόνο επειδή ήθελε η Τίαματ να απολαύσει τον καταστροφικό εκείνο χορό που έστηναν. Τον έστηναν υπερνικώντας ακόμη και τον χρόνο, δεδομένου ότι η λάμψη τους κάνει πολλά έτη φωτός να φτάσει μέχρι τη Γη. Όλα αυτά, επειδή αυτή ύψωσε το χέρι της. Ο Μιχάλης ανατρίχιασε.

«Σταμάτα το σε παρακαλώ», της είπε.
«Αφού παρακαλάς…», είπε αυτή και κατέβασε το χέρι της, επαναφέροντας το σύμπαν στην ηρεμία του.
«Τι σε εμποδίζει να καταστρέψεις τον κόσμο μου;», ρώτησε ο Μιχάλης σκυθρωπός. «Απ’ ότι κατάλαβα, δεν σε ενδιαφέρει και πολύ. Πες μου έναν λόγο που σε εμποδίζει να το κάνεις».
Η Τία τον κοίταξε στα μάτια. «Μιχάλης», απάντησε.

Ο Μιχάλης ένοιωσε να συγκλονίζεται και προσπάθησε να εμποδίσει τα δάκρια που άξαφνα πάσχιζαν να κυλίσουν στα μάγουλά του. «Ε, λοιπόν σου έχω άσχημα νέα, θεά του χάους», είπε και έβγαλε το πιστόλι από τη τσέπη του. Έπειτα, το έβαλε στο κρόταφό του, αποφασισμένος να πατήσει τη σκανδάλη. «Δεν θα περνάει πάντα το δικό σου. Βλέπεις μέσα μου και ξέρεις ότι αυτή τη στιγμή, είμαι ικανός να το κάνω. Γιατί υποφέρω. Γιατί δεν αντέχω άλλο».
«Καν’ το» είπε αδιάφορα η Τία και συνέχισε να πετάει βότσαλα στο νερό.

Ο Μιχάλης σάστισε με την αντίδρασή της. «Μα μόλις μου είπες ότι δε καταστρέφεις τον κόσμο γιατί υπάρχω εγώ σε αυτόν. Οπότε αν πατήσω τη σκανδάλη και λυτρωθώ...». Αμέσως κατέβασε το όπλο και αισθάνθηκε ηττημένος. «… τότε θα καταστρέψεις τον κόσμο», κατέληξε. «Δεν το έχεις σε τίποτα να το κάνεις, έτσι; Αυτό λέγεται “εκβιασμός”, ξέρεις. Δεν σε νοιάζει ούτε αν πεθάνω, ούτε ο κόσμος, έτσι δεν είναι; Τότε τι με θέλεις γαμώτο;»
«Είσαι ακόλουθος», είπε η Τία.
«Και θα με κάνεις να υποφέρω μια ζωή, γιατί με θεωρείς ακόλουθο; Ξέρεις ότι αυτό που νιώθω για τις πράξεις μου με σκοτώνει. Θα με οδηγήσει στην τρέλα. Αρρωσταίνω από τον ίδιο μου τον εαυτό και ο μόνος τρόπος να ελευθερωθώ, είναι να με αφήσεις να πατήσω τη σκανδάλη. Τουλάχιστον αν φύγεις από δω με τη μάνα σου, θα με αφήσεις;»
«Όχι», δήλωσε η Τία δίχως ίχνος συγκίνησης.
«Δεν θα το αφήσω έτσι. Με υποβάλλεις στο χειρότερο μαρτύριο. Να ζω με την επίγνωση των όσων έκανα. Δεν εκτιμάς καν ότι εγώ είμαι που σε έφερα στον κόσμο». Λέγοντάς τα αυτά, ο Μιχάλης σηκώθηκε. «Είμαστε πλέον εχθροί και θα εκφράσω το μίσος μου για σένα, αυτή κιόλας τη στιγμή. Θα φύγω και θα πω στην αστυνομία πού βρίσκεσαι. Να δούμε πόσους σκοπεύεις να ξεκάνεις με την αναισθησία σου. Από δω και πέρα, πρόκειται να πάρω πολλούς στο λαιμό μου. Θα στους στέλνω και εσύ θα τους σκοτώνεις μαζικά, ελπίζοντας ότι ίσως ξυπνήσω μέσα σου κάτι από τις τύψεις που τρώνε και μένα».

Ο Μιχάλης άρχισε να απομακρύνεται αποφασισμένος να πραγματοποιήσει την απειλή του. Θα εγκατέλειπε την Τία εκείνη τη στιγμή, φιλοδοξώντας να γίνει ο πιο μισητός της εχθρός. Ενώ άρχισε να απομακρύνεται, εκείνη δεν γύρισε να τον κοιτάξει. Δεν έδειχνε να την ενδιαφέρει αυτή του η κίνηση. Μέχρι που την άκουσε να λέει κάτι που τον κοκάλωσε. «Πόσους ακόμη σκοπεύεις να ξεκάνεις, ρε κτήνος;».

Ήταν η πρώτη φορά που η Τία μίλησε με μία τόσο μεγάλη πρόταση. Γύρισε έκπληκτος στο άκουσμά της και την είδε να τον κοιτάζει θλιμμένη. «Πώς τόλμησες να μου το κάνεις αυτό, Μιχάλη; Πώς τόλμησες να βυθίσεις στη δυστυχία τους ανθρώπους που με αγαπάνε; Τους γονείς μου και τον Κώστα;»

Τα πόδια του Μιχάλη αδυνατούσαν πλέον να τον κρατήσουν όρθιο. Σωριάστηκε γονατισμένος στην άμμο και άφησε τα δάκρυα επιτέλους να βρέξουν τα μάγουλά του. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά του βγήκε μόνο ένα πονεμένο ψέλλισμα. «Μαίρη!».

Η Μαίρη συνέχισε να εκφράζει τη πίκρα της μέσω της Τίας. «Νόμιζα ότι ήσουν καλός άνθρωπος. Με έπεισες ότι ήσουν ξεχωριστός. Τελικά με σκότωσες αφού πρώτα ξέσπασες πάνω μου. Είσαι ένα κάθαρμα και σου αξίζει να υποφέρεις μέχρι να πεθάνεις».
Ο Μιχάλης, τυφλωμένος από τα δάκρια του, στηρίχτηκε με το ένα χέρι, έτσι ώστε να μη σωριαστεί εντελώς και σήκωσε το άλλο προς την Τία –που πλέον ήταν η Μαίρη- εκφράζοντας απόγνωση και ικεσία. «Συγνώμη», ήταν το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει.

«Εγώ μπορεί να κάνω το λάθος και να σε συγχωρέσω κάποτε, Μιχάλη», είπε εκείνη. «Όχι όμως η Τίαματ. Αυτή σε θέλει ζωντανό και ας υποφέρεις. Εγώ ξέρω πόσο σε πονάει αυτό και δεν σου κρύβω ότι με ευχαριστεί αφάνταστα. Γιατί είναι το μόνο που σου αξίζει».

«Όχι! Σε παρακαλώ!», φώναξε με σπαραγμό ο Μιχάλης, στηριζόμενος πλέον και με τα δυο του τα χέρια στην άμμο. Άρχισε να κλαίει όπως τότε που ήτανε μωρό. Με τα λόγια της Μαίρης, η Τίαματ κατάφερε τελικά να τον σακατέψει. Όταν δεν έμειναν άλλα δάκρυα να χύσει, ύψωσε το κεφάλι του και την είδε πάλι να του έχει γυρισμένη τη πλάτη και να πετάει βότσαλα στο νερό.

Με το ζόρι κατάφερε να σηκωθεί στα πόδια του και πάλι. Η δυστυχία είχε ριζώσει μέσα του για τα καλά. Η Τία γύρισε και του έριξε ένα λοξό βλέμμα. «Έφευγες;», τον ρώτησε αυστηρά.

Ο Μιχάλης δεν απάντησε. Η συντριβή του ήταν μεγαλειώδης. Με δυσκολία κατάφερε να περπατήσει και να επιστρέψει πίσω στις σκηνές τους.


«Από δω», είπε η Λία στρίβοντας από τη γωνιά του δρόμου που βρίσκονταν πλησιέστερα στο σπίτι της. Ο Ασμοδαίος την ακολούθησε, προβάλλοντας σαν γίγαντας μέσα από τις σκιές.

Του έδειξε το ημιφορτηγό της το οποίο δεν φαίνονταν να είναι σε καλή κατάσταση. Το χρώμα του ήταν ξεβαμμένο και σε πολλά σημεία έχασκαν πάνω του αντιαισθητικά βαθουλώματα.

«Μου κάνει» κατέληξε αυτός, αφότου το περιεργάστηκε για λίγη ώρα. «Είναι ακριβώς ότι χρειάζομαι».
«Έλα τώρα!», είπε η Λία. «Σακαράκα είναι και την πουλάω για ψίχουλα προκειμένου να την ξεφορτωθώ».

Ο Ασμοδαίος έβαλε το χέρι του στην τσέπη του και έβγαλε ένα χοντρό μάτσο από χαρτονομίσματα. «Το αγοράζω», της είπε.

Η Λία ζαλίστηκε από τη θέα τους όταν τα κράτησε στα χέρια της. «Αυτά είναι πάρα πολλά!», αναφώνησε. «Όχι, δε μπορώ να δεχτώ τόσα πολλά χρήματα από κάποιον που έσπασε τις αλυσίδες μου σα να ήταν από αλουμινόχαρτο».
«Είναι και γιατί αισθάνομαι άσχημα», της είπε αυτός. «Κατά κάποιο τρόπο ευθύνομαι άμεσα γι’ αυτό που έγινε. Από τη μία, ήξερα ότι πουλάς το φορτηγάκι. Από την άλλη, ήθελα και να υλοποιηθώ. Εκεί ήταν που με έψησε ένας φίλος μου που έχει την ιδιότητα να φυτεύει στους ανθρώπους κακές σκέψεις να χρησιμοποιήσουμε τη την παρέα των πιτσιρικάδων, ώστε να πετύχουμε και την αγορά και την υλοποίησή μου ταυτόχρονα».

«Δεν κατάλαβα Χριστό απ’ όσα λες, αλλά σε πιστεύω», είπε η Λία. «Αλλά όχι και δαίμονας ,ρε φίλε! Εσύ είσαι ψυχάρα».

«Σκατά ψυχάρα είμαι», είπε εκείνος. «Απλά πιέστηκα να σε χρησιμοποιήσω, γιατί έχω να κάνω μια σοβαρή δουλειά με το όχημα αυτό». Άνοιξε την πόρτα χωρίς να χρειαστεί κλειδί και μπήκε μέσα. Η Λία πλησίασε και του έδωσε τα κλειδιά από το παράθυρο, καθώς το τζάμι έλειπε παντελώς. «Έχεις δίπλωμα;» τον ρώτησε.

Αυτός χαμογέλασε. «Και μόνο που θα χρειαστεί να μπω στη διαδικασία να οδηγήσω, μου φαίνεται απαίσιο. Σιγά μην έβγαζα και δίπλωμα από πάνω. Πάντως δεν μου χρειάζεται. Μαθαίνω γρήγορα. Θα πάω να πάρω μια φίλη και μετά θα πάμε σε ένα βουνό για τη δουλειά. Ούτε αυτής της αρέσει που θα πάμε έτσι, αλλά πρόκειται να μεταφέρουμε και θνητούς μαζί μας, σαν εσένα, οπότε δεν μπορούμε να ταξιδέψουμε με τον φυσιολογικό μας τρόπο».
Η Λία έβαλε τα γέλια. «Είναι πολλά τα άτομα που θα βάλετε μέσα;»
«Δυο θνητοί και μία θεά», απάντησε αυτός ενώ έβαζε μπροστά.
Η Λία έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Μια θεά στο φορτηγάκι μου;»
«Εγώ πάντως, μια χαρά το βρίσκω», απάντησε ο Ασμοδαίος ενώ έκανε όπισθεν για να ξεκινήσει. Έπειτα, άρχισε να φεύγει για τον προορισμό του.
«Αντίο, δυνατέ!», φώναξε η Λία ενώ ύψωνε το χέρι της να τον χαιρετήσει.
«Ευχαριστώ για όλα, δυνατή!», της απάντησε αυτός ενώ είχε ήδη απομακρυνθεί αρκετά.
Η Λία, όταν πλέον έχασε το πρώην όχημά της από τα μάτια της, έστρεψε το βλέμμα της στο χοντρό ματσάκι από τα χρήματα που βαστούσε.
«Εγώ ευχαριστώ», είπε.