? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

15. Παγγαίο

Την νύχτα εκείνη, το Όρος Παγγαίο φανέρωνε τον όγκο του, έτσι όπως τονίζονταν από το φως των γειτονικών χωριών που το έφεγγαν μοιάζοντας με προβολείς. Ήταν μια σχετικά ασυνήθιστη εικόνα, που δε την έβλεπαν συχνά οι οδηγοί όπως διέσχιζαν το λαμπερό αυτοκινητόδρομο που κρατούσε συντροφιά στο βουνό και απλώνονταν λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά του. Η ευρύτερη περιοχή έδειχνε να έχει φορέσει τα καλά της προκειμένου να υποδεχτεί τη θεά του χάους εντός της. Οι μόνοι θνητοί που γνώριζαν το μυστικό αυτό, ήταν οι δύο που τη συνόδεψαν μέχρι εκεί και που ξεφυσούσαν ανυπόμονοι στο πλευρό της. Ανυπόμονοι να δοθεί ένα τέλος στη περιπέτεια αυτή, στην οποία παρασύρονταν μαζί τους και ολόκληρος ο κόσμος.

Ο Λαέρτης, ξεγελούσε τη προσμονή του χαζεύοντας τα αλλόκοτα ιερογλυφικά της καταπακτής. Η Τίαματ δίπλα του, έδειχνε ανεξήγητα ψύχραιμη, παρά το γεγονός ότι σε όλη τη διαδρομή έδειχνε ανυπόμονη να συναντήσει τη μητέρα της. Ο Μιχάλης, ήταν ο μόνος που εξέφραζε κάθε τόσο τη δυσαρέσκειά τους για την ανεξήγητη αυτή καθυστέρηση της Λούσι.

«Πάρτε το απόφαση. Η δικιά σας μας έστησε».

«Ίσως της έτυχε κάτι», κατέληξε ο Λαέρτης.

«Α βέβαια!», δήλωσε ο Μιχάλης ειρωνικά. «Ο δαίμονας της λαγνείας, φαίνεται ότι έμπλεξε σε κάποιο μποτιλιάρισμα».

Τον λόγο, πήρε εντελώς απροειδοποίητα η Τία. «Μέσα», πρόσταξε δείχνοντάς τους την πέτρινη καταπακτή.

Ο Μιχάλης σήκωσε τους ώμους. «Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Σάμπως εδώ που καθόμαστε τι κερδίζουμε; Έλα λοιπόν, Λαέρτη. Βοήθα με να σηκώσω τη πόρτα. Έχει εκεί κάτω και κάτι που θέλω να δεις».

Η βαριά πόρτα, σηκώθηκε σα να ήταν πούπουλο από τους δύο άντρες. Συμπέραναν, ότι με κάποιο υπερφυσικό τρόπο τους βοήθησε και η Τία στη προσπάθειά τους να την ανοίξουν.

Οι σκάλες που πρόβαλαν από κάτω οδηγούσαν στο απόλυτο σκοτάδι. Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης, χρειάστηκε να ανάψουν από μία λάμπα υγραερίου ο καθένας, προκειμένου να βυθιστούν στο εσωτερικό της.

Ο χώρος που τους υποδέχτηκε ήταν σχετικά μικρός, αλλά η αλήθεια που τους αποκάλυπτε, κάθε άλλο παρά τέτοια ήταν. Ο Λαέρτης μέτρησε εννιά αγάλματα του φτερωτού θεού Έρωτα να τον περιβάλλουν σχηματίζοντας έναν κύκλο. Στον τοίχο απέναντί τους, βρίσκονταν μια πελώρια μαρμάρινη πλάκα που απεικόνιζε τη θεά Αφροδίτη, να αναδύεται μέσα από το κύμα.

«Πώς σου φαίνεται που ο δαίμονάς σου λατρεύονταν κάποτε ως θεά;», ρώτησε ο Μιχάλης.
«Ανέκαθεν είχα τις υποψίες μου με βάση τα όσα έχω διαβάσει», παραδέχτηκε ο Λαέρτης χωρίς να εκπλήσσεται και πολύ.

«Εδώ βρίσκονταν τα φυτά πριν τα πάρω», είπε ο Μιχάλης δείχνοντάς του ένα δεξιοτεχνικά σκαμμένο λάκκο που βρίσκονταν στο κέντρο του κύκλου των αγαλμάτων.

Ο Λαέρτης όμως περισσότερο προβληματίζονταν σχετικά με κάτι περίεργες γραμμές που ήταν χαραγμένες πάνω σε κάθε ένα από τα αγάλματα του Έρωτα. Άγγιξε μία από αυτές και βυθίστηκε σε σκέψεις. «Είναι γραμμική Β», διαπίστωσε τελικά. «Νομίζω πως είναι αριθμοί. Αυτό που βρίσκεται μπροστά μου, πρέπει να είναι το νούμερο ένα. Επομένως…»

Αναζήτησε για λίγο, το άγαλμα μπροστά στο οποίο στέκονταν η Τία. «Λογικά εκείνο είναι το νούμερο εννιά», είπε.

Η Τία του έγνεψε καταφατικά και έπειτα έκανε κάτι το εντελώς απρόσμενο. Τράβηξε το άγαλμα προς το μέρος της και εκείνο υποχώρησε στο τράβηγμά της σα να ήταν κάποιος μοχλός. Την ίδια στιγμή, η μαρμάρινη πλάκα άνοιξε με μιας, αποκαλύπτοντας πίσω της έναν διάδρομο. Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης, έμειναν με ανοιχτό το στόμα μπροστά στην αποκάλυψη αυτή.

Η Τία παραμένοντας ψύχραιμη, πήγε και στάθηκε στη πύλη που άνοιξε. «Ακολουθήστε με», τους είπε. Οι άλλοι δύο, εκτέλεσαν τη διαταγή της σαν μαγεμένοι, χωρίς να έχουν συνέλθει ακόμη από την έκπληξη.

Ενώ οι τρεις τους διέσχιζαν εκείνο τον μαύρο μαρμάρινο διάδρομο που έμοιαζε να οδηγεί στο πουθενά, την Τία την έπιασε μια ασυνήθιστη λογοδιάρροια. «Όταν η Άσταροθ έδωσε την εντολή να χτιστεί αυτή η μυστική της κρύπτη, δε το έκανε μόνο με σκοπό να τοποθετήσει μέσα της τα αυγά που γέννησε και που θα έφερναν κάποτε στον κόσμο ξανά τη βασίλισσά της, αλλά θέλησε να κρύψει μαζί τους και κάτι άλλο. Κάτι που έπεισε τον νέο βασιλιά της κόλασης να της το εμπιστευτεί. Κάτι που αυτός δεν το είχε πλέον ανάγκη, καθώς αυτό τον έδενε με τα αδέλφια του στο παράδεισο. Κάτι, που μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό όπλο εναντίον του, ακριβώς γιατί αποτελεί τη σύνδεσή του με το βασίλειο που τον εξόρισε. Ιδού λοιπόν ο πραγματικός λόγος που η Ασταρόθ σας ήθελε εδώ».

Οι λάμπες των δύο αντρών φώτισαν την πόρτα που βρίσκονταν μπροστά στην Τία. Μπορούσαν να διακρίνουν εκεί, στο τέλος του μαύρου διαδρόμου έναν δεύτερο χώρο να τους περιμένει και να είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που άφησαν πίσω τους.

«Περάστε μέσα και μη φοβάστε», τους προέτρεψε η Τία. Λίγα δευτερόλεπτα μετά βρισκόντουσαν μέσα σε μία πανάρχαια βιβλιοθήκη με πέτρινα ράφια, γεμάτα από ξεφτισμένους παπύρους. «Κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται το όπλο με το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί ο Λούσιφερ πιο αποτελεσματικά»

«Μια στιγμή», της είπε ο Λαέρτης γεμάτος απορία. «Εσύ πώς τα ξέρεις όλα αυτά. Υποτίθεται ότι όταν συνέβησαν ήσουν νεκρή».

Ο Μιχάλης ήταν που του έδωσε την απάντηση. «Δεν τα λέει η ίδια. Δεν ακούς πόσα πολλά είναι τα λόγια της; Είναι μάλλον κάποια άλλη που μας μιλάει μέσω αυτής». Στράφηκε προς τη Τία η οποία τον κοίταζε χαμογελαστή. «Η Βούλα υποθέτω», κατέληξε.

«Μπράβο ρε κωλόπαιδο! Είσαι πολύ έξυπνος τελικά», του απάντησε αυτή. «Σας μιλάω εκ μέρους της Τίαματ, η οποία έχει τις αναμνήσεις μου και επιθυμεί να μάθετε κι εσείς όλα όσα γνωρίζω. Πρώτα όμως πρέπει να ξεκαθαρίσω κάτι στον Λαέρτη. Λαέρτη… εγώ είμαι! Η Βούλα. Η γνωστή Βούλα!»

Ο Λαέρτης έμεινε άφωνος για λίγο με τη δήλωσή της αυτή. «Βούλα! Απίστευτο!», φώναξε τελικά.

«Α, γνωρίζεστε;», τη ρώτησε ο Μιχάλης. «Και με αυτόν έχεις πάει;»

«Σκάσε βρε βλάκα. Φίλη της γυναίκας του είμαι».

«Μα πώς…», έκανε να ρωτήσει ο Λαέρτης, αλλά το μέγεθος της απορίας του τον δυσκόλευε να εκφραστεί.

«Ανήκω στη Στοά του Σολομώντα», του αποκάλυψε αυτή.

Ο Λαέρτης έμεινε εμβρόντητος. «Απίστευτο!», ήταν το μόνο που μπόρεσε να δηλώσει.

«Αν την έβλεπες χωρίς ρούχα, θα το πίστευες», του είπε ο Μιχάλης.

Η Βούλα μέσω της Τίας, τον κοίταξε αυστηρά. «Μιχάλη, κόψε τη πλάκα, γιατί έχω πολλά πράγματα να σας πω απόψε». Αμέσως στράφηκε προς τους σωρούς με τους αρχαίους παπύρους και άρχισε να τους σηκώνει έναν-έναν με τη σειρά. «Το όπλο που ψάχνω, βρίσκεται κάπου εδώ, οπότε όσο εγώ το αναζητώ, εσείς μπορείτε να με ρωτήσετε ότι θέλετε».

«Τι να το κάνουμε το όπλο;», ρώτησε γκρινιάζοντας ο Μιχάλης. «Εμείς ήρθαμε να την παραδώσουμε στη μάνα της και να πάει από κει που ήρθε».

«Αν ήξερες φίλε μου τι προκάλεσες με το που διαίρεσες τα αυγά, θα προτιμούσες χίλιες φορές να αφήσεις αυτή τη καταπακτή καλυμμένη με κισσούς».

Τον λόγο πήρε ο Λαέρτης. «Αν κατάλαβα καλά, λες ότι ο Λούσιφερ βρίσκεται κι αυτός στον κόσμο μας; Δηλαδή, πράγματι αυτός ήταν ο Αυγερινός που χρηματοδότησε την έρευνα του Μιχάλη προκειμένου να εντοπίσει τα αυγά και να τα καταστρέψει;».

«Φοβάμαι πως ναι», είπε η Βούλα καθώς συνέχιζε να ψάχνει μέσα στους παπύρους.

«Μια στιγμή ρε παιδιά!», είπε ο Μιχάλης γεμάτος ταραχή. «Αν αυτοί οι δύο βρίσκονται στη Γη και έχουν σκοπό να ταχτοποιήσουν τους παλιούς τους λογαριασμούς εδώ πάνω, τότε τη βάψαμε όλοι. Ο πλανήτης δεν πρόκειται να αντέξει μια τέτοια μάχη».

«Χαίρομαι που διαπιστώνεις το μέγεθος του προβλήματος», είπε η Βούλα. «Φέρατε τη Τίαματ στο Παγγαίο, μόνο και μόνο για να μάθετε ότι δε ξεμπερδέψατε με αυτή την ιστορία. Ο πραγματικός σας ρόλος στη μάχη της κόλασης που προμηνύεται, μόλις τώρα ξεκινάει. Κατ’ αρχήν πρέπει να γνωρίζετε ότι η Στοά του Σολομώντα, έχει ήδη πάρει θέση υπέρ του Λούσιφερ».

«Τότε γιατί μας βοηθάς και γιατί βοηθάς την Τίαματ;», ρώτησε ο Λαέρτης.

«Γιατί ήμουν το πιο πιστό μέλος στις αρχές της Στοάς. Επί χρόνια ολόκληρα, πίστευα ότι οι αρχές αυτές τηρούνταν από τα μέλη της. Μέχρι που έμαθα ότι όλοι τους τις είχαν προδώσει, παίρνοντας την απόφαση να δουλέψουν για λογαριασμό του Λούσιφερ. Κανονικά έπρεπε να μείνουν αμέτοχοι και όχι να πάρουν θέση. Σκοπός της Στοάς ήταν ανέκαθεν να διατηρεί τις ισορροπίες μεταξύ τάξης και χάους. Στο σκοπό αυτό δόθηκα με όλη μου τη ψυχή όλα αυτά τα χρόνια, γι’ αυτό και έπεσα από τα σύννεφα όταν έμαθα την αλήθεια».

Τα τελευταία λογια της, ακούστηκαν με μία έκδηλη πικρία. Ίσως και να δάκρυσε καθώς έψαχνε μέσα στον σκονισμένο σωρό των παπύρων.

«Τότε γιατί με παρακάλαγες να σου δώσω τα αυγά;», ρώτησε ο Μιχάλης. «Αφού σε αυτούς θα κατέληγαν. Εφόσον λες ότι δουλεύουν για το Λούσιφερ, τα θέλανε για να τα καταστρέψουν. Εσύ γιατί τους βοήθησες;»

Η Βούλα, με τη μορφή της Τίας στράφηκε προς αυτόν.

«Χαζέ, σε μένα θα τα έδινες τα αυγά. Δε θα τα έδινες σε αυτούς. Σκοπός μου ήταν να τα χρησιμοποιήσω για να θυσιαστώ στη Τίαματ, πράγμα που υποχρεώθηκα να κάνω μπροστά σου, όταν τελικά δε κατάφερα να σε πείσω να μου τα δώσεις. Με τη θυσία μου, επιδίωξα να ξεπλύνω τη Στοά από το κρίμα που διέπραξε. Θέλησα να αποκαταστήσω την ισορροπία μεταξύ τάξης και χάους. Εφόσον οι άλλοι πρόδωσαν τις αρχές της παίρνοντας θέση στη διαμάχη, εγώ πήρα την αντίθετη, έτσι ώστε να αποτελέσω μέρος της Τίαματ.»

«Και γω τι σου έφταιγα;», τη φώναξε θυμωμένος ο Μιχάλης. «Ήρθες στο σπίτι μου αποφασισμένη να πεθάνεις και μου πούλησες φούμαρα. Όταν σε είδα μπροστά στη ντουλάπα να σε αρπάζει το θεριό, ένοιωσα τον κόσμο να χάνεται».

Τον κοίταξε λοξά. «Μακάρι να ένιωθες το ίδιο όταν το πάθαινε και η Μαίρη».

Ο Μιχάλης χαμήλωσε το βλέμμα του.

«Λυπάμαι, Μιχάλη», συνέχισε η Βούλα. «Θυσιάστηκα για τα πιστεύω μου, που κάποια στιγμή έμαθα ότι ακόμη και εγώ η ίδια τα είχα προδώσει, έστω και παρά τη θέληση μου. Γιατί κάποια στιγμή έκανα μια πράξη θεωρώντας ότι ήταν σωστή και δίκαιη, μέχρι που διαπίστωσα τις ολέθριες συνέπειες που είχε. Το λάθος μου, μου στοίχησε τόσο, που το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις το συνηδειτοποιήσα ήταν να εισχωρήσω μυστικά στη μεγάλη και σφαλιστή βιβλιοθήκη της Στοας, εκεί που μόνο οι ανώτερες βαθμίδες επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση. Ο Σεβάσμιος δηλαδή και οι Διδάσκαλοι.

«Για σένα όμως η απαγόρευση αυτή, δεν είχε κανένα νόημα πλέον», διαπίστωσε ο Λαέρτης.

«Α, μπράβο», απάντησε η Βούλα. «Τι νόημα να έχει όταν είχα πια διαπιστώσει ότι τόσο ο Σεβάσμιος όσο και οι Διδάσκαλοι, ήταν διεφθαρμένοι; Μελέτησα λοιπόν τα μυστικά τους κείμενα και έμαθα πολύ σημαντικές πληροφορίες».

«Εκεί έμαθες και για το όπλο κατά του Λούσιφερ που ψάχνεις τώρα;», ρώτησε ο Λαέρτης.

«Ακριβώς. Ήξερα από το Μιχάλη ότι η κρύπτη της Άσταροθ βρισκότανε στο Παγγαίο. Από τα κείμενα εκείνα, πληροφορήθηκα και τι ακριβώς περιέχει. Τώρα που βρίσκομαι εντώς της, κατέχω και πολλές άλλες απόκρυφες γνώσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με τα γεγονότα της πρώτης μάχης που έλαβε χώρα στην κόλαση. Η επίσημη ιστορία, λέει ότι ο Λούσιφερ δεν είχε έρθει τότε άμεσα αντιμέτωπος με την Τίαματ, αλλά έστρεψε σχεδόν όλους τους δαίμονες εναντίον της, με το να διαδίδει τις ιδέες του περί ελεύθερης βούλησης. Πάντοτε είχα την απορία για το πώς η Τίαματ που είναι μια θεά κατέληξε να πεθάνει από τους ίδιους της τους ακόλουθους. Η λογική επιβάλλει ότι μία θεά είναι αθάνατη και δεν πεθαίνει με τίποτε. Με το να μοιράζομαι τις σκέψεις της, ήταν η ίδια που μου έδωσε την απάντηση που αναζητούσα».

«Τι έμαθες δηλαδή απο αυτή;», ρώτησε ο Λαέρτης γεμάτος περιέργεια.

«Έμαθα ότι αποφάσισε η ίδια να χάσει τις δυνάμεις της προκειμένου να χάσει και τη ζωή της από τους ακόλουθούς που της επιτέθηκαν. Αφαίρεσε δηλαδή εσκεμμένα τις δυνάμεις της και προκάλεσε ουσιαστικά η ίδια τον θάνατό της».

«Αυτό είναι μεγάλη βλακεία!», αναφώνησε ο Μιχάλης. «Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο;»

Η Βούλα φάνηκε να βρίσκει αυτό που αναζητούσε όλη εκείνη την ώρα μέσα στους παπύρους έχοντας τη μορφή της Τίαματ. Ήταν ένα ξύλινο κουτί, με σκαλισμένες διάφορες μορφές αγγέλων στην επιφάνειά του. Κρατώντας το στα χέρια της, προτίμησε να απαντήσει στην ερώτηση του Μιχάλη, παρά να αποκαλύψει το περιεχόμενό του.

«Απόρησα κι εγώ αρχικά με την κίνηση αυτή της Τίαματ. Ζώντας όμως μέσα στη σκέψη της, πλέον γνωρίζω την απάντηση. Δε μου επιτρέπεται όμως να σας τη δώσω με τα χείλη της. Είναι τόσο περήφανη, που δε θέλει να την πω μέσω αυτής. Επιθυμεί ωστόσο να τη μάθετε. Γι’ αυτό και πρέπει να επισκεφτείτε κάποιον άλλον που τη γνωρίζει. Είναι ένας ψυχίατρος ονόματι Σεθ Άμπα. Πρέπει να τον αναζητήσετε αμέσως, καθώς είναι από τότε ένας από τους ακόλουθους της Τίαματ που της παρέμειναν πιστοί».

«Δηλαδή δαίμονας», συμπέρανε ο Λαέρτης.

«Ακριβώς. Ο Άμπα επίσης, θα σας δώσει περισσότερες πληροφορίες για το πώς χρησιμοποιείται αυτό». Με μιας, η Βούλα άνοιξε το ξύλινο κουτί, αποκαλύπτοντας το όπλο που ισχυρίστηκε ότι μπορεί να στραφεί ενάντια στο Λούσιφερ. Ήταν μια κρυστάλλινη σφαίρα στο μέγεθος μιας μπάλας του γκολφ, καταγάλανη από τη περίεργη αέρια ουσία που περίκλειε.

«Τι είναι αυτό;», ρώτησε ο Λαέρτης.

«Είναι το φωτοστέφανο του Λούσιφερ», απάντησε η Βούλα με τη φωνή της Τίας. «Είναι το μόνο που τον συνδέει με τους ουρανούς και θέλησε να το ξεφορτωθεί δίνοντας το στην Άσταρoθ. Αυτή φρόντισε να καταλήξει εδώ μέσα, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί κάποτε εναντίων του. Δε το μετέφερε η ίδια, καθώς ο Λούσιφερ το θωράκισε με μία αύρα που καταστρέφει τους δαίμονες όταν το ακουμπάνε. Τους διαλύει με το που το αγγίζουν. Αυτό ήταν ένα μέτρο που πήρε έναντι τους, έτσι ώστε να τους το εμπιστευτεί με ασφάλεια. Ακόμη και εγώ που έχω τη μορφή της Τίαματ, δε μπορώ να το ακουμπήσω, γιατί η αφή του θα την έκανε να αισθανθεί άσχημα. Οι μόνοι που δε μπορούν να ζημιωθούν από αυτό, είναι εκείνοι οι θνητοί που η πίστη τους έχει άμεση σχέση με τους αγγέλους».

«Το Τάγμα του Σταυρού του Ρόδου!», διαπίστωσε ο Λαέρτης έκπληκτος.

«Ακριβώς», παραδέχτηκε η Βούλα. Έπειτα το έστρεψε προς το μέρος του. «Παρ’ το. Είσαι ο μόνος από την παρέα μας που δε θα καταστραφεί ακουμπώντας το».

Ο Λαέρτης δίστασε για λίγο. Έπειτα το άγγιξε δειλά. Όταν κατάλαβε ότι είναι εντελώς ακίνδυνο, το πήρε και το έχωσε στην τσέπη του.

«Τώρα ξέρεις τον πραγματικό σκοπό για τον οποίο επιλέχτηκες από την Άσταροθ», του είπε η Βούλα. «Σε επέλεξε για τη ψυχραιμία και την ορθή σου κρίση, μέσα από αυτούς που μπορούν να το αγγίξουν χωρίς δυσάρεστες επιπτώσεις. Σκέψου μόνο ότι με το να στο εμπιστευτεί, στην ουσία δέχεται να έχεις στη κατοχή σου κάτι που ανά πάσα στιγμή μπορεί να τη διαλύσει, αν το στρέψεις εναντίον της».

«Πολύ θα το ήθελα», παραδέχτηκε ο Λαέρτης. «Δε νομίζω όμως ότι θα επέτρεπε η Τίαματ κάτι τέτοιο, εφόσον η Ασταρόθ είναι η αγαπημένη της ακόλουθος και τώρα πλέον είναι και μητέρα της. Αυτό το γνώριζε καλά η Άσταροθ όταν με προσέγγισε. Παραμένω λοιπόν το θύμα της και εξακολουθώ να παίζω το παιχνίδι της. Στην περίπτωση λοιπόν που στρέψω αυτό το μαραφέτι εναντίον της, οι συνέπειες που θα επιβάλλει η Τίαματ στον κόσμο, είναι καταστροφικές».

«Γιατί δε το βλέπεις και από την άλλη σκοπιά;», πρότεινε η Βούλα. «Η Άσταροθ έχει παίξει πολλά τέτοια παιχνίδια κατά καιρούς, αλλά μόνο εσένα τελικά εμπιστεύτηκε να της γυρίσεις την Βασίλισσά της και να κρατήσεις το φωτοστέφανο του Λούσιφερ, που τόσο μπορεί να τη βλάψει»

«Μάλλον γιατί με θεωρεί μεγάλο κορόιδο», είπε ο Λαέρτης.

Η Βούλα, με τη μορφή της Τίας, τον πλησίασε και τον κοίταξε στα μάτια. Έμοιαζε αβέβαιη για το πώς θα εξέφραζε αυτό που έκρυβε μέσα της. Τελικά όμως το αποτόλμησε. «Φρόντισε σε παρακαλώ να δείξεις ψύχραιμος ότι κι αν μάθεις. Μακάρι να μην μπλέκονταν η κατάσταση περισσότερο. Αν μονάχα γνώριζα το πόσο άσχημα ένιωθες όλο αυτό το διάστημα στη σχέση σου, τότε θα ενεργούσα διαφορετικά».

Τα μάτια της Τίας είχαν βουρκώσει, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο τη στεναχώρια που έζωνε τη Βούλα.

«Δε θα μπορούσες να κάνεις τίποτα Βούλα», της είπε ο Λαέρτης. «Εδώ εγώ δε μπορούσα να αλλάξω την κατάσταση, πώς θα μπορούσες εσύ; Δεν είναι ανάγκη να στεναχωριέσαι γι’ αυτό».

Η Βούλα τον κοίταζε ακόμη, προσπαθώντας να τιθασεύσει τα λόγια που πάσχιζαν να βγουν από μέσα της.

Τελικά το κατάφερε.



Λίγες στιγμές αργότερα, Ο Μιχάλης και ο Λαέρτης έβγαιναν από την καταπακτή, έχοντας μαζί τους τη Τία που αποφάσισε να γίνει και πάλι ο εαυτός της. Συλλογίζονταν και οι δύο τα πόσα ακόμη είχαν να κάνουν προκειμένου να απαλλάξουν τον κόσμο από τη καταστροφική μάχη που επρόκειτο να λάβει χώρα πάνω του.

Τις σκέψεις τους αυτές, τις διέκοψε η θέα που αντίκρισαν εκεί έξω: Την μαυροντυμένη γυναίκα με το βέλο και τον ψηλό φαλακρό φύλο της που έμοιαζαν σα να τους περίμεναν όλη εκείνη την ώρα να βγούνε. Τα αισθήματα όλων –δαιμόνων και θνητών- ανακατεύτηκαν σαν στρόβιλος φορτίζοντας την ατμόσφαιρα με αόρατες αντιφάσεις. Όλων εκτός από την Τία, που πλησίαζε τις δύο μορφές περήφανα και αποφασιστικά.

Η Άσταροθ και ο Ασμοδαίος γονάτισαν μπροστά στην αναγεννημένη βασίλισσά τους.

Η Τίαματ όρμηξε στην Άσταροθ και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά της.

Η βασίλισσα και η ακόλουθος, μέσα σε μια στιγμή μετατράπηκαν σε μάνα και κόρη.

Ο Μιχάλης κατάλαβε. Δεν περίμενε ότι εκείνη θα ήταν έτσι, αλλά από την άλλη, δε θα μπορούσε να είναι και διαφορετική. Ούτε και εκείνος ο ψηλός που παρέμενε γονατιστός μπροστά στην τρυφερή και μεγαλειώδη εκείνη στιγμή.

Ο Λαέρτης είδε τη Λούσι να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει καθώς έσφιγγε την κόρη της στην αγκαλιά της. Ήταν ένα χαμόγελο πολύ διαφορετικό από αυτά που συνήθιζε να του χαρίζει. Ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης. Ήξερε και αυτός πλέον ότι ο ρόλος του δεν είχε σημασία μόνο γι’ αυτήν αλλά και για το ανθρώπινο γένος που καλούνταν να εκπροσωπήσει και να βοηθήσει όσο μπορεί. Άραγε το είχε υπόψη της αυτό όταν τον επέλεξε; Δεν είχε άλλη επιλογή από το να δει την κατάσταση από τη θετική σκοπιά. Σήκωσε λοιπόν το χέρι και την χαιρέτησε κι αυτός, ανταποδίδοντάς της το χαμόγελο.

«Έπιασε ψύχρα ξαφνικά ή μου φαίνεται;», ρώτησε ο Μιχάλης δίπλα του.

«Είναι η Λούσι», του εξήγησε. «Το σώμα της εκπέμπει κρύο».

«Και γιατί φοράει αυτό το βέλο βραδιάτικα;

«Γιατί η ομορφιά της τρελαίνει εμάς τους θνητούς όταν την αντικρίζουμε».

Ο Μιχάλης προβληματίστηκε για λίγο. «Δηλαδή, η γκόμενα στην κυριολεξία δε βλέπεται», κατέληξε τελικά.