? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

16. Το Τραγούδι των Σειρήνων


Κάποτε στη Βαβυλωνία...

Ο Ασμοδαίος βρήκε τη Βασίλισσα στο ναό της. Στον πέτρινο βωμό που της είχαν αφιερώσει ήταν στοιβαγμένα φρούτα, γδαρμένα ζώα και κάθε είδους θυσίες. Αρωματικά ξύλα και κεριά γέμιζαν με τις αναθυμιάσεις τους τον μισοσκότεινο χώρο. Η Βασίλισσα ήταν καθισμένη στον σκαλιστό, χρυσό της θρόνο, εντελώς ακίνητη. Έτσι όπως ήταν στολισμένη με χρυσαφικά πολύ μεγάλα για το μέγεθός της και με τα μάτια κλειστά, έμοιαζε με μικρό παιδί που αποκοιμήθηκε παίζοντας με τα κοσμήματα της μαμάς του. Με το που πάτησε το πόδι του στο ναό ο δαίμονας, όμως, άνοιξε τα μάτια της.
- Έφερες...άγγελο; ρώτησε νυσταγμένα καθώς τεντονώταν.
Ο Ασμοδαίος κάτι πήγε να πει, όταν ο ναός γέμισε μέχρι την πιο σκοτεινή του γωνιά από το φως που εξέπεμπε η αγέρωχη φιγούρα του Σάμαελ. Η Τιαμάτ τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με φανερό ενδιαφέρον και ενθουσιασμό, σαν να εξέταζε ένα καινούριο παιχνίδι. Φυσικό ήταν. Οι άγγελοι δεν ήταν συνηθισμένο θέαμα στην Κόλαση κι η Τιαμάτ δεν είχε δει ποτέ πριν έναν που να του μοιάζει.
- Με ζήτησες και ήρθα, είπε απλά ο άγγελος. Κανείς δεν χρειάστηκε να με φέρει.
Η Τιαμάτ κοίταξε επιβλητικά τον Ασμοδαίο.
- Πήγαινε, τον πρόσταξε.
Ο δαίμονας υποκλίθηκε στη Βασίλισσά του και, αφού έριξε ένα τελευταίο απειλητικό βλέμμα στον Σάμαελ, εξαφανίστηκε. Για λίγο, ο άγγελος και η θεά αναμετρήθηκαν με το βλέμμα. Κανείς δεν νίκησε και κανείς δεν χαμήλωσε τα μάτια του.
- Λοιπόν; ρώτησε ήρεμα ο Σάμαελ.
-Κάτσεις; είπε με αθώο ύφος η Τιαμάτ.
Ο άγγελος συνοφρυώθηκε. Πλησίασε το βωμό και τον περιεργάστηκε με προσοχή. Με μια ρευστή κίνηση του χεριού του, όλες οι θυσίες εξαφανίστηκαν από πάνω. Πήδηξε ανάλαφρα στην πέτρινη επιφάνεια και περίμενε.
- Σε θέλω.
Την κοίταξε για λίγα λεπτά έκπληκτος. Ένα αβέβαιο γέλιο του ξέφυγε.
- Δεν έχω σκοπό να γίνω τροφή στα δόντια σου. Ή νομίζεις πως δεν ξέρω πώς ακριβώς τρέφεσαι και με τι;
Η Τιαμάτ τινάχτηκε προς το μέρος του. Άρπαξε το χέρι του στα εφηβικά δικά της και του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αγωνία.
- Όχι...όχι έτσι...εσύ...μου μάθεις...
Ο Σάμαελ τράβηξε το χέρι του και την κοίταξε περιφρονητικά.
- Να σου μάθω τι; Πώς να είσαι καλύτερη τύραννος; Πώς να σκοτώνεις καλύτερα; Πώς να βασανίζεις καλύτερα το ανθρώπινο γένος; Λυπάμαι, αυτά είναι πέρα από τις γνώσεις μου. Γιατί δεν μου λες τι είναι αυτό που στ’αλήθεια επιθυμείς αντί να προσπαθείς να με ξεγελάσεις με παιδιάστικα καμώματα;
Τα μάτια της Τιαμάτ πλημμύρισαν δάκρυα.
- Αγάπη..., ήταν η μόνη λέξη που κατάφερε να ξεχωρίσει ο Σάμαελ από τα αναφιλητά της.
Σηκώθηκε από το βωμό και ξαφνικά το φως που έβγαινε από μέσα του έμοιαζε πιο έντονο, πιο σκληρό. Ο άγγελος έδειχνε ψηλότερος και πιο επιβλητικός από ποτέ κι η εντυπωσιακή μορφή του σκίαζε τη μικροσκοπική της Τιαμάτ που τρανταζόταν από λυγμούς.
- Αγάπη; Δεν μπορείς να αγαπήσεις κανέναν κι ούτε κανείς θα σ’αγαπήσει ποτέ. Είσαι το προαιώνιο χάος, παγωμένη και σκοτεινή σαν τη θάλασσα με την οποία σε παρομοιάζουν τα τραγούδια των ανθρώπων. Πώς περιμένεις να νιώσεις την αγάπη όταν δεν έχεις καρδιά; Η αγάπη θέλει σταθερότητα και πίστη κι αυτά δεν μπορείς να τα έχεις, ακόμη κι αν πραγματικά το θέλεις. Είσαι φτιαγμένη για να καταστρέφεις, όχι για να αγαπάς. Κι επειδή ακριβώς είσαι φτιαγμένη για να καταστρέφεις, δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Ή θα καταστρέψεις τον κόσμο ή θα καταστραφείς. Και, πίστεψέ με, δεν έχω σκοπό να σε αφήσω να καταστρέψεις τον κόσμο.
Η Τιαμάτ τον κοίταξε μέσα από υγρά βλέφαρα. Το βλέμμα της ήταν σχεδόν ικετευτικό.
- Γίνεις...ακόλουθος...μου μάθεις...αγάπη...
Ο Σάμαελ την έσπρωξε μακριά του. Εκείνη έπεσε στο πάτωμα, παρασυρμένη από το βάρος των χρυσαφικών με τα οποία την είχαν στολίσει οι θνητοί εκείνου του μέρους.
- Ακόλουθος; Αρνήθηκα τον ουρανό για να μην είμαι σκλάβος. Δεν θα έρθω στην Κόλαση για να ντυθώ καινούρια δεσμά. Πώς περιμένεις να μάθεις το οτιδήποτε για την αγάπη όταν αντιμετωπίζεις τους πάντες σαν πιόνια σου; Σαν «ακόλουθους»;
Ο άγγελος της έριξε μια τελευταία ματιά καθώς ξεκίνησε να απομακρύνεται.
- Μη φεύγεις...μπορώ...αλλάξω...
Κοντοστάθηκε για λίγο, όμως δεν γύρισε. Ένα σκληρό γέλιο του ξέφυγε.
- Να αλλάξεις; Είμαστε πλάσματα που υπάρχουν πριν το χρόνο και το χώρο, Τιαμάτ. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Είμαστε καταδικασμένοι να παίζουμε αιώνια τους ρόλους που μας ανατέθηκαν. Παρά τις μικρές μας νίκες ενάντια στη μοίρα και την εξουσία, στο τέλος καταλήγουμε πάντοτε χαμένοι.
Και μ’αυτά τα λόγια την άφησε. Η Τιαμάτ απέμεινε εκεί, στα γόνατα, να κλαίει σπαραχτικά, σαν παιδί που μόλις του είχαν γκρεμίσει την πίστη του στα όνειρα και τη μαγεία.



Κάπου στην Ελλάδα, 21 Ιουνίου 2009, 10:32:47

- Αφέντη...
Η φωνή ακουγόταν από παντού μέσα στη φωτισμένη σπηλιά κι έμοιαζε με πολλές φωνές μαζί, που μιλούσαν ταυτόχρονα. Κάποιος που δεν τις είχε συνηθίσει θα πίστευε ότι ήταν απλά ο άνεμος που θρόιζε στα φύλλα, όμως ο Άζαζελ ήξερε καλύτερα. Είχε περάσει την αιωνιότητα μαζί τους.
- Θνητοί, αφέντη...πλησιάζουν...τους νιώθουμε...
Ο δαίμονας ήταν μισοξαπλωμένος σε μια στοίβα από ανθρώπινα κόκκαλα. Κάποια είχαν ακόμη κρέας και αίμα επάνω τους. Τα μάτια του έλαμψαν όταν οι φωνές τον πληροφόρησαν για την παρουσία των θνητών. Σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε τις οπλές του στο έδαφος με ανυπομονησία. Έπιασε το πελώριο, σκαλιστό δρεπάνι του από το τοίχωμα της σπηλιάς και στάθηκε εκεί περιμένοντας, σαν κυνηγός που παρακολουθούσε το θήραμά του.
- Είμαι έτοιμος. Καλέστε τους.
Ένα μαγευτικό τραγούδι ξεχύθηκε από το εσωτερικό της σπηλιάς, ταξίδεψε στους τοίχους και από εκεί έξω, στο δάσος. Η παρέα των μικρών εξερευνητών στάθηκε για λίγο ακίνητη στο άκουσμα της αιθέριας μελωδίας. Ήταν όλοι τους παιδιά. Ο μεγαλύτερος έδειχνε να είναι γύρω στα δώδεκα. Τα μάτια τους γύρισαν ανάποδα και, εντελώς μηχανικά, άρχισαν να προχωράνε προς την κατεύθυνση της σπηλιάς.
Όταν είχαν ξεκινήσει για τη νυχτερινή τους εξόρμηση, είχαν αποφασίσει ότι δεν θα ακολουθούσαν το μονοπάτι που οδηγούσε στο σύμπλεγμα των σπηλαίων. Μπορεί να μην ήταν πια μωρά και να μην πίστευαν στις ιστορίες για μπαμπούλες και τέρατα, όμως ήξεραν πως πολλοί, μεγαλύτεροι και εξυπνότεροι απ’αυτούς, είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς σ’εκείνον τον δρόμο, οπότε δεν σκόπευαν να το διακινδυνεύσουν.
Καθώς όμως σκαρφάλωναν τα βράχια εκείνη την άναστρη νύχτα, τα γνωστικά λόγια των γονιών τους είχαν μείνει πίσω, σε κάποια σκοτεινή και προσεκτικά κλειδωμένη γωνιά του μυαλού τους. Δεν υπήρχε φόβος. Δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο η μουσική που τους καλούσε να πάνε κοντά της.
Ο Άζαζελ είδε τα εφτά αγόρια να μπαίνουν στη σπηλιά του κι η πείνα του εκτοξεύθηκε στα ύψη. Αυτό θα ήταν ένα γεύμα που δεν θα ξέχναγε σε ολόκληρη τη ζωή του. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε κάτι τέτοιο. Τα αγόρια τον πλησίασαν χωρίς να τον βλέπουν κι έπεσαν στα γόνατα μπροστά τους.
- Σταματήστε, πρόσταξε ο δαίμονας τις φωνές. Μ’αρέσει όταν ουρλιάζουν.
- Όπως επιθυμείς, αφέντη...
Οι φωνές σώπασαν και τα παιδιά συνήλθαν από την επίδρασή τους. Βλέποντας τον Άζαζελ να κατεβάζει το δρεπάνι του στο λαιμό του πρώτου από αυτούς γελώντας χαιρέκακα, κάποια από τα αγόρια έβαλαν τις φωνές, κάποια άλλα έμειναν παγωμένα στις θέσεις τους.
Κάπου πιο πίσω, αλυσοδεμένη σε ένα κοίλωμα της σπηλιάς, μια πανέμορφη κοπέλα με κοντά, κόκκινα μαλλιά, παρακολουθούσε τη σκιά του δαίμονα να ανεβοκατεβάζει με μίσος και απόλαυση το δρεπάνι μέσα από τα κουρασμένα, μισόκλειστα βλέφαρά της. Τα ουρλιαχτά των παιδιών κόπασαν. Το μόνο που ακουγόταν τώρα ήταν ο ανατριχιαστικός ήχος σάρκας που αποχωριζόταν από σάρκα και κοκκάλων που έσπαγαν.
Για μια ακόμη φορά, η κόρη του έκπτωτου αγγέλου Αράκιελ, έκανε εμετό ακούγοντας τον Άζαζελ να τρώει. Δεν το άντεχε άλλο. Ήθελε με κάποιον τρόπο να τελειώσει επιτέλους το μαρτύριο. Ας τη σκότωνε, όπως τους άλλους. Ας την έτρωγε...
Είδε τη σκιά του κένταυρου να βυθίζει το γαμψώνυχο χέρι της στα σωθικά ενός διαμελισμένου παιδιού και να τραβάει έξω μια ακαθόριστη μάζα που μπορεί να ήταν το συκώτι του, μπορεί και το στομάχι...ποιος ξέρει. Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη και ξέρασε ξανά καθώς τον είδε να φέρνει τη μάζα στο στόμα του και να την μασουλάει.
- Άζαζελ, άκουσε ξαφνικά μια φωνή διαφορετική απ’αυτές των φαντασμάτων.
Δεν ήξερε δηλαδή αν ήταν όντως φαντάσματα, όμως αυτό υπέθετε. Οι φωνές τους όμως ήταν ψιθυριστές και γλυκές, δεν είχαν καμία σχέση μ’αυτήν εδώ. Αυτή ήταν απροσδιορίστου φύλου και ηλικίας κι είχε μια μελωδικότητα μέσα της που την καθιστούσε αναγνωρίσιμη ως αγγελική.
Είδε μια ψηλόλιγνη φιγούρα να εισέρχεται στο χώρο. Η αντίθεση σκιάς και φωτός έγινε πιο έντονη μέσα στη σπηλιά. Το μόνο που μπορούσε να ξεχωρίσει από τη σκιά της μορφής ήταν ότι είχε μακριά, κυματιστά μαλλιά.
Άκουσε τον δαίμονα να γελάει με κακία.
- Πώς και μας έκανες αυτήν την τιμή...Πρίγκηπα;
Έφτυσε την τελευταία λέξη ειρωνικά και σχεδόν κοροϊδευτικά.
- Ελπίζω να μη σε διακόπτω από κάτι, είπε ατάραχα η φιγούρα.
- Προς θεού...να σε κεράσω κάτι;
Του έτεινε ένα πόδι. Τα κορδόνια του σπορτέξ που ακόμη φορούσε κρέμονταν άλυτα.
- Ξεπέρασες τα όρια, Άζαζελ. Δεν έπρεπε να έχεις προσπαθήσει να σκοτώσεις τη Μαρίνα.
- Και τι σκοπεύεις να κάνεις γι’αυτό; Ε, Πρίγκηπα; προκάλεσε τη φωνή ο δαίμονας. Τι μπορείς να κάνεις; Έχασες τον πόλεμό σου πριν καν ξεκινήσει. Πού είναι οι άγγελοί σου, Λούσιφερ, Άστρο της Αυγής; Πού είναι οι λεγεώνες σου με τα πύρινα σπαθιά τους; Πού είναι τώρα ο περίφημος Θεός σου;
Η ψηλόλιγνη φιγούρα κινήθηκε με εκπληκτική ταχύτητα και άρπαξε τον δαίμονα από το λαιμό. Φάνηκε να διογκώνεται, να ψηλώνει, να γίνεται πιο επιβλητική, μέχρι που ο κένταυρος έμοιαζε με μικρό παιδί μπροστά στο μεγαλείο του πλάσματος εκείνου.
- Αν ψάχνεις τον Θεό μου σε ναούς και σε αγάλματα, δεν πρόκειται να τον βρεις. Αν τον ψάχνεις στις θυσίες και τους πολέμους των θνητών, τον ψάχνεις μάταια. Ο Θεός μου είναι μέσα μου και παντού σ’αυτόν τον κόσμο, ακόμη και σ’αυτήν την κακοφώτιστη σπηλιά που ακόμη φέρει νωπά τα σημάδια της ακόρεστης πείνας σου. Κι εγώ είμαι το όργανο της δικαιοσύνης του.
Μ’αυτά τα λόγια, το πλάσμα σήκωσε τον Άζαζελ ψηλά και, για μια ακόμη φορά εκείνο το βράδυ, άκουσε τον ήχο σάρκας που χωριζόταν από σάρκα. Ο κορμός του δαίμονα διαχωρίστηκε από τα αλογίσια πόδια του. Το πλάσμα πέταξε τα κομμάτια μακριά. Τα πόδια έπεσαν μπροστά της.
Η μορφή επανήλθε στο φυσιολογικό της μέγεθος, όμως τώρα μπορούσε να δει τα φτερά που ξεπρόβαλλαν από την πλάτη του. Κινήθηκε προς το μέρος της. Μπήκε στο κοίλωμα και τότε το είδε για πρώτη φορά. Ήταν πανέμορφο και χρυσό και δεν ήταν άντρας ούτε γυναίκα. Ήταν κάτι απόλυτα τέλειο και οι άκρες των φτερών του και τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Την πλησίασε και άγγιξε τις αλυσίδες της που άνοιξαν αμέσως.
Ήταν έτοιμη να ευχαριστήσει τον Πρίγκηπα, όταν είδε τις αχνοπράσινες μορφές που έμοιαζαν φτιαγμένες από καπνό να ξεπροβάλουν πίσω του.
- Σκότωσες τον αφέντη...τι θα κάνουμε χωρίς τον αφέντη; είπαν σε χορό οι αιθέριες φωνές.
Ο σπαραγμός τους την παρέλυσε. Όμως ο Πρίγκηπας της χαμογέλασε καθησυχαστικά και στράφηκε αργά προς το μέρος τους. Έμοιαζε απόλυτα ήρεμος, ακόμη κι όταν τον περικύκλωσαν.
- Θα αναπαυθείτε εν ειρήνη, τους είπε ευγενικά. Μπορείτε να συνεχίσετε το ταξίδι σας. Δεν υπάρχει πια κανείς να σας κρατήσει εδώ.
Εκτυφλωτικό, λευκό φως ξεπήδησε από μέσα του, από το σημείο της καρδιάς. Είδε τις ψυχές να αναλώνονται, να χάνονται στη λάμψη του και θα ορκιζόταν πως στα χλωμά, άυλα χείλη τους, χαμόγελα ήταν ζωγραφισμένα.