? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

12. Σάμαελ

Η Λούσι κρεμόταν από τις αλυσίδες μισολιπόθυμη. Όλο της το σώμα αιμορραγούσε κι από παντού πάνω της εξείχαν διαφόρων ειδών και μεγεθών λάμες. Η μεταλλική μπάρα ήταν πεταμένη, γεμάτη μαύρο αίμα, κάπου πιο πέρα. Με δυσκολία κρατούσε τα μάτια της μισάνοιχτα. Το πρήξιμο δεν της επέτρεπε κάτι παραπάνω. Το υπόγειο μύριζε σκουριά και καμένο δέρμα.
Δεν είχε ιδέα πόσες ώρες είχαν περάσει όταν η πόρτα άνοιξε ξανά και ο Ίωνας μπήκε και πάλι μέσα. Ήταν ένας από τους πιο εμπνευσμένους βασανιστές που είχε συναντήσει ποτέ της κι αν τα πράγματα ήταν αλλιώς και δεν ήταν εκείνη στη θέση του θύματός του, ίσως και να σκεφτόταν να τον στρατολογήσει στο σκοπό της. Όμως τα πράγματα δεν ήταν αλλιώς.
- Είσαι έτοιμη να συνεχίσουμε από εκεί που είχαμε μείνει; τη ρώτησε χαμογελαστά και με ψεύτικο ενδιαφέρον.
Άπλωσε το ένα του χέρι και χάιδεψε απαλά το μωλωπισμένο πρόσωπό της, ενώ με το άλλο ξεκούμπωνε το παντελόνι του. Ήταν παράξενο όμως δεν ένιωθε πια φόβο, ούτε πόνο. Είχε ξεπεράσει αυτό το στάδιο προ πολλού. Το μόνο που ήθελε ήταν να τελειώσει επιτέλους το μαρτύριο και να βυθιστεί σε μια γλυκιά, θεραπευτική νάρκη δίχως όνειρα. Δεν έκανε την παραμικρή κίνηση να αντισταθεί όταν ο Ίωνας την κατέβασε από τις αλυσίδες και την πέταξε στο πάτωμα.
- Αυτό, της είπε αρπάζοντάς την από τη μέση, είναι για να μάθεις τι παθαίνει όποιος εναντιώνεται στον Πρίγκιπα της Κόλασης.
Η Λούσι έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε τα δόντια της, προετοιμάζοντας τον εαυτό της για τη βίαιη διείσδυση. Μόνο που δεν ήρθε ποτέ. Αντ’αυτού, ένα ανατριχιαστικό «κρακ» ακούστηκε από κάπου πίσω της, ακολουθούμενο από ένα ουρλιαχτό πόνου.
Με κόπο, κατάφερε να γυρίσει το σώμα της, όντας απόλυτα σίγουρη πως θα έβλεπε τον Αββαδών ή τον Άζαζελ να παίρνουν εκδίκηση για τα βασανιστήρια που είχε υποστεί. Όμως τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει γι’αυτό που αντίκρισε.
Ο Ίωνας ήταν πεσμένος στα γόνατα, κλαίγοντας σαν παιδάκι από πόνο, ενώ τα χέρια του κρέμονταν άψυχα, σχηματίζοντας αφύσικες γωνίες. Μπροστά του, αγέρωχος και πανέμορφος, μ’έναν απόκοσμο, ανδρόγυνο τρόπο, στεκόταν ο Λούσιφερ. Τα χαλκόξανθα, μακριά μαλλιά του χύνονταν στην πλάτη του και τα πράσινα μάτια του φέγγιζαν στο σκοτάδι. Έμοιαζε να αναδύει ολόκληρος φως και μια περηφάνια που οι θνητοί είχαν ξεχάσει από αιώνες την ύπαρξή της.
- Κανείς, είπε ψιθυριστά, κανείς δεν σκοτώνει ούτε βασανίζει στο όνομά μου, άνθρωπε. Αν θες κάποιον ανώτερο σκοπό για να δικαιολογήσεις τη μικρότητα και το σκοτάδι της ψυχής σου, πήγαινε στην Εκκλησία και προσευχήσου. Όμως εμένα μη με επικαλείσαι γιατί δεν είμαι θεός. Δεν ακούω προσευχές. Και δεν μπορώ να συγχωρέσω κανέναν ούτε να του δώσω άφεση. Ακόμη κι αν σ’ένα ευρύτερο επίπεδο οι πράξεις του ευνοούν τα σχέδιά μου.
Η φωνή του κύλησε πάνω στη Λούσι σαν θεραπευτικό βάλσαμο. Ένιωσε τις πληγές της να κλείνουν μία-μία και τις δυνάμεις της να επιστρέφουν. Ο Ίωνας κοίταζε τον Πρίγκηπα με τρόμο καθώς εκείνος άπλωνε το χέρι του και, με μια ρευστή κίνηση, του έσπαζε το λαιμό σαν σπίρτο. Στράφηκε προς το μέρος της. Δεν υπήρχε οίκτος στο βλέμμα του, μόνο μια θλίψη ανείπωτα βαθιά και αρχαία όσο ο χρόνος. Έψαξε για λίγο το χώρο με τα μάτια κι έπειτα την κοίταξε σχεδόν απολογητικά. Χωρίς να πει λέξη, έβγαλε το πουκάμισό του και της το έδωσε, μένοντας μόνο με το τζιν.
Όχι χωρίς καχυποψία, η Λούσι το φόρεσε. Μετά βίας κάλυπτε τα επίμαχα σημεία, όμως έπρεπε κι η ίδια να παραδεχτεί πως ήταν το μόνο που υπήρχε διαθέσιμο. Επιπλέον, μύριζε όμορφα. Μια μείξη από θυμάρι και λιωμένη καραμέλα, με ένα δείγμα από θειάφι, που όμως θα πέρναγε απαρατήρητο από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Σηκώθηκε από το πάτωμα και στάθηκε μπροστά του.
- Ήξερες τι σκοπεύαμε να κάνουμε.
Εκείνος χαμογέλασε ελαφρά, σαν να γνώριζε μυστικά που όλοι οι άλλοι αγνοούσαν. Πράγμα που ήταν, αναμφίβολα, αλήθεια.
- Ναι.
- Ήξερες ότι η Βασίλισσα θα ξαναγεννιόταν.
- Ναι.
- Τότε θα ξέρεις και πως αυτή τη φορά δεν έχεις την παραμικρή ελπίδα να τη νικήσεις.
Ο Λούσιφερ της έριξε ένα εύθυμο βλέμμα. Έμοιαζε να διασκεδάζει.
- Ναι, είπε τελικά μετά από μια μακριά σιωπή.
Η Λούσι έκανε ένα αποφασιστικό βήμα και βγήκε από τον κύκλο. Αναρρίγησε στην ανάμνηση όσων της είχε κάνει ο Ίωνας εκεί μέσα κι όσων είχε σκοπό να της κάνει ακόμα, αν δεν εμφανιζόταν ο Πρίγκηπας την κατάλληλη στιγμή.
- Τότε γιατί το έκανες; Σίγουρα καταλαβαίνεις πως αυτό δεν αλλάζει τα πράγματα και πως δεν πρόκειται να προδώσω τη Βασίλισσα και να σε βοηθήσω.
Εκείνος έκλινε το κεφάλι του, σαν να άκουγε στον αέρα ψίθυρους από κάπου πολύ μακριά.
- Ναι.
- Γιατί, λοιπόν;
Την κοίταξε για λίγο, σιωπηλός. Κι έπειτα άπλωσε το χέρι του και την αγκάλιασε. Η Λούσι έκανε να τραβηχτεί, όμως τα χέρια του την κρατούσαν σταθερά κι η δύναμή τους ήταν τέτοια που θα μπορούσε να συνθλίψει κόσμους ολόκληρους. Από το πουθενά, ένα ζευγάρι λευκόχρυσα, αγγελικά φτερά την τύλιξε κι ένιωσε μια δίνη αέρα και ενέργειας να υψώνεται γύρω της. Αισθάνθηκε κάθε μόριο της ύπαρξής της να διασπάται και να ανασυντίθεται ξανά καθώς το έδαφος του υπογείου εξαφανιζόταν και τη θέση του έπαιρνε το γνώριμο, ασπρόμαυρο πάτωμα του κάστρου της στο έβδομο επίπεδο της Κόλασης. Ο Λούσιφερ την εναπόθεσε με προσοχή στα πόδια της κι εκείνη γύρισε από την άλλη πλευρά κι έβγαλε τα σωθικά της. Όταν στράφηκε ξανά προς το μέρος του, δεν ήταν εκεί.
Στεκόταν στο παράθυρο, κοιτώντας έξω, την άναστρη νύχτα που δέσποζε πάντα στην Κόλαση. Αν και το μέρος ήταν παγωμένο κι αυτός ημίγυμνος, δεν έδειχνε να κρυώνει.
- Θα μπορούσα να σου δώσω μισό εκατομμύριο λόγους.
Τον πλησίασε, σχεδόν διστακτικά, και στάθηκε πίσω του, σε αρκετή απόσταση ώστε να τρέξει για βοήθεια αν αποφάσιζε ότι την ήθελε νεκρή τελικά.
- Δεν με ενδιαφέρουν όλοι. Μόνο ο αληθινός.
- Όλοι είναι αληθινοί, αποκρίθηκε με την πανέμορφη, ανδρόγυνη φωνή του.
- Τότε πες μου τον πιο σημαντικό.
Τότε εκείνος γέλασε, μ’εκείνο το γέλιο που έμοιαζε με δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια.
- Πολύ καλά. Ξεπούλησα την ίδια μου τη φύση για να υπάρχει ελεύθερη βούληση στον κόσμο. Όχι μόνο για τους ανθρώπους, αλλά και για τους αγγέλους και για τους δαίμονες και για όλους. Το να στερείται κάποιος την ελεύθερή του βούληση στο δικό μου όνομα είναι ελαφρώς εξοργιστικό, όπως καταλαβαίνεις. Ή ίσως και να μην καταλαβαίνεις, ποιος ξέρει. Από την άλλη, είναι πιθανό να γνωρίζεις πια καλύτερα από τον καθένα τη εννοώ. Επειδή αντιτέθηκα στους θείους νόμους, η ανθρωπότητα με κατατάσσει αυτόματα σαν «κακό» ή «σατανικό» και θεωρεί ότι για όλα τα σκατά που γίνονται στον κόσμο φταίω εγώ. Μάλιστα πιστεύουν ότι το απολαμβάνω. Ηλίθιοι.
- Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι εγώ μπορώ να καταλάβω;
Γύρισε ελαφρά και την κοίταξε με την άκρη του ματιού του. Ένα θλιμμένο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη του.
- Αυτοί που σε κρατούσαν αιχμάλωτη πίστευαν ότι ο βιασμός δεν θα ήταν στ’αλήθεια βιασμός επειδή είσαι δαίμονας της λαγνείας. Πίστευαν μέχρι και ότι θα σου άρεσε. Έτσι δικαιολόγησαν τον εαυτό τους για ο,τι σου έκαναν. Εσύ, όμως, τους δικαιολογείς;
Η Λούσι ήξερε, μέσα της τι έπρεπε να απαντήσει. Έπρεπε να του πει πως θα έβρισκε την Αλίκη και όσους την είχαν βοηθήσει και θα την έκανε να υποφέρει δέκα φορές χειρότερα. Έπρεπε να του πει πως δεν την έσωσε, πως θα τα είχε καταφέρει και μόνη της. Όμως τα λόγια δεν έβγαιναν, καθώς τον έβλεπε να στέκεται στο παράθυρο φορώντας τη θλίψη και τη μοναξιά του περήφανα, σαν πολεμιστής.
- Το ότι με βοηθήσες δεν αλλάζει τίποτα μεταξύ μας.
Ο Πρίγκηπας αναστέναξε και για μια στιγμή ακούστηκε κουρασμένος και σχεδόν ηττημένος.
- Μπορεί. Από την άλλη...μπορεί και να αλλάζει τα πάντα. Ο χρόνος θα δείξει.


Η Τία είχε αποκοιμηθεί λίγο πιο δίπλα. Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης μοιράζονταν τα τελευταία τους τσιγάρα καθώς ξημέρωνε. Για την ώρα, οι διώκτες τους έδειχναν να τους έχουν χάσει. Μέχρι την επόμενη φορά, σκέφτηκε ο Λαέρτης. Αναρωτήθηκε ποιος τους είχε στείλει στο κατόπι τους και πώς ήξεραν κάθε φορά πού να τους βρουν. Κάποιος τους έδινε πληροφορίες, όμως ποιος; Να ήταν άραγε ο μυστηριώδης «Σαμ»;
- Πώς βρήκες την καταπακτή; ρώτησε ξαφνικά τον Μιχάλη, χωρίς να είναι σίγουρος για ποιο λόγο οι σκέψεις του είχαν κάνει τέτοια απότομη στροφή.
Ο Μιχάλης τον κοίταξε απορημένα και λίγο καχύποπτα. Ο Λαέρτης σκέφτηκε πως κι αυτός, αν είχε σκοτώσει δυο αθώες γυναίκες, καχύποπτος θα ήταν.
- Εδαφοτομή, του είπε ρίχνοντάς του ένα πλάγιο βλέμμα. Είναι μια διαδικασία κατά την οποία...
- Δεν εννοούσα αυτό, τον έκοψε ο Λαέρτης.
- Και τότε τι εννοούσες;
- Σίγουρα δεν αποφάσισες να κάνεις μόνος σου αυτή την, πώς την είπες; Εδαφοτομή; Και εντελώς τυχαία έπεσες πάνω σε μια πανάρχαια καταπακτή που εντελώς τυχαία περιείχε τα αυγά, τα οποία εντελώς τυχαία ήσουν ο μόνος άνθρωπος μέσα σε χιλιετίες που κατάφερε να γονιμοποιήσει;
Ο Μιχάλης κάτι πήγε να πει, όμως ο Λαέρτης δεν τον άφησε.
- Μην αρχίσεις πάλι τις μαλακίες περί επιστήμης γιατί ακόμη και με το νόμο των πιθανοτήτων να το πάρεις, παραείναι πολλές οι συμπτώσεις.
- Ήταν μια έρευνα που κάναμε με μια ομάδα μελετητών, για λογαριασμό του κράτους. Τη χρηματοδοτούσε ένας ζάμπλουτος τύπος, κολημμένος με τα φυτά ή κάτι τέτοιο. Ούτε και θυμάμαι τι μας είχαν πει...
- Το όνομά του το θυμάσαι;
Ο Μιχάλης έδειχνε να καταβάλει προσπάθεια, οπότε θεώρησε καλό να μην τον ζορίσει, καθώς κάτι τέτοιο μάλλον θα κατέληγε σε έναν ακόμη καυγά. Τον άφησε στην ησυχία του και περίμενε.
- Αυγερινός! αναφώνησε θριαμβευτικά μετά από κάνα πεντάλεπτο. Σ. Αυγερινός. Αυτό έλεγαν τα συμβόλαιά μας και οι επιταγές μας στο τέλος. Σ. Αυγερινός.
Ήταν ακριβώς τη στιγμή εκείνη που ο Λαέρτης συνειδητοποίησε για ποιο λόγο η σκέψη του είχε ακολουθήσει εκείνη την αλλόκοτη πορεία εξαρχής. Πετάχτηκε πάνω, αναψοκοκκινισμένος, σχεδόν μην πιστεύοντας αυτό που μόλις είχε περάσει απ’το μυαλό του.
- Τι έπαθες; τον ρώτησε ο Μιχάλης με τη χαρακτηριστική αδιαφορία του.
- Ω, θεέ μου...ω, θεέ μου.
- Ο θεός σου μας εγκατέλειψε από τότε που αυτό το πράγμα πετάχτηκε από το φυτό μου, είπε βαριεστημένα δείχνοντας αόριστα προς το μέρος όπου κοιμόταν η Τία.
Ο Λαέρτης πήρε μερικές βαθιές ανάσες προσπαθώντας να ηρεμήσει και να βάλει τις σκέψεις του σε τάξη. Τελικά, κάθισε πάλι στο χώμα κι άναψε δεύτερο τσιγάρο.
- Ο αυγερινός, όπως θα ξέρεις, είναι το γνωστό «άστρο του πρωινού» γιατί ακόμη κι όταν ξημερώνει εξακολουθεί να φαίνεται. «Άστρο του πρωινού» είναι επίσης ένα όνομα που έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον για να περιγράψει τον Λούσιφερ ή αλλιώς Εωσφόρο. «Εώς» στα αρχαία ελληνικά είναι η αυγή. «Εωσφόρος» είναι αυτός που φέρνει την αυγή. Είπες ότι ήταν «Σ. Αυγερινός», σωστά;
- Ναι, είπε ο Μιχάλης προσπαθώντας να καταλάβει τον ειρμό της σκέψης του όχι ακριβώς φίλου του.
- Σαμ. Σαμ Αυγερινός. Το πραγματικό όνομα του Λούσιφερ, το αγγελικό αν θες, ήταν Σάμαελ. Αυτός έψαχνε για τα αυγά τότε, για να τα καταστρέψει προφανώς, αυτός έχει εξαπολύσει και το κυνηγητό εναντίον μας τώρα, για να σκοτώσει την Τία.
- Κι αυτό τι ακριβώς σημαίνει;
- Ότι την έχουμε γαμήσει.
- Γιατί;
- Γιατί με κάποιον τρόπο του την έφερες και του βούτηξες τα αυγά κάτω από τη μύτη.
- Χάος, ακούστηκε από πίσω τους η νυσταγμένη φωνή της Τίας που το επόμενο κιόλας δευτερόλεπτο είχε βυθιστεί πάλι στον ύπνο.