? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

11. John-John

Πριν δυο μέρες

Με το που πρόβαλλε το φεγγάρι στη δεντρόφυτη μικρή πρασιά μεταξύ των άχαρων οικοδομών, φώτισε μια μαύρη σιλουέτα να ξεγλιστρά από ένα μπαλκόνι και να κατεβαίνει κλεφτά γαντζωμένη από ένα σχοινί. Το διαμέρισμα που άφησε πίσω της, δεν ήταν καθόλου τυχαίο ως προς την επιλογή του. Ήταν το σπίτι του Μιχάλη Λαδόπουλου. Ούτε όμως και ο μυστηριώδης αυτός διαρρήκτης είχε συνηθισμένα κίνητρα για την πράξη του. Στο λαιμό του, εκεί που τέλειωνε η κουκούλα που σκέπαζε το πρόσωπό του, βρίσκονταν κρεμασμένο ένα μεγάλο κουτί. Εκεί είχε την εντολή να τοποθετήσει τα τέσσερα λάφυρα από τη διάρρηξη που μόλις είχε διαπράξει. Εκεί βρίσκονταν τα τέσσερα αλλόκοτα φυτά που βρήκε στο γραφείο του Λαδόπουλου.

Η μορφή τους τον εντυπωσίασε αρκετά, όταν τα αντίκρισε. Αυτό όμως που τον εντυπωσίασε ακόμη περισσότερο, ήταν ότι αυτή του η πράξη αποτελούσε μια δοκιμασία για τη μύησή του στο Τάγμα του Σταυρού του Ρόδου. Λίγες μέρες πριν, ο Μάκης Οικονομίδης, ήταν ένας απλός υπάλληλος στη βιβλιοθήκη του Δήμου, που τον ενδιέφεραν τα απόκρυφα κείμενα. Το βράδυ εκείνο, είχε μετατραπεί σε κλέφτη προκειμένου να γίνει μέλος του Τάγματος. Ποτέ δε περίμενε ότι θα του ζητούσαν κάτι τέτοιο προκειμένου να τον κάνουν δικό τους, καθώς η φήμη που είχανε δεν κινούσε υποψίες ότι καταφεύγανε σε τέτοιες μεθόδους, ωστόσο έπρεπε να το κάνει χωρίς πολλές ερωτήσεις. Και το έκανε.

Λίγο πιο μακριά, κάτω από μια θεοσκότεινη πυλωτή, τον περίμενε η γυναίκα που του έδωσε την εντολή και που ήταν υπεύθυνη για τη μύησή του. Την είδε να χαμογελάει με ικανοποίηση καθώς την πλησίαζε.

«Όλα εντάξει Μάκη;», τον ρώτησε, καθώς αυτός έβγαζε την κουκούλα και εξέθετε το πρόσωπό του στον αέρα της αναγνώρισης.
«Μια χαρά κυρία Κομνηνού», της απάντησε ανταποδίδοντας της το χαμόγελο. «Δε με ζόρισαν καθόλου στο να τα βρω».
Τα μάτια της Αλίκης έλαμψαν μες το σκοτάδι σα να ανήκαν σε γάτα και όχι σε γυναίκα. «Τέλεια».
«Έκανα ότι ακριβώς μου είπατε. Μπορώ λοιπόν να χριστώ μέλος σας, έτσι;»
«Τώρα ακριβώς που μιλάμε, θα σε ορίσω μέλος μας», είπε η Αλίκη παίρνοντας το γεμάτο κουτί που της έδωσε, από το βάρος του οποίου συμπέρανε ότι ήταν γεμάτο.
Τα λόγια της φάνηκαν να ενθουσιάζουν τον Μάκη. «Τώρα; Μα πώς γίνεται αυτό;»
Η Αλίκη άνοιξε τη τσάντα της και άρχισε να την ψάχνει. «Μια υπογραφή μόνο θα βάλεις…»

Ο Μάκης ένιωσε ευτυχισμένος για μια στιγμή. Μία μόνο φευγαλέα στιγμή, που έσβησε απότομα όταν είδε το πιστόλι με το σιγαστήρα φορεμένο πάνω του, να προβάλλει και να τον σημαδεύει.

«Μία υπογραφή στα κιτάπια του Άγιου Πέτρου», διευκρίνισε η Αλίκη καθώς το έστρεψε επάνω του.

Ούτε να φωνάξει πρόλαβε ο Μάκης. Ούτε να ικετέψει. Οι τρεις σφαίρες τον βρήκαν στο στήθος, αθόρυβα και θανάσιμα. Έμεινε να αιωρείται για τόσο λίγο, όσο χρειάζονταν για να σχηματιστεί μια έκφραση απορίας στο πρόσωπό του. Με την έκφραση αυτή σωριάστηκε και αφέθηκε στην αγκαλιά του θανάτου.

Καθώς η Αλίκη έβγαινε και πάλι στο φως του δρόμου με το κουτί στο δεξί χέρι, τα μάτια της εξακολουθούσαν να λάμπουν από ικανοποίηση και το αριστερό σχημάτιζε ένα νούμερο στο κινητό της. Ενώ της απαντούσε το πρόσωπο που κάλεσε, αυτή εξακολουθούσε να περπατά και να απομακρύνεται από τη πυλωτή της οποίας το σκοτάδι έκρυβε το θύμα της. «Όλα εντάξει Σεβάσμιε. Αυτή τη στιγμή έχω τα αυγά στα χέρια και μπορείς να πεις ότι έχω τηρήσει το δικό μου μέρος της συμφωνίας».


Παρόν


Μέσα σε μια πυκνή συστάδα ενός δάσους από ευκαλύπτους και πάνω σε έναν λόφο που αρκετά χιλιόμετρα τον χώριζαν από τον πολιτισμό, τρεις μικρές σκηνές έστεκαν η μια δίπλα στην άλλη, όντας ασφαλείς από κάθε παρείσακτο βλέμμα. Μπροστά τους, βρίσκονταν ο Λαέρτης και ο Μιχάλης καθισμένοι σε ψάθες, ενώ λίγο πιο πέρα, η Τία έπαιζε με μια πλαστική κούκλα. Ο καθένας τους φωτίζονταν αχνά από τη λάμπα υγραερίου που είχε δίπλα του.

«Η Αλίκη είναι ένας άγγελος», έλεγε ο Λαέρτης στο Μιχάλη. «Για μένα είναι όλα όσα ποθώ σε αυτό τον κόσμο. Γι’ αυτό και θα έδινα τα πάντα ώστε να μπορούσα να την κατακτήσω μόνος μου. Να μη χρειαζόταν ποτέ να συμβεί αυτό. Τώρα, ούτε στα μάτια μπορώ να την κοιτάξω και να μην αισθάνομαι άσχημα».

«Θα σου πω το εναλλακτικό σενάριο, ώστε να μην αισθάνεσαι τόσο άσχημα», είπε ο Μιχάλης. «Αν την κατακτούσες από μόνος σου, στους τρεις μήνες που είστε μαζί, θα έλεγες και πάλι ότι είναι ένας άγγελος. Αυτή θα ανταποκρίνονταν σε αυτό το ρόλο και θα σου έλεγε υπέροχα λόγια. Θα σου έλεγε ότι σε αγαπά και ότι δε μπορεί να ζήσει χωρίς εσένα. Η κατάσταση αυτή θα κρατούσε για αρκετά χρόνια, διάστημα στο οποίο θα επαναπαυόσουν στα λόγια της αυτά. Ξαφνικά όμως, μια μέρα θα τα έπαιρνε πίσω και θα φέρονταν σα να μην τα είπε ποτέ. Θα σε εγκατέλειπε και θα έκανε ότι μπορεί προκειμένου να σε ξεχάσει. Θα ήσουν πλέον ένα τίποτα γι’ αυτήν».

Ο Λαέρτης τον λοξοκοίταξε. «Ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, δε θα ξέσπαγα πάνω σε δυο αθώες κοπέλες και μετά θα κατηγορούσα τους δαίμονες για τις πράξεις μου»

Ο Μιχάλης θύμωσε με τα λόγια αυτά. «Άσε τις μπηχτές. Εγώ ότι έκανα το έκανα για το καλό της επιστήμης».

«Ότι πεις», κατέληξε ο Λαέρτης. «Δεν έχει νόημα να μαλώνουμε συνέχεια. Να σου δείξω λοιπόν τι αγόρασα όσο εσείς οι δύο ήσασταν στο σούπερ-μάρκετ. Σηκώθηκε και έβγαλε ένα μεγάλο χαρτοκιβώτιο από το αντίσκηνό του.

Το προμηθεύτηκε από την Κατερίνη, την οποία αναγκάστηκαν να επισκεφτούν κατά τη διάρκεια της ημέρας, έπειτα από τη διαπίστωση ότι με τους ρυθμούς που βαδίζανε θα απαιτούνταν τρία βράδια προκειμένου να φτάσουν στο Παγγαίο και όχι μόνο δύο, όπως ήταν ο αρχικός τους υπολογισμός. Έπρεπε λοιπόν να έχουν προμήθειες για μία ακόμη μέρα και επισκέφτηκαν την πόλη, παρά το γεγονός ότι η κίνησή τους αυτή ενείχε μεγάλο ρίσκο. Από εκεί αγόρασε ο Μιχάλης την κούκλα για την Τία, υποκύπτοντας στα παρακάλια που αυτή εξέφρασε προκειμένου να την αποκτήσει. Από κει αγόρασε ο Λαέρτης και το κιβώτιο, του οποίου το περιεχόμενο δε του αποκάλυψε, μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Το περιεχόμενο τελικά ήταν μια καμπαρντίνα και ένα πλατύγυρο καπέλο.

«Αργεί το τριώδιο», επισήμανε ο Μιχάλης βλέποντάς τα.

«Είναι για να μεταμφιεζόμαστε σε περίπτωση που επισκεφτούμε άλλη πόλη», του εξήγησε ο Λαέρτης. «Μακάρι να επαρκούσαν τα λεφτά μου να αγοράσω και μια δεύτερη. Αυτό που κάναμε σήμερα ήταν πολύ επικίνδυνο και θα μπορούσαν να μας εντοπίσουν ανά πάσα στιγμή». Αφού τοποθέτησε την καμπαρντίνα και το καπέλο και πάλι μέσα στο κουτί, επανήλθε στην προηγούμενη συζήτησή τους, με πολύ πιο ήπιους τόνους. «Κοίτα Μιχάλη, ξέρω ότι δεν αισθάνεσαι καλά μετά από όσα έκανες. Το καταλαβαίνω από τον τρόπο που αντιδράς όταν η Τίαματ χρησιμοποιεί τις δυνάμεις της. Τρομάζεις όσο κι εγώ, ίσως και περισσότερο, γιατί βλέπεις σε αυτή το μέρος του εαυτού σου που έχεις πλέον μισήσει. Συνειδητοποιείς πόσο άσχημο είναι το να σκοτώνει κάποιος χωρίς να έχει επίγνωση των συνεπειών του και αυτό σε απωθεί γιατί σου θυμίζει τις δικές σου πράξεις. Πρέπει να καταλάβεις όμως ότι αυτή δεν είναι άνθρωπος σαν εσένα και να μην την αντιμετωπίζεις σαν ένα απλό κοριτσάκι. Οι δυνάμεις της είναι πέρα από την ανθρώπινη αντίληψη. Είναι θεά και όχι ανθρώπινο ον».

Ο Μιχάλης, γύρισε και κοίταξε την Τία, όπως έπαιζε αμέριμνη με την πλαστική κούκλα της. Ήταν κούκλα που είχε τη μορφή ενός όμορφου και κομψού άντρα, τέτοιου που κάθε κοριτσάκι θα ήθελε να ερωτευτεί όταν μεγαλώσει. Η Τία τον είχε γδύσει εντελώς, τον έβαλε να καθίσει και αφού ύψωσε τα χέρια του ψηλά, τον κουνούσε πάνω-κάτω έτσι ώστε να μοιάζει ότι την προσκυνά.

«Είναι ο John-John, ο γκόμενος της Bibi-bo», της διευκρίνισε ο Μιχάλης.

«John-John», επανέλαβε η Τία, χωρίς να σταματήσει αυτό που έκανε.

«Βλέπω ακόμη σπας πλάκα με την όλη κατάσταση», παρατήρησε ο Λαέρτης στο Μιχάλη.

«Τι να κάνω;», παραδέχτηκε ο Μιχάλης. «Ώρες-ώρες η κατάσταση μου φαίνεται εντελώς ηλίθια».

Άξαφνα, εκεί που κανείς τους δε το περίμενε, η Τία άφησε τη κούκλα και έπεσε προς τα πίσω απότομα, βγάζοντας μια κραυγή που δήλωνε έναν αναπάντεχο πόνο. Έπειτα, άρχισε να σφαδάζει στο έδαφος, σα να τη σούβλιζε ένα αόρατο ακόντιο.

Ο Μιχάλης σηκώθηκε με μιας και έτρεξε κοντά της. «Τι έχεις;», φώναξε σαστισμένος. Η Τία άρχισε να κλαίει γοερά.

«Τι της συμβαίνει;», ρώτησε εξίσου σαστισμένος ο Λαέρτης.

«Δε ξέρω», απάντησε ο Μιχάλης που τα είχε χαμένα, ενώ σήκωνε το φόρεμά της μήπως και βγάλει κάποια άκρη. Αμέσως πάγωσε στη θέα που αντίκρισε. «Λαέρτη!», φώναξε, «Μήπως μας βρίσκεται καμία σερβιέτα;»

«Τι είναι αυτά που λες!», απόρησε ο Λαέρτης καθώς πλησίαζε κι αυτός να δει τι συμβαίνει. Το ίδιο εμβρόντητος με το Μιχάλη έμεινε, όταν είδε να διαγράφονται κάτω από το ελαφρά σηκωμένο φόρεμα της Τίας, δύο μικρά ρυάκια αίματος που ξεκίναγαν από ψηλά. Ένα σε κάθε πόδι.

Αυτή εξακολουθούσε να κλαίει. «Η Λούσι», είπε μες τους λυγμούς που την έπνιγαν. «Πονάει!».
«Επικαλείται τη μάνα της», είπε ο Μιχάλης. «Μάλλον τρόμαξε από το αίμα. Δεν της έχει έρθει περίοδος ξανά και είναι ταραγμένη».

«Αυτό δεν είναι περίοδος», είπε ο Λαέρτης ενώ έψαχνε την τσέπη του. «Αυτό είναι… κακό σημάδι». Έβγαλε ένα μαντήλι που είχε από καιρό ξεχασμένο μεσ’ το παλτό του και το έδωσε στο Μιχάλη.

Ο Μιχάλης ανακουφίστηκε στη θέα του μαντηλιού και το έβαλε στο χέρι της Τίας, η οποία σταμάτησε κάπως το κλάμα της όταν το αντίκρισε. Μετά κοίταξε τον Μιχάλη.

«Μήπως θες να στο φορέσω κιόλας;», της είπε αυτός θυμωμένος.

Η Τία ξανάρχισε τα κλάματα. Σηκώθηκε όρθια, τους γύρισε την πλάτη και σήκωσε από μπροστά το φόρεμά της, ώστε να μη την βλέπουν. Ενώ τοποθετούσε το μαντήλι, το κλάμα δεν έλεγε να την εγκαταλείψει. Ήταν ένα κλάμα που πέρα από παράπονο, πρόδιδε και θυμό. Το όλο θέαμα ράγιζε την καρδιά των δύο αντρών. Ήθελαν να κάνουν κάτι παραπάνω για να βοηθήσουν, αλλά ένιωθαν ανήμποροι.

Αμέσως όμως ηρέμησε. Γύρισε και τους κοίταξε με τα μάγουλά της υγρά από τα δάκρια, αλλά το βλέμμα της έμοιαζε να δείχνει σα να μην έκλαψε ποτέ. Μία λέξη μόνο τους είπε: «Κίνδυνος».

Στο άκουσμά της, ο Λαέρτης έτρεξε προς το κοντινότερο κράσπεδο της συστάδας. Αμέσως γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη γεμάτος αγωνία. «Πως πλήρωσες στο σούπερ-μάρκετ;», τον ρώτησε.

Ο Μιχάλης τον πλησίασε γεμάτος απορία για την ερώτηση που του απεύθυνε. «Όπως πάντα, με τη πιστωτική μου κάρτα. Γιατί;»

«Να γιατί!», απάντησε ο Λαέρτης και του έδειξε μακριά στον ορίζοντα το θέαμα που τον συγκλόνισε.

Ήταν μια θάλασσα από οχήματα που πλησίαζαν προς το μέρος τους, με τα φώτα τους να κυριαρχούν πάνω στο σκοτάδι της νύχτας. Περιπολικά και καναδέζες του στρατού είχαν ενωθεί και πλησίαζαν απειλητικά. Έφτασαν μέχρι τις βραχώδεις εξάρσεις που βρίσκονταν αρκετά κοντά στο δασάκι και αμέσως οι πόρτες τους άρχισαν να ανοίγουν και να ξεχύνονται οι μπλε και πράσινοι επιβάτες τους στην κοιλάδα που τάραξαν τη βραδινή της γαλήνη.

«Θα σαρώσουν την περιοχή», είπε ο Μιχάλης. «Δε θα προλάβουμε να ξεστήσουμε τα αντίσκηνα. Καλύτερα να το βάλουμε στα πόδια αμέσως».

«Ίσως μπορέσουμε να κερδίσουμε χρόνο, ώστε να φύγουμε με τα εφόδια που μας είναι απαραίτητα», είπε ο Λαέρτης. Πλησίασε δειλά την Τία, η οποία τους κοίταζε με ένα ανεξήγητα θυμωμένο ύφος. «Τίαματ. Σου ζητώ ταπεινά να κάνεις κάτι ώστε να μην έρθουμε αντιμέτωποι με αυτούς. Είναι πάρα πολλοί θνητοί. Οι περισσότεροι από αυτούς, σίγουρα έχουν οικογένειες που θα πονέσουν αν τους χάσουν. Σου ζητώ να δείξεις οίκτο. Δεν είναι ανάγκη να τους σκοτώσεις όλους».

«Όλους!», φώναξε η Τία με ένα παιδικό πείσμα να καθρεφτίζεται στη φωνή της. «Και εσάς!»

Τα λόγια της αυτά αιφνιδίασαν το Λαέρτη, οπότε το λόγο πήρε ο Μιχάλης θυμωμένος.
«Άκου να σου πω, βλαμμένο. Περνάμε τα πάνδεινα εξαιτίας σου και παρόλα αυτά σου κάνουμε όλα τα χατίρια. Σου παίρνουμε παγωτά, κούκλες και ότι άλλη παπαριά μας ζητάς. Τώρα δα που είχες πρόβλημα, σου δώσαμε το μαντήλι. Στο τέλος θα σε ξεσκατώσουμε κιόλας».

Το πείσμα της Τίας, δεν έμοιαζε να υποχωρεί.

«Μη την εξοργίζεις», παρακάλεσε ο Λαέρτης τον Μιχάλη.

Ο Μιχάλης όμως συνέχισε ανταποδίδοντας της το ύφος με το οποίο τον κοίταζε. «Θα κάνεις ότι σου είπε ο Λαέρτης. Κατάλαβες;»

Το πείσμα ήταν πλέον αμοιβαίο. Ούτε ο Μιχάλης, ούτε η Τία έδειχναν να σκοπεύουν να υποχωρήσουν. Απλώς κοιτάζονταν, περιμένοντας ο ένας από τον άλλο να κάνει πίσω.

Μετά από λίγες στιγμές, οι αστυνομικοί και οι στρατιώτες είχαν ήδη συνταχθεί σε μεγάλες ομάδες, με τη πρόθεση να σαρώσουν την περιοχή σε όλες τις κατευθύνσεις της. Το ρόλο των συντονιστών, έπαιζαν επιτυχώς ο Αρχιφύλακας Τάσος Γρηγοριάδης και ο Λοχαγός Παύλος Ευθυμίου.

«Μπορεί να βρίσκονται μία ανάσα κοντά μας», επισήμανε ο Γρηγοριάδης στο παραταγμένο πλήθος. «Υπενθυμίζω τις εντολές. Συλλάβετε τους άντρες, σκοτώστε το κορίτσι. Σε περίπτωση που διστάσετε να πυροβολήσετε τη μικρή κοπελιά, σκεφτείτε το πόσο θανάσιμη υπήρξε ως τώρα και αποφασίστε αν θέλετε να υποστείτε το ίδιο με τα προηγούμενα θύματά της».

«Δεν νομίζω ότι έχω να προσθέσω κάτι σε αυτά», τους είπε ο Ευθυμίου.

Τότε, όλοι τους αναπήδησαν στο άκουσμα μιας απόκοσμης τραχιάς φωνής που κύκλωσε το χώρο και που κάθε άλλο παρά ανθρώπινη έμοιαζε. «Εγώ όμως έχω να προσθέσω κάτι».

Αστυνομικοί και στρατιώτες, ύψωσαν τα όπλα τους και κοιτούσαν ολόγυρα ανήσυχοι, προκειμένου να εντοπίσουν τη πηγή της αλλόκοσμης φωνής. Η φωνή συνέχισε. «Δε θα σας βρει το φως της ημέρας σε αυτό τον κόσμο. Θα ξημερώσετε στην κόλαση, εκεί όπου οι μυστικοί ακόλουθοι της Τίαματ σας περιμένουν για ξεπλύνουν τη ντροπή που προκαλέσατε. Θα υποφέρετε μαρτύρια πέρα από την αντίληψη σας».

«Εκεί!», φώναξε ένας από τους στρατιώτες, δείχνοντας κάτω από μία φτελιά. Αμέσως οι προβολείς πέσανε σε εκείνο το σημείο. Το φως τους, φανέρωσε μια φιγούρα, τα χαρακτηριστικά της οποίας κρύβονταν καλά από τον ίσκιο της φτελιάς που έπεφτε πάνω της. Πάντως φορούσε καμπαρντίνα και πλατύγυρο καπέλο.

«Αναγνώρισε τον εαυτό σου», πρόσταξε ο Γρηγοριάδης με έναν τρόπο που δεν μείωνε καθόλου τον τρόμο που τον είχε κυριεύσει όπως όλους.

«John-John», απάντησε η σκοτεινή φιγούρα.

«Άσε τις ειρωνείες και αναγνώρισε τον εαυτό σου»

«John-John», επανέλαβε η φιγούρα. «Είμαι ακόλουθος της θεάς Τίαματ, της οποίας την οργή προκαλέσατε εσείς οι θνητοί, κάνοντάς την να κλάψει και να πονέσει. Το μέγεθος αυτής της ύβρεως, είναι αδύνατο να το συλλάβετε, διότι είστε τα πιο θρασύδειλα πλάσματα που γνώρισε αυτό το σύμπαν και το μόνο που σας αξίζει, είναι η εξάλειψη».

Ο Ευθυμίου, δείχνοντας απίστευτο θάρρος και ψυχραιμία, φώναξε «βγες στο φως να σε δούμε ρε φιλόσοφε και θα σου πω εγώ ποιος είναι θρασύδειλος».

«Ευχαρίστως», είπε ο John-John με τη τραχιά αλλόκοσμη φωνή. «Δε θα προλάβετε να πείτε ότι το μετανιώσατε».

Κάνοντας δυο βήματα εμπρός, τους έδειξε το πρόσωπό του, αφήνοντάς τους άφωνους. Ήταν μία μακάβρια σύνθεση από πλαστικό και καψαλισμένη μαύρη σάρκα που ανέδυε καπνούς. Οι καπνοί αυτοί, φαίνονταν να αυξάνονται όλο και περισσότερο όσο περνούσαν τα δευτερόλεπτα».

«Πυρ κατά βούληση!», φώναξε ο Γρηγοριάδης πανικόβλητος. Οι γύρω ομάδες υπάκουσαν αυτόματα στην εντολή του. Τα glock και τα G3A4 έδωσαν ένα εκκωφαντικό ρεσιτάλ, στραμμένα πάνω στο πλάσμα που λεγότανε John-John. Το μόνο που κατάφερναν, ήταν να αυξήσουν τους καπνούς που ανέδυε καθώς τους πλησίαζε ακάθεκτος.

«Τώρα θα πληρώσετε για την ύβρη που διαπράξατε», τους είπε όταν έφτασε αρκετά κοντά τους. Το επόμενο δευτερόλεπτο, όλα γίνανε κίτρινα από την έκρηξή του. Η έκρηξη αυτή ήταν τόσο ισχυρή, που τα γειτονικά δέντρα λαμπάδιασαν και η σκόνη που σηκώθηκε, εκτοξεύτηκε ορμητικά προς τον ουρανό. Τα 12 απανθρακωμένα πτώματα όσων ήταν άτυχοι και βρίσκονταν κοντά στον John-John, τη θανάσιμη εκείνη ανθρωπόμορφη βόμβα, πανικόβαλαν τόσο όσους απέμειναν ζωντανοί, που εντελώς αντανακλαστικά χίμηξαν μέσα στα οχήματά τους.

«Οπισθοχώρηση!», φώναξε ο Ευθυμίου, καθώς ο αστυνομικός που συντόνιζε μαζί του την επιχείρηση δεν αναγνωρίζονταν πλέον, έτσι όπως κείτονταν καρβουνιασμένος και νεκρός.

Λίγο αργότερα, το μόνο που υπενθύμιζε τη φρίκη εκείνη ήταν τα απανθρακωμένα πτώματα και η καμένη βλάστηση. Σε εκείνο το γκροτέσκο σκηνικό, εισέβαλλαν τρεις φορτωμένες με πράγματα μορφές.

«Ελπίζω να έχεις καλό λόγο Μιχάλη που μας καθυστερείς και μας αναγκάζεις να τα δούμε αυτά», είπε ο Λαέρτης.

Ο Μιχάλης ψαχούλευε τον πρώτο διαμελισμένο αστυνομικό που βρήκε να κείτεται μπροστά του. «Αξίζει τον κόπο, πίστεψέ με», του αποκρίθηκε. Έπειτα, του έδειξε το πιστόλι που έβγαλε από τη τσέπη του αγνώριστου πτώματος. «Τώρα έχουμε και όπλα», είπε δείχνοντας το στον Λαέρτη.

«Μας έφερες εδώ καθυστερώντας μας για τα όπλα;», ρώτησε αγαναχτισμένος ο Λαέρτης. «Τι να τα κάνουμε βρε ανόητε τα όπλα, αφού έχουμε μαζί μας την Τίαματ;»

«Λέγε ότι θες. Εγώ πάντως, αυτό το πιστόλι θα το κρατήσω». Λέγοντας αυτό, ο Μιχάλης κοίταξε την Τία που τον παρακολουθούσε με βλέμμα που έμοιαζε να διατρυπά τη ψυχή του. Ήταν σα να του έλεγε ότι ήξερε πως με την πρώτη ευκαιρία σκόπευε να το βάλει στον ίδιο του τον κρόταφο και να πατήσει τη σκανδάλη. Το χειρότερο απ’ όλα όμως, ήταν ότι δε φαίνονταν να τη νοιάζει αυτό.

Όταν ο Λαέρτης άρχισε να απομακρύνεται, την πλησίασε προσπαθώντας να το παίξει αδιάφορος. «Έκανες καλά που με ζάλισες να σου πάρω την κούκλα», της είπε. «Επίσης αυτή τη φορά ξηγίθηκες σχετικά καλά και δε τους σκότωσες όλους. Σου χρωστάω λοιπόν ένα παγωτό».

«Όχι», είπε η Τία χαμογελώντας.

Ο Μιχάλης εκπλάγηκε. «Μπα! Πώς και το έπαθες αυτό; Θες κάτι άλλο αυτή τη φορά;».

Η Τία ανασήκωσε ελαφρά το φόρεμά της, δείχνοντάς του τα δύο μικρά ρυάκια αίματος, που πλέον είχαν στεγνώσει και έμειναν ζωγραφισμένα πάνω της ως μια κακή ανάμνηση.

«Σκουπίσεις… ποδαράκια…», του είπε τρυφερά.
Ο Μιχάλης ύψωσε τα μάτια του στον ουρανό. «Έλεος!», αναφώνησε.


1 σχόλια:

Maria είπε...

apisteyto... i tia einai mia 8ea, kyriolektika, den kserei kaneis ti kryvei mesa tis, parolo pou einai mikri, den einai ka8olou a8wa..
well done!!!