? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

19. Η αρχή

Το δωμάτιο ήταν πιο μαύρο και από πίσσα. Οι παραστάσεις που ήταν σκαλισμένες στο ταβάνι θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν νοσηρές ή απερίγραπτες με θνητά κριτήρια. Ήταν μια ασχήμια που έδενε κάπως βλάσφημα με την απέραντη ομορφιά του άγνωστου σύμπαντος που απλώνονταν έξω από τα παράθυρα με το διάφανο τζάμι που δεν έμοιαζε να είναι καμωμένο από γυαλί. Εκείνο το σύμπαν δεν είχε αστέρια. Ήταν ένα αχανές σκοτάδι που φανέρωνε ότι το δωμάτιο εκείνο δε βρίσκονταν στη γη. Για την ακρίβεια, ίσως να μη βρίσκονταν πουθενά. Οι μοβ και μαύρες σφαίρες που αιωρούνταν τριγύρω, το φώτιζαν επαρκώς και το τραπέζι με τις έξι καρέκλες στο κέντρο ήταν η μοναδική ανάμνηση από τον υλικό κόσμο που άφηνε όποιος εισέρχονταν εντός του.

Ο Λαέρτης στέκονταν εκεί μέσα κρατώντας ένα λάπτοπ. Η παρουσία μιας συσκευής καμωμένης από τον άνθρωπο, προκαλούσε μια παραφωνία στον χώρο, σαν ένα υγιές αστείο σε μια μαγική και ακατάληπτη αρρώστια. Κοίταξε για λίγο τις σκάλες που αποτελούσαν τη σύνδεση με τον έξω κόσμο. Ήταν οι ίδιες σκάλες τις οποίες είχε κατεβεί μόλις πριν λίγα λεπτά. Η πόρτα στη κορυφή τους, οδηγούσε στο εσωτερικό της βίλλας του Μπαάλ. Η βίλλα όμως είχε μια ρεαλιστική υπόσταση. Το δωμάτιο εκείνο βρίσκονταν πέρα από τα όρια της ύλης. Η διαπίστωση αυτή δεν είχε να κάνει μόνο με το αχανές μεγαλείο που αποκάλυπταν τα παράθυρα, αλλά και με την εμφάνιση του ίδιου το ιδιοκτήτη της βίλλας εντός του, ο οποίος κάθονταν σε μία από τις καρέκλες του τραπεζιού και μιλούσε ψιθυριστά με τη Λούσι, που επίσης κάθονταν απέναντί του. Ο Μπαάλ, ή αλλιώς Belzebub βρίσκονταν εκεί μέσα μαζί τους, παρόλο που δεν είχε υλική υπόσταση.

Ο Λαέρτης συμπέρανε ότι βρίσκονταν στη κεντρική αίθουσα συνεδριάσεων των δαιμόνων. Σύμφωνα με όσα του είπανε, η υπόγεια εκείνη αίθουσα δεν εμφάνιζε καμία συγγένεια με τον αντιληπτό χωροχρόνο και οι πόρτες της οδηγούσαν σε σημεία της χώρας που φυσιολογικά απείχαν μεταξύ τους εκατοντάδες χιλιόμετρα. Η μία ήταν αυτή της οποίας το κατώφλι είχε διαβεί και οδηγούσε μέσα στη βίλλα. Υπήρχαν όμως άλλες δύο, από μία σε κάθε πλευρικό τοίχο. Η περιέργεια για το που μπορούν να οδηγούν, φούντωνε μέσα του.

Ο Μπαάλ ήταν ένας ξανθός μακρυμάλλης, με λεπτή σιλουέτα και βλέμμα που θύμιζε οχιά. Οι ψίθυροί που απεύθυνε προς τη Λούσι, έμοιαζαν να στάζουν δηλητήριο. Δεν πήρε πολύ ώρα στον Λαέρτη να καταλάβει ότι ο συγκεκριμένος δαίμονας δεν είχε τίποτα εναντίον της. Η κακία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του, επομένως έμοιαζε να έχει κάτι εναντίον των πάντων. Είχε ακουμπισμένο στο τραπέζι μπροστά του, ένα βαζάκι γεμάτο μύγες. Ο Λαέρτης πίστευε πάντα ότι η ικανότητα που αποδίδονταν στον Μπαάλ ότι μπορεί να χρησιμοποιεί τις μύγες για να φυτεύει κακές σκέψεις στους ανθρώπους, είχε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα. Να που διαπίστωσε από πρώτο χέρι, ότι τελικά ο μύθος κυριολεκτούσε.

Η υπομονή του άρχισε να εξαντλείται, καθώς δε γνώριζε για πιο λόγο η Λούσι τον οδήγησε στην αίθουσα εκείνη. Ο Σεθ Άμπα του είχε δώσει το λάπτοπ, έτσι ώστε να έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους του Λούσιφερ και να διαπραγματευτεί μαζί τους την απόφαση της Τίαματ να μη διεξαχθεί η μάχη της κόλασης πάνω στον κόσμο των ανθρώπων. Θα λειτουργούσε δηλαδή ως μεσάζον, εφόσον ήταν ο μόνος που μπορούσε να έχει στη κατοχή του το φωτοστέφανο –ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο. Η άλλη πλευρά πάλι, σίγουρα είχε φροντίσει να αποκτήσει τα φυτά που μοιράζονταν την ίδια ουσία με την Τίαματ. Αυτά που είχαν εγκαταλείψει στο σπίτι του Μιχάλη ως έρμαια στα νύχια του εχθρού. Η Λούσι γνώριζε καλά, ότι ο εχθρός τα είχε πλέον στα χέρια του.

Σύμφωνα με τον Άμπα, για να είχε την απαραίτητη διαδικτυακή επικοινωνία ο Λαέρτης με τους ανθρώπους του Λούσιφερ, απαιτούνταν πρωτίστως να επισκεφτεί μία τοποθεσία που θεωρούνταν μυθική από όλους τους Έλληνες: Τους υπόγειους Δελφούς. Ένα μυστικό ναό δηλαδή που βρίσκονταν κάτω από το περιβόητο ιερό του πανάρχαιου αυτού αρχαιολογικού χώρου. Ήταν το μέρος που το φωτοστέφανο του Λούσιφερ θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί πιο αποτελεσματικά και επομένως οι δικοί του εκπρόσωποι, βλέποντας των Λαέρτη εκεί μέσα, θα το σκεφτόντουσαν καλύτερα να αρνηθούν την πρόταση της Τίαματ. Το περίεργο είναι, ότι αντί να εξασφαλίσει κάποιο αυτοκίνητο προκειμένου να μεταφερθεί ο Λαέρτης στους Δελφούς, ο Άμπα ζήτησε από τη Λούσι να τον μεταφέρει μέσα σε εκείνη την αλλόκοτη αίθουσα συνεδριάσεων. Μέσα εκεί τους περίμενε ο Μπαάλ που εκείνη τη στιγμή συζητούσε κάπως έντονα μαζί της. Το αποτέλεσμα της επίσκεψης του Μπαάλ και του άκομψου αιτήματός του να της μιλήσει ιδιαιτέρως, ήταν να μη γνωρίζει ο Λαέρτης ποιος ήταν ο ρόλος του μέσα εκεί.

Όταν είδε την επιγραφή που ήταν χαραγμένη σε μια πλάκα που βρίσκονταν πάνω από μία εκ των πλευρικών πορτών, τότε κατάλαβε. Έγραφε «Γνώθι σε αυτόν» και αυτό ήταν αρκετό ώστε να τον οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι πίσω από την πόρτα εκείνη, βρίσκονταν οι υπόγειοι Δελφοί. Ο μυστικός ναός δηλαδή που υπό φυσιολογικές συνθήκες, απείχε πάνω από 300 χιλιόμετρα από τη βίλλα του Μπαάλ. Η αίθουσα συνεδριάσεων, μπορούσε να καλύψει τα χιλιόμετρα αυτά, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Η συζήτηση των δύο δαιμόνων που κάθονταν στο τραπέζι, είχε ανάψει για τα καλά και οι κινήσεις τους άρχισαν να προδίδουν ταραχή. Τα λόγια τους πλέον δεν αποδίδονταν με ψίθυρους, αλλά με φωνές.

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή, Άσταροθ. Κατάλαβέ το όσο είναι καιρός και μη μου το παίζεις δύσκολη», φώναζε ο Μπαάλ με το εχθρικό του ύφος. «Αν η Βασίλισσα τα διαλύσει όλα, μπορούμε να δημιουργήσουμε ασπίδα και να γλιτώσουμε. Δεν έχει νόημα να αγωνιούμε συνέχεια γι’ αυτόν τον κωλόκοσμο».

Ο Λαέρτης κατάλαβε ότι τα λόγια αυτά του δαίμονα τον αφορούσαν άμεσα. Τους πλησίασε λοιπόν και ζήτησε εξηγήσεις.

«Νομίζω ότι πρέπει να γνωρίζω τι είναι αυτό που σας τάραξε και που μπορεί να θυμώσει τη βασίλισσά σας τόσο ώστε να απειληθεί ο κόσμος μου».

Ο δαίμονας του έριξε μια υποτιμητική και φαρμακερή ματιά. «Δε σου πέφτει λόγος, ανθρωπάκι. Μη πετάγεσαι σαν τη τσουτσού».

Η Λούσι όμως, θέλησε να τον πληροφορήσει. «Ο Άζαζελ είναι νεκρός. Τον σκότωσαν».
Ο Λαέρτης σάστισε για λίγο. «Σκότωσαν τον πέμπτο από σας;»

«Δε μπορείς να το πιάσεις με τη μία και θες να στο ξαναπούμε;», ρώτησε δύστροπα ο Μπαάλ.
Ο Λαέρτης απορούσε ακόμη. «Μα ποιος μπορεί να το έκανε;»

«Εσύ ποιος λες να το έκανε βρε ανθρωπάκι; Βάλε το περιορισμένο σου μυαλό σε λειτουργία. Τουλάχιστον όταν το μάθει η Βασίλισσα, δε θα χρειάζεται αποδείξεις Μόνο ο Λούσιφερ και το σινάφι του είναι ικανοί να σκοτώσουν κάποιον από μας. Ένα πουλάκι μάλιστα εκεί στο άντρο του, μου ψιθύρισε ότι ήταν ο ίδιος ο Λούσιφερ. Ήταν μία από τις φωνές που συνόδευαν τον Άζαζελ και που ξέμεινε για να με πληροφορήσει».

Η Λούσι στράφηκε προς τον Λαέρτη καταφέρνοντας να κρύψει την ταραχή της επιτυχώς. «Είναι θέμα χρόνου να το μάθει η βασίλισσα. Μετά τις διαπραγματεύσεις που θα κάνεις τώρα στους υπόγειους Δελφούς, θα διατάξει συνεδρίαση. Ο Άζαζελ θα απουσιάζει. Αυτή αμέσως θα καταλάβει τι συμβαίνει και τότε οι συνέπειες για τον πλανήτη σου θα είναι καταστροφικές».

Ο Λαέρτης γέμισε από αγωνία. «Ας μη βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα», είπε προσπαθώντας να ανακουφίσει κάπως, κυρίως τον εαυτό του.

«Εγώ αποχωρώ», είπε ο Μπαάλ με το αχώνευτο ύφος του. «Δε μπορώ άλλο να ακούω ηλιθιότητες θνητών». Έπειτα λοξοκοίταξε τον Λαέρτη. «Εφόσον όμως επιλέχτηκες να εκπροσωπήσεις το γένος σου στη διαπραγμάτευση, σου χαρίζω αν θες μία από τις μύγες μου. Με αυτή, θα μπορείς να κάνεις ότι θες σε όποιον δε γουστάρεις».

«Ευχαριστώ, αλλά να μου λείπει», είπε ο Λαέρτης. «Γιατί το κάνεις αυτό στους ανθρώπους;»

Ο δαίμονας γέλασε μοχθηρά με την ερώτηση του «Γιατί; Γιατί το κρασί μας τέλειωσε κουμπάρε. Όταν είδα πως καταχράστε το αλκοόλ και τις ουσίες που κάποτε σεβόσασταν και όταν κατάλαβα που μπορεί να σας οδηγήσει ο εθισμός, αποφάσισα ότι οι μύγες είναι αυτό που σας χρειάζεται».

Ο Λαέρτης χαμογέλασε. «Αυτό είναι εγωιστικό».

«Ενώ αυτό που κάνετε εσείς, όχι;», ρώτησε ο δαίμονας και η όψη του άρχισε να γίνεται αμυδρή. «Τελοσπάντον, καλή επιτυχία με τις διαπραγματεύσεις σου, ξενέρωτε».

«Ευχαριστώ Νιόνιο», είπε ο Λαέρτης χαμογελώντας με νόημα.

«Τελικά δεν είσαι τόσο ηλίθιος όσο νόμιζα», παραδέχτηκε ο Μπαάλ πριν εξαφανιστεί εντελώς μαζί με το βαζάκι του, αφήνοντάς τον μόνο με τη Λούσι.

Αυτή τον κοίταξε ψαρωτικά. «Είσαι έτοιμος;», τον ρώτησε.

«Έτοιμος», δήλωσε αυτός σοβαρεύοντας και άρχισε να κατευθύνεται προς την πόρτα που έβγαζε στους υπόγειους Δελφούς.

Στάθηκαν εκεί μπροστά και οι δύο. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, αναλογιζόμενοι ο καθένας με τον τρόπο του, τη μεγάλη σημασία του εγχειρήματος που θα ακολουθούσε. Επρόκειτο για μια συμφωνία, η οποία αν έκλεινε θα οδηγούσε την καταστροφική μάχη στη κόλαση και μακριά από τον κόσμο. Αν όχι, τότε η μάχη θα γίνονταν πάνω στον πλανήτη, με όλες τις ολέθριες συνέπειες που συνεπάγονταν αυτό.

«Θέλω απλώς να ξέρεις ότι αυτός είναι ο λόγος που σε επέλεξα από την αρχή», είπε η Λούσι με τη χαρακτηριστική παγερή της χροιά. «Σου εμπιστεύτηκα το φωτοστέφανο που είχα στη κρύπτη μου, από την πρώτη κιόλας στιγμή που εμφανίστηκα μπροστά σου. Όταν τελειώσεις τη διαπραγμάτευση, είσαι ελεύθερος να φύγεις. Ελεύθερος πια από εμένα και από τους τρόπους μου». Ενώ τα έλεγε αυτά ήταν ασυνήθιστα σοβαρή και κοίταζε χαμηλά.

«Οι τρόποι σου, σε ζημίωσαν όσο και εμένα», της υπενθύμισε αυτός και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια, προς τη μεγάλη πόρτα.

Με το που την άνοιξε, βρέθηκε σε έναν χώρο που ανέδυε ένα αμυδρό φως από το λευκό μαρμάρινο πάτωμα. Στα τοιχώματα που τον περιέβαλλαν υπήρχαν ενσωματωμένοι πελώριοι κίονες ιωνικού ρυθμού. Υπήρχε ένας μαρμάρινος λευκός θρόνος σε κάποια άκρη, μεταξύ των αγαλμάτων της Αρτέμιδος και του Ποσειδώνα, ενώ στο κέντρο υπήρχε κάτι σαν τύμβος για σπονδές. Στο τύμβο εκείνο ο Λαέρτης τοποθέτησε το λάπτοπ και το άνοιξε. Έπειτα, έβγαλε από τη τσέπη του το κρυστάλλινο μπαλάκι που περίκλειε το φωτοστέφανο και το οποίο φωσφόριζε μυστηριωδώς. Στις δυνάμεις της μικρής αυτής σφαίρας υπάγονταν λογικά και το γεγονός ότι παρόλο που βρίσκονταν πολλές δεκάδες μέτρα κάτω από το έδαφος, μπόρεσε να επιτύχει σύνδεση με το διαδίκτυο.

Αφού εντόπισε στο msn τον εκπρόσωπο του Λούσιφερ χρησιμοποιώντας τη διεύθυνση που του έδωσε ο Άμπα, ενεργοποίησε την κάμερα, ώστε να έχει και οπτική επαφή. Δυο μάτια τον υποδέχτηκαν στην οθόνη. Δυο γαλανά μάτια που από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο του φάνηκαν γνώριμα. Έπειτα, άρχισαν να απομακρύνονται φανερώνοντάς του, ένα εξίσου γνώριμο πρόσωπο. Ήταν ένα πρόσωπο που άλλοτε θα έπαιρνε όρκο ότι ανήκε σε έναν άγγελο, αλλά εκείνη τη στιγμή, το μοχθηρό του χαμόγελο και το μίσος που ακτινοβολούσε θα μπορούσε να συγκριθεί άνετα με αυτό του Μπαάλ, ίσως να τον ξεπερνούσε κιόλας στην έκδηλη ξιπασιά του. Η φωνή της ήταν που διέλυσε κάθε αμφιβολία μέσα του.

«Γεια σου αγάπη μου. Δε περίμενες ότι θα με έβλεπες, ε;»

Ο Λαέρτης τα ‘χασε. «Αλίκη;», ήταν το μόνο που μπόρεσε να αρθρώσει.

Η Αλίκη γέλασε σατανικά. Ήταν η πρώτη φορά που την άκουγε να γελάει με αυτόν τον τρόπο στους τόσους μήνες που την ήξερε. Που νόμιζε ότι την ήξερε. «Τι εκπλήσσεσαι ρε γελοίε; Εγώ δηλαδή πώς δεν εκπλήσσομαι που η τσουλάρα σου σε έχρισε εκπρόσωπο της πουτανίτσας της βασίλισσάς της;»

«Η τσουλάρα μου;», απόρησε ο Λαέρτης.

Η Αλίκη άφησε τις ειρωνείες και φρόντισε να του φτύσει το δηλητήριό της κατάμουτρα «Σου είπε ότι την εξουδετέρωσα, την έσπασα στο ξύλο και της έχωσα ένα παλούκι μέσα στο βρωμόμουνό της; Έπρεπε να τη δεις πώς έκανε. Έβαλα να τη βιάσουν κιόλας σε πληροφορώ. Στα είπε αυτά; Ε; Στα είπε;»

«Πάψε τέρας!», φώναξε ο Λαέρτης ξεσπώντας την οργή του, ενώ η πρώτη υποψία δακρίων άρχισε να φέγγει δίπλα στα βλέφαρά του. «Δεν είσαι η Αλίκη μου εσύ! Δεν είσαι η γυναίκα που αγαπώ! Ποιος σου το έκανε αυτό; Ο Λούσιφερ; Θα πεθάνει!». Την τελευταία φράση τη φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του.

Η Αλίκη γέλασε και πάλι σαν διάολος. «Δεν είμαι η Αλίκη σου πια. Εκείνη ήταν ένα προϊόν της φαντασίας σου, που η τσούλα σου στο έδωσε απλόχερα, χωρίς να ξέρει κανείς σας ποια είναι η πραγματική Αλίκη. Με μετατρέψατε σε μια ξενέρωτη νοικοκυρούλα. Αυτό πίστευες ότι ήμουν και πριν; Λυπάμαι αγόρι μου, αλλά είσαι βαθιά νυχτωμένος. Και σε πληροφορώ ότι μαλάκες σαν και του λόγου σου, ούτε γύρναγα να τους κοιτάξω όταν ήμουν στα συγκαλά μου».

Ο Λαέρτης ξέσπασε σε κλάματα. Ο Λαέρτης που δεν έκλαιγε ποτέ.

Η Αλίκη δεν έδειχνε κανένα έλεος στα λόγια της. Τον κοίταζε κοροϊδευτικά. «Άχου! Το μωράκι κλαίει! Νομίζεις θα σε λυπηθώ; Αν δε σε σκίσω με τα ίδια μου τα χέρια, αν δε σε κάνω να ουρλιάξεις από πόνο πριν σε σκοτώσω σα σκυλί, δε πρόκειται να με συγκινήσεις καθόλου».

«Λυπάμαι για τις στιγμές που περάσαμε μαζί», είπε ο Λαέρτης μέσα στα αναφιλητά του. «Ήσαν τελικά αυταπάτες. Είχα πιστέψει σε σένα, σε λάτρευα όσο το Θεό. Μόλις μου κατέστρεψες το πιο πολύτιμο όνειρό μου. Τουλάχιστον το τάγμα το σεβάστηκες;»

Η Αλίκη έστρεψε τη κάμερα προς τα κάτω, δείχνοντάς του, τα τέσσερα αλλόκοτα φυτά που είχε πάνω στο τραπέζι που καθότανε. «Το τάγμα δε θα μπορούσε ποτέ να τα αποκτήσει αυτά. Ούτε και είχε κάποιο λόγο να το κάνει». Έπειτα έφερε την κάμερα ξανά στο πρόσωπό της. «Η Στοά όμως…» είπε κοιτάζοντάς τον με ένα καταχθόνιο λοξό βλέμμα.

Ο Λαέρτης αφηνίασε τόσο που του ήρθε να σπάσει το λάπτοπ. «Τι έκανες παράθεμα σε!», φώναξε οργισμένος. «Πρόδωσες το Τάγμα; Είσαι πουλημένη;»

«Δε θα χάσει και πολλά το Τάγμα που δε θα με έχει πλέον. Αντίθετα εγώ έχω μια αιωνιότητα να κερδίσω, εδώ, στη Στοά του Σολομώντα»

Ο Λαέρτης ένιωσε να τρέμει από το μίσος που τον είχε κυριεύσει. Αδυνατούσε να το εκφράσει με λόγια. Τότε όμως πρόσεξε κάτι που δε το είχε αντιληφθεί πάνω στη φούρια του όλη εκείνη την ώρα. Το φωτοστέφανο έλαμπε δίπλα στο λάπτοπ σαν μικρό αστέρι, ενώ υπήρχε κάτι που αχνόφεγγε το πρόσωπό του και που προέρχονταν από ψηλά.

Ύψωσε τα μάτια του και ένιωσε να παγώνει με αυτό που αντίκρισε. Λίγα μέτρα πάνω από το κεφάλι του, αιωρούνταν τέσσερις γυναίκες που φορούσαν χλαμύδες και από τις πλάτες τους φύτρωναν κατάλευκα φτερά. Ήταν ξανθές, πανομοιότυπες μεταξύ τους και το δέρμα τους είχε μια γαλαζωπή απόχρωση. Τα βλέμματά τους ήταν ανέκφραστα. Δεν τον κοιτούσαν. Κοίταζαν απλώς μπροστά τους χωρίς να λένε κουβέντα. Μέχρι που μίλησαν, αλλά όχι με τα χείλη τους, ούτε απευθύνονταν στα αφτιά του. Μίλησαν στο μυαλό του.

«Μας κάλεσες…»

«… και ήρθαμε»

«Ανέθεσε μας αποστολή»

«Είμαστε οι Νίκες»

Οι τέσσερις φωνές τους αντήχησαν μέσα του η μία μετά την άλλη. Αδυνατούσε να τις αποκριθεί. Δεν έλεγε να συλλάβει ακόμη αυτό που έβλεπε.

Οι τέσσερις πανομοιότυποι θηλυκοί άγγελοι, αιωρήθηκαν προς τα κάτω χωρίς να ανεμίσουν καθόλου τα φτερά τους. Όταν τα γαλαζωπά πανέμορφα πόδια τους ακούμπησαν το έδαφος, άρχισαν πάλι να του μιλάνε εναλλάξ. Αυτή τη φορά με τα στόματά τους.

«Είμαστε οι Νίκες. Το τέταρτο, πιο ένδοξο τάγμα της ουράνιας Καρντάθ»

«Έχουμε την ικανότητα να πολλαπλασιάζουμε τους εαυτούς μας. Αν εγκαταλείψουμε αυτόν τον χώρο, ο αριθμός μας μπορεί να φτάσει τις διακόσιες».

«Δεν μπορούμε να έρθουμε αντιμέτωπες με τον εξόριστο αδελφό μας τον Λούσιφερ. Σεβόμαστε τις απόψεις του ακόμη και αν διαφωνούμε μαζί του. Δεν γίνεται να τον εξολοθρεύσουμε. Είναι κανόνας των ουρανών».

«Οποιαδήποτε άλλη αποστολή μας απευθύνεις θα είναι αποδεκτή. Το φωτοστέφανο μας κάλεσε και είμαστε έτοιμες να τιμήσουμε τον ιερό δεσμό που έχουμε μαζί του».

Αμέσως έβγαλαν τα ξίφη τους. Η λαβή τους δεν αποτελούνταν από μέταλλο, αλλά από μια γαλάζια φλόγα που προσομοίαζε τη λαβή ενός κοινού ξίφους.

«Ώστε θέλετε αποστολή», μουρμούρισε ο Λαέρτης σκεφτικός. Στράφηκε προς την οθόνη και είδε το πρόσωπο της Αλίκης να τον κοιτάζει με μία επιτηδευμένη απάθεια. «Αυτή η γυναίκα», τις είπε δείχνοντάς την, «πρόδωσε τις αξίες του Τάγματος του Σταυρού του Ρόδου και τώρα ανήκει στη διεφθαρμένη Στοά του Σολομώντα».

«Ανεπίτρεπτη κίνηση», είπαν και οι τέσσερις Νίκες με μία φωνή.

«Σκοτώστε την», πρόσταξε ο Λαέρτης.

Οι Νίκες, αμέσως πέταξαν προς το ταβάνι της ψηλής υπόγειας αίθουσας, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας τα φτερά τους. Ήδη, λίγο πριν αυτό τις καταπιεί οδηγώντας τες έξω από τους υπόγειους Δελφούς, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και να σχηματίζουν τον στρατό τους.

Ο Λαέρτης έπειτα από αυτό, στράφηκε και πάλι στην οθόνη. «Θα φροντίσουν ώστε να πληρώσεις για τα εγκλήματά σου», της είπε.

Αυτή πήρε ένα ύφος λυσσασμένης γάτας. «Νομίζεις, μωρό μου. Που να δεις τι σου στέλνω εγώ!».

Ο Λαέρτης την είδε να στρέφει τη κάμερά της προς κάτι που αρχικά έμοιαζε ακαθόριστο. Έπειτα διαπίστωσε ότι όλη εκείνη την ώρα που του μιλούσε η γυναίκα του, βρίσκονταν σε εξωτερικό χώρο. Κάποια δέντρα και η έναστρη νύχτα αποτελούσαν τον φόντο αυτού του έδειχνε. Και κάτω από αυτά, βρίσκονταν παραταγμένο ένα μπουλούκι. Ένας φριχτός στρατός από ερπετόμορφα φολιδωτά πλάσματα. Τα πρόσωπά τους ήταν γεμάτα πλοκάμια που πάλλονταν συνέχεια, δύο από τα οποία ήταν ιδιαίτερα μεγάλα. Το ένα χέρι του καθενός, έμοιαζε επίσης με πελώριο πλοκάμι. Το άλλο ήταν δρακόντειο. Από την πλάτη τους φύτρωναν νυχτεριδόμορφα αλλά φολιδωτά και καταπράσινα φτερά. Ήταν πλάσματα φριχτά πέρα για πέρα.

Ο Λαέρτης άκουσε τη φωνή της γυναίκας του να στριγγλίζει κάτι άγνωστο σαν καρακάξα και αμέσως ο αποκρουστικός στρατός υψώθηκε στους ουρανούς. Έτοιμος για μάχη.

Η κάμερα κινήθηκε ξανά, φέρνοντας το μισητό πρόσωπό της και πάλι στο οπτικό του πεδίο. «Δεν χάρηκαν όλοι οι δαίμονες καλέ μου που επέστρεψε η παλιά τους βασίλισσα», του είπε με περισσή ειρωνεία. «Είναι ζήτημα ωρών να φτάσουν εκεί που κρύβεσαι εσύ και η τσουλάρα σου. Θα πεθάνεις!»

«Όχι», διαφώνησε ο Λαέρτης με πείσμα. «Εσύ θα πεθάνεις!»

Έμειναν για αρκετή ώρα να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον με μίσος. Ήθελαν και οι δύο να χορτάσουν τη ψυχή τους με οργή και να κορέσουν την αμοιβαία τους δίψα για εκδίκηση.



Στο μεγάλο σαλόνι της βίλλας, κανείς δεν έδινε σημασία στην τηλεόραση. Ο Μιχάλης και η Τία έπαιζαν μπάλα, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσουν κάποια ζημιά. Ο Ασμοδαίος έκανε διαλογισμό, ενώ ο Σεθ Άμπα διάβαζε την εφημερίδα της ημέρας καθισμένος στη τραπεζαρία.

Κάποια στιγμή η Τία σταμάτησε απότομα το παιχνίδι με τον Μιχάλη. Στράφηκε προς την τηλεόραση και ύψωσε το χέρι της, Η ένταση δυνάμωσε και έφτασε έτσι σε όλων τους τα αφτιά η μετάδοση του έκτακτου δελτίου ειδήσεων.

Ένα πλάνο επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά, δείχνοντας ένα ανορθόδοξο σμήνος να διασχίζει τον ουρανό μιας πόλης. Ο εκφωνητής ήταν φανερά ταραγμένος στη περιγραφή του. «Οι κάτοικοι μιλάνε για ένα στρατό από αγγέλους που έγινε ορατός μέχρι πριν λίγο. Μάλιστα κυρίες και κύριοι. Αυτό που ακούσατε. Περιγράφουν το άγνωστο αυτό σμήνος, ως στρατιά αγγέλων».

Η Τία άλλαζε τα κανάλια με τη βοήθεια του χεριού της, μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα των παραβρισκόμενων. Τα όσα μετέδιδε η τηλεόραση τους γέμιζαν ανησυχία.

«Έρχεται η Αποκάλυψη», φώναζε ένας αφηνιασμένος παπάς σε ένα κανάλι. «Μετανοείτε όσο προλαβαίνετε».

«Έμοιαζαν με πράσινα τέρατα», έλεγε ένα παιδάκι χαμογελώντας με ενθουσιασμό, σε ένα άλλο κανάλι. «Είχαν πλοκάμια που κουνιόντουσαν στον αέρα και μουγκρίζανε σαν δράκοι».

Πλήθος κόσμου έτρεχε πανικόβλητο στους δρόμους σε ένα άλλο, κουβαλώντας τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης.

Σε ένα άλλο πάλι, μιλούσε ένας βουλευτής. «Συνιστούμε στους πολίτες της χώρας ψυχραιμία…»

Ο Σεθ Άμπα, χαμήλωσε την τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ και σηκώθηκε γεμάτος ταραχή. Όλοι οι άλλοι τον κοίταζαν περιμένοντάς τον να πει το αυτονόητο.

Τελικά το είπε, εκφράζοντας τον πανικό όλων τους. «Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν. Η μάχη της κόλασης, έχει αρχίσει».





ΤΕΛΟΣ 1ου ΜΕΡΟΥΣ