? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

17. Το χάος στο μικροσκόπιο

Καθώς η πρώτη υποψία του λυκαυγούς άρχιζε να φέγγει την εύπορη κοιλάδα και η πρωινή δροσιά να συσσωρεύεται στις φυλλωσιές των δέντρων που περιστοίχιζαν τον μοναδικό παράδρομο που τη διέσχιζε, ένα άχαρο μικρό φορτηγάκι τάραζε με το πέρασμά του τα τελευταία γρυλίσματα και τερετίσματα που βασίλευσαν σε αυτή κατά τις σκοτεινές ώρες. Η εικόνα του ογκώδους οδηγού και της μαυροντυμένης γυναίκας που έμοιαζε να έρχεται από άλλη εποχή, έρχονταν σε αντίθεση με το άχαρα ξεφλουδισμένο χρώμα, την έλλειψη παραθύρων και το μικρό τετραγωνικό χάσμα που ασχήμαινε το διάζωμα που είχαν πίσω τους. Όσο κι αν το χάσμα αυτό ασχήμαινε το διάζωμα όμως, άλλο τόσο ομόρφαινε την ατμόσφαιρα, με τις συζητήσεις των τριών πολύτιμων γι’ αυτούς προσώπων που μετέφεραν στο πίσω μέρος και που μια υποψία αυτών έφτανε μέχρι τα αυτιά τους.

Η μαυροντυμένη γυναίκα, η θηλυκή δαίμονας που λέγονταν Άσταροθ, έμοιαζε να αφήνεται στην ομορφιά της διαδρομής, που της επέβαλλε το φυσικό τοπίο και τη συνόδευε το κελαηδιστό γέλιο της αγαπημένης βασίλισσάς της, όπως εισέβαλλε εκεί μπροστά. Η πρόκληση του να κατορθώσει να ισορροπήσει μεταξύ του μητρικού ενστίκτου και του αρχέγονου φόβου της προς μία από τις ισχυρότερες δυνάμεις του σύμπαντος, ήταν το πιο όμορφο τίμημα που της επέβαλλαν οι χιλιετίες και η αέναη αφοσίωσή της.

Συνειδητοποιούσε ότι μέσα στο ανεξάντλητο κελάρυσμα του χρόνου, ποτέ δεν είναι αργά για να προκύψουν πρωτόγνωρες καταστάσεις. Όπως η ανυπόφορη υποχρέωση προς τους δύο θνητούς επιβαίνοντες του οχήματος που ένιωθε να τη ζώνει. Ο ένας ήταν υπεύθυνος για την αναγέννηση της αγαπημένης της βασίλισσας όσο και η ίδια. Ο άλλος, για την πολύτιμη συμμετοχή του στις επικείμενες εξελίξεις που θα λάμβαναν χώρα μέσα στο σύμπαν. Εφόσον η βασίλισσά της μπόρεσε να εκφράσει την εκτίμηση της προς την προσφορά τους αυτή, καλούνταν να το κάνει και η ίδια. Η βασίλισσα όμως μπόρεσε γιατί ήταν θεά. Εκείνη δυσκολεύονταν.

Τις σκέψεις της αυτές, διέκοψε μία αφελώς τολμηρή απαίτηση ενός από αυτούς, που δήλωνε πλήρη άγνοια για όσα είχαν υποστεί κατά καιρούς οι άνθρωποι στα χέρια της.

«Κλείστε τον κλιματισμό, γαμώτο! Ξεπαγιάσαμε εδώ πίσω»

Ο Ασμοδαίος δίπλα της ξέσπασε σε γέλια. «Αν είναι δυνατόν!», μουρμούρισε με την παγερή φωνή της και έβαλε το κατάλευκο χέρι της στο σημείο που βρίσκονταν το κρυμμένο από τη μαύρη δαντέλα μέτωπό της. «Μιχάλη! Αδυνατώ», του φώναξε χαμογελώντας ψυχρά. Τα γέλια του Ασμοδαίου έγιναν δυνατότερα. Ήταν η φωνή της βασίλισσας της που ακούστηκε, πρόθυμη να δώσει τη λύση που μια ολόκληρη αιωνιότητα δεν έφτανε για να δώσει.

«Εγώ μπορώ», την άκουσε να λέει και με μιας, το κρύο που εξέπεμπε το σώμα της έσβησε, σα να μην ήταν ποτέ κομμάτι της. Εκεί, μέσα σε ένα άχαρο φορτηγάκι, σε έναν τυχαίο δρόμο της ελληνικής επαρχίας, η Ασταρόθ απαλλάχτηκε από τη ψύχρα που συνόδευε τη θανάσιμη ομορφιά της μέσα στους αιώνες.

Κάποια στιγμή, η διαδρομή έφτασε στο τέλος της και οι πόρτες άνοιξαν, θνητά και απέθαντα πόδια υποδέχτηκαν το έδαφος και βλέμματα απορίας και προσμονής εκτέθηκαν στο πρώτο φως της ημέρας. Πάνω σε έναν λόφο που βρίσκονταν αρκετά κοντά τους, ορθώνονταν ένα μεγαλειώδες διώροφο οίκημα, που οι κισσοί και οι πυκνές συστάδες Ιτιάς έμοιαζαν να το κρύβουν από το άγρυπνο βλέμμα του θεού που αποτελούσε το αντίπαλο δέος της Τίαματ. Άφηναν μόνο τα βλοσυρά gargoyles που κοσμούσαν τα αετώματα του να κρυφοκοιτάζουν και τα ακατάληπτα για το ανθρώπινο μυαλό ανάγλυφα, να προβάλλουν δειλά μεταξύ των κιόνων.

Ο Λαέρτης πλησίασε προς τον Ασμοδαίο, ο οποίος έστεκε ακουμπώντας τη πλάτη στο όχημα και έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος. Ήταν τα ίδια χέρια που τα αρχαία κείμενα ανέφεραν ότι είχαν την ικανότητα να ξεκοιλιάζουν και να αποκεφαλίζουν θνητούς και δαίμονες, όπως είχαν κάνει άπειρες φορές μέσα στο μεθυστικό τραγούδι των κοσμικών μαχών. Ο δαίμονας αυτός που περιγράφονταν ως βίαιος, κοίταζε το οίκημα, έτοιμος να του δώσει τις εξηγήσεις που ήθελε.

«Αυτό που βλέπεις Λαέρτη, είναι η βίλλα του Μπαάλ. Εμείς οι πέντε που ορκιστήκαμε αιώνια αφοσίωση προς τη βασίλισσά μας μετά τον θάνατό της και που προετοιμάσαμε το έδαφος για την αναγέννησή της, χρησιμοποιούμε το κτήριο αυτό για τις συνεδριάσεις μας. Υπάρχει μια μικρή αίθουσα μέσα σε αυτό στην οποία μπορούν να συμμετέχουν και όσοι από μας έχουν ακόμη άυλη μορφή, όπως ο ίδιος ο Μπαάλ που είναι ο ιδιοκτήτης της. Αυτός προτιμά να λειτουργεί στο παρασκήνιο και να μας παρέχει τεχνικό εξοπλισμό, όπως το φορτηγάκι που μας μετέφερε».

Ο Λαέρτης έγνεψε καταφατικά. «Έχω διαβάσει γι’ αυτόν. Τα κείμενα των αναφέρουν και ως Belzebub, τον άρχοντα των μυγών, που φυτεύει κακές σκέψεις στους ανθρώπους. Μπορώ να καταλάβω λοιπόν τις μεθόδους με τις οποίες σας εξασφαλίζει τα μέσα σας».

Ο Ασμοδάιος χαμογέλασε επιδοκιμαστικά. «Από τη δεκαετία του 60 και πέρα μέχρι σήμερα, ο μοναδικός κάτοικος της βίλλας αυτής, ήταν ο Σεθ Άμπα, ο λεγόμενος Αββαδών. Ο βασιλιάς του απύθμενου λάκκου. Οι υπόλοιποι εμφανιζόμασταν στις συνεδριάσεις που γίνονταν εκεί μέσα με άυλη μορφή».

«Γνωρίζω και για τον Αββαδών», δήλωσε ο Λαέρτης. «Και ο πέμπτος που παρέμεινε αφοσιωμένος στην Τίαματ, ποιος είναι;»

«Ο Άζαζελ. Το ανθρωποφάγο τέρας. Ήταν δύσκολο να συμμαζέψουμε τα ανεξέλεγκτα και βίαια ένστικτά του και τις άμυαλες πρωτοβουλίες που παίρνει μερικές φορές και έτσι του έχουμε φτιάξει ένα ξεχωριστό άντρο, κάπου μέσα στη χώρα. Τον έχουμε δηλαδή κάπως περιορισμένο και τον δεχόμαστε μόνο στις συνεδριάσεις μας».

«Από πότε εσείς οι πέντε προετοιμάζατε την επαναφορά της βασίλισσάς σας;», ρώτησε ο Λαέρτης.

«Αμέσως μετά τον θάνατό της το αποφασίσαμε», απάντησε ο Ασμοδαίος. «Ποτέ δεν ταχθήκαμε πραγματικά με το μέρος του Λούσιφερ, γιατί ήμασταν οι μόνοι που γνώριζαν την αλήθεια». Κοίταξε τον Λαέρτη καθώς εκείνος ήταν έτοιμος να του απευθύνει το αναμενόμενο ερώτημα. «Θα σας εξηγήσει ο Αββαδών τις λεπτομέρειες. Σήμερα, θα βάλουμε το χάος στο μικροσκόπιο».

Λίγο πιο πέρα, ο Μιχάλης χάζευε τη Λούσι που έστεκε αμίλητη αγκαλιάζοντας τη κόρη της, με μια αγκαλιά που αποτύπωνε την απόκοσμη σχέση που τις συνέδεε. Η ψυχρή τρυφερότητα της μάνας γίνονταν αποδεκτή από τη κόρη με ζεστασιά, σε έναν ακατάληπτο δεσμό που έμοιαζε να ξεφεύγει από τα όρια του κόσμου, του οποίου το έδαφος πατούσαν. Η Λούσι έστρεψε το κεφάλι της απότομα προς αυτόν όταν αντιλήφθηκε το βλέμμα του. Δεν εξέπεμπε πλέον κρύο, ωστόσο ήταν κάτι που πήγαζε από την κίνηση της αυτή και που πάγωσε απότομα τα τρίσβαθα της ψυχής του.

«Θες κάτι;», τον ρώτησε με την ειρωνική βραχνάδα που χρωμάτιζε τη φωνή της.

«Όχι», απάντησε ο Μιχάλης αμήχανα και πήρε τα μάτια του από πάνω τους.



Λίγο αργότερα, η ασυνήθιστη αυτή ομάδα, πέρασε το κατώφλι της βίλλας και βρέθηκε στη σάλα υποδοχής της. Εκεί τους περίμενε ένας κομψά ντυμένος άνθρωπος, που τα μάτια του εξαπολούσαν ασυνήθιστη ευγένια και σοφία. Μόνο όταν γονάτισε ταπεινά μπροστά στη Τίαματ, οι θνητοί της παρέας κατάλαβαν ότι δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ο δαίμονας που ονομάζονταν Αββαδών και που στους θνητούς εμφανίζονταν με τη μορφή του ψυχιάτρου Σεθ Άμπα. Η συγκίνησή του ήταν έκδηλη στη καλοσυνάτη φωνή του καθώς αντίκριζε τη βασίλισσά του μέσα στο κόκκινο φόρεμά της. «Έτσι είχανε πει ότι θα επιστρέψεις. Ντυμένη με το χρώμα του αίματος των ανθρώπων».

Η Τίαματ πήρε ένα τόσο ηγετικό και επιβλητικό ύφος που κανείς άνθρωπος ή δαίμονας δε μπορούσε να αμφισβητήσει. «Έχουμε δουλειά», δήλωσε αυστηρά.

Ο Σεθ Άμπα σηκώθηκε αμέσως όρθιος ενώ η Λούσι άνοιγε μια πόρτα που βρίσκονταν δίπλα της. Το σκοτάδι που πήγαζε από κει μέσα, την αγκάλιασε πρώτη. Έπειτα την Τίαματ. Έπειτα τον Ασμοδαίο. Μόνο ο Άμπα έμεινε πίσω για λίγο, έτσι ώστε να καλωσορίσει και τους θνητούς. «Έχετε κάνει πολλά για μας και πρόκειται να κάνετε ακόμη περισσότερα», δήλωσε. «Ζητώ από σας να δείξετε λίγη υπομονή εδώ έξω, μέχρι να σας καλέσουμε και σας διαβεβαιώνω ότι θα κάνω κι εγώ ότι μπορώ για το μέλλον του κόσμου σας». Κοίταξε τον Λαέρτη κατάματα και ρώτησε. «Πήρες το φωτοστέφανό;».

Ο Λαέρτης έδειξε έκπληξη που ο δαίμονας γνώριζε ότι αυτός ήταν από τους δυο τους που το έλαβε στο Παγγαίο. Έχωσε το χέρι του στη τσέπη του και ένιωσε τη ζεστή, γυάλινη επιφάνεια της μικρής σφαίρας. «Βρίσκεται ήδη στην κατοχή μου, Αββαδών», απάντησε.

Ο Άμπα του χαμογέλασε με ευγένεια και άνοιξε κι αυτός την πόρτα του σκοτεινού δωματίου. «Περιμένετε. Θα σας καλέσουμε», τους είπε και άφησε το σκοτάδι να τον καταπιεί.

Επί αρκετή ώρα, ο Λαέρτης και ο Μιχάλης παρέμειναν όρθιοι εκεί έξω, αγωνιώντας για τις αποφάσεις που θα παίρνονταν στο σκοτεινό δωμάτιο. Η τύχη του πλανήτη θα κρίνονταν από αυτές, που στην ουσία αποτελούσαν τις εντολές της πανίσχυρης, αδίστακτης και χαριτωμένης θεάς που συντρόφευσαν.

Ο Λαέρτης κάποια στιγμή κοίταξε τον Μιχάλη, αποφασισμένος να διαλύσει την ανυπόφορη σιωπή που τους έζωσε ασφυκτικά. «Τι λες να αποφασίσουν;»

Ο Μιχάλης εκπλάγηκε, αλλά και χάρηκε συνάμα στη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος που σπάνια εκδήλωνε τα συναισθήματα του και σπάνια ζήταγε τη γνώμη του, αποφάσισε να μοιραστεί την αγωνία του μαζί του.

«Δε ξέρω», κατέληξε ξεφυσώντας, αφού το σκέφτηκε για λίγο. «Να πα να γαμηθούν. Κουράστηκα πια. Ας πα να τα διαλύσουν όλα». Έπειτα θυμήθηκε το αλλόκοτο και σαδιστικά τρυφερό δέσιμο που του επέβαλε η Τίαματ με την τύχη του κόσμου. «Αρκεί να μην είμαι εγώ υπεύθυνος», έσπευσε να συμπληρώσει.

Η πόρτα άνοιξε από μόνη της και η ευγενική φωνή του Άμπα ακούστηκε να τους καλεί από μέσα. «Περάστε παρακαλώ». Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης διαπίστωσαν ότι το δωμάτιο αχνοφωτίζονταν πλέον από κάτι. Μόλις μπήκαν, διαπίστωσαν ότι αυτό το κάτι, ήταν δύο μικροί προβολείς. Ο ένας φώτιζε το πρόσωπο του Άμπα όπως κάθονταν στο γραφείο του, έχοντας φορέσει τα γυαλιά του και κάνοντάς τον να μοιάζει με αστέρι που ακτινοβολούσε από ευγένια. Ο άλλος, φώτιζε το απέναντι γραφείο, στο οποίο η Τίαματ ζωγράφιζε αμέριμνη με ένα μολύβι. μια μουντζούρα πάνω σε μια λευκή κόλλα χαρτιού. Ο Ασμοδαίος και η Άσταροθ, έστεκαν όρθιοι μέσα στις σκιές του αντικρινού τοίχου, σαν αλλόκοσμοι ένορκοι σε μια δίκη που θα έκρινε το μέλλον του πλανήτη.

«Καθίστε», τους προέτρεψε ο Άμπα δείχνοντάς του δυο άδειες καρέκλες παραταγμένες μπροστά στο γραφείο του. Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης το έκαναν, έχοντας με αυτό τον τρόπο όλους τους υπόλοιπους πίσω τους, εκτός από αυτόν.

Ο Άμπα, έριξε μια εξεταστική ματιά στους δύο θνητούς. Η εμπειρία που είχε αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια με τα όντα αυτά που τα αδέλφια του χαρακτήριζαν ως υποδεέστερα, είχε δείξει ότι σε πολλές περιπτώσεις έκρυβαν μέσα τους απίστευτες δυνάμεις, τις οποίες όμως αδυνατούσαν να αντιληφθούνε εύκολα. Πήρε λοιπόν μια βαθιά ανάσα, αποφασισμένος να τους αποκαλύψει την αλήθεια που τόσο καιρό είχανε μπροστά τους και που η περιορισμένη τους αντίληψη δεν τους επέτρεπε να δούνε.

«Η βασίλισσα μου εξήγησε το πόσο καλά της φερθήκατε όλο αυτό τον καιρό. Σας έχω λοιπόν καλά νέα, φίλοι μου. Μου είπε ότι σκοπεύει να δείξει μεγαλοψυχία και θα μεσολαβήσει έτσι, ώστε η νέα μάχη της κόλασης να μη δοθεί πάνω στον κόσμο τούτο. Έχοντας μια άποψη για το πώς περίπου σκέφτεται ο Λούσιφερ, θεωρώ ότι δε θα αρνηθεί τη πρότασή της αυτή».

«Αυτό είναι υπέροχο», είπε ο Λαέρτης γεμάτος ανακούφιση.

Ο Μιχάλης, της έριξε μια θυμωμένη ματιά καθώς μουτζούρωνε το χαρτί προσποιούμενη την αδιάφορη. Έπειτα στράφηκε προς τον Άμπα γεμάτος από έκδηλη οργή. Μετά από τόσες μέρες ένιωσε ότι βρήκε επιτέλους κάποιον που να μπορεί να δείξει κατανόηση στο μαρτύριό του. Το άφησε λοιπόν να ξεχειλίσει από μέσα του, με τον τρόπο που αυτός θεωρούσε σωστό.

«Έχω φάει στη μάπα τη μεγαλοψυχία αυτή της βασίλισσάς σου. Γνωρίζω πολύ καλά ότι στη πραγματικότητα είναι ένα βλαμμένο που κάνει τους άλλους να την προσκυνούν με τις δυνάμεις της. Σας έκανε όλους ότι ήθελε και εσείς υπακούγατε στις ορέξεις της, γιατί κωλώνατε να τα φέρετε βόλτα μαζί της. Είστε μαζόχες που θέλετε να τη βάλετε πίσω στο θρόνο της».

Το πρώτο πράγμα που άκουσε ως απάντηση, ήταν κάτι το αναμενόμενο. Ήταν μια παγερή φωνή που χάιδεψε απειλητικά το σβέρκο του, κάνοντας τις τρίχες του να σηκωθούνε. «Πρόσεχε τα λόγια σου».

Ο Μιχάλης γύρισε και αντίκρισε τη ψυχρή και απειλητική φιγούρα της Λούσι να είναι στραμμένη προς το μέρος του. «Εσύ, συγνώμη τώρα… για να καταλάβω…εσύ είσαι η μάνα της; Αυτό που τώρα είπες σε μένα, έχεις τα κότσια να το λες και σε αυτήν όταν ξεφεύγει με τις μαλακίες που κάνει;»

«Η Τίαματ υπήρχε πριν από μένα και τη σέβομαι. Ποτέ δε θα τολμούσα…»

«Βλέπετε; Αυτό είναι το λάθος σας! Τρέμετε μπροστά σε ένα σκατιάρικο. Το αφήνετε να σκοτώνει ανεξέλεγκτα, γιατί κλάνετε πατάτες μπροστά του».

Η Τία έβαλε τα γέλια, εξακολουθώντας να μουντζουρώνει το χαρτί.

Ο Άμπα θέλησε να τον χαλαρώσει με μία ερώτηση που φανέρωνε μια απρόσμενη κατανόηση στα λόγια του, «Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημά σου Μιχάλη με τη βασίλισσά μας;»

Ο Μιχάλης δίστασε να απαντήσει, καθώς η απάντησή του θα μπορούσε να περιλάβει και πληροφορίες που δεν ήθελε να βγουν παραέξω. «Δε με αφήνει να λειτουργήσω όπως θέλω. Δε με αφήνει να ζω ελεύθερος», κατέληξε.

Το πρόσωπο του Άμπα φωτίστηκε από ενθουσιασμό. «Ακριβώς!», είπε. «Τώρα γνωρίζεις γιατί η Τίαματ έχασε τον θρόνο της».

«Και... ακόμη… ζεις!», φώναξε χαρωπά η Τία.

Ο Μιχάλης ένιωσε να τον κυριεύει η αηδία καθώς γύριζε και πάλι να την κοιτάξει. «Δεν είναι δικαιολογία αυτό. Αν ήταν άλλος στη θέση μου, θα τον σκότωνες. Και μη μου παίρνεις αυτό το αθώο ύφος εμένα. Σε έχω μάθει πια».

«Έχεις αναρωτηθεί ποτέ για πιο λόγο σου επιτρέπει να της μιλάς έτσι;», ρώτησε ο Άμπα με τρόπο που δήλωνε ξεκάθαρα ότι γνώριζε την απάντηση.

«Γιατί έχω τα αρχίδια να τη μαλώσω. Την έχω χαστουκίσει κιόλας σε πληροφορώ. Γιατί ξέρω ότι η θεά σου, στην πραγματικότητα είναι ένα κακομαθημένο μπάσταρδο».

Μια ακόμη φωνή ήρθε από πίσω του, υποδηλώνοντας φόβο και αγανάχτηση συνάμα. Ήταν η φωνή του Ασμοδαίου. «Αββαδών, δε μπορούμε να ακούσουμε άλλες βλασφημίες να λέγονται μπροστά της. Αυτή τη στιγμή, σκοπεύω να την κάνω από τη σύσκεψη και θα πάρω και την Άσταροθ μαζί μου». Η παγερή Λούσι, δίπλα του, πάσχιζε πλέον να πάρει τα καλυμμένα μάτια της από την κόρη της. Ήταν θέμα χρόνου γι’ αυτήν η βασίλισσα να ξεσπάσει και να τους ξεκάνει όλους μέσα σε λίγες στιγμές.

Η βασίλισσα όμως, φάνηκε να αντιλαμβάνεται την αγωνία της. Ύψωσε το κεφάλι της και τους κοίταξε καθησυχαστικά. «Μείνετε», πρόσταξε.

Ο Άμπα ήταν ο μόνος που παρέμεινε ψύχραιμος στα λόγια του Μιχάλη. «Αυτό που μας λες είναι ότι έχεις τη δύναμη να της επιβάλεις την τάξη», του εξήγησε. «Απορρέει από το περιορισμένο της αντίληψής σου και από την αδυναμία του μυαλού σου να συλλάβει τις απίστευτες δυνάμεις της. Την αντιμετωπίζεις σαν παιδί και όχι σαν θεά. Αυτό Μιχάλη μου, είναι ένα χάρισμα. Είναι κάτι που εμείς δε θα μπορέσουμε να ασπαστούμε ποτέ. Όσο κι αν σου φαίνεται απίστευτο αυτό».

Ο Λαέρτης φάνηκε να κατανοεί τα λόγια του δαίμονα περισσότερο απ’ ότι ο θνητός του σύντροφος. Εντόπισε ωστόσο σε αυτά και κάτι που του έμοιαζε αδιανόητο. «Επέτρεψε μου Αββαδών, να εκφράσω την απορία μου. Σύμφωνα με όσα λες, η Τίαματ δε φέρει καμία αντίρρηση στο να της επιβάλλει κάποιος την τάξη. Πώς γίνεται όμως η θεά του χάους να το επιτρέπει αυτό;»

«Έλα ντε;», ακούστηκε η χαριτωμένη φωνή της Τίας πίσω του.

«Δεν το επιτρέπει», απάντησε ο Αββαδών χαμογελώντας. «Το έχει ανάγκη».

Ο Λαέρτης φάνηκε να καταλαβαίνει. «Ώστε γι’ αυτό θέλησε να χάσει τις δυνάμεις της και αφέθηκε να πεθάνει στα χέρια των ακολούθων της», διαπίστωσε με θαυμασμό. «Γιατί αντιλήφθηκε αυτή της την αδυναμία».

«Νομίζεις», ακούστηκε και πάλι η φωνή της Τίας.

Ο Άμπα θέλησε να του δώσει να καταλάβει. «Δεν το αντιλαμβάνεται ως αδυναμία, αλλά ως ανάγκη. Εμείς το ανακαλύψαμε κάπως αργά αυτό. Απορήσαμε αρχικά με την επιθυμία της να προσεγγίσει τον Λούσιφερ και να ζητήσει από αυτόν να της περάσει τις ιδέες του. Το θεωρήσαμε ως μια διπλωματική κίνηση. Όταν εκείνος την αρνήθηκε, η Βασίλισσά μας πείσμωσε και έχασε εσκεμμένα τις δυνάμεις της. Μόνο πέντε από μας κατάλαβαν ότι αυτή που επί αμέτρητες χιλιετίες έστελνε ορδές δαιμόνων στο θάνατο μόνο και μόνο γιατί το θεωρούσε παιχνίδι και σκότωνε όποιον της έφερνε αντίρρηση, στην πραγματικότητα είχε την ανάγκη από κάποιον που μπορεί να της επιβληθεί. Να τη μαλώσει. Να την βάλει σε τάξη, περιορίζοντας το χάος που εξαπέλυε. Το καταλάβαμε όμως όταν ήδη ήταν αργά. Ήταν πλέον νεκρή, κατακερματισμένη από τα χέρια όλων των δαιμόνων της κόλασης που όπως κι εμείς, δεν είχαν αντιληφθεί το τι πραγματικά ήθελε από αυτούς».

«Αυτό είναι εντυπωσιακό», παραδέχτηκε ο Λαέρτης.

Ο Μιχάλης όμως, κόντευε να βάλει τα γέλια. «Τι συγκινητικό!», είπε ειρωνικά. «Ήθελε τον Λούσιφερ να τη νταντέψει και να γίνει σκλάβος της. Γιατί σας πληροφορώ, ότι μόνο έτσι δέχεται να τη νταντεύουν. Μπράβο στο παλικάρι που της έριξε άκυρο και της πήρε τον θρόνο. Είχε τα κότσια να την αρνηθεί».

«Ήταν προδότης», είπε η Τία γεμάτη πείσμα, ενώ τελειοποιούσε τη μουντζούρα της. «Θα πληρώσει».

«Δεν τον σκότωσες όμως», παρατήρησε ο Λαέρτης γυρίζοντας να την κοιτάξει. «Είχες τη δύναμη να το κάνεις, αλλά προτίμησες να πεθάνεις. Τι σε κάνει να θέλεις τώρα να τον εκδικηθείς;»

Η Τία κοίταξε τον Σεθ άμπα με ένα λοξό βλέμμα. «Πες του», πρόσταξε δείχνοντας τον Λαέρτη.

Ο Άμπα ξεκίνησε να εξηγεί προσπαθώντας όσο μπορεί να γίνει κατανοητός. «Η κόλαση είναι ένα βασίλειο γεμάτο αντιθέσεις, Λαέρτη. Υπάρχουν φατριές με αντίθετες πεποιθήσεις, έτοιμες να παλέψουν, ακόμη και να θυσιαστούν για τις ιδέες τους. Υπάρχει μια ελευθερία στην αντίληψη που έχει ο καθένας μας εκεί πέρα για το σύμπαν. Ο Λούσιφερ, τους άφησε όλους ανεξέλεγκτους να αλληλοσπαράζονται μετά τον θάνατο της Τίαματ. Δεν έπαιρνε καμία θέση, εφόσον σέβονταν όλες τις απόψεις. Δε μπόρεσε με τη κατανόηση που επέδειξε να επιβληθεί και εμποδίσει τους πολέμους που ξεσπούσαν συνέχεια. Η κατάσταση είναι ακόμη και στις μέρες μας ανυπόφορη».

«Ελεύθερη βούληση», είπε καγχάζοντας η Τία. Έπειτα τα γαλάζια μάτια της κοίταξαν τον Ασμοδαίο. «Έπαιζα;», τον ρώτησε.

«Όχι βασίλισσά μου», παραδέχτηκε αυτός χαμογελώντας ζωηρά. «Τελικά, δεν έπαιζες. Μας έκανες να σε φοβόμαστε με τη δύναμή σου και να υπακούμε στις εντολές σου τυφλά, χωρίς να τις καταλαβαίνουμε ποτέ. Έμοιαζε με ένα θανάσιμο και ανεξέλεγκτο παιχνίδι που σε διασκέδαζε. Αλλά τελικά δεν ήταν παιχνίδι».

«Ήταν», τον διόρθωσε η Τία.

«Πάντως μακροπρόθεσμα φάνηκε ότι η χαοτική της ηγεμονία, είχε καλό αποτέλεσμα», διαπίστωσε ο Λαέρτης. Έπειτα κοίταξε τον Άμπα. «Έτσι δεν είναι;»

«Ακριβώς», παραδέχτηκε αυτός. «Οι αποφάσεις που έπαιρνε έσφυζαν από θάνατο και έμοιαζαν παράλογες. Ανέκαθεν όμως είχε την ανάγκη από κάποιον δίπλα της που να την καταλαβαίνει και να της επιβάλλει την τάξη».

«Αυτός δεν είμαι εγώ», φώναξε ο Μιχάλης. «Δεν γίνομαι η παραμάνα κανενός μαμμόθρεφτου».

Τότε ήταν που η Τία αποφάσισε να τον φέρει για τα καλά σε αμηχανία «Κοιμηθήκαμε μαζί», τους πληροφόρησε γεμάτη ενθουσιασμό. Στο άκουσμα της φράσης αυτής, όλοι οι δαίμονες του δωματίου πάγωσαν. Ακόμη και ο Άμπα.

«Τόλμησες και ξάπλωσες στο πλευρό της;», ρώτησε τον Μιχάλη έκπληκτος.

«Γιατί να μασήσω;», αποκρίθηκε εκείνος σηκώνοντας με μια επιτηδευμένη αδιαφορία τους ώμους του, κρύβοντας δεξιοτεχνικά τον τρόμο που ένιωσε όταν συνέβη το γεγονός.

Ο Άμπα έκανε πίσω την καρέκλα του και άνοιξε ένα από τα συρτάρια του γραφείου του. Έβγαλε από μέσα του μία μικρή, μαρμάρινη πλάκα και του την έδωσε ρωτώντας τον, «πιστεύεις στις προφητείες;»

Ο Λαέρτης έσκυψε να εξετάσει την αινιγματική παράσταση που ήταν σκαλισμένη επάνω της. Το ίδιο έκανε κι ο Μιχάλης που την κρατούσε στα χέρια του. Απεικόνιζε την Τίαματ ως δρακοκέφαλη θεά, όπως συνηθίζονταν από την αρχαιότητα, να κάθεται επιβλητική και αγέρωχη στον θρόνο της. Μπροστά της έστεκε ένας άνθρωπος γονατιστός, να της σκουπίζει τα πόδια κρατώντας κάτι που έμοιαζε με πανί και κοιτάζοντάς την με ευλάβεια.

Ο Μιχάλης πέταξε την πλάκα πάνω στο γραφείο γεμάτος αποστροφή, αλλά και πανικό. «Όχι!», φώναξε. «Αυτό είναι μαλακία! Είστε όλοι σας μαλάκες! Βρείτε τα μόνοι σας, εγώ δε μπορώ να ανασάνω πια εδώ μέσα». Χίμηξε με μανία προς τη πόρτα, εγκαταλείποντας το ημίφως του δωματίου γεμάτος θυμό. Η πόρτα βρόντηξε με θόρυβο ξοπίσω του.

«Θα μείνει», τους διαβεβαίωσε η Τία, παραμένοντας αδιάφορη από την αντίδρασή του. Περισσότερη σημασία έδινε στη μουντζούρα που έκανε στο χαρτί και που είχε πλέον ολοκληρωθεί. «Λούσι κοίτα», φώναξε με ενθουσιασμό στη μαυροφορεμένη δαιμόνισσα, δείχνοντάς την. Η Λούσι πλησίασε την κόρη και βασίλισσά της, μη μπορώντας να εκφράσει κάποια άποψη. Ο νέος της ρόλος ως μητέρα της, ήταν κάτι που τη δυσκόλευε. Πήρε απλώς τη ζωγραφιά στα χέρια της, περιμένοντας από εκείνη μια νεότερη εντολή.

«Αυτό πρέπει να το δεις, Λαέρτη», προέτρεψε ο Άμπα τον μοναδικό θνητό που πλέον βρίσκονταν στο δωμάτιο. Ο Λαέρτης σηκώθηκε μαζί του και πλησίασε κάπως αμήχανα τον θηλυκό δαίμονα που ήταν υπεύθυνος για τα τόσα βάσανα του. Η Λούσι του έριξε το συνηθισμένο παγερό της βλέμμα όπως διακρίνονταν αμυδρά κάτω από το μαύρο βέλο της και του έδωσε τη ζωγραφιά της βασίλισσας. Ο Σεθ Άμπα τον πλησίασε και στάθηκε δίπλα του περιμένοντας από αυτόν κάποια αντίδραση.

Όταν κατάλαβε τι κρατούσε στα χέρια του Ο Λαέρτης, τα έχασε για λίγο. Όχι, δεν ήταν μια τυχαία μουντζούρα αυτό που απεικονίζονταν σε εκείνο το χαρτί. Έμοιαζε με έναν μπερδεμένο στρόβιλο, ο οποίος αποτελούνταν από επιμέρους ολόιδιους στροβίλους, οι οποίοι σχηματίζονταν με τη σειρά τους από ακόμη πιο μικρούς και πανομοιότυπους στροβίλους, σε μια γοητευτική πανδαισία που τους κατάπινε όλους τους και τους βύθιζε προς το άπειρο. «Είναι ένα fractal», κατέληξε με θαυμασμό. «Είναι μια γραφική απεικόνιση του χάους».

«Έτσι το λέτε εσείς», παραδέχτηκε ο Σεθ Άμπα με τη γεμάτη ζεστασιά φωνή του. «Αυτό που εικονίζει είναι η μορφή που έχει σήμερα το χάος. Όταν πήρε τον θρόνο ο Λούσιφερ, προσπάθησε να το εξαλείψει εντελώς και το μόνο που κατάφερε τελικά, ήταν να του δώσει αυτό που εύστοχα αποκαλείτε “αρμονία και επαναληψιμότητα”».

Η απορία του Λαέρτη ήταν εύλογη και αναμενόμενη. «Πώς μεταφράζεται αυτό;»

«Δε ξέρουμε ακόμη», παραδέχτηκε ο Άμπα. «Ίσως τα αποτελέσματα της πράξης του αυτής προς τη βασίλισσα μου να είναι εναντίον της. Οι δυνάμεις της είναι τόσο ισχυρές, που κανονικά δε θα είχε ανάγκη το φωτοστέφανο που βρίσκεται στην κατοχή σου για να τον εκθρονίσει».

«Νιώθω αδύναμη», εξήγισε με ένα παιδικό παράπονο η Τία, ενώ τα γαλάζια της μάτια πλημμύριζαν από δάκρια. Αμέσως μετά, με μία απότομη κίνησή της απέσπασε τη ζωγραφιά της από τα χέρια του Λαέρτη και άρχισε να τη βροντάει τσαλακώνοντάς της πάνω στο τραπέζι, ξεσπώντας σε ένα οργισμένο κλάμα.

Η Λούσι, προσπαθώντας να τιμήσει τη ψυχραιμία που είχε επιδείξει ανά τους αιώνες, την έχωσε μέσα στην αγκαλιά της, οδηγώντας την στο να συνεχίσει το ξέσπασμά της εκεί, όπου δε θα μπορούσε να επηρεάσει τον χώρο που τους περιέβαλλε, την περιοχή που τους υπέθαλπε ή ακόμη περισσότερο, τον κόσμο ολόκληρο που όλοι τους είχαν ανάγκη κατά το διάστημα εκείνο.

Το μόνο που διέκοψε το παιδικό κλάμα της Τίαματ, ήταν ο θόρυβος της πόρτας, η οποία άνοιξε το ίδιο απότομα όπως είχε κλείσει λίγα λεπτά πριν, αποκαλύπτοντας και πάλι τον Μιχάλη, να ξεχειλίζει από αγανάχτηση. «Κάντε το βλαμμένο να βγάλει το σκασμό! Μου έχει πάρει τα αφτιά! Μέχρι έξω ακούγεται».

Πλησίασε την Τία με ύφος που απαιτούσε εξηγήσεις. Εκείνη άπλωσε το χέρι της που κρατούσε την τσαλακωμένη της ζωγραφιά προς το μέρος του. «Βλακεία είναι», έσκουξε.

Ο Μιχάλης πήρε τη ζωγραφιά της σα να πρόκειται για κάποια δυσάρεστη υποχρέωσή του. Αφού της έριξε ένα λοξό και θυμωμένο βλέμμα, έστρεψε τα μάτια του πάνω στο χαρτί. Οι δαίμονες τον κοίταζαν περιμένοντας από αυτόν κάποια άποψη, την οποία έμοιαζαν να θεωρούν πολύ σημαντική.

Ο Μιχάλης θαύμασε για λίγο αυτό που απεικονίζονταν στη ζωγραφιά της Τίαματ. Η θετική του σκέψη, υποκλίθηκε στο μεγαλείο που σχημάτιζαν οι φαινομενικά άταχτες γραμμές της. «Τία!», αναφώνησε με θαυμασμό. «Είναι η πιο όμορφη ζωγραφιά που έχω δει ποτέ».

Η Τία εγκατέλειψε την αγκαλιά της μητέρας της και χίμηξε πάνω του σφίγγοντάς τον τρυφερά. «Σε ευχαριστώ!», του είπε νιώθοντας το παράπονο της να την εγκαταλείπει για πάντα.

Ο Μιχάλης, πάντα πίστευε ότι δεν ήταν καλός σε αυτά. Εκείνη τη στιγμή όμως, καθώς τοποθετούσε το ελεύθερο χέρι του στο μάγουλό της, άρχισε πλέον να το πιστεύει. Ο εγωισμός μέσα του, άρχισε να υποχωρεί και να αφήνει πίσω του τη διαπίστωση ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε ανταποκριθεί στην ανάγκη του μικρού κοριτσιού για αγάπη.

Οι δαίμονες, άρχισαν να ξεφυσούν με ανακούφιση. Ο Λαέρτης είδε τη Λούσι να πασχίζει να κρύψει το χαμόγελο που πάλευε να σχηματιστεί στο πρόσωπό της και που επρόκειτο να είναι διαφορετικό από τα συνηθισμένα της, εκείνα που ξεχείλιζαν από ειρωνεία.

Ο Σεθ Άμπα, ο ηγετικός δαίμονας Αββαδών, έβαλε το χέρι του στον ώμο του Μιχάλη καθώς αυτός χάζευε ακόμη τη ζωγραφιά της βασίλισσας του, που ήταν γαντζωμένη πάνω του. «Αν της το έλεγα εγώ, δε θα με πίστευε», του είπε με τη γεμάτη ζεστασιά φωνή του.