? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

14. Εώς

Μια φορά κι έναν καιρό...

- Δεν πρόκειται να σου πω εγώ τι να κάνεις. Αυτό πρέπει να το αποφασίσεις μόνος σου. Χωρίς ελεύθερη βούληση δεν είμαστε τίποτα, δεν αξίζουμε τίποτα. Όση δύναμη κι αν μας δόθηκε από τους δημιουργούς μας, χωρίς τη δυνατότητα να αποφασίσουμε οι ίδιοι πώς και πού θα χρησιμοποιήσουμε αυτή τη δύναμη...
Σταμάτησε και κοίταξε το χώμα σαν να έψαχνε κάτι. Έσκυψε και μάζεψε κάτι άπο κάτω. Ήταν μια χρυσοπράσινη κάμπια που σκαρφάλωνε και έπαιζε στα χρυσά του δάχτυλα.
- ...χωρίς αυτή τη δυνατότητα είμαστε εξίσου αδύναμοι μ’αυτό το ζωύφιο. Οποιοσδήποτε μπορεί να μη μας δει και να μας καταστρέψει χωρίς καν να το πάρει είδηση.
Κράτησε την κάμπια απαλά μπροστά στο πρόσωπό του. Και τότε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του δαίμονα που άκουγε στο όνομα Μπέλφεγκορ, δυο πανέμορφα, πολύχρωμα φτερά ξεπετάχτηκαν από τη ράχη του εντόμου και η κάμπια μεταμορφώθηκε σε πεταλούδα.
- Αυτό είναι το θαύμα της ελεύθερης βούλησης, κατέληξε ο έκπτωτος άγγελος Σάμαελ. Μπορεί να μας δώσει φτερά. Αληθινά φτερά, όχι μόνο στη θεωρία. Όπως σου είπα ήδη...δεν πρόκειται να σου πω εγώ τι να κάνεις. Μόνος σου πρέπει να αναρωτηθείς...αξίζει στ’αλήθεια να είσαι σκλάβος;
- Μα η Τιαμάτ..., είπε μισοφοβισμένα ο δαίμονας.
Ο Σάμαελ ύψωσε το χέρι του, διακόπτοντάς τον ευγενικά.
- Η Τιαμάτ είναι χαοτική και σκληρή και οι δυνάμεις της τρομακτικά ισχυρές. Δεν θα σου πω το αντίθετο. Υπήρχα πριν το χρόνο και θα συνεχίσω να υπάρχω μετά απ’αυτόν. Δεν έχω ανάγκη να λέω ψέματα. Έχεις κάθε λόγο να φοβάσαι την οργή της. Όμως για πόσο αυτός ο φόβος θα σε κρατάει δέσμιο στο ζυγό της; Μην απαντήσεις τώρα. Σκέψου το. Είναι μια πολύ σημαντική απόφαση αυτή που καλείσαι να πάρεις και, σίγουρα, δεν πρέπει να την πάρεις αλόγιστα. Μόνο ένα πράγμα σου ζητάω. Ό,τι κι αν αποφασίσεις, φρόντισε να είσαι σίγουρος πως το αποφάσισες ελεύθερα. Επειδή το ήθελες κι όχι επειδή κάποιος άλλος σου το επέβαλε. Αν το κάνεις αυτό, ακόμη κι αν πεθάνω στη μάχη με την Τιαμάτ, ο σκοπός μου θα έχει νικήσει.
Η πεταλούδα πέταξε ψηλά, προς τον καταγάλανο ουρανό. Ο δαίμονας Μπέλφεγκορ την παρακολούθησε για λίγο κι όταν γύρισε ξανά προς τον Σάμαελ, συνειδητοποίησε πως εκείνος δεν ήταν πια εκεί.


Ένα ιπτάμενο αγαλματίδιο που απεικόνιζε ένα δρακόμορφο πλάσμα έσκασε μερικά εκατοστά μακριά από το κεφάλι του Ασμοδαίου.
- Τον θέλω!
Ήταν εξοργισμένη, ο Ασμοδαίος το ένιωθε. Το εφηβικό πρόσωπό της ήταν μια μάσκα οργής και δίνες μανιασμένου αέρα τύλιγαν το κορμί της καθώς προχωρούσε προς το μέρος του. Οι κοριτσίστικες, ξανθές μπούκλες επέπλεαν γύρω της ενώ τα άλλοτε αθώα μάτια της έμοιαζαν με δίδυμες, αδηφάγες φλόγες.
- Βασίλισσα..., έκανε να πει.
- Σκασμός! Θέλω...άγγελο...τώρα! φώναξε πεισμωμένα.
- Βασίλισσα, αν τον θέλεις νεκρό, μπορώ να το φροντίσω, είπε διστακτικά ο Ασμοδαίος.
Η Τιαμάτ ηρέμησε απρόσμενα. Ο άερας γύρω της καταλάγιασε. Κάθισε οκλαδόν στο μαρμάρινο πάτωμα του παλατιού της. Το ύφος της ήταν ύφος μελαγχολικού παιδιού που είχε μεγαλώσει πριν την ηλικία του. Έμοιαζε σκεφτική και απόμακρη, ξαφνικά κι ίσως λίγο θλιμμένη. Ο Ασμοδαίος δεν την είχε ξαναδεί έτσι, ποτέ στο παρελθόν. Οι ακτίνες του ήλιου χάιδευαν το πρόσωπό της απαλά, σαν τα δάχτυλα μιας στοργικής μητέρας. Άπλωσε το χέρι της στο ασημένιο τόπι που τα βράδια πέταγε στον ουρανό για να φωτίζει τον κόσμο κι άρχισε να παίζει αφηρημένα. Οι θνητοί το αποκαλούσαν "φεγγάρι".
- Όχι...όχι νεκρό..., την άκουσε να λέει, περισσότερο στον εαυτό της παρά σ’αυτόν.
Ακουγόταν κι η ίδια έκπληκτη μ’αυτήν την παραδοχή.
- Αυτός....πολεμάει εμένα...όμως...
- Όμως; αποτόλμησε ο δαίμονας.
Του έριξε ένα παγερό, υπεροπτικό βλέμμα.
- Αντιμιλάς. Ακόλουθε.
Ο Ασμοδαίος υποκλίθηκε ατάραχος. Αυτός και η Βασίλισσα γνωρίζονταν πολύ καιρό και είχε αποδείξει την πίστη του πάνω απο μία φορές. Δεν ανησυχούσε και ήταν συνηθισμένος στις απότομες μεταπτώσεις της. Δεν του προκαλούσε φόβο όπως στους περισσότερους κατώτερους δαίμονες. Αλλά αναγνώριζε την ωμή, ασυγκράτητη δύναμή της και, ως τέτοια, τη σεβόταν.
- Θα τον φέρω μπροστά σου ή θα πεθάνω στη προσπάθεια, Βασίλισσα.
Η Τιαμάτ χαμογέλασε με ικανοποίηση. Πέταξε τη μπάλα της ψηλά και την ξανάπιασε.
- Φέρε άγγελο...θα ανταμοιφθείς...
- Η ικανοποίησή σου είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μένα, Βασίλισσά μου.
Το χαμόγελό της πλάτυνε. Σηκώθηκε πάνω και, με μια ρευστή κίνηση, το φόρεμά της έπεσε στους αστραγάλους της. Τον κοίταξε παραπονιάρικα.
- Πεινάω...
Ο Ασμοδαίος ήξερε τι ήθελε.
- Φέρτε τον μέσα, διέταξε τους φρουρούς.
Οι δύο δαίμονες του κατώτερου επιπέδου άνοιξαν την πόρτα και τράβηξαν έναν τρομαγμένο θνητό, τον οποίο είχαν δεμένο και φιμωμένο. Τον πέταξαν στα πόδια της εκστασιασμένης Βασίλισσας. Ο θνητός ήταν ένα όμορφο αγόρι, γύρω στα είκοσι. Η Τιαμάτ χτύπησε χαρωπά τα χέρια της σε ένδειξη επιδοκιμασίας.
- Πάω να βρω τον άγγελο, είπε ο Ασμοδαίος και, αφού υποκλίθηκε ξανά, εξαφανίστηκε αθόρυβα.



Αυτή τη φορά κι αυτόν τον καιρό...

Η Μαρίνα ξύπνησε ουρλιάζοντας από τρόμο. Ήταν λουσμένη στον ιδρώτα και κρύωνε. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν είδε πως τα σεντόνια και το μαξιλάρι της ήταν πλημμυρισμένα στο αίμα. Ένιωσε την ανάσα της να κόβεται από πανικό και καυτά δάκρυα να ανεβαίνουν στα βλέφαρά της.
- Ω, θέε μου, μουρμούρισε. Ω, θεέ μου.
Έτρεξε μέχρι το μπάνιο παραπατώντας κι έφτυσε το στομάχι της στη λεκάνη της τουαλέτας. Αποκαμωμένη και αδύναμη από την απώλεια αίματος, πιάστηκε από το νιπτήρα και, τρεκλίζοντας, κατάφερε να σηκωθεί. Παραλίγο να βάλει τα γέλια κοιτώντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Έμοιαζε με γκροτέσκα απεικόνιση κάποιου μεσαιωνικού βρικόλακα έτσι όπως ήταν πασαλειμμένη με πορφυρή, ζεστή ζωή. Ζωή που κυλούσε από τα μάτια της, από τη μύτη, το στόμα και τα αφτιά της.
Αφού ξεπλύθηκε, σύρθηκε μέχρι το σαλόνι και κατέρρευσε στον παμπάλαιο, μισοχαλασμένο καναπέ. Έπιασε το τηλέφωνο κι έκανε να πληκτρολογήσει το νούμερο του Άμπα. Κάπου στη μέση, όμως, το μετάνιωσε και το έκλεισε. Διστακτικά, σήκωσε ξανά το τηλέφωνο και πήρε ένα άλλο νούμερο. Άκουσε τον γνώριμο, καθησυχαστικό ήχο της κλήσης και περίμενε, κρατώντας την ανάσα της. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι την κρατούσε, μέχρι που το σκέφτηκε, οπότε και προσπάθησε να χαλαρώσει.
- Μαρίνα; ήρθε η φωνή της Σαμ από την άλλη άκρη της γραμμής. Ετοιμαζόμουν να σε πάρω. Τι είδες;
Κάπου εκεί η Μαρίνα έσπασε κι άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.
- Μαρίνα; Δεν είσαι καλά...θέλεις μήπως να έρθω από κει;
Ακουγόταν πραγματικά ανήσυχη.
- Εί...είδα κα...κάποιον...να...να προ...σπα...θεί...να μ..με σκοτ..τώσει, είπε ανάμεσα στους λυγμούς της.
- Μαρίνα. Προσπάθησε να ηρεμήσεις και να μου πεις ακριβώς τι είδες. Ακριβώς. Έχει σημασία.
Την εξέπληξε το πόσο γαλήνια και επιτακτική ακουγόταν ξαφνικά η κοπέλα που το προηγούμενο μόλις βράδυ κραύγαζε από ηδονή στα σεντόνια της. Ακόμη περισσότερο όμως την εξέπληξε το γεγονός ότι ο τόνος της είχε αποτέλεσμα. Οι λυγμοί υποχώρησαν και μια παράξενη ηρεμία απλώθηκε μέσα της.
- Ήταν ένας άγγελος. Είχε έρθει εδώ για να με σκοτώσει.
Κλικ. Η γραμμή νεκρώθηκε.
- Σαμ;
Η Μαρίνα απέμεινε να κοιτάει το βουβό ακουστικό σαν χαμένη.
- Όταν μου είπαν να έρθω για σένα, δεν με ενημέρωσαν ότι μπορείς να βλέπεις το μέλλον. Σίγουρα αυτό περιπλέκει τα πράγματα.
Η άγνωστη φωνή πίσω της την έκανε να τιναχτεί από τη θέση της τρομοκρατημένη.
Το πλάσμα ήταν λαμπερό σαν ήλιος και, μ’έναν τρόπο που δεν μπορούσε ακριβώς να προσδιορίσει, της θύμιζε τη Σαμ. Κρατούσε μια ρομφαία που ήταν τυλιγμένη σε ηλεκτρικές εκκενώσεις και τα πελώρια, λευκά φτερά του, ακτινοβολούσαν φως. Της έκανε υπόκλιση.
- Το όνομά μου είναι Αράκιελ κι είμαι εδώ για να σε σκοτώσω.
Η Μαρίνα έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Αυτό δεν συμβαίνει, είπε στον εαυτό της. Ονειρεύομαι ακόμα, δεν μπορεί. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και, με όλη τη δύναμη της θέλησής της, σκέφτηκε πως όταν τα άνοιγε ξανά θα είχε ξυπνήσει κι αυτός ο εφιάλτης θα είχε τελειώσει. Όμως ο άγγελος δεν είχε εξαφανιστεί.
Την πλησίασε διστακτικά και,ξαφνικά, η Μαρίνα συνειδητοποίησε πως δεν έμοιαζε ούτε τόσο σίγουρος για τον εαυτό του ούτε τόσο χαρούμενος με το έργο που του είχε ανατεθεί.
- Λυπάμαι πάρα πολύ γι’αυτό, όμως ελπίζω να με πιστέψεις όταν σου λέω πως δεν είχα άλλη λύση. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Είμαι δέσμιος μεγαλύτερων δυνάμεων από σένα κι αυτές οι δυνάμεις σε θέλουν νεκρή. Ειλικρινά, δεν το θέλω. Όμως δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ας τελειώνουμε μ’αυτό όσο πιο σύντομα γίνεται. Αναπαύσου εν ειρήνη, κόρη της Εύας.
Όρμησε προς το μέρος της με τη ρομφαία σε στάση επίθεσης. Μην μπορώντας να κινηθεί από έκπληξη και τρόμο, η Μαρίνα παρακολούθησε το αγγελικό ξίφος να πλησιάζει το λαιμό της σαν σε αργή κίνηση.
Την επόμενη στιγμή άκουσε την πόρτα του διαμερίσματός της να σπάει μ’έναν εκκωφαντικό θόρυφο κι είδε μια μάζα από φτερά και σάρκα να χιμάει πάνω στον Αράκιελ και να τον τραβάει μακριά της. Παγωμένη ακόμη από το γεγονός ότι παραλίγο να πεθάνει, η Μαρίνα δεν συνειδητοποίησε αμέσως τι ακριβώς ήταν εκείνη η μάζα που είχε κάνει το διαμέρισμά της σμπαράλια.
Τα δύο πλάσματα πάλευαν μανιασμένα σ’έναν αγώνα που ήταν προφανές ότι θα ήταν μέχρι θανάτου. Όταν ο εισβολέας κατάφερε να ακινητοποιήσει τον Αράκιελ, η Μαρίνα παραλίγο να χάσει τις αισθήσεις της γιατί ο εγκέφαλός της μόλις εκείνη τη στιγμή επεξεργάστηκε την πληροφορία ότι μπροστά της έβλεπε τη Σαμ, με λευκόχρυσα, αγγελικά φτερά.
- Γιατί, Αράκιελ; Γιατί με πρόδωσες, αδερφέ μου; ρώτησε με μια φωνή που σπάραζε την καρδιά.
Δάκρυα απόγνωσης κυλούσαν στα μάγουλα του Αράκιελ.
- Συγχώρεσέ με, Πρίγκηπα...δεν το έκανα από επιλογή...με ανάγκασαν...ο Άζαζελ κρατάει την κόρη μου και απειλεί ότι θα τη σκοτώσει...δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς...
Άζαζελ...τι της θύμιζε εκείνο το όνομα; Της ήρθε στο νου το όνειρο με τη σπηλιά και το ανθρωποφάγο πλάσμα που έμοιαζε με κένταυρο. Ήταν λες και βρισκόταν εκεί, φυλακισμένη και τρομαγμένη, αναγκασμένη να βλέπει αυτό το τέρας να καταβροχθίζει ανθρώπους σαν να ήταν γουρούνια. Μόλις εκείνη τη στιγμή κατάλαβε η Μαρίνα πως ο εαυτός της στο όνειρο δεν ήταν πραγματικά ο εαυτός της αλλά εκείνο το άμοιρο κορίτσι, η κόρη του Αράκιελ.
- Αλήθεια λέει, είπε χαμηλόφωνα. Το είδα...σαν να ήμουν εκεί. Αλήθεια λέει, επανέλαβε, μην ξέροντας τι άλλο να πει.
Η Σαμ την κοίταξε για λίγο κι έπειτα ένευσε καταφατικά. Σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι της στον Αράκιελ. Τον παρατήρησε για λίγο, αμίλητος.
- Κάνεις λάθος, του είπε τελικά. Όταν λες πως δεν είχες επιλογή. Κάνεις λάθος. Μπορεί να μην ήταν μια επιλογή που σου άρεσε, όμως ήταν μια επιλογή. Κι εγώ καλούμαι να πάρω μια δική μου, αυτή τη στιγμή. Δεν επιθυμώ να πεθάνει αυτή η κοπέλα, όμως δεν επιθυμώ να πεθάνει ούτε η κόρη σου. Και ξέρεις πως ποτέ δεν θα έβλαπτα έναν αδερφό μου, επομένως ούτε κι εσένα επιθυμώ να δω νεκρό. Μόνο ένα πράγμα μένει, λοιπόν. Σκότωσε εμένα. Αυτή είναι η δική μου επιλογή.
Ο Αράκιελ την κοίταζε έκπληκτος.
- Πρίγκηπα...θα θυσιαστείς για μια κόρη της Εύας;
- Όχι, αποκρίθηκε γαλήνια η Σαμ. Θα θυσιαστώ για τη Μαρίνα.
- Δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα τέτοιο, είπε η Μαρίνα και, χωρίς καλά-καλά να καταλάβει πως, όρμησε πάνω στον Αράκιελ και άρπαξε το σπαθί του.
Το χέρι της μούδιασε από πόνο καθώς το έπιασε, όμως δεν παραιτήθηκε. Ο Αράκιελ έμοιαζε να μην μπορεί να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Καθώς το ίδιο του το ξίφος καρφωνόταν στα σωθικά του, ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του...ένα χαμόγελο που εξαγρίωσε τη Μαρίνα περισσότερο καθώς δεν μπορούσε να καταλάβει την αιτία του. Ο Αράκιελ στράφηκε μια τελευταία φορά προς τη Σαμ.
- Αντίο, Πρίγκηπα...σώσε την κόρη μου...σε παρακαλώ...
Η Σαμ απομάκρυνε τρυφερά τη Μαρίνα κι έπιασε στα χέρια της τον ετοιμοθάνατο άγγελο.
- Αντίο, αδερφέ μου....
Μέσα σε εκτυφλωτικό φως, ο Αράκιελ χάθηκε από το δωμάτιο. Η Μαρίνα ήταν μόνη της με τη Σαμ που την κοιτούσε σαν δαρμένο κουτάβι.
- Είσαι καλά; αποτόλμησε τελικά να τη ρωτήσει.
- Ναι.
- Μόλις σκότωσες έναν άγγελο.
- Δεν μου συμβαίνει κάθε μέρα.
- Θες να με σπάσεις στο ξύλο.
Η Μαρίνα χαμογέλασε άθελά της.
- Μου πέρασε από το μυαλό, πράγματι.
- Αλλά μ’αγαπάς.
- ...
Ένας στεναγμός ανακούφισης ξέφυγε από τα χείλη της Σαμ.
- Ωραία.
Σηκώθηκε από το πάτωμα και την πλησίασε. Την τράβηξε στην αγκαλιά της και τα φτερά της την τύλιξαν σαν απαλό πάπλωμα.
- Ο Άζαζελ δεν πρόκειται να τη γλιτώσει μ’αυτό που έκανε. Δεν ξέρω τι θα’κανα αν σε έχανα.
- Ποια είσαι; Τι είσαι;
Απαλό, γάργαρο γέλιο, σαν νερό, ξεχύθηκε από το κορμί της Σαμ.
- Τι είμαι; Είμαι ο έκπτωτος άγγελος Σάμαελ, αυτός που ο κόσμος σου αποκαλεί Λούσιφερ ή Εωσφόρο ή Διάβολο ή Σατανά. Αν με ρωτάς όμως ποιος είμαι...η απάντηση ειναι πως είμαι η Σαμ που ξέρεις.
- Κι εγώ; Τι είμαι εγώ;
- Τα φτερά μου.