? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Έξτρα gallery: Οι 11 Της Τίαματ

1. Λιοντάρι Γίγας




2. Πελώριος Ταύρος




3. Σκορπιός



4. Επτακέφαλος δράκος



5. Κερασφόρο φίδι


6. Κέρβερος



7. Ιχθυόμορφος


8. Λαχάμου



9. Θύελλα


10. Πολυπλόκαμος




11. Ο Μέγας Σκώλικας


37. Αιώνια μονάχη.

«Η Τίαματ δημιούργησε τους έντεκα, έτσι ώστε να μη δείχνουν κανένα έλεος στα φονικά τους όπλα, διότι ο νόμος της ήταν οριστικός και αμετάκλητος»
(enuma elish)


Πάνω σε κάποιο από τα ελληνικά βουνά και μέσα σε ένα μεγάλο ξέφωτο μιας δασωμένης πλαγιάς, ο στρατηγός Ασμοδαίος, παρέα με το τάγμα του, κατσάδιαζε τις αμαζόνες για μια λάθος απόφασή που πήρανε: την απόφασή τους να επιτεθούν στις μαινάδες, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είναι αδελφωμένες μαζί τους στις μάχες που δίνανε.

«Σκοπός μας είναι να υπηρετήσουμε τη βασίλισσά μας σε αυτόν τον πόλεμο και όχι να πλακωνόμαστε μεταξύ μας. Όταν με το καλό επιστρέψουμε πίσω στην κόλαση, τότε μόνο θα έχετε το δικαίωμα να ξεμαλλιαστείτε με τις μαινάδες».

«Έχεις δίκιο στρατηγέ μου», του απάντησε η επικεφαλής των αμαζόνων που ονομάζονταν Σάνυα. «Ήταν λάθος μας να ενεργήσουμε τόσο εγωιστικά».

«Απαιτώ να ζητήσεις συγνώμη από την Ντρεθ που ηγείται των μαινάδων», είπε ο στρατηγός. «Μόνο τότε θα δεχτώ ότι μιλάς με ειλικρίνεια. Μέχρι τότε όμως…»

Το απότομο θρόισμα των δέντρων διέκοψε τα λόγια του. Πελώρια βήματα άρχισαν να ηχούν και να τραντάζουν το έδαφος. Τα δυο τάγματα, στράφηκαν με μιας προς τη πλευρά όπου τα δέντρα ακούγονταν να ξεριζώνονται καθώς μία πελώρια σκιά άρχισε να διαγράφεται μέσα στις συστάδες που σχημάτιζαν.

Ο πελώριος δράκος με τα εφτά κεφάλια πρόβαλε μπροστά τους εντελώς αναπάντεχα. Κάποια από τα κεφάλια αυτά βρυχούνταν ενώ άλλα τους κοίταζαν επιβλητικά, παγώνοντάς τους το αίμα. Τα στόματα τους ξερνούσανε φλόγες.

Χωρίς να προλάβει καν ο Ασμοδαίος να δώσει εντολή, βρέθηκε να τρέχει πανικόβλητος δίπλα στους πολεμιστές του και στις αμαζόνες. Αυτό που αντίκρισαν όλοι τους, δεν ήταν καθόλου αναμενόμενο. Ήταν ένας από τους έντεκα, τα δημιουργήματα της βασίλισσας τους, που τα έπλασε με την ουσία της τον καιρό που ζούσε μονάχη στην κόλαση και πενθούσε τον θάνατο του Αμπζού. Οι έντεκα ήταν οι πρώτοι της ακόλουθοι. Τα πρώτα της παιχνίδια, με τα οποία διασκέδαζε πολύ πριν ο θεός της τάξης εξορίσει τους δαίμονες στο βασίλειό της. Ήταν τα πιο ισχυρά και ανεξέλεγκτα πλάσματα που κατοίκησαν ποτέ στην κόλαση. Όταν η βασίλισσα πέθανε από τα χέρια των ακολούθων της, οι έντεκα έσβησαν μαζί της, σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Τα τάγματα είχαν πια σκορπίσει μέσα στον πανικό τους και ο Ασμοδαίος βρέθηκε να τρέχει μόνος, ευχόμενος ο δράκος με τα εφτά κεφάλια να μην τον προλάβει. Ποτέ δε δείλιαζε μπροστά σε κάποιον αντίπαλο. Όταν ο αντίπαλος όμως ήταν ένας από τους έντεκα, δε γινότανε να κάνει διαφορετικά.

Έστριψε πίσω από έναν βράχο που είχε το διπλάσιο ύψος από αυτόν και αμέσως κόλλησε τη πλάτη του πάνω του για να ξελαχανιάσει. Μπροστά του έσκαγε ένας πελώριος καταρράκτης και το ποτάμι που ξεκίναγε από αυτόν ήταν ότι χρειαζότανε για να κορέσει τη δίψα του. Πέρασε λίγα δευτερόλεπτα ηρεμίας ακουμπισμένος εκεί. Όταν όμως ύψωσε το βλέμμα του προς τον καταρράχτη, ο πανικός τον κυρίευσε ξανά. Στην απέναντι όχθη σέρνονταν ένα θεόρατο και επικίνδυνο πλάσμα. Ένα πλάσμα εξίσου θανάσιμο με τον δράκο που τους καταδίωκε. Ήταν το κερασφόρο φίδι, άλλο ένα τέρας των έντεκα.

Πριν προλάβει το πελώριο ερπετό να στραφεί προς αυτόν και να τον εντοπίσει, ο Ασμοδαίος εγκατέλειψε τον βράχο και έκανε να τρέξει και πάλι. Ο ισχυρός όγκος του σώματός του όμως συγκρούστηκε σφοδρά με τη Σάνυα, που έτρεχε προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτόν. Η Σάνυα προσγειώθηκε άτσαλα πάνω σε κάτι βάτα, αφήνοντας να της ξεφύγει μια κραυγή πόνου.

«Είσαι καλά;», τη ρώτησε ανήσυχος.

Η Σάνυα δεν απάντησε. Προσπάθησε να σηκωθεί με το πάσο της.

«Πάμε», της είπε βιαστικά τραβώντας την από το χέρι. «Εκεί πίσω βρίσκεται το κερασφόρο φίδι».

Μόλις συνειδητοποίησε αυτό που της είπε, βρέθηκε να τρέχει και αυτή ξανά, αυτή τη φορά στο πλευρό του.

«Τι συνέβη στρατηγέ μου;» τον ρώτησε λαχανιασμένα. «Γιατί οι έντεκα ζωντάνευσαν; Μόνο η θεά μας μπορεί να τους επαναφέρει στη ζωή. Είναι κομμάτια του εαυτού της».

Ο Ασμοδαίος στράφηκε προς αυτή, χωρίς να μειώσει την ταχύτητά του. «Θυμάσαι όταν σου αναθέσαμε αποστολή να πας στη κατοικία ενός θνητού που ονομάζονταν Μιχάλης Λαδόπουλος;»

«Ναι», απάντησε η Σάνυα. «Είχα πάει να πάρω τα φυτά της Άσταροθ που υποτίθεται ότι βρίσκονταν εκεί, αλλά τελικά δε τα βρήκα πουθενά».

Ο Ασμοδαίος συνειδητοποίησε ότι είχαν απομακρυνθεί αρκετά και της έκανε νόημα να σταματήσουν να τρέχουν.

«Δε τα βρήκες, γιατί κάποιος άλλος τα είχε πάρει πριν από σένα», της είπε. «Τα φυτά αυτά μοιράζονταν την ίδια ουσία με τη βασίλισσα. Επομένως αυτός που τα πήρε, φαίνεται πως ήταν αρκετά ικανός για να τα πολλαπλασιάσει σαν Σράνκεν και να ξυπνήσει τους έντεκα μέσα από αυτά».

«Δηλαδή η βασίλισσα δε γνωρίζει ότι έχουν ξαναζωντανέψει;»

«Δε νομίζω», απάντησε ο Ασμοδαίος σκεφτικός. «Πρέπει να την ενημερώσουμε».

***

«Υπήρξαν κατά καιρούς πολλοί στη κόλαση που τόλμησαν να παίξουνε ρώσικη ρουλέτα με το κορμί μου. Πίστεψαν ότι με το να τους επιτρέψω να το αξιοποιήσουν για να ικανοποιήσουν τα πιο ποταπά τους ένστικτα, τους έκανα μεγάλη τιμή. Οι περισσότεροι από αυτούς οδηγήθηκαν στην τρέλα καθώς με έπαιρναν με λύσσα, ενώ υπήρξαν και μερικοί που λαμπάδιασαν κυριολεκτικά πάνω στη συνεύρεση τους μαζί μου και πλέον είναι νεκροί. Αυτές οι παρενέργειες που εμφανίζουν τα θύματά μου, οφείλονται σε κάποια ορμόνη που εκκρίνω στο εσωτερικό του κόλπου. Λίγοι είναι αυτοί όμως που γνωρίζουν ότι την εκκρίνω κατά βούληση, έτσι ώστε να εξουδετερώνω εσκεμμένα όποιον τολμά να παραστήσει τον εραστή μου».

Ο Λαέρτης έμεινε με τα μάτια ορθάνοιχτα ακούγοντας τα λόγια της αυτά. Έριξε μια ματιά στο φως που εισέβαλε αχνά μέσα από το μοναδικό παράθυρο της τραπεζαρίας και έπειτα κοίταξε και πάλι τη δαιμονική Λούσι, χωρίς να του έχει φύγει καθόλου η έκπληξη.

«Γιατί μου τα λες αυτά;», τη ρώτησε.

«Νομίζω πως πρέπει να τα γνωρίζεις», του είπε χαμογελώντας του πονηρά. «Σε βλέπω που δε μπορείς να κρατήσεις τα χέρια σου μερικές φορές μακριά από το σώμα μου και αυτό είναι λογικό, καθώς ακόμη και χωρίς να χρησιμοποιήσω την αποπλάνηση, αυτό λειτουργεί σαν μαγνήτης για όσους ενδιαφέρονται για μένα όπως εσύ». Το βλέμμα της έγινε λοξό. «Δεν νομίζω ότι πέφτω έξω σε αυτό που σου λέω, έτσι;»

«Και γιατί έχεις κάνει τόσο κακό στους εραστές σου;», ρώτησε ο Λαέρτης παραμένοντας ακόμη σαστισμένος απ’ όσα άκουσε.

Η Λούσι σοβάρεψε. «Δεν είμαι μια πολεμίστρια που πολεμάει με το σπαθί, Λαέρτη. Στις αποστολές που έχω αναλάβει κατά καιρούς στη κόλαση, χρησιμοποιώ την τέχνη του έρωτα και τη τηλεκίνηση ως τα μόνα όπλα που διαθέτω». Ξεφύσησε και χαμήλωσε το βλέμμα της κάτω από το μαύρο της βέλο. «Όσοι πέθαναν ή τρελάθηκαν από το σώμα μου, τους άξιζε. Το έκανα για τη βασίλισσά μου και για να φέρω εις πέρας τα όσα μου ανέθετε. Έτσι κι αλλιώς εδώ και πολλούς αιώνες, δε μπορώ πλέον να αποκομίσω ηδονή από τον έρωτα».

Ο Λαέρτης ένιωσε τη θλίψη που κρύβονταν κάτω από τα ψυχρά της λόγια. Άπλωσε το χέρι του στον ώμο της, ακόμη και αν γνώριζε ότι δύσκολα θα μπορούσε να το ξεκολλήσει από πάνω της. Θέλησε να την παρηγορήσει λέγοντάς της κάτι το τρυφερό.

Δεν πρόλαβε όμως. Οι τοίχοι δονήθηκαν απότομα. Ολόκληρη η τραπεζαρία συγκλονίστηκε από ένα στιγμιαίο, αλλά βίαιο σεισμό.

«Τι έπαθες;», την ρώτησε.

«Δε το έκανα εγώ», του απάντησε.

Άλλη μια βίαιη δόνηση τάραξε τον χώρο, ενώ ένας ήχος σπασίματος ακούστηκε έξω από την τραπεζαρία.

«Έρχεται από το σαλόνι», διαπίστωσε η Λούσι.

«Κάτι συμβαίνει στο σαλόνι», φώναξε έκπληκτος ο Λαέρτης και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα του.

Το ίδιο απότομα σηκώθηκε και η Λούσι. Κατευθύνθηκαν και οι δύο προς την πόρτα, ανίδεοι για τα όσα επρόκειτο να αντικρίσουν.

***

Έτρεχε κυριευμένος από τον πανικό. Έτρεχε όσο δεν είχε τρέξει ποτέ στη ζωή του. Τα πόδια του είχαν στη κυριολεξία πάρει φωτιά. Άνοιξε την πόρτα από το μικρό Hundai και χίμηξε μέσα του σαν αφηνιασμένος. Τα κλειδιά σπαρταρούσαν στα ταραγμένα χέρια του και δε μπόρεσε εύκολα να εντοπίσει αυτό της μηχανής.

«Πρέπει να φύγω…», κλαψούριζε συνέχεια. «Πρέπει να φύγω…».

Βρήκε το κλειδί και έβαλε μπροστά αστραπιαία. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε απότομα, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνη πίσω του. Ο Μιχάλης σανίδωνε το γκάζι και ένιωθε τη καρδιά του να παλεύει να εκτοξευτεί έξω από το στήθος του.

«Πρέπει να φύγω…»

Ο χωματόδρομος τσούλαγε με υπερβολικά μεγάλη ταχύτητα κάτω από τις ρόδες και πολύ γρήγορα έδωσε τη θέση του στην άσφαλτο. Ο ιδρώτας της αγωνίας έλουζε το πρόσωπό του. Είχε πιάσει τα 200 και η μηχανή άρχισε να μουγκρίζει. Το στομάχι του σφίγγονταν. Είχε βγει εκτός εαυτού.

«Που πας, Μιχάλη;», ακούστηκε μια λεπτή φωνή πίσω του.

Ο Μιχάλης ύψωσε το βλέμμα του στο καθρέφτη και πάγωσε από το θέαμα που αντίκρισε εντός του.

Η φιγούρα της Μαίρης πρόβαλε στο πίσω κάθισμα, λουσμένη στο ίδιο της το αίμα και σακατεμένη από τις θανάσιμες δαγκωματιές του Σράνκεν. Τα κόκκινα ρυάκια που ξεκινούσαν από το κεφάλι της, βυθίζονταν μέσα στα καστανά της μάτια, έβαφαν τα μάγουλά της κι έσταζαν παντού, ενώ νέα ρυάκια ανέβλυζαν μέσα από το στόμα της.

Ο Μιχάλης γύρισε απότομα. Το πίσω κάθισμα ήταν άδειο.

Είχε πιάσει τα 210.

Έστρεψε πάλι το κεφάλι του μπροστά. Η μακάβρια εικόνα της Μαίρης βρίσκονταν και πάλι στον καθρέφτη. Ο Μιχάλης τραντάχτηκε στο κάθισμά του από τον τρόμο που ένιωσε.

«Για πού το έβαλες;», τον ρώτησε αυτή καθώς άρχισε να ουρλιάζει.

***

Ο Λαέρτης μπήκε φουριόζος στο σαλόνι και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν την Πολύμνια κείτεται στο πάτωμα φορώντας μονάχα ένα μεταξένιο μπουρνούζι. Τα λευκόχρυσα δάκρυά της γυάλιζαν στο πρόσωπό της, καθώς διαγράφονταν σε αυτό μια έκφραση πόνου.

Η θεά με το εφηβικό σώμα, στέκονταν μπροστά της, κοιτάζοντάς την με ένα οργισμένο βλέμμα.

Η Λούσι μπήκε και αυτή μες το δωμάτιο τρέχοντας.

«Σε παρακαλώ βασίλισσά μου», φώναξε ικετευτικά η πυρόξανθη δαιμόνισσα. «Δε θα αντέξω άλλο χτύπημα».

«Ηλίθια!», φώναξε η Τίαματ και αστραπιαία το κορμί της Πολύμνιας εκτοξεύτηκε πάνω στον τοίχο και χτύπησε δυνατά πάνω του, αντηχώντας σε όλο το χώρο. Έπειτα έπεσε πάνω στο καναπέ, σακατεμένη.

«Ηλίθια!», τη ξαναφώναξε η Τίαματ, καθώς την ώθησε με τη δύναμη του βλέματός της πάνω στη τζαμαρία του σύνθετου σπάζοντάς την. Μετά στο ταβάνι. Μετά πάνω σε ένα μικρό γυάλινο τραπέζι, συνθλίβοντάς το εντελώς.

«Βασίλισσά μου», είπε η Λούσι και έβαλε το χέρι της στον ώμο της οργισμένης θεάς, μήπως και σταματήσει κάπως το μαρτύριο της Πολύμνιας.

«Άσε με!», της φώναξε η Τίαματ.

Η Πολύμνια κολύμπαγε μέσα στα θρύψαλα του διαλυμένου τραπεζιού καταματωμένη και ξέσπασε σε ένα κλάμα που εκδήλωνε παράλληλα και τον δυσβάσταχτο πόνο που αισθάνονταν από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που δέχτηκε. «Συγχώρεσε με, βασίλισσά μου», έσκουξε ικετευτικά. «Συγχώρεσε με, θεά μου».

«Όχι!», ούρλιαξε με πείσμα η Τίαματ. Το σώμα τη Πολύμνιας άρχισε να υψώνεται και έπειτα να σκάει σαν καρπούζι στο πάτωμα. Πάνω στα κοφτερά εκείνα θρύψαλα. Μια φορά. Δυο φορές.

Ο Λαέρτης πονούσε και μόνο που αντίκριζε το θέαμα αυτό. «Βασίλισσα…», κατόρθωσε να ψελλίσει, αλλά δε του έβγαινε παραπάνω φωνή.

Το σώμα της Πολύμνιας εκτοξεύτηκε στον καναπέ και το κεφάλι της χτύπησε τόσο δυνατά στον τοίχο, που άμα ήταν θνητή θα της έσπαζε σαν να ήταν τσόφλι.

Προσγειώθηκε και πάλι στο πάτωμα, στημένη στα τέσσερα σαν σκυλί.

«Μη τη σκοτώσεις, βασίλισσά μου», παρακάλεσε η Λούσι ψυχρά.

Η Πολύμνια άρχισε να σέρνεται αδύναμα προς την Τίαματ. Το αίμα της άφηνε ένα μακάβριο αυλάκι στο πάτωμα από το σούρσιμό της. Η θεά την κοιτούσε με άσβεστο θυμό και δίχως ίχνος συγκίνησης καθώς την πλησίαζε. Όταν τελικά η Πολύμνια την έφτασε, ύψωσε το φόρεμα της θεάς, αποκαλύπτοντας τα μικρά της πόδια. Έπειτα τα αγκάλιασε και άρχισε να τα φιλάει εκδηλώνοντας ικεσία.

«Αμάρτησα», παραδέχτηκε ξεψυχισμένα. «Έσφαλα».

Ο Λαέρτης κοίταζε τη σκηνή με ανοιχτό το στόμα. «Μα τι συνέβη;», αναρωτήθηκε φωναχτά.

***

Ο Σάμαελ, το άστρο της αυγής, έφτασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην άκρη της απότομης πλαγιάς, όπου το πρωτοπαλίκαρό του ο Τύραελ κρύβονταν καθισμένος πίσω από ένα θάμνο.

«Αρχηγέ μου, αυτό πρέπει να το δεις», του είπε ο γενναίος πολεμιστής του.

Εκκωφαντικά τραντάγματα και σπασίματα ακούγονταν στην κοιλάδα που απλώνονταν μπροστά από την πλαγιά.

Ο Σαμ έσκυψε γεμάτος προσμονή και αγωνία γι’ αυτό που θα αντίκριζε. Κρύφτηκε κι αυτός πίσω από τον θάμνο δίπλα στον Τύραελ και παραμέρισε το φύλλωμα του για να δει τι ήταν αυτό που τάραζε τόσο την κοιλάδα εκείνη.

Εκεί χαμηλά και σε αρκετή απόσταση από αυτούς, ορθώνονταν τρεις πελώριοι όγκοι. Τρία γιγάντια τέρατα που γκρέμιζαν ότι έβρισκαν στο διάβα τους εκδηλώνοντας την πανίσχυρη μανία που τους κυρίευε.

Το ένα ήταν τριχωτό και έμοιαζε με ένα πελώριο λιοντάρι, μόνο που στέκονταν στα δύο πόδια. Το άλλο είχε κεφάλι που προσέγγιζε αρκετά αυτό του ταύρου. Το τρίτο ήταν ένας πελώριος σκορπιός. Στο σημείο που τα αραχνόμορφα πόδια του τέλειωναν, ξεκίναγε ένα ανθρωπόμορφο σώμα, που κατέληγε σε ένα αποκρουστικό πρόσωπο.

«Ξαναζούνε», διαπίστωσε ο Σαμ με δέος. «Καλά που δεν πέρασαν μέσα από το στρατόπεδό μας». Έπειτα κοίταξε τον πολεμιστή του στα μάτια. «Αυτό που μόλις ξεκίνησε, πρόκειται θέσει τον κόσμο αυτό σε θανάσιμο κίνδυνο».

«Ποιος το έκανε;», ρώτησε ο Τύραελ γεμάτος απορία. «Ποιος τους έφερε πίσω; Δε μπορεί να το έκανε η βασίλισσα, αφού βρίσκεται μακριά από εδώ».

«Πράγματι, δεν το έκανε η βασίλισσα. Ξέρω πολύ καλά ποιοί το έκαναν και είμαι σίγουρος ότι δεν είναι πια ζωντανοι για να παρακολουθήσουν τις συνέπειες της πράξης τους», δήλωσε ο Σάμ.

«Θα τους ακολουθήσω, Πρίγκηπα», δήλωσε γενναία ο Τύραελ. «Είναι πιθανό ότι θα συναντήσουν αρκετές πόλεις στο διάβα τους και πρέπει να προλάβω να προειδοποιήσω τους κατοίκους τους να τις εκκενώσουν, πριν να είναι αργά γι’ αυτούς».

Ο Σαμ, έβαλε το χέρι του στον ώμο του Τύραελ. «Εφόσον επιθυμείς να το κάνεις, φρόντισε σε παρακαλώ να μη πλησιάσεις πολύ κοντά τους. Φυλάξου όσο μπορείς. Γνωρίζεις πολύ καλά το πόσο επικίνδυνοι είναι οι έντεκα».

«Θα προσέξω, αρχηγέ μου», είπε ο Τύραελ. «Σου δίνω το λόγο μου. Μην ανησυχείτε για μένα».

Λέγοντάς τα αυτά, ο Τύραελ άπλωσε τις φτερούγες του και υψώθηκε στον ουρανό. Ο Πρίγκηπας, τον χαιρέτησε από χαμηλά και αυτός ανταπέδωσε τον χαιρετισμό του.

***

«Πάλι τον εαυτούλη σου σκέφτεσαι Μιχάλη», έλεγε η κατακρεουργημένη μορφή της Μαίρης στον καθρέφτη. «Το βάζεις στα πόδια σαν να είσαι γυναικούλα. Εγκαταλείπεις την Τίαματ, ξέροντας ότι αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο για τον κόσμο».

«Σκάσε», φώναξε ο Μιχάλης. «Δεν υπάρχεις! Είσαι νεκρή».

«Είμαι νεκρή γιατί με σκότωσες, όπως σκοτώνεις τώρα τους πάντες με τη δειλία σου».

«Σταμάτα! Φύγε από δω! Δεν υπάρχεις!»

«Είσαι ένα κάθαρμα, Μιχάλη. Μία πανίσχυρη θεά σε επέλεξε να βρίσκεσαι στο πλευρό της και εσύ την πρόδωσες δίχως να τη σεβαστείς καθόλου. Αλλά εδώ που τα λέμε, σάμπως πότε υπήρξε κάτι που να σεβάστηκες; Είσαι ένας δολοφόνος και αυτό δεν αλλάζει με τίποτα. Θέλησες να το παίξεις θεός και δε δίστασες να αφαιρέσεις τη ζωή μου στο βωμό της επιστήμης».

«Κόφτο», έσκουξε ο Μιχάλης.

Είχε πιάσει τα 220.

***

«Εγώ έφταιγα, θεά μου», κλαψούριξε η Πολύμνια. «Εγώ του δόθηκα, ως αμοιβή για μια χάρη μου έκανε και που σήμαινε τα πάντα για μένα. Ο θάνατος από το χέρι σου μου αξίζει. Δεν έχω καμία δικαιολογία, παρά μόνο ότι προσπάθησα να διασώσω την ιστορία. Είμαι μία προδότρια».

Η θεά Τίαματ, την κοίταξε για λίγο σιωπηλή καθώς έκλαιγε. Έπειτα, πέρασε ανάμεσα από τον Λαέρτη και τη Λούσι που στέκονταν ανήμποροι να αντιδράσουν στα όσα λάμβαναν χώρα ενώπιο τους. Κατευθύνθηκε προς τη μικρή αποθήκη που επικοινωνούσε με το σαλόνι και άνοιξε την πόρτα της. Έπειτα, επέστρεψε μπροστά στη Πολύμνια, κρατώντας στα χέρια της τα δύο ξύλινα κιβώτια που περιείχαν τους παπύρους της.

Ένας κρύος ιδρώτας άρχισε να λούζει τον Λαέρτη καθώς ήξερε ότι ένα από τα κιβώτια εκείνα, περιείχε συγγράμματα των εκπτώτων.

Η Τίαματ, τα βρόντηξε βίαια μπροστά στη γεμάτη μώλωπες και πληγές ακόλουθό της.

«Ήξερα, ηλίθια!», της φώναξε. «Ήξερα!»

Τα μάτια της Πολύμνιας γούρλωσαν για λίγο στο άκουσμα αυτής της δήλωσης. Έπειτα ξέσπασε ξανά σε κλάματα.

Ο Λαέρτης σάστισε. Η Τίαματ γνώριζε από την αρχή ότι η χρονικογράφος της συνεργάζονταν με τους έκπτωτους, ωστόσο όχι μόνο δεν είπε τίποτα, αλλά ούτε και θέλησε να διαβάσει τα αντίπαλα συγγράμματα για να ενημερωθεί σχετικά με τις κινήσεις των εχθρών της. Ίσως, σκέφτηκε, αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι ήταν θεά και χάρασσε τις στρατηγικές του πολέμου της με κριτήρια τα οποία ήταν ακατάληπτα από τους ακολούθους της.

Η Πολύμνια σταμάτησε το κλάμα της και ύψωσε το βλέμμα της προς τη βασίλισσά της.

«Τώρα είμαι έτοιμη να δεχτώ την ιερή σου τιμωρία», είπε. «Είμαι έτοιμη να πεθάνω για τα όσα διέπραξα».

***

Τα πράσινα πλοκάμια και οι φριχτές γλώσσες που έκαναν την εμφάνισή τους περιβάλλοντας τους τοίχους, άρπαζαν τα θύματά τους μέσα από το αλλόφρων κοπάδι των ανθρώπων και τους τράβαγαν αστραπιαία προς τα πίσω. Ο Πολυπλόκαμος, εμφανίστηκε αποκρουστικός πίσω από τις γωνίες, γκρεμίζοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Η κατάρρευση του εμπορικού κέντρου από τη μανία του, ήταν πλέον ζήτημα λεπτών. Οι άνθρωποι στριμώχνονταν και τσαλαπατιόντουσαν στην προσπάθεια να αποφύγουν τα φολιδωτά του πλοκάμια και τις μαύρες μακρουλές του γλώσσες. Στην προσπάθειά τους να του ξεφύγουν, τραυμάτιζαν και σκότωναν ο ένας τον άλλον.

Ο Κώστας και η Δήμητρα –μαθητές λυκείου και οι δύο- πίστεψαν για λίγο ότι στάθηκαν τυχεροί, καθώς κατάφεραν να βγουν έξω στον δρόμο έχοντας δεχτεί μόνο λίγες αγκωνιές από το αφηνιασμένο πλήθος. Όμως έμειναν έκθαμβοι καθώς αντίκρισαν τα πάντα να γκρεμίζονται μπροστά στα μάτια τους. Ένα πελώριο σκουλήκι σάρωνε τις πολυκατοικίες του διπλανού τετραγώνου, προκαλώντας μία θανάσιμη βροχή από μπάζα, σκόνες και θάνατο. Όλες οι οικοδομές κατέρρεαν μπροστά στον Μέγα Σκώληκα, δημιουργώντας ένα σκηνικό βγαλμένο από την Αποκάλυψη.

Ο Κώστας, η Δήμητρα και δεκάδες κόσμου ήταν πλέον ανυπεράσπιστοι. Από τη μια ο πελώριος σκώληκας και από την άλλη, τα πλοκάμια και οι γλώσσες που ξεχύνονταν θανάσιμα, αρπάζοντας τα θύματά τους.

«Δήμητρα…», της είπε ο Κώστας κοιτάζοντάς την στα μάτια. «χάρηκα πολύ που σε γνώρισα».

***

«Αν δεν το έσκαγα από τη βίλλα, θα με σκότωνε», κλαψούριξε ο Μιχάλης καθώς έπαιρνε μια στροφή που παραλίγο να τον πετάξει στη χαράδρα με την ταχύτητα που είχε αναπτύξει.

«Ενώ τώρα που τρέχεις μακριά της, πιστεύεις ότι θα ζήσεις;», ρώτησε η Μαίρη χαμογελώντας ειρωνικά, ενώ ένα νέο ρυάκι αίματος ξεχείλιζε μέσα από το στόμα της.

«Δεν μπορείς να με πείσεις ότι είσαι αληθινή», είπε ο Μιχάλης ταραγμένος «Είσαι στη φαντασία μου! Φύγε λοιπόν! Δε μπορείς να με βλάψεις με τίποτα».

«Δε πρόκειται να σε βλάψω εγώ, Μιχάλη», δήλωσε το φάντασμα της Μαίρης.

«Άρα, τι μπορεί να με βλάψει;», ρώτησε ο Μιχάλης.

«Αυτό», απάντησε η Μαίρη.

Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε και τα θρύψαλα του παρμπρίζ εκτοξεύτηκαν βίαια σε όλο το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Ο Μιχάλης πάτησε το φρένο αντανακλαστικά και οι ρόδες άρχισαν αμέσως να τσιρίζουν στην άσφαλτο. Η ταχύτητα που είχε αναπτύξει όμως, δεν ήταν ικανή να ακινητοποιήσει το όχημα. Ένα χέρι με σιδερένιο γάντι πρόβαλε απότομα από μπροστά και τράβηξε τον Μιχάλη προς τα έξω λες και ήταν ελαφρύς σαν πούπουλο.

Την αμέσως επόμενη στιγμή, ο Μιχάλης βρέθηκε στον αέρα και είδε το αυτοκίνητό να συνεχίζει μόνο του την ανεξέλεγκτη πορεία του. ένιωσε σαν να αιωρούνταν, ενώ κάτι τον ύψωνε ψηλά έχοντάς τον γραπωμένο από το πίσω μέρος της μπλούζας του.

Ύψωσε το βλέμμα του και αντίκρισε την επιβλητική μορφή του Ανάναελ με τα φτερά του να ανεμίζουν αγέρωχα και το ξίφος του να βρίσκεται σε ετοιμότητα. Έπειτα είδε τους άλλους δύο έκπτωτους που ίπταντο και αυτοί μαζί τους. Έκλεισε τα μάτια του και ευχήθηκε να ζούσε ένα κακό όνειρο, από το οποίο κάποια στιγμή θα ξυπνούσε και η ζωή του θα βρίσκονταν πλέον στη σπλαχνική αγκαλιά της πραγματικότητας.

Δεν ήταν όνειρο όμως. Άκουσε τη φωνή του Ανάναελ να διαψεύδει αυτή την εκδοχή ηχώντας στα αφτιά του.

«Μόλις διέπραξες το μεγαλύτερο λάθος της ζωής σου. Ένα λάθος, που θα αποβεί μοιραίο για σένα».

***

«Φύγε», πρόσταξε η Τίαματ την Πολύμνια δείχνοντάς της την πόρτα.

Τα δακρυσμένα μάτια της δαιμόνισσας, την κοίταξαν με απορία. «Δηλαδή βασίλισσά μου.. θες να πεις ότι… δε θα με σκοτώσεις;».

«Όχι», είπε η Τίαματ κοφτά. «Αγαπάς».

«Αυτός που αγαπώ βασίλισσά μου δεν είναι ο Μιχάλης».

«Ξέρω. Φύγε είπα!».

Γονατισμένη καθώς ήταν η Πολύμνια, έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της τη μικρόσωμη Τίαματ. «Σε ευχαριστώ βασίλισσά μου!», φώναξε με μια απελπισμένη συγκίνηση. «Σε ευχαριστώ για όλα!»

Η Τίαματ, επέτρεψε τη Λούσι να της χαρίσει την ψυχρή αγκαλιά της, καθώς η γεμάτη πληγές ακόλουθός της, έπαιρνε τα κασόνια της και έφευγε ταπεινά από κοντά της, με τα δάκρια να μην έχουν στεγνώσει ακόμη από τα μάτια της.

Ο Λαέρτης, της χάιδεψε απαλά το μάγουλο καθώς κατευθύνονταν προς την πόρτα. «Συγχώρεσε με, Πόλυ», της είπε σιγανά εκφράζοντας τη συντριβή του. «Δε μπορούσα να κάνω τίποτα για να σε βοηθήσω».

«Τι θα μπορούσες να κάνεις, βρε Λαέρτη;», του ψιθύρησε η πληγωμένη δαιμόνισσα και προσπάθησε να του χαμογελάσει, ώστε να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. Έπειτα απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας, αφήνοντάς τους μέσα στο σαλόνι που πλέον θύμιζε εμπόλεμη ζώνη.

Η Τίαματ, ύψωσε το κεφάλι της και αντίκρισε το παγερό βλέμμα της Λούσι.

«Μιχάλης;», τη ρώτησε.

Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες, που η Λούσι ένιωσε τόσο έντονο το συναίσθημα της αμηχανίας. Δεν ήξερε τι να απαντήσει στη βασίλισσά της, καθώς η ανεπτυγμένη της διαίσθηση της έστελνε σήματα που δεν ήταν καθόλου ελπιδοφόρα.

Η Τίαματ στράφηκε προς τον Λαέρτη.

«Λαέρτη;», ρώτησε κοιτάζοντάς τον με αγωνία. «Μιχάλης;». Τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν.

Ο Λαέρτης εύχονταν να είχε κάποια απάντηση να της δώσει.

***

Η θύελλα είχε ξεσπάσει απρόσμενα. Εκεί που δε κουνιόταν ούτε φύλο στα δέντρα που περιστοίχιζαν την πλατεία του χωριού, ξαφνικά, άρχισαν τα πάντα να παρασύρονται από σφοδρούς και ανεξέλεγκτους ανέμους. Οι άνεμοι αυτοί εκτόξευαν τους περαστικούς πάνω στις στέγες των σπιτιών σακατεύοντάς τους και τους κοπάναγαν στο έδαφος θανάσιμα, έπειτα από τη μοιραία πτήση που τους επέβαλλαν. Τα δέντρα άρχισαν να ξεριζώνονται.

Λίγοι ήταν αυτοί που τόλμησαν να κοιτάξουν έξω από το παράθυρο, ώστε να έχουν να δώσουν στους εαυτούς τους κάποια εξήγηση για το μπάχαλο που επικρατούσε. Ακόμη πιο λίγοι ήταν αυτοί που ζήσανε μετά από το εγχείρημα αυτό, ώστε να αφηγούνται το απίστευτο θέαμα με το οποίο ήρθαν αντιμέτωποι. Διότι ψηλά στον ουρανό θριάμβευε η Θύελλα, με τα φτερά του αετού και το φιδόμορφο σώμα, που έκανε τους αέρηδες να χορεύουν με μανία στο πέρασμά της. Η Θύελλα, κατευθύνονταν κι αυτή προς τη βασίλισσά της όπως και τα υπόλοιπα μέλη των έντεκα, κάνοντας ότι έκαναν και αυτοί στο διάβα τους: Σαρώνοντας τα πάντα.

***

Μια από τις ανταποκρίτριες του μεγαλύτερου καναλιού της χώρας, τσίριζε πανικόβλητη μπροστά στη κάμερα της τηλεόρασης.

«Όλοι οι κάτοικοι της συνοικίας αυτής είναι νεκροί! Έχουν βρεθεί απανθρακωμένοι τόσο στα σπίτια όσο και στους δρόμους. Είναι τραγικό αυτό που συμβαίνει. Μέχρι και τα ζώα έχουν υποστεί κάτι που μοιάζει με ηλεκτροπληξία και έχουν γίνει κάρβουνο. Οι μάρτυρες μιλούν για ένα βίαιο ξέσπασμα ενός πελώριου ηλεκτρικού κύματος, που προήλθε από κάτι που έμοιαζε με ιχθυόμορφο πλάσμα. Το πλάσμα αυτό φαίνεται ότι κυκλοφορεί ανενόχλητο εντός των δρόμων της πόλης μας και…»

Η ρεπόρτερ αυτή έγινε στάχτη. Έτσι απλά, την ώρα που μιλούσε. Ήταν ένα νέο ηλεκτρικό κύμα που είχε ξεσπάσει γύρω από το ον που ονομάζονταν Λαχάμου και που βρισκότανε εκεί κοντά. Μαζί της, απανθρακώθηκαν χιλιάδες άλλοι κάτοικοι, της συγκεκριμένης περιοχής.

Μισή ώρα αργότερα, πραγματοποιούνταν μια μαζική έξοδος από την πόλη. Τα αυτοκίνητα συνωστίζονταν στις εξόδους και επικρατούσε το αδιαχώρητο. Εκεί ήταν που βρήκαν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι τον οριστικό τους θάνατο. Καθώς ήταν εγκλωβισμένοι στο μποτιλιάρισμα που προκλήθηκε, το αποκρουστικό πλάσμα που καλούνταν Ιχθυόμορφος, εμφανίστηκε σπέρνοντας τον πανικό. Τσαλαπάταγε τους ουρανούς τον αυτοκινήτων, συνθλίβοντας τους ανυπεράσπιστους οδηγούς που βρίσκονταν μέσα τους, ενώ όσοι πρόλαβαν και βγήκανε, δύσκολα κατάφεραν να γλιτώσουν από τις πύρινες μπάλες που τους εκτόξευε.

Κάπου εκεί γύρω, μέσα στο σκοτάδι που περιέβαλλε στις γεωργικές εκτάσεις, το πελώριο τρικέφαλο σκυλί του Άδη, ο Κέρβερος, έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα να συναντήσει κι αυτός τη μητέρα και θεά του. Η φιδίσια ουρά του ανέμιζε γκρεμίζοντας τις κολώνες της ΔΕΗ και τα σήματα των δρόμων, και τα κόκκινα μάτια των κεφαλιών του έφεγγαν από τη προσμονή που είχε να δεχτεί τα τρυφερά χάδια της Τίαματ.

***

Ο Ζόφιελ και ο Γιαμπάσαελ ακούμπησαν το έδαφος και παρακολουθούσαν τον αδελφό τους τον Ανάναελ, καθώς κρατούσε σφιχτά τον Μιχάλη από τον λαιμό. Αυτός και το θύμα του, βρίσκονταν μπροστά σε μία γέφυρα που σχημάτιζε ο δρόμος στο σημείο εκείνο. Τα πόδια του Ανάναελ ακουμπούσαν στην άσφαλτο, ενώ τα πόδια του Μιχάλη κρέμονταν στο κενό. Πάνω από πενήντα μέτρα τον χώριζαν από το σημείο με το οποίο θα συγκρούονταν θανάσιμα, αμέσως μόλις ο έκπτωτος χαλάρωνε τη λαβή του.

«Έκανες πολύ άσχημα που απομακρύνθηκες από κοντά της», τον άκουσε να του λέει.

«Μη μου το κάνεις αυτό», τον ικέτευσε. Βαθιά μέσα του όμως ήξερε ότι οι ικεσίες του δε θα έπιαναν τόπο. Είχε παραιτηθεί και απλώς περίμενε να τον παραδώσει ο έκπτωτος στο έλεος της βαρύτητας.

«Σε παρακολουθούσαμε εδώ και καιρό», του είπε ο Ανάναελ. «Περιμέναμε πότε θα σε βρίσκαμε μονάχο ώστε να πάρουμε την εκδίκησή μας. Να δώσουμε ένα ηχηρό μήνυμα στη βασίλισσα, της οποίας οι ακόλουθοι επιχείρησαν να σκοτώσουν τη μάντισσά μας. Κι εσύ, συμβαίνει να είσαι ένας από αυτούς».

«Μη μου το κάνεις αυτό», ψέλλισε ξανά ο Μιχάλης.

Ο Ανάναελ όμως ήταν αμετάκλητος, καθώς ήταν έτοιμος να τον αφήσει να πέσει και να σκάσει στο έδαφος σαν καρπούζι.

«Ξέρεις ποια είναι η διαφορά μας;», τον ρώτησε πριν το διαπράξει. «Δεν είναι ότι εγώ είμαι αθάνατος και εσύ θνητός. Άλλωστε είναι θέμα χρόνου κάποια στιγμή να υποκύψω στη μάχη και να παραδοθώ κι εγώ στο έλεος του θανάτου. Η διαφορά μας είναι ότι εγώ για τον Πρίγκιπα μου είμαι ένας πολεμιστής… Ενώ εσύ για τη βασίλισσα είσαι απλώς μια κούκλα».

Λέγοντάς τα αυτά, ο Ανάναελ άνοιξε τη παλάμη του και παρέδωσε τον Μιχάλη στο κενό που έχασκε αμείλικτο μπροστά του. Ο Μιχάλης, έκλεισε τα μάτια του καθώς αφέθηκε σε αυτό. Δυο δευτερόλεπτα του είχανε μείνει, να αναπνεύσει το οξυγόνο της στερνής του αυγής.

Η σύγκρουση με το έδαφος, τον τσάκισε εντελώς.

***

Η Τίαματ τινάχτηκε απότομα μέσα από την αγκαλιά της Λούσι. Η έκφραση του προσώπου της, την έκανε να μοιάζει λες και τη χτύπησε απότομα ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Λαέρτης σηκώθηκε από τον καναπέ ανήσυχος.

«Μιχάλη!» φώναξε η Τίαματ με έναν παιδικό σπαραγμό. «Τον σκότωσαν!»

Έπειτα κοίταξε τα πρόσωπα της Λούσι και του Λαέρτη με ένα βλέμμα γεμάτο απόγνωση.

«Τώρα θύμωσα!», φώναξε οργισμένη. «ΤΩΡΑ ΘΥΜΩΣΑ!»

Η Λούσι έκανε να τρέξει ξοπίσω της καθώς όρμαγε προς την έξοδο της βίλλας, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρια που πάσχιζαν να κυλίσουν στα παιδικά της μάγουλα. Η Λούσι όμως σταμάτησε. Κατάλαβε ότι δε μπορούσε να κάνει τίποτα για να εμποδίσει το ξέσπασμά του ολέθρου. Πίσω από τη παγερή φωνή της, διαγράφηκε ο τρόμος και η απόγνωση, περισσότερο από ποτέ.

«Λαέρτη, αυτό είναι το τέλος μας. Αδυνατώ να φτιάξω ασπίδα για να σωθώ, εφόσον οι άλλοι δαίμονες λείπουν».

Ο Λαέρτης συνειδητοποίησε ότι οι στιγμές του κόσμου ήταν πλέον μετρημένες. Τη πλησίασε και την κράτησε στην αγκαλιά του σφιχτά.

«Έχεις όμως εμένα», της είπε.

Τη φίλησε με πάθος. Η Λούσι πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό της και ενέδωσε. Ενέδωσε μετά από τόσους αιώνες στους οποίους η ψύχρα θριάμβευσε μες τη ψυχή της.

Τα χείλη τους παρέμειναν ενωμένα καθώς μια εκτυφλωτική λάμψη άστραψε το δωμάτιο ερχόμενη απ’ το εξωτερικό της βίλλας και ένας σφοδρός σεισμός άρχισε να συνταράζει τα πάντα.

Το τέλος ήταν γεγονός.

***

Ωστικά κύματα μιας πανίσχυρης ενέργειας χτύπαγαν αμείλικτα στο έδαφος, υψώνοντας τη θεά στον ουρανό. Η οργή της ξεχείλιζε με τη μορφή μιας παλλόμενης πύρινης αύρας που αναβόσβηνε και που μπαινόβγαινε μέσα στο σώμα της εναλλασσόμενη με τρελούς ρυθμούς. Η αύρα έγινε φωτιά και τεράστιες μάζες πύρινου μένους εκτοξεύονταν προς ποίκιλλες διευθύνσεις.

Κάποιες από αυτές πέσανε πάνω σε πόλεις όπως το Φράιμπουργκ, η Βαρκελώνη και η Καλιφόρνια, συνθλίβοντάς τες και αφήνοντας στη θέση τους να χάσκουν πελώριοι κρατήρες. Κάποιες σακάτεψαν πολλά βουνά προκαλώντας την αποκόλληση τεράστιων μαζών από αυτά, η οποία έπληξε τις κατοικήσιμες περιοχές που απλώνονταν γύρω τους.

Άλλες πάλι έπεσαν στους ωκεανούς, σηκώνοντας αμείλικτα τσουνάμι που γκρέμισαν τεράστιες εκτάσεις του σύγχρονου κόσμου. Υπήρξαν και κάποιες που ξέρασαν θάλασσες ολόκληρες από κάθε λογής μικρά δαιμόνια, που εισέβαλλαν στις πολιτείες των ανθρώπων κατατρώγοντας ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού τους.

Ηφαίστεια νεκρά εδώ και αιώνες, ζωντάνεψαν και άρχισαν να ξερνάνε λάβα μαζί με τα ενεργά. Ολόκληρες χώρες στριφογύριζαν σε άτακτους στροβίλους που γκρέμιζαν τα πάντα εντός τους. Ο πλανήτης αιμορραγούσε και βρίσκονταν στο έλεος της Τίαματ.

Η θεά ξεσπούσε. Ένιωθε τα έντεκα νεκρά παιδιά της να βρίσκονται ξανά στη ζωή και να ξεσπάνε και αυτά μαζί της εκδηλώνοντας την αγάπη τους προς αυτή. Κάποτε, όταν ζούσε μονάχη τα δημιούργησε, για να τη κρατάνε συντροφιά και να παίζουνε μαζί της. Τον δράκο με τα επτά κεφάλια, το κερασφόρο ερπετό, τον σκορπιό, το λιοντάρι γίγαντα, τον πελώριο ταύρο, τη Θύελλα, τον Πολυπλόκαμο, το Μέγα Σκώληκα, τον Λαχάμου, τον Ιχθυόμορφο και τον Κέρβερο. Πίστεψε ότι οι έντεκα την αγαπούσαν. Κατάλαβε όμως ότι οφείλονταν μόνο στο γεγονός ότι αποτελούσαν κομμάτια του εαυτού της και αυτό την γέμισε με θλίψη. Η Τίαματ ήταν μια θεά που ήταν καταδικασμένη να ζει στη μοναξιά της για πάντα.

Γιατί ποτέ και κανείς εκτός από τον Αμπζού, δεν αγάπησε την Τίαματ. Εκείνες τις στιγμές του ολέθριου ξεσπάσματός της, τιμωρούσε έναν κόσμο που δε μπόρεσε να τη καταλάβει ποτέ. Έναν κόσμο που πανηγύρισε τον θάνατό της και που ήταν καταδικασμένος να την μισεί. Θα μπορούσε να τον κομματιάσει μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, αντί να τον αφήνει να αργοπεθαίνει καθώς σκορπούσε το μένος της πάνω του.

Το μόνο που την εμπόδιζε ήταν η ελπίδα, που ακόμη τρεμόσβηνε μέσα στη παιδική της ψυχή.



«Θα υψωθεί στον αέρα και θα σκορπίσει την οργή της
Και οι έντεκα θα βρίσκονται στο πλευρό της
Όπως όταν τότε που δε φτιάχτηκαν ακόμη το φως και ο χρόνος
Και η κόλαση ήταν μια έρημος, στεγνή από τις ιδέες
Θα συνθλίψει τον κόσμο που τη σκότωσε
Και το όνομά της θα παραμείνει χαραγμένο στους αιώνες»

(Order of Tiamat)







ΤΕΛΟΣ 2ου ΜΕΡΟΥΣ


36. In Media Res


Έτρεχε με όλη της τη δύναμη, έτρεχε για να ξεφύγει από το πλάσμα που την κυνηγούσε, προσπαθώντας να διαγράψει από το μυαλό της το μέγεθος της φρίκης που είχε αντικρίσει. Ποτέ δεν περίμενε ότι θα κατέληγαν έτσι τα πράγματα.
Ένιωσε κάτι να αρπάζει τον αστράγαλό της, κάτι ψυχρό και γλοιώδες. Δεν ήθελε να κοιτάξει, δεν ήθελε να κοιτάξει. Έκλεισε τα μάτια της για να μην το βλέπει καθώς την τραβούσε προς το μέρος του. Κάτι έσταξε στα ρούχα της. Ήταν ζεστό και κολλώδες. Το στομάχι της ανακατεύτηκε καθώς συνειδητοποιούσε ότι επρόκειτο για εκτόπλασμα που έκκρινε το πλάσμα από πάνω της. Κάτι υγρό και φολιδωτό άγγιξε το πρόσωπό της. Έκλεισε πιο σφιχτά τα μάτια της, καταπιέζοντας την ανάγκη της να ουρλιάξει καθώς η γλώσσα του πλάσματος γευόταν την επιδερμίδα της. Μπορούσε να ακούσει την ανάσα του καθώς την οσμιζόταν.
Ήταν ακινητοποιημένη κάτω απ’αυτό το πλάσμα της Κόλασης και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να ξεφύγει. Η Αλίκη ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι η αφύπνιση των Σράνκεν θα οδηγούσε σε κάτι τέτοιο. Και τότε το ένιωσε. Ένιωσε την εισβολή στο μυαλό της, ω θεέ μου, ω θεέ μου, αυτό το πράγμα τρέφεται με σκέψεις, ω θεέ μου! Φρίκη την κατέκλυσε, καθώς, ανήμπορη να αντισταθεί, παραδινόταν στη γλώσσα που έγλυφε το πρόσωπό της και στα αόρατα νύχια που χτένιζαν το μυαλό της ψάχνοντας να κατασπαράξουν κάθε σκέψη, κάθε ανάμνηση, κάθε τι που την κρατούσε ζωντανή.


***

Το χριστιανικό σχολείο της Rosenkreuz στη Γερμανία εκπαίδευε παιδιά απ’όλον τον κόσμο. Η επίσημη ονομασία, φυσικά, ήταν «Τάγμα του Σταυρού του Ρόδου». Όμως οι περισσότεροι στο σχολείο, μαθητές και καθηγητές, το αποκαλούσαν απλά Rosenkreuz, όπως ήταν το πρωτότυπο όνομά του.
Ο ιδρυτής του Τάγματος είχε μελετήσει την επιστήμη της αλχημείας και είχε ταξιδέψει σε ολόκληρο τον κόσμο, μαθαίνοντας ξεχασμένες τέχνες και μαζεύοντας ψήγματα από διάφορες φιλοσοφίες. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, τη Γερμανία, αποφάσισε πως είχε έρθει ο καιρός οι τρόποι των Ευρωπαίων αλχημιστών να αλλάξουν. Η Χρυσή Αυγή, η αλχημιστική οργάνωση που ακολουθούσε τις διδαχές του Ερμή του Τρισμέγιστου, είχε διαφθαρεί και πλέον οι εκπρόσωποί της χρησιμοποιούσαν τις δυνάμεις τους για κακό και για να αποκτήσουν οι ίδιοι δύναμη και εξουσία. Ο Κρίστιαν Ρόουζ Κρος, ο ιδρυτής της Rosenkreuz, ήταν αυτός που προσπάθησε πρώτος απ’όλους να εντάξει τις χριστιανικές διδαχές στην πανάρχαια τέχνη της αλχημείας.
Όπως τους είχαν διδάξει από την πρώτη κιόλας μέρα του πρώτου τους κιόλας έτους στο σχολείο του Τάγματος, ο σημαντικότερος κανόνας ήταν να χρησιμοποιούν τη γνώση τους για να βοηθάνε τους ανθρώπους και να κάνουν το καλό.
Το να φτάσεις νωρίς την πρώτη μέρα των μαθημάτων έχει μεγάλη σημασία. Αν έφτανες αργοπορημένος, όλες οι πίσω θέσεις θα ήταν πιασμένες και στις μπροστά κάθονταν μόνο τα φυτά. Η Αλίκη είχε αργήσει, ως συνήθως. Μπήκε στην τάξη με τα ακουστικά στ’αφτιά, με τα γατίσια μάτια της τονισμένα με μαύρο μολύβι και τα κοντά της νύχια βαμμένα μαύρα. Οι μοβ τούφες στα ξανθά μαλλιά της έκαναν την εμφάνισή της ακόμη πιο εντυπωσιακή.
Η Αλίκη ήταν ίσως η μόνη σ’ολόκληρο το σχολείο που δεν ενδιαφερόταν αν θα αργούσε την πρώτη μέρα. Πέταξε το μαύρο, δερμάτινο μπουφάν της στην πρώτη κενή θέση που βρήκε. Μέσα της ήξερε πως δεν είχε σημασία πού καθόταν, αλλά η μάσκα που έβγαζε προς τα έξω. Τι σημασία είχε αν ήταν η πρώτη μαθήτρια της τάξης, όταν κυκλοφορούσε ντυμένη σαν να είχε ξεφύγει από συναυλία των Bauhaus;
Τράβηξε έξω τον ασημένιο σταυρό που είχε χαθεί μέσα στο ντεκολτέ του μαύρου, εφαρμοστού κορσέ της, και αγνοώντας παντελός τη φροϋλάιν Ρίλχεν που την κοίταζε σαν να είχε ξεπηδήσει από τις σελίδες κάποιου σατανιστικού βιβλίου, πήγε στο πίσω μέρος της τάξης, έβαλε το πόδι της ανάμεσα στα πόδια του Έρικ και κάθισε πάνω του, φιλώντας τον παθιασμένα.
Έριξε το κεφάλι της πίσω και γέλασε ανέμελα. Σηκώθηκε και, λικνίζοντας του γοφούς της, επέστρεψε στη θέση της στην πρώτη σειρά. Τα βλέμματα γύρω της ήταν γεμάτα φθόνο και θαυμασμό.


***


Η πρώτη της δουλειά. Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει καθώς περίμενε κρυμμένη στις σκιές. Το Τάγμα καιρό τώρα παρακολουθούσε την οργάνωση που χρησιμοποιούσε το προσωνύμιο «Μαύρο Βέλο» και, επιτέλους, όλα έδειχναν πως είχαν καταφέρει να βρουν το μέρος που χρησιμοποιούσαν για τις ανίερες τελετές τους.
Νεκρές κοπέλες βρίσκονταν σ’ολόκληρο το Μιλάνο και κανείς δεν ήξερε πώς ή γιατί. Κανείς εκτός από το Τάγμα, δηλαδή. Κι αυτοί είχαν στείλει την Αλίκη να καθαρίσει το μέρος από τους δαιμονολάτρες. Την είχαν επιλέξει ανάμεσα σε τόσους άλλους. Είχε νιώσει τόσο περήφανη όταν το είχε ακούσει. Οι δαίμονες και οι οπαδοί τους δεν είχαν καμιά θέση σ’αυτόν τον κόσμο. Αυτός ήταν ένας κόσμος για ανθρώπους και τα αρχαία πλάσματα είχαν παίξει αρκετά μαζί του. Είχε έρθει η εποχή των ανθρώπων.
Και η Αλίκη εκείνη τη στιγμή ένιωθε πως ήταν το όργανο του νόμου, η ίδια η Δίκη, με το πανί στα μάτια, τη ζυγαριά στο αριστερό χέρι και το ξίφος στο δεξί. Είχαν αρχίσει να μαζεύονται. Το μαύρο αυτοκίνητο δεν άργησε να φανεί. Δυο άντρες βγήκαν από μέσα, κουβαλώντας ένα αναίσθητο κορίτσι που δεν έμοιαζε πάνω από δεκαπέντε.
Η Αλίκη περίμενε να εξαφανιστούν στην ερειπωμένη πολυκατοικία κι έπειτα πήδηξε από την ταράτσα όπου στεκόταν κουρνιασμένη, με την καμπαρντίνα να ανεμίζει πίσω της, όμοια με εκδικητικό άγγελο.



***

Η Αλίκη μπήκε στην αίθουσα των τελετών ντυμένη με τον πορφυρό μανδύα που αναδείκνυε τη θέση της ως Σεβάσμιας. Είχε έρθει η ώρα. Επιτέλους, ο Λαέρτης θα πλήρωνε ό,τι της είχε κάνει. Τα τρία φυτά ήταν προσεκτικά τοποθετημένα πάνω στον βωμό που ήταν καλυμμένος με μαύρο βελούδο. Δίπλα τους υπήρχαν το ασημένιο δοχείο με το αίμα της Εύας κι ένα βούκινο φτιαγμένο από κατάλευκο υλικό, στολισμένο με χρυσές παραστάσεις. Σε μια σκοτεινή γωνία πίσω από το βωμό βρισκόταν ένα σκαλιστό σεντούκι, καλά κλεισμένο. Η Αλίκη πήρε τη θέση της στον πέτρινο θρονίσκο. Αυτή τη φορά δεν θα λάμβανε μέρος στην τελετή. Έπρεπε να παρακολουθεί, στην περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά. Κι έπρεπε επίσης να φυσήξει το κέρας. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν τη λεία επιφάνειά του καθώς χαμογελούσε, συλλογιζόμενη ότι αν ο Μιχάλης Λαδόπουλος ήξερε για την ύπαρξη του συγκεκριμένου αντικειμένου δεν θα είχε κάνει ποτέ το σφάλμα να ξυπνήσει τη θεά χωρίς αυτό. Από την άλλη, βέβαια, ο Μιχάλης Λαδόπουλος δεν ήταν παρά ένας ερευνητής οικοσυστημάτων που έκανε έναν-δυο φόνους για το «καλό της επιστήμης», διάβασε ένα-δυο αποκρυφιστικά βιβλία και νόμιζε ότι έγινε κάποιος. Φυσικά και δεν θα μπορούσε να ξέρει ότι το Άγριο Κυνήγι των κελτικών και νορβηγικών παραδόσεων είχε την αρχή του στους μεσοποταμιακούς μύθους για την Τιαμάτ και τα έντεκα τέρατα που δημιούργησε. Τους Έντεκα, τα πιο πιστά δημιουργήματα της θεάς. Αυτά που τόσοι και τόσοι άσχετοι αλχημιστές γνώριζαν απλώς με το όνομα «Σράνκεν».
Οι μεγάλες, δίφυλλες πόρτες της αίθουσας άνοιξαν. Από τις δύο στοές άρχισαν να εμφανίζονται μορφές. Από τη μία πλευρά έβγαιναν μαυροντυμένοι άντρες με μάσκες που έμοιαζαν με κεφάλια κορακιών. Δίπλα τους προχωρούσαν γυμνές γυναίκες, που το μόνο τους ένδυμα ήταν ένα κολάρο στο λαιμό, με μια μακριά, λεπτή αλυσίδα, που κατέληγε στον καρπό του άντρα που περπατούσε δίπλα τους. Από την άλλη, έρχονταν γυναίκες ντυμένες με αραχνούφαντα φορέματα, ενώ δίπλα τους προχωρούσαν άντρες στα τέσσερα, σαν σκυλιά
Η Σεβάσμια σηκώθηκε από το θρονίσκο της και τους έκανε νόημα να πάρουν τις θέσεις τους. Η τελετουργία της κάθαρσης νωρίτερα το ίδιο βράδυ είχε γεμίσει το αίμα τους με αρκετή ποσότητα datura ώστε να μην έχουν τον παραμικρό ενδοιασμό να κάνουν ό,τι τους έλεγε. Κατέβηκε με αργά βήματα ανάμεσά τους και πλησίασε το βωμό. Στάθηκε με την πλάτη προς αυτούς και ύψωσε τα χέρια της. Υπόκωφος, ρυθμικός ήχος από τύμπανα γέμισε το χώρο καθώς οι μουσικοί έμπαιναν κι αυτοί στην αίθουσα και στέκονταν κυκλικά γύρω από τα μέλη της Στοάς. Άντρες και γυναίκες άρχισαν να κινούνται προς το κέντρο της αίθουσας, ακολουθώντας τη μουσική. Καθώς ο ρυθμός γινόταν πιο έντονος, τα σώματα άρχισαν να έρχονται πιο κοντά και τα μέλη να μπλέκονται μεταξύ τους σ’έναν άγριο χορό που έμοιαζε να πηγάζει κατευθείαν από το πιο πρωτόγονο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης, έναν χορό που έμοιαζε να υμνεί το ίδιο το χάος.
Η Αλίκη γύρισε προς το μέρος τους, με τα μάτια της να λάμπουν από προσμονή. Τους ζήλεψε για λίγο. Ο ρόλος της Σεβάσμιας ήταν ένας ρόλος που της έθετε όρια, όρια που είχε αποτινάξει από πάνω της όταν είχε προδώσει το Τάγμα. Το Τάγμα που παρόλα όσα είχε κάνει γι’αυτό, δεν την είχε προστατεύσει από το Λαέρτη και την Άσταροθ. Το μίσος κατέκλυσε την ψυχή της κι έδιωξε μακριά την όποια ζήλεια.
Το βλέμμα της ταξίδεψε πάνω στα κορμιά που τώρα είχαν χαμηλώσει. Οι περισσότεροι απ’αυτούς βρίσκονταν ήδη ξαπλωμένοι στο δάπεδο, με τα ρούχα να σχηματίζουν λιμνούλες αντανακλώντας στα απαλά τους υφάσματα το φως των κεριών. Παρατήρησε τη σκιά μιας γυναίκας που ανεβοκατέβαινε, με το κεφάλι ριγμένο πίσω, με τα χείλη μισάνοιχτα...κόλλησε για λίγο εκεί, αναθυμούμενη τις μέρες που κι εκείνη μπορούσε να απολαύσει την ερωτική πράξη, που δεν ήταν μια αγγαρεία ή που δεν ένιωθε βρώμικη όταν την έκανε. Τις είχε χάσει για πάντα εκείνες τις μέρες. Πόσο ειρωνικό που ο δαίμονας της λαγνείας ήταν υπεύθυνος γι’αυτό.
Ένα βαθύ βογκητό την έκοψε από τις σκέψεις της. Η κοκκινομάλλα Κάτια, η άλλοτε φίλη της Βούλας, είχε τεντώσει το κορμί της σαν τόξο ενώ πίεζε ανάμεσα στα πόδια της το κεφάλι μιας ξανθιάς κοπέλας που η Αλίκη δεν κατάφερε να αναγνωρίσει, καλοσωρίζοντας τον οργασμό.
Αυτό ήταν το σημάδι που περίμενε. Γύρισε ξανά προς το βωμό και βύθισε τα χέρια της στο αίμα της μικρής Εύας. Ήταν εντυπωσιακό το γεγονός ότι μετά από τόσες ώρες ήταν ακόμη ζεστό. Ράντισε μ’αυτό τα φυτά πάνω στο βωμό. Πήρε στα χέρια της το βούκινο και φύσηξε. Ο ήχος του γέμισε το χώρο και σταμάτησε κάθε βογκητό, κάθε στεναγμό απόλαυσης. Με μεγαλοπρεπείς κινήσεις, η Αλίκη επέστρεψε στο θρονίσκο της.
Το μπαούλο άρχισε να τρέμει, στην αρχή ανεπαίσθητα αλλά στη συνέχεια όλο και πιο βίαια. Το δυσοίωνο «κρακ» του ξύλου που ράγιζε έκανε τις τρίχες του αυχένα της να σηκωθούν όρθιες. Στην αρχή φάνηκε να μη γίνεται τίποτα. Τα μάτια της καρφώθηκαν στο μπαούλο, γεμάτα προσμονή, γεμάτα αγωνία. Τόσο κοντά...ήταν τόσο κοντά.
Τότε το είδε. Πυκνή, πράσινη ομίχλη είχε αρχίσει να ξεχύνεται από το μπαούλο. Τα φυτά άρχισαν να διπλασιάζονται, πάνω στον βωμό. Αυτό δεν έπρεπε να συμβαίνει. Δεν έπρεπε; Αμφιβολία γέμισε τα σωθικά της, κατεβαίνοντας προς τα κάτω, βαριά σαν μολυβένια σφαίρα. Είχε διαβάσει μύθους, θρύλους...ό,τι είχε καταφέρει να βρει. Όμως αυτό δεν άλλαζε το γεγονός ότι για χιλιάδες χρόνια, κανένας δεν είχε καταφέρει να ξυπνήσει τους Έντεκα. Η ομίχλη άρχισε να καλύπτει ολόκληρη την αίθουσα και, σε λίγο, η Αλίκη δεν μπορούσε να δει καν το βούκινο που κρατούσε στα χέρια της.
Απόλυτη ησυχία απλώθηκε στο χώρο για λίγα δευτερόλεπτα. Κι έπειτα ξέσπασε το χάος. Άκουσε σύρσιμο, κραυγές, ουρλιαχτά και τον ανατριχιαστικό ήχο σάρκας που αποκολλούνταν.
- Βοήθεια! άκουσε έναν άντρα να φωνάζει με τόση αγωνία που η Αλίκη δεν ήθελε καν να φανταστεί τι φρίκη αντίκριζαν τα μάτια του καθώς συναντούσε το πρόωρο τέλος του.
- Σταματήστε! πρόσταξε δυνατά η Αλίκη, απευθυνόμενη προς κάποιο ακαθόριστο σημείο μέσα στην ομίχλη. Έχω το βούκινο, πρέπει να με υπακούσετε!
Αισθάνθηκε κάτι στον αστράγαλό της, κάτι υγρό και φολιδωτό. Κοίταξε προς τα κάτω και είδε πως ήταν μια γλώσσα, της οποίας ο κάτοχος ήταν παντελώς καλυμμένος από ομίχλη. Η γλώσσα άρχισε να σκαρφαλώνει στο πόδι της, ανεβάζοντας μαζί της τον πορφυρό μανδύα. Έμεινε κοκκαλωμένη στη θέση της, σχεδόν παραλυμένη από τον τρόμο.
Η γλώσσα τρύπωσε κάτω από το εσώρουχό της, εξερευνώντας την περιοχή σαν να έψαχνε για κάτι. Ένα σπαραχτικό τσίριγμα ακούστηκε από το πλάσμα στην ομίχλη καθώς η γλώσσα τραβιόταν πίσω, μην έχοντας βρει αυτό που αναζητούσε.
Η Αλίκη δεν έχασε χρόνο. Μ’ένα σάλτο πήδηξε πάνω από το θρονίσκο κι άρχισε να τρέχει. Έτρεχε με όλη της τη δύναμη, έτρεχε για να ξεφύγει από το πλάσμα που την κυνηγούσε, προσπαθώντας να διαγράψει από το μυαλό της το μέγεθος της φρίκης που είχε αντικρίσει. Ποτέ δεν περίμενε ότι θα κατέληγαν έτσι τα πράγματα.


***
Το πλάσμα που βιάζε το μυαλό της εξακολουθούσε να τη γλύφει. Αυτή τη φορά όμως δεν έψαχνε τίποτα, η Αλίκη το ήξερε. Αυτή τη φορά απλά έπαιζε μαζί της. Γιατί το βούκινο δεν είχε λειτουργήσει; Όλοι οι μύθοι έλεγαν...Ανόητη, είπε απελπισμένα στον εαυτό της. Ποτέ δεν θα’ πρεπε να έχεις εμπιστευτεί τους μύθους. Αποδείχτηκες εξίσου ηλίθια με τον Λαδόπουλο. Πίστεψες αυτό που ήθελαν οι δαίμονες να πιστέψεις προκειμένου να αναγεννήσεις τους πιο αιμοβόρους υπηκόους της θεάς τους. Ή μήπως δεν σου είχαν πει στο Τάγμα ότι οι δαίμονες ήταν αυτοί που διέδωσαν πολλούς από τους θρύλους της προφορικής παράδοσης για να εξυπηρετήσουν τους σκοπούς τους; Το πίστεψες και να πού κατάντησες. Θα πεθάνεις και τώρα ο Λαέρτης δεν θα πάρει ποτέ αυτό που του αξίζει.
Αυτό την επανέφερε απότομα, σαν κάποιος να είχε ρίξει πάνω της έναν κουβά παγωμένο νερό. Έψαξε πυρετωδώς μέσα στον πορφυρό μανδύα που είχε γίνει ένα κουβάρι γύρω της καθώς το πλάσμα την είχε παγιδεύσει. Και τον βρήκε. Το μόνο πράγμα που είχε κρατήσει από τις μέρες της στο Τάγμα. Αν πιστεύεις...αν ποτέ σου πίστεψες σε κάποιον θεό, είπε αποφασιστικά στον εαυτό της, αυτή είναι η ώρα να το δείξεις.
- Crux sancta sit mihi lux! Non draco sic mihi dux! Vade retro satana! Nunquam suade mihi vana! Sunt malae que libas! Ipse venena bibas!
Τα λατινικά λόγια των οποίων τα αρχικά ήταν χαραγμένα στον ασημένιο της σταυρό, τα ίδια εκείνα αρχικά που υπήρχαν στο μετάλλιο του Αγίου Βενέδικτου και που το Τάγμα χρησιμοποιούσε για εξορκισμούς. Ο σταυρός είχε τη δική του μαγεία...αυτό που απέμενε να δει ήταν αν αυτή η μαγεία θα ήταν αρκετή ακόμη και τώρα που εκείνη είχε χάσει την πίστη της.
Όλες τις οι αμφιβολίες χάθηκαν όταν άκουσε το τσίριγμα του πλάσματος. Ήταν τόσο εκκωφαντικό που πίστεψε ότι θα έσπαγαν τα τύμπανά της, όμως ξαφνικά σταμάτησε. Περίμενε να νιώσει το σώμα του πλάσματος να τη συνθλίβει με το βάρος του, όμως το μόνο που αισθάνθηκε ήταν το πηχτό, υγρό εκτόπλασμα να εξατμίζεται από τα ρούχα της.
Αποτόλμησε να ανοίξει τα μάτια της. Η πυκνή ομίχλη είχε υποχωρήσει. Δεν υπήρχε απολύτως τίποτα μέσα στην αίθουσα. Σηκώθηκε και κατέβηκε τα σκαλιά, ψάχνοντας για επιζώντες. Ένιωσε το πόδι της να βυθίζεται σε κάτι υγρό και ήξερε πως ήταν αίμα προτού καν κοιτάξει. Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Είχε μείνει μόνη. Για πρώτη φορά από τότε που οι γονείς της την παράτησαν στα σκαλιά του ναού, είχε μείνει ολοκληρωτικά και απόλυτα μόνη. Δεν είχε κανέναν σύμμαχο, κανέναν να τη βοηθήσει να τιμωρήσει τον Λαέρτη και τη δαιμόνισσα που τον είχε ξεμυαλίσει.
Βγήκε από την αίθουσα παραπατώντας και προχώρησε προς τα έξω, αισθανόμενη ακόμη τη γλώσσα του πλάσματος να εξερευνά το κορμί της, παρόλο που ήξερε καλά πως ήταν απλά μια ανάμνηση. Τι θα είχε συμβεί αν η σκέψη της εκδίκησης δεν την είχε αφυπνίσει έγκαιρα; Θα είχε κατασπαράξει το μυαλό της, αφήνοντάς την τρελή; Ή μήπως θα την είχε σκοτώσει, όπως κάνανε τα αδέρφια του στα άλλα μέλη της Στοάς; Το είχε στείλει πίσω, πάντως. Στην Κόλαση ή στο Θάνατο, δεν ήξερε να πει. Ό,τι κι αν είχε σκοπό να της κάνει, είχε γλιτώσει. Και τώρα που δεν είχε μείνει τίποτα πια από τη Στοά, έπρεπε να σκεφτεί προσεκτικά ποιο θα ήταν το επόμενό της βήμα.
Ένα μικρό χέρι γλίστρησε στο δικό της καθώς ο καθαρός νυχτερινός αέρας γέμιζε τα πνευμόνια της. Κοίταξε προς τα κάτω και είδε τη μικρή Εύα. Τρόμος στοίχειωνε τα μάτια της, τα οποία ήταν γεμάτα δάκρυα. Το πρόσωπό της ήταν μουτζουρωμένο από κάπνα. Κοιτώντας πίσω της, είδε πως ολόκληρο το κτίριο της Στοάς, όπως και πολλά εκεί γύρω, είχαν παραδοθεί στις φλόγες.



Η Μαρίνα στεκόταν ολομόναχη, μακριά από το στρατόπεδο. Είχε ακουμπήσει τη ράχη της σ’ένα δέντρο και κοίταζε μακριά, τον σκοτεινό ορίζοντα. Τα λευκά της μαλλιά χόρευαν στον άνεμο. Ακόμη δυσκολευόταν να συνηθίσει στη θέα τους.
Ο Τύραελ της είχε σώσει τη ζωή. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να του το ξεπληρώσει. Αν πίστευε όσα της είχε πει η Λίλιθ, αν δεν το έκανε, κάτι φριχτό θα συνέβαινε.
Άσ’τα αυτά, είπε στον εαυτό της. Ξέρεις καλά πως άλλο σε απασχολεί. Σε τρομάζει το όραμα που είδες. Σε τρομάζει το γεγονός ότι ο Αββαδών είχε δίκιο, ότι τον είχες διαλέξει στο παρελθόν. Κι ότι υπηρετούσες αυτό το τέρας.
- Τα μαλλιά σου...
Η φωνή του ακούστηκε σπασμένη. Δεν αναπήδησε ούτε ένιωσε έκπληξη στο άκουσμά του. Σχεδόν τον περίμενε. Δεν στράφηκε να τον κοιτάξει, από φόβο πως αν το έκανε εκείνος θα έβλεπε στα μάτια της κάτι που δεν έπρεπε να δει.
- Είσαι τρελός. Τι κάνεις τόσο κοντά στο στρατόπεδο των έκπτωτων;
Αισθάνθηκε το άγγιγμά του στην πλάτη της κι ανατρίχιασε ολόκληρη.
- Ανησυχείς για μένα; τη ρώτησε με μια νότα ευθυμίας.
Η Μαρίνα ανασήκωσε τους ώμους.
- Καλησπέρα, Αββαδών.
Αυτή τη φορά έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, με το στόμα της να χάσκει από την έκπληξη.
Ο Άμπα κοίταζε κι αυτός έκπληκτος τον Σαμ που έμοιαζε να έχει εμφανιστεί από το πουθενά. Εκείνος δεν έδειχνε ιδιαίτερα συγκινημένος από τη σκηνή. Στεκόταν με το γοφό του στηριγμένο σ’έναν βράχο και τους αντίχειρες περασμένους στις θηλιές του τζην του. Φορούσε μια μπλούζα Tristania και τα μακριά, χαλκόξανθα μαλλιά του, ήταν πιασμένα στον αυχένα. Τους παρατηρούσε ήσυχα.
Ο Αββαδών έριξε μια ματιά στη Μαρίνα. Το βλέμμα του ήταν σχεδόν ικετευτικό. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, γεμάτη θλίψη. Σχεδόν άκουσε κάτι να σπάει μέσα της.
- Δεν καταλαβαίνεις ότι σε χρησιμοποιεί; Σου έκρυψε την αλήθεια, Ράντα, της είπε σπαραχτικά. Έχεις την ψυχή της...την ψυχή που ορκίστηκα να αγαπάω αιώνια...μην το κάνεις αυτό, Ράντα...
- Και τι μ’αυτό; αντέτεινε ο Σαμ καρφώνοντάς τον με τα φωτεινά, πράσινα μάτια του. Κι εγώ έχω μέσα μου ένα κομμάτι του θεού μου, όμως δεν είμαι εκείνος. Δεν είμαι θεός. Και η Μαρίνα δεν είναι η Λάκσμι. Είναι η Μαρίνα. Δεν μπορείς να το δεις, επιτέλους;
Ο δαίμονας τότε έφερε το χέρι του στην πλάτη και τράβηξε τον πελώριο, διπλό πέλεκυ που τον είχε δει να φέρει στο παρελθόν. Το ύφος του ήταν τελεσίδικο. Ο Σαμ χαμογέλασε βαριεστημένα.
- Πρέπει στ’αλήθεια να το κάνουμε αυτό;
Ο Αββαδών την κοίταξε μια τελευταία φορά κι έπειτα προχώρησε μέχρι που στεκόταν ακριβώς απέναντι από τον Πρίγκηπα, γύρω στα δέκα μέτρα μακριά. Εκείνος δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
- Αυτός ο κύκλος πρέπει να τελειώσει κάποτε. Επιλέγω να τον τελειώσω εδώ, είπε ήρεμα ο δαίμονας ενώ τα μαύρα, δερμάτινα φτερά του ξεδιπλώνονταν.
Η Μαρίνα έκανε πίσω φοβισμένη και κρύφτηκε στα δέντρα. Είχε δει έκπτωτους και δαίμονες να πολεμάνε και κάτι της έλεγε πως το πιο έξυπνο που είχε να κάνει ήταν να κρατηθεί μακριά.
Απροειδοποίητα, ο Αββαδών χίμηξε στον Πρίγκηπα. Εκείνος τυλίχτηκε στον γνώριμο πια, λευκό τυφώνα που περιεβαλλόταν από κεραυνούς χωρίς ήχο και βρέθηκε πίσω του με ταχύτητα που τα ανθρώπινα μάτια της αδυνατούσαν να παρακολουθήσουν. Δεν είχε βγάλει τα χέρια του από τις θηλιές του τζην κι εξακολουθούσε να μοιάζει βαριεστημένος, σαν να το είχε ξανακάνει όλο αυτό. Ίσως και να το είχε, σκέφτηκε ένοχα η Μαρίνα καθώς θυμόταν τα ζαφειρένια μάτια της Λάκσμι.
- Είσαι απόλυτα σίγουρος πως το θέλεις αυτό, Αββαδών;
Η φωνή του Σαμ ήταν όπως την ήξερε, ανδρόγυνη, όμοια με λιωμένη καραμέλα σε ζεστό δέρμα. Της προκαλούσε αισθησιακά ρίγη και μόνο που την άκουγε. Αναρωτήθηκε αν μόνο σ’αυτήν είχε τέτοια αποτελέσματα ή αν το Άστρο της Αυγής ήταν γεννημένο για να σαγηνεύει τους ακροατές του.
Δεν απέκλειε τίποτε απ’τα δύο.
- Ναι. Κι αν σταματήσεις τα κολπάκια, ίσως τελειώσουμε μια ώρα αρχύτερα, είπε κοφτά ο Αββαδών.
- Σ’αυτήν την περίπτωση...
Ο Πρίγκηπας απομακρύνθηκε από το δαίμονα και τον περίμενε να γυρίσει. Η Μαρίνα κατάλαβε πως αυτό ήταν μια δήλωση σεβασμού απέναντι στον αντίπαλό του, καθώς αρνιόταν την ευκαιρία να τον χτυπήσει πισώπλατα. Ο Αββαδών στράφηκε και, πολύ σοβαρός, έκανε μια μικρή υπόκλιση στον Πρίγκηπα.
- ...αποδέχομαι το certamen.
Τι στο καλό σήμαινε πάλι αυτό; Καταραμένοι έκπτωτοι. Δεν μπορούσαν να μιλάνε σε μια γλώσσα που να καταλαβαίνει ο υπόλοιπος κόσμος. Ο Αββαδών ένευσε καταφατικά.
- Ορκίζεσαι να τιμήσεις τους όρους της μονομαχίας, Πρίγκηπα;
Ο Σαμ γέλασε.
- Εγώ ήμουν αυτός που ίδρυσε το θεσμό του certamen, Αββαδών. Φυσικά και θα τιμήσω τους όρους.
- Πολύ καλά. Διάλεξε τα όπλα σου.
Εκείνος έβγαλε τη μπλούζα του, τη δίπλωσε προσεκτικά και την άφησε πάνω στο βράχο. Τα λευκόχρυσα φτερά έσκισαν την πλάτη του κι έκαναν την εμφάνισή τους. Η Μαρίνα είδε τα χέρια του να τυλίγονται σ’ένα φως ιερό και πανέμορφο, λαμπερό σαν τον ίδιο τον ήλιο. Όταν το φως έσβησε, ο Σάμαελ κρατούσε δύο ασημένια εγχειρίδια, με παράξενα σύμβολα χαραγμένα στις κυματιστές τους λάμες. Τα σύμβολα έλαμπαν με μπλε ενέργεια. Ο Αββαδών χαμογέλασε, σαν να τα αναγνώριζε.
Προτού καλά καλά το καταλάβει, οι δυο τους είχαν εκτοξευθεί στον αέρα. Κοίταξε προς τα πάνω. Το σκοτάδι κάλυπτε τις κινήσεις τους και, ούτως ή άλλως, κινούνταν με αλλόκοσμη ταχύτητα. Το μόνο που διέκρινε ήταν σπίθες να πετάγονται από τις λάμες τους καθώς συγκρούονταν και κάθε χτύπημα αντηχούσε σ’ολόκληρη την κοιλάδα από κάτω τους σαν κεραυνός.
Έκπτωτοι άρχισαν να μαζεύονται γύρω της, ανήσυχοι για το τι συνέβαινε.
- Μαρίνα; Είσαι καλά; άκουσε τη γλυκιά φωνή της Δανάης καθώς η έκπτωτος άνοιγε δρόμο ανάμεσα στο πλήθος για να σταθεί στο πλευρό της.
Η Μαρίνα κοίταξε ψηλά και δάκρυα γέμισαν τα μάτια της.
- Τι θα κάνω αν κάποιος από τους δυο τους πεθάνει, Δανάη; Αυτό είναι λάθος...
Η Δανάη της έσφιξε ζεστά το χέρι, χωρίς να πει τίποτα. Της ήταν ευγνώμων γι’αυτό. Τα μάτια των έκπτωτων κινούνταν τόσο γρήγορα, που κατάλαβε πως εκείνοι τουλάχιστον μπορούσαν να δουν τη μάχη. Σκέφτηκε να ρωτήσει τη Δανάη τι γινόταν. Απέρριψε τη σκέψη την ίδια στιγμή. Έκλεισε τα μάτια.
Δεν ήξερε πόση ώρα πέρασε έτσι, αμίλητη, ακούγοντας μόνο τους ήχους της νύχτας και τις συγκρούσεις που έμοιαζαν με κεραυνούς πάνω από το κεφάλι της. Μέχρι που, κάποια στιγμή, άκουσε έναν εκκωφαντικό γδούπο και η γη κάτω από το πόδια της σείστηκε.
Άνοιξε διστακτικά τα μάτια της. Έφερε τα χέρια της στο στόμα, προσπαθώντας να πνίξει μια κραυγή αγωνίας και αποτυγχάνοντας παταγωδώς. Ο Αββαδών ήταν γεμάτος πληγές και καλυμμένος με αίμα. Το ένα του φτερό ήταν σκισμένο και η άλλοτε λαμπερή λάμα του πέλεκύ του είχε γίνει κατάμαυρη, σαν καρβουνιασμένη.
Ίσα που ανέπνεε. Ο Σάμαελ προσγειώθηκε ανάλαφρα δίπλα του και τα εγχειρίδια είχαν εξαφανιστεί από τα χέρια του. Δεν είχε την παραμικρή αμυχή πάνω του και κοίταζε τον πεσμένο δαίμονα με τόση θλίψη που η Μαρίνα αισθάνθηκε την καρδιά της να τρέμει μέσα στο στήθος της.
- Σου είπα πως δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, είπε ο Πρίγκηπας κι ακουγόταν...στεναχωρημένος.
- Σκότωσέ με...
Ο Σάμαελ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά.
- Δεν μπορώ και δεν πρόκειται να το κάνω, το ξέρεις. Ποτέ δεν θα με συγχωρούσε αν έπαιρνα τη ζωή σου, ούτε κι εγώ θα συγχωρούσα τον εαυτό μου.
- Αν...εκείνη...δεν είναι...μαζί μου..., ξεστόμισε ο δαίμονας με κόπο καθώς αίμα έρρεε από τα μωλωπισμένα χείλη του, τι λόγο...έχω...να υπάρχω;
Ο Σάμαελ τον κοίταξε για λίγο προσεκτικά. Έπειτα, γονάτισε δίπλα του, πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους του και, χωρίς την παραμικρή προσπάθεια, τον έστησε στα πόδια του.
- Μπορώ να σου πω έναν λόγο..., είπε ο έκπτωτος.
Αγκάλιασε τον δαίμονα σχεδόν με τρυφερότητα και του ψιθύρισε κάτι στο αφτί. Ο Αββαδών το άκουσε έκπληκτος και τα μάτια του φωτίστηκαν. Κοίταξε τη Μαρίνα με ανανεωμένη ελπίδα και της χαμογέλασε δειλά. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες, εκείνη του ανταπέδωσε το χαμόγελο.
Αποτραβήχτηκε από το αγκάλιασμα του Πρίγκηπα κι απομακρύνθηκε αργά. Οι έκπτωτοι άνοιξαν, αφήνοντάς τον να περάσει, υποκλινόμενοι με σεβασμό καθώς ο δαίμονας έφευγε από το στρατόπεδό τους.





35. Η αγωνία φάντασμα

Οι τρεις αιχμάλωτοι, ο Μάλαελ, Ιάγκαελ και η Πάχνη χαμογέλασαν με ενθουσιασμό όταν έφτασε στα αυτιά τους ο τελευταίος θρίαμβος που πέτυχαν τα αδέλφια τους. Ήταν αλυσοδεμένοι μέσα στο μικρό στρατόπεδο των εχθρών, ωστόσο τίποτα δεν τους πτοούσε πλέον. Οι δαίμονες ξεφυσούσαν από απογοήτευση και αυτό σήμαινε ότι σύντομα, η θανάσιμη θεά που υπηρετούσαν θα άρχισε να παίρνει πολύ σοβαρά τους έκπτωτους στον πόλεμο που τους εξαπέλυσε.

Ο στρατηγός Ασμοδαίος, δεν ασχολούνταν καθόλου με το ζήτημα αυτό. Κάθονταν κάτω από μια φλαμουριά περίλυπος και αγνάντευε τον ορίζοντα. Το πρωτοπαλίκαρό του, ο Φόβος θεώρησε ότι η θλίψη του οφείλονταν στα τελευταία νέα, ωστόσο βαθιά μέσα του ήξερε ότι ο στρατηγός βασανίζονταν από την αρχή του πολέμου από κάτι που έθαψε βαθιά μέσα του, έτσι ώστε να μη το δει ποτέ κανείς τους.

Η ζέστη του καλοκαιριού ήταν ανυπόφορη, όχι όμως για τους δαίμονες που ακόνιζαν τα σπαθιά και τα δόρατά τους προσπαθώντας να δείχνουν απτόητοι ο ένας προς στον άλλον. Μερικοί πάλευαν μεταξύ τους, έτσι ώστε να διατηρήσουν τη ρώμη και την πυγμή τους. Άλλοι μελετούσαν αλλόκοσμους φασματικούς χάρτες που καταλάβαιναν μονάχα οι ίδιοι, σκαρφίζοντας επί μέρους στρατηγικές.

Ο Φόβος πλησίασε τους τρεις έκπτωτους αιχμάλωτους και τους μίλησε όσο πιο απότομα μπορούσε. «Μη χαίρεστε άδικα. Όσες νίκες και αν πετύχετε, η βασίλισσά μου θα μας αναπληρώνει συνεχώς με άλλους. Για μας, το να σας αποδεκατίσουμε είναι θέμα χρόνου και το γνωρίζετε καλά».

«Ποτέ δε ξέρεις», απάντησε ο Μάλαελ χαμογελώντας ξέγνοιαστα. «Ακόμη και αν συμβεί αυτό που λες, η θεά θα παραδεχτεί ότι εμείς οι έκπτωτοι ήμασταν τα πιο ανυπότακτα από τα παιχνιδάκια της. Κάποτε το διαπίστωσε ο θεός που τον αποκαλούσαμε “πατέρα” και μας εξόρισε. Ετούτη εδώ, θα το παραδεχτεί μόνο όταν μας ξεκάνει όλους και μετρήσει πόσες απώλειες της προξενήσαμε».

Ο Φόβος, θύμωσε ακόμη περισσότερο με τα λόγια του αιχμαλώτου. «Δε σεβαστήκατε ούτε τον θεό της τάξης, ούτε και τη βασίλισσα. Αυτό που πρόκειται να πάθετε, θα σας αξίζει. Κάποτε μας παραπλανήσατε με τις ιδέες σας περί ελεύθερης βούλησης και μας ωθήσατε στο να την σκοτώσουμε άδικα. Το μόνο όμως που καταφέρατε με την πράξη σας, ήταν να τρελάνετε τον θεό που υπηρετούσατε. Με το που πέθανε το χάος, ο θεός της τάξης έγινε πιο αμείλικτος από ποτέ. Προώθησε τις εξουσίες και τα συμφέροντα στον κόσμο των ανθρώπων και άρχισε να καταστρέφει ανεξέλεγκτα όπως και η θεά μας, μόνο που οι λόγοι που είχε να το κάνει, ήταν λόγοι που υπηρετούσαν τα συμφέροντα του εαυτού του. Εσείς κάποια στιγμή καταλάβατε ότι η αγάπη που καυχούνταν ότι σας προσφέρει ήταν απλώς ένα ψέμα, ώστε να σας κρατάει κάτω από τον έλεγχό του. Σας έστειλε στην κόλαση και εσείς το πρώτο πράγμα που κάνατε ήταν να αρνηθείτε τα φωτοστέφανά σας, σαν να πρόκειται για μια κακιά ανάμνηση. Αντί λοιπόν να πείτε ευχαριστώ στη θεά μου που σας έδωσε στέγη, μας χρησιμοποιήσατε στρέφοντάς μας εναντίον της».

Το χαμόγελο του Μάλαελ, έσβησε και έγινε πλέον σοβαρός. «Το γεγονός ότι ο θεός της τάξης, κάποτε έστειλε εσάς στην κόλαση, δε σημαίνει ότι συνέβη το ίδιο και με μας. Εμείς καταλάβαμε πόσο αδίστακτος θεός ήταν, όταν ανακαλύψαμε ότι το φωτοστέφανο που μας χάρισε και που μας όπλιζε με ισχυρές δυνάμεις, ήταν στην πραγματικότητα ένα όργανο με το οποίο παρακολουθούσε τις σκέψεις μας. Γι’ αυτό και δε μας άφηνε ποτέ να ζούμε ελεύθεροι. Όταν λοιπόν θελήσαμε να αρνηθούμε το φωτοστέφανο, επιλέξαμε από μόνοι μας να φύγουμε από τους ουρανούς και δε μας εξόρισε κανείς όπως εσύ υπαινίσσεσαι. Επιλέξαμε να φύγουμε και να καταλύξουμε στα νύχια της Τίαματ. Ο Πρίγκιπας θέλησε απλώς να σας σώσει από τη καταδυνάστευση της Τίαματ, όπως ακριβώς έσωσε κι εμάς από τη καταδυνάστευση του πατέρα του. Θέλησε απλώς να ελευθερώσει το σύμπαν από δυο αδίστακτους θεούς. Να διαδώσει παντού την ελευθερία. Τίποτα περισσότερο».

«Ο Πρίγκιπας σκότωσε τη θεά του χάους και οδήγησε τον πατέρα του στην τρέλα», φώναξε ο Φόβος με θυμό. «Εσείς φταίτε για όλα, ακόμη και για τον θάνατο που πρόκειται να σας βρει σύντομα». Λέγοντας τα αυτά, χτύπησε με την δυνατή γροθιά του τον Μάλαελ, κάνοντας το αίμα να ξεχειλίσει μέσα από τη μύτη του και να βάψει τη μαύρη του πανοπλία.

«Σταμάτα Φόβε», ακούστηκε αποφασιστική η φωνή του στρατηγού Ασμοδαίου πίσω του.

Ο στρατηγός ήταν πλέον όρθιος και τον κοίταζε αυστηρά.

Ο Φόβος τον πλησίασε και του απεύθυνε το ερώτημα που τον έκαιγε από την αρχή του πολέμου της κόλασης. «Τι έχεις πάθει στρατηγέ μου; Τι είναι αυτό που σε βασανίζει; Γιατί δε θες να σκοτώσουμε αυτούς τους τρεις που μόνο ειρωνεία ξέρουν να μας πουλάνε;»

Ο στρατηγός έσκυψε και του ψιθύρισε. «Θα το πω μόνο σε σένα. Ή μάλλον θα στο δείξω».

Ο Φόβος κατάλαβε ότι ο στρατηγός θα του αποκάλυπτε το μυστικό του και η διαπίστωση αυτή τον γέμισε από ανυπομονησία. Ίσως του έδινε την ευκαιρία επιτέλους, να τον ανακουφίσει από το φορτίο που τον βάραινε αλύπητα και που κανένας ως εκείνη τη στιγμή δεν ήθελε να το μάθει.

Λίγες στιγμές αργότερα, ο στρατηγός Ασμοδαίος ταξίδευε μαζί με τον Φόβο κυκλωμένοι από μία ομίχλη που πήγαζε από μέσα τους και που τους οδήγησε πολύ μακριά από το στρατόπεδό τους. Τους οδήγησε σε ένα μέρος που δύσκολα εντοπίζονταν από τα ανθρώπινα μάτια και το οποίο φιλοξενούσε την μυστική κρύπτη του στρατηγού δαίμονα. Ο διάδρομος που διέσχιζαν ήταν διακοσμημένος από κάθε είδους όπλο και ασπίδα. Ο στρατηγός βάδιζε σκυθρωπός και ο Φόβος τον ακολουθούσε γεμάτος από ανέκφραστες απορίες. Οι απορίες αυτές φαντάστηκε ότι θα λύνονταν όταν θα έφταναν στην κεντρική αίθουσα. Δε συνέβη όμως κάτι τέτοιο.

Το θέαμα που αντίκρισε ο Φόβος εκεί, ήταν κάπως απρόσμενο. Μία μικρή δεξαμενή βρίσκονταν στο κέντρο, πλημμυρισμένη από ένα φωσφορίζον υγρό που του ήταν πολύ γνωστό. Ήταν το υγρό που διατηρούσε αναλλοίωτα τα πτώματα των δαιμόνων που έπεφταν ηρωικά στη μάχη. Μέσα σε αυτό επέπλεαν τα νεκρά σώματα δύο πλασμάτων από αυτά που ξεκίνησαν τον πόλεμο: Μίας αγγελικής Νίκης και ενός δαίμονα από αυτούς που ονομάζονταν Ραζίφ. Το ένα ήταν πλάσμα των ουρανών, μέλος ενός κατώτατου τάγματος που υπάκουγε τυφλά στο φωτοστέφανο και κατ’ επέκταση στις εντολές των αγγέλων των ανώτερων βαθμίδων. Το άλλο, ήταν πλάσμα της κόλασης και υπάκουγε σε εντολές που αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση των βίαιων και ανεγκέφαλων ενστίκτων του. Οι διαταγές που τους είχαν δοθεί στην αρχή της μάχης, είχαν ως αποτέλεσμα να συγκρουστούν στους ουρανούς, έχοντας το καθένα στο πλευρό του τα αδέλφια του. Αυτό που εξέπληξε τον Φόβο και τον γέμιζε με δέος, ήταν ο τρόπος με τον οποίο επέπλεαν τα νεκρά τους σώματα μέσα στη δεξαμενή εκείνη.

Ήταν πιασμένα χέρι με χέρι.

«Εγώ τους έβαλα να κρατιούνται έτσι», του εξήγησε ο στρατηγός. «Ήταν κάτι που τους όφειλα από τότε που τους είχα βρει πεσμένους στο έδαφος σε μία από τις πρώτες μάχες μας. Είχα ξεμακρύνει από το τάγμα μου και διέσχιζα ένα δάσος, ώστε να κάνω ανίχνευση του εδάφους. Εκεί μέσα ήταν που αντίκρισα αυτά τα δύο όντα. Η θέα τους με σόκαρε. Είδα κάτι, που δε μπορεί να εξηγηθεί με καμία λογική στο σύμπαν αυτό».

«Τι είδες, στρατηγέ μου;», ρώτησε ανυπόμονα ο Φόβος.

«Ο Ραζίφ ήταν ήδη νεκρός από τη μάχη που είχανε δώσει. Η Νίκη βρίσκονταν από πάνω του έτοιμη να ξεψυχήσει και αυτή, έχοντάς τον τυλιγμένο μέσα στα φτερά της, όπως και στην αγκαλιά της. Θρηνούσε τον θάνατό του».

Ο Φόβος σάστισε. «Αυτό που λες στρατηγέ, δεν είναι δυνατόν να το είδες πραγματικά. Τα πλάσματα αυτά, από τη φύση τους δεν έχουν τη δική τους βούληση. Υπακούνε τυφλά σε διαταγές. Δεν έχουν πλαστεί να φέρονται σαν ερωτευμένα, τη στιγμή μάλιστα που μάχονται μεταξύ τους».

«Αυτό ήταν το θαύμα που αντίκρισα, Φόβε», παραδέχτηκε ο στρατηγός συγκινημένος.

Ο Φόβος συνειδητοποίησε τα λόγια του στρατηγού του και τα μάτια του άρχισαν να βουρκώνουν.

«Τα πλάσματα αυτά, ερωτεύτηκαν το ένα το άλλο κάτω από συνθήκες που ήταν εντελώς αδύνατο να συμβεί κάτι τέτοιο. Απέκτησαν δική τους βούληση. Ελεύθερη βούληση. Αυτό που είδα λοιπόν Φόβε, ήταν ένας οιωνός. Ένας οιωνός που με συγκλόνισε όσο δε με έχει συγκλονίσει τίποτα περισσότερο στην αθάνατη ζωή μου. Ήταν ένα μήνυμα του σύμπαντος, ότι αυτός ο πόλεμος είναι ένα μεγάλο λάθος. Ότι αν οι έκπτωτοι εξαφανιστούν από το σύμπαν θα πάψει η ελεύθερη βούληση. Και θα είμαστε εμείς υπεύθυνοι γι’ αυτό».

Τα δάκρια άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια του στρατηγού. Ήταν η πρώτη φορά που ο Φόβος είχε δει τον στρατηγό να εκφράζει μια τέτοιου είδους ευαισθησία.

«Στρατηγέ μου. Εσύ πάντοτε πίστευες ότι οι πόλεμοι είναι μία ιερή αξία με την οποία υπερασπίζονται οι ιδέες. Όταν οι άνθρωποι έπαψαν τις υποστηρίζουν με αυτό τον τρόπο και θέλησαν με τους πολέμους τους να επιβάλουν υλιστικά συμφέροντα, εσύ παράτησες τα όπλα και άρχισες να σκοτώνεις με τα χέρια σου. Ποτέ δε περίμενα να ακούσω από σένα ότι κάποιος πόλεμος είναι λάθος».

«Γι’ αυτό και δεν είμαι πια ο ίδιος», παραδέχτηκε ο στρατηγός μέσα στα δάκρια που πλέον έπνιγαν τη φωνή του. «Το μένος που με πιάνει στην μάχη, με έχει εγκαταλείψει από τότε που είδα τον οιωνό. Δεν πολεμάω πια για να υπερασπίσω κάποιο ιδανικό. Πολεμάω για να εξοντώσω το πιο αγνό από όλα τα ιδανικά και η σκέψη αυτή είναι που με σκοτώνει. Είναι καθήκον μου να το κάνω, εφόσον είναι διαταγή της βασίλισσας, αλλά είναι κάτι που το κάνω και σιχαίνομαι τον εαυτό μου».

«Δε πρέπει να μιλήσουμε σε κανέναν γι’ αυτό, στρατηγέ μου», είπε ο φόβος ανήσυχος. «Αν το μάθει ο στρατός και δει τους έκπτωτους με άλλο μάτι, τότε οι συνέπειες που θα μας επιβάλλει η βασίλισσα, θα είναι θανάσιμες».

Ο στρατηγός Ασμοδαίος, σκούπισε τα δάκρια του και μέσα σε μια στιγμή έγινε και πάλι ρωμαλέος και αποφασιστικός. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Φόβου

«Μπράβο Φόβε. Αυτή είναι η εντολή που σκόπευα να σου δώσω κι εγώ. Μη μιλήσεις σε κανέναν για όσα σου είπα. Είσαι ο πιο έμπιστος από τους άντρες μου».

«Βασίσου πάνω μου, στρατηγέ μου», είπε ο Φόβος αποφασιστικά. «Το βράδυ όμως που θα ενωθούμε με το 8ο τάγμα, ακούστηκε η φήμη ότι θα βρίσκεται και η βασίλισσα μαζί του. Μέχρι τότε, θα πρέπει να αποφασίσουμε τι θα κάνουμε με τους τρεις αιχμαλώτους, γιατί αν τους δει…»

«Ελευθέρωσέ τους», διέταξε ο στρατηγός χωρίς να προβληματιστεί καθόλου. «Διακριτικά και κάποια στιγμή που δε θα σε βλέπει κανένας από μας, ελευθέρωσέ τους».




Στο εσωτερικό της βίλλας του Μπαάλ, λάμβανε χώρα μία ανορθόδοξη κατάσταση. Η δαιμόνισσα που ονομάζονταν Πολύμνια κοίταζε τον θνητό φίλο της που ονομάζονταν Μιχάλης, με ένα βλέμμα που δήλωνε απόγνωση και ικεσία μαζί. Το να αντικρίζει με αυτό τον τρόπο ένας δαίμονας κάποιον θνητό, σήμαινε ότι δεν κινδύνευε μόνο η ζωή του από αυτόν, αλλά και οι αξίες που υπεράσπιζε. Η ίδια η Πολύμνια αισθάνονταν ταπεινωμένη, καθώς μόλις είχε περιέλθει σε μια τόσο δεινή θέση

«Ατύχησες, διότι έπεσες στη περίπτωση να μπλέξεις με αγοράκια που δεν είναι τόσο κορόιδα όσο φαίνονται», είπε ο Μιχάλης κοιτάζοντάς την αυστηρά. «Εγώ συμβαίνει να γνωρίζω λίγα μόνο πράγματα για την γλώσσα των εκπτώτων. Ο Λαέρτης όμως, είναι εξπέρ σε αυτά. Τι νόμιζες; Δε θα τη καταλαβαίναμε τη μαμουνιά σου;»

«Τίποτα δε καταλάβατε», δήλωσε η Πολύμνια αποφασιστικά. «Αν καταλαβαίνατε πραγματικά, τότε θα με ευχαριστούσατε για το έργο που επιτελώ μέσα στους αιώνες»

«Και ποιο είναι το έργο σου, Πόλυ; Να προδίδεις τη βασίλισσά σου και να έχεις επαφές με τον εχθρό;

«Να καταγράφω αντικειμενικά την ιστορία», φώναξε τολμηρά η Πολύμνια. «Έστω και αν κινδυνεύσω να πεθάνω πάνω στην προσπάθεια να το πετύχω».

«Παπαριές μου λες τώρα»

«Όχι, Μιχάλη! Γνωρίζεις πολύ καλά ότι την ιστορία την γράφουν πάντοτε οι νικητές και ότι είναι μοιραίο να μην είναι αντικειμενικοί στη πνευματική κληρονομιά που αφήνουν. Στον πόλεμο που κήρυξε η βασίλισσά μας, το πιο πιθανό είναι οι έκπτωτοι να εκλείψουν. Αν δε συμβεί κάποιο θαύμα, τότε δεν έχουνε καμία ελπίδα να διασωθούν».

Η δαιμόνισσα χαμήλωσε το βλέμμα της. Ο Μιχάλης διέκρινε τον καημό που έβγαζε μέσα από τα λόγια της και την πλησίασε χαϊδεύοντας απαλά τα πυρόξανθα μαλλιά της, ως μια ένδειξη κατανόησης.

«Πώς το κανονίσατε; Θέλω να πω, το νταραβέρι ήταν αμοιβαίο ή…»

«Κάποτε, γνώρισα στη κόλαση έναν έκπτωτο που ονομάζονταν Ντάλιελ. Πέρασα πολλούς αιώνες στο πλευρό του και είχαμε αυτό που εσείς λέτε… ερωτικές επαφές. Με τον Ντάλιελ, μοιραζόμαστε το ίδιο πάθος για την ιστορία. Όπως συνέβη και με την Κλειώ, την αδελφή που κάποτε είχα στους Ουρανούς και που υπηρετεί πλέον τον Θεό της τάξης, ως άγγελος. Αυτό ήταν που μας ένωσε με τον Ντάλιελ και που μας ενώνει ακόμη και τώρα. Ακόμη και τώρα που ξέρω ότι είναι θέμα χρόνου να τον πενθήσω στην αγκαλιά μου, όπως ακριβώς και το σύμπαν ολόκληρο κινδυνεύει να πενθήσει την ελεύθερη βούληση. Συμφωνήσαμε λοιπόν, να καταγράψουμε την ιστορία του πολέμου από κοινού. Όταν οι έκπτωτοι θα λυγίσουν και θα εξοντωθούν από τη βασίλισσα, η ιστορία που θα αφήσουν πίσω τους, θα είναι ο μόνος τρόπος να εισακούγεται πλέον ο λόγος τους. Ο κόσμος θα μάθει ποιος πραγματικά ήταν ο Πρίγκιπας και η πολύτιμη κληρονομιά που άφησε στο σύμπαν. Ο κόσμος θα γνωρίσει την ιστορία όχι μόνο μέσα από μένα, αλλά και από την πλευρά αυτών, που είναι θέμα χρόνου να υποκύψουν και τότε…»

Η Πολύμνια αδυνατούσε να συνεχίσει. Σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια της και τα λευκόχρυσα δάκρια της ξεχείλισαν μέσα από τις παλάμες της.

Ο Μιχάλης έσκυψε και της μίλησε τρυφερά. «Μη κλαίς, ομορφούλα. Εγώ είμαι μαζί σου και θα στηρίξω αυτό που κάνεις. Δε πρόκειται να πω στην Τία τίποτα. Και σε παρακαλώ, μη βιάζεσαι ούτε εσύ, ούτε ο αγαπημένος σου άγγελος να βγάλετε ακόμη πόρισμα για το πώς θα τελειώσει ο πόλεμος. Εγώ απ’ όσα ακούγονται, βγάζω το συμπέρασμα ότι οι έκπτωτοι τα πάνε μια χαρά».

Η Πολύμνια, ύψωσε το κεφάλι της και του χάρισε ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης.

«Είσαι ο καλύτερος θνητός που έχω γνωρίσει ποτέ και τα λόγια σου με σκλαβώνουν. Θα σε θυμάμαι για πάντα, Μιχάλη μου. Η προσφορά σου σε αυτόν τον πόλεμο είναι η πιο καταλυτική. Να ξέρεις ότι η μόνη μας αγωνία, είναι απλώς να διασώσουμε κάτι από την ελεύθερη βούληση. Αυτή είναι η αγωνία φάντασμα, που στοιχειώνει τον ύπνο μου. Έναν ύπνο που διαφέρει κατά πολύ από τον δικό σου».

«Ντάξει μωρέ, δε κάνω και τίποτα το ιδιαίτερο», είπε ο Μιχάλης ξύνοντας το σβέρκο του αμήχανα.

«Κάνεις, Μιχάλη μου. Είσαι δεμένος με τη βασίλισσα και βοηθάς τον κόσμο σου, όσο δεν τον έχει βοηθήσει ποτέ κανείς. Και παρόλο που είσαι τόσο δεμένος μαζί της, μου λες ότι δε θα της αποκαλύψεις το μυστικό μου και ότι θα διασώσεις την ιστορία. Αν το μάθει η βασίλισσα, θα με σκοτώσει χωρίς δισταγμό. Ίσως και να μου αξίζει, γιατί στα μάτια της θα είναι σαν την προδίδω».

«Πάψτε μωρέ όλοι σας να φοβάστε την Τία», είπε ο Μιχάλης πειρακτικά.

H Πολύμνια, τον κοίταξε προβληματισμένη. «Βρίσκεσαι τόσο κοντά της όσο δεν έχει βρεθεί ποτέ κανείς. Ίσως γι’ αυτό να την αντιλαμβάνεσαι διαφορετικά απ’ ότι εμείς. Για μας ήταν η σύζυγος του Αμπζού, ενός πλάσματος που ποτέ δε γνωρίσαμε και που ο άδικος θάνατός του της στοίχησε τόσο πολύ που έγινε αδίστακτη. Ο θεός της τάξης από την άλλη, μας κατασκεύασε πιστεύοντας ότι θα είμαστε υπάκουοι στις αυταρχικές του εντολές. Εμείς δεν ήμασταν τέτοιοι, γι’ αυτό και μας εξόρισε χωρίς να έχουμε δικαίωμα επιλογής όπως επέλεξαν και οι έκπτωτοι αργότερα να τον εγκαταλείψουν. Ήμασταν χαρούμενοι που γλιτώσαμε από έναν καταπιεστή θεό που αν δεν υπήρχε η κόλαση να μας υποδεχτεί, τότε αυτός θα μας σκότωνε πέρα από κάθε αμφιβολία. Φανταστήκαμε λοιπόν ότι με τη Βασίλισσα και θεά μας θα είχαμε ένα καλύτερο αύριο στην κόλαση όπου μέχρι τότε κατοικούσε μονάχη. Όμως, όπως έχεις ήδη καταλάβει Μιχάλη μου, αυτή προτίμησε να παίζει μαζί μας, αδιαφορώντας σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και για τις ζωές μας. Μας έδωσε στέγη μεν, αλλά μας ταλαιπώρησε αφάνταστα. Φύγαμε από έναν αδίστακτο θεό και μας βρήκε μία εξίσου αδίστακτη θεά με αυτόν».

«Γι’ αυτό και τη σφάξατε», κατέληξε ο Μιχάλης με αυστηρό ύφος.

«Ήταν μια ενέργεια που οργανώθηκε με την συγκατάθεση όλων μας, από τους δαίμονες Άνου και Νούντιμουντ και Μαρντούκ. Το κάναμε για να αποκτήσουμε την ελεύθερη βούληση που μας έφερε ο Λούσιφερ και να νιώσουμε επιτέλους πραγματικά ελεύθεροι. Κατανοώ ότι εσύ την αντιμετωπίζεις σαν ένα μικρό κοριτσάκι ακόμη και τώρα που έχεις διαπιστώσει και ο ίδιος κοντά της, το πόσο ηγεμονική και καταστροφική μπορεί να γίνει. Όμως Μιχάλη, η Τίαματ όπως και ο θεός της τάξης, υπήρχαν πριν από τον χρόνο και δεν σκέφτονται όπως εγώ ή εσύ. Πρέπει λοιπόν κάποια στιγμή να καταλάβεις επιτέλους, τι πραγματικά είναι η βασίλισσά μου που την αγαπάς σαν ένα μικρό κοριτσάκι».

Ο Μιχάλης την κοίταξε λοξά. «Εσείς την αγαπήσατε με αυτό τον τρόπο ποτέ; Πέρασε από το μυαλό σας ποτέ να το κάνετε;»

«Μα αφού δεν είναι…»

«ΕΙΝΑΙ Πόλυ!», φώναξε ο Μιχάλης θυμωμένος. «Η θεά του χάους που υπήρχε πριν από τον χρόνο και πριν από όλους μας, ήταν ένα μικρό κοριτσάκι που ποτέ και κανείς δε θέλησε να καταλάβει το πώς σκέφτεται, κανείς δε μπόρεσε να μη τη φοβάται, γι’ αυτό και κανείς δεν την αγάπησε. Ο θεός της τάξης αρνήθηκε την ελεύθερη βούληση, γιατί την θεώρησε επικίνδυνη γι’ αυτόν. Η βασίλισσά σου όμως την ΔΕΧΤΗΚΕ, όπως δέχονταν κάθε ιδεολογία του βασιλείου σας. Βέβαια την κορόιδεψε και ποτέ δε θέλησε να την ασπαστεί. Όμως προσπάθησε να τη χρησιμοποιήσει και η ίδια, για να κερδίσει την αγάπη σας. Γιατί πάντοτε, αυτό ήθελε από σας. Να την αγαπήσετε γι’ αυτό που είναι. Και όσο δεν την αγαπούσατε και την φοβόσασταν, τόσο αυτή σας τυραννούσε και τόσο υποφέρατε. Προτιμήσατε λοιπόν να την σφάξετε, παρά να την αγαπήσετε».

Η Πολύμνια χαμήλωσε το βλέμμα της.

«Δεν τη φοβάστε πλέον όπως τότε», διαπίστωσε ο Μιχάλης. «Αυτό είναι μια δικαιολογία που επιβάλλατε στους εαυτούς σας για να δικαιολογήσετε την αισχρή σας πράξη. Εμείς οι θνητοί από την άλλη, δεν της φερθήκαμε καλύτερα. Πιστεύαμε ότι το χάος είναι επικίνδυνο και αμείλικτο, σε μία εποχή που προσπαθούσαμε να επιβληθούμε πάνω στη παντοδυναμία της φύσης και στις καταστροφές που εξαπέλυε. Τελικά το καταφέραμε και νιώσαμε δικαιωμένοι. Εκμηδενίσαμε το χάος και χτίσαμε τη κοινωνία, έτσι όπως τη χτίσαμε. Καταφέραμε και επιβάλλαμε την τάξη στον κόσμο μας. Ανοίγω το ραδιόφωνο και τη τηλεόραση και συνέχεια μαθαίνω το πώς επιβάλλεται αυτή η τάξη. Μαθαίνω ποιοι είναι αυτοί που την επιβάλλουν. Μαθαίνω το πώς την επιβάλλουν και με ποιο συμφέρον το κάνουν. Βλέπω τα καταστροφικά αποτελέσματα τις επιβολής του ανθρώπου πάνω στη φύση. Τελικά, αυτή ήταν η τάξη που πανηγυρίσαμε με τον θάνατο της Τίαματ;»

Ο Μιχάλης σταμάτησε για λίγο τον λόγο του, καθώς το ερώτημα που έθεσε δεν του είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μέχρι να το ξεστομίσει. Απόρησε με τον εαυτό του, όσο απόρησε και η Πολύμνια, η οποία τον κοίταζε πλέον με το στόμα ανοιχτό. Έπειτα, ο Μιχάλης συνέχισε, σε ποιο ήπιους τόνους.

«Εμείς οι θνητοί λοιπόν, εγκρίναμε την πράξη σας και την χειροκροτήσαμε. Την δικαιολογήσαμε μάλιστα, απεικονίζοντας την Τίαματ σαν ένα τέρας, όπως ακριβώς τη βλέπατε κι εσείς. Νιώθω ευτυχισμένος που η μοίρα, αξίωσε εμένα που είμαι ο χειρότερος άνθρωπος σε αυτό τον πλανήτη, να γνωρίσω αυτό το πανίσχυρο τέρας από κοντά και –για φαντάσου!- ήταν απλώς ένα μικρό κοριτσάκι! Ένα κοριτσάκι, που ούτε οι δαίμονες, ούτε οι έκπτωτοι, ούτε οι θνητοί καταλάβαιναν το πώς σκέφτεται. Ούτε και πρόκειται να το καταλάβουν ποτέ».

Η Πολύμνια όμως, είχε ακόμη ένα ερώτημα να του θέσει. «Αντιλαμβάνεσαι μήπως τις καταστροφές που εξαπολύει αυτές τις μέρες στον κόσμο σου, σαν ένα είδος τιμωρίας που σας επιβάλλει και που την αξίζετε;».

«Αντιλαμβάνομαι ότι η ίδια θέλει να περιορίσει τις καταστροφές της, έχοντας εμένα δίπλα της. Γιατί της δίνω αυτό που κανείς δεν της έδωσε ποτέ. Ναι, θεωρώ ότι τιμωρεί κατά κάποιο τρόπο τον κόσμο μου για την τάξη που αυτός επέβαλε με τόσο λάθος τρόπο και ότι του αξίζει αυτό που παθαίνει».

«Κι εγώ», παραδέχτηκε η δαιμόνισσα χαμηλόφωνα.

«Είμαι άνθρωπος και προσπαθώ να τον υπερασπιστώ όσο μπορώ και να τον προστατεύσω. Την καταλαβαίνω όμως, όπως δεν την κατάλαβε ποτέ κανείς».

Η Πολύμνια, συγκινημένη από τα λόγια του Μιχάλη, τον πλησίασε και τον φίλησε στο μάγουλο τρυφερά. «Πίστευα ότι ήσουν ένας θνητός χωρίς αξίες και διαπιστώνω ότι είσαι ένα ξεχωριστό πλάσμα μέσα σε αυτό το σύμπαν. Αν όλοι σκέφτονταν όπως εσύ και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε τη θεά μας με τον τρόπο που εσύ την καταλαβαίνεις, τώρα δε θα υπέφερε κανείς μας».

«Δεν είμαι τόσο ξεχωριστός όσο νομίζεις», είπε ο Μιχάλης. «Υπάρχουν φορές που λυγίζω και που αισθάνομαι σαν φυλακισμένος κοντά της. Ίσως να δυσκολεύεται να ανταποδώσει τη θνητή αγάπη που της προσφέρω και αυτό να φταίει. Πάντως η αλήθεια είναι, ότι έρχονται στιγμές που…», άφησε έναν αναστεναγμό κούρασης να του ξεφύγει. «…δεν την παλεύω καθόλου», κατέληξε.

«Ίσως να έχουμε την ανάγκη και οι δυο μας, να νιώσουμε για λίγες στιγμές την ψευδαίσθηση ότι είμαστε πραγματικά ελεύθεροι», είπε η Πολύμνια με μια έκδηλη ζεστασιά.

Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Η γλυκιά δαιμόνισσα είχε δίκιο. Του χρειάζονταν επιτέλους κάποιο διάλειμμα. Ξαφνικά όμως, κατάλαβε το πραγματικό νόημα της φράσης της. Τίναξε το βλέμμα του προς αυτή και αντίκρισε το δικό της, που τον κοίταζε πρόθυμο να του προσφέρει αυτό που είχε ανάγκη.




Το σκοτάδι αγκάλιαζε την άσφαλτο της εθνικής οδού και γίνονταν ένα με την πίσσα της. Κανένα αυτοκίνητο δεν τολμούσε να τη διασχίσει εκείνες τις μέρες, καθώς ο φόβος κρατούσε τους θνητούς δέσμιους μέσα στις πόλεις και στα χωριά τους. Δύο τάγματα δαιμόνων, την αξιοποίησαν έτσι ώστε να ενωθούν και να χαράξουν τη στρατηγική τους για τις μάχες που θα ακολουθούσαν. Το πρώτο από αυτά το ηγούνταν ο ερπετόμορφος λοχαγός Βόρχυς. Το δεύτερο, είχε ως επικεφαλή τον στρατηγό Ασμοδαίο.

«Χαίρε στρατηγέ», είπε ο Βόρχυς στον Ασμοδαίο, αμέσως μόλις σμίξανε.

Ο στρατηγός όμως δε του απάντησε. Κοίταξε το πλήθος τους κάπως εξεταστικά και έπειτα ρώτησε: «Πίστευα ότι η βασίλισσα θα βρίσκονταν μαζί σας. Έτσι έμαθα τουλάχιστον».

Ο Βόρχυς απόρησε. «Στρατηγέ μου, το ίδιο πίστευα κι εγώ για σας. Νόμιζα ότι θα τη συνοδεύατε για να μας δώσει εντολές. Εκπλάγηκα κάπως όταν το άκουσα, γιατί η βασίλισσα ποτέ δε συνηθίζει να χαράσσει στρατηγικές που να γίνονται αντιληπτές από μας. Άσχετα βέβαια με το γεγονός ότι τις περισσότερες φορές πέφτει μέσα στους ιερούς στόχους της».

«Ακριβώς το ίδιο με σένα, σκέφτηκα κι εγώ», παραδέχτηκε ο Ασμοδαίος. «Απορώ ποιοι από μας ξεκίνησαν τη φήμη αυτή».

Ο Ασμοδαίος έστρεψε το βλέμμα του προς τη πανσέληνο. «Απορώ γιατί αυτή τη στιγμή αναρωτιέμαι, που να βρίσκεται η βασίλισσα».





Η πόρτα του δωματίου του Μιχάλη, άνοιξε διάπλατα. Το σκοτάδι τους υποδέχτηκε, καθώς μια αφύσικη έξαψη τους είχε κυριεύσει και γέμιζαν ο ένας τον άλλον με φιλιά που τους οδηγούσαν ολοένα και περισσότερο προς το κρεβάτι.

«Δεν την έχω δει πουθενά απόψε», ψιθύρισε στη Πολύμνια καθώς τα χείλη του ταξίδευαν στον λαιμό της. «Μη φοβάσαι… Θα είμαστε μόνοι…».

«Διαπράττουμε το ύστατο αμάρτημα απέναντί της», αποκρίθηκε με έναν ηδονικό αναστεναγμό η δαιμόνισσα, καθώς του έβγαζε τη μπλούζα.

Ήταν και οι δύο γεμάτοι από φόβο και πόθο, δυο πανίσχυρα συναισθήματα που έτειναν να ενώσουν σαν μαγνήτες τα κορμιά τους.

«Αξίζει να αμαρτήσω, έστω και λίγο για τη πάρτη σου», της είπε ο Μιχάλης καθώς το παραμυθένιο φόρεμά της είχε καταλήξει πλέον στο πάτωμα, μαζί με τα πρόσθετα ασημένια νύχια της και τα δικά του ρούχα.

«Αν το μάθει, θα μας σκοτώσει και τους δύο», ψιθύρισε η Πολύμνια καθώς τα χείλη του Μιχάλη διέσχιζαν πλέον το καλλίγραμμο και αθάνατο, γυμνό της σώμα και χαρίζοντάς την μια ηδονή που την αναστάτωνε.

«Ακόμη και μια θεά, δε μπορεί να γνωρίζει τα πάντα», είπε ο Μιχάλης τρυφερά καθώς έχωσε το πρόσωπό του ανάμεσα στα πόδια της και από το σημείο εκείνο και έπειτα, το μόνο που αντηχούσε στους τοίχους, ήταν τα βογγητά της.

Τα βογγητά της Πολύμνιας, απλώνονταν στο δωμάτιο και καθιστούσαν ιερή την ατμόσφαιρα που βασίλευε σε αυτό. Απλώνονταν παντού.

Ακόμη και κάτω από το κρεβάτι.

Εκεί που δυο γαλανά μάτια έφεγγαν γεμάτα οργή και παιδικό παράπονο.

Εκεί που παραμόνευε η πανίσχυρη θεά ξαπλωμένη, ακούγοντας όλα όσα συντελούνταν πάνω σε αυτό. Ο καημός και η οργή που ένιωθε ξεχείλιζε από μέσα της. Όχι τόσο για την Πολύμνια, όσο για εκείνον που προκαλούσε τους αναστεναγμούς της.

Εκείνον που την πρόδιδε, όπως την είχαν προδώσει κάποτε οι πάντες.

«Μαλακισμένο», ψιθύρισε γεμάτη από θυμό. Κανείς από τους δυο εραστές όμως δεν την άκουγε.

Το τέλος τους, ήταν κοντά και δεν το γνώριζαν.








EPICA: The Phantom Agony

I can't see you, I can't hear you
Do you still exist?

I can't taste you, I can't think of you,
Do we exist at all?

The future doesn't pass
And the past won't overtake the present
All that remains is an obsolete illusion

We are afraid of all the things that could not be
A phantom agony

Do we dream at night
Or do we share the same old fantasy?
I am a silhouette of the persen wandering in my dreams

Tears of unprecedented beauty
Reveal the truth of existence
We're all sadists

The age-old development of consciousness
Drives us away from the essence of life
We meditate too much,
so that our instincts will fade away
They fade away

What's the point of life
And what's the meaning if we all die in the end?
Does it make sense to learn or do we forget everything?

Tears of unprecedented beauty
Reveal the truth of existence
We're all pessimists

Teach me how to see and free the disbelief in me
What we get is what we see, the Phantom Agony


The lucidity of my mind has been revealde in new dreams
I am able to travel where my heart goes
In search of self-realisation

This is the way to escape from our agitation
And develop ourselves
Use your illusion and enter my dream...

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

34. Λάθη του Παρελθόντος, Αίμα του Μέλλοντος


Ο Τύραελ χτύπησε για τρίτη φορά την πόρτα του δωματίου, ελαφρώς εκνευρισμένος. Είχε πει στη Μάντισσα ότι θα έφευγαν πρωί-πρωί. Τελικά το πήρε απόφαση και άφησε τις ευγένειες και τους τύπους κατά μέρος. Άγγιξε την κλειδαριά της πόρτας και αυτοσυγκεντρώθηκε. Ένα ανεπαίσθητο «κλικ» ακούστηκε και η πόρτα άνοιξε. Την έσπρωξε αθόρυβα.
- Μάντισσα;
Καμιά απάντηση. Μια ανατριχίλα στη ραχοκοκκαλιά του τον προετοίμασε ότι κάτι κακό θα αντίκριζε. Πήρε στάση άμυνας και μπήκε στο θεοσκότεινο δωμάτιο. Δεν ακουγόταν απολύτως τίποτα. Με κάποιο δισταγμό, άπλωσε το χέρι του στο φως.
Τα χέρια του έπεσαν άνευρα στα πλευρά του. Την αναγνώρισε μόνο από τα τατουάζ. Τα μάτια της ήταν γυρισμένα ανάποδα και τα άλλοτε μαύρα μαλλιά της είχαν γίνει κατάλευκα. Το πρόσωπό της ήταν πιο άσπρο κι από χαρτί κάτω από τα πορφυρά σύμβολα. Κι η αναπνοή της ήταν τόσο ανεπαίσθητη που, ο Τύραελ ένιωθε πως μετά βίας κρατιόταν στη ζωή.
Ανάγκασε τον εαυτό του να συνέλθει. Σήκωσε με προσοχή και ευλάβεια τη Μάντισσα στα χέρια του και βγήκε από το δωμάτιο.
Η Δανάη και η Λίλιθ τον περίμεναν δίπλα στο μαύρο Hummer. Τα μάτια της Δανάης έγιναν τεράστια από σοκ και αγωνία βλέποντας τη Μαρίνα σ’αυτήν την κατάσταση. Η πονόψυχη αδερφή του δεν άντεχε να βλέπει θνητούς να βασανίζονται. Η Λίλιθ, πάλι, δεν έδειξε την παραμικρή έκπληξη. Ο Τύραελ ένιωσε το θυμό να φουντώνει μέσα του, αλλά τον κατέπνιξε.
- Μπήκα στο δωμάτιο και τη βρήκα έτσι, είπε κοφτά.
Κοίταξε κατευθείαν τη μάγισσα, αγνοώντας παντελώς τη βουρκωμένη Δανάη. Η Λίλιθ άνοιξε την πόρτα του τζίπ και βολεύτηκε στο πίσω κάθισμα. Έπειτα, έτεινε τα χέρια της στον Τύραελ. Ο έκπτωτος άφησε τη Μαρίνα στην αγκαλιά της, παρατηρώντας καχύποπτα την άνοδο των χεριών της προς το πρόσωπο της θνητής κοπέλας. Έκανε να πιάσει τη λαβή του σπαθιού του, μα η Δανάη τον συγκράτησε.
Του έκανε νόημα με το κεφάλι προς τη μεριά της Λίλιθ. Ο Τύραελ έστρεψε και πάλι το βλέμμα του στη μάγισσα και είδε πως χάιδευε τρυφερά τα μαλλιά της Μαρίνας, ενώ δάκρυα έσταζαν κάτω από την κουκούλα του μαύρου της μανδύα.
- Τι της συνέβη; ρώτησε ανήσυχα η Δανάη παίρνοντας τη θέση του συνοδηγού.
Η μάγισσα έμεινε σιωπηλή για αρκετή ώρα. Μόνο όταν ακούστηκε το γνώριμο, γλυκό γουργούρισμα της μηχανής και ετοιμάζονταν να φύγουν μίλησε.
- Βλέπει, είπε λες και ήταν το πιο απλό πράγμα του κόσμου.
Ίσως πράγματι να ήταν.


Άναστρος ουρανός, παντού σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτάδι. Μικρή, τρεμάμενη καρδιά, φόβος, σκοτάδι. Πού βρίσκομαι; Βοήθεια, όχι πάλι αυτή, όχι πάλι ο δράκος, βοήθεια, δεν θα το αντέξω. Πού βρίσκομαι; Αγκάθια πιάνονταν στα ρούχα της, στα μαλλιά της, έσκιζαν το δέρμα της, δεκάδες αγκάθια σαν μικρά κοφτερά νύχια, νύχια θανάσιμων πλασμάτων που στοίχειωναν τους εφιάλτες της, πλασμάτων που ήταν φτιαγμένα από σκοτάδι. Βοή...
Σταμάτησε έγκαιρα για να μην πέσει, ταλαντευόμενη στην άκρη του λόφου. Η κοιλάδα ήταν αχανής κι η άμμος της κόκκινη σαν αίμα ή ίσως κόκκινη από αίμα, δεν ήξερε να πει. Φωτιές ήταν αναμμένες ως εκεί που έφτανε το μάτι και αποτρόπαια πλάσματα είχαν κατασκηνώσει ολόγυρά τους. Είχε προηγηθεί μάχη, μπορούσε να το καταλάβει από τους τραυματίες που ήταν ξαπλωμένοι σε αυτοσχέδια φορεία και από τον αριθμό των...τεράτων;...δαιμόνων;...που κυκλοφορούσαν με επιδέσμους τυλιγμένους σε διάφορα σημεία του σώματός τους. Τι κάνω εδώ; αναρωτήθηκε πανικόβλητη. Τι είναι εδώ;
Χτένισε το στρατόπεδο – γιατί προφανώς στρατόπεδο ήταν – με τα μάτια της. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που αναζητούσε, μέχρι που τους είδε. Υπήρχε μια σκηνή μεγαλύτερη από τις υπόλοιπες και στην είσοδό της στέκονταν δύο άτομα. Το ένα ήταν μια γυναίκα με μακριά μαλλιά στο χρώμα του αμύγδαλου. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό της. Ο άλλος ήταν ο Αββαδών, με τα μαύρα, δερμάτινα φτερά του να ταλαντεύονται ανήσυχα. Ήταν γυμνός από τη μέση και πάνω. Φορούσε μόνο κάτι που έμοιαζε με δερμάτινη φούστα που αποτελούνταν από πολλά κομμάτια και δερμάτινες περικνημίδες. Ένας πελώριος, διπλός πέλεκυς ήταν περασμένος στην πλάτη του.
Έμοιαζαν να έχουν μια ιδιαίτερα ζωηρή συζήτηση. Είδε τον Αββαδών να αγγίζει στιγμιαία τη γυναίκα, με βλέμμα γεμάτο αγωνία. Εκείνη αποτραβήχτηκε από το άγγιγμά του και κοίταξε νευρικά τριγύρω. Τότε το βλέμμα της καρφώθηκε στη Μαρίνα και για μια στιγμή ο χρόνος σταμάτησε. Η γυναίκα ήταν καλυμμένη με τατουάζ στο χρώμα του λυκόφωτος...ένα χρώμα ανάμεσα σε μπλε και μαύρο που τόνιζε τα αμυγδαλωτά, ζαφειρένια μάτια της.
Κι έπειτα η στιγμή χάθηκε, σαν να μην είχε συμβεί ποτέ. Η καρδιά της Μαρίνας κόντευε να βγει από το στήθος της, τόσο δυνατά χτυπούσε. Η Λάκσμι και ο Αββαδών συνέχισαν για λίγο το ζωηρό τους διάλογο, μέχρι που το παραπέτασμα στην είσοδο της σκηνής σάλεψε και έπεσαν κι οι δυο στα γόνατα καθώς ένα έφηβο κορίτσι με ξανθές μπούκλες ξεπρόβαλλε.
Κοιτώντας ξανά στα μάτια τη θεά, η Μαρίνα ένιωσε χιλιάδες γιγάντια σφυριά να κοπανάνε το κρανίο της. Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και κουλουριάστηκε στην κόκκινη άμμο. Έφερε τα χέρια της στο στόμα της κι άρχισε να ουρλιάζει –
- γεμάτη αγωνία. Τινάχτηκε όρθια και το κεφάλι της χτύπησε σε κάτι σκληρό. Χέρια πήγαν να τυλιχτούν γύρω της και τα απώθησε πανικόβλητη, όχι, όχι, όχι, αυτό το τέρας δεν θα τη σκότωνε, όχι, δεν θα πέθαινε έτσι, όχι...
Δάκρυα απόγνωσης κύλησαν στο πρόσωπό της, καθώς μαζευόταν ξανά σε εμβρυακή στάση και τραβιόταν όσο πιο μακριά μπορούσε από τα χέρια.
- Μάντισσα;
Η φωνή δεν ήταν εφηβική και σκληρή, όπως της θεάς, αντιθέτως ήταν βραχνή και τραχιά, αλλά το άκουσμά της τόσο οικείο που έμοιαζε με βάλσαμο.
Η Μαρίνα αποτόλμησε να κοιτάξει, ανάμεσα από τα δάχτυλά της. Βρισκόταν στο εσωτερικό του Hummer κι απέναντί της, δυο βαθυπράσινα μάτια την κοίταζαν με μητρική στοργή. Στο μπροστινό κάθισμα, η Δανάη είχε γυρίσει προς το μέρος της με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της, ενώ ο Τύραελ της έριχνε ανήσυχες, κλεφτές ματιές μέσα από τον καθρέφτη.
- Μάντισσα, τι συνέβη; ρώτησε ήρεμα η Λίλιθ. Μας τρόμαξες.
Η Μαρίνα προσπάθησε να ανασάνει ανάμεσα στους λυγμούς της και να βάλει τις σκέψεις της σε μια σειρά.
- Ήρθε..., μουρμούρισε σαν χαμένη. Αυτή...ήρθε να με δει...
Ο Τύραελ και η Δανάη αντάλλαξαν βλέμματα απορίας. Όχι όμως και η Λίλιθ. Στο δικό της πρόσωπο απλώθηκε κατανόηση και το χέρι της άγγιξε απαλά τη γάμπα της Μαρίνας, όπως εκείνη είχε γίνει κουβάρι πάνω στο κάθισμα.
- Η θεά;
Το σώμα της παραδόθηκε στα ρίγη που την κατέκλυσαν, καθιστώντας την ανίκανη να αρθρώσει λέξη. Η Λίλιθ την τράβηξε στην αγκαλιά της, μουρμουρίζοντας λόγια σε μια άγνωστη γλώσσα, που ωστόσο ακούγονταν παρήγορα.
Μόλις εκείνη τη στιγμή η Μαρίνα πρόσεξε τη λευκή κουρτίνα που τις είχε τυλίξει και τις δυο καθώς η μάγισσα την κουνούσε στην αγκαλιά της σαν να ήταν μωρό. Για μια στιγμή η καρδιά της σταμάτησε. Δεν ήταν δυνατόν...όχι, δεν ήταν δυνατόν...
Έφερε αβέβαια ένα τρεμάμενο χέρι και έπιασε μια τούφα μαλλιών. Ήταν απαλά στην υφή και πανέμορφα. Αλλά εντελώς, μα εντελώς λευκά.
- Μη φοβάσαι πια, Μάντισσα, είπε η Λίλιθ φιλώντας τρυφερά την κορυφή του κεφαλιού της. Όπου να’ναι φτάνουμε και θα είσαι ασφαλής.
Ένα πνιχτό γέλιο ξέφυγε από τα χείλη της Μαρίνας.
- Γιατί λες ψέματα; Εσύ θα έπρεπε να ξέρεις καλύτερα από τον καθένα πως όσο αυτή υπάρχει, κανείς μας δεν θα είναι ποτέ ασφαλής.
Η μάγισσα έμεινε για λίγο σιωπηλή, χαϊδεύοντας απαλά τα μαλλιά της Μαρίνας. Ήταν παράξενο, όμως το άγγιγμά της την έκανε να νιώθει καλύτερα. Την ένιωσε να παίρνει μια βαθιά ανάσα κι όλο της το κορμί σφίχτηκε κάτω από το μαύρο μανδύα, σαν να ετοιμαζόταν να πει κάτι πολύ σημαντικό αλλά να μην ήταν σίγουρη αν θα το καταλάβαινε.
- Κι όμως, μικρή μου Μάντισσα...κι όμως. Τι θα γινόμασταν χωρίς αυτήν;
Η Μαρίνα αναρωτήθηκε τι στο καλό μπορεί να εννοούσε μ’αυτό, όμως το μυαλό της ήταν ταραγμένο και δεν ήταν σε κατάσταση να σκεφτεί λογικά.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα. Η Μαρίνα κοίταξε έξω. Μέσα από τα σύννεφα, ένας μουντός ήλιος φώτιζε το στρατόπεδο των έκπτωτων. Φτερά και πανοπλίες άστραφταν σε διάφορους χρωματισμούς, με το λευκό και το γαλάζιο να κυριαρχούν.
Ο Τύραελ βγήκε πρώτος και της άνοιξε την πόρτα, απλώνοντας ιπποτικά το χέρι του για να τη βοηθήσει να βγει. Το δέχτηκε με ευγνωμοσύνη, καθώς τα πόδια της ίσα που την κρατούσαν. Καθώς έβγαινε από το μαύρο Hummer, όλες οι συζητήσεις γύρω τους κόπηκαν. Επιφωνήματα έκπληξης γέμισαν το χώρο κι η Μαρίνα ένιωσε την ανάγκη να κρυφτεί πίσω από τη φαρδιά πλάτη του Τύραελ. Η Δανάη, πίσω της, της έσφιξε ενθαρρυντικά τον ώμο και της χαμογέλασε φιλικά.
Έκανε ένα βήμα. Κι άλλο ένα. Τα βλέμματα των έκπτωτων ήταν καρφωμένα πάνω της. Καταραμένα μαλλιά. Δες το θετικά, είπε στον εαυτό της. Καιρό τώρα ήθελες να τα βάψεις.
Και τότε, ανάμεσα από τους έκπτωτους ένας σηκώθηκε κι η θέα του γέμισε την ψυχή της με μια γαλήνη που ούτε καν οι φροντίδες της Λίλιθ δεν είχαν καταφέρει να της δώσουν. Το χρυσό του δέρμα αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου με τέτοιο τρόπο που τον έκανε να μοιάζει ολόκληρος λουσμένος σε φως και τα μακριά κύματα των χαλκόξανθων μαλλιών του ανέμιζαν γύρω του. Έμοιαζε τόσο παράταιρος σ’εκείνο το μέρος, με το τριμμένο του τζιν και το μπλουζάκι Black Sabbath. Αλλά αυτό που έμοιαζε τελείως ξένο επάνω του εκείνη τη στιγμή ήταν τα μάτια του.
Η Μαρίνα δεν είχε ξαναδεί ποτέ αυτήν την παγωμένη οργή στο βλέμμα του. Ένα ρίγος διαπέρασε το σώμα της και τύλιξε τα χέρια της γύρω από το κορμί της. Ο Σάμαελ πλησίασε αργά προς το μέρος της, σαν να φοβόταν πως θα τον έδιωχνε και πάλι. Δεν τον κατηγορούσε. Στο κάτω κάτω του είχε πει να πάει να γαμηθεί την τελευταία γορά που είχαν βρεθεί.
Το χέρι του αγκάλιασε το μάγουλό της κι η θερμότητα του σώματός του έστειλε παλμούς ευχαρίστησης σε ολόκληρο το είναι της. Τον κοίταξε μέσα από υγρά βλέφαρα.
- Ποιος; ρώτησε ο Σάμαελ κι η φωνή του ήταν τόσο απατηλά ήσυχη που της θύμισε αιλουροειδές πριν επιτεθεί. Ποιος στο έκανε αυτό;
Η Μαρίνα άνοιξε το στόμα της να τον καθησυχάσει, να του πει πως ήταν απλώς μια παρενέργεια του οράματος. Αλλά ο Τύραελ την πρόλαβε.
- Η Βασίλισσα την επισκέφθηκε, Πρίγκηπα. Το φταίξιμο είναι όλο δικό μου. Δεν θα έπρεπε ποτέ να την έχω αφήσει μόνη της.
Ο Τύραελ έσκυψε το κεφάλι, σαν να περίμενε να ακούσει τη θανατική του καταδίκη. Το χέρι του Σαμ έφυγε από το πρόσωπό της κι ακούμπησε στοργικά στον ώμο του Τύραελ.
- Μην κατηγορείς τον εαυτό σου, αδερφέ μου. Αν ήσουν μαζί της ίσως να είχες πεθάνει. Ας είμαστε ευχαριστημένοι που κάτι τέτοιο δεν έγινε.
Έπειτα η προσοχή του επέστρεψε στη Μαρίνα. Η οργή στα μάτια του μετατράπηκε σε αγωνία κι έπειτα πάλι σε οργή.
- Μου είπε να σου πω...ότι με βρήκε..., ψιθύρισε η Μαρίνα χλωμιάζοντας στην ανάμνηση.
Μια μικρή φλέβα άρχισε να πάλλεται στο σαγόνι του Πρίγκηπα. Άρπαξε τη Μαρίνα από τα μαλλιά και την τράβηξε στο στήθος του σχεδόν με βία. Εκείνη σάστισε, όμως η απορία της χάθηκε καθώς εκείνος τη φίλαγε με απόγνωση και πάθος. Τα δάχτυλά του χτένισαν απαλά τα λευκά πλέον μαλλιά της κι όταν την ξανακοίταξε, η οργή είχε φύγει και το μόνο που υπήρχε ήταν κάτι παγωμένο και αμετάκλητο. Κάτι που την έκανε να χάσει μερικά χρόνια από τη ζωή της καθώς το αναγνώριζε.
Ήταν ο θάνατος.
Η Μαρίνα άγγιξε τα χέρια του με τα δικά της, αναζητώντας στα μάτια του κάτι από τον Σαμ που ήξερε. Δεν υπήρχε τίποτα.
- Είπε και κάτι άλλο...
Δεν ήθελε να το πει, αλλά κάτι μέσα της την έσπρωξε.
- Είπε...ότι αγαπάω.
Η αλλαγή στα χαρακτηριστικά του Σαμ ήταν εντυπωσιακή. Το βλέμμα του μαλάκωσε κι η έκφρασή του από θανάσιμη έγινε θλιμμένη. Έψαξε το πρόσωπό της με αγωνία.
- Αγαπάς; τη ρώτησε τόσο σιγά που σχεδόν δυσκολεύτηκε να τον ακούσει κι η ίδια.
Χάιδεψε το μάγουλό του.
- Δεν ξέρεις; Παρόλη την ικανότητά σου να προβλέπεις ανθρώπινες συμπεριφορές, αυτό το τόσο μικρό πράγμα δεν μπορείς να το δεις;
Ο Σάμαελ χαμογέλασε δειλά και φίλησε το χέρι της. Έπειτα σοβάρεψε.
- Τότε είχα δίκιο.
- Για ποιο πράγμα; ρώτησε καχύποπτα η Μαρίνα.
Και τότε άκουσε ό,τι πιο απρόσμενο.
- Για το ότι έκανα λάθος.
Τον κοίταξε ερωτηματικά. Εκείνος έμοιαζε απόμακρος ξαφνικά, σαν να θυμόταν κάτι που είχε συμβεί πολύ παλιά.
- Όταν της είπα πως δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Έκανα λάθος. Τώρα...πληρώνω αυτό το λάθος. Όμως δεν θα αφήσω να το πληρώσεις κι εσύ.
Στράφηκε στον Τύραελ και τη Δανάη.
- Αδερφέ μου, οδήγησε τη Μάντισσα στη σκηνή που έχει ετοιμαστεί για μένα. Πρέπει να την κρατήσουμε ασφαλή πάση θυσία. Δανάη, μάζεψέ τους όλους στο κέντρο του στρατοπέδου. Θέλω να σας μιλήσω.
Ο Τύραελ έπιασε τη Μαρίνα από τον αγκώνα και την τράβηξε μακριά από τον Πρίγκηπα, προς μια μεγάλη, λευκή σκηνή. Η Δανάη εξαφανίστηκε μέσα στο πλήθος των έκπτωτων κι άρχισε να τους συγκεντρώνει σ’ένα σημείο όπου δεν υπήρχαν καθόλου τέντες, ούτε φωτιές. Η Λίλιθ στάθηκε μπροστά του, τυλιγμένη στον μαύρο, μεταξωτό μανδύα της.
- Πρίγκηπα..., την άκουσε να λέει πριν ο Τύραελ την απομακρύνει για τα καλά, όμως δεν πρόλαβε να ακούσει τίποτα περισσότερο.
Η σκηνή ήταν απλή, χωρίς τίποτα το φανταχτερό. Υπήρχε μόνο ένα στρώμα σε μια άκρη κι ένα γραφείο με μια καρέκλα σε μια άλλη. Στον πάσσαλο στο κέντρο της ήταν καρφωμένος ένας στόχος με βελάκια. Τίποτα δεν την είχε προετοιμάσει γι’αυτό που ήταν ζωγραφισμένο στο κέντρο του στόχου.
Και τι περίμενες να δεις, δηλαδη; ρώτησε η, γνώριμη πια, σατανική φωνούλα μέσα της. Τον Άμπα; Τη Βασίλισσα; Ή μήπως τον εαυτό σου;
Κι όμως, όχι. Στο κέντρο του στόχου υπήρχε μια φωτογραφία της Καλομοίρας και γύρω-γύρω μια επιγραφή που έλεγε: «Όποιος είπε πως η πειρατεία σκοτώνει τη μουσική δεν είχε ακούσει ποτέ Καλομοίρα».
Δεν μπόρεσε να αντισταθεί. Έβαλε τα γέλια. Για μια και μοναδική στιγμή κατάφερε να ξεχάσει τη φρίκη της επίσκεψης της θεάς και το τι σήμαινε το όραμά της...ένα όραμα από το παρελθόν, για πρώτη φορά.
Ο Τύραελ κάθισε στην καρέκλα, έβγαλε το σπαθί του από τη θήκη κι έγειρε πάνω του, κλείνοντας τα μάτια. Ηλεκτρικές εκκενώσεις διαπέρασαν τη λάμα, φωτίζοντάς την με μπλε ενέργεια. Της θύμισε το σπαθί του Αράκιελ κι αυτό την έκανε να ανατριχιάσει.
Πλησίασε το άνοιγμα της σκηνής και κοίταξε έξω.
Οι έκπτωτοι ήταν μαζεμένοι γύρω από έναν μεγάλο βράχο. Στην κορυφή του καθόταν ο Σαμ, άνετος, σαν να ήταν μια μέρα κι αυτή όπως όλες οι άλλες. Τα χαλκόξανθα μαλλιά του γυάλιζαν κάτω από τον μουντό ήλιο. Στην μπροστινή σειρά ξεχώρισε ένα πλάσμα που δεν έμοιαζε με άγγελο. Ήταν ένας όμορφος άντρας με λευκούς χιτώνες, χωρίς καθόλου μαλλιά. Τα μάτια του ήταν μάτια φιδιού και φορούσε ένα ολόχρυσο στέμα. Κάτι γνώριμο σκίρτησε μέσα της. Τον είχε γνωρίσει ξανά. Σε μια άλλη ζωή, σε μια άλλη εποχή. Δεν είχε ιδέα τι ήταν ή ποιος ήταν, όμως ήξερε ότι δεν της ήταν άγνωστος. Δίπλα του ακριβώς στεκόταν η Λίλιθ, τυλιγμένη στα μαύρα.
Ο Σάμαελ ύψωσε ανέμελα ένα χέρι κι έδειξε έναν άγγελο μέσα στο πλήθος.
- Νάζαελ. Γιατί πολεμάς, αδερφέ μου;
Ο άγγελος πήρε στάση προσοχής.
- Για σένα, Πρίγκηπά μου! φώναξε.
Ο Σάμαελ χαμογέλασε. Έδειξε μια άλλη.
- Ντάρμα. Γιατί πολεμάς;
- Για την ελεύθερη βούληση, αδερφέ μου, είπε ήσυχα εκείνη, σίγουρη πως είχε απαντήσει σωστά.
Το χαμόγελο του Σάμαελ έγινε ακόμη πιο αινιγματικό. Έδειξε τον άντρα με τους λευκούς χιτώνες.
- Λεβιάθαν. Γιατί πολεμάς;
Τα φιδίσια μάτια του άντρα έλαμψαν καθώς έπαιρνε μια αρπακτική έκφραση.
- Για την έξαψη της μάχης, Άστρο της Αυγής.
- Εσύ, Δανάη;
- Για τους ανθρώπους, απάντησε δειλά η έκπτωτος με τα μαύρα στίγματα στο πρόσωπό της.
Ο Σάμαελ τότε, με μια κίνηση γεμάτη χάρη, στηρίχτηκε στα χέρια του και μ’ένα σάλτο βρέθηκε όρθιος. Η Μαρίνα δεν μπόρεσε παρά να τον θαυμάσει.
- Όλοι αυτοί οι λόγοι είναι καλοί και άξιοι, αδέρφια μου. Επίσης, όλοι είναι αληθινοί. Ναι, πολεμάμε για την ελεύθερη βούληση και για τους ανθρώπους. Αλλά πολεμάμε και για τη χαρά της μάχης, για τη ζωή μας...για την αιώνια ψυχή μας. Και κάποιοι από σας πολεμάτε για μένα. Το ξέρω. Δεν είναι αυτό που θα ήθελα, όμως με τιμά και σκοπεύω να σεβαστώ την αγάπη που μου δείχνετε και να κάνω ότι μπορώ για να κάνω το όνειρό σας πραγματικότητα. Όμως υπάρχει κι άλλος ένας λόγος να πολεμήσουμε, αδέρφια. Είμαστε οι εκπρόσωποι της ελεύθερης βούλησης και γι’αυτό, είμαστε η φωνή της δικαιοσύνης. Η τάξη δεν μπορεί να είναι δίκαιη γιατί είναι απολυταρχική...το έχετε νιώσει όλοι σας και το ξέρετε καλύτερα από τον καθένα.
Τα μάτια της Μαρίνας άνοιξαν διάπλατα. Ήταν το περισσότερο που είχε πει ποτέ ο Σάμαελ σχετικά με τον θεό του. Και το είχε πει...με πικρία. Κοίτα να δεις που τελικά δεν είναι όλα όπως φαίνονται, σκέφτηκε.
- Αλλά ούτε το χάος μπορεί να είναι δίκαιο γιατί το χάος λειτουργεί με βάση τα πρωτόγονα ένστικτά του. Είναι στο δικό μας χέρι να φέρουμε τη δικαιοσύνη και να διορθώσουμε την αδικία που κάναμε τόσους αιώνες πριν.
Μουρμουρητά απλώθηκαν γύρω του. Σήκωσε τα χέρια του κι όλες οι συζητήσεις κόπηκαν.
- Ξέρω πως πολλοί από σας δεν καταλαβαίνουν για ποιο λόγο μιλάω για αδικία. Αλλά δεν γίνεται να κάνουμε τα στραβά μάτια. Πρέπει να παραδεχτούμε πως αντί να βοηθήσουμε την Κόλαση με την παρέμβασή μας, παραλίγο να την καταστρέψουμε. Ξέρω, ακόμη, πως πολλοί από σας μισούν και φοβούνται τους θεούς. Όμως, αδέρφια μου, αυτό δεν το κάνουμε για τους θεούς. Το κάνουμε για τον κόσμο και το κάνουμε για ό,τι αγαπάει καθένας μας σ’αυτόν. Το κάνουμε γιατί αυτό που είμαστε, πάνω από την ελεύθερη βούληση, πάνω από την αγάπη για την ανθρωπότητα...πάνω και πέρα από όλα αυτά...αυτό που είμαστε είναι ελπίδα. Ελπίδα, αδέρφια, ότι κανείς δεν θα είναι ξανά άβουλο όργανο στα χέρια των θεών, κανείς πια δεν θα είναι δέσμιος της τύχης. Ελπίδα...αδέρφια...ότι πάντα υπάρχουν επιλογές...ακόμη κι αν δεν είναι επιλογές που μας αρέσουν.
Έμεινε για λίγο σιωπηλός. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα επάνω του κι η Μαρίνα ήξερε πως τους είχε κερδίσει. Ήταν εντυπωσιακό το πώς είχε γυρίσει τη δυσαρέσκεια υπέρ του. Πάνω από το πλήθος τον έκπτωτων, το βλέμμα του Σάμαελ καρφώθηκε πάνω της, σμαραγδένιο και γεμάτο φως, και της χαμογέλασε.
- Όπως θα ξέρετε, ο Κάμαελ, ο Ίσραφελ και ο Ούριελ συγκέντρωσαν τα υπόλοιπα τάγματα κι έφυγαν σήμερα το πρωί για να πολεμήσουν τις δυνάμεις της θεάς στον άερα. Άφησε πίσω ένα τάγμα από Όνι, το οποίο, σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας έδωσαν οι τετράποδοι φίλοι της Δανάης, αυτή τη στιγμή κινείται για να μας περικυκλώσει.
Κοντοστάθηκε, σαν να ήθελε να δώσει έμφαση στα επόμενα λόγια του.
- Είστε έτοιμοι αδέρφια; φώναξε κι η φωνή του αντήχησε σε πεδιάδες και βουνά, μοιάζοντας να δίνει παλμό στην ίδια τη γη.
Οι έκπτωτοι άρχισαν να χτυπάνε ρυθμικά τα ξίφη τους στις ασπίδες τους, στις πανοπλίες τους, ακόμη και στα γυμνά τους χέρια. Φωτιά, πάγος, κεραυνός...όλα τα στοιχεία της φύσης έμοιαζαν να έχουν ξυπνήσει για να ακολουθήσουν τους αγγέλους στο κάλεσμα του πολέμου.
Ορδές πλασμάτων ξεχύθηκαν μέσα από τα δέντρα. Η Μαρίνα τους αναγνώρισε από το όραμα. Είχαν κόκκινο δέρμα, κωνικά κέρατα και μάτια γεμάτα αίμα και οργή. Μικροί χαυλιόδοντες ξεπρόβαλλαν από τα χείλη τους, ενώ τα μαλλιά τους έπεφταν στα πρόσωπά τους άγρια και κατάμαυρα. Άγγελοι όρμησαν πάνω τους σε σφιχτούς, στρατηγικούς σχηματισμούς, εξολοθρεύοντας μεθοδικά τους δαίμονες.
Αλλά ήταν περισσότεροι. Η Μαρίνα ήθελε να έχει πίστη στον Σάμαελ και τους αδερφούς του, όμως οι αριθμοί δεν ήταν με το μέρος τους. Όσο γενναία κι αν πολεμούσαν οι έκπτωτοι, όση στρατηγική κι αν χρησιμοποιούσαν, δεν υπήρχε περίπτωση να νικήσουν.
Το βλέμμα της γύρισε στον Σάμαελ που στεκόταν μόνος στην κορυφή του βράχου. Από κάτω του στεκόταν ο άντρας ο οποίος είχε αποκαλέσει «Λεβιάθαν», κοιτώντας τον ερωτηματικά και γεμάτος προσμονή την οποία δεν νοιαζόταν να κρύψει. Ο Σάμαελ ένευσε καταφατικά.
Η μπλούζα του διαλύθηκε καθώς λευκόχρυσα φτερά ξεπετάγονταν από την πλάτη του. Συσπειρώθηκε κι έπειτα βούτηξε από το βράχο. Άρπαξε τον Λεβιάθαν κι άρχισε να ανυψώνεται μαζί του, πετώντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κατάμαυρα σύννεφα κάλυψαν τον ουρανό και πορφυροί κεραυνοί φώτισαν την ατμόσφαιρα, αφήνοντας ηχηρούς κρότους.
Τα σύννεφα χωρίστηκαν εξίσου ξαφνικά όσο είχαν εμφανιστεί. Μια γιγάντια σκιά κάλυψε το έδαφος. Οι δαίμονες, απροετοίμαστοι, έστρεψαν τα κεφάλια τους ψηλά. Οι έκπτωτοι δεν έχασαν την ευκαιρία. Η Μαρίνα κοίταξε κι αυτή. Το πελώριο, λευκό φίδι με τα αναρίθμητα κεφάλια, δέσποζε από πάνω τους. Κάθε κεφάλι ήταν στολισμένο μ’ένα χρυσό στέμα κι είχε ανθρώπινο πρόσωπο. Μια ανάμνηση ξεπήδησε από βαθιά μέσα της και, χωρίς να καταλάβει πως, ξαφνικά ήξερε το όνομα με τον οποίο τον είχε γνωρίσει τότε. Ανάντα-Σέσα, «αυτός που θα παραμείνει».
Τα κεφάλια του φιδιού άνοιξαν συγχρονισμένα τα στόματά τους κι η Μαρίνα είδε μπλε ενέργεια να μαζεύεται γύρω από το φίδι και τον αναβάτη του, καθώς τα στόματα έψελναν σε μια διάλεκτο παλιά όσο ο χρόνος. Η μπλε ενέργεια έφυγε από πάνω του μ’έναν ηχηρό παλμό και κάλυψε ολόκληρη την έκταση της μάχης. Οι έκπτωτοι τυλίχτηκαν στο φως χωρίς να πάθουν απολύτως τίποτα. Οι δαίμονες άρχισαν να ουρλιάζουν καθώς έλιωναν ζωντανοί, αφήνοντας στον αέρα μια μυρωδιά που θύμιζε πετρέλαιο. Η Μαρίνα άκουσε κάτι να σκίζεται πίσω της. Στράφηκε, εκνευρισμένη που την αποσπούσαν από την παρακολούθηση της εντυπωσιακής μάχης. Ένας από τους δαίμονες, άγνωστο πώς, είχε γλιτώσει από τη μαγεία του Λεβιάθαν κι είχε μπει στη σκηνή από το πίσω μέρος. Ο Τύραελ είχε χιμήξει πάνω του, προσπαθώντας να τον απωθήσει, όμως ο δαίμονας είχε τα μάτια του καρφωμένα στη Μαρίνα κι η έκφρασή του ήταν γεμάτη πείνα.
Με μια επιδέξια κίνηση, απώθησε τον Τύραελ και όρμησε πάνω της. Τρόμος την κατέκλυσε καθώς ο δαίμονας την έριχνε στο πάτωμα και σήκωνε τα νύχια του για να τη χτυπήσει. Ούρλιαξε, με όση δύναμη είχε. Ούρλιαξε, σαν να εξαρτιόταν απ’αυτό η ίδια της η ζωή. Τότε είδε ένα ξίφος τυλιγμένο σε ηλεκτρικές εκκενώσεις να βγαίνει ανάμεσα από τα μάτια του πλάσματος που κατέρρεε πάνω της, γεμίζοντάς την με μαύρο, δαιμονικό αίμα. Το χαρακωμένο πρόσωπο του Τύραελ μπήκε στο οπτικό της πεδίο.
Είμαι ζωντανή, είπε στον εαυτό της ενώ η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή. Ω, θεέ μου, ω, θεέ μου...είμαι ζωντανή.



Η Αλίκη άνοιξε την πόρτα του δωματίου, φορώντας το καλύτερο και το πιο αστραφτερό της χαμόγελο. Η Εύα καθόταν στο κρεβάτι, παίζοντας με πλαστικά πιατάκια και φλιτζανάκια του τσαγιού, τα οποία είχε τοποθετήσει μπροστά στις κούκλες της.
Το πρόσωπο της μικρής φωτίστηκε μόλις την είδε.
- Γιώτα! αναφώνησε χαρωπά.
- Τι κάνεις, αγαπούλα μου; τη ρώτησε γλυκά η Αλίκη.
- Ήλθες να παίτσουμε; ρώτησε αθώα, με το χαρακτηριστικό ψεύδισμα των μικρών παιδιών.
Η Αλίκη χάιδεψε τις καστανές μπούκλες του παιδιού.
- Ναι. Αλλά πρώτα θέλω να κάνεις κάτι για μένα, εντάξει;
Η Εύα την κοίταξε με τα μεγάλα της μάτια κι ένευσε καταφατικά. Η Αλίκη εμφάνισε στο χέρι της μια πλαστική σύριγγα χρωματισμένη με λουλούδια και πεταλούδες.
- Πρέπει να σου πάρω λίγο αίμα γιατί χρειάζεται να σου κάνουμε εξετάσεις. Σου έχουν ξαναπάρει αίμα; τη ρώτησε γλυκά.
- Μια φολά, αλλά η κυλία ήταν κακιά και με πόνεσε, απάντησε μουτρώνοντας.
Χαμογέλασε στην Αλίκη, κοιτώντας την με εμπιστοσύνη.
- Εσύ όμως ζεν σα με πονέσεις...ε;
- Και βέβαια, όχι, αγαπούλα μου, είπε η Αλίκη.
Ο Λάμπης είχε πει πως ήταν ζωτικής σημασίας το άτομο να είναι σε κατάσταση χαλάρωσης κι η Αλίκη δεν είχε κανένα σκοπό να τρομοκρατήσει τη μικρή και να βάλει σε κίνδυνο την πολύτιμη εκδίκησή της.
Η Εύα τέντωσε το χέρι της μπροστά κι έκλεισε τα μάτια της σφιχτά. Η Αλίκη τσίμπησε τη φλέβα της με τη βελόνα και σε λιγότερο από ένα λεπτό, η σύριγγα είχε γεμίσει. Αγαλλίαση τη γέμισε καθώς είδε τη μικροσκοπική τρύπα να αυτοθεραπεύεται μπροστά στα μάτια της.