? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2009

27. Σχεδόν ανεξέλεγκτη

«Κοίτα τους, Τόριελ. Δεν το κουνάνε ρούπι!». Η Λούνα κοίταζε από το παράθυρο του αυτοσχέδιου οχυρού γεμάτη απορία.

Οι ιππότες του θανάτου, ένα από τα πιο βίαια τάγματα της Τίαματ, έστεκαν παραταγμένοι στις παρυφές του δάσους, μοιάζοντας να διστάζουν να κάνουν έστω και ένα βήμα προς το εσωτερικό του. Ο επικεφαλής τους δε διέφερε σημαντικά από τους άλλους φυσιογνωμικά. Το γκρίζο νεκρικό πρόσωπό του διαγράφονταν με μια έκφραση ήττας κάτω από το κερασφόρο κράνος του. Η ήττα του αυτή εκδηλώνονταν με άναρθρες κραυγές φορτισμένες από οργή, ενώ κράδαινε προς το τάγμα του το πελώριο σπαθί του με τη λαβή που έμοιαζε με κρανίο. Ήταν η πρώτη φορά μέσα στην ανεξίτηλη ροή του χρόνου που οι ιππότες του θανάτου αδυνατούσαν να καταδιώξουν τους αντιπάλους τους μέχρι το τέλος.

Ο άγγελος Τόριελ πλησίασε κι αυτός το παράθυρο και θαύμασε το θέαμα μαζί με την αδελφή του. «Πρώτη φορά λειτουργούν έτσι», παραδέχτηκε. «Μοιάζει σαν να φοβούνται να σιμώσουν». Στράφηκε προς την μεγάλη ενεργειακή σφαίρα που μόλις πριν μια μέρα είχε υφάνει με τη μοναδική του δύναμη, με στόχο να ανατινάξει το οχυρό τους που έμοιαζε με καλύβα όταν το πλησίαζαν οι ιππότες του θανάτου. Αυτός και οι Λούνα θα προλάβαιναν να απομακρυνθούν έγκαιρα, ενώ το τάγμα των ιπποτών θα υφίσταντο ένα θανάσιμο πλήγμα από την έκρηξη. Αυτό ήταν το σχέδιό τους. Αυτός ήταν άλλωστε ο λόγος που επέτρεψαν εκείνα τα νεκρά αδίστακτα τέρατα να τους κυνηγήσουν ως εκεί. Η παγίδα που τους είχαν στήσει δεν είχε καμία πιθανότητα να αποτύχει.

«Νομίζω πως είναι θέμα χρόνου να το κάνουν», διαπίστωσε η Λούνα. «Όσο ασυνήθιστη κι αν είναι το φέρσιμό τους αυτό, δεν παύουν να είναι όντα που τρέφονται από τη βία και τον θάνατο».
«Έχεις δίκιο», είπε ο Τόριελ. «Καλύτερα να περιμένουμε».

Η υπομονή τους ανταμείφτηκε μέσα σε λίγα κιόλας λεπτά. Οι ιππότες του θανάτου τελικά δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα ένστικτά τους για περισσότερο χρόνο. Αφήνιασαν και εισέβαλαν στο εσωτερικό της συστάδας τρέχοντας σαν ένα μανιασμένο κοπάδι και ανεμίζοντας τα σπαθιά τους. Ο Τόριελ και η Λούνα βγήκαν αμέσως από το πίσω παράθυρο και άρχισαν να τρέχουν κι αυτοί πιασμένοι χέρι-χέρι. Μόλις οι ιππότες έφτασαν στο ύψος της καλύβας, ο Τόριελ άγγιξε με το δάχτυλό του το σημείο μεταξύ των ματιών του. Η ενεργειακή σφαίρα έσκασε με μιας σαν βόμβα, παρασύροντας το οχυρό στην καταστροφική της μανία και αυτό με τη σειρά του παρέσυρε στο θάνατο πάνω από 20 από τους εχθρούς τους. Οι μόνοι πέντε που γλίτωσαν σκόρπισαν γεμάτοι πανικό, ξεσπώντας τον με τα ανεγκέφαλα ουρλιαχτά τους πίσω στην καταπράσινη κοιλάδα όπου επέστρεφαν.

Ο Τόριελ έβγαλε μια κραυγή ενθουσιασμού.

Η Λούνα συμμερίζονταν απόλυτα τη χαρά του. «Τα καταφέραμε», φώναξε κοιτάζοντας τον αδελφό και συμπολεμιστή της στα μάτια. Έπειτα αποχώρισαν τρέχοντας και πάλι, πιασμένοι χέρι-χέρι. Οι σκιές τους αγκάλιασαν με μιας, παρέχοντας τους την κάλυψη που είχαν ανάγκη, ενώ το τοπίο που άφησαν πίσω τους είχε λαμπαδιάσει ολόκληρο από την έκρηξη.

Και κάπως έτσι, κάηκε ολόκληρος ο Εθνικός Δρυμός της Λάλας.



Όταν η Τίαματ έχει αϋπνίες, ο πρώτος που υφίσταται τις συνέπειες είναι ο στρατός της. Το βράδυ εκείνο, οι κουρασμένοι από τις μάχες δαίμονές της είχαν ανασυνταχθεί μπροστά στην κοιλάδα όπου κάθε μέρα δέχονταν τις διαταγές της. Το βράδυ εκείνο, επρόκειτο να λάβουν από αυτή νεότερες, μόνο και μόνο γιατί δεν την έπιανε ο ύπνος. Τελικά η εντολή που δόθηκε προς όλους ήταν να επιστρέψουν και πάλι στα μέτωπα με το που θα τους έδινε το σήμα της. Οι αποκαμωμένοι στρατιώτες της, φρόντιζαν να εκμεταλλευτούν τα λίγα λεπτά που είχαν στη διάθεσή τους τις στιγμές εκείνες, προκειμένου να πάρουν μια ανάσα.

Στο χείλος του γκρεμού ένα πέτρινο βάθρο είχε στηθεί με δύο πυρσούς να το συντροφεύουν, έτσι ώστε να υποδέχεται κάθε τόσο την ηγεμονική θεά. Ο Μιχάλης στέκονταν όρθιος μπροστά σε αυτό έχοντα πάρει ένα ύφος δασκάλου, ενώ αυτή καθότανε πάνω σε έναν από τους δύο υπνόσακους που φέρανε μαζί έτσι ώστε να διανυκτερεύσουν στο ύπαιθρο. Τον κοίταζε σαν υπάκουη μαθήτρια, παρόλο που όλα όσα της έλεγε είχαν ως πάντα ως αποτέλεσμα να επιβραδύνουν τις καταστροφές του πολέμου της και όχι να τις αναχαιτίζουν.

«Έχουμε και λέμε», ξεκίνησε ο Μιχάλης. «Ο Δρυμός της Λάλας έχει γίνει στάχτη. Ως ερευνητής οικοσυστημάτων που είμαι, το γεγονός αυτό με στεναχωρεί πάρα πολύ. Μαζί ήμασταν το πρωί όταν έδωσες την εντολή στους νεκρο-απαυτούς σου να μην τον πλησιάσουν, ακριβώς όπως εγώ σε είχα συμβουλέψει να κάνεις. Τελικά όμως αυτοί παράκουσαν τη διαταγή σου και το αποτέλεσμα ήταν αυτό που έγινε. Κάπως έτσι και οι στραγγαλιστές σου, εισέβαλλαν στο χωριό Οχυρώνα και έπνιξαν τους μισούς κατοίκους, ενώ εγώ σε παρακάλεσα να τους πεις να κρατηθούν μακριά από χωριά. Τους το είπες μεν, αλλά δε βλέπω να το τήρησαν. Για να μη θίξω το τι έκαναν οι σοδομιστές σου στους άντρες των Νικιανών».

Πήρε μια βαθιά ανάσα, γεμάτη προβληματισμό. Έπειτα συνέχισε. «Είναι προφανές ότι εσύ λαμβάνεις υπόψη σου τις συμβουλές μου, αλλά αυτοί κάνουν του κεφαλιού τους σε όσα τους προστάζεις. Τι σκοπεύεις να κάνεις με το θέμα αυτό, Τία;»

«Είναι νεκροί», του απάντησε καθησυχαστικά.

Ο Μιχάλης κοκάλωσε με τα λόγια της αυτά. «Έβαλες να τους σκοτώσουν;»

«Αμέ!», απάντησε η Τίαματ.

Ο Μιχάλης ξεφύσησε με απογοήτευση. «Πρέπει να αλλάξεις συμπεριφορά απέναντι τους. Πρέπει να τους κάνεις να μη σε φοβούνται, αλλά να σε αγαπούν. Αλλιώς δε πρόκειται να τους κάνεις κουμάντο εύκολα».

«Αυτό θέλω», απάντησε πρόθυμα η θεά. «Να μ’ αγαπούν».

«Ωραία λοιπόν», είπε ο Μιχάλης και της έδειξε την κοιλάδα μπροστά από τον γκρεμό όπου κάθονταν ο κουρασμένος στρατός της και την περίμενε. «Κάνε το πρώτο βήμα τώρα. Βγάλε ένα λόγο που θα τους ενθαρρύνει πριν τους στείλεις και πάλι στα μέτωπα. Κέρδισε την αγάπη τους με λόγια που θα τους δώσουν κουράγιο. Μόνο έτσι θα σε αγαπήσουν».

«Δε ξέρω», απάντησε η Τίαματ προβληματισμένη.
«Κάνε το πρώτο βήμα, γαμώτο!», φώναξε ο Μιχάλης.

Η Τίαματ εγκατέλειψε τον υπνόσακό της και πλησίασε στο βάθρο. Μόλις ο στρατός των δαιμόνων της αντιλήφθηκε την παρουσία της, σηκώθηκαν αμέσως πάνω και στάθηκαν προσοχή, περιμένοντας να ακούσουν τη διαταγή της.

Η θεά έμεινε για λίγο σιωπηλή να σκέφτεται τα λόγια που θα τους απευθύνει. Έπειτα, παίρνοντας το ηγετικό της ύφος, άρχισε να φωνάζει:

«Κοιμάμαι; Κάνει τάξη! Παίζω; Κάνει χάος!».

Έπειτα τους ρώτησε ακόμη πιο φωναχτά. «Παίζω;».

«Όχι», φώναξαν οι δαίμονες, όλοι μαζί με μια φωνή που συντάραξε τη κοιλάδα.

Η Τίαματ σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό και αμέσως εκείνος άστραψε, λούζοντας στιγμιαία την κοιλάδα με ένα κόκκινο φως και προκαλώντας ένα τόσο δυνατό θόρυβο, που έκανε τους πάντες να τρέμουν στο άκουσμά του.

«Παίζω;», τους ξαναρώτησε με την ίδια, δυνατή φωνή.
«Ναι!», απάντησαν όλοι τους αυτή τη φορά.

«Εις μάχη!», τους πρόσταξε και αμέσως όλοι έφυγαν τρέχοντας κυριευμένοι από φόβο, ώστε να επιστρέψουν πίσω στα μέτωπα.

Η Τίαματ γύρισε και κοίταξε τον Μιχάλη σα να περίμενε από αυτόν κάποια επιβράβευση.

«Τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς», παραδέχτηκε αυτός θλιμμένα.

Η Τίαματ τον πλησίασε και τύλιξε τα χέρια της γύρω του. «Κοιμηθούμε αγκαλίτσα;».
«Όχι», είπε αυτός χωρίς να του φεύγει ούτε ίχνος από την απογοήτευσή του. «Χαλάστηκα τώρα πάλι με τα διοικητικά σου. Συγνώμη, αλλά δε θέλω».

«Καλά», είπε αυτή με απάθεια και ξάπλωσε στον υπνόσακό της. «Καληνύχτα, θνητέ».

«Καληνύχτα, μωρό μου», ψιθύρισε αυτός, ώστε να το ακούσει μόνο ο εαυτός του. Καθώς την παρακολουθούσε να την παίρνει ο ύπνος κουλουριασμένη σαν γατάκι δίπλα του, του δημιουργήθηκε η εντύπωση πως η σκληρή ηγεμονίδα είχε μετατραπεί σε ένα μικρό κοριτσάκι. Ακριβώς έτσι όπως την ήθελε και όπως την αγαπούσε.



Έτρεχε σα να την καταδιώκουν και τα γυμνά της πόδια μάτωναν πατώντας τις διάσπαρτες αιχμηρές πέτρες του χωμάτινου μονοπατιού. Η απειλή όμως δεν βρίσκονταν πίσω της. Βρίσκονταν μπροστά της. Ήταν ένα δάσος ντυμένο από μία αλλόκοτη, μαύρη ομίχλη, που προκαλούσε αντίθεση με το σκουροκίτρινο φόντο του αρρωστιάρικου λυκόφωτος. Ένα δάσος που ούρλιαζε όπως εκατοντάδες ανθρώπινες φωνές και διαγράφονταν στην κορυφή ενός μεγάλου, απότομου λόφου. Εκείνη έτρεχε προς αυτό, νιώθοντας τον ίδιο τρόμο με τον οποίο θα έτρεχε μακριά του. Μέσα εκεί βασίλευε κάτι που μόνο εκείνη και λίγοι άλλοι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν: Οι σκοτεινότερες παρορμήσεις ενός δυσβάσταχτου συλλογικού ασυνείδητου.

Όσο πλησίαζε τον λόφο τα ουρλιαχτά δυνάμωναν, η αγωνία της ξεχείλιζε και η εντύπωση ότι κάτι προσπαθούσε να αποτρέψει τρέχοντας προς τα εκεί άρχιζε να ριζώνει στη σκέψη της. Σύντομα διέκρινε ακόμη μια φωνή μέσα στα ουρλιαχτά. Μια φωνή νεανική και κοριτσίστικη, που καλούσε το όνομά της: «Μαρίνα… Μαρίνα…»

Ένιωσε σχεδόν να υπνωτίζεται από τη φωνή αυτή και να ξεχνάει για λίγο τον τρόμο της. Tινάχτηκε όμως σταματώντας απότομα, όταν την άκουσε να έρχεται πλέον από δίπλα της: «Μαρίνα!».

Στο σημείο εκείνο, ένας σακατεμένος ξύλινος φράχτης ασχήμαινε το χωμάτινο μονοπάτι. Πάνω του ακουμπούσε ένα ξανθό κορίτσι, έχοντάς της γυρισμένη την πλάτη. Έμοιαζε να στέκει εκεί σα να την περίμενε και μάλιστα έδειχνε να αντιλαμβάνεται την παρουσία της, ωστόσο ούτε στιγμή δε γύρισε να την αντικρίσει. Ακόμη κι έτσι όμως, υπήρχε κάτι το ανατριχιαστικά γνώριμο πάνω του. Κάπου είχαν ξανασυναντηθεί οι δυο τους και μάλιστα πάνω από μία φορά. Μια σπλαχνική λήθη σκέπαζε το γεγονός αυτό κρύβοντας της τον τρόμο που είχε νιώσει τότε.

Ήθελε να πλησιάσει το κορίτσι και να το προτρέψει να φύγει όσο γίνεται μακρύτερα από το ομιχλώδες δάσος των ουρλιαχτών. Το κορίτσι όμως της μίλησε λέγοντας της κάτι το αινιγματικό. «Έλα…παίξουμε».

Αμέσως το κορίτσι άφησε τον φράχτη και άρχισε να τρέχει ανεβαίνοντας προς τον απότομο λόφο. Να κατευθύνεται προς την καρδιά του τρόμου. Η αγωνία της καθώς και η σκέψη του τι θα συναντούσε όταν έμπαινε εκεί μέσα, την έκανε να τρέξει και εκείνη ξωπίσω του, προσπαθώντας να το σώσει από την επικείμενη καταδίκη του.

Ανέβαινε τον λόφο σαν μανιασμένη και τα ουρλιαχτά αντηχούσαν στη ψυχή της όσο ποτέ άλλοτε. Έπρεπε να φτάσει το κορίτσι. Να το σταματήσει. Με το που μπήκε στο δάσος, η μαύρη ομίχλη έπνιξε τα πάντα γύρω από τα μάτια της. Μόνο οι μορφές των σκελετωμένων δέντρων διαγράφονταν σαν τα αρνητικά ενός φιλμ, ενώ άγνωστες ημιάυλες σαν καπνός σιλουέτες έμοιαζαν να τα πελεκάνε με άγνωστα στον άνθρωπο εργαλεία. Να μην τα κόβουν, αλλά μόνο να τα πονάνε. Και εκείνα να ουρλιάζουν. Και εκείνη να τρέχει ανάμεσά τους.

Ξαφνικά σταμάτησε και πάλι, όταν διαπίστωσε ότι τα ουρλιαχτά είχαν πάψει πλέον να ακούγονται και το δάσος έγινε φυσιολογικό, απαλλαγμένο από κάθε ακατονόμαστη απειλή. Αρκετά μέτρα μπροστά της, έχασκε ένας πελώριος γκρεμός. Τα βουνά που διέκρινε στο βάθος, της έδιναν την εντύπωση ότι η ευρύτερη περιοχή αποτελούσε έναν τεράστιο κρατήρα ηφαιστείου, τόσο μεγάλο που η παρουσία της μπροστά του ήταν απειροελάχιστη.

Στο χείλος του πελώριου αυτού κρατήρα, έστεκε το ξανθό κορίτσι, έχοντας της και πάλι γυρισμένη την πλάτη. Έμοιαζε και πάλι σα να την περίμενε. «Εδώ… παίξουμε», της είπε. Ύψωσε τα χέρια του σε διάταση και με μιας, εντελώς απροειδοποίητα, βούτηξε στο πελώριο κενό που απλώνονταν μπροστά του.

Εκείνη πανικοβλήθηκε με την απρόσμενη πράξη του κοριτσιού. Έτρεξε προς το χείλος του κρατήρα, με την ελπίδα ότι θα μπορούσε ακόμη και σε αυτή την παράτολμη κίνηση του να το αποτρέψει να βρει το θάνατο.

Όταν αντίκρισε αυτό που υπήρχε μέσα στο πελώριο κρατήρα, ένιωσε τα τρίσβαθα της ψυχής της να κλονίζονται. Δεν υπήρχε κανένα κορίτσι εκεί. Υπήρχε ένας θεόρατος και τρομαχτικός δράκος που μπροστά του έμοιαζε σαν μυρμήγκι. Η θέα του της προκάλεσε δέος και την παρέλυσε εντελώς. Ένιωσε το αφύσικο άνεμο που πήγαζε από τα ρουθούνια του τρομαχτικού εκείνου θεριού να την παρασέρνει, να την κάνει να χάσει την ισορροπία της και να πέφτει μέσα στον πελώριο κρατήρα, πάνω στο φολιδωτό και πράσινο θάνατο που κατοικούσε εντός του.

Δεν προσγειώθηκε όμως ποτέ. Οι άκρες των νυχιών του τέρατος την τσίμπησαν από τη μπλούζα της και τη σήκωσαν, αφήνοντάς την να αιωρείται για λίγο ενώ οδηγούνταν στο γεμάτο υπερμεγέθεις κυνόδοντες στόμα του. Η φωνή του θηρίου την ξεκούφανε. Ήταν μια φωνή ανατριχιαστικά γνώριμη. Ήταν η φωνή εκείνου. Εκείνου που ήτανε το φριχτότερο τέρας που γνώρισε ποτέ. Ακόμη πιο φριχτό και από τον πελώριο δράκο που θα τη κατασπάραζε μέσα στα επόμενα δευτερόλεπτα.

«Τώρα… θα… παίξουμε!», είπε η φωνή. Η φωνή έβγαινε από τον δράκο, αλλά ανήκε σε εκείνον.

Το στόμα ανοίχτηκε, τα δόντια ξεμάκρυναν μεταξύ τους και το πελώριο σκοτάδι του στόματος την καλούσε. Αμέσως μετά έρχονταν κατά πάνω της με θανάσιμη ταχύτητα.



Η Μαρίνα ξύπνησε ουρλιάζοντας. Το ουρλιαχτό δεν έλεγε να την εγκαταλείψει, καθώς τράνταζε το σώμα της στο κρεβάτι για αρκετά δευτερόλεπτα. Η φρίκη που ένιωθε να τη διαπερνά, έμοιαζε ότι θα κρατήσει για πάντα.

Ήταν το χειρότερο όνειρο που είχε δει. Κάτι μέσα της φώναζε ότι ήταν πολύ διαφορετικό από τα άλλα. Κατάλαβε ότι αυτή τη φορά, το ξανθό κορίτσι των προφητικών εφιαλτών της, αποφάσισε να βάλει την ίδια στο στόχαστρο.





Η Τίαματ άνοιξε τα μάτια της έχοντας μια έκφραση θριάμβου ζωγραφισμένη στο νεανικό της πρόσωπο. Κοίταξε τον Μιχάλη που φαίνονταν να είχε ξυπνήσει πριν από αυτή και να τη χαζεύει αμέριμνος.

«Καλημέρα αιώνια», της είπε. «Κοιμήθηκες καλά;»

Η Τίαματ πήρε ένα σκοτεινό ύφος, το οποίο αυτός δε μπορούσε να ερμηνεύσει. «Δούλευα», απάντησε.

«Σιγά μη πάθεις υπερκόπωση», δήλωσε ο Μιχάλης με σαρκασμό ενώ σηκωνότανε να μαζέψει τους υπνόσακους ώστε να επιστρέψουν στη βίλλα.