? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

22. Ψήγματα Αυγής


- Γεια σου, όμορφη, είπε η Δανάη γλυκά χαιδεύοντας το στιλπνό, μαύρο τρίχωμα της γάτας. Τι νέα μου φέρνεις;
Η γάτα νιαούρισε κι ο άγγελος έκλινε το κεφάλι του στο πλάι, σαν να άκουγε πολύ προσεκτικά. Πράγμα που, αναμφίβολα, έκανε. Το ευγενικό της πρόσωπο γέμισε θλίψη.
Στράφηκε στον σύντροφό της που όλη εκείνη την ώρα περίμενε υπομονετικά, γερμένος στην ράχη του τζιπ.
- Η μάχη στους ουρανούς πάει από το κακό στο χειρότερο. Δεν θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να αρχίσουν να σκοτώνονται άνθρωποι...Μ’αυτό από τη μία και τους δαίμονες να συσπειρώνονται από την άλλη, τι ελπίδα έχουμε, Τύραελ;
Ο ψηλός πολεμιστής παρατήρησε την αδερφή του με ανανεωμένο ενδιαφέρον και κάποια ανησυχία. Όταν είχαν συναντήσει τον Πρίγκηπα νωρίτερα εκείνο το βράδυ δεν είχε φανερώσει το φόβο της. Ίσως λόγω της επιβλητικής παρουσίας του Λούσιφερ. Όμως τώρα που ο Λούσιφερ δεν ήταν εκεί, η ξένοιαστη μάσκα είχε πέσει κι η Δανάη φανέρωνε επιτέλους τα πραγματικά της συναισθήματα.
- Φοβάσαι, δήλωσε το προφανές.
Η Δανάη ανασηκώθηκε, παρατηρώντας για λίγο τα κομψά, επιβλητικά χαρακτηριστικά του. Έμοιαζε με αρχαίο πολεμιστή. Όχι. Όχι, δεν έμοιαζε. Ήταν. Το ξίφος του ήταν προσεκτικά τοποθετημένο στο πίσω κάθισμα του μαύρου Hummer κι όμως, ακόμη και χωρίς αυτό, ήταν εντυπωσιακό το πόσο θανατηφόρος μπορούσε να δείχνει.
- Μη με παρεξηγείς. Δεν είναι ότι δεν έχω εμπιστοσύνη στον Πρίγκηπα. Αντίθετα, η εμπιστοσύνη που του έχω είναι το μόνο που με κρατάει από το να χάσω το ηθικό μου. Ωστόσο...ο Πρίγκηπας μπορεί να κάνει λάθη, έτσι δεν είναι;
Ο Τύραελ πήρε το χέρι της στο δικό του και το έσφιξε καθησυχαστικά.
- Κατανοώ το φόβο σου. Κι εγώ ο ίδιος έχω αμφιβολίες. Όμως το να πεθάνω για όσα πιστεύω και για τον αγώνα του Πρίγκηπά μου είναι τιμή. Και ως τέτοια σκοπεύω να το αντιμετωπίσω ως το τέλος.
Ένας στεναγμός ξέφυγε από τα χείλη της Δανάης.
- Μακάρι να είχα τη σιγουριά σου.
Ο Τύραελ γέλασε, αν και κάπως βεβιασμένα.
- Δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Απλά έχω ανάγκη αυτό το ψήγμα ελπίδας που μας προσφέρει ο Πρίγκηπας. Όλοι μας το έχουμε ανάγκη. Σαράντα αιώνες στην Κόλαση πήραν την ελπίδα μας μακριά. Την ξερίζωσαν, την κατέστρεψαν και την άφησαν να σαπίσει στην ερημιά. Τώρα μπορούμε να έχουμε ελπίδα και πάλι. Όσο μικρή κι αν είναι, όσο απειροελάχιστη, είναι το μόνο που έχουμε.
Κι εκείνος ακουγόταν διαφορετικός τώρα που ήταν οι δυο τους, συνειδητοποίησε η Δανάη. Ήταν πολεμιστής, αλλά ήταν και έκπτωτος. Θα έλεγε κανείς πως εκείνη τη στιγμή ο πολεμιστής είχε περάσει σε δεύτερη μοίρα. Αυτή η γλυκιά μελαγχολία δεν πήγαινε στο πρόσωπό του, πρόσωπο που έμοιαζε σμιλεμένο μέσα στη δίνη του πολέμου. Αποφάσισε πως ήταν δική της σειρά να ανακουφίσει τον αδερφό της, αλλάζοντας θέμα.
- Λες να δεχτεί να έρθει; τον ρώτησε με κάποια νευρικότητα.
Η αποστολή που τους είχε αναθέσει ο Κάμαελ δεν ήταν εύκολη. Ο Τύραελ ανασήκωσε τους ώμους.
- Δεν έχω ιδέα, αδερφή μου. Όμως ο Κάμαελ έχει δίκιο. Τον χρειαζόμαστε. Κι έχει περάσει τόσους αιώνες στην απομόνωση που δεν ξέρω καν αν γνωρίζει τι συμβαίνει στον έξω κόσμο. Είσαι έτοιμη; ρώτησε δείχνοντας το βαθύ πηγάδι που δέσποζε μερικά μέτρα μακριά τους.
- Τι σημασία έχει αν δεν είμαι; Πρέπει να γίνει και θα γίνει. Μην ξεχάσεις την προσφορά.
Και τυλίγοντας σφιχτά την κάπα γύρω της, βούτηξε μέσα στο πηγάδι. Ο Τύραελ κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας. Πήρε το σπαθί του και το ξύλινο, σκαλιστό κιβώτιο και την ακολούθησε.
Το εσωτερικό του πηγαδιού ήταν απίστευτα παγερό, παρόλο που το νερό τους έφτανε μόλις μέχρι τους αστραγάλους. Προχωρούσαν μέσα στο σκοτάδι, με την έμφυτη αίσθηση προσανατολισμού τους να τους καθοδηγεί. Μέχρι που ο διάδρομος άνοιξε κι είδαν τη μικρή λίμνη που απλωνόταν μπροστά τους. Στο κέντρο της υπήρχε ένα μικρό, ξερό νησάκι κι εκεί πάνω έκαιγε μια αέναη φλόγα.
Φυσικά, ένας προσεκτικός παρατηρητής θα διέκρινε ότι μέσα στη φλόγα υπήρχε μια ανθρωπόμορφη φιγούρα, γυμνή και σε εμβρυακή στάση.
- Τι ζητάτε; ρώτησε με μια απόκοσμη φωνή που έμοιαζε με τον ήχο των κάρβουνων στο τζάκι.
Ο Τύραελ έπεσε στο ένα γόνατο μέσα στα νερά.
- Ζητάμε ακρόαση, Αρχαίε, εκ μέρους του Πρίγκηπα.
Το πλάσμα ανασηκώθηκε αργά, σαν οι κινήσεις να το δυσκόλευαν και στράφηκε προς το μέρος του. Οι δυο άγγελοι είχαν σχεδόν ξεχάσει την όψη του μετά από όλους αυτούς τους αιώνες κι έπιασαν τους εαυτούς τους να νιώθουν το ίδιο δέος όπως και την πρώτη φορά που τον είχαν αντικρίσει. Η Δανάη γονάτισε κι αυτή, περισσότερο για να μην τον κοιτάει παρά για οποιονδήποτε άλλο λόγο.
Η κορμοστασιά του ήταν λεπτή και λυγερή, όμως απίστευτα δυνατή. Ήταν εντελώς γυμνός και τυλιγμένος σε θείες φλόγες. Τα φτερά του ήταν κι αυτά φτιαγμένα από φωτιά, ενώ τα πύρινα μαλλιά του ανέμιζαν γύρω από το αγγελικό του πρόσωπο.
- Ώστε ο Πρίγκηπας με ζήτησε. Αναρωτιέμαι.
Ο Τύραελ ένιωσε τη Δανάη δίπλα του να συστρέφεται νευρικά. Αποτόλμησε να κοιτάξει το θεσπέσιο πλάσμα, τον δεύτερο σε ιεραρχεία μετά τον Λούσιφερ, τον δεύτερο πιο αγαπημένο γιο του θεού τους. Το πρόσωπό του ήταν εντελώς ανέκφραστο κι ήταν φανερό πως περίμενε από κείνους να μιλήσουν. Ξεροκατάπιε. Δεν ήταν ρήτορας, γαμώτο, πολεμιστής ήταν.
- Ο Κάμαελ σε ζήτησε, Υψηλέ. Ο Πρίγκηπας δεν γνωρίζει πως πήραμε αυτήν την πρωτοβουλία. Θα μας απέτρεπε αν του το λέγαμε. Σέβεται την απόφασή σου να μείνεις απομονωμένος και δεν θα ήθελε να σε ενοχλήσουμε. Όμως ο Κάμαελ το έκρινε απαραίτητο.
Ο πύρινος άγγελος την κοίταξε για λίγο χωρίς να μιλάει κι έπειτα το βλέμμα του ταξίδεψε πέρα απ’αυτήν.
- Κάτι έχει αλλάξει στον αέρα, είπε τελικά. Κάτι συμβαίνει στην επιφάνεια της γης.
- Η Τιαμάτ αναγεννήθηκε, αποτόλμησε ο Τύραελ.
-Πώς! βρυχήθηκε το πλάσμα και μια έκρηξη φωτιάς έστειλε τους δύο αγγέλους να σκάσουν στον τοίχο μ’έναν εκκωφαντικό θόρυβο.
- Είναι αλήθεια, είπε η Δανάη αγκομαχώντας καθώς σηκωνόταν όρθια. Αναγεννήθηκε κι απ’ότι φαίνεται έχει βάλει σκοπό να καταστρέψει τον κόσμο. Και εμάς. Τρεις χιλιάδες δαίμονες ετοιμάζονται να ξεχυθούν στον κόσμο σε λιγότερο από δυο μέρες. Γι’αυτό μας έστειλε ο Κάμαελ. Σε χρειαζόμαστε στο πλευρό μας, αδερφέ μου.
Δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να τον έχει αποκαλέσει έτσι. Στο κάτω-κάτω, ήταν ένα πανάρχαιο πλάσμα, δεύτερο σε δύναμη και παλαιότητα μόνο μετά τον Πρίγκηπα. Και, σε αντίθεση μ’αυτόν, ετούτος εδώ ήταν οξύθυμος και έδινε μεγάλη σημασία στους τύπους και την ιεραρχεία.
Τον είδε να κλίνει το κεφάλι του ελαφρά, παρατηρώντας την με περιέργεια, λες και ήταν κάποιο σπάνιο έντομο στη συλλογή του.
- Γνωρίζετε τον λόγο για τον οποίο απομονώθηκα, όπως τον γνωρίζει και ο αδερφός μου ο Κάμαελ. Κάνατε άσχημα που δεν ενημερώσατε τον Πρίγκηπα. Θα ήταν σοφό αν σας είχε αποτρέψει.
- Δηλαδή θα μας ακολουθήσεις;
- Για τον Πρίγκηπά μου, ως το θάνατο. Όμως...
Ο Τύραελ, γεμάτος έξαψη και χαρά, έκανε το αδιανόητο. Τινάχτηκε πάνω και άπλωσε στον έκπτωτο το ξύλινο, σκαλιστό κουτί. Το άνοιξε κι ο χώρος φωτίστηκε από το υπέρλαμπρο περιδέραιο.
- Ο Ούριελ το έφτιαξε για σένα με τα ίδια του τα χέρια, Υψηλέ, για να σε ανακουφίσει από την κατάρα σου. Όσο το φοράς δεν θα μπορείς να αισθάνεσαι τον πόνο των ανθρώπων και οι δυνάμεις σου θα είναι υπό έλεγχο.
Και τότε, ο Τύραελ και η Δανάη είδαν κάτι που κανείς δεν είχε δει στη γη για χιλιετίες ολόκληρες. Είδαν ένα χαμόγελο να απλώνεται στα χείλη του Ίσραφελ, της πύρινης οργής του θεού.


Η Αλίκη κοίταξε με παγερή αδιαφορία το κουφάρι του δαίμονα στα πόδια της.
- Η μάχη δεν πάει καλά για μας, Σεβάσμια, της είπε το δεκαοχτάχρονο παλικαράκι που μόλις είχε μυηθεί. Οι Νίκες έχουν εξολοθρεύσει τους δαίμονες σχεδόν ολοκληρωτικά και κατευθύνονται προς το μέρος μας.
Ήταν νευρικός. Τον παρατήρησε από πάνω μέχρι κάτω. Δεν ήταν άσχημος. Θα της έκανε, όταν ερχόταν η ώρα να αναπαράγει τα υπόλοιπα Σράνκεν. Όχι ακόμα όμως, είπε στον εαυτό της, προσπαθώντας να καταλαγιάσει αυτή την αίσθηση δίψας μέσα της. Όχι ακόμα.
Δεν είχε δυσκολευτεί όσο περίμενε να πάρει τον τίτλο της Σεβάσμιας. Βλέποντας πώς είχε βγάλει από τη μέση τον προηγούμενο κάτοχο του τίτλου και πώς την είχαν υπακούσει οι δαίμονες, τα μέλη δεν τόλμησαν να φέρουν αντίρρηση.
Ο Λαέρτης δεν ήταν τίποτα μπροστά της. Ανά πάσα στιγμή μπορούσε να τον διαλύσει, όχι μόνο με όλους τους τρόπους δολοφονίας που είχε διδαχτεί, αλλά και ψυχολογικά, με τα λόγια της. Μπορεί να είχε δει το πραγματικό της πρόσωπο, μπορεί να μην την αγαπούσε πια, όμως πάντα θα ήταν δικός της γιατί πάντα θα θεωρούσε τον εαυτό του ένοχο για ό,τι της είχε κάνει. Κι έτσι έπρεπε. Ήταν ένοχος. Έπρεπε να πληρώσει.
- Μάζεψε τους υπόλοιπους. Ήρθε η ώρα να χτυπήσουμε το Τάγμα.
Αυτό σίγουρα θα τον ταρακουνούσε. Ο Λαέρτης αντιμετώπιζε το Τάγμα σαν οικογένειά του. Αν εκείνη το κατέστρεφε, θα κατέστρεφε κι αυτόν. Και δεν υπήρχε τίποτα που να επιθυμεί περισσότερο. Η ψυχή της αγαλλίασε.



Η πεδιάδα ήταν σπαρμένη με πτώματα. Ματωμένα, αγγελικά φτερά και αποτρόπαια, δαιμονικά πλάσματα, μπλεγμένα σ’ένα αρχέγονο, φρικιαστικό καρναβάλι. Το ξανθό, έφηβο κορίτσι, στεκόταν στην κορυφή του λοφίσκου με τα μαλλιά του να χορεύουν στον άνεμο και το θρίαμβο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του. Γύρω από τη Βασίλισσα στέκονταν τέσσερα μυθικά πλάσματα, τέσσερις δαίμονες από τους οποίους ο μόνος που μπορούσε να αναγνωρίσει ήταν ο Σεθ Άμπα. Ο Αβαδδών. Άκουσε ιαχές από πίσω της και στράφηκε να κοιτάξει.
Ακόμη και μέσα στο όραμα ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν και τη θέλησή της να την εγκαταλείπει. Δρακόμορφα πλάσματα με πόδια λιονταριού και φιδίσιες ουρές προχωρούσαν προς το μέρος της Βασίλισσάς τους κραυγάζοντας σε μια γλώσσα που έγδερνε τ’αφτιά της. Ανάμεσά τους έσερναν τη Σαμ, τον Σάμαελ, το Άστρο της Αυγής. Τον έκπτωτο άγγελό της. Ο πόνος στην καρδιά της την παρέλυσε. Τα φτερά του είχαν γίνει πορφυρά από το αίμα κι ούτε ελάχιστο λευκό δεν ξεχώριζε μέσα τους. Το άλλοτε αψεγάδιαστο, χρυσό του δέρμα τώρα ήταν μωλωπισμένο και σκισμένο. Οι δαίμονες τον έσπρωχναν ανάμεσά τους με τόση βία και μίσος που για μια στιγμή φοβήθηκε ότι θα τον διέλυαν.
Πίσω τους ακολουθούσε μια χούφτα έκπτωτοι, δεμένοι με αλυσίδες, λουσμένοι σε μαύρο, δαιμονικό αίμα και με τα όπλα τους ακόμη στα χέρια. Έμοιαζαν λες και κάθε ελπίδα τους είχε εγκαταλείψει βλέποντας τον ηγέτη τους σ’αυτήν την κατάσταση.
Το βλέμμα του έφηβου κοριτσιού ήταν γεμάτο σαδιστική ευχαρίστηση. Ο Σάμαελ έμοιαζε ήρεμος και περήφανος, παρόλα τα τραύματά του. Τον πέταξαν μπροστά στη Βασίλισσα. Παραπάτησε και παραλίγο να πέσει στα γόνατα, αλλά την τελευταία στιγμή κατόρθωσε να ισορροπήσει και να ισιώσει το κορμί του. Κοίταξε τη Βασίλισσα στα μάτια, μ’ένα αχνό χαμόγελο. Ήξερε πως ήταν το μόνο πλάσμα στο σύμπαν που ήταν κατώτερο από θεό και άντεχε να αντικρίζει το μίσος μιας θεάς.
- Πεθάνεις, είπε η θεά κι υπήρχε μια θανάσιμη σιγουριά στον τόνο της φωνής της.
Ο Σάμαελ δεν είπε τίποτα, απλά συνέχισε να χαμογελάει. Η Μαρίνα προσπάθησε να του φωνάξει να μην είναι ηλίθιος, να ικετεύσει για τη ζωή του. Δεν ήθελε να τον χάσει, δεν άντεχε να τον χάσει.
Η Βασίλισσα, φανερά εξοργισμένη από την απάθειά του και την άρνησή του να γονατίσει μπροστά της, έκανε μια ρευστή κίνηση με το χέρι της. Το έδαφος αναταρράχτηκε σαν να γινόταν σεισμός και χώμα σηκώθηκε στον αέρα δημιουργώντας ένα σύννεφο που κάλυπτε τα πάντα. Όταν η σκόνη καταλάγιασε, με τρόμο αντίκρισε τον γιγάντιο, ξύλινο σταυρό που είχε υψωθεί μπροστά τους.
Έριξε ένα χαιρέκακο βλέμμα στον Σάμαελ καθώς με τη δύναμη της θέλησής της και μόνο τον ανύψωνε. Αυτός δεν είχε χάσει ούτε για μια στιγμή το γαλήνιο χαμόγελό του. Καθώς τον τοποθετούσε στη θέση του στο σταυρό, πελώρια καρφιά εμφανίστηκαν από το πουθενά και τον κάρφωσαν εκεί.
- Ελεύθερη...βούληση...βλακείες..., είπε η θεά και με μιας, οι αιχμάλωτοι άγγελοι ένιωσαν τα χέρια τους να ανασηκώνουν τα τόξα τους σαν να είχαν δική τους θέληση.
Κάποιοι προσπάθησαν να αντισταθούν. Όμως κανείς τους δεν κατάφερε να αποφύγει το αναπόφευκτο. Μια εικοσάδα αγγελικά τόξα στόχευαν τον ήδη βαριά τραυματισμένο Σάμαελ. Το χαμόγελό του χάθηκε καθώς αντίκρισε αυτό το θέαμα και μια έκφραση πόνου χάραξε το πανέμορφο πρόσωπό του, λες και κάποιος τον είχε μαστιγώσει. Ήταν παράξενο. Όσα κι αν του είχαν κάνει οι δαίμονες και η Βασίλισσά του, δεν είχε χάσει το χαμόγελό του και μόλις είδε τα αδέρφια του να στερούνται τη βούλησή τους έμοιαζε να υποφέρει. Η Μαρίνα ένιωσε την καρδιά της να ουρλιάζει από απόγνωση μέσα στο σώμα της.
Απέστρεψε το βλέμμα καθώς βέλη από καθαρή ενέργεια χτυπούσαν το σώμα του έκπτωτου αγγέλου που της είχε χαρίσει την καρδιά του. Όταν γύρισε να κοιτάξει ξανά, το σώμα του έμοιαζε μισοκαμένο κι αίμα κυλούσε από τα χείλη του. Κι όμως, ακόμη κι έτσι, η ομορφιά του ήταν σπαραχτική. Τον είδε να κοιτάζει ψηλά, τον κόκκινο ουρανό που έμοιαζε να κουβαλάει εντός τους όλο το αίμα και τη στάχτη της μάχης.
Ένα ειρωνικό γέλιο του ξέφυγε καθώς συνειδητοποιούσε πώς η Βασίλισσα διακωμωδούσε μ’αυτό το σκηνικό το θεό του. Και τότε, έκανε το πιο απρόσμενο πράγμα. Συμμετείχε κι αυτός στο παιχνίδι του χάους.
- Eli, Eli, lama sabacthani, τον άκουσε να λέει απευθυνόμενος στον ουρανό.
Κι έπειτα τα μάτια του έκλεισαν κι η Μαρίνα άκουσε μια φωνή να ουρλιάζει, καλύπτοντας το πεδίο της μάχης. Στράφηκε κι είδε για πρώτη φορά μια μοναχική φιγούρα ανάμεσα στα πτώματα. Ήταν μια γυναίκα ντυμένη με πορφυρό φόρεμα και καλυμμένη με τατουάζ στο χρώμα του αίματος. Τα μάτια της ήταν κρυμμένα από μια λεπτή λωρίδη από μαύρο τούλι, όμως τα αιμάτινα δάκρυα που κυλούσαν απ’αυτά ήταν αδύνατο να κρυφτούν.

Η φωνή της υψώθηκε σε τόσο αφύσικους τόνους που τα τζάμια του σπιτιού άρχισαν να τρέμουν. Το στομάχι της συσπάστηκε επώδυνα κι αναγκάστηκε να βάλει όλη τη δύναμη της θέλησής της για να κρατήσει κάτω το αίμα που ανέβηκε στα χείλη της. Ήταν μόνο όταν ένιωσε το γνώριμο, απαλό άγγιγμα στα τατουάζ της που άρχισε να ηρεμεί και να συνέρχεται από τη φρίκη.
Λεπτά χέρια την τύλιξαν καθώς ο Πρίγκηπας της Κόλασης την τράβαγε μέσα στα φτερά του. Της χάιδεψε τα μαλλιά με απέραντη τρυφερότητα. Όμως η Μαρίνα τον έσπρωξε πέρα. Ήταν παράξενο πώς μετά από τόσες ώρες με τους άλλους έκπτωτους είχε αρχίσει κι αυτή ενδόμυχα να τον σκέφτεται ως αρσενικό παρόλο που ήξερε από πρώτο χέρι ότι δεν ήταν.
- Μάντισσα;
Η φωνή του εισχώρησε στις φλέβες της και το ταραγμένο της μυαλό σαν ηρεμιστικό βότανο. Ένας λυγμός της ξέφυγε καθώς τον έβλεπε εκεί, τόσο όμορφο, τόσο αθώο και τόσο, μα τόσο πεπεισμένο ότι θα επιβίωνε απ’αυτόν τον πόλεμο. Πώς μπορούσε να του πει εκείνη ότι είχε υπολογίσει λάθος; Ότι θα τον σκότωναν τα ίδια του τα αδέρφια, στραμμένα εναντίον του; Και πώς θα άντεχε να κοιμάται μαζί όταν το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν το καμένο, βασανισμένο κορμί του;
- Δεν χρειάζεται να μου πεις, αν δεν θέλεις, της είπε απαλά προσπαθώντας να την πάρει πάλι αγκαλιά. Απλά άσε με να σε κρατήσω μέχρι να ησυχάσεις.
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. Κι όμως. Χρειαζόταν να του πει. Όσο κι αν δεν το ήθελε, χρειαζόταν.
- Είδα...το τέλος. Έκ...έκανες λάθος, Σαμ...Πεθαίνεις.
Είδε το σοκ, το φόβο και τη θλίψη να περνάνε διαδοχικά από τα σμαραγδένια μάτια και για μια στιγμή της φάνηκε πως το φως τους έσβησε απότομα. Κι έπειτα χέρια και φτερά τυλίχτηκαν πάλι γύρω της και η ανάσα του Πρίγκηπα χάιδεψε το λαιμό της.
- Αν είναι να πεθάνω έχοντας νιώσει την αγάπη...τότε το τίμημα είναι πολύ μικρό, καρδιά μου.