? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

37. Αιώνια μονάχη.

«Η Τίαματ δημιούργησε τους έντεκα, έτσι ώστε να μη δείχνουν κανένα έλεος στα φονικά τους όπλα, διότι ο νόμος της ήταν οριστικός και αμετάκλητος»
(enuma elish)


Πάνω σε κάποιο από τα ελληνικά βουνά και μέσα σε ένα μεγάλο ξέφωτο μιας δασωμένης πλαγιάς, ο στρατηγός Ασμοδαίος, παρέα με το τάγμα του, κατσάδιαζε τις αμαζόνες για μια λάθος απόφασή που πήρανε: την απόφασή τους να επιτεθούν στις μαινάδες, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είναι αδελφωμένες μαζί τους στις μάχες που δίνανε.

«Σκοπός μας είναι να υπηρετήσουμε τη βασίλισσά μας σε αυτόν τον πόλεμο και όχι να πλακωνόμαστε μεταξύ μας. Όταν με το καλό επιστρέψουμε πίσω στην κόλαση, τότε μόνο θα έχετε το δικαίωμα να ξεμαλλιαστείτε με τις μαινάδες».

«Έχεις δίκιο στρατηγέ μου», του απάντησε η επικεφαλής των αμαζόνων που ονομάζονταν Σάνυα. «Ήταν λάθος μας να ενεργήσουμε τόσο εγωιστικά».

«Απαιτώ να ζητήσεις συγνώμη από την Ντρεθ που ηγείται των μαινάδων», είπε ο στρατηγός. «Μόνο τότε θα δεχτώ ότι μιλάς με ειλικρίνεια. Μέχρι τότε όμως…»

Το απότομο θρόισμα των δέντρων διέκοψε τα λόγια του. Πελώρια βήματα άρχισαν να ηχούν και να τραντάζουν το έδαφος. Τα δυο τάγματα, στράφηκαν με μιας προς τη πλευρά όπου τα δέντρα ακούγονταν να ξεριζώνονται καθώς μία πελώρια σκιά άρχισε να διαγράφεται μέσα στις συστάδες που σχημάτιζαν.

Ο πελώριος δράκος με τα εφτά κεφάλια πρόβαλε μπροστά τους εντελώς αναπάντεχα. Κάποια από τα κεφάλια αυτά βρυχούνταν ενώ άλλα τους κοίταζαν επιβλητικά, παγώνοντάς τους το αίμα. Τα στόματα τους ξερνούσανε φλόγες.

Χωρίς να προλάβει καν ο Ασμοδαίος να δώσει εντολή, βρέθηκε να τρέχει πανικόβλητος δίπλα στους πολεμιστές του και στις αμαζόνες. Αυτό που αντίκρισαν όλοι τους, δεν ήταν καθόλου αναμενόμενο. Ήταν ένας από τους έντεκα, τα δημιουργήματα της βασίλισσας τους, που τα έπλασε με την ουσία της τον καιρό που ζούσε μονάχη στην κόλαση και πενθούσε τον θάνατο του Αμπζού. Οι έντεκα ήταν οι πρώτοι της ακόλουθοι. Τα πρώτα της παιχνίδια, με τα οποία διασκέδαζε πολύ πριν ο θεός της τάξης εξορίσει τους δαίμονες στο βασίλειό της. Ήταν τα πιο ισχυρά και ανεξέλεγκτα πλάσματα που κατοίκησαν ποτέ στην κόλαση. Όταν η βασίλισσα πέθανε από τα χέρια των ακολούθων της, οι έντεκα έσβησαν μαζί της, σαν να μην υπήρξαν ποτέ.

Τα τάγματα είχαν πια σκορπίσει μέσα στον πανικό τους και ο Ασμοδαίος βρέθηκε να τρέχει μόνος, ευχόμενος ο δράκος με τα εφτά κεφάλια να μην τον προλάβει. Ποτέ δε δείλιαζε μπροστά σε κάποιον αντίπαλο. Όταν ο αντίπαλος όμως ήταν ένας από τους έντεκα, δε γινότανε να κάνει διαφορετικά.

Έστριψε πίσω από έναν βράχο που είχε το διπλάσιο ύψος από αυτόν και αμέσως κόλλησε τη πλάτη του πάνω του για να ξελαχανιάσει. Μπροστά του έσκαγε ένας πελώριος καταρράκτης και το ποτάμι που ξεκίναγε από αυτόν ήταν ότι χρειαζότανε για να κορέσει τη δίψα του. Πέρασε λίγα δευτερόλεπτα ηρεμίας ακουμπισμένος εκεί. Όταν όμως ύψωσε το βλέμμα του προς τον καταρράχτη, ο πανικός τον κυρίευσε ξανά. Στην απέναντι όχθη σέρνονταν ένα θεόρατο και επικίνδυνο πλάσμα. Ένα πλάσμα εξίσου θανάσιμο με τον δράκο που τους καταδίωκε. Ήταν το κερασφόρο φίδι, άλλο ένα τέρας των έντεκα.

Πριν προλάβει το πελώριο ερπετό να στραφεί προς αυτόν και να τον εντοπίσει, ο Ασμοδαίος εγκατέλειψε τον βράχο και έκανε να τρέξει και πάλι. Ο ισχυρός όγκος του σώματός του όμως συγκρούστηκε σφοδρά με τη Σάνυα, που έτρεχε προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτόν. Η Σάνυα προσγειώθηκε άτσαλα πάνω σε κάτι βάτα, αφήνοντας να της ξεφύγει μια κραυγή πόνου.

«Είσαι καλά;», τη ρώτησε ανήσυχος.

Η Σάνυα δεν απάντησε. Προσπάθησε να σηκωθεί με το πάσο της.

«Πάμε», της είπε βιαστικά τραβώντας την από το χέρι. «Εκεί πίσω βρίσκεται το κερασφόρο φίδι».

Μόλις συνειδητοποίησε αυτό που της είπε, βρέθηκε να τρέχει και αυτή ξανά, αυτή τη φορά στο πλευρό του.

«Τι συνέβη στρατηγέ μου;» τον ρώτησε λαχανιασμένα. «Γιατί οι έντεκα ζωντάνευσαν; Μόνο η θεά μας μπορεί να τους επαναφέρει στη ζωή. Είναι κομμάτια του εαυτού της».

Ο Ασμοδαίος στράφηκε προς αυτή, χωρίς να μειώσει την ταχύτητά του. «Θυμάσαι όταν σου αναθέσαμε αποστολή να πας στη κατοικία ενός θνητού που ονομάζονταν Μιχάλης Λαδόπουλος;»

«Ναι», απάντησε η Σάνυα. «Είχα πάει να πάρω τα φυτά της Άσταροθ που υποτίθεται ότι βρίσκονταν εκεί, αλλά τελικά δε τα βρήκα πουθενά».

Ο Ασμοδαίος συνειδητοποίησε ότι είχαν απομακρυνθεί αρκετά και της έκανε νόημα να σταματήσουν να τρέχουν.

«Δε τα βρήκες, γιατί κάποιος άλλος τα είχε πάρει πριν από σένα», της είπε. «Τα φυτά αυτά μοιράζονταν την ίδια ουσία με τη βασίλισσα. Επομένως αυτός που τα πήρε, φαίνεται πως ήταν αρκετά ικανός για να τα πολλαπλασιάσει σαν Σράνκεν και να ξυπνήσει τους έντεκα μέσα από αυτά».

«Δηλαδή η βασίλισσα δε γνωρίζει ότι έχουν ξαναζωντανέψει;»

«Δε νομίζω», απάντησε ο Ασμοδαίος σκεφτικός. «Πρέπει να την ενημερώσουμε».

***

«Υπήρξαν κατά καιρούς πολλοί στη κόλαση που τόλμησαν να παίξουνε ρώσικη ρουλέτα με το κορμί μου. Πίστεψαν ότι με το να τους επιτρέψω να το αξιοποιήσουν για να ικανοποιήσουν τα πιο ποταπά τους ένστικτα, τους έκανα μεγάλη τιμή. Οι περισσότεροι από αυτούς οδηγήθηκαν στην τρέλα καθώς με έπαιρναν με λύσσα, ενώ υπήρξαν και μερικοί που λαμπάδιασαν κυριολεκτικά πάνω στη συνεύρεση τους μαζί μου και πλέον είναι νεκροί. Αυτές οι παρενέργειες που εμφανίζουν τα θύματά μου, οφείλονται σε κάποια ορμόνη που εκκρίνω στο εσωτερικό του κόλπου. Λίγοι είναι αυτοί όμως που γνωρίζουν ότι την εκκρίνω κατά βούληση, έτσι ώστε να εξουδετερώνω εσκεμμένα όποιον τολμά να παραστήσει τον εραστή μου».

Ο Λαέρτης έμεινε με τα μάτια ορθάνοιχτα ακούγοντας τα λόγια της αυτά. Έριξε μια ματιά στο φως που εισέβαλε αχνά μέσα από το μοναδικό παράθυρο της τραπεζαρίας και έπειτα κοίταξε και πάλι τη δαιμονική Λούσι, χωρίς να του έχει φύγει καθόλου η έκπληξη.

«Γιατί μου τα λες αυτά;», τη ρώτησε.

«Νομίζω πως πρέπει να τα γνωρίζεις», του είπε χαμογελώντας του πονηρά. «Σε βλέπω που δε μπορείς να κρατήσεις τα χέρια σου μερικές φορές μακριά από το σώμα μου και αυτό είναι λογικό, καθώς ακόμη και χωρίς να χρησιμοποιήσω την αποπλάνηση, αυτό λειτουργεί σαν μαγνήτης για όσους ενδιαφέρονται για μένα όπως εσύ». Το βλέμμα της έγινε λοξό. «Δεν νομίζω ότι πέφτω έξω σε αυτό που σου λέω, έτσι;»

«Και γιατί έχεις κάνει τόσο κακό στους εραστές σου;», ρώτησε ο Λαέρτης παραμένοντας ακόμη σαστισμένος απ’ όσα άκουσε.

Η Λούσι σοβάρεψε. «Δεν είμαι μια πολεμίστρια που πολεμάει με το σπαθί, Λαέρτη. Στις αποστολές που έχω αναλάβει κατά καιρούς στη κόλαση, χρησιμοποιώ την τέχνη του έρωτα και τη τηλεκίνηση ως τα μόνα όπλα που διαθέτω». Ξεφύσησε και χαμήλωσε το βλέμμα της κάτω από το μαύρο της βέλο. «Όσοι πέθαναν ή τρελάθηκαν από το σώμα μου, τους άξιζε. Το έκανα για τη βασίλισσά μου και για να φέρω εις πέρας τα όσα μου ανέθετε. Έτσι κι αλλιώς εδώ και πολλούς αιώνες, δε μπορώ πλέον να αποκομίσω ηδονή από τον έρωτα».

Ο Λαέρτης ένιωσε τη θλίψη που κρύβονταν κάτω από τα ψυχρά της λόγια. Άπλωσε το χέρι του στον ώμο της, ακόμη και αν γνώριζε ότι δύσκολα θα μπορούσε να το ξεκολλήσει από πάνω της. Θέλησε να την παρηγορήσει λέγοντάς της κάτι το τρυφερό.

Δεν πρόλαβε όμως. Οι τοίχοι δονήθηκαν απότομα. Ολόκληρη η τραπεζαρία συγκλονίστηκε από ένα στιγμιαίο, αλλά βίαιο σεισμό.

«Τι έπαθες;», την ρώτησε.

«Δε το έκανα εγώ», του απάντησε.

Άλλη μια βίαιη δόνηση τάραξε τον χώρο, ενώ ένας ήχος σπασίματος ακούστηκε έξω από την τραπεζαρία.

«Έρχεται από το σαλόνι», διαπίστωσε η Λούσι.

«Κάτι συμβαίνει στο σαλόνι», φώναξε έκπληκτος ο Λαέρτης και σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα του.

Το ίδιο απότομα σηκώθηκε και η Λούσι. Κατευθύνθηκαν και οι δύο προς την πόρτα, ανίδεοι για τα όσα επρόκειτο να αντικρίσουν.

***

Έτρεχε κυριευμένος από τον πανικό. Έτρεχε όσο δεν είχε τρέξει ποτέ στη ζωή του. Τα πόδια του είχαν στη κυριολεξία πάρει φωτιά. Άνοιξε την πόρτα από το μικρό Hundai και χίμηξε μέσα του σαν αφηνιασμένος. Τα κλειδιά σπαρταρούσαν στα ταραγμένα χέρια του και δε μπόρεσε εύκολα να εντοπίσει αυτό της μηχανής.

«Πρέπει να φύγω…», κλαψούριζε συνέχεια. «Πρέπει να φύγω…».

Βρήκε το κλειδί και έβαλε μπροστά αστραπιαία. Το αυτοκίνητο ξεκίνησε απότομα, σηκώνοντας ένα σύννεφο σκόνη πίσω του. Ο Μιχάλης σανίδωνε το γκάζι και ένιωθε τη καρδιά του να παλεύει να εκτοξευτεί έξω από το στήθος του.

«Πρέπει να φύγω…»

Ο χωματόδρομος τσούλαγε με υπερβολικά μεγάλη ταχύτητα κάτω από τις ρόδες και πολύ γρήγορα έδωσε τη θέση του στην άσφαλτο. Ο ιδρώτας της αγωνίας έλουζε το πρόσωπό του. Είχε πιάσει τα 200 και η μηχανή άρχισε να μουγκρίζει. Το στομάχι του σφίγγονταν. Είχε βγει εκτός εαυτού.

«Που πας, Μιχάλη;», ακούστηκε μια λεπτή φωνή πίσω του.

Ο Μιχάλης ύψωσε το βλέμμα του στο καθρέφτη και πάγωσε από το θέαμα που αντίκρισε εντός του.

Η φιγούρα της Μαίρης πρόβαλε στο πίσω κάθισμα, λουσμένη στο ίδιο της το αίμα και σακατεμένη από τις θανάσιμες δαγκωματιές του Σράνκεν. Τα κόκκινα ρυάκια που ξεκινούσαν από το κεφάλι της, βυθίζονταν μέσα στα καστανά της μάτια, έβαφαν τα μάγουλά της κι έσταζαν παντού, ενώ νέα ρυάκια ανέβλυζαν μέσα από το στόμα της.

Ο Μιχάλης γύρισε απότομα. Το πίσω κάθισμα ήταν άδειο.

Είχε πιάσει τα 210.

Έστρεψε πάλι το κεφάλι του μπροστά. Η μακάβρια εικόνα της Μαίρης βρίσκονταν και πάλι στον καθρέφτη. Ο Μιχάλης τραντάχτηκε στο κάθισμά του από τον τρόμο που ένιωσε.

«Για πού το έβαλες;», τον ρώτησε αυτή καθώς άρχισε να ουρλιάζει.

***

Ο Λαέρτης μπήκε φουριόζος στο σαλόνι και το πρώτο πράγμα που αντίκρισε ήταν την Πολύμνια κείτεται στο πάτωμα φορώντας μονάχα ένα μεταξένιο μπουρνούζι. Τα λευκόχρυσα δάκρυά της γυάλιζαν στο πρόσωπό της, καθώς διαγράφονταν σε αυτό μια έκφραση πόνου.

Η θεά με το εφηβικό σώμα, στέκονταν μπροστά της, κοιτάζοντάς την με ένα οργισμένο βλέμμα.

Η Λούσι μπήκε και αυτή μες το δωμάτιο τρέχοντας.

«Σε παρακαλώ βασίλισσά μου», φώναξε ικετευτικά η πυρόξανθη δαιμόνισσα. «Δε θα αντέξω άλλο χτύπημα».

«Ηλίθια!», φώναξε η Τίαματ και αστραπιαία το κορμί της Πολύμνιας εκτοξεύτηκε πάνω στον τοίχο και χτύπησε δυνατά πάνω του, αντηχώντας σε όλο το χώρο. Έπειτα έπεσε πάνω στο καναπέ, σακατεμένη.

«Ηλίθια!», τη ξαναφώναξε η Τίαματ, καθώς την ώθησε με τη δύναμη του βλέματός της πάνω στη τζαμαρία του σύνθετου σπάζοντάς την. Μετά στο ταβάνι. Μετά πάνω σε ένα μικρό γυάλινο τραπέζι, συνθλίβοντάς το εντελώς.

«Βασίλισσά μου», είπε η Λούσι και έβαλε το χέρι της στον ώμο της οργισμένης θεάς, μήπως και σταματήσει κάπως το μαρτύριο της Πολύμνιας.

«Άσε με!», της φώναξε η Τίαματ.

Η Πολύμνια κολύμπαγε μέσα στα θρύψαλα του διαλυμένου τραπεζιού καταματωμένη και ξέσπασε σε ένα κλάμα που εκδήλωνε παράλληλα και τον δυσβάσταχτο πόνο που αισθάνονταν από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που δέχτηκε. «Συγχώρεσε με, βασίλισσά μου», έσκουξε ικετευτικά. «Συγχώρεσε με, θεά μου».

«Όχι!», ούρλιαξε με πείσμα η Τίαματ. Το σώμα τη Πολύμνιας άρχισε να υψώνεται και έπειτα να σκάει σαν καρπούζι στο πάτωμα. Πάνω στα κοφτερά εκείνα θρύψαλα. Μια φορά. Δυο φορές.

Ο Λαέρτης πονούσε και μόνο που αντίκριζε το θέαμα αυτό. «Βασίλισσα…», κατόρθωσε να ψελλίσει, αλλά δε του έβγαινε παραπάνω φωνή.

Το σώμα της Πολύμνιας εκτοξεύτηκε στον καναπέ και το κεφάλι της χτύπησε τόσο δυνατά στον τοίχο, που άμα ήταν θνητή θα της έσπαζε σαν να ήταν τσόφλι.

Προσγειώθηκε και πάλι στο πάτωμα, στημένη στα τέσσερα σαν σκυλί.

«Μη τη σκοτώσεις, βασίλισσά μου», παρακάλεσε η Λούσι ψυχρά.

Η Πολύμνια άρχισε να σέρνεται αδύναμα προς την Τίαματ. Το αίμα της άφηνε ένα μακάβριο αυλάκι στο πάτωμα από το σούρσιμό της. Η θεά την κοιτούσε με άσβεστο θυμό και δίχως ίχνος συγκίνησης καθώς την πλησίαζε. Όταν τελικά η Πολύμνια την έφτασε, ύψωσε το φόρεμα της θεάς, αποκαλύπτοντας τα μικρά της πόδια. Έπειτα τα αγκάλιασε και άρχισε να τα φιλάει εκδηλώνοντας ικεσία.

«Αμάρτησα», παραδέχτηκε ξεψυχισμένα. «Έσφαλα».

Ο Λαέρτης κοίταζε τη σκηνή με ανοιχτό το στόμα. «Μα τι συνέβη;», αναρωτήθηκε φωναχτά.

***

Ο Σάμαελ, το άστρο της αυγής, έφτασε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στην άκρη της απότομης πλαγιάς, όπου το πρωτοπαλίκαρό του ο Τύραελ κρύβονταν καθισμένος πίσω από ένα θάμνο.

«Αρχηγέ μου, αυτό πρέπει να το δεις», του είπε ο γενναίος πολεμιστής του.

Εκκωφαντικά τραντάγματα και σπασίματα ακούγονταν στην κοιλάδα που απλώνονταν μπροστά από την πλαγιά.

Ο Σαμ έσκυψε γεμάτος προσμονή και αγωνία γι’ αυτό που θα αντίκριζε. Κρύφτηκε κι αυτός πίσω από τον θάμνο δίπλα στον Τύραελ και παραμέρισε το φύλλωμα του για να δει τι ήταν αυτό που τάραζε τόσο την κοιλάδα εκείνη.

Εκεί χαμηλά και σε αρκετή απόσταση από αυτούς, ορθώνονταν τρεις πελώριοι όγκοι. Τρία γιγάντια τέρατα που γκρέμιζαν ότι έβρισκαν στο διάβα τους εκδηλώνοντας την πανίσχυρη μανία που τους κυρίευε.

Το ένα ήταν τριχωτό και έμοιαζε με ένα πελώριο λιοντάρι, μόνο που στέκονταν στα δύο πόδια. Το άλλο είχε κεφάλι που προσέγγιζε αρκετά αυτό του ταύρου. Το τρίτο ήταν ένας πελώριος σκορπιός. Στο σημείο που τα αραχνόμορφα πόδια του τέλειωναν, ξεκίναγε ένα ανθρωπόμορφο σώμα, που κατέληγε σε ένα αποκρουστικό πρόσωπο.

«Ξαναζούνε», διαπίστωσε ο Σαμ με δέος. «Καλά που δεν πέρασαν μέσα από το στρατόπεδό μας». Έπειτα κοίταξε τον πολεμιστή του στα μάτια. «Αυτό που μόλις ξεκίνησε, πρόκειται θέσει τον κόσμο αυτό σε θανάσιμο κίνδυνο».

«Ποιος το έκανε;», ρώτησε ο Τύραελ γεμάτος απορία. «Ποιος τους έφερε πίσω; Δε μπορεί να το έκανε η βασίλισσα, αφού βρίσκεται μακριά από εδώ».

«Πράγματι, δεν το έκανε η βασίλισσα. Ξέρω πολύ καλά ποιοί το έκαναν και είμαι σίγουρος ότι δεν είναι πια ζωντανοι για να παρακολουθήσουν τις συνέπειες της πράξης τους», δήλωσε ο Σάμ.

«Θα τους ακολουθήσω, Πρίγκηπα», δήλωσε γενναία ο Τύραελ. «Είναι πιθανό ότι θα συναντήσουν αρκετές πόλεις στο διάβα τους και πρέπει να προλάβω να προειδοποιήσω τους κατοίκους τους να τις εκκενώσουν, πριν να είναι αργά γι’ αυτούς».

Ο Σαμ, έβαλε το χέρι του στον ώμο του Τύραελ. «Εφόσον επιθυμείς να το κάνεις, φρόντισε σε παρακαλώ να μη πλησιάσεις πολύ κοντά τους. Φυλάξου όσο μπορείς. Γνωρίζεις πολύ καλά το πόσο επικίνδυνοι είναι οι έντεκα».

«Θα προσέξω, αρχηγέ μου», είπε ο Τύραελ. «Σου δίνω το λόγο μου. Μην ανησυχείτε για μένα».

Λέγοντάς τα αυτά, ο Τύραελ άπλωσε τις φτερούγες του και υψώθηκε στον ουρανό. Ο Πρίγκηπας, τον χαιρέτησε από χαμηλά και αυτός ανταπέδωσε τον χαιρετισμό του.

***

«Πάλι τον εαυτούλη σου σκέφτεσαι Μιχάλη», έλεγε η κατακρεουργημένη μορφή της Μαίρης στον καθρέφτη. «Το βάζεις στα πόδια σαν να είσαι γυναικούλα. Εγκαταλείπεις την Τίαματ, ξέροντας ότι αυτό μπορεί να αποβεί μοιραίο για τον κόσμο».

«Σκάσε», φώναξε ο Μιχάλης. «Δεν υπάρχεις! Είσαι νεκρή».

«Είμαι νεκρή γιατί με σκότωσες, όπως σκοτώνεις τώρα τους πάντες με τη δειλία σου».

«Σταμάτα! Φύγε από δω! Δεν υπάρχεις!»

«Είσαι ένα κάθαρμα, Μιχάλη. Μία πανίσχυρη θεά σε επέλεξε να βρίσκεσαι στο πλευρό της και εσύ την πρόδωσες δίχως να τη σεβαστείς καθόλου. Αλλά εδώ που τα λέμε, σάμπως πότε υπήρξε κάτι που να σεβάστηκες; Είσαι ένας δολοφόνος και αυτό δεν αλλάζει με τίποτα. Θέλησες να το παίξεις θεός και δε δίστασες να αφαιρέσεις τη ζωή μου στο βωμό της επιστήμης».

«Κόφτο», έσκουξε ο Μιχάλης.

Είχε πιάσει τα 220.

***

«Εγώ έφταιγα, θεά μου», κλαψούριξε η Πολύμνια. «Εγώ του δόθηκα, ως αμοιβή για μια χάρη μου έκανε και που σήμαινε τα πάντα για μένα. Ο θάνατος από το χέρι σου μου αξίζει. Δεν έχω καμία δικαιολογία, παρά μόνο ότι προσπάθησα να διασώσω την ιστορία. Είμαι μία προδότρια».

Η θεά Τίαματ, την κοίταξε για λίγο σιωπηλή καθώς έκλαιγε. Έπειτα, πέρασε ανάμεσα από τον Λαέρτη και τη Λούσι που στέκονταν ανήμποροι να αντιδράσουν στα όσα λάμβαναν χώρα ενώπιο τους. Κατευθύνθηκε προς τη μικρή αποθήκη που επικοινωνούσε με το σαλόνι και άνοιξε την πόρτα της. Έπειτα, επέστρεψε μπροστά στη Πολύμνια, κρατώντας στα χέρια της τα δύο ξύλινα κιβώτια που περιείχαν τους παπύρους της.

Ένας κρύος ιδρώτας άρχισε να λούζει τον Λαέρτη καθώς ήξερε ότι ένα από τα κιβώτια εκείνα, περιείχε συγγράμματα των εκπτώτων.

Η Τίαματ, τα βρόντηξε βίαια μπροστά στη γεμάτη μώλωπες και πληγές ακόλουθό της.

«Ήξερα, ηλίθια!», της φώναξε. «Ήξερα!»

Τα μάτια της Πολύμνιας γούρλωσαν για λίγο στο άκουσμα αυτής της δήλωσης. Έπειτα ξέσπασε ξανά σε κλάματα.

Ο Λαέρτης σάστισε. Η Τίαματ γνώριζε από την αρχή ότι η χρονικογράφος της συνεργάζονταν με τους έκπτωτους, ωστόσο όχι μόνο δεν είπε τίποτα, αλλά ούτε και θέλησε να διαβάσει τα αντίπαλα συγγράμματα για να ενημερωθεί σχετικά με τις κινήσεις των εχθρών της. Ίσως, σκέφτηκε, αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι ήταν θεά και χάρασσε τις στρατηγικές του πολέμου της με κριτήρια τα οποία ήταν ακατάληπτα από τους ακολούθους της.

Η Πολύμνια σταμάτησε το κλάμα της και ύψωσε το βλέμμα της προς τη βασίλισσά της.

«Τώρα είμαι έτοιμη να δεχτώ την ιερή σου τιμωρία», είπε. «Είμαι έτοιμη να πεθάνω για τα όσα διέπραξα».

***

Τα πράσινα πλοκάμια και οι φριχτές γλώσσες που έκαναν την εμφάνισή τους περιβάλλοντας τους τοίχους, άρπαζαν τα θύματά τους μέσα από το αλλόφρων κοπάδι των ανθρώπων και τους τράβαγαν αστραπιαία προς τα πίσω. Ο Πολυπλόκαμος, εμφανίστηκε αποκρουστικός πίσω από τις γωνίες, γκρεμίζοντας τα πάντα στο πέρασμά του. Η κατάρρευση του εμπορικού κέντρου από τη μανία του, ήταν πλέον ζήτημα λεπτών. Οι άνθρωποι στριμώχνονταν και τσαλαπατιόντουσαν στην προσπάθεια να αποφύγουν τα φολιδωτά του πλοκάμια και τις μαύρες μακρουλές του γλώσσες. Στην προσπάθειά τους να του ξεφύγουν, τραυμάτιζαν και σκότωναν ο ένας τον άλλον.

Ο Κώστας και η Δήμητρα –μαθητές λυκείου και οι δύο- πίστεψαν για λίγο ότι στάθηκαν τυχεροί, καθώς κατάφεραν να βγουν έξω στον δρόμο έχοντας δεχτεί μόνο λίγες αγκωνιές από το αφηνιασμένο πλήθος. Όμως έμειναν έκθαμβοι καθώς αντίκρισαν τα πάντα να γκρεμίζονται μπροστά στα μάτια τους. Ένα πελώριο σκουλήκι σάρωνε τις πολυκατοικίες του διπλανού τετραγώνου, προκαλώντας μία θανάσιμη βροχή από μπάζα, σκόνες και θάνατο. Όλες οι οικοδομές κατέρρεαν μπροστά στον Μέγα Σκώληκα, δημιουργώντας ένα σκηνικό βγαλμένο από την Αποκάλυψη.

Ο Κώστας, η Δήμητρα και δεκάδες κόσμου ήταν πλέον ανυπεράσπιστοι. Από τη μια ο πελώριος σκώληκας και από την άλλη, τα πλοκάμια και οι γλώσσες που ξεχύνονταν θανάσιμα, αρπάζοντας τα θύματά τους.

«Δήμητρα…», της είπε ο Κώστας κοιτάζοντάς την στα μάτια. «χάρηκα πολύ που σε γνώρισα».

***

«Αν δεν το έσκαγα από τη βίλλα, θα με σκότωνε», κλαψούριξε ο Μιχάλης καθώς έπαιρνε μια στροφή που παραλίγο να τον πετάξει στη χαράδρα με την ταχύτητα που είχε αναπτύξει.

«Ενώ τώρα που τρέχεις μακριά της, πιστεύεις ότι θα ζήσεις;», ρώτησε η Μαίρη χαμογελώντας ειρωνικά, ενώ ένα νέο ρυάκι αίματος ξεχείλιζε μέσα από το στόμα της.

«Δεν μπορείς να με πείσεις ότι είσαι αληθινή», είπε ο Μιχάλης ταραγμένος «Είσαι στη φαντασία μου! Φύγε λοιπόν! Δε μπορείς να με βλάψεις με τίποτα».

«Δε πρόκειται να σε βλάψω εγώ, Μιχάλη», δήλωσε το φάντασμα της Μαίρης.

«Άρα, τι μπορεί να με βλάψει;», ρώτησε ο Μιχάλης.

«Αυτό», απάντησε η Μαίρη.

Ένας εκκωφαντικός θόρυβος ακούστηκε και τα θρύψαλα του παρμπρίζ εκτοξεύτηκαν βίαια σε όλο το εσωτερικό του αυτοκινήτου. Ο Μιχάλης πάτησε το φρένο αντανακλαστικά και οι ρόδες άρχισαν αμέσως να τσιρίζουν στην άσφαλτο. Η ταχύτητα που είχε αναπτύξει όμως, δεν ήταν ικανή να ακινητοποιήσει το όχημα. Ένα χέρι με σιδερένιο γάντι πρόβαλε απότομα από μπροστά και τράβηξε τον Μιχάλη προς τα έξω λες και ήταν ελαφρύς σαν πούπουλο.

Την αμέσως επόμενη στιγμή, ο Μιχάλης βρέθηκε στον αέρα και είδε το αυτοκίνητό να συνεχίζει μόνο του την ανεξέλεγκτη πορεία του. ένιωσε σαν να αιωρούνταν, ενώ κάτι τον ύψωνε ψηλά έχοντάς τον γραπωμένο από το πίσω μέρος της μπλούζας του.

Ύψωσε το βλέμμα του και αντίκρισε την επιβλητική μορφή του Ανάναελ με τα φτερά του να ανεμίζουν αγέρωχα και το ξίφος του να βρίσκεται σε ετοιμότητα. Έπειτα είδε τους άλλους δύο έκπτωτους που ίπταντο και αυτοί μαζί τους. Έκλεισε τα μάτια του και ευχήθηκε να ζούσε ένα κακό όνειρο, από το οποίο κάποια στιγμή θα ξυπνούσε και η ζωή του θα βρίσκονταν πλέον στη σπλαχνική αγκαλιά της πραγματικότητας.

Δεν ήταν όνειρο όμως. Άκουσε τη φωνή του Ανάναελ να διαψεύδει αυτή την εκδοχή ηχώντας στα αφτιά του.

«Μόλις διέπραξες το μεγαλύτερο λάθος της ζωής σου. Ένα λάθος, που θα αποβεί μοιραίο για σένα».

***

«Φύγε», πρόσταξε η Τίαματ την Πολύμνια δείχνοντάς της την πόρτα.

Τα δακρυσμένα μάτια της δαιμόνισσας, την κοίταξαν με απορία. «Δηλαδή βασίλισσά μου.. θες να πεις ότι… δε θα με σκοτώσεις;».

«Όχι», είπε η Τίαματ κοφτά. «Αγαπάς».

«Αυτός που αγαπώ βασίλισσά μου δεν είναι ο Μιχάλης».

«Ξέρω. Φύγε είπα!».

Γονατισμένη καθώς ήταν η Πολύμνια, έσφιξε δυνατά στην αγκαλιά της τη μικρόσωμη Τίαματ. «Σε ευχαριστώ βασίλισσά μου!», φώναξε με μια απελπισμένη συγκίνηση. «Σε ευχαριστώ για όλα!»

Η Τίαματ, επέτρεψε τη Λούσι να της χαρίσει την ψυχρή αγκαλιά της, καθώς η γεμάτη πληγές ακόλουθός της, έπαιρνε τα κασόνια της και έφευγε ταπεινά από κοντά της, με τα δάκρια να μην έχουν στεγνώσει ακόμη από τα μάτια της.

Ο Λαέρτης, της χάιδεψε απαλά το μάγουλο καθώς κατευθύνονταν προς την πόρτα. «Συγχώρεσε με, Πόλυ», της είπε σιγανά εκφράζοντας τη συντριβή του. «Δε μπορούσα να κάνω τίποτα για να σε βοηθήσω».

«Τι θα μπορούσες να κάνεις, βρε Λαέρτη;», του ψιθύρησε η πληγωμένη δαιμόνισσα και προσπάθησε να του χαμογελάσει, ώστε να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. Έπειτα απομακρύνθηκε κουτσαίνοντας, αφήνοντάς τους μέσα στο σαλόνι που πλέον θύμιζε εμπόλεμη ζώνη.

Η Τίαματ, ύψωσε το κεφάλι της και αντίκρισε το παγερό βλέμμα της Λούσι.

«Μιχάλης;», τη ρώτησε.

Ήταν η πρώτη φορά μετά από πολλούς αιώνες, που η Λούσι ένιωσε τόσο έντονο το συναίσθημα της αμηχανίας. Δεν ήξερε τι να απαντήσει στη βασίλισσά της, καθώς η ανεπτυγμένη της διαίσθηση της έστελνε σήματα που δεν ήταν καθόλου ελπιδοφόρα.

Η Τίαματ στράφηκε προς τον Λαέρτη.

«Λαέρτη;», ρώτησε κοιτάζοντάς τον με αγωνία. «Μιχάλης;». Τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν.

Ο Λαέρτης εύχονταν να είχε κάποια απάντηση να της δώσει.

***

Η θύελλα είχε ξεσπάσει απρόσμενα. Εκεί που δε κουνιόταν ούτε φύλο στα δέντρα που περιστοίχιζαν την πλατεία του χωριού, ξαφνικά, άρχισαν τα πάντα να παρασύρονται από σφοδρούς και ανεξέλεγκτους ανέμους. Οι άνεμοι αυτοί εκτόξευαν τους περαστικούς πάνω στις στέγες των σπιτιών σακατεύοντάς τους και τους κοπάναγαν στο έδαφος θανάσιμα, έπειτα από τη μοιραία πτήση που τους επέβαλλαν. Τα δέντρα άρχισαν να ξεριζώνονται.

Λίγοι ήταν αυτοί που τόλμησαν να κοιτάξουν έξω από το παράθυρο, ώστε να έχουν να δώσουν στους εαυτούς τους κάποια εξήγηση για το μπάχαλο που επικρατούσε. Ακόμη πιο λίγοι ήταν αυτοί που ζήσανε μετά από το εγχείρημα αυτό, ώστε να αφηγούνται το απίστευτο θέαμα με το οποίο ήρθαν αντιμέτωποι. Διότι ψηλά στον ουρανό θριάμβευε η Θύελλα, με τα φτερά του αετού και το φιδόμορφο σώμα, που έκανε τους αέρηδες να χορεύουν με μανία στο πέρασμά της. Η Θύελλα, κατευθύνονταν κι αυτή προς τη βασίλισσά της όπως και τα υπόλοιπα μέλη των έντεκα, κάνοντας ότι έκαναν και αυτοί στο διάβα τους: Σαρώνοντας τα πάντα.

***

Μια από τις ανταποκρίτριες του μεγαλύτερου καναλιού της χώρας, τσίριζε πανικόβλητη μπροστά στη κάμερα της τηλεόρασης.

«Όλοι οι κάτοικοι της συνοικίας αυτής είναι νεκροί! Έχουν βρεθεί απανθρακωμένοι τόσο στα σπίτια όσο και στους δρόμους. Είναι τραγικό αυτό που συμβαίνει. Μέχρι και τα ζώα έχουν υποστεί κάτι που μοιάζει με ηλεκτροπληξία και έχουν γίνει κάρβουνο. Οι μάρτυρες μιλούν για ένα βίαιο ξέσπασμα ενός πελώριου ηλεκτρικού κύματος, που προήλθε από κάτι που έμοιαζε με ιχθυόμορφο πλάσμα. Το πλάσμα αυτό φαίνεται ότι κυκλοφορεί ανενόχλητο εντός των δρόμων της πόλης μας και…»

Η ρεπόρτερ αυτή έγινε στάχτη. Έτσι απλά, την ώρα που μιλούσε. Ήταν ένα νέο ηλεκτρικό κύμα που είχε ξεσπάσει γύρω από το ον που ονομάζονταν Λαχάμου και που βρισκότανε εκεί κοντά. Μαζί της, απανθρακώθηκαν χιλιάδες άλλοι κάτοικοι, της συγκεκριμένης περιοχής.

Μισή ώρα αργότερα, πραγματοποιούνταν μια μαζική έξοδος από την πόλη. Τα αυτοκίνητα συνωστίζονταν στις εξόδους και επικρατούσε το αδιαχώρητο. Εκεί ήταν που βρήκαν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι τον οριστικό τους θάνατο. Καθώς ήταν εγκλωβισμένοι στο μποτιλιάρισμα που προκλήθηκε, το αποκρουστικό πλάσμα που καλούνταν Ιχθυόμορφος, εμφανίστηκε σπέρνοντας τον πανικό. Τσαλαπάταγε τους ουρανούς τον αυτοκινήτων, συνθλίβοντας τους ανυπεράσπιστους οδηγούς που βρίσκονταν μέσα τους, ενώ όσοι πρόλαβαν και βγήκανε, δύσκολα κατάφεραν να γλιτώσουν από τις πύρινες μπάλες που τους εκτόξευε.

Κάπου εκεί γύρω, μέσα στο σκοτάδι που περιέβαλλε στις γεωργικές εκτάσεις, το πελώριο τρικέφαλο σκυλί του Άδη, ο Κέρβερος, έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα να συναντήσει κι αυτός τη μητέρα και θεά του. Η φιδίσια ουρά του ανέμιζε γκρεμίζοντας τις κολώνες της ΔΕΗ και τα σήματα των δρόμων, και τα κόκκινα μάτια των κεφαλιών του έφεγγαν από τη προσμονή που είχε να δεχτεί τα τρυφερά χάδια της Τίαματ.

***

Ο Ζόφιελ και ο Γιαμπάσαελ ακούμπησαν το έδαφος και παρακολουθούσαν τον αδελφό τους τον Ανάναελ, καθώς κρατούσε σφιχτά τον Μιχάλη από τον λαιμό. Αυτός και το θύμα του, βρίσκονταν μπροστά σε μία γέφυρα που σχημάτιζε ο δρόμος στο σημείο εκείνο. Τα πόδια του Ανάναελ ακουμπούσαν στην άσφαλτο, ενώ τα πόδια του Μιχάλη κρέμονταν στο κενό. Πάνω από πενήντα μέτρα τον χώριζαν από το σημείο με το οποίο θα συγκρούονταν θανάσιμα, αμέσως μόλις ο έκπτωτος χαλάρωνε τη λαβή του.

«Έκανες πολύ άσχημα που απομακρύνθηκες από κοντά της», τον άκουσε να του λέει.

«Μη μου το κάνεις αυτό», τον ικέτευσε. Βαθιά μέσα του όμως ήξερε ότι οι ικεσίες του δε θα έπιαναν τόπο. Είχε παραιτηθεί και απλώς περίμενε να τον παραδώσει ο έκπτωτος στο έλεος της βαρύτητας.

«Σε παρακολουθούσαμε εδώ και καιρό», του είπε ο Ανάναελ. «Περιμέναμε πότε θα σε βρίσκαμε μονάχο ώστε να πάρουμε την εκδίκησή μας. Να δώσουμε ένα ηχηρό μήνυμα στη βασίλισσα, της οποίας οι ακόλουθοι επιχείρησαν να σκοτώσουν τη μάντισσά μας. Κι εσύ, συμβαίνει να είσαι ένας από αυτούς».

«Μη μου το κάνεις αυτό», ψέλλισε ξανά ο Μιχάλης.

Ο Ανάναελ όμως ήταν αμετάκλητος, καθώς ήταν έτοιμος να τον αφήσει να πέσει και να σκάσει στο έδαφος σαν καρπούζι.

«Ξέρεις ποια είναι η διαφορά μας;», τον ρώτησε πριν το διαπράξει. «Δεν είναι ότι εγώ είμαι αθάνατος και εσύ θνητός. Άλλωστε είναι θέμα χρόνου κάποια στιγμή να υποκύψω στη μάχη και να παραδοθώ κι εγώ στο έλεος του θανάτου. Η διαφορά μας είναι ότι εγώ για τον Πρίγκιπα μου είμαι ένας πολεμιστής… Ενώ εσύ για τη βασίλισσα είσαι απλώς μια κούκλα».

Λέγοντάς τα αυτά, ο Ανάναελ άνοιξε τη παλάμη του και παρέδωσε τον Μιχάλη στο κενό που έχασκε αμείλικτο μπροστά του. Ο Μιχάλης, έκλεισε τα μάτια του καθώς αφέθηκε σε αυτό. Δυο δευτερόλεπτα του είχανε μείνει, να αναπνεύσει το οξυγόνο της στερνής του αυγής.

Η σύγκρουση με το έδαφος, τον τσάκισε εντελώς.

***

Η Τίαματ τινάχτηκε απότομα μέσα από την αγκαλιά της Λούσι. Η έκφραση του προσώπου της, την έκανε να μοιάζει λες και τη χτύπησε απότομα ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Λαέρτης σηκώθηκε από τον καναπέ ανήσυχος.

«Μιχάλη!» φώναξε η Τίαματ με έναν παιδικό σπαραγμό. «Τον σκότωσαν!»

Έπειτα κοίταξε τα πρόσωπα της Λούσι και του Λαέρτη με ένα βλέμμα γεμάτο απόγνωση.

«Τώρα θύμωσα!», φώναξε οργισμένη. «ΤΩΡΑ ΘΥΜΩΣΑ!»

Η Λούσι έκανε να τρέξει ξοπίσω της καθώς όρμαγε προς την έξοδο της βίλλας, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρια που πάσχιζαν να κυλίσουν στα παιδικά της μάγουλα. Η Λούσι όμως σταμάτησε. Κατάλαβε ότι δε μπορούσε να κάνει τίποτα για να εμποδίσει το ξέσπασμά του ολέθρου. Πίσω από τη παγερή φωνή της, διαγράφηκε ο τρόμος και η απόγνωση, περισσότερο από ποτέ.

«Λαέρτη, αυτό είναι το τέλος μας. Αδυνατώ να φτιάξω ασπίδα για να σωθώ, εφόσον οι άλλοι δαίμονες λείπουν».

Ο Λαέρτης συνειδητοποίησε ότι οι στιγμές του κόσμου ήταν πλέον μετρημένες. Τη πλησίασε και την κράτησε στην αγκαλιά του σφιχτά.

«Έχεις όμως εμένα», της είπε.

Τη φίλησε με πάθος. Η Λούσι πέρασε τα χέρια της γύρω από το λαιμό της και ενέδωσε. Ενέδωσε μετά από τόσους αιώνες στους οποίους η ψύχρα θριάμβευσε μες τη ψυχή της.

Τα χείλη τους παρέμειναν ενωμένα καθώς μια εκτυφλωτική λάμψη άστραψε το δωμάτιο ερχόμενη απ’ το εξωτερικό της βίλλας και ένας σφοδρός σεισμός άρχισε να συνταράζει τα πάντα.

Το τέλος ήταν γεγονός.

***

Ωστικά κύματα μιας πανίσχυρης ενέργειας χτύπαγαν αμείλικτα στο έδαφος, υψώνοντας τη θεά στον ουρανό. Η οργή της ξεχείλιζε με τη μορφή μιας παλλόμενης πύρινης αύρας που αναβόσβηνε και που μπαινόβγαινε μέσα στο σώμα της εναλλασσόμενη με τρελούς ρυθμούς. Η αύρα έγινε φωτιά και τεράστιες μάζες πύρινου μένους εκτοξεύονταν προς ποίκιλλες διευθύνσεις.

Κάποιες από αυτές πέσανε πάνω σε πόλεις όπως το Φράιμπουργκ, η Βαρκελώνη και η Καλιφόρνια, συνθλίβοντάς τες και αφήνοντας στη θέση τους να χάσκουν πελώριοι κρατήρες. Κάποιες σακάτεψαν πολλά βουνά προκαλώντας την αποκόλληση τεράστιων μαζών από αυτά, η οποία έπληξε τις κατοικήσιμες περιοχές που απλώνονταν γύρω τους.

Άλλες πάλι έπεσαν στους ωκεανούς, σηκώνοντας αμείλικτα τσουνάμι που γκρέμισαν τεράστιες εκτάσεις του σύγχρονου κόσμου. Υπήρξαν και κάποιες που ξέρασαν θάλασσες ολόκληρες από κάθε λογής μικρά δαιμόνια, που εισέβαλλαν στις πολιτείες των ανθρώπων κατατρώγοντας ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού τους.

Ηφαίστεια νεκρά εδώ και αιώνες, ζωντάνεψαν και άρχισαν να ξερνάνε λάβα μαζί με τα ενεργά. Ολόκληρες χώρες στριφογύριζαν σε άτακτους στροβίλους που γκρέμιζαν τα πάντα εντός τους. Ο πλανήτης αιμορραγούσε και βρίσκονταν στο έλεος της Τίαματ.

Η θεά ξεσπούσε. Ένιωθε τα έντεκα νεκρά παιδιά της να βρίσκονται ξανά στη ζωή και να ξεσπάνε και αυτά μαζί της εκδηλώνοντας την αγάπη τους προς αυτή. Κάποτε, όταν ζούσε μονάχη τα δημιούργησε, για να τη κρατάνε συντροφιά και να παίζουνε μαζί της. Τον δράκο με τα επτά κεφάλια, το κερασφόρο ερπετό, τον σκορπιό, το λιοντάρι γίγαντα, τον πελώριο ταύρο, τη Θύελλα, τον Πολυπλόκαμο, το Μέγα Σκώληκα, τον Λαχάμου, τον Ιχθυόμορφο και τον Κέρβερο. Πίστεψε ότι οι έντεκα την αγαπούσαν. Κατάλαβε όμως ότι οφείλονταν μόνο στο γεγονός ότι αποτελούσαν κομμάτια του εαυτού της και αυτό την γέμισε με θλίψη. Η Τίαματ ήταν μια θεά που ήταν καταδικασμένη να ζει στη μοναξιά της για πάντα.

Γιατί ποτέ και κανείς εκτός από τον Αμπζού, δεν αγάπησε την Τίαματ. Εκείνες τις στιγμές του ολέθριου ξεσπάσματός της, τιμωρούσε έναν κόσμο που δε μπόρεσε να τη καταλάβει ποτέ. Έναν κόσμο που πανηγύρισε τον θάνατό της και που ήταν καταδικασμένος να την μισεί. Θα μπορούσε να τον κομματιάσει μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, αντί να τον αφήνει να αργοπεθαίνει καθώς σκορπούσε το μένος της πάνω του.

Το μόνο που την εμπόδιζε ήταν η ελπίδα, που ακόμη τρεμόσβηνε μέσα στη παιδική της ψυχή.



«Θα υψωθεί στον αέρα και θα σκορπίσει την οργή της
Και οι έντεκα θα βρίσκονται στο πλευρό της
Όπως όταν τότε που δε φτιάχτηκαν ακόμη το φως και ο χρόνος
Και η κόλαση ήταν μια έρημος, στεγνή από τις ιδέες
Θα συνθλίψει τον κόσμο που τη σκότωσε
Και το όνομά της θα παραμείνει χαραγμένο στους αιώνες»

(Order of Tiamat)







ΤΕΛΟΣ 2ου ΜΕΡΟΥΣ