? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

25. Μικρά μυστικά

Μέσα στο κατάφυτο προαύλιο της Βίλλας του Μπαάλ, ο Λαέρτης προσπαθούσε να ξεπεράσει τις στεναχώριες που τον βασάνιζαν διαβάζοντας την εφημερίδα της ημέρας. Ο τίτλος στο πρώτο φύλλο ήταν «Δεν γλιτώνουμε με τίποτα», καθόλου ασυνήθιστος με βάση τα γεγονότα του τελευταίου καιρού που ο ίδιος και η γυναίκα του πυροδότησαν. Η είδηση για τη δολοφονία του αγαπημένου του μέντορα, του αδελφού Φραγκίσκου περιορίζονταν σε ένα μονόστηλο, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα των ειδήσεων αφορούσε τις καταστροφές που οφείλονταν στη παράδοξη μάχη που ξέσπασε στον κόσμο. Η κυριότερη από αυτές ήταν η πτώση ενός κομήτη στον Θεσσαλικό κάμπο που είχε ως αποτέλεσμα να χάσκει ένας πελώριος κρατήρας στο ύψος της Λάρισας. Ο Λαέρτης τρόμαζε στην ιδέα του τι θα συνέβαινε αν ο κομήτης έβρισκε την ίδια την Λάρισα.

Οι θνητοί αδυνατούσαν να κρατηθούν μακριά από τον καταστροφικό πόλεμο. Πολλοί ήταν οι γενναίοι που προσέγγιζαν τα τάγματα των επιμέρους μετώπων και κυρίως τα κανάλια που είχαν ως στόχο να πείσουν τους έκπτωτους και τους δαίμονες να κάνουν δηλώσεις έτσι ώστε να τους ανάγουν σε τηλεοπτικούς αστέρες. Οι άνθρωποι δε φαίνονταν να κατανοούν σε τι κατάσταση είχε μπλέξει πραγματικά ο κόσμος τους.

Ο Λαέρτης ένιωσε οργή με τη διαπίστωση αυτή. Πέταξε την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι, αποφασισμένος να συγκεντρώσει όσα μέλη του Τάγματός του μπορούσε να εντοπίσει, έτσι ώστε να το συγκροτήσει ξανά. Ο θάνατος του αδελφού Φραγκίσκου επέφερε την αποσταθεροποίησή του και όλα τα μέλη είχαν σκορπίσει σε διάφορα σημεία της χώρας. Για όλα αυτά ευθύνονταν η γυναίκα του, που ήταν μια αδίστακτη σκρόφα. Ένιωσε τόσο θυμωμένος, που εκείνη τη στιγμή θα ξέσπαγε πάνω στον οποιοδήποτε.

Τότε ένιωσε ένα χέρι να του ακουμπά τον ώμο. Ήταν η Λούσι ως συνήθως που από τότε που έπαψε να τον τρομοκρατεί, αποφάσισε να βρει άλλους τρόπους προκειμένου να μην τον αφήνει ήσυχο. Κάθισε απέναντί του κοιτάζοντάς τον σιωπηλά. Περίμενε από αυτόν να πει την πρώτη λέξη.

«Όλα πάνε κατά διαόλου Λούσι. Το Τάγμα μου έχει σκορπίσει. Η γυναίκα μου ξέρεις…»
«Αν δεν είσαι καλά στην υγεία σου, δε αξίζει τον κόπο να τη σταματήσεις ακόμη. Όταν είσαι σε θέση να το κάνεις, έχεις καταλάβει νομίζω ότι εγώ θα είμαι δίπλα σου».
«Βέβαια», απάντησε κοφτά ο Λαέρτης. «Θέλεις να την εκδικηθείς για όσα σου έκανε. Δεν αφήνεις τίποτα να πέσει κάτω εσύ. Δεν έχετε πολλές διαφορές μεταξύ σας, άλλωστε».

Η Λούσι του έσκασε ένα ειρωνικό χαμόγελο, όπως εκείνα του παλιού καιρού. «Αν με βάζεις στην ίδια μοίρα με μία φόνισσα που διακατέχεται από θνητές εμμονές, νομίζω ότι υποτιμάς την εξυπνάδα σου. Το Τάγμα σου αντιμετώπιζε εχθρικά πολλούς από μας. Όσα έγραφαν τα συγγράμματα σας δεν διέφεραν σημαντικά από αυτά των ρασοφόρων ως προς το πρόσωπό μου. Αν όμως ήθελα να σας διαλύσω, ήταν για μένα θέμα ημερών».

Ο Λαέρτης ένιωσε τα νεύρα του να τεντώνονται. Έβγαλε το κρυστάλλινο φωτοστέφανο από τη τσέπη του και το βρόντηξε στο τραπέζι. «Δεν μας διέλυσες μόνο και μόνο επειδή σου ήμασταν χρήσιμοι, όπως όλοι σε αυτόν τον κόσμο», της φώναξε. Έπειτα της έδειξε το υπερφυσικό όπλο, του οποίου αυτή τον είχε ορίσει ως κάτοχο. «Αυτό το πράγμα με αρρωσταίνει. Μου προκαλεί ζαλάδες και θα με στείλει στον τάφο, μόνο και μόνο γιατί εσύ δε μπορείς να το αγγίξεις».

«Ηρέμησε, Λαέρτη. Αυτό που λες, το κατάλαβα κι εγώ πριν από σένα. Το ένιωσα ότι τελευταία δεν είσαι καλά, πίστεψέ με. Νομίζω ότι αυτή τη στιγμή είσαι εκνευρισμένος με όσα έκανε η Αλίκη και ξεσπάς το θυμό σου σε μένα». Κοίταξε για λίγο το φωτοστέφανο πάνω στο τραπέζι. Έπειτα τον κοίταξε στα μάτια. «Υπάρχει ένα χρηματοκιβώτιο μέσα στη βίλλα, όπου μπορείς να το βάλεις μέσα εκεί. Μία άλλη επιλογή που έχεις, είναι αυτή που σου είχα δώσει αρχικά. Να το αφήσεις δηλαδή και να φύγεις μακριά από μας. Ξέρεις, υπάρχουν 53 τάγματα στον κόσμο σου που πρόσκεινται στους αγγέλους. Εφόσον λοιπόν μπορώ ανά πάσα στιγμή να βρω κάποιον άλλο στη θέση σου, γιατί εξακολουθείς να μη με εμπιστεύεσαι;»

Ο Λαέρτης την κοίταξε με απορία. «Εσύ πάλι, αφού κατάλαβες ότι το φωτοστέφανο μου έκανε ζημιά, γιατί δε μου είπες τίποτα;»

«Γιατί σου φανέρωσα ένα πρόβλημά που είχα τις προάλλες και εσύ δε μου μίλησες για το δικό σου. Πίστεψες γι’ ακόμη μια φορά ότι μπορείς να κρυφτείς από μένα. Μου εξομολογήθηκες τα όσα αφορούν τη γυναίκα σου, μόνο και μόνο γιατί την απεχθάνομαι όσο κι εσύ. Θεωρείς ότι κανένα άλλο πρόβλημα σου δε πρέπει να το γνωρίζω. Φαίνεται ότι δεν εκτιμάς το γεγονός ότι έχει αλλάξει η συμπεριφορά μου απέναντί σου».

Ο Λαέρτης ξεφύσησε σκεπτικός. «Σε ευχαριστώ Λούσι που νοιάζεσαι για μένα», είπε τελικά δείχνοντας μετανιωμένος για τα άδικα λόγια που της απεύθυνε. «Θα παραμείνω κοντά σε σένα και στη βίλλα και θα βοηθήσω όσο μπορώ. Έχεις δίκιο. Νιώθω εκνευρισμένος, νιώθω απελπισμένος και τα έβαλα μαζί σου. Ζητώ να με συγχωρέσεις».

Η Λούσι, τράβηξε την καρέκλα της δίπλα του. Έμοιαζε έτοιμη να τον αγγίξει με φιλικό τρόπο και ήταν η πρώτη φορά που θα έπαιρνε τόσο πρόθυμα μια τέτοια πρωτοβουλία απέναντί του. Ωστόσο αυτός την πρόλαβε, λέγοντάς της κάτι απρόσμενο. «Απλώς αυτό που κάνεις αυτή τη στιγμή, καλύτερα σταμάτα το».

Η Λούσι δεν φάνηκε να καταλαβαίνει. «Ενδιαφέρον αυτό που λες», παρατήρησε. «Τι ακριβώς κάνω αυτή τη στιγμή;»

«Έχω διαβάσει για σένα και γνωρίζω ότι έχεις έμφυτη τη δύναμη της αποπλάνησης. Το διαπιστώνω κάθε φορά που σε κοιτάζω και που με αγγίζεις».

Άλλο ένα ειρωνικό χαμόγελο έκανε την εμφάνισή του στα χείλη της, ωστόσο φανέρωνε ότι κολακεύτηκε από το σχόλιό του προς αυτή. «Αισθάνεσαι ότι σε αποπλανώ;»

«Επί τόσες χιλιετίες, δεν κάνεις και τίποτα άλλο στα θύματά σου».

«Ας το ξεκαθαρίσουμε κι αυτό λοιπόν», του είπε και άγγιξε το μάγουλό του με έναν τρόπο που αυτός δεν μπορούσε να της αντισταθεί με τίποτα.

Ασυναίσθητα ο Λαέρτης, έβαλε τα χέρια του πάνω από τη μέση της και ένιωσε το σώμα της κάτω από το μαύρο φόρεμα να τον καλεί εκπέμποντας προς αυτόν μια ακατανίκητη έλξη. Δεν θα μπορούσε να ανήκει σε θνητή ένα τόσο πολλά υποσχόμενο σώμα. Τα χείλη του δίψασαν για τα δικά της και άρχισαν να κατευθύνονται προς το καλυμμένο της πρόσωπο, καθώς τα χέρια της τύλιγαν τον λαιμό του. Δεν έσμιξαν όμως. Τελευταία στιγμή αυτός τραβήχτηκε απότομα.

«Μα τι κάνεις;», της φώναξε.

«Σου αποδεικνύω ότι μπορώ να σε έχω όποτε θέλω με τον τρόπο που εσύ πιστεύεις», του απάντησε.

«Δηλαδή μου λες ότι το πρόβλημα είναι καθαρά δικό μου;». Λέγοντάς το αυτό, είχε κοκκινίσει ολόκληρος.

Η Λούσι άρχισε να χαχανίζει με το σατανικό γελάκι της. Για την ακρίβεια, ξεκαρδιζόταν.

«Μετά από αυτή τη διαπίστωση, έχω χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας», παραδέχτηκε ο Λαέρτης.

«Αν σε παρηγορεί, κάπως έτσι αισθάνομαι κι εγώ. Οι λόγοι είναι διαφορετικοί, αλλά το αποτέλεσμα το ίδιο. Νομίζω ότι εμείς οι δύο προκαλούμε συνεχώς ζημιά ο ένας στον άλλο, όσο συγκατοικούμε. Σου προτείνω λοιπόν και πάλι, να φύγεις και να ασχοληθείς με τα άλλα προβλήματα που σε απασχολούν και που σίγουρα είναι σοβαρότερα».

«Αυτό θα κάνω», είπε ο Λαέρτης με έναν ήρεμο αλλά και ξερό τρόπο. Σηκώθηκε αμέσως όρθιος. «Πάω να ετοιμάσω τις βαλίτσες μου. Μην έρθεις να με βοηθήσεις».

«Σε καταλαβαίνω απόλυτα», την άκουσε να λέει πίσω του.

Χαμήλωσε το βλέμμα της και ένιωσε κάτι το δυσάρεστο να την κυριεύει. Κάτι που είχε να νιώσει από τότε που κυκλοφορούσε ελεύθερη ανάμεσα στους ανθρώπους. Έπειτα τον κοίταξε και πάλι. Περίμενε να τον δει να απομακρύνεται, ωστόσο αυτός στέκονταν ακόμη εκεί, χαμογελώντας της πονηρά.

«Πολύ αστείο, Λαέρτη», δήλωσε χαμογελώντας ψυχρά, αλλά με έναν τρόπο που πρόδιδε το γεγονός ότι της την έφερε.

«Όταν παίζω χαρτιά ξεχνιέμαι», της είπε αλλάζοντας θέμα. «Να φέρω από μέσα τη τράπουλα;»

Κάποτε είχε αποπλανήσει έναν θνητό, μόνο και μόνο για να της μάθει να παίζει χαρτιά. Τα όσα εκείνος πέρασε στα μαύρα της νύχια ώστε να μη καυχηθεί σε κανέναν για το κατόρθωμα του, ήταν αξιομνημόνευτα. Θα μπορούσε να το πει στον Λαέρτη εκείνη τη στιγμή και να το καυχηθεί ασύστολα.

«Γιατί όχι;», του είπε τελικά.



Όταν βράδιασε, η Λούσι είχε να ασχοληθεί με πολύ λιγότερο ψυχαγωγικά θέματα. Κατέβηκε στην αίθουσα συνεδριάσεων της βίλλας, όπου είχε μια σχεδόν συνωμοτική συνάντηση με τον Μπαάλ. Οι μοβ και μαύρες αιωρούμενες μπάλες έσβησαν, ώστε να τους εξασφαλίσουν το σκοτάδι που χρειαζόντουσαν, προκειμένου να συζητήσουν πράγματα που επρόκειτο να μείνουν μεταξύ τους.

Αυτή τη φορά ο Μπαάλ δεν έβγαλε το βαζάκι με τις διαβολικές του μύγες από την τσέπη του, αλλά ένα μικρό κόκκινο κώνο που εξέπεμπε ένα υπεριώδες φως. Τον τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι, μπροστά στη Λούσι που κάθονταν ακουμπώντας το πιγούνι της στις παλάμες της. Έπειτα, χτύπησε τις παλάμες του και αμέσως μια γνώριμη στους δυο τους φωνή κατέκλυσε τον χώρο. Ήταν η φωνή του νεκρού τους αδελφού, του τερατώδους Άζαζελ.

«Έχω δώσει εντολή στους Μελχισεδεχικούς να σας παραδώσουν τον κώνο αυτό, στην περίπτωση που το εγχείρημα που αποφάσισα να αποτολμήσω έναντι του Πρίγκιπα Λούσιφερ έχει ως κατάληξη τον θάνατό μου. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα φέρνατε αντίρρηση σε κάποια τέτοια απόφαση μου κι έτσι αποφάσισα να σας το κρύψω, παρόλο που γνωρίζετε το πόσο σας αγαπώ και ότι η σκέψη σας θα με συντροφεύσει στην αιωνιότητα. Όλα ξεκίνησαν όταν έβαλα κάποια αεροστοιχειά να ανακαλύψουν που κατοικεί ο Πρίγκιπας εδώ στον υλικό κόσμο. Η απάντηση που μου δώσανε μετά από λίγο καιρό, ήταν ότι η κατοικία του προστατεύεται από ψυχοενέργεια και ότι δεν μπορούν με τίποτα να την εντοπίσουν.

Θα μπορούσα να τα σβήσω σαν να μην υπήρξαν ποτέ πάνω στο θυμό μου, πρόλαβαν όμως και μου είπαν κάτι που μου φάνηκε εξίσου χρήσιμο. Ο Πρίγκιπας, έχει συχνές επαφές με μία θνητή ονόματι Μαρίνα Αποστόλου και μοιράζεται μαζί της ανθρώπινο έρωτα με όλα όσα συνοδεύει το συναίσθημα αυτό.

Καθώς δεν τολμούσα να έρθω αντιμέτωπος μαζί του, επέστρεψα στη κόλαση και απήγαγα την κόρη του έκπτωτου Αράκιελ. Προειδοποίησα τον έκπτωτο ότι για να την ξαναδεί ζωντανή, έπρεπε να σκοτώσει τη θνητή που ερωτεύτηκε ο Πρίγκιπας, έτσι ώστε να διαπράξει αυτός το έγκλημα που εγώ φοβόμουν να διαπράξω.

Τη στιγμή που αποθηκεύω το μήνυμά μου στον κώνο, δε γνωρίζω ποια θα είναι η κατάληξη του σχεδίου μου. Εύχομαι η γενναία αυτή πράξη μου να ικανοποιήσει τη Βασίλισσά μας που όπως γνωρίζουμε επέστρεψε ξανά στη ζωή. Αν στεφτεί με επιτυχία, θα σας πω το χαρμόσυνο νέο προσωπικά και το μήνυμα αυτό δε θα έχει καμία αξία. Αν όχι, τότε ζητώ συγνώμη που πήρα ακόμη μια απόφαση χωρίς να γνωρίζετε τίποτα γι’ αυτή και σας παρακαλώ μεταφέρετε στη Βασίλισσά μας ότι η λατρεία μου προς αυτή θα με συντροφεύσει στη σπλαχνική ανυπαρξία. Σας χαιρετώ και σας ασπάζομαι, γενναία μου αδέλφια».

Ήταν η πρώτη φορά που η Λούσι άκουσε αυτό το μήνυμα που έμοιαζε να της το στέλνει ο νεκρός από τους αγαπημένους της αδελφούς, πέρα από τα αχανή όρια της λήθης που του προσέφερε ο θάνατος. Έμεινε σιωπηλή για λίγο έτσι ώστε να εκδηλώσει κάπως τη θλίψη της. Ο Μπαάλ έδειχνε ότι το είχε ακούσει ξανά, καθώς δεν έδειχνε να συγκινείται ιδιαίτερα. Το ίδιο θα έδειχνε όμως και στη περίπτωση που συγκινούνταν.

«Ήθελα να το ξέρεις μόνο εσύ, Άσταροθ», της εξομολογήθηκε τελικά με το αχώνευτο ύφος του. «Ο Ασμοδαίος είναι μονίμως εξαφανισμένος στα μέτωπα, ενώ ο Αββαδών καλύτερα να μη μάθει τίποτα γι’ αυτό».

Η Άσταροθ, που οι θνητοί αποκαλούσαν Λούσι, του εξέφρασε την απορία της. «Υπάρχει κάποιος λόγος που μας αναγκάζει να το κρύψουμε από τον Αββαδών; Είναι ο πιο άξιος από όλους μας. Το ιερό σχέδιό μας δεν θα πραγματοποιούνταν αν δεν υπήρχε αυτός. Γνωρίζεις καλά ότι χρέος μας είναι να του εμπιστευόμαστε τα πάντα».

«Λες να μη τα έχω σκεφτεί αυτά;», ρώτησε κακότροπα ο Μπαάλ. «Απλώς συμβαίνει η ανθρωπίτσα του Πρίγκιπα να είναι ασθενής του».

Η Λούσι χαμογέλασε ειρωνικά. «Τι μου λες;»

«Αυτό που σου λέω. Δεν έχω καμία διάθεση να ακούσω το φιλάνθρωπο κήρυγμα του Αββαδών, ειδικά τώρα που το λαβράκι μας είναι κάποια που γνωρίζει. Μαρίνα Αποστόλου λέγεται. Την ξετρύπωσα χρησιμοποιώντας έξυπνα ανθρωπάκια με τις μύγες μου και γνωρίζω όλα όσα έχω ανάγκη, ώστε να της στείλω και αυτής μια μύγα. Είναι θέμα λίγων ημερών η σχέση της με τον Πρίγκιπα να περάσει κρίση. Πρώτη φορά είναι άλλωστε που θα το κάνω αυτό με θνητούς;». Λέγοντάς τα αυτά, γέλασε σατανικά.

«Σύνελθε, αδελφούλη», ψιθύρισε η Άσταροθ. «Ο πόλεμος έχει ξεκινήσει και εσύ θες απλώς να τροφοδοτήσεις μια φονική βεντέτα. Ξεχνάς μου φαίνεται ότι ανά πάσα στιγμή η Βασίλισσα μας μπορεί να εντοπίσει τον Πρίγκιπα και να αναμετρηθούν σε προσωπικό επίπεδο. Μπορεί να είναι ισχυρότερος από εμάς τους δύο, αλλά δε παύει να είναι άγγελος και εκείνη μια θεά. Ο Άζαζελ σκέφτηκε όπως εσύ και είδες που κατέληξε. Δεν αφήνει ο Λούσιφερ τέτοιου είδους πρωτοβουλίες να περάσουν ατιμώρητες».

«Διακρίνω κάποιον θαυμασμό προς αυτόν ή μου φαίνεται;»

Οι τοίχοι που χώριζαν την αίθουσα συνεδριάσεων άρχισαν να τρέμουν καθώς η Άσταροθ για πρώτη φορά έχανε τη ψυχραιμία της απέναντι στο Μπαάλ και τον έπιασε από τον γιακά. «Αν τολμήσεις και με ξαναπροσβάλεις με τέτοια λόγια, δεν πρόκειται να μας συνδέει τίποτα πια», του ψιθύρισε. «Τις προσβολές σου να τις κρατήσεις για τα ανθρωπάκια σου. Με τη δική μου ανοχή, δεν σου επιτρέπω να παίζεις».

Ο Μπαάλ απομάκρυνε τη λαβή της με μια πρωτοφανή για τη συμπεριφορά του ευγένια, ωστόσο η μοχθηρή φάτσα του έδωσε τη θέση της σε μία υποτελή εκδήλωση φόβου, που τον έκανε να μοιάζει αστείος. «Δεν θέλω να τα τσουγκρίσουμε Άσταροθ. Θα κάνω ότι μου πεις. Δεν πρόκειται να ασχοληθώ καθόλου με τη θνητή του Λούσιφερ».

«Μου αρέσουν τα λόγια σου αυτά», παραδέχτηκε η Άσταροθ που είχε ξεπεράσει πλέον τον θυμό της. «Σου συνιστώ να ξεχάσεις τη Μαρίνα Αποστόλου. Μην αποκαλύψεις τίποτα γι’ αυτήν στον Αββαδών και ακόμη περισσότερο στη Βασίλισσα».

Λέγοντάς τα αυτά, είδε το πρόσωπο του Μπαάλ να παραμορφώνεται και πάλι από φόβο, απότομα και ανεξήγητα. Έδειχνε πανικόβλητος όσο ποτέ άλλοτε. Αυτή τη φορά όμως δε κοίταζε αυτήν, αλλά πίσω της. Η Λούσι γύρισε απότομα και τη χτύπησε ένα σοκ που αρκετούς αιώνες είχε να νιώσει. Μέσα από τις σκιές της αίθουσας και μόλις δυο μέτρα μακριά της, πρόβαλε η μορφή της Τίαματ με ένα ύφος που φανέρωνε ότι είχε ακούσει τα λόγια της. Ο Μπαάλ άρχισε να τρέμει σαν το ψάρι. Η Λούσι έδειχνε έτοιμη να υποδεχτεί τον θάνατο ως τιμωρία για τη βλασφημία που είχε ξεστομίσει θεωρώντας ότι θα έμενε κρυφή από τη Βασίλισσά και κόρη της.

Η Τίαματ την πλησίασε κοιτάζοντάς την αυστηρά. Για λίγο, έμεινε σιωπηλή αφήνοντας τη να υποφέρει από την ανέκφραστη αγωνία της. Έπειτα, είπε κάτι απρόσμενο. «Πεινάω».

«Μάλιστα βασίλισσά μου», απάντησε η Λούσι ταπεινά και έβαλε το χέρι της στον ώμο της βασίλισσας.

Ο Μπαάλ δεν πίστευε ότι η Βασίλισσα θα επέτρεπε την αδελφή του να γλιτώσει ατιμώρητη. Παρά το γεγονός ότι η Άσταροθ ήταν υπεύθυνη για την αναγέννησή της, δεν θα δίσταζε καθόλου να την τιμωρήσει θανάσιμα. Με τρεμάμενη φωνή μίλησε, θέλοντας κάπως να βοηθήσει την κατάσταση. «Πεινάς βασίλισσά μου; Θα σου φέρω έναν θνητό σε δέκα λεπτά από τώρα μπροστά στα πόδια σου. Όπως τον παλιό καλό καιρό. Θα σου φέρω όσους επιθυμείς, ώστε εγώ να κορέσω την πείνα σου».

«Η Βασίλισσα δεν τρέφεται πλέον με θνητούς», του είπε η Λούσι. Έκανε να αποχωρίσει μαζί της προσφέροντας της μια υποτυπώδη αγκαλιά φορτισμένη με φόβο και μετάνοια.

Ο Μπαάλ όμως αποτόλμησε μια ερώτηση. «Με τι τρέφεσαι τώρα Βασίλισσά μου; Πες μου και θα στο φέρω».

Οι δύο γυναίκες γύρισαν και τον κοίταξαν σα να ρώτησε κάτι το αδιάκριτο. Έπειτα αποχώρησαν με έναν τρόπο που στον άρχοντα των μυγών φάνηκε γνώριμος. Ήταν κάτι που το περιγελούσε στις θνητές γυναίκες αλλά παράλληλα του έξαπτε την περιέργειά του: Το γεγονός ότι όποτε βρίσκονται σε κάποιο στέκι διασκέδασης ή ψυχαγωγίας πηγαίνουν στην τουαλέτα ανά δύο, σα να θέλουν να εξομολογηθούν κάποιο μυστικό η μία στην άλλη. Κάτι παρόμοιο διέκρινε στον τρόπο που η Άσταροθ απομακρύνονταν μαζί με την Βασίλισσα.

Ο νέος τρόπος διατροφής της Βασίλισσας ήταν μυστικός και δεν ήταν για τα μάτια κανενός δαίμονα η θνητού. Μόνο η Άσταροθ επιτρέπονταν να τον γνωρίζει και να της τον εξασφαλίζει. Αναλογιζόμενος το πόσο αφύσικος μπορεί να ήταν, ο δαίμονας Μπαάλ, εξαφανίζονταν σιγά-σιγά από την αίθουσα νιώθοντας να τον διαπερνά μια ανατριχίλα.

Καθώς η Λούσι ανέβαινε προς το εσωτερικό της βίλλας μαζί με τη Βασίλισσά της, τα χέρια της ανάβλυζαν γλυκό και παγωμένο γάλα.