? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

24. Το Πρώτο Αίμα


- Είσαι τελείως τρελός; φώναξε ο Ούριελ σχεδόν απελπισμένος. Αν αρχίσουν να γίνονται μάχες και τη νύχτα θα πεθάνουμε πολύ πιο γρήγορα απ’όσο υπολογίζαμε!
Ο Κάμαελ τον κοίταξε υπομονετικά, με τα χέρια πίσω από την πλάτη του, περιμένοντας να τελειώσει.
- Ξέρω τον Ασμοδαίο, Ούριελ. Ξέρω πώς λειτουργεί και είναι καλός στρατηγός, όμως δεν μπορεί παρά να είναι χαοτικός...και μέσα στη χαοτικότητά του προβλέψιμος.
Ο καστανομάλλης άγγελος με τα ελαφίσια χαρακτηριστικά του έριξε ένα βλέμμα απορίας.
- Τι πιστεύεις ότι θα κάνει δηλαδή;
- Θα μας στείλει Νυκτόβιους.
Ο Ούριελ πάγωσε στο άκουσμα της λέξης. Νυκτόβιοι. Τάγμα της Νύχτας τους αποκαλούσε το συνάφι της Τίαματ. Ο εφιάλτης κάθε πλάσματος πάνω στη γη και όχι μόνο. Ο εφιάλτης των αγγέλων που τις νύχτες ήταν πιο αδύναμοι γιατί η ισχύς τους πήγαζε από το φως. Νυκτόβιοι. Το πιο επικίνδυνο τάγμα δαιμόνων που είχε να επιδείξει η Τίαματ.
- Χλώμιασες, αδερφέ μου; ρώτησε ο Κάμαελ, υψώνοντας ένα φρύδι κυνικά.
Απομακρύνθηκε από κοντά του και πήγε μέχρι την είσοδο της σκηνής. Η μαύρη του πανοπλία γυάλισε στο φεγγαρόφωτο. Του έκανε νόημα να πλησιάσει. Ο Ούριελ υπάκουσε σχεδόν σαν αυτόματο. Ακόμη δεν είχε ξεπεράσει το σοκ της είδησης.
Έξω, ο λόφος ήταν καλυμμένος με σκηνές. Υπήρχαν αναμένες φωτιές και έκπτωτοι φύλαγαν σκοπιά τρώγοντας ψητά μήλα. Η μυρωδιά τους γαργάλησε τα ρουθούνια των δύο στρατηγών.
Ο Κάμαελ εξερεύνησε τις πηχτές σκιές γύρω από το στρατόπεδο με τα διαπεραστικά, πορφυρά μάτια του. Αρκετά μακριά, εντόπισε μια αμυδρή κίνηση. Κοίταξε πιο προσεκτικά κι είδε πως σ’εκείνο το σημείο, οι σκιές έμοιαζαν να έχουν αποκτήσει δική τους ζωή.
- Εκεί, είπε χαμηλόφωνα, δείχνοντας με το βλέμμα.
Ο Ούριελ ακολούθησε την πορεία των ματιών του και το είδε κι αυτός. Ρίγη συντάραξαν το κορμί του καθώς τον κατέκλυσε ο φόβος.
- Κάμαελ δεν...
- Το ξέρω. Τι άλλη επιλογή έχουμε όμως; Αν ήμασταν στην πεδιάδα θα μπορούσαμε να καταστρώσουμε στρατηγική αλλά όλη τη μέρα μας έσπρωχναν προς τα πίσω. Ο λόφος δεν είναι καλό σημείο για άμυνα.
- Δηλαδή το κατάλαβες από την πρώτη στιγμή ότι ο Ασμοδαίος είχε σκοπό να μας στείλει αυτούς τους φονιάδες;
Ο Κάμαελ ανασήκωσε τους ώμους σχεδόν με αδιαφορία.
- Το υποπτεύθηκα. Αλλά τώρα που μύρισα τη μπόχα τους στον αέρα σιγουρεύτηκα.
- Θα μας παρασύρεις όλους στο θάνατο! ύψωσε τη φωνή του ο Ούριελ.
Η νότα της υστερίας στον τόνο του τρόμαξε κι αυτόν τον ίδιο. Μαζεύτηκε, ντροπιασμένος κι απέφυγε να κοιτάξει τον Κάμαελ.
- Δεν υπάρχει ελπίδα..., μουρμούρισε σπασμένα ύστερα από λίγο.
Ο Κάμαελ έμεινε σιωπηλός για μερικά λεπτά. Ήταν τόσο συνοφρυωμένος που αν κάποιος στεκόταν αρκετά κοντά θα νόμιζε πως άκουγε τα γρανάζια του μυαλού του να δουλεύουν.
- Ακόμη κι έτσι να είναι, αδερφέ μου, είμαστε στρατηγοί. Αν δεν πάμε εμείς πρώτοι στη μάχη, αν δεν φύγουμε εμείς τελευταίοι, ποιος περιμένεις να το κάνει; Αν αφήσουμε το πλοίο ακυβέρνητο θα γκρεμιστεί στα βράχια. Όσο είμαστε πάνω στο κατάστρωμα όμως, όσο σφοδρή κι αν είναι η καταιγίδα, έχουμε μια πιθανότητα να γλιτώσουμε.
Ο Ούριελ ευχήθηκε να τον πίστευε, όμως του ήταν πραγματικά δύσκολο. Δεν είχαν να κάνουν με δαίμονες της κατώτερης τάξης αυτή τη φορά, αλλά με κάτι τόσο σκοτεινό και επικίνδυνο που έκανε ακόμη και τους πιο Υψηλούς από τους αγγέλους να τρομάζουν και να το βάζουν στα πόδια σαν μωρά παιδιά. Με τι καρδιά θα διέταζε τις λεγεώνες του να τους πολεμήσουν; Όχι...δεν υπήρχε καμιά πιθανότητα. Τουλάχιστον, Πρίγκηπά μου, σε υπηρέτησα πιστά, σκέφτηκε με κάποια θλίψη. Είθε η θυσία μας να αποδειχτεί χρήσιμη.
- Ήρθε η ώρα. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Ειδοποίησε τις λεγεώνες σου για τον κίνδυνο.
Ο Ούριελ βγήκε από τις σκέψεις του απότομα και ένευσε καταφατικά.
«Αδέρφια μου», έστειλε το τηλεπαθητικό μήνυμα σ’όλους τους πολεμιστές του. «Πολεμήσατε γενναία όλο το πρωί και το μεσημέρι και είμαι περήφανος για σας. Λυπάμαι που πρέπει να σας ζητήσω να ξεχάσετε την κούραση και τις πληγές σας και να σηκώσετε ξανά τα όπλα σας πρωτού έρθει το ξημέρωμα. Όμως ο Ασμοδαίος μας στέλνει Νυκτόβιους. Κινούνται για να μας περικυκλώσουν τη στιγμή που σας μιλάω.»
Μη δείξεις το φόβο σου, μην τολμήσεις και τον δείξεις, είπε στον εαυτό του.
«Κατανοώ τον δισταγμό σας να αντιμετωπίσετε αυτά τα πλάσματα. Αλλά ήμαστε ο επίλεκτος στρατός του Πρίγκηπα. Δεν θα κάτσουμε να πεθάνουμε σαν τα σκυλιά. Ακόμη κι αν χαθούμε όλοι, ως τον τελευταίο, θα πάρουμε αρκετούς μαζί μας. Είστε μαζί μου, αδέρφια;»
Μια πολεμική ιαχή ξεχύθηκε από ολόκληρο το λόφο, μια ιαχή που έσκισε τους ουρανούς και μαζί τους την σκιερή κάλυψη των Νυκτόβιων. Οι λεγεώνες του Κάμαελ και του Ούριελ πήραν σχηματισμό μάχης σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, τόσο καλά οργανωμένοι ήταν.
Ο Ούριελ μπορούσε να δει το φόβο ανάμεικτο με τη γενναιότητα και την περηφάνεια στα όμορφα πρόσωπά τους. Τράβηξε κι ο ίδιος το όπλο του κι έτρεξε ανάμεσά τους φωνάζοντας εντολές από δω κι από κει. Με την άκρη του ματιού του είδε τον Κάμαελ να κάνει το ίδιο με τον ήρεμο, επιτακτικό τόνο του.
Και τότε ήρθαν. Πλάσματα που έμοιαζαν να βγαίνουν μέσα από την ίδια τη νύχτα και να κινούνται λες και ήταν πλασμένα απ’αυτήν. Πράγμα που ήταν πέρα για πέρα αλήθεια. Τα χλωμά τους πρόσωπα γυάλιζαν στο ελάχιστο φως και το δέρμα τους έμοιαζε φτιαγμένο από μάρμαρο. Όλοι φορούσαν πανοπλίες από σφυρηλατημένο σκοτάδι. Κάποιοι είχαν μακριά, μαύρα νύχια και κάποιοι άλλοι κρατούσαν πελώρια σπαθιά. Οι μυτεροί κυνόδοντές τους άστραφταν επικίνδυνα δίνοντάς τους μια ζωώδη, αιμοδιψή έκφραση.
Σαν άγρια ζώα, οι Νυκτόβιοι ξεχύθηκαν ανάμεσα στους αγγέλους κι άρχισαν να πετσοκόβουν χωρίς έλεος και χωρίς δισταγμό. Γαμψώνυχα χέρια ανεβοκατέβαιναν ξεσκίζοντας σωθικά και παρασέρνοντας σάρκα. Ξανθόμαλλα, αγγελικά κεφάλια ίπταντο στον αέρα παρασυρμένα από την ορμή των σπαθιών. Μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά, οι έκπτωτοι είχαν χάσει τρεις λεγεώνες.
Ο Ούριελ έδινε εντολές με τέτοια ένταση που η φωνή του έμοιαζε να προκαλεί μπουμπουνητά και αστραπές στον ουρανό πάνω από τα κεφάλια τους, ουρανό που ετοιμαζόταν για βροχή. Γεμάτος με το αίμα των αδερφών του, πολεμούσε με τυφλή μανία τους Νυκτόβιους που έπεφταν πάνω του κατά κύματα. Αυτός κι ο Κάμαελ είχαν σταθεί πλάτη με πλάτη και γύρω τους είχε σχηματιστεί ένα μικρό τείχος από πτώματα εχθρών. Οι εναπομείνασες λεγεώνες πάλευαν να τους πλησιάσουν χωρίς να σπάσουν το σχηματισμό τους, σε μια ανέλπιδη προσπάθεια να προστατεύσουν τους στρατηγούς. Κυνόδοντες μπήγονταν σε σάρκα και το αίμα των έκπτωτων έρρεε σαν νερό στα χείλη των Νυκτόβιων.
Και τότε, ένας λαμπερός, πυρωμένος κομήτης έσκισε τη νύχτα. Καθώς το άστρο πλησίαζε το χώμα, ο Κάμαελ στράφηκε στιγμιαία στον Ούριελ και του έκλεισε το μάτι συνομωτικά. Ένας εκκωφαντικός ήχος κάλυψε τις κραυγές της μάχης κι ανάμεσα στη στρατιά των Νυκτόβιων δημιουργήθηκε ένας πελώριος κρατήρας. Τα πλάσματα της νύχτας άρχισαν να ουρλιάζουν καθώς τα κορμιά τους παραδίνονταν στη φλόγα και, σταδιακά, γίνονταν στάχτη. Μυρωδιά τάφου και καμένου κρέατος κάλυπτε πια το πεδίο της μάχης.
Πύρινα φτερά φάνηκαν από το εσωτερικό του κρατήρα κι ο έκπτωτος άγγελος Ίσραφελ ξεπήδησε από μέσα, τυλιγμένος σε γλώσσες φωτιάς. Ένα λαμπερό περιδέραιο άστραφτε στο λαιμό του κι όλο του το κορμί ήταν καλυμμένο από πυρωμένους ρούνους.
Ένας επιβλητικός άντρας με πολύ μακριά, μαύρα μαλλιά και βλέμμα παγερό σαν το θάνατο, ούρλιαξε κάτι ακατάληπτο στους Νυκτόβιους οι οποίοι άρχισαν να υποχωρούν. Κρατώντας τον σχηματισμό τους, απομακρύνθηκαν σιγά-σιγά από το στρατόπεδο των έκπτωτων κι άφησαν τις σκιές να τους τυλίξουν και να τους μεταφέρουν πίσω στο δικό τους.


Ο Λαέρτης άκουσε το χτύπημα στην πόρτα του. Έπιασε τα γυαλιά του απο το κομοδίνο και σηκώθηκε με κόπο από το κρεβάτι. Αυτή η ημικρανία του είχε σπάσει τα νεύρα. Μάλλον η τόση συναναστροφή με δαίμονες επιδρούσε αρνητικά πάνω του. Ή ίσως να έφταιγε που είχε μάθει την αλήθεια για την Αλίκη. Άνοιξε την πόρτα.
- Έχεις ένα δέμα, του είπε η Λούσι, τείνοντάς του ένα κυβικό, μεσαίου μεγέθους πακέτο, τυλιγμένο σε καφέ χαρτί ταχυδρομίου.
Την κοίταξε απορημένος. Ετοιμάστηκε να ρωτήσει πώς στο καλό τον είχαν βρει στη βίλλα, όταν είδε πως κρατούσε μια μεγάλη τσάντα στα χέρια της. Μια τσάντα που τελευταία φορά θα ορκιζόταν πως την είχε αφήσει στη ντουλάπα του στο σπίτι.
- Σκέφτηκα...ότι θα ήθελες μερικά ρούχα. Το πακέτο ήταν στην πόρτα σου.
- Χα, έκανε ο Λαέρτης ελλείψει κάποιου καλύτερου σχολίου.
Η Λούσι ανασήκωσε τους ώμους.
- Δεν ήμουν απασχολημένη κι εσύ δεν ήσουν αρκετά καλά για να πας μόνος σου.
Ο Λαέρτης ένευσε καταφατικά και ακούμπησε το δέμα στο γραφείο. Άκουσε το θρόισμα του φορέματός της καθώς τον ακολουθούσε διστακτικά. Αναρωτήθηκε μήπως ήταν ανοησία εκ μέρους του που δεν της έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Απόδιωξε αυτή τη σκέψη, με αηδία. Μπορεί η Λούσι να ήταν δαίμονας, όμως εκείνος είχε αξίες. Ακόμη κι ένας δαίμονας άξιζε λίγη ευγένεια.
Δεν υπήρχε αποστολέας. Με ασυνήθιστη γι’αυτόν έξαψη, έσκισε το χαρτί κι άνοιξε το κιβώτιο. Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινε να το κοιτάει πετρωμένος. Κι έπειτα ένιωσε το κεφάλι του να γυρίζει και τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Αρπάχτηκε από τη γωνία του τραπεζιού για να μην πέσει, καταβάλλοντας τρομερή προσπάθεια για να συνεχίσει να αναπνέει.
- Λαέρτη; άκουσε πίσω του τη φωνή της Λούσι.
Μάλλον ήταν πολύ ζαλισμένος γιατί του φάνηκε πως διέκρινε μια νότα ανησυχίας μέσα της.
- Μην...κοιτάξεις..., της είπε ξέπνοα.
Δαιμόνισσα, ξε – δαιμόνισσα, δεν ήταν θέαμα για μια γυναίκα. Παρόλο που ήταν απόλυτα σίγουρος ότι μια γυναίκα ευθυνόταν γι’αυτό.
Άνοιξε ξανά τα μάτια του και, έχοντας πια ξεπεράσει τη ζαλάδα και το σοκ, αντίκρισε ξανά το περιεχόμενο του κουτιού. Προσεκτικά τοποθετημένο πάνω σε έντερα και εσωτερικά όργανα – όπως τα αυγά πάνω στο άχυρο – δέσποζε το κεφάλι του μέντορά του και αρχηγού του Τάγματος στην Αθήνα, του αδερφού Φραγκίσκου. Τα μάτια του ήταν ξεριζωμένα και στο στόμα του ήταν χωμένο ένα σκουληκιασμένο μήλο. Για κάποιον αρρωστημένο λόγο, θυμήθηκε το τελευταίο του βράδυ με την Αλίκη. Του είχε μαγειρέψει ψητό γουρουνόπουλο κι είχαν κάνει έρωτα όλο το βράδυ. Τότε είχε γελάσει με το μήλο στο στόμα του ζώου. Τώρα του ερχόταν να κάνει εμετό.
Ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο του. Ίσιωσε την πλάτη του κι έκλεισε το κουτί. Στράφηκε προς τη Λούσι.
- Είσαι καλά; αποτόλμησε εκείνη.
- Η Αλίκη έχει χάσει κάθε έλεγχο. Πρέπει να τη σταματήσουμε πάση θυσία. Προβλέπω να σπέρνει περισσότερο θάνατο σε αθώους ανθρώπους απ’ ότι η Βασίλισσά σου.
Η Λούσι έμεινε σιωπηλή για λίγο. Σαν να συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι το χέρι της ήταν ακόμη στον ώμο του, το τράβηξε βιαστικά.
- Θα σε βοηθήσω. Όμως τώρα καλύτερα ξάπλωσε κι άσε εμένα να ξεφορτωθώ το πακέτο. Υπόσχομαι να μην κοιτάξω το περιεχόμενό του εφόσον δεν το επιθυμείς. Όχι ότι ο λόγος ενός δαίμονα θα έπρεπε να έχει κάποια αξία για σένα..., είπε με κάποια πικρία.
Ο Λαέρτης κάθισε στο κρεβάτι του κι έβγαλε τα γυαλιά του.
- Σ’ευχαριστώ για τα ρούχα, είπε απευθυνόμενος στη γενική κατεύθυνση όπου η μυωπία του του επέτρεπε να εντοπίσει το μαύρο της ενδυμασίας της.
- Ξεκουράσου.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα άκουσε την πόρτα του να κλείνει. Κατέρρευσε στο κρεβάτι και βυθίστηκε σ’έναν ύπνο δίχως όνειρα.


- Μωρό μου;
Φωνή σαν λιωμένη καραμέλα έφτασε στ’αφτιά της Μαρίνας. Σκατά, σκέφτηκε και πίεσε την πετσέτα στους καρπούς της. Σκατά, σκατά, σκατά. Ο διαβήτης της ξέφυγε από τα χέρια, λεκιάζοντας με αίμα τα πλακάκια του μπάνιου.
- Μαρίνα;
- Μισό λεπτό! φώναξε. Είμαι στο μπάνιο!
Μάζεψε βιαστικά το διαβήτη και σκούπισε το αίμα όσο καλύτερα μπορούσε. Φόρεσε τα δερμάτινα περικάρπια που χρησιμοποιούσε για να καλύπτει τις πληγές της. Έριξε μια ματιά στον καθρέφτη. Έδειχνε χάλια. Οι κύκλοι της αϋπνίας ήταν έντονοι κάτω από τα μάτια της. Φοβόταν να κοιμηθεί. Τα τελευταία δυο βράδια που ο Σάμαελ έτρεχε να διοργανώσει και να εμψυχώσει το στρατό, οι σκιές είχαν επιστρέψει.
Σκιές που της μιλούσαν, που της ψιθύριζαν φρικτά πράγματα, πράγματα από το παρελθόν που είχε ορκιστεί να ξεχάσει. Της μιλούσαν με τη φωνή εκείνου, πάντα με τη φωνή του κι ήταν μια φωνή που την τρομοκρατούσε ακόμη και τόσα χρόνια μετά.
Βγήκε από το μπάνιο κι έκλεισε το φως. Ο Σάμαελ ήταν αραχτός στον καναπέ κι έβλεπε «Χουάνα, η παρθένα». Καθώς μπήκε στο δωμάτιο, το βλέμμα του ταξίδεψε πάνω της κι έμοιαζε πιο φωτεινό ξαφνικά. Της έκανε χώρο να κάτσει δίπλα του κι έκλεισε την τηλεόραση.
- Μου έλειψες, του είπε έτοιμη σχεδόν να βάλει τα κλάματα.
- Είμαι εδώ τώρα, της είπε τρυφερά.
Και τότε τα μάτια του καρφώθηκαν στα περικάρπια.
- Το έκανες πάλι, έτσι δεν είναι;
Τα δάκρυα κύλησαν ελεύθερα αυτή τη φορά. Εκείνος όμως έκανε κάτι απρόσμενο. Έβγαλε τα περικάρπια από τα χέρια της με απίστευτη προσοχή και της φίλησε απαλά τα σημάδια. Για μια στιγμή η Μαρίνα περίμενε να τα δει να γιατρεύονται κι αμέσως μετά έβρισε νοερά τον εαυτό της που είχε παρασυρθεί από τα γελοία κλισέ περί αγγέλων.
- Μην αρνείσαι τα σημάδια σου. Σε κάνουν μοναδική. Πολύτιμη. Και μην τα κρύβεις από μένα. Είναι κομμάτι σου και, σαν κομμάτι σου, τα λατρεύω.