? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

29. Το δισκοπότηρο των δράκων

«Το να κινείσαι μέσα σε μια πυκνή συστάδα από γαύρους, δεν είναι ό,τι πιο εύκολο. Από ένα σημείο και μετά αισθάνεσαι σαν αγρίμι κρυμμένο μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν έχει σχέση με τον άνθρωπο. Εμένα όμως μου άρεσε αυτό που έκανα. Όσο και αν περιόριζαν τα πυκνά κλαδιά τις κινήσεις μου μέσα στον θαμνώνα εκείνο, εγώ ήμουν προσηλωμένος στις πόες. Τις συνέλλεγα ως δείγματα, κόλλαγα πάνω τους τις ετικέτες με τον αριθμό τους και τα τοποθετούσα στο δερμάτινο μικρό σακίδιο που είχα κρεμασμένο στη μέση μου. Ναι, κατά μία έννοια, ήμουν ένα αγρίμι. Αλλά ένα αγρίμι που ένοιωθε όμορφα, σαν να ζούσε στο φυσικό του βιότοπο.

Ενώ χάζευα τη πυξίδα μου για να καταγράψω την έκθεση, το μάτι μου πήρε ένα xeranthemum annum. Τα μοβ του πέταλα με προσέλκυαν, ενώ η σπανιότητα που εμφάνιζε στο συγκεκριμένο βουνό, καθιστούσε απαραίτητη την απόκτησή του. Το πρόβλημα ήταν ότι για να συμβεί αυτό, έπρεπε να χωθώ κάτω από κάτι ασπάλαθους που το περιέβαλαν. Μιλάμε για θάμνους που οι άκρες των κλαδιών τους είναι μυτερές σαν μεγάλα αγκάθια, οπότε καταλαβαίνεις ότι το εγχείρημα αυτό ήταν υπερβολικά ριψοκίνδυνο. Δε μάσησα καθόλου. Λίγες στιγμές μετά, σερνόμουν σαν ερπετό στο άνοιγμα που υπήρχε κάτω από τους ασπάλαθους, έχοντας τα αγκαθωτά τους κλαδιά μόλις λίγα εκατοστά πιο μακριά από το πρόσωπο μου. Ήμουν αποφασισμένος να φτάσω και να αποκτήσω την μοβ πόα και δε λογάριαζα τίποτα.

Όταν τα κατάφερα και η πόα κατέληξε στο σακίδιό μου μαζί με τις άλλες, αποφάσισα να πάρω μια ανάσα ξαπλωμένος ανάσκελα, μέχρι να επιστρέψω στον θαμνώνα των γαύρων, ακριβώς με τον ίδιο και επικίνδυνο τρόπο. Τότε είδα την οχιά που φλέρταρε με το πόδι μου. Φυσικά η καρδιά μου πήγε στη κούλουρη με το θέαμα αυτό. Ευτυχώς με έκοψε αρκετά ώστε να μείνω ακίνητος, λουσμένος στον κρύο ιδρώτα της αγωνίας μου και να ελπίζω ότι η οχιά σύντομα θα με εγκατέλειπε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχα δει φίδι στην έρευνα της διπλωματικής μου, αλλά τουλάχιστον τις προηγούμενες φορές αυτά δεν βρίσκονταν πάνω μου και -το κυριότερο – δεν ήταν οχιές. Προσπαθούσα να ξεχαστώ και να σκεφτώ κάτι άλλο, να αγνοήσω ακόμα και την αίσθηση που προκαλούσαν οι απειλητικές κινήσεις του φιδιού πάνω στο πόδι μου, αλλά αυτό το μαλακισμένο την είχε καταβρεί και δεν έλεγε να φύγει με τίποτα.

Τότε ήταν που άρχισε να δονείται το κινητό μου, στην τσέπη που είχα στο πέτο μου. Αμέσως το έβγαλα, μη τυχόν ο φαρμακερός εκείνος διάολος αντιλαμβάνονταν τη δόνηση και συνέβαινε το μοιραίο μια ώρα αρχύτερα. Ήταν η Αγγέλα. Τότε μου ήρθε η έμπνευση να απαντήσω στη κλήση της, μήπως και ξεχάσω την αγωνία μου, έστω και με αυτόν τον τρόπο. Τι γελάς ρε! Ας ήσουν εσύ στη θέση μου και τα λέμε.

“Έλα μανάρι. Ελπίζω να μη παριστάνεις τον Ράμπο πάλι”

Άκουσα τη φωνή της και μπορούσα άνετα να πάρω όρκο ότι αναθάρρεψα για λίγο. Ήταν μια φωνή λατρεμένη, όπως όλα πάνω στην Αγγέλα κατά το διάστημα εκείνο. Όταν όμως απάντησα, η δική μου βγήκε κάπως τρεμάμενη. Ίσως γιατί ο έρπον θάνατος, ακόμη σάλευε πάνω στο πόδι μου.

“Γεια σου μανάρι. Με πέτυχες σε πολύ μυστήρια στιγμή”
“Αμάν ρε Μιχάλη. Θα πάθεις τίποτα και θα σε κλαίμε άδικα. Πάλι από καμιά χαράδρα κρέμεσαι; Εμένα που ανησυχώ για σένα, δε με σκέφτεσαι δηλαδή;”
“Αλήθεια με σκέφτεσαι;”, ρώτησα προσπαθώντας ακόμη να ακουστώ ψύχραιμος.
“Αφού σε αγαπώ, βρε χαμένε. Πως θα μοιραστούμε μια ολόκληρη ζωή μαζί, αν σου συμβεί κάτι;”
“Μωρό μου, ξέρω το πόσο με αγαπάς και δε χρειάζεται να μου το λες συνέχεια. Μην ανησυχείς καθόλου για μένα. Δεν είμαι δα και κάνα μωρό. Απλώς θα σε πάρω σε λίγο γιατί… γιατί έχω ένα ψιλοπρόβλημα”.

Της το έκλεισα, από φόβο μη προδώσω τη κατάστασή μου. Έπειτα έκλεισα εντελώς τη συσκευή. Κοίταξα και πάλι το πόδι μου και ένιωσα μια απίστευτα γλυκιά ανακούφιση. Η οχιά δε βρίσκονταν πλέον πάνω του. Σίγουρα όμως, δεν είχε ακόμη απομακρυνθεί αρκετά. Άρχισα να σέρνομαι με γρήγορες κινήσεις προς τα μπρος, αποφασισμένος να εγκαταλείψω τους ασπάλαθους και να βγω στον δρόμο. Δεν ήμουν καθόλου ψύχραιμος πλέον. Σερνόμουνα σαν μανιακός. Με τα ρούχα γεμάτα χώμα, κατάφερα τελικά να βγω από τους θαμνώνες. Ένιωσα τον ήλιο να με υποδέχεται με το φως του και θέλησα να σηκωθώ πάλι όρθιος. Αρκέστηκα όμως στο να το θέλω. Δε το έκανα κιόλας. Γιατί μπροστά μου, στέκονταν τέσσερις στρατιώτες και με σημάδευαν με τα G3 τους απειλητικά. Είχα χεστεί πάνω μου.

“Καταπατάς στρατιωτική περιοχή”, μου είπε ένας από αυτούς".




Στο κήπο της βίλλας του Μπαάλ, βασίλευε το απόλυτο σκοτάδι. Τα τζιτζίκια δίνανε τη συναυλία τους όπως κάθε νύχτα εκφράζοντας την παροιμιώδη ξεγνοιασιά τους.

Εκείνες τις μέρες, οι άνθρωποι ζήλευαν ακόμη και τα τζιτζίκια.

Ο κόσμος διέτρεχε έναν θανάσιμο κίνδυνο από τον παράδοξο πόλεμο που είχε ξεσπάσει πάνω του. Οι πόλεις είχαν οχυρωθεί και κανείς δε τολμούσε να απομακρυνθεί από αυτές. Οι αυτοκινητόδρομοι είχαν αδειάσει. Η ανθρωπότητα δεν ήξερε πλέον τι θα της ξημερώσει.

Ο Μιχάλης και ο Λαέρτης κάθονταν στο τραπέζι έξω από τη βίλλα βυθισμένοι μέσα στις σκιές και προσπαθούσαν να κάνουν ότι έκαναν όλοι οι θνητοί εκείνο τον καιρό. Να ξεχαστούν, λέγοντας διάφορες ιστορίες από τη ζωή τους. Η ιστορία του Μιχάλη, τελικά πέτυχε τον στόχο της, καθώς προκάλεσε ένα νευρικό γέλιο στον Λαέρτη.

«Από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη πήγες», διαπίστωσε. «Φαντάζομαι ότι ο στρατός σε ταλαιπώρησε περισσότερο από το φίδι»

«Είδα κι έπαθα να ξεμπλέξω», παραδέχτηκε ο Μιχάλης προσπαθώντας να παραμείνει σοβαρός. «Με τις ώρες με κρατούσανε και προσπαθούσα να τους πείσω ότι έκανα τη διπλωματική μου». Αναστέναξε νοσταλγικά. «Καλές εποχές», κατέληξε.

«Αυτό, το λέει κάποιος όταν θυμάται μια περιπέτεια που έζησε», επισήμανε ο Λαέρτης. «Αυτό θα το πεις και όταν όλα όσα περνάμε τώρα τελειώσουν. Τότε θα θυμάσαι ότι βοήθησες τον κόσμο μας. Ότι έκανες όσα μπορείς ώστε να περιορίσεις τους κίνδυνους του καταστροφικού πολέμου της Τίαματ. Η επικίνδυνη αυτή θεά, ακούει τις συμβουλές σου και αυτό δε το έκανε ποτέ στο παρελθόν με κανέναν. Είσαι αιώνια αποκλειστικότητα, φίλε μου».

Ο Μιχάλης αναστέναξε. «Δε τη παλεύω, Λαέρτη. Όσο και αν με ακούει, εξακολουθεί να καταστρέφει και να σκοτώνει. Εγώ απλώς το περιορίζω αυτό. Δε το αποτρέπω. Με έχει κουράσει αυτή η κατάσταση».

«Την αγαπάς όμως»

Ο Μιχάλης, εκπλάγηκε στο άκουσμα αυτής της φράσης. Δεν το περίμενε ότι ο φίλος του, είχε ανακαλύψει κάτι που αυτός έκανε ό,τι μπορούσε ώστε να μη φανεί. «Είναι ένα περίεργο είδος αγάπης αυτό που αισθάνομαι», παραδέχτηκε. «Δεν είναι έρωτας ακριβώς. Δε το έχω νιώσει ποτέ έτσι, στο παρελθόν».

«Αυτή σου δίνει τη δυνατότητα να της δώσεις να καταλάβει το πόσο άσχημο πράγμα είναι ο θάνατος που σκορπά. Προσπαθώντας να το πετύχεις αυτό, είναι σα να επιδιώκεις να συγχωρέσεις τον εαυτό σου για το λάθος που έκανες και που σε ταλαιπωρεί. Αυτό νομίζω εγώ».

«Ίσως», είπε ο Μιχάλης σκεφτικός. Έπειτα χαμογέλασε. «Σήμερα το πρωί, λίγο πριν πάμε στη κοιλάδα να δώσει τις εντολές της στο στρατό, την είδα να βάφεται με κραγιόν μπροστά στον καθρέφτη. Ο καθρέφτης όμως, δεν έδειχνε τη μορφή της. Έδειχνε τη Μαίρη. Χαμογελούσε και έδειχνε ευτυχισμένη που βρίσκονταν μέσα στην Τία. Αλήθεια σου λέω, πολύ χάρηκα με αυτή την εικόνα. Αλλά όλα τα ωραία που ζω με την Τία, κρατάνε λίγο, γιατί κάθε φορά που ανοίγω τη τηλεόραση και ακούω για τις καταστροφές του πολέμου της, αισθάνομαι κάπως υπεύθυνος. Ευτυχώς το πρωί συνάντησα τον Άμπα, τον τρελογιατρό και του το είπα, μήπως και μπορέσει αυτός να κανονίσει κάτι».

Ενώ τα έλεγε αυτά ο Μιχάλης, ένας ψυχρός συριγμός ακούστηκε απότομα από πίσω του, κοντεύοντας να του κόψει τη χολή.

«Λαέρτη, σε χρειάζομαι. Θα είμαι μέσα και θα σε περιμένω με τον Αββαδών».

Γύρισε πίσω του και είδε τη μορφή της Λούσι να διαγράφεται ανατριχιαστικά στο σκοτάδι.

«Σε πέντε λεπτά θα είμαι εκεί, Λούσι», της είπε ο Λαέρτης που σε αντίθεση με εκείνον, έδειχνε πολύ ψύχραιμος.

Χωρίς να προσθέσει τίποτα, η Λούσι τους γύρισε τη πλάτη της και άρχισε να επιστρέφει στη βίλλα.

«Πώς την αντέχεις ρε συ, την κακιά τη μάγισσα;», ρώτησε ο Μιχάλης τον φίλο του. «Τις προάλλες, μια κουβέντα της είπα και τρίζανε οι διάδρομοι».

Ο Λαέρτης, του έσκασε απλώς ένα τζιοκόντιο χαμόγελο και σηκώθηκε να κατευθυνθεί κι αυτός προς τη βίλλα.



Ο Σεθ Άμπα ή αλλιώς Αββαδών, κάθονταν στο γραφείο του ακουμπώντας το πιγούνι του στο χέρι του. Τις μέρες εκείνες προτιμούσε να μη τις περνάει στη βίλλα, αλλά πολύ μακριά. Είχε σχεδόν παραιτηθεί από τον πόλεμο και προφανώς τον απασχολούσε κάτι άλλο, που δεν το μοιράζονταν με κανέναν. Ο Λαέρτης του έριξε μια ματιά και έπειτα στράφηκε προς τη Λούσι, που τον κοίταζε χαμογελαστή ακουμπώντας το πόδι της πάνω σε μια καρέκλα, με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλύπτεται η κατάλευκη σάρκα της κάτω από το μαύρο φόρεμα μέχρι το γόνατο και να τον προκαλεί να τη χαϊδέψει. Ήταν άραγε μια από τις γητειές της, ή ήταν και πάλι δικό του το πρόβλημα;

«Συμβαίνει κάτι και με ζητήσατε;», τους ρώτησε γεμάτος περιέργεια.

«Τι άλλο θα μπορούσε να συμβαίνει, Λαέρτη;», ρώτησε η Λούσι. «Σε χρειάζομαι». Άραγε αυτόν ειρωνεύονταν ή τον εαυτό της; Ή μήπως και τους δυο τους;

Ο Σεθ Άμπα, προσπάθησε να χαμογελάσει. «Σήμερα η βασίλισσα, μας έδωσε την άδειά της να μεταφέρουμε ένα μεγάλο μέρος του στρατού μας στον αέρα. Οι έκπτωτοι θα ακολουθήσουν εφόσον διαθέτουν τα φτερά τους και έτσι οι καταστροφές που γίνονται στο έδαφος, θα περιοριστούνε. Το σκέφτηκα με τη βοήθεια της Λούσι, αφού έλαβα υπόψη το αίτημα του Μιχάλη να βοηθήσω όπως μπορώ την κατάσταση».

«Πολύ καλή ιδέα», διαπίστωσε ο Λαέρτης με έναν διάχυτο ενθουσιασμό. Έπειτα απόρησε. «Οι δαίμονες όμως που διαθέτουν φτερά, είναι απ’ ότι ξέρω λίγοι. Πώς λοιπόν θα το πετύχετε αυτό;».

«Θα ξυπνήσουμε τους δράκους», απάντησε ο Άμπα.

Ο Λαέρτης σάστισε και έμεινε σιωπηλός.

Ο Άμπα άρχισε να εξηγεί. «Οι δράκοι σους οποίους αναφέρομαι είναι σχετικά μικροί και κατοικούν κάτω από λίμνες σε όλο τον κόσμο. Οι λίμνες αυτές, ονομάζονται δρακολίμνες. Εκεί κοιμούνται, μέχρι να τους ξυπνήσει η δρακοβασίλισσα, δηλαδή η βασίλισσά μας. Μπορούμε να τους χρησιμοποιήσουμε σαν μεταφορικά μέσα για τον στρατό. Με αυτό τον τρόπο, ένα μέρος της μάχης θα μεταφερθεί στον ουρανό. Το πρόβλημα είναι ότι οι δράκοι μπορούν να προκαλέσουν ζημιές και δεν υπακούν σε κανέναν, παρά μόνο στη βασίλισσα. Υπάρχει όμως ένα αντικείμενο που μπορεί να τους καταστήσει υπάκουους και το οποίο βρίσκεται εδώ, στον κόσμο αυτό. Έχει σφυρηλατηθεί από τον Τάνταλο και έχει εμπλουτιστεί με τη πιο αρχέγονη σοφία του σύμπαντος. Είναι ένα κύπελλο, που λέγεται “το δισκοπότηρο των δράκων’. Δυστυχώς όμως, οι άγγελοι κάποτε το έδεσαν πάνω σε ένα βράχο, από τον οποίο δε μπορεί να ξεκολλήσει με καμία δύναμη. Ήταν βλέπεις, ένα μέτρο που πήρανε ώστε να μη πέσει ποτέ στα χέρια της βασίλισσάς μας. Βρίσκεται σε μία κατακόμβη, στη Λαμία. Το μόνο που μπορεί να το ελευθερώσει, είναι λίγη αιθέρια ενέργεια από τους ουρανούς».

«Κατάλαβα», είπε ο Λαέρτης κουνώντας το κεφάλι του. «Το φωτοστέφανο δηλαδή. Λοιπόν, σας ευχαριστώ για την προτίμηση που μου δείξατε, αλλά δε θα πάρω. Αυτή η μπαλίτσα, μου προκαλεί πονοκεφάλους».

Γύρισε τη πλάτη του προς τον Αββαδών, αποφασισμένος να εγκαταλείψει το δωμάτιο. Έπειτα όμως σκέφτηκε, ότι άξιζε η μικρή αυτή θυσία για το καλό του κόσμου του. Ύψωσε το βλέμμα του και αντίκρισε το πονηρό χαμόγελο της Λούσι.

«Θα το κάνω», είπε αποφασιστικά.

Η Λούσι έλυσε τη σιωπή της. «Έχω στη κατοχή μου διάφορα υποκατάστατα της αιθέριας ενέργειας, που μπορούν να κάνουν την ίδια δουλειά με το φωτοστέφανο, σε ότι αφορά το ξεκλείδωμα του δισκοπότηρου».

«Τότε γιατί δε πας μόνη σου; Τι με θες εμένα και το φωτοστέφανο;», ρώτησε ο Λαέρτης.
«Βρίσκεται μέσα σε εκκλησία», απάντησε η Λούσι με ένα ειρωνικό νάζι.

Ο Λαέρτης στράφηκε προς τον Άμπα γεμάτος έκπληξη.

«Η κατακόμβη επικοινωνεί με το ιερό του ναού του Αγίου Ανδρέα», εξήγησε ο Άμπα. Ο ναός χρήστηκε έτσι ώστε να προστατεύσει το μυστικό της κατακόμβης, που είναι το δισκοπότηρο των δράκων. Η Άσταροθ θα έρθει μαζί σου, αλλά θα πρέπει να την προσέξεις, γιατί με τους ιερείς μπορεί να γίνει κάπως…ανεξέλεγκτη».

«Έως θανάσιμη», συμπλήρωσε η Λούσι για τον εαυτό της και χωρίς να πάψει καθόλου να χαμογελά. «Γι' αυτό παλιότερα φρόντιζα να σε συναντάω στο έρημο παρεκκλήσι όπου σύχναζες. Ήταν σχεδόν πάντα άδειο και με βόλευε αφάνταστα. Ωστόσο, οι πόλεις σας έχουν κυκλωθεί από τις αρχές και τον στρατό και είναι δύσκολη η πρόσβαση σε αυτές. Θα σε βοηθήσω να μπεις στη Λαμία και θα έρθω μαζί σου στο άντρο των ρασοφόρων. Δε μπορώ βέβαια να σου εγγυηθώ για την ασφάλειά τους».

«Κατάλαβα», είπε ο Λαέρτης ξεφυσώντας. «Πότε θα πάμε;»
«Τι λες για αύριο;», τον ρώτησε ο Άμπα.



Ο Ρούσιελ, ο επικεφαλής του ενδέκατου τάγματος των εκπτώτων, χάζευε τους άντρες του όπως ξαπόσταιναν γύρω από τη φωτιά, αποκαμωμένοι από τη κούραση της μάχης και από τις πληγές που τους χάρισε. Στέκονταν πάνω σε ένα ύψωμα σκεφτικός. Πόσο ακόμη θα άντεχαν να αντιστέκονται; Όσες νίκες και αν είχαν επιτύχει, η σαδίστρια θεά φρόντιζε πάντα να αναπληρώνει τις απώλειες του στρατού της από το σχεδόν ανεξάντλητο απόθεμα της κόλασης. Όμως ο Πρίγκιπάς τους, τους χάρισε ελπίδα πολύ πριν η μάχη ξεκινήσει. Πριν ακόμη η θεά ξαναζήσει και περπατήσει ξανά στο σύμπαν. Τους είχε δώσει από τότε την πιο ελπιδοφόρα υπόσχεση.

Ο Ρούσιελ, έπιασε τον εαυτό του να έχει απομακρυνθεί αρκετά από τους άντρες του και να περπατά απορροφημένος στις σκέψεις του. Το σκοτάδι τον είχε καταπιεί σχεδόν και μόνο το φεγγάρι το εμπόδιζε να τον καταπιεί εντελώς. Μέσα σε αυτό, ήταν μια ανεπαίσθητη κίνηση, η αίσθηση μιας επερχόμενης απειλής που συντάραξε το μυαλό του.

Ο στρατηγός Ασμοδαίος, στέκονταν μπροστά του.

Ο Ρούσιελ τράβηξε απότομα το ξίφος του και ήταν έτοιμος να ξεστομίσει τις τελευταίες του λέξεις, πριν πεθάνει αντιστεκόμενος σθεναρά, μέσα στα θανάσιμα χέρια του δαίμονα. Δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσει από τη πολεμική μανία που κυρίευε τον Ασμοδαίο στη μάχη.

«Μη ταράζεσαι Ρούσιελ», του είπε ο στρατηγός δαίμονας. «Θέλω απλώς να σου μιλήσω».

Ο Ρούσιελ απόρησε. «Να μου μιλήσεις; Έχω ακούσει πολλά για σένα στη κόλαση και ξέρω πολύ καλά ότι το τελευταίο πράγμα που κάνεις στους αντιπάλους σου, είναι να τους μιλάς».

Ο Ασμοδαίος χαμογέλασε. «Και γω έχω ακούσει πολλά για σένα. Έρχομαι όμως ειρηνικά ως απεσταλμένος από τη βασίλισσα». Κοίταξε το καχύποπτο βλέμμα του εκπτώτου και συμπλήρωσε. «Εντάξει, απλώς μου επέτρεψε να πάρω τη πρωτοβουλία να γίνω απεσταλμένος της».

Ο Ρούσιελ γέλασε κάπως κοροϊδευτικά. Έπειτα σοβάρεψε. «Σε ακούω στρατηγέ», είπε.

«Θέλω να μεταφέρεις στους δικούς σας το μήνυμά μου. Πες τους ότι με τα τη πάροδο δύο γήινων ημερών, εμείς θα βρισκόμαστε στον αέρα χρησιμοποιώντας δράκους. Θα βασιστούμε στο τάγμα των Στυξ, ώστε οι δράκοι να συγκεντρωθούν όλοι στο ίδιο μέρος. Οι Στυξ όπως ξέρεις, φτιάχνουν περάσματα και μεταφέρονται μέσα από αυτά σε μεγάλη απόσταση. Θα μεταφερθούν λοιπόν στις δρακολίμνες αυτού του κόσμου και θα χρησιμοποιήσουν τα περάσματά τους, για να συγκεντρώσουν τους δράκους μπροστά στη βασίλισσα. Από σας θέλουμε απλώς να μας ακολουθήσει στον ουρανό ένα μεγάλο τμήμα σας. Με αυτόν τον τρόπο, οι ζημιές στο έδαφος θα περιοριστούνε».

Ο Ρούσιελ έβαλε και πάλι τα γέλια. «Της έπιασε ξαφνικά καημός της βασίλισσας για τον κόσμο αυτό; Μήπως είναι άρρωστη;»

Ο Ασμοδαίος χαμογέλασε. «Απλώς εσύ μετέφερε το μήνυμα μου».

Έπειτα άρχισε να απομακρύνεται δείχνοντας άνετος.

«Στρατηγέ», φώναξε ο Ρούσιελ.

Ο Ασμοδαίος γύρισε.

«Λένε ότι δεν είσαι τόσο βίαιος στη μάχη όσο υπήρξες μέσα στους αιώνες. Λένε ότι στη μάχη αυτή έχεις χάσει τη φόρμα σου. Τι σου συμβαίνει;»

Ο Ασμοδαίος χλόμιασε. Για λίγο πρόδωσε την αμηχανία του. «Φύγε πριν χάσω την υπομονή μου και ξαναβρώ τη φόρμα μου αυτή τη στιγμή».

«Όπως επιθυμείς», είπε ο Ρούσιελ απτόητος.

Ο Ασμοδαίος άρχισε να κυριεύεται από αγωνία καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται. Οι έκπτωτοι άρχισαν να αντιλαμβάνονται το μυστικό του. Το μυστικό του, κινδύνευε να φανερωθεί.

Αν έφτανε στα αφτιά της βασίλισσας, δε θα δίσταζε να τον σκοτώσει.



Η Τίαματ, διέσχιζε τον ευρύ διάδρομο της βίλλας του Μπάαλ, έτοιμη να υποδεχτεί την αντιπροσωπεία των Στυξ που την περίμενε στο σαλόνι. Αυτοί θα εκτελούσαν πρόθυμα της εντολές της, όπως όλοι οι ακόλουθοί της. Η αγάπη τους για τη ζωή τους, ήταν το κοινό στοιχείο που τους ένωνε όλους. Η Τίαματ το ήξερε καλά αυτό, οπότε δεν ανησυχούσε για τίποτα.

Οι τέσσερις επικεφαλείς των Στυξ, γονάτισαν αμέσως μόλις αντιλήφθηκαν την παρουσία της. Φορούσαν ως συνήθως ράσο με κουκούλα από την οποία πρόβαλε μονάχα η αποκρουστική και μακρουλή μύτη τους. Το μόνο άλλο πράγμα που πρόβαλε από το ράσο αυτό ήταν τα πελώρια μαύρα νύχια τους.

Ο Μιχάλης κάθονταν στο μπαρ και έδειχνε απορροφημένος σε μία συζήτηση με τη Πολύμνια, την χρονικογράφο του πολέμου της. Η Πολύμνια, δεν είχε αντιληφθεί την παρουσία της όταν μπήκε στο δωμάτιο και δεν γονάτισε όπως τους Στυξ. Η Τίαματ, στάθηκε λίγο κοιτάζοντας αλλού, δίνοντας έτσι τον χρόνο στην ακόλουθό της να αντιληφθεί το λάθος της και να το βάλει στα πόδια.

Πράγματι, όταν επανέφερε το βλέμμα της στο μπαρ, είδε την Πολύμνια να τρέχει πανικόβλητη προς την πίσω πόρτα και τον Μιχάλη να την κοιτάζει με απορία, χωρίς να φαίνεται να κατάλαβε το τι είχε συμβεί. Η Τίαματ, ως θεά που ήταν, συγκράτησε το γέλιο της με επιτυχία.

Έπειτα προχώρησε προς τους Στυξ. «Σηκωθείτε», πρόσταξε. Οι δαίμονες υπάκουσαν.

«Πάτε δρακολίμνες», τους είπε. «Φέρτε δράκους».

Αυτό ήταν. Με μία ελαφρά υπόκλιση, οι Στυξ εγκατέλειψαν το δωμάτιο, έτοιμοι να πραγματοποιήσουν την εντολή της. Θα έπαιρναν τις θέση τους στις δρακολίμνες και θα περίμεναν τη θεά να ξυπνήσει τους δράκους κρατώντας το δισκοπότηρο. Όταν βέβαια το αποκτούσε.

Η Τίαματ κατευθύνθηκε προς το Μιχάλη χαμογελαστη.

«Τρομάζεις τον κόσμο. Το ξέρεις;», της είπε αυτός χαμογελώντας επίσης.

«Χρόνια τώρα», παραδέχτηκε η Τίαματ πειραχτικά.

«Έμαθα ετοιμάζεις κάτι καλό. Μπράβο σου».

Τον κοίταξε με ζεστασιά. «Για σένα», του είπε.

Ο Μιχάλης ένιωσε ευτυχία. Μετά από τόσο καιρό, μετά από τόσους άθλιους και επώδυνους μήνες. Αγνή και καθάρια ευτυχία.

Η Τίαματ έκανε να απομακρυνθεί, ωστόσο κοντοστάθηκε με την αυθόρμητη ερώτηση που της απεύθυνε. «Με αγαπάς;».

Γύρισε και τον κοίταξε χαμογελαστή ενώ στα γαλανά μάτια της έπαιζε ένας χαριτωμένος προβληματισμός. «Δε ξέρω», απάντησε.

Ο Μιχάλης θυμήθηκε τις τόσες φορές στη ζωή του που είχε ακούσει ένα ξεκάθαρο «ναι» ή ένα ξεκάθαρο «όχι».

«Καλή απάντηση», παραδέχτηκε ανταποδίδοντάς της το χαμόγελο. «Καλή απάντηση».

Βγαίνοντας από το δωμάτιο, η Τίαματ ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Δε ξέρω», ψέλλισε γεμάτη απόγνωση.

Δεν ήταν ότι δεν ήξερε αν αγαπά.

Δεν ήξερε να αγαπά.