? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2009

33. Λάκσμι

Το πρώτο φως του πρωινού πρόβαλλε δειλά μέσα από τα γύρω βουνά αχνοφέγγοντας την μεγάλη κοιλάδα. Ο Μιχάλης στέκονταν στην αυλή της βίλλας του Μπάαλ βλαστημώντας το γεγονός ότι έπρεπε να ξυπνήσει από τόσο νωρίς. Η δαιμόνισσα Πολύμνια, πρόβαλλε στο βάθος κρατώντας στις μασχάλες της δύο μεγάλα ξύλινα κασόνια. Φορούσε ένα παραμυθένιο φόρεμα όπως κάθε φορά που ο Μιχάλης τη συναντούσε, ενώ οι δείκτες των χεριών της, αγκαλιάζονταν από δύο σιδερένια προσαρτήματα που έμοιαζαν με μακριά νύχια. Τα νύχια αυτά στην πραγματικότητα ήταν γραφίδες, τις οποίες η δαιμόνισσα χρησιμοποιούσε πολλές φορές αντί του φτερού της, ώστε να αξιοποιήσει το μελάνι που πήγαζε από μέσα της πάνω στους παπύρους όπου κατέγραφε με μία αξιοθαύμαστη αντικειμενικότητα το χρονικό του πολέμου που είχε ξεσπάσει.

Ο Μιχάλης τη θαύμαζε για το έργο της, αλλά και για την ομορφιά της. Οι πυρόξανθες γυναίκες, ανέκαθεν τον γοήτευαν και τα κωνικά κερατάκια της, της πρόσδιδαν μια επιπλέον χάρη. Η αλυσιδίτσα που στόλιζε το μέτωπό της την έκανε να εκπέμπει αίγλη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, είχαν μιλήσει ελάχιστα, ωστόσο τα λόγια που αντάλλαξαν ήταν αρκετά για να δημιουργηθεί μεταξύ τους μία ιδιαίτερη φιλία.

Με το που μπήκε η Πολύμνια στην αυλή, άφησε εμπρός του τα δύο κασόνια και τον κοίταξε με τα πανέμορφα μάτια της που ακτινοβολούσαν σοφία, γοητεία και σεμνότητα.

«Η βοήθεια σου στο έργο μου είναι πολύτιμη. Αν δεν ήσουν και συ, θα έπρεπε να διασχίσω τη μεγάλη πύλη ώστε να τα αφήσω στον οίκο μου και θα έχανα πολύτιμο χρόνο από την καταγραφή της ιστορίας».

«Δεν κάνει τίποτα, Πόλυ», απάντησε ο Μιχάλης με χαμόγελο. «Μου αρέσει πολύ που θα σε βοηθήσω. Αν κατάλαβα καλά, θέλεις να τα μεταφέρω κάπου που να είναι ασφαλή».

«Τα χρονικά που βρίσκονται αποθηκευμένα σε αυτά, σημαίνουν τα πάντα για μένα, αλλά και για τον κόσμο σου. Το καλό που σου θέλω, να τα σεβαστείς όσο σέβεσαι τον εαυτό σου».

Ο Μιχάλης γοητεύτηκε με τον τρόπο που η Πόλυ χρησιμοποίησε την έκφραση «το καλό που σου θέλω». Από τη μία ήταν δαιμόνισσα και τέτοιες εκφράσεις ήταν μέρος της αντίληψης που είχαν για τους ανθρώπους. Από την άλλη, ο τρόπος με τον οποίο τη διατύπωσε και το ύφος της, έδειχνε ότι στην ουσία τον παρακαλούσε.

«Μην σκας καθόλου Πόλυ. Θα προσέξω το έργο σου σαν τα μάτια μου. Γιατί όμως δε θες να τα βάλω μέσα στη βίλλα; Έχουμε μια ωραία αποθήκη που…»

«Δεν επιθυμώ κάτι τέτοιο και δε θέλω να σου εξηγήσω το γιατί», απάντησε η δαιμόνισσα προσπαθώντας να κρύψει κάποια αμηχανία που έκρυβε μέσα της. «Απλώς μετέφερε τα σε κάποιο μέρος που να γνωρίζεις μόνο εσύ και που εντός του θα είναι ασφαλή. Βασίζομαι σε εσένα και στον λόγο σου».

«Μην ανησυχείς καθόλου, ομορφούλα», είπε ο Μιχάλης καθησυχαστικά. «Γνωρίζω ένα τέτοιο μέρος. Υπάρχουν τελευταία πολύ δυσκολότερα πράγματα για μένα από αυτή τη μικρή χάρη που μου ζητάς. Η Τία ξέρεις, με έχει βάλει πάλι σε μπελάδες».

Η Πολύμνια τον κοίταξε με κατανόηση. «Σου είπε η βασίλισσά μου μήπως, για πιο λόγο θέλει να πετάξει μαζί μας;»

«Δε μπόρεσα να βγάλω άκρη. Όχι ότι έβγαλα ποτέ άκρη μαζί της, δηλαδή. Όταν ο στρατός θα απογειωθεί με τους δράκους πάντως, θέλει να ταξιδέψει και αυτή μαζί του. Αν κάνει καμιά μαλακία και θέλει να συμμετέχει στη μάχη με τους έκπτωτους, τότε ο κόσμος μου θα κινδυνεύσει θανάσιμα. Θα είμαι μαζί της βέβαια όπως πάντα, αλλά δε ξέρω αν αυτή τη φορά καταφέρω να τη συμμαζέψω».

«Η βασίλισσά μου, βασίζεται πάντα στα λόγια σου και δε νομίζω να κάνει κάτι που θα βλάψει τον κόσμο σου. Θα βρίσκομαι όμως και γω μαζί σου, στο πλάι της βασίλισσας, για να καταγράψω το χρονικό των μαχών. Ίσως η παρουσία μου στο πλευρό σου, να σου δώσει θάρρος».

«Θα μου δώσει», παραδέχτηκε ο Μιχάλης. «Μου ανεβάζεις το ηθικό με πολλούς τρόπους εσύ».

Η Πολύμνια χαμογέλασε κολακευμένη. «Θα τα πούμε στην πτήση, θνητέ. Μέχρι τότε, φρόντισε να κάνεις αυτό που συμφωνήσαμε και θα σου είμαι ευγνώμον».

«Μην ανησυχείς. Τα κασόνια με τους παπύρους σου, θα πάνε σε ασφαλές μέρος».

Η Πολύμνια έριξε μια τελευταία ματιά στα κουτιά της, κοιτάζοντάς τα σαν να πρόκειται για παιδιά της. Έπειτα απομακρύνθηκε σιωπηλή.

«Στα αρχίδια μου», μουρμούρισε ο Μιχάλης όταν έμεινε μόνος. «Εδώ μέσα θα τα αφήσω. Σιγά μη πάρω τους δρόμους. Άκου λέει, δε τα θέλει στη βίλλα… Γυναίκες…».



Οι δράκοι υψώθηκαν στους ουρανούς και διασπάστηκαν, ώστε ο στρατός των δαιμόνων που τους καβάλαγε να οδηγούνταν σε διάφορες επί μέρους μάχες με τους έκπτωτους αγγέλους. Οι μικροί στόλοι που σχημάτιζαν ταξίδευαν, διασχίζοντας στην πορεία τους τον ουρανό διάφορων πόλεων και γεμίζοντας με δέος τους θνητούς που τους χάζευαν από χαμηλά.

Σε έναν από τους μικρούς αυτούς στόλους, δέσποζε η μικρή και επιβλητική μορφή της βασίλισσας. Μοιράζονταν τον ίδιο δράκο με τον Μιχάλη και ο δράκος αυτός βρίσκονταν μπροστά απ’ όλους τους υπόλοιπους. Ο Μιχάλης αγκάλιαζε τη μικρή βασίλισσα τρυφερά, αν και έδειχνε κάπως ανήσυχος για το τι σχεδίαζε να κάνει. Σχεδόν δίπλα τους, πετούσε ένας άλλος ο οποίος μετέφερε την Πολύμνια. Η σοφή δαιμόνισσα φρόντισε να μη χάσει καθόλου χρόνο και καθώς καβαλούσε το μικρό ιπτάμενο θεριό, γέμιζε έναν ακόμη πάπυρο με το μελάνι που έκκρινε και με τη βοήθεια των σιδερένιων νυχιών που είχε προσαρμόσει στα χέρια της.

Ο Μιχάλης της έπιασε κουβέντα, έτσι ώστε να απομακρύνει τη σκέψη του από το καινούργιο πρόβλημα που τον έκαιγε.

«Τι γράφεις, Πόλυ;»

«Κάνω μια αναφορά στις περιοχές που θα ξεσπάσουν οι ιπτάμενες μάχες».

«Ελπίζω να μη σκοπεύεις να βρίσκεσαι πολύ κοντά στη δική μας μάχη και μας πάθεις τίποτα».

Η Πόλυ χαμογέλασε. «Μην ανησυχείτε για μένα. Η καταγραφή της ιστορίας, προϋποθέτει μερικές φορές τολμηρές αποφάσεις».

«Όταν όλα τελειώσουν με το καλό», της είπε ο Μιχάλης, «θα ήθελα πολύ να πάμε για κάνα καφέ μαζί».

Η δαιμόνισσα προβληματίστηκε για λίγο. Τελικά κατέληξε. «Καφεΐνη! Τονώνει το πνεύμα των θνητών. Δεν έχω δοκιμάσει ποτέ, για να είμαι ειλικρινής».

«Ακόμη καλύτερα τότε», φώναξε ο Μιχάλης γεμάτος ενθουσιασμό.

Τότε, η θεά που όλη εκείνη την ώρα ήταν σιωπηλή, γύρισε προς τη Πολύμνια, ρίχνοντάς της ένα βλέμμα που της πάγωσε το αίμα.

«Γράφουν… κι άλλες!», της υπενθύμισε.

Η Πολύμνια χλόμιασε στο άκουσμα της φράσης αυτής. «Συγχώρεσε με βασίλισσα και θεά μου», είπε με φωνή που έτρεμε. Η αιώνια ζωή της, μόλις είχε απειληθεί.

Η Τίαματ γύρισε και πάλι μπροστά και συνέχισε στη σιωπή της.

«Μαλακισμένο», μουρμούρισε ο Μιχάλης, χωρίς να νοιαστεί αν η θεά που βρίσκονταν στην αγκαλιά του τον άκουγε. Αυτή πράγματι τον άκουσε, αλλά δεν είπε τίποτα.

Μετά από αρκετή ώρα, ο δράκος του Μιχάλη και της Τίαματ ξεμάκρυνε από το υπόλοιπο σμήνος. Η κίνηση αυτή εξέπληξε τον Μιχάλη, καθώς κατάλαβε ότι επρόκειτο για κάποια τηλεπαθητική εντολή της βασίλισσας προς το θεριό που καβαλούσε μαζί της. Συνειδητοποίησε ότι τελικά η Τία δεν είχε κανένα σκοπό να παραβρεθεί στην αερομαχία. Μαζί του, το συνειδητοποίησε και όλη η διμοιρία των δαιμόνων που τους κοίταζαν σαστισμένοι καθώς απομακρύνονταν από κοντά τους.

Ο δράκος προσγειώθηκε σε μία ταράτσα ενός κτηρίου, που στον Μιχάλη δεν έλεγε τίποτα. Η απορία του για τις ενέργειες της Τίας, ήταν πιο έντονη από ποτέ. Καθώς κατέβαινε από τον δράκο μαζί της, εκείνη απλώς τον κοίταξε και του είπε «Μείνεις εδώ».

«Θα μου πεις επί τέλους περί τίνος πρόκειται;», τη ρώτησε φανερά ενοχλημένος.

«Επίσκεψη», είπε εκείνη σχεδόν αδιάφορα. «Περίμενε εδώ».

«Αποκλείεται», δήλωσε ο Μιχάλης έτοιμος να βάλει τα γέλια από θυμό. «Δεν πρόκειται να σε αφήσω μόνη σου να κάνεις καμιά μαλακία».

«Εμπιστέψου με», είπε η Τίαματ αποφασιστικά.

Ο Μιχάλης ξεφύσησε. «Εντάξει βρε Τία, θα σε περιμένω. Ελπίζω μόνο να μην αργήσεις, γιατί θα με φάει η αγωνία εδώ πάνω».

Η Μαρίνα συνήλθε βίαια από τις σκέψεις της και αντίκρισε απότομα τον τρόπο με τον οποίο το μαχαίρι που χρησιμοποιούσε για να φάει το πρωινό της φλέρταρε με τον καρπό της. Το να την αφήσει ο Τύραελ μονάχη και παρέα με τις σκέψεις αυτές στο ξενοδοχείο εκείνο, ήταν κάτι που δεν ήθελε. Πέταξε το μαχαίρι βίαια πίσω από το κομοδίνο και άφησε το πιάτο της σε μία καρέκλα. Βρίσκονταν στο μέσο μιας αποστολής, στην οποία πάνω απ’ όλα όφειλε να δείξει τόλμη και η μοίρα θέλησε να την βρει πάνω στη πιο κρίσιμη φάση της ζωής της.

Σκέπασε τα μάτια της με τις παλάμες της, λες και προσπαθούσε να συνέλθει από κάποιον εφιάλτη, σαν αυτούς που ξύπνησαν μέσα της αυτό που ποτέ δε πίστευε ότι θα γίνει. Αν της έλεγαν στο παρελθόν ότι θα της συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα έβαζε τα γέλια αβίαστα. Τις μέρες εκείνες που το έζησε στο πετσί της, αποδείχτηκε ότι τελικά δεν ήταν καθόλου αστείο.

Σηκώθηκε αποφασισμένη να βγει έξω, να κάνει μια βόλτα και να ξεχαστεί. Να ξεχάσει τον Σάμαελ, τον Άμπα, τον πόλεμο και όλα όσα την βάραιναν με ανυπόφορες ευθύνες. Κατευθύνθηκε προς την πόρτα, ελπίζοντας ότι εκεί έξω θα έβρισκε κάτι από τη γαλήνη που είχε ανάγκη όσο ποτέ.

Η πόρτα όμως, αν και κλειδωμένη, άνοιξε διάπλατα και απότομα.

Η Τίαματ στέκονταν στο κατώφλι κοιτάζοντάς την βλοσυρά.

«Μαρίνα», της είπε λες και τη μάλωνε για κάποια ζημιά που έκανε.

Η Μαρίνα τινάχτηκε προς τα πίσω πριν καλά-καλά συνειδητοποιήσει αυτό που τη βρήκε. Η πλάτη της συγκρούστηκε με τις κορνίζες του τοίχου και εκείνες κατάληξαν μαζί της στο πάτωμα.

«Φύγε… Φύγε…», ήταν τα μόνα λόγια που έβγαιναν από το στόμα της με δυσκολία, καθώς το πιο επικίνδυνο ον του σύμπαντος την πλησίαζε γεμάτο αλαζονική άνεση. Λίγο πριν φτάσει μπροστά της, τόλμησε να κλείσει τα μάτια της και να ευχηθεί να τη βρει ο θάνατος όσο γίνονταν πιο σπλαχνικά.

«Λάκσμι»

Στο άκουσμα του ονόματος αυτού, η Μαρίνα άνοιξε τα μάτια της και μαζί τους ξεχείλισαν τα δάκρια που δε μπορούσε να ελέγξει. Η Τίαματ την κοιτούσε σοβαρή, με ένα ανατριχιαστικό βλέμμα που δήλωνε μια επιτηδευμένη παιδική αθωότητα.

«Παράτα με», της ψέλλισε η Μαρίνα γεμάτη από μίσος και φόβο. Έπειτα ξέσπασε φωνάζοντας. «Παράτα με! Παράτα με επιτέλους, γαμώτο! Αφήστε με όλοι σας ήσυχοι επιτέλους!»

«Όχι Λάκσμι», είπε η Τίαματ με έναν κοροϊδευτικά καθησυχαστικό τρόπο. «Μας πρόδωσες».

«Δε πρόδωσα κανέναν», δήλωσε η Μαρίνα με αναφιλητά. «Άσε με ήσυχη, σε παρακαλώ. Ή τέλοσπάντον ξεμπέρδευε μαζί μου γρήγορα».

«Το θες;», ρώτησε η Τίαματ με το ίδιο ύφος.

«Αν είναι να πεθάνω και γω, όπως τόσοι άλλοι από σένα, ίσως και να μου κάνεις μεγάλη χάρη. Οι ζωές δε σημαίνουν τίποτα για σένα. ρε τέρας».

«Η αγάπη;»

Η Μαρίνα ξέσπασε σε ένα απελπισμένο γέλιο. «Ποια αγάπη; Μπορεί ένα πλάσμα σαν εσένα να νιώσει αγάπη; Τι να ξέρεις εσύ από αυτά».

«Όχι πολλά», δήλωσε σχεδόν τραγουδιστά η Τίαματ. «Εσύ όμως;»

Η Μαρίνα άρχισε να κλαίει. Η ζωντανή φρίκη που έστεκε μπροστά της, άπλωσε το εφηβικό της χέρι και την ακούμπησε στο μάγουλο. Αυτή τινάχτηκε απότομα στο άγγιγμα της.

«Παράτα με», φώναξε.

«Αγαπάς, Λάκσμι», δήλωσε η επικίνδυνη θεά με σιγουριά που έκρυβε μία υποβόσκουσα και ανεξήγητη κατανόηση στα αισθήματά της.

Η Μαρίνα έκλεισε και πάλι τα μάτια και αποφάσισε να σωπάσει, να μη πει τίποτα άλλο και να καταραστεί με το μυαλό της το τέρας που είχε μπροστά της, μέχρι αυτό να αποφασίσει να εκτελέσει τον θανάσιμο σκοπό του και να την αφήσει να βρει τη γαλήνη.

Τίποτα δεν έγινε. Όταν τα άνοιξε, η Τίαματ βρίσκονταν και πάλι στην πόρτα. Την κοίταζε με μια βλοσυρή και απειλητική ματιά.

«Πες του… σε βρήκα», ήταν τα τελευταία λόγια της, πριν εγκαταλείψει το δωμάτιο και αφήσει την Μαρίνα να ξεσπά εκ νέου σε λυγμούς που έμοιαζαν σαν να μη σκοπεύουν να την ανακουφίσουν ποτέ.

Η Τίαματ, έφτασε στην ταράτσα έχοντας το ίδιο βλοσυρό ύφος, που πλέον συνοδεύονταν από μια αύρα θριάμβου. Ο Μιχάλης πάντοτε ανησυχούσε όταν την έβλεπε να έχει μια τέτοια έκφραση.

«Τι έκανες;», την ρώτησε με έναν αυστηρό τρόπο.

«Όλα καλά», είπε η Τίαματ, ενώ επιβιβάζονταν στο δράκο.

Ο Μιχάλης έκανε το ίδιο, έχοντας πάρει απόφαση ότι δε θα άκουγε ποτέ την απάντηση που επιθυμούσε.

«Ας το πιστέψω», της είπε απλώς καθώς ο δράκος υψώνονταν και πάλι στον αέρα.



Όταν ο δράκος τους γύρισε πίσω, στη βίλλα του Μπαάλ, η Τίαματ πήγε να βρει τη Λούσι, αφήνοντας τον Μιχάλη να νιώσει ότι ζει λίγες στιγμές ελευθερίας. Ο Μιχάλης πήγε στο μπαρ αποφασισμένος να αδειάσει κάμποσα ποτήρια βότκας μαζί με τον Λαέρτη.

Ο Λαέρτης μιλούσε στο κινητό του συνέχεια το τελευταίο διάστημα και προειδοποιούσε ένα-ένα τα σκορπισμένα μέλη του Τάγματός του να πάρουν μέτρα προστασίας έναντι του άτυπου πολέμου που ξεκίνησε η αδίστακτη γυναίκα του μέσα από τη Στοά του Σολομώντα. Με το που είδε τον Μιχάλη να προβάλει στο μεγάλο σαλόνι, έκλεισε απότομα τη συσκευή που κρατούσε και πλησίασε προς το μέρος του.

«Που ήσουν;», τον ρώτησε.

«Ούτε που κατάλαβα τι παίχτηκε εκεί που πήγαμε», απάντησε ο Μιχάλης προσπαθώντας να δείξει αδιάφορος.

«Εγώ όλη τη μέρα κάνω τηλεφωνήματα στα μέλη μας»

«Τουλάχιστον εσύ κάνεις κάτι που βγάζει νόημα».

Ο Μιχάλης γέμισε δύο ποτήρια βότκας και στους δυο τους. Ο Λαέρτης έδειχνε πως κάτι ήθελε να του πει, αλλά δίσταζε.

«Ριχ΄το», είπε ο Μιχάλης όταν το αντιλήφθηκε.

«Ίσως τελικά έπρεπε να κάνεις ότι σου είπε η Πόλυ και να πας τα κιβώτια σε άλλο μέρος».

Ο Μιχάλης απόρησε. «Γιατί; Τι έγινε;».

«Εκεί στη γωνία που τα άφησες, τα έριξες κάπως άτσαλα και εξείχε από αυτά ένας πάπυρος. Καθώς μιλούσα στο κινητό, τον είδα».

«Και τι περίμενες να δεις βρε Λαέρτη;», είπε ο Μιχάλης χωρίς να κατανοεί πιο ήταν το πρόβλημα του φίλου του.

«Έλα μαζί μου, σε παρακαλώ», του είπε αυτός.

Μετά από λίγο, οι δυο τους βρίσκονταν μπροστά στα ξύλινα κουτιά με τους παπύρους της Πολύμνιας. Ο Λαέρτης άνοιξε το πρώτο και έβγαλε τον πρώτο πάπυρο, δείχνοντάς τον στον Μιχάλη.

«Η Πολύμνια γράφει σε γραμμική Α και ομολογώ ότι δε βγάζω άκρη. Φαντάζομαι πάντως ότι οι συγκεκριμένοι πάπυροι, είναι γραμμένοι από αυτή».

«Δε μου λες κάτι καινούργιο», διαπίστωσε ο Μιχάλης.

Τότε ο Λαέρτης του αποκάλυψε το περιεχόμενο του δεύτερου κασονιού. Του έδειξε και πάλι τον πρώτο πάπυρο.

Ο Μιχάλης πλησίασε χωρίς να καταλαβαίνει. Όταν όμως κατάλαβε, άρχισε να προβληματίζεται. Το μελάνι με το οποίο ήταν γραμμένοι οι πάπυροι εκείνοι, δεν είχε καμία σχέση με αυτό που πήγαζε μέσα από τη δαιμόνισσα.

«Δεν είναι δικοί της», διαπίστωσε έκπληκτος.

«Μήπως αναγνωρίζεις και τη γλώσσα στην οποία είναι γραμμένοι;», τον ρώτησε ο Λαέρτης ρητορικά.

Ο Μιχάλης προσπάθησε να θέσει σε εφαρμογή τις λίγες απόκρυφες γνώσεις που είχε έτσι ώστε να βρει την απάντηση. Τελικά την βρήκε.

«Νομίζω πως είναι ενωχιανή διάλεκτος». Κατέληξε. «Τι κερδίζω;»

«Ακριβώς. Η γλώσσα των αγγέλων».

Ο Μιχάλης χλόμιασε.

Ο Λαέρτης τον κοίταζε πλέον με τρόπο που υποδήλωνε την ίδια ανησυχία μαζί του. «Το δεύτερο κασόνι, δεν περιέχει συγγράμματα της Πολύμνιας, αλλά συγγράμματα των εκπτώτων».

«Δηλαδή… θες να πεις ότι…»

«Ακριβώς, Μιχάλη. Απ’ ότι φαίνεται, η φίλη σου συνεργάζεται με τους έκπτωτους. Και αυτό σημαίνει ότι τουλάχιστον ως προς τους άλλους δαίμονες και την Τίαματ… είναι μια προδότρια»