? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

28. Ποτέ Ξανά



Τρέξε, τρέξε, τρέξε. Τρέξε μακριά απ’όλους, εκεί όπου κανένας δεν θα μπορεί να σε βρει. Βάλ’το στα πόδια και μην κοιτάξεις πίσω. Μη σκεφτείς τίποτα, όσο το σκέφτεσαι θα διστάζεις. Τρέξε. Γίνε ένα με τη νύχτα. Εξαφανίσου. Τρέξε.
Αυτό την πρόσταζε η μικρή φωνούλα μέσα της. Να χαθεί. Να γίνει άγνωστη ανάμεσα σε αγνώστους και να μη γυρίσει ποτέ ξανά. Κι έτσι, εκείνο το σκοτεινό, άναστρο βράδυ, η Μαρίνα έτρεχε στους δρόμους της Αθήνας προσπαθώντας να ξεφύγει από τους εφιάλτες που την κυνηγούσαν κι από το πεπρωμένο που είχε βολευτεί βαρύ στους ώμους της μετά την αποκάλυψη του Σεθ Άμπα.
Το ξέρεις ότι μπορεί να σου είπε ψέματα απλά και μόνο για να σε χωρίσει από τον Σάμαελ, έτσι δεν είναι;
Ναι. Της είχε περάσει απ’το μυαλό. Όμως την ώρα που ο Αββαδών της είπε ότι αναγνώριζε την ψυχή της, κάτι είχε σκιρτήσει μέσα της. Κάτι σαν επιβεβαίωση. Δεν ήξερε να πει. Αλλά έπρεπε να εμπιστευτεί το ένστικτό της γιατί ήταν το μόνο που της είχε μείνει πια να εμπιστεύεται.
Ένιωθε πως η καρδιά της θα έβγαινε απ’το στόμα της έτσι όπως έτρεχε. Ήταν ακόμη στην Αθήνα, αυτό μπορούσε να το πει με σιγουριά. Όμως δεν είχε ιδέα για το πού ακριβώς βρισκόταν ή το πώς είχε φτάσει ως εκεί. Αν κάποιος της έλεγε πριν μερικές εβδομάδες ότι θα έτρεχε τόσο πολύ και τόσο μακριά δεν θα τον είχε πιστέψει. Μια καταραμένη ερωτική ιστορία κι ένα άκρως τρομακτικό όνειρο αργότερα όμως, είχε αρχίσει να πιστεύει πως τίποτα πια δεν ήταν απίθανο. Ούτε καν το να την επισκέπτεται μια θεά στον ύπνο της ή το να αποτελεί το αντικείμενο του πόθου ενός αγγέλου.
Ξύπνα. Ο έρωτας προϋποθέτει ότι κι ο άλλος είναι ερωτευμένος μαζί σου. Όταν «ξεχνάει» να σου πει πως αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που συναντιέστε και πως στο παρελθόν τον παράτησες για να παντρευτείς έναν άλλον, έχουμε πρόβλημα.
Τα δάκρυα πάγωσαν στα βλέφαρά της πριν κυλήσουν. Ο Σάμαελ την αγαπούσε. Είχε σκοτώσει έναν δαίμονα για χάρη της κι ήταν πρόθυμος να αφήσει τον Αράκιελ να τον σκοτώσει για να σώσει τη ζωή της.
Αλήθεια; Ο Σάμαελ δεν είναι που λέει συνέχεια πως οι ανθρώπινες συμπεριφορές είναι προβλέψιμες; Μήπως ήξερε ότι θα σκότωνες τον Αράκιελ; Και μήπως εξοργίστηκε με τον Άζαζελ μόνο και μόνο από φόβο μήπως χάσει την πολύτιμη Μάντισσά του;
Όχι. Όχι, όχι, όχι. Ο Σάμαελ δεν ήταν έτσι. Δεν ήταν δυνατόν να είναι έτσι. Ήταν άγγελος. Οι άγγελοι ήταν καλοί, σωστά;
Ναι, αλλά έπεσε.
Και τι ήταν προτιμότερο, δηλαδή, να διαλέξει έναν δαίμονα;
Γιατί, νομίζεις πως αυτός είναι καλύτερος; Σε προσέγγισε μόνο και μόνο για τα οράματά σου και μόλις κατάλαβε ότι πηδιέσαι με τον Σάμαελ, τότε θυμήθηκε ότι αναγνώρισε την ψυχή σου και σ’αγαπάει. Όμως τα ξέρεις όλα αυτά, έτσι δεν είναι; Αλλιώς δεν θα έτρεχες τώρα λες και σου’χουν βάλει νέφτι στον κώλο.
Το κορμί της βρήκε απότομα σ’ ένα εμπόδιο και συνειδητοποίησε ότι είχε φτάσει σε αδιέξοδο. Κατέρρευσε στο βρώμικο οδόστρωμα ανίκανη να κινηθεί. Δάγκωσε τα χείλη της για να μην κλάψει. Η μεταλλική γεύση του αίματος γέμισε το στόμα της καθώς η ανάσα της έβγαινε βαριά και τρομαχτικά σφυριχτή.
Καθώς η αηδιαστική μυρωδιά ξινισμένων ούρων και σάπιων σκουπιδιών έφτανε στα ρουθούνια της, ένιωσε το στομάχι της να ανακατεύεται. Εξουθενωμένη, γύρισε στο ένα πλευρό κι έκανε εμετό. Μετά απ’αυτό αισθάνθηκε τελείως άδεια, λες και είχε φτύσει όλη τη χολή και το στοιχειωμένο αίμα από μέσα της. Ήταν κενή.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή το μυαλό της άρχισε να λειτουργεί λογικά. Σηκώθηκε όρθια, σχεδόν μηχανικά. Δεν είχε πολλά ρούχα μαζί της, είχε πάρει όμως αρκετά χρήματα. Έπρεπε να αλλάξει την εμφάνισή της κι έπρεπε επίσης να βάλει όση περισσότερη απόσταση γινόταν ανάμεσα σ’αυτήν και τους επίδοξους μνηστήρες της. Ένα τραχύ γέλιο της ξέφυγε μ’αυτή τη σκέψη. Η ζωή της έμοιαζε με ασπρόμαυρο, ελληνικό δράμα. Φαντασιώθηκε τον Σάμαελ ως Ξανθόπουλο και το γέλιο έγινε υστερικό.
Με τρεμάμενα χέρια, άνοιξε το φερμουάρ του σακιδίου της κι έβγαλε από μέσα το διαβήτη, με ευλάβεια και αγάπη. Αυτός ήταν ο μόνος πιστός της σύντροφος, ο μόνος που το ψυχρό του άγγιγμα πάντα την ανακούφιζε. Τον κοίταξε για λίγο, τον περιέστρεψε στα δάχτυλά της αισθανόμενη την υφή του και το γνώριμο σχήμα του. Κι έπειτα το βλέμμα της σκλήρυνε και τον πέταξε μακριά. Ποτέ ξανά, είπε στη φωνούλα μέσα της και την ένιωσε να σκιρτά από ικανοποίηση.
Με αργά βήματα, άφησε πίσω της το σοκάκι και κατευθύνθηκε πάλι προς τον κεντρικό δρόμο. Κάπου της είχε φανεί πως είχε δει έναν σταθμό του ηλεκτρικού. Θα πήγαινε μέχρι το σταθμό Λαρίσης και θα έβγαζε εισητήριο για το πρώτο τρένο που θα έφευγε. Όπου στο διάολο κι αν πήγαινε. Το υστερικό γέλιο έμοιαζε να έχει γίνει δεύτερη φύση της, καθώς ένα χαχανητό της ξέφυγε ενώ αναρωτιόταν αν στ’αλήθεια υπήρχε «διάβολος» για να πάει σ’αυτόν. Αν υπήρχε, πάντως, σίγουρα θα είχε τη μορφή ενός έφηβου κοριτσιού με ξανθά μαλλιά που ανέμιζαν γύρω από το όμορφο πρόσωπό του. Της Τίαματ, όπως είχε πει ο Σάμαελ δίνοντας όνομα στο πρόσωπο των εφιαλτικών της οραμάτων.



Το κυρτό μαχαίρι έσταζε αίμα στο υγρό, πέτρινο πάτωμα. Ο ήχος θα έκανε κάποιον να πιστέψει πως βρισκόταν σε κάποιο σπήλαιο όπου νερό κυλούσε απ’ τα τοιχώματα. Μόνο που η αλήθεια ήταν πολύ πιο μακάβρια. Μια σειρά ανθρώπων ήταν κρεμασμένοι ανάποδα από το ταβάνι. Μια λεπτή, αλλά ανθεκτική μπάρα από μέταλλο ήταν περασμένη στους αστραγάλους τους και στερεωμένη σε αλυσίδες. Τα πόδια τους ήταν ματωμένα κι είχαν πάρει μια αποκρουστική, μπλαβιά απόχρωση. Ήταν οχτώ άντρες και τρεις γυναίκες. Ήταν γυμνοί και πρησμένοι σχεδόν παντού, γεμάτοι μώλωπες, νυχιές και τομές από σπαθιά.
Η Αλίκη στεκόταν μπροστά σ’έναν μεσόκοπο άντρα με αραιά, γκρίζα μαλλιά που εκείνη τη στιγμή κρέμονταν σε ανακατεμένες τούφες απ’ το κεφάλι του. Το βλέμμα του καθώς την κοίταζε ήταν γεμάτο τρόμο. Την είδε να ανοίγει προσεκτικά την τομή που είχε κάνει στο στομάχι του μ’ εκείνο το φρικτό μαχαίρι της. Με μια έκφραση συγκέντρωσης, η Αλίκη άρχισε να αφαιρεί εσωτερικά όργανα. Ο άντρας λιποθύμησε μπροστά σ’αυτό το θέαμα.
Η Αλίκη τοποθέτησε τα έντερα, το στομάχι και τα νεφρά μέσα σε μια μεταλλική, σκαλιστή λεκάνη που ήταν αφημένη σ’ένα πράγμα που έμοιαζε με βωμό ντυμένο με μαύρο βελούδο. Το συκώτι το κράτησε ανάμεσα στα ματωμένα δάχτυλά της και το περιεργάστηκε για λίγο, με τα γατίσια μάτια της να αστράφτουν σαδιστικά. Έπειτα το έφερε στα χείλη της. Η οσμή του αίματος και του ωμού κρέατος την κατέκλυσαν. Ήταν ό,τι πιο εξαίσιο είχε μυρίσει. Βύθισε τα δόντια της στην τρυφερή σάρκα και μάσησε με απόλαυση.
Ένα βογκητό πανικού και τρόμου ξέφυγε από τα χείλη του όχι πια λιπόθυμου άντρα. Η Αλίκη του χάρισε ένα δαιμονικό χαμόγελο.
- Θεσπέσιο, σχολίασε. Θα πρέπει να το δοκιμάσεις κάποια στιγμή. Βέβαια, δεν προβλέπω να επιβιώνεις αρκετά, οπότε τι λες για τώρα;
Κινούμενη με εκπληκτική ταχύτητα για τα ανθρώπινα δεδομένα, βρέθηκε πάλι δίπλα του και τον ανάγκασε να ανοίξει το στόμα. Του έχωσε το υπόλοιπο συκώτι στον οισοφάγο και τον ανάγκασε να το καταπιεί. Τα χαρακτηριστικά του άντρα συστράφηκαν αηδιασμένα. Σπασμοί συντάραξαν το κατακρεουργημένο του κορμί καθώς πνιγόταν στο ίδιο του το αίμα.
Η Αλίκη προχώρησε κουνιστή και λυγιστή μέχρι την κάμερα που ήταν στημένη στην άκρη του δωματίου. Χαμογέλασε με ψεύτικη τρυφερότητα και πετάρισε τα βλέφαρά της σαν αθώο κοριτσάκι.
- Ελπίζω να απόλαυσες το θέαμα, μωρό μου, είπε γλυκά και φίλησε το φακό με τα ματωμένα χείλη της.
Έκλεισε την κάμερα κι έβγαλε το φλασάκι. Το έβαλε σ’ένα φάκελο κι έγραψε με στρογγυλά, όμορφα γράμματα, το όνομα «Λαέρτης Κομνηνός» επάνω. Βγήκε από το σκοτεινό υπόγειο και κλείδωσε πίσω της την πόρτα. Ανέβηκε στο δωμάτιό της. Έφερε στα χείλη της κάτι που έμοιαζε με σφυρίχτρα, όμως όταν φύσηξε δεν ακούστηκε κανένας ήχος. Λίγα λεπτά αργότερα, μια νυχτερίδα εμφανίστηκε στο παράθυρό της. Η Αλίκη χάιδεψε τα δερμάτινα φτερά κι η νυχτερίδα έβγαλε έναν ήχο που θύμιζε γουργούρισμα ευτυχισμένης γάτας. Έδεσε το μικρό δέμα στα πόδια της νυχτερίδας με κατακόκκινο σπάγκο, στο χρώμα του αίματος.
- Βρες τον Λαέρτη και την καριόλα που κάνει παρέα. Δωσ’του την αγάπη μου, μικρή, είπε φιλώντας τρυφερά το κεφάλι του ζώου.


Οι πάντες απομακρύνονταν στο πέρασμά του. Ο ψηλόλιγνος άντρας έμοιαζε να το διασκεδάζει. Είχε κάτι από την ευλυγισία και την υπνωτιστική κίνηση ενός φιδιού. Λευκές ρόμπες, στολισμένες με άγνωστα, χρυσά σύμβολα, θρόιζαν γύρω από τα γυμνά του πόδια. Το δέρμα του ήταν λευκό και αστραφτερό και τα μάτια του ήταν κατακίτρινα και με σχισμές αντί για κόρες. Το πρόσωπό του ήταν όμορφο και τελείως λείο, χωρίς ούτε μια τρίχα. Δεν είχε καν μαλλιά. Κάτι άλλο που δεν είχε ήταν φτερά. Ήταν ένα παράξενο θέαμα μέσα στο στρατόπεδο των έκπτωτων. Το χρυσό στέμμα που στόλιζε το κεφάλι του δεν βοηθούσε. Είχε το ένα του χέρι πίσω από την πλάτη του και με το άλλο έπαιζε μ’ένα κατακόκκινο μήλο.
Θνητοί και έκπτωτοι τον κοίταζαν με εμφανή περιέργεια και δέος. Μετά τη μάχη με τους Νυκτόβιους, ο Κάμαελ και ο Ούριελ είχαν διατάξει τους έκπτωτους να φυγαδεύσουν τους θνητούς σε ασφαλείς περιοχές. Παρόλα αυτά, κάποιοι είχαν μείνει πίσω, θέλοντας να βοηθήσουν. Κάποιοι άλλοι, πάλι, απλά δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Οι Νυκτόβιοι δεν ήταν ιδιαίτερα επιλεκτικοί όταν τρέφονταν.
Μια πράσινη, πάνινη μπάλα κύλησε μπροστά στα πόδια του. Την παρατήρησε προσεκτικά, προσπαθώντας να θυμηθεί την τελευταία φορά που είχε αντικρίσει κάτι παρόμοιο. Ήταν πολλούς αιώνες πριν, αυτό ήταν το μόνο σίγουρο.
Το σγουρομάλλικο κοριτσάκι πλησίασε προς το μέρος του άφοβα. Σήκωσε τη μπάλα της κι έπειτα τον κοίταξε στα μάτια. Τι απόλαυση, ένα ανθρώπινο πλάσμα να τον κοιτάει με τόση αθωότητα. Τα χλωμά του χείλη τραβήχτηκαν σ’ένα χαμόγελο που κανείς γύρω του δεν μπόρεσε να προσδιορίσει ακριβώς.
Χαμήλωσε ώστε τα μάτια του να βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο με του κοριτσιού. Άπλωσε ένα μακρύ, λεπτό χέρι και χάιδεψε τα κατσαρά μαλλιά. Το κορίτσι χαχάνισε ευχαριστημένο που κάποιος του έδειχνε τέτοια προσοχή.
- Πώς σε λένε; ρώτησε ο ξένος με μια βαθιά, όμορφη φωνή.
- Εύα, απάντησε το παιδί μετακινώντας αμήχανα το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο.
Υπόκωφο γέλιο γέμισε τον αέρα γύρω τους. Δικό του γέλιο.
- Μήλο; της είπε τείνοντας τον καρπό που ήταν κόκκινος σαν αμαρτία.
Το κοριτσάκι χαμογέλασε δειλά και πήρε το μήλο από το χέρι του. Έπειτα του έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο και, ντροπιασμένο, έτρεξε μακριά.
Ο ξένος ανασηκώθηκε και, με φανερά εύθυμη διάθεση, κατευθύνθηκε προς τη σκηνή των δύο στρατηγών.
Ο Κάμαελ και ο Ούριελ ήταν κι οι δυο όρθιοι πάνω από ένα τραπέζι γεμάτο χάρτες με διάφορα σημάδια. Έβηξε διακριτικά. Οι δυο έκπτωτοι στράφηκαν προς το μέρος του, φανερά εκνευρισμένοι για τη διακοπή. Μόλις τον αντίκρισαν, συνειδητοποίηση πέρασε στιγμιαία από το βλέμμα τους κι έπεσαν στο ένα γόνατο.
- Λεβιάθαν, ψιθύρισε ο Κάμαελ.
- Υφαίνεις ακόμα, έμαθα.
- Ακόμα και για πάντα, Αιώνιε.
Ο ξένος χαμογέλασε με ευχαρίστηση.
- Με καλέσατε και ήρθα. Πού είναι ο Πρίγκηπας; Ανυπομονώ να με οδηγήσει ξανά στη μάχη και οφείλω να ομολογήσω πως το να κυκλοφορώ με ανθρώπινη μορφή μου είναι άκρως δυσάρεστο.
- Πολύ φοβάμαι πως θα πρέπει να το αντέξεις για λίγο ακόμα, είπε με την ειρωνική του φωνή ο μαυροντυμένος άγγελος. Ο Πρίγκηπας έχει άλλες ασχολίες την παρούσα στιγμή.
- Άλλες; ρώτησε ο Λεβιάθαν και η φωνή του ακούστηκε επικίνδυνα όμοια με σύρριγμα φιδιού. Τι άλλες;
Ένα γέλιο ξέφυγε από την πλευρά του Ούριελ. Ο Κάμαελ τον αγριοκοίταξε, όμως εκείνος απλά ανασήκωσε τους ώμους μ’ένα μικρό, σαρδόνιο χαμόγελο.
- Γκομενοδουλειές, είπε.
Ο Λεβιάθαν, παρόλα τα εκατομμύρια χρόνια της ύπαρξής του, δεν είχε ακούσει ποτέ ξανά αυτόν τον όρο. Υπέθεσε πως θα ήταν κάτι πολύ σπουδαίο για να ασχολείται μαζί του ο Πρίγκηπας και πήρε μια έκφραση επιδοκιμασίας και θαυμασμού. Όταν ο Ούριελ έβαλε τα γέλια, ο Αιώνιος δεν προσπάθησε καν να κρύψει την απορία του.
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήταν που ακούστηκε η κραυγή. Ήταν ένας ήχος που όμοιό του δεν είχε ακούσει η γη για αιώνες. Η φωνή ήταν πανέμορφη και φορτισμένη με τέτοιο σπαραγμό που οι δυο άγγελοι μέσα στη σκηνή αναγκάστηκαν να καλύψουν τα αφτιά τους. Ο Λεβιάθαν παρέμεινε ατάραχος, παρατηρώντας με παγερή αδιαφορία το αίμα που κυλούσε ανάμεσα από τα δάχτυλα του Ούριελ και τα κόκκινα δάκρυα που έβαφαν το λεπτό πρόσωπο του Κάμαελ. Τα λεπτά έμοιαζαν με αιώνες καθώς η κραυγή συνεχιζόταν και εκτεινόταν ως το άπειρο, ή τουλάχιστον ως αυτό που έμοιαζε με άπειρο. Κάποτε όμως σταμάτησε. Νεκρική σιγή επικρατούσε έξω. Ο Λεβιάθαν κοίταξε τους δύο στρατηγούς, όμως έμοιαζε να μην τους βλέπει.
- Ρουσάλκες, είπε στεγνά. Πάμε.
- Πού; ρώτησε ο Ούριελ ακόμα σε σύγχιση από την αφύσικη κραυγή.
Ο Λεβιάθαν χαμογέλασε με το φιδίσιο, σαγηνευτικό χαμόγελό του και, ξαφνικά, έμοιαζε με αρπακτικό.
- Για μάχη, φυσικά.


Η Μαρίνα πέταξε την τσάντα της στο κρεβάτι και κάθισε στο πάτωμα εξουθενωμένη. Δεν είχε φάει τίποτα για ώρες, δεν είχε κοιμηθεί και το τρέξιμο την είχε εξαντλήσει. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, οι τοίχοι του παρακμιακού ξενοδοχείου ήταν λεπτοί σαν χαρτί, με αποτέλεσμα οι τρυφερές περιπτύξεις του ζευγαριού στο δίπλα δωμάτιο να φτάνουν στ’αφτιά της.
- Τι σου κάνω, καύλα μου; ακούστηκε η αντρική φωνή.
Η Μαρίνα έπνιξε ένα υστερικό γέλιο και αναρωτήθηκε τι στο καλό μπορεί να της έκανε και ήταν τόσο ήσυχη. Σίγουρα όχι κάτι καλό πάντως.
Θα το σκεφτόταν περισσότερο αν στο κέντρο του δωματίου δεν εμφανιζόταν ένας μικρός, λευκός τυφώνας, πλαισιωμένος από κεραυνούς δίχως ήχο. Τινάχτηκε πίσω κι άρπαξε το πρώτο πράγμα που βρήκε μπροστά της, κρατώντας το σαν όπλο. Με καθυστέρηση συνειδητοποίησε ότι ήταν ένα μολύβι.
Ο τυφώνας καταλάγιασε, αφήνοντας τον Σάμαελ να στέκεται μπροστά της με μια έκφραση ικεσίας και απέραντης θλίψης στα σμαραγδένια μάτια του.
Τυφλή οργή κόχλασε μέσα της. Πώς μπορούσε να δείχνει τόσο αθώος, τόσο πληγωμένος, τη στιγμή που ήταν αυτός που είχε φροντίσει η ζωή της να γίνει μια κόλαση;
- Μαρίνα...
Ύψωσε το κεφάλι της προκλητικά και τον κοίταξε στα μάτια, αποφασισμένη να μην πέσει θύμα του κι αυτή τη φορά.
- Τι θες εδώ; τον ρώτησε.
Η ερώτηση πλανήθηκε άγρια, απειλητική ανάμεσά τους. Τον είδε να κάνει δυο βήματα πίσω σαν να τον είχε χτυπήσει.
- Γιατί τρέχεις μακριά μου; της είπε απαλά και παραπονεμένα, σαν παιδί που του είχαν πάρει το γλυκό από το πιάτο.
Γέλασε και για πρώτη φορά το γέλιο της ακούστηκε άσχημο και βεβιασμένο.
- Εσύ γιατί παρέλειψες να μου πεις ότι είχαμε συναντηθεί ξανά πριν τέσσερις χιλιάδες χρόνια και τότε είχα διαλέξει τον Αββαδών αντί για σένα;
Ένα αχνό χαμόγελο χαράχτηκε στα χείλη του.
- Γιατί να σου πω κάτι τέτοιο; Δεν αγαπώ μια γυναίκα που πέθανε τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν, αγαπώ εσένα. Αγαπώ τα σημάδια και τις πληγές που κουβαλάς, όχι μια ψυχή.
Έφτυσε την τελευταία λέξη περιφρονητικά, σαν να ήταν κάτι δαιμονικό. Η Μαρίνα περίμενε να συνεχίσει.
- Μια ψυχή δεν μπορεί να σ’αγκαλιάσει ούτε να σε παρηγορήσει όταν ο κόσμος σε πληγώνει τόσο πολύ που νομίζεις ότι θα πεθάνεις από τον πόνο. Μια ψυχή είναι κρύο πράγμα, Μαρίνα. Πώς θα μπορούσα να αγαπήσω μια ψυχή; Το ότι έχεις την ψυχή της Λάκσμι είναι ένα σκληρό αστείο, όμως δεν είναι τίποτα περισσότερο απ’αυτό ακριβώς: ένα αστείο. Είναι γνωστό ότι η μοίρα έχει σαδιστική αίσθηση του χιούμορ.
- Αυτό είναι ή απλά φοβόσουν πως και πάλι θα διάλεγα εκείνον αντί για σένα αν μάθαινα την αλήθεια; Πού είναι η περίφημη ελεύθερή σου βούληση σ’αυτό, Πρίγκηπα;
Με το που το ξεστόμισε ήξερε πως είχε κάνει ένα μοιραίο λάθος. Θα μεγάλωνε και θα ψήλωνε, όπως όταν οργιζόταν και θα της έκανε κακό. Αναρωτήθηκε αν θα τη σκότωνε κι η καρδιά της σταμάτησε για μια στιγμή. Όμως ο Σάμαελ έκανε απλά μερικά βήματα ακόμη πίσω και τα πράσινα μάτια του έσβησαν ξαφνικά.
- Δεν καταλαβαίνεις...η Λάκσμι ήταν για τον Αββαδών. Εσύ είσαι για μένα...εκείνη ήταν μια πριγκίπισσα, μια ιέρεια μεγαλωμένη στα πούπουλα...ήταν φυσικό να διαλέξει το κακό παιδί. Εσύ είσαι αλλιώς. Είσαι για μένα..., επανέλαβε σαν να μην ήξερε τι άλλο να πει.
Θαύμα θαυμάτων. Ο μέγας Λούσιφερ είχε χάσει τα λόγια του. Της ήρθε να βάλει τα γέλια. Πρώτα την είχε μπλέξει σ’αυτό το παιχνίδι εξουσίας μεταξύ δαιμόνων και έκπτωτων και τώρα δεν ήξερε τι να της πει. Τι θα της έλεγε, άραγε, αν του αποκάλυπτε πως η Τίαματ είχε εμφανιστεί στο όνειρό της; Πώς θα την έκανε να ξεχάσει τον τρόμο που βίωσε στα νύχια του δράκου; Πως της είχε μιλήσει με τη φωνή εκείνου, τη φωνή που τη στοίχειωνε τα βράδια ακόμη και τώρα, κάθε φορά που θυμόταν το παρελθόν; Τον κοίταξε για μια στιγμή, διερωτώμενη αν μπορούσε να πιστέψει αυτά που της έλεγε. Γνώριζε την απάντηση πολύ καλά.
- Λούσιφερ;
Ήταν η πρώτη φορά που τον αποκαλούσε έτσι. Εκείνος την κοίταξε με έκπληξη. Ελπίδα φώτισε τα μάτια του. Ελπίδα πως θα τον συγχωρούσε; Έδιωξε τη σκέψη μακριά.
- Σάλτα και γαμήσου.