? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

32. Πλάνη, Κόστος και Αμαρτία


Το πρώτο πράγμα που πρόσεξε όταν ξύπνησε ήταν η χαρακτηριστική οσμή του σανταλόξυλου που πλανιόταν στον αέρα. Μισάνοιξε τα βλέφαρά της, προσπαθώντας να καταλάβει πού βρισκόταν και τι ακριβώς είχε συμβεί. Το τελευταίο πράγμα που θυμόταν ήταν να χτυπάει με φόρα πάνω σ’ένα μαύρο αυτοκίνητο.
- Επιτέλους, συνήλθες, άκουσε μια βραχνή, γερασμένη φωνή να λέει από το πουθενά.
Κοίταξε γύρω της αλαφιασμένη και προσπάθησε να σηκωθεί, όμως συνειδητοποίησε πως δεν είχε αρκετές δυνάμεις και ξανάπεσε πίσω. Το στρώμα ήταν απρόσμενα μαλακό.
Το μέρος φωτιζόταν αμυδρά από κεριά στο χρώμα του αίματος. Τολύπες καπνού αναδύονταν γύρω από τις όμορφες, μοβ φλόγες τους και γέμιζαν το χώρο με τη μαγευτική ευωδιά που την είχε επαναφέρει στις αισθήσεις της.
Μια μορφή μπήκε στο οπτικό της πεδίο. Ήταν ντυμένη μ’έναν μαύρο μανδύα που δεν αποκάλυπτε κανένα χαρακτηριστικό. Ακόμη κι η κουκούλα, ήταν τόσο χαμηλά κατεβασμένη που η Μαρίνα αναγκάστηκε να αναρωτηθεί πώς στο καλό έβλεπε. Ένας στεναγμός ανακούφισης της ξέφυγε καθώς διέκρινε την καμπύλη του στήθους που διαγραφόταν κάτω από τον μεταξωτό μανδύα. Τουλάχιστον ήταν γυναίκα. Αυτό ίσως έκανε τα πράγματα λίγο πιο εύκολα.
- Ποια είσαι και πού βρίσκομαι; ρώτησε προσπαθώντας να ακουστεί όσο πιο αποφασισμένη μπορούσε.
- Δύο έκπτωτοι σε έφεραν εδώ για να σε θεραπεύσω. Αν και...απ’αυτά που είδα, δεν είναι το κορμί σου αυτό που χρειάζεται θεραπεία, αλλά το πνεύμα σου.
Αυτόματα, η Μαρίνα ένοιωσε αίμα να βάφει τα μάγουλά της καθώς η οργή ξεχυνόταν μέσα στο αίμα της σαν καυτή λάβα.
- Δεν είμαι τρελή.
- Φυσικά και δεν είσαι, είπε η φωνή μέσα από το μαύρο της καταφύγιο. Αλλά πονάς. Και δεν είναι ένας πόνος του σώματος. Τους θεραπεύω κι αυτούς, αλλά είναι πιο δύσκολο και το κόστος είναι πιο βαρύ.
Η Μαρίνα κάγχασε ειρωνικά.
- Μάλιστα. Ώστε είσαι δαίμονας. Έπρεπε να το περιμένω.
Ένα βαθύ, κακόηχο γέλιο γέμισε το χώρο.
- Δαίμονας; Δεν είναι η πρώτη φορά που με αποκαλούν έτσι οι θνητοί, αν και είναι τόσο μακριά από τη φύση μου όσο εσύ από την κοινή λογική αυτή τη στιγμή.
Δεν ήξερε αν έπρεπε να προσβληθεί μ’αυτό ή όχι. Η φωνή δεν ήταν ειρωνική ή προσβλητική. Έμοιαζε σαν να δήλωνε απλώς ένα γεγονός. Αναρωτήθηκε αν είχε δίκιο.
Τότε, το πλάσμα έκανε κάτι απρόσμενο. Με μια ανάλαφρη κίνηση των ώμων, άφησε το μανδύα να πέσει. Το στόμα της Μαρίνας άνοιξε. Κυριολεκτικά. Πρώτη φορά στη ζωή της έβλεπε κάτι τέτοιο. Και, σίγουρα, η φωνή την είχε προετοιμάσει για κάτι διαφορετικό. Κάτι...γερασμένο. Όμως η κοπέλα που στεκόταν μπροστά της δεν ήταν πάνω από δεκάξι ή δεκαεφτά χρονών. Μακριά, κατακόκκινα κύματα μαλλιών έπεφταν στους ώμους και το στήθος της, φτάνοντας σχεδόν ως τα γόνατά της. Το λεπτό, πανέμορφο κορμί της ήταν τυλιγμένο σε φύλλα δέντρων κι αυτό ήταν το μοναδικό της ένδυμα. Βαθυπράσινα μάτια την κοίταζαν μ’ένα βλέμμα τόσο σοφό και έξυπνο και τόσο αρχαίο που μόνο με του Σάμαελ μπορούσε να το παρομοιάσει. Στο μέτωπό της υπήρχε μια ασημένια ημισέληνος που σκορπούσε φως στο χώρο γύρω της, κάνοντάς την να μοιάζει με αγία στο βιτρώ κάποιας εκκλησίας.
- Είμαι η Λίλιθ, της είπε, σαν αυτό να τα εξηγούσε όλα.
Φυσικά, δεν εξηγούσε απολύτως τίποτα και για μια ακόμη φορά η Μαρίνα αισθάνθηκε ηλίθια που αγνοούσε τόσο ζωτικές – καθώς φαινόταν – πληροφορίες.
- Αχά. Μαρίνα. Θα έλεγα ότι χάρηκα αλλά θα ήταν ψέμα.
Η κοπέλα χαμογέλασε ευγενικά. Τουλάχιστον ήταν επαγγελματίας, αυτό όφειλε να της το αναγνωρίσει. Τράβηξε μια ξύλινη, σκαλιστή καρέκλα και κάθισε δίπλα στο κρεβάτι. Και τότε, έκανε το πιο παράξενο πράγμα του κόσμου. Πήρε το χέρι της ανάμεσα στα δικά της. Η Μαρίνα έπιασε τον εαυτό της να βουρκώνει μπροστά σ’αυτή την ένδειξη ενδιαφέροντος.
- Θεώρησες ότι είμαι δαίμονας επειδή μίλησα για κόστος; τη ρώτησε.
Η Μαρίνα ανασήκωσε τους ώμους, κοκκινίζοντας. Προφανώς για μια ακόμη φορά, κάπου είχε κάνει λάθος. Η Λίλιθ άπλωσε το άλλο της χέρι και παραμέρισε τα μαλλιά από το υγρό της μέτωπο. Το πρόσωπό της ήταν ότι πιο γλυκό είχε αντικρίσει.
- Οι θνητοί έχετε την τάση να πέφτετε σε κάθε είδους πλάνες, σχολίασε ήσυχα. Μάθε, λοιπόν, Μάντισσα πως το κόστος δεν είναι μόνο προνόμιο των δαιμόνων.
Η Μαρίνα κάτι πήγε να πει, όμως το χέρι που άγγιζε τα μαλλιά της μετακινήθηκε με εκπληκτική ταχύτητα και πίεσε απαλά τα χείλη της, εμποδίζοντάς την να μιλήσει.
- Για κάθε πράξη που περιλαμβάνει κάποιο είδος μαγείας, υπάρχει ένα τίμημα που πρέπει να πληρωθεί. Δεν μπορείς να δημιουργήσεις κάτι από το τίποτα. Πρέπει να το πάρεις από κάπου ή να αλλάξεις κάτι που ήδη υπάρχει. Το ξέρω, σας ακούγεται άδικο, όμως είναι αυτό που κρατάει το σύμπαν στη θέση του, είναι η βάση κάθε ισορροπίας. Αυτή τη στιγμή δίνω τη μαγεία μου για να σε θεραπεύσω. Θα σου ζητήσω κάτι ως αντάλλαγμα, όταν έρθει η ώρα. Αν το αρνηθείς, κάποιος, κάπου, με κάποιον τρόπο, θα υποφέρει τις συνέπειες. Δεν είναι εκβιασμός. Είναι απλά ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος.
Η Μαρίνα απομάκρυνε ευγενικά τα δάχτυλα που πίεζαν τα χείλη της.
- Δηλαδή όταν κάποιος σου λέει «θα σε προστατεύσω αρκεί να μ’αγαπήσεις», δεν σε εκβιάζει;
Η Λίλιθ φάνηκε να το σκέφτεται για λίγο.
- Εξαρτάται. Αν η φράση αυτή προέρχεται από έναν κοινό θνητό, τότε ναι, πρόκειται για καθαρό συναισθηματικό εκβιασμό. Προερχόμενη όμως από κάτι ανώτερο, τότε το βάρος που κουβαλάει είναι διαφορετικό.
- Τι εννοείς; απόρησε η Μαρίνα που όλα αυτά της ακούγονταν υπερβολικά πολύπλοκα και βαριόταν ελαφρώς να τα ακούσει.
- Εννοώ πως αν κάποιος ήταν διατεθειμένος να τα βάλει με θεούς για χάρη σου κι εσύ δεν εκτιμούσες την πράξη του, κάτι κακό θα γινόταν. Βλέπεις, ο θεός της τάξης δημιούργησε το σύμπαν με τρόπο τέτοιο που η ανιδιοτέλεια και η αυτοθυσία να μην ανταμοίβονται. Μπορείς να μαντέψεις το γιατί;
- Δεν έχω και πολλή όρεξη για γρίφους, είναι η αλήθεια. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει.
- Δεν πειράζει, είπε τρυφερά η Λίλιθ σαν να μιλούσε σε μικρό παιδί. Η ανιδιοτέλεια, όπως και η αυτοθυσία, είναι έννοιες ταυτόσημες με την ελεύθερη βούληση. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν υπήρχε όταν ο κόσμος δημιουργήθηκε. Η ελεύθερη βούληση γεννήθηκε χάρη στην ανταρσία του Πρίγκηπα και των ακολούθων του. Και χάρη σ’αυτούς είναι που έχετε έστω και την παραμικρή ελπίδα να ξεφύγετε από τη μοίρα σας και το πεπρωμένο που υφαίνεται για σας από τα αεικίνητα χέρια του Κάμαελ.
Η Μαρίνα προσπάθησε να χωνέψει αυτήν την πληροφορία. Της φαινόταν τόσο παράλογη η αντιμετώπιση του κόσμου σαν ένα αέναο πάρε-δώσε. Κι όμως. Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν, τόσο περισσότερο συνειδητοποιούσε πως ήταν αλήθεια. Η σκέψη ήταν υπερβολικά σκοτεινή για τα γούστα της κι αποφάσισε να αλλάξει θέμα, ρωτώντας κάτι πιο ασφαλές.
- Αν δεν είσαι δαίμονας, τότε τι είσαι;
Η Λίλιθ χαμογέλασε.
- Πραγματικά δεν έχεις ιδέα, έτσι δεν είναι;
Ανασήκωσε τους ώμους. Είχε αρχίσει να συνηθίζει τον τρόπο με τον οποίο την αντιμετώπιζαν όλοι: λες και ήταν μια αθώα παιδούλα που είχε βρεθεί ξαφνικά βουτηγμένη ως το λαιμό στα σκατά και δεν ήξερε κολύμπι.
- Όχι, δεν έχω. Μπορείς να μου πεις ή να με αφήσεις στην άγνοιά μου, προσωπικά καρφάκι δεν μου καίγεται.
Αυτό ήταν ψέμα, αλλά δεν σκόπευε να της δώσει την απόλαυση να καταλάβει πως την έτρωγε η περιέργεια. Η Λίλιθ της χάρισε ένα ακόμα από τα μητρικά της χαμόγελα κι αμέσως σκέφτηκε πόσο πολύ θα ήθελε και η δική της μητέρα να ήταν έτσι.
- Είμαι η πρώτη γυναίκα του Αδάμ.
Ανασηκώθηκε σχεδόν αυθόρμητα και την κοίταξε λες και είχε πέσει από τον Άρη. Το λιγότερο.
- Τι έκανε λέει;
- Είμαι η πρώτη γυναίκα του Αδάμ, επανέλαβε η Λίλιθ στωικά. Ο Αδάμ και η Εύα δεν ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που δημιούργησε ο θεός της τάξης. Απλά αυτοί ήταν το πετυχημένο μέρος του πειράματος. Το αποτυχημένο ήμουν εγώ. Εμείς. Ήμασταν δύο όντα και ταυτόχρονα ένα ον. Ήμασταν το τέλειο ζευγάρι, κατανοώντας πλήρως ο ένας τον άλλο εφόσον μοιραζόμασταν το ίδιο σώμα και την ίδια ψυχή. Μόνο που ο θεός της τάξης, βλέποντας την τελειότητα του δημιουργήματός του, συνειδητοποίησε πόσο μόνος ένοιωθε ο ίδιος και αποφάσισε να μας χωρίσει για να μην του θυμίζουμε τη μοναξιά του. Ήταν φρικτό..., είπε ριγώντας ολόκληρη.
Το πρόσωπό της είχε γίνει άσπρο σαν πανί κι η ανάμνηση έδειχνε να την έχει συγκλονίσει σαν να την ζούσε ξανά από την αρχή. Η Μαρίνα δεν μπόρεσε παρά να τη συμπονέσει.
- Ο χωρισμός, ωστόσο, με άφησε με κάποια «κουσούρια». Και όπως έκανε σε όλα τα πλάσματα που για κάποιο λόγο θεώρησε ελαττωματικά, με πέταξε και μένα στην Κόλαση κι έδωσε στον Αδάμ τη δεύτερη σύζυγό του, την Εύα. Το μόνο καλό στην όλη υπόθεση ήταν πως όταν αυτοί και οι απόγονοί τους έχασαν την αθανασία των πρωτόπλαστων, η κατάρα με άφησε ανεπηρέαστη. Δεν μπορώ να πεθάνω.
Η Μαρίνα αναρωτήθηκε κατά πόσο το έβλεπε όντως ως καλό ή κατά πόσο ειρωνευόταν. Αποφάσισε πως δεν ήθελε να μάθει την απάντηση.
- Είσαι δηλαδή ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να πεθάνει. Τέλεια. Αυτό δεν εξηγεί όμως το γιατί είσαι ικανή να θεραπεύεις.
Η Λίλιθ χαμογέλασε απόμακρα και θλιμμένα. Ήταν το ομορφότερο και το πιο σπαραχτικό χαμόγελο του κόσμου και της θύμισε τον Σαμ τόσο έντονα που ένιωσε την καρδιά της να πονάει.
- Πιστεύω πως το δικό σου είδος θα με αποκαλούσε μάγισσα. Είναι, πράγματι, ο πιο κοντινός ορισμός αυτού που είμαι.
Όλα τα’χε η Μαριορή...Ακούς εκεί «μάγισσα». Μετά τους έκπτωτους, τους δαίμονες, τη θεά του Χάους και το δράκο, θα έλεγε κανείς πως θα είχε πια μάθει να περιμένει τα πάντα. Κι όμως, να που μπορούσε ακόμη να εκπλαγεί. Πήγε να κάνει ένα ειρωνικό σχόλιο, όμως η Λίλιθ την έσπρωξε απαλά πίσω στα στρωσίδια.
- Δεν σου κάνει καλό να κουράζεσαι, είπε ήρεμα. Είσαι πολύ αδύναμη και μπερδεμένη. Καταλαβαίνω πως ο Πρίγκηπας είναι εν μέρει υπεύθυνος γι’αυτό. Ίσως θα σε βοηθούσε αν σου έλεγε μια ιστορία από τα παλιά.
Ιστορία; Λες και υπήρχε καιρός για παραμύθια. Όσο περισσότερο έμενε σταθερή, τόσο πιο εύκολο θα τους ήταν να τη βρουν. Και εντάξει, αν την έβρισκε ο Σάμαελ τίποτα πολύ κακό δεν θα συνέβαινε. Αυτό που φοβόταν ήταν τι θα γινόταν αν την έβρισκε ο Αββαδών. Θα την παρέδιδε στη Βασίλισσά του ή θα γινόταν τροφή στα νύχια ενός δράκου, όπως είχε δει στο όνειρό της; Ήταν στ’αλήθεια όνειρο ή μήπως ένα ακόμη όραμα;
Το χέρι της Λίλιθ σταθεροποιήθηκε στο μέτωπό της και βαθυπράσινα μάτια καρφώθηκαν στα δικά της, γεμάτα με το βάρος των αιώνων.
- Την περίοδο πριν ξεσπάσει η πρώτη μάχη της Κόλασης, υπήρχαν δύο δαίμονες που πάλευαν για την κυριαρχία ενός θνητού βασιλείου. Ο ένας ήταν ο Βεεμώθ, ο δαίμονας της Υπερηφάνειας και ο άλλος ήταν ο Έντριγκαν, ο δαίμονας της Οκνηρίας. Για πολλούς αιώνες οι δύο δαίμονες πολεμούσαν μεταξύ τους κι είχαν βυθίσει το θνητό βασίλειο στη σφαγή και την αιματοχυσία. Κανείς δεν φαινόταν να κερδίζει. Μέχρι που η διακυβέρνηση πέρασε στα χέρια ενός χαρισματικού θνητού. Το όνομά του ήταν Σούλτζι, της τρίτης δυναστείας των Ουρ της Βαβυλωνίας. Ο Σούλτζι κατάφερε να νικήσει τη διχόνοια και να φέρει και πάλι την ειρήνη στο λαό του. Έκανε σημαντικά έργα, ένα από τα οποία ήταν ο μεγάλος ναός που αφιέρωσε στους «καλούς» θεούς. Φυσικά, οι καλοί θεοί δεν ήταν τίποτε άλλο παρά έκπτωτοι που περπατούσαν στη γη ανάμεσα στους ανθρώπους. Οι δύο δαίμονες οργίστηκαν τόσο που αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να καταστρέψουν τον θνητό βασιλιά. Οι δαίμονες, ξέρεις, είναι προβλέψιμα πλάσματα. Ή ίσως και να φταίει το γεγονός ότι κάποιες μέθοδοι είναι πανάρχαιες και έχουν αποδειχθεί κατ’επανάληψη αποτελεσματικές μέσα στις χιλιετίες. Τελοσπάντων. Οι δυο τους βρήκαν την πιο όμορφη κοπέλα της Βαβυλωνίας και της υποσχέθηκαν να την κάνουν βασίλισσα αν τους βοηθούσε να διαλύσουν τον Σούλτζι. Όπως ήταν επόμενο, εκείνη δέχτηκε. Μόνο που οι δαίμονες δεν υπολόγιζαν ότι ο Σούλτζι θα κατάφερνε να στρέψει το ίδιο τους το παιχνίδι εναντίον τους. Ο βασιλιάς ήταν χαρισματικός και επιβλητικός άντρας και η κοπέλα...η σύζυγός του, όπως το θέλησαν ο Βεεμώθ και ο Έντριγκαν, δεν άργησε να τον ερωτευτεί και να του αποκαλύψει τα πάντα. Οι δαίμονες, βλέπεις, δεν αντιλαμβάνονται τον έρωτα όπως οι θνητοί και δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι κάποιος θα προτιμούσε να είναι με κάποιον που αγαπάει παρά να έχει ένα ολόκληρο βασίλειο στα χέρια του. Το παιχνίδι, λοιπόν, απέκτησε καινούριο παίκτη και οι δαίμονες ούτε καν το κατάλαβαν. Ο Σούλτζι ζήτησε τη βοήθεια των καλών θεών του και η έκκλησή του εισακούστηκε. Ο ίδιος ο Πρίγκηπας εμφανίστηκε μπροστά του και τον συμβούλεψε για το τι έπρεπε να κάνει προκειμένου και αυτός και η γυναίκα του να επιβιώσουν από την οργή των δαιμόνων. Εκείνη ήταν η περίοδος που ο Πρίγκηπας δίδασκε τις ιδέες του στην Κόλαση και πολλοί δαίμονες τον ακολουθούσαν, είτε κρυφά είτε φανερά. Προκειμένου να βοηθήσει τον Σούλτζι, ο Πρίγκηπας έκανε τη μεγάλη αποκάλυψη προσεγγίζοντας τον δαίμονα Μπέλφεγκορ, ο οποίος έτρεξε και είπε τα πάντα στη Βασίλισσά του. Η αναταραχή που δημιουργήθηκε δεν άφησε χρόνο στον Βεεμώθ και τον Έντριγκαν να ασχοληθούν με τον Σούλτζι και τη γυναίκα του, που κατέστρωσαν το σχέδιό τους προσεκτικά. Η κοπέλα κάλεσε τους δαίμονες, έναν-έναν ξεχωριστά και έπεισε τον καθένα απ’αυτούς ότι έτρεφε αισθήματα γι’αυτόν. Ήταν τέτοια η ομορφιά και η πειθώ της που κι οι δυο τους δεν το σκέφτηκαν πολύ περισσότερο. Έπεσαν στην ίδια τους την παγίδα, την παγίδα του έρωτα. Προκειμένου να την έχουν δική τους, έκαναν κι οι δυο ένα μοιραίο λάθος. Ο μεν Βεεμώθ προσπάθησε να την πάρει μαζί του στην Κόλαση, ο δε Έντριγκαν πλήρωσε θνητούς δολοφόνους για να σκοτώσουν τον Σούλτζι. Όπως τους εξήγησε η κοπέλα όταν πια ήταν πολύ αργά, αυτό παραβίαζε τη συμφωνία, εφόσον η ίδια θα έπαυε να είναι βασίλισσα. Κι αφού ήταν εκείνοι που έκαναν την παράβαση, ήταν ελεύθερη από οποιαδήποτε υποχρέωση απέναντί τους. Ο Βεεμώθ και ο Έντριγκαν επέστρεψαν στην Κόλαση ηττημένοι και ταπεινωμένοι. Τελικά σκοτώθηκαν στην πρώτη μάχη, προσπαθώντας να προστατεύσουν μια Βασίλισσα που δεν επιθυμούσε να προστατευτεί. Πέθαναν ηρωικά κι έχοντας γνωρίσει την αγάπη. Μπορείς να φανταστείς καλύτερο θάνατο απ’αυτόν;
Η Μαρίνα έμεινε σιωπηλή για λίγο, προσπαθώντας να χωνέψει αυτά που μόλις είχε ακούσει και, κυρίως το κρυμμένο νόημα από πίσω τους.
- Δηλαδή πιστεύεις πως είναι στ’αλήθεια εφικτό για έναν δαίμονα να αγαπήσει;
Η Λίλιθ την κοίταξε σαν να ήταν μειωμένης νοημοσύνης. Ίσως να ήταν και ιδέα της.
- Πρέπει να καταλάβεις πως οι δαίμονες είναι πλάσματα που δεν λειτουργούν όπως οι άνθρωποι, Μάντισσα. Ούτε όπως οι έκπτωτοι. Ο έρωτας που αντιλαμβάνονται οι θνητοί είναι μια έννοια που ήρθε στον κόσμο μαζί με τους έκπτωτους. Οι δαίμονες μπορούν να αγαπήσουν, όμως η αγάπη τους είναι διαφορετική. Είναι πιο πρωτόγονη και αποκομμένη από τα ανθρώπινα. Η αγάπη ενός δαίμονα είναι σαν καταστροφική φωτιά που καίει τα πάντα. Η αγάπη ενός έκπτωτου είναι σαν βάλσαμο που γιατρεύει όλες τις πληγές. Μην βιαστείς να κρίνεις αν κάποια είναι καλύτερη ή κάποια είναι χειρότερη. Έχε στο μυαλό σου ότι το καλύτερο ή το χειρότερο εξαρτώνται αποκλειστικά και μόνο από τη δική σου αντίληψη των πραγμάτων. Η αλήθεια είναι πως και οι δύο τρόποι είναι καλοί. Απλά είναι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους που πολύ συχνά οι θνητοί βιάζεστε να κατηγοριοποιήσετε τον έναν ως αγάπη και τον άλλον όχι. Όμως άσε με να σου κάνω μια ερώτηση, Μάντισσα. Ποιος θα περίμενε τέσσερις χιλιάδες χρόνια να γεννηθείς ξανά αν δεν σ’αγαπούσε στ’αλήθεια;
Αυτό την αποστόμωσε. Πραγματικά. Το σκέφτηκε για λίγο, προσπαθώντας να βρει κάποια καλή απάντηση. Δεν υπήρχε καμία. Αυτό που έλεγε η Λίλιθ ήταν απλή και ξεκάθαρη αλήθεια. Κανείς δεν θα περίμενε τόσον καιρό μόνο και μόνο για να την εκμεταλλευτεί ή να την χρησιμοποιήσει. Έπρεπε να υπάρχει κάτι άλλο, κάτι πιο βαθύ. Και τι πιο βαθύ υπήρχε στον κόσμο από τον έρωτα;
Αισθάνθηκε τα μάτια της να γεμίζουν δάκρυα καθώς καταλάβαινε, επιτέλους, τι ήταν αυτό από το οποίο έτρεχε...τι ήταν αυτό από το οποίο προσπαθούσε να ξεφύγει. Δεν ήταν η Τίαματ ούτε ο δράκος της, δεν ήταν ο Αββαδών, δεν ήταν ο Σάμαελ. Αυτό από το οποίο προσπαθούσε να ξεφύγει ήταν ο ίδιος ο αδύναμος εαυτός της. Γιατί ήξερε πως, αν αφηνόταν, οι τρεις τους θα έμπλεκαν ξανά στον ίδιο κύκλο που είχε ξεκινήσει τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν όταν ο Άμπα και ο Λούσιφερ την είχαν ερωτευτεί κι εκείνη τους είχε αγαπήσει και τους δύο.
- Τώρα ξέρεις, είπε απαλά η Λίλιθ. Και, έχοντας τη γνώση, η ψυχή σου μπορεί να γιατρευτεί. Θα είναι μια δύσκολη απόφαση, Μάντισσα, όμως θα πρέπει να την πάρεις, τελικά. Και θα πρέπει να την πάρεις ελεύθερα, επειδή όντως είναι αυτό που θέλεις εσύ κι όχι αυτό που θέλουν οι άλλοι ή αυτό που περιμένουν από σένα.
Η Μαρίνα ένευσε καταφατικά. Τι ήταν αυτό που ήθελε, λοιπόν; Βαθιά μέσα της, ήξερε την απάντηση. Έκλεισε τα μάτια κι ένα πανέμορφο, ανδρόγυνο πρόσωπο πλαισιωμένο από χρυσά, κυματιστά μαλλιά κατέκλυσε το μυαλό της. Ναι. Ήξερε την απάντηση.
- Οι έκπτωτοι που με έφεραν. Είναι ακόμη εδώ; ρώτησε τη Λίλιθ.
- Φυσικά. Δεν θα έφευγαν χωρίς εμένα.
Την κοίταξε απορημένα. Η Λίλιθ έσπευσε να εξηγήσει τι εννοούσε.
- Ήταν στο δρόμο τους προς τα εδώ όταν σε χτύπησαν με το αμάξι. Έρχονταν να με καλέσουν να πολεμήσω στο πλευρό του Πρίγκηπα.
- Τι είναι αυτό που σας δένει μαζί του; Εννοώ...εντάξει, για τους έκπτωτους μπορώ να το καταλάβω...εγκατέλειψαν τον ουρανό για χάρη του. Όμως εσένα; Τι είναι αυτό που μπορεί να κάνει μια «μάγισσα» να πολεμήσει στο πλευρό ενός έκπτωτου; Τι είναι αυτό που μπορεί να την κάνει να τον αποκαλεί Πρίγκηπα και να τρέχει όποτε την καλεί;
Βαθύ γέλιο τάραξε το λεπτό, τυλιγμένο με φύλλα κορμί της μάγισσας.
- Μπορεί να μην ξέρεις πολλά για μας και τους κανόνες μας, Μάντισσα, αλλά ένα πράγμα οφείλω να σου αναγνωρίσω. Ξέρεις να κάνεις καλές ερωτήσεις.
Η Λίλιθ έφερε τα χέρια της στο λαιμό της και παραμέρισε τα φύλλα. Εκεί, ακριβώς ανάμεσα στις κλείδες της, υπήρχε μια απαίσια ουλή που ανέβαινε μέχρι το αριστερό της αφτί.
- Ο Πρίγκηπας με έσωσε, είπε απλά. Όταν ο θεός της τάξης με πέταξε στην Κόλαση, κατάφερα να ξεφύγω γιατί δεν άντεχα τη σκέψη ότι θα έπρεπε να ζήσω κάτω από τον ζυγό της Τίαματ για πάντα. Αυτή έστειλε κάθε είδους δαίμονες ξοπίσω μου για να με βρουν. Κρυβόμουν καλά και για πολύ καιρό, όλοι τους αποτύγχαναν. Μέχρι που η Βασίλισσα αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα μεγάλα μέσα κι έστειλε τον Άρχελ-Ο, τον ηγέτη των Νυκτόβιων. Αυτός τα κατάφερε. Το σχέδιό του ήταν να με τεμαχίσει και να θάψει τα κομμάτια μου σε διάφορα μέρη, όμως ο Πρίγκηπας έφτασε την κατάλληλη στιγμή για να τον σκοτώσει και να με θεραπεύσει. Φυσικά, η ουλή μου έμεινε και η ζημιά στις φωνητικές μου χορδές ποτέ δεν αποκαταστάθηκε, όπως μπορείς να ακούσεις άλλωστε. Όμως από τότε ορκίστηκα ότι ο Πρίγκηπας θα είχε την αιώνια αφοσίωσή μου.
Η Μαρίνα σηκώθηκε αργά, με δυσκολία, και πλησίασε την κοκκινομάλλα μάγισσα. Άπλωσε διστακτικά το χέρι της και άγγιξε την ουλή. Η Λίλιθ ρίγησε και, μισοκλείνοντας τα μάτια, άφησε έναν στεναγμό ευχαρίστησης ως ανταπόκριση στο άγγιγμά της.
- Τι θα συνέβαινε αν δεν είχες πάρει αυτόν τον όρκο; Θα διαταρασσόταν η ισορροπία;
Η Λίλιθ άνοιξε τα μάτια της και την κοίταξε τόσο έντονα που ένιωσε την ανάσα της να κόβεται.
- Θα πλήρωνα τις συνέπειες. Το πιο πιθανό είναι ότι θα μου είχε συμβεί κάτι πολύ πιο φρικτό απ’αυτό που σχεδίαζε να μου κάνει ο Άρχελ-Ο. Το να σου σώζει κάποιος τη ζωή είναι μεγάλο πράγμα, Μάντισσα. Είναι βαρύ και σε δεσμεύει.
Θυμήθηκε μια ρομφαία γεμάτη ηλεκτρικές εκκενώσεις να βυθίζεται στα σπλάχνα του έκπτωτου αγγέλου Αράκιελ, από το δικό της χέρι. Κι εκείνη είχε σώσει μια ζωή. Αυτό σήμαινε πως ο Σαμ είχε χρέος απέναντί της; Δεν της είχε πει ποτέ τίποτα αν όντως ίσχυε κάτι τέτοιο. Όχι πως θα του ζητούσε κάτι. Της ήταν αρκετή η αγάπη και η τρυφερότητά του. Η συνειδητοποίηση τη χτύπησε σαν σιδερένια γροθιά. Ήταν τόσο βίαιη που την ανάγκασε να κάνει ένα βήμα πίσω, χάνοντας σχεδόν την ισορροπία της.
- Όταν έσωσα τη ζωή του Σαμ είπε πως ήμουν τα φτερά του, ψιθύρισε. Ήταν κι αυτός ένας όρκος, έτσι δεν είναι; Έτσι δεν είναι; επανέλαβε ψάχνοντας απεγνωσμένα την αλήθεια μέσα στα βαθυπράσινα μάτια της Λίλιθ.
Εκείνη ένευσε καταφατικά και το πρόσωπό της φωτίστηκε από ένα γλυκό χαμόγελο που την έκανε να μοιάζει ακόμη πιο νέα.
- Ναι, Μάντισσα. Ήταν ένας όρκος. Ο Πρίγκηπας ορκίστηκε να σ’αγαπάει όσο αγαπάει την ελεύθερη βούληση. Χωρίς μέτρο και για πάντα.
Έπρεπε να ρωτήσει. Για κάποιο λόγο την έτρωγε.
- Κι όταν ο Αββαδών είπε πως θα με προστάτευε απέναντι και στη Βασίλισσα ακόμη αρκεί να τον αγαπούσα;
Το χαμόγελο της μάγισσας πλάτυνε.
- Ορκιζόταν να πολεμήσει θεούς και δαίμονες για να σε κρατήσει ασφαλή. Αν το έκανε θα τον αγαπούσες. Όχι επειδή θα σε ανάγκαζε, αλλά επειδή δεν θα υπήρχε άλλος δρόμος για να ακολουθήσεις. Όμως δεν πρόκειται να το κάνει γιατί η καρδιά σου είναι ήδη αλλού και ξέρει πως αυτή τη φορά δεν θα διαλέξεις εκείνον. Δεν θέλει να ξεκινήσει πάλι τον ίδιο κύκλο πόνου και προδοσίας που ξεκίνησε την προηγούμενη φορά.
Αναρωτήθηκε αν έπρεπε να το πιστέψει. Δευτερόλεπτα αργότερα κατάλαβε πως πάντοτε το πίστευε.
- Να σε ρωτήσω κάτι ακόμα; Είπες πως ο Βεεμώθ ήταν δαίμονας της Υπερηφάνειας και ο Έντριγκαν δαίμονας της Οκνηρίας. Γιατί κάτι σ’αυτό μου χτυπάει γνώριμες καμπάνες;
Η Λίλιθ, με μια ρευστή κίνηση, έπιασε το μανδύα της από το πάτωμα και τον φόρεσε. Το μαύρο μετάξι αγκάλιασε το κορμί της σαν δεύτερο δέρμα.
- Τα περίφημα «θανάσιμα αμαρτήματα» ίσως; Ξέρεις, είναι πολύ ενδιαφέρον ο τρόπος που ιερείς και βασιλιάδες των πρώτων ημερών δαιμονοποίησαν αυτά που δεν τους άρεσαν. Ήταν μια εποχή σκλάβων, τότε. Ακόμη είναι, με πολλούς τρόπους.
- Σε λίγο θα μου πεις πως οι δαίμονες είναι καλοί και αγαθοί. Εντάξει, μην το παρακάνουμε κιόλας, είπε η Μαρίνα ειρωνικά.
- Όχι, απάντησε σκεφτικά η Λίλιθ. Αυτός είναι ένας πολύ απλοϊκός και πολύ ανθρώπινος τρόπος να το δει κανείς. Οι δαίμονες δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί. Όμως ο πιο ύπουλος τρόπος να χτυπήσεις κάποιον είναι με το φιλότιμο. Κάνοντάς τον, δηλαδή, να πιστέψει πως οι επιθυμίες του είναι αμαρτία. Η ανάγκη για σωματική επαφή; Αμαρτία. Βρήκε το πρόσωπό της στην Άσταροθ, που κάποτε λατρευόταν σαν θεά του έρωτα. Η ανάγκη για ξεκούραση; Αμαρτία. Τη βαφτισαν «τεμπελιά» και τον Έντριγκαν εκπρόσωπό της. Η ανάγκη να διασκεδάσεις και να ξεπεράσεις τα όριά σου; Η ανάγκη για περισσότερο; Αμαρτία κι αυτό. Το είπαν απληστία κι ο Μπαάλ από σύμβολο γιορτής και ξεφαντώματος μετατράπηκε σε διαφθορέα. Και τι γίνεται με την ανάγκη να μη σκύβεις το κεφάλι όταν σε καταδυναστεύουν και σε πατάνε κάτω; Έγινε περηφάνεια. Έγινε κάτι κακό και μεμπτό. Ευτυχώς που πάει καιρός από τότε που ο Βεεμώθ θυσιάστηκε για τη Βασίλισσά του, αλλιώς θα είχε καταστρέψει τη μισή γη βλέποντας τι λένε γι’αυτόν. Για να μην πω για τον Ασμοδαίο. Αυτός ήταν από τους πιο άτυχους. Ταυτίστηκε με την αιματοχυσία, τον πόλεμο και την αναίτια οργή που κατατρώει τα πάντα. Όμως ο Ασμοδαίος πολεμούσε μόνο για να υπερασπιστεί τους δικούς του. Αυτός ήταν ο μόνος λόγος που ήταν ικανός να τον κάνει να σηκώσει το σπαθί του. Ποτέ δεν πείραξε κανέναν αθώο και ποτέ δεν προκάλεσε κανέναν πόλεμο. Όσο για τον Άζαζελ; Εντάξει, δεν είναι και το καλύτερο παιδί του κόσμου όμως ο κόσμος τότε πεινούσε. Καταλογίζοντας τη λαιμαργία ανάμεσα στα αμαρτήματα, τον έπεισαν πως ήταν κακό εκ μέρους του να πεινάει. Κι έτσι όλοι οι υψηλά ιστάμενοι είχαν τα κεφάλια τους ήσυχα εφόσον κανείς δεν ζητούσε επιπλέον φαί ή καλύτερες συνθήκες ζωής.
Για κάποιο λόγο, η Λίλιθ δεν συνέχισε. Η Μαρίνα αναρωτήθηκε αν το έκανε επίτηδες. Ίσως. Μάλλον. Σίγουρα.
- Κι ο Αββαδών;
Το χαμόγελο της μάγισσας έγινε θλιμμένο, ξαφνικά.
- Ο Αββαδών...ο Αββαδών ήταν ο πιο άτυχος απ’όλους. Οι άνθρωποι ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν πως είναι ο φθόνος αυτό που μας κάνει να θέλουμε να γίνουμε καλύτεροι, να προσπαθούμε πιο σκληρά και να βάζουμε πιο υψηλούς στόχους. Ο «ανταγωνισμός» όπως το λέτε σήμερα. Ο Αββαδών επέλεξε να ζήσει ανάμεσα στους ανθρώπους εξαιτίας αυτού του φθόνου, όμως ήταν ένας φθόνος που ποτέ δεν έβλαψε κανέναν. Καταλαβαίνω πως σου είναι ίσως δύσκολο να το αντιληφθείς, όμως ο Αββαδών, φθονούσε τους ανθρώπους επειδή ευχόταν να μπορούσε να γίνει σαν κι αυτούς.
Η Μαρίνα έβαλε τα γέλια.
- Μιλάμε για ένα πλάσμα που υπάρχει εδώ και χιλιετίες. Τι στο καλό μπορεί να ζηλέψει σ’έναν άνθρωπο;
Η Λίλιθ την κοίταξε πολύ σοβαρά.
- Φθονούσε τον τρόπο που αγαπούσαν.



Οι τρεις έκπτωτοι στέκονταν στην κορυφή του λόφου, παρατηρώντας το στρατόπεδο του εχθρού. Είχαν δει τους δράκους να κατακλύζουν τον ουρανό και είχαν δει τους δαίμονες να προσκυνούν με ευλάβεια τη βασίλισσά τους καθώς αυτή ύψωνε το δισκοπότηρο των δράκων και λουζόταν στο ανίερο φως του. Όπως είχαν αντικρίσει και τις καταστροφές που είχαν προκαλέσει τα τάγματά της σ’ολόκληρη την Ελλάδα. Αυτός ήταν ίσως ο λόγος που τους φαινόταν τόσο παράξενο να βλέπουν έναν θνητό δίπλα στην Τίαματ. Πόσο μάλλον έναν θνητό που την κοίταζε με τρυφερότητα και συμπάθεια.
- Παράξενο, σχολίασε τελικά ο Ανάναελ.
Τα γκριζωπά φτερά του αναδεύτηκαν εις ένδειξη ανησυχίας.
- Είναι όντως, συμφώνησε ο Ζόφιελ.
- Μήπως τον προορίζει για τροφή; ρώτησε ο Γιαμπάσαελ μπαίνοντας κι αυτός στη συζήτηση.
- Είναι πιθανό, είπε ο Ανάναελ με τόση αμφιβολία στη φωνή που ούτε καν ο ίδιος δεν πείστηκε.
- Τι κοιτάτε με τόση προσήλωση;
Η φωνή του στρατηγού τους έκανε τους έκπτωτους να αναπηδήσουν. Στράφηκαν προς το μέρος του κι αμέσως πήραν στάση προσοχής. Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του Ούριελ.
- Παρακολουθούσαμε το στρατόπεδο του εχθρού, στρατηγέ! φώναξε καθαρά ο Ζόφιελ.
Ο Ούριελ τους έκανε νόημα να χαλαρώσουν και πήγε να σταθεί δίπλα τους, επιθεωρώντας και ο ίδιος τις γραμμές των δαιμόνων που απλώνονταν μπροστά στην Τίαματ και τον θνητό της σύντροφο.
- Στρατηγέ...ποιος είναι αυτός ο θνητός; αποτόλμησε την ερώτηση ο Γιαμπάσαελ.
- Βλέπω δεν τα μάθατε. Πρόκειται για το καινούριο κατοικίδιο της θεάς απ’ότι φαίνεται. Ένας δολοφόνος που περιμάζεψε για να έχει να παίζει.
Η συνήθης του καλοσύνη και ευθυμία είχε εξαφανιστεί καθώς πρόφερε αυτά τα λόγια. Ο Ούριελ παρατηρούσε την Τίαματ και το παιχνίδι της με τόση προσήλωση που τα μάτια του είχαν γίνει δυο σχισμές γεμάτες μένος.
- Ο Πρίγκηπας είπε πως προσπάθησαν να σκοτώσουν τη Μάντισσα, είπε ξαφνικά ο Ανάναελ. Μήπως ο θνητός είναι η ευκαιρία μας για αντίποινα; Πρέπει να δείξουμε στη θεά ότι δεν αστειευόμαστε. Απωθούμε τις ορδές της και τα έχουμε πάει αρκετά καλά μέχρι στιγμής, όμως είναι προφανές πλέον ότι αυτή παίζει τα στρατιωτάκια μαζί μας, ενώ ο Πρίγκηπας προσπαθεί να παίξει σκάκι.
Ο Ζόφιελ κοίταξε τον αδερφό του σκεφτικός.
- Ίσως να είναι ένας καλός τρόπος να τραβήξουμε την προσοχή της θεάς μακριά από τον Πρίγκηπα. Ό,τι κι αν σχεδιάζει, φαντάζομαι πως ένας αντιπερισπασμός μόνο καλό θα μπορούσε να του κάνει.
- Έχετε δίκιο, αδέρφια μου, συμφώνησε ο Γιαμπάσαελ. Πρέπει να βάλουμε τα δυνατά μας να βοηθήσουμε τον Πρίγκηπα. Πρέπει να τραβήξουμε την προσοχή της θεάς πάνω μας.
- Έχετε ιδέα με τι πάτε να μπλέξετε; ρώτησε ήρεμα ο Ούριελ. Δεν θέλω να σας αποτρέψω ούτε να σας ενθαρρύνω, όμως είστε απόλυτα σίγουροι πως κατανοείτε τις πιθανές συνέπειες της πράξης σας; Αν σκοτώσετε το παιχνιδάκι της, η θεά θα πεισμώσει και θα οργιστεί. Είστε έτοιμοι για κάτι τέτοιο; Είναι κανείς μας;
Ο Ανάναελ άπλωσε το χέρι του στον ώμο του στρατηγού του και τον έσφιξε με αδερφική οικειότητα.
- Στρατηγέ μου...αδερφέ μου...αυτό είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε. Είναι το πεπρωμένο που μας καλεί. Αν η θεά μας σκοτώσει πάνω στο θυμό της, ας είναι. Τουλάχιστον θα εξασφαλίσουμε λίγο χρόνο στον Πρίγκηπα. Αυτός ο πόλεμος δεν έχει χώρο για εγωισμούς, αδερφέ μου. Χρειάζονται θυσίες.
Ο Ούριελ ένευσε καταφατικά. Δεν είχε σκοπό να προσπαθήσει να τους σταματήσει. Δεν ήταν σίγουρος αν είχαν δίκιο ή όχι...δεν ήταν καν σίγουρος τι αποτελέσματα θα είχε η πράξη τους. Όμως κι αυτός γνώριζε πόσο σημαντικό ήταν να πετύχει το σχέδιο του Πρίγκηπα. Αν αποτύγχανε ήταν όλοι τους χαμένοι κι αυτό...αυτό δεν ήθελε καν να το σκέφτεται.
- Παρακολουθήστε τους και περιμένετε να δείτε πότε θα απομακρυνθεί από κοντά της. Μην κάνετε καμιά βλακεία και του επιτεθείτε όσο η θεά είναι κοντά του για να το παίξετε γενναίοι. Η γενναιότητα είναι καλή, αλλά η εξυπνάδα είναι καλύτερη κάποιες φορές.
Οι τρεις έκπτωτοι ένευσαν καταφατικά κι αφού έφεραν την κλειστή γροθιά τους στο μέρος της καρδιάς, τέντωσαν τα χέρια τους μπροστά, προσφέροντας στον στρατηγό τους τον χαιρετισμό των αγγέλων. Ο Ούριελ χαμογέλασε, προσπαθώντας να φανεί πιο αισιόδοξος απ’ όσο ήταν πραγματικά. Ο Ανάναελ, ο Ζόφιελ και ο Γιαμπάσαελ απομακρύνθηκαν με περήφανο βήμα από την κορυφή του λόφου, αφήνοντας τον στρατηγό μόνο και χαμένο στις σκέψεις του.
Σκέψεις από τις οποίες τον έβγαλε μια γλυκιά, μελωδική φωνή.
- Χαίρετε..., είπε η γυναίκα διστακτικά.
Ο Ούριελ στράφηκε προς το μέρος της. Για θνητή, ήταν μάλλον όμορφη, με τα ξανθά της μαλλιά και τα γατίσια μάτια. Φορούσε ένα ταγέρ σε κοραλί χρώμα που τόνιζε τη λευκή της επιδερμίδα. Είχε απλώσει ένα λεπτοκαμωμένο χέρι με μακριά, περιποιημένα νύχια προς το μέρος του και τον κοίταζε ντροπαλά και με κάποιο δέος.
Ο έκπτωτος έσφιξε το χέρι της εγκάρδια, προσέχοντας πολύ τη δύναμη που έβαζε ώστε νη μην της προκαλέσει πόνο άθελά του.
- Καλημέρα σας, είπε ευγενικά, χαρίζοντάς της το πιο γοητευτικό του χαμόγελο.
- Καλημέρα, απάντησε η γυναίκα και φάνηκε να χαλαρώνει κάπως. Ονομάζομαι Παναγοπούλου Γιώτα και είμαι κοινωνική λειτουργός. Λυπάμαι που σας απασχολώ ενώ ετοιμάζεστε να πολεμήσετε αυτούς τους δαίμονες που τόσο κακό έχουν κάνει στη χώρα μας, όμως είναι δουλειά μου να κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθάω αυτούς που δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους και βρίσκομαι εδώ για μια μάλλον ιδιαίτερη περίπτωση.
- Περί τίνος πρόκειται; ρώτησε ο έκπτωτος με ειλικρινές ενδιαφέρον.
Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της και την οδήγησε προς την πλευρά του στρατοπέδου.
- Μάθαμε πως βοηθήσατε τους ανθρώπους της Λάρισας και των γύρω χωριών και τους φυγαδεύσατε ώστε να μην πέσουν στα νύχια των δαιμόνων. Μάθαμε επίσης πως κάνατε κινήσεις να βρείτε τους συγγενείς των παιδιών που έμειναν ορφανά. Όταν λέω «μάθαμε» εννοώ την κοινωνική υπηρεσία όπου εργάζομαι. Ωστόσο, δεν διέφυγε της προσοχής μας πως υπάρχει και ένα παιδί που είναι ακόμη μαζί σας.
Ο Ούριελ επιτέλους κατάλαβε το σκοπό αυτής της επίσκεψης και χαμογέλασε με ανακούφιση. Η γυναίκα δεν ήταν δημοσιογράφος. Είχε κουραστεί να τους απωθεί όλες αυτές τις μέρες. Κι ένας θεός ήξερε πόσο επίμονοι μπορούσαν να γίνουν.
- Τη μικρή Εύα λέτε, είπε. Είναι πράγματι πολύ λυπηρό, κυρίως γιατί πρόκειται για ένα αξιαγάπητο παιδί. Σας έστειλαν, λοιπόν, να την πάρετε; Καλά έκαναν...δεν είναι κατάλληλο μέρος ένα στρατόπεδο για να μεγαλώνει ένα παιδί. Αν και...υπάρχει κάποιος ανάμεσά μας που είναι ιδιαίτερα γοητευμένος μαζί της και της διδάσκει κάθε είδους πράγματα. Αν πάρουμε αυτόν τον δρόμο, σίγουρα θα τους βρούμε να κάνουν τον πρωινό τους περίπατο. Ο Αιώνιος λέει πως δεν υπάρχει καταλληλότερη ώρα για να διδάξεις κάποιον μαθηματικά. Προσωπικά, οποιαδήποτε ώρα της ημέρας εξίσου βαρετά μου φαίνονται, αλλά δεν είναι για να του πηγαίνεις κόντρα.
Ό,τι κι αν κατάλαβε η γυναίκα απ’αυτό το δείγμα νευρικής λογόρροιας, ήταν αρκετά ευγενική ώστε να μην το σχολιάσει. Τον ακολούθησε αμίλητη και κλεισμένη στον εαυτό της.
- Αν δεν σας πειράζει...μπορείτε να μου πείτε μήπως τι θα απογίνει; Ξέρετε είμαστε όλοι πολλοί δεμένοι μαζί της και θα στεναχωρηθούμε να τη δούμε να φεύγει.
Η κοινωνική λειτουργός του χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο που έκανε θνητό της πρόσωπο να μοιάζει ακόμη ομορφότερο.
- Θα βάλω τα δυνατά μου να της βρω μια οικογένεια που να την αγαπά, αυτό σας το υπόσχομαι. Δεν έχετε να ανησυχείτε για τίποτα.
Ο έκπτωτος άφησε έναν στεναγμό ανακούφισης να του ξεφύγει. Προχώρησαν για λίγο ακόμη στο μικρό μονοπάτι που πλαισιωνόταν από πανύψηλες καστανιές, μέχρι που έφτασαν σ’ένα ξέφωτο. Εκεί, βρισκόταν ένα μικρό παιδί με καστανές μπούκλες, που έφτιαχνε γραμμές στο χώμα μ’ένα μακρύ, λεπτό κλαδί. Δίπλα της ακριβώς, στεκόταν ένας άντρας χωρίς μαλλιά, με λευκές ρόμπες κεντημένες με χρυσή κλωστή. Ένα επιβλητικό, χρυσό στέμμα στόλιζε το όμορφο κεφάλι του.
- Χαίρε, Αιώνιε, είπε ο Ούριελ με σεβασμό.
Ο άντρας γύρισε προς το μέρος τους κι ο Ούριελ άκουσε ένα πνιχτό επιφώνημα να ξεφεύγει από τα χείλη της γυναίκας καθώς αντίκριζε τα φιδίσια μάτια του Λεβιάθαν.
- Η γυναίκα ήρθε να πάρει την Εύα μαζί της, Αιώνιε. Είναι κοινωνική λειτουργός και υπόσχεται να της βρει ένα σπίτι.
Κοίταξε την άτυχη γυναίκα ενθαρρυντικά, προσπαθώντας να της δείξει πως δεν υπήρχε λόγος να φοβάται τον Λεβιάθαν, παρόλο που ήξερε πως αυτό ήταν το μεγαλύτερο ψέμα που θα μπορούσε ποτέ να πει.
Ο Λεβιάθαν παρατηρούσε προσεκτικά την κοινωνική λειτουργό που κατέβαλλε φιλότιμες προσπάθειες να μην φανερώσει τη νευρικότητά της. Έπειτα, χωρίς να πει λέξη, έσκυψε, φίλησε την Εύα στην κορυφή του κεφαλιού κι έφυγε αμίλητος.
- Το πήρε βαριά, ε; ρώτησε εκείνη διστακτικά.
Ο Ούριελ ένευσε καταφατικά. Η αλήθεια ήταν πως κι εκείνος είχε εκπλαγεί με την αντίδραση του Αιώνιου. Αποφάσισε πως θα τον ρωτούσε αργότερα τι ήταν αυτό που τον είχε κάνει να δεθεί τόσο πολύ με το παιδί.
Η γυναίκα πλησίασε την Εύα και χαμήλωσε με χάρη ώστε τα μάτια τους να βρίσκονται στο ίδιο ύψος. Της χαμογέλασε φιλικά.
- Γεια σου, Εύα. Είμαι η Γιώτα. Το ξέρω πως μάλλον δεν θα θέλεις να φύγεις και να αφήσεις όλους τους φίλους που έκανες εδώ, όμως σου υπόσχομαι πως πολύ σύντομα θα βρίσκεσαι σ’ένα πολύ όμορφο μέρος, με ανθρώπους που θα σ’αγαπάνε.
Η μικρή κούνησε το κεφάλι της μια φορά, δείχνοντας ότι κατάλαβε. Η κοινωνική λειτουργός σηκώθηκε και της άπλωσε το χέρι.
- Τι λες; Θα έρθεις μαζί μου; Έχω παιχνίδια στο αμάξι που περιμένουν πώς και πώς να παίξεις μαζί τους.
Το κοριτσάκι χαμογέλασε δειλά και της έδωσε το χέρι του. Πλησίασαν τον έκπτωτο που τις παρακολουθούσε συγκινημένος.
- Σας ευχαριστώ για τη βοήθειά σας, κύριε, του είπε ευγενικά. Η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν αρχικά να σας πλησιάσω, όμως τελικά χαίρομαι που το έκανα. Και μην ανησυχείτε, θα φροντίσω την Εύα όσο καλύτερα μπορώ μέχρι να της βρω ένα καλό σπίτι για να μείνει.
Ο Ούριελ τις συνόδευσε μέχρι το αμάξι κι έμεινε εκεί για αρκετή ώρα, παρακολουθώντας το μαύρο όχημα να απομακρύνεται.


Η Αλίκη κοίταξε το κοριτσάκι δίπλα της που έπαιζε ενθουσιασμένο μ’ένα λούτρινο γατάκι, νιαουρίζοντας και κάνοντας ήχους σαν να γρατζουνούσε κάτι με τα νύχια της. Όταν ο Γιώργος της είχε πει πως το μόνο άτομο που ανταποκρινόταν σ’αυτά που είχε ζητήσει ήταν ένα πεντάχρονο παιδί, είχε διστάσει. Ήταν μόνο για λίγο, γιατί αμέσως μετά θυμήθηκε πόσο σημαντική ήταν η εκδίκηση που είχε ορκιστεί. Άλλωστε, τι όριο της είχε μείνει που να μην το έχει ήδη πατήσει; Αν μπορούσε να αποφύγει να σκοτώσει το παιδί θα το έκανε, όμως αν δεν υπήρχε άλλος τρόπος, θα ήταν μια ακόμη παράπλευρη απώλεια στον πόλεμο που είχε κυρήξει στον Λαέρτη.
Ήταν για ιερό σκοπό, είχε πει στον εαυτό της. Δράση τώρα, τύψεις αργότερα. Αν έρθουν. Είχε αρχίσει πραγματικά να αμφιβάλει αν θα ένιωθε τύψεις για το οτιδήποτε, ποτέ ξανά. Ήταν ίσως απαισιόδοξο εκ μέρους της να σκέφτεται έτσι, όμως ένα μικρό μέρος του εαυτό τους δεν μπορούσε να αρνηθεί πως ήταν πράγματι μια εξαιρετικά πιθανή προοπτική. Τι έχεις γίνει; Η ερώτηση είχε έρθει και πάλι να τη στοιχειώσει. Όπως και η απάντηση, που πια την ήξερε όπως το σώμα της.
Ότι με κάνανε ο Λαέρτης κι η πουτάνα του. Ότι με κάνανε.



Ο Τύραελ άνοιξε την πόρτα κι έκανε μια βαθιά υπόκλιση, αφήνοντας τη Μαρίνα να περάσει.
- Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω για ποιο λόγο έκλεισες μόνο ένα δωμάτιο, είπε δηκτικά.
- Η Λίλιθ δεν μπορεί να κοιμηθεί ανάμεσα σε θνητούς, Μάντισσα. Θα χάσει τον έλεγχο και μπορεί κάποιος να κινδυνεύσει. Θα κατασκηνώσουμε στο δάσος πιο έξω και θα έρθουμε το πρωί να σε πάρουμε, απάντησε ευγενικά ο έκπτωτος.
- Τον έλεγχο ποιου πράγματος;
Δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Τι κι αν η περιέργεια σκότωσε τη γάτα; Της ήρθε στο μυαλό η Δανάη με την αγάπη της για τις γάτες και παραλίγο να βάλει τα γέλια με την παρομοίωση.
- Μα...των κορακιών, φυσικά, είπε ο Τύραελ χαμογελώντας λες και ήταν αυτονόητο. Και τώρα, θα μου επιτρέψεις, Μάντισσα. Η Λίλιθ θα με γδάρει αν καταλάβει πως δεν σε αφήνω να ξεκουραστείς.
Ευθυμία χόρευε στα μάτια του καθώς έκλεινε την πόρτα και την άφηνε μόνη σε ένα ακόμη δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου. Απ’ ότι φαίνεται, σκέφτηκε η Μαρίνα, τα κονέ με αγγέλους και δαίμονες δεν εξασφαλίζουν σουίτες.