? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009

23. Ο κόσμος δεν αρκεί

Η πελώρια πύλη άνοιξε και οι δαίμονες εξήλθαν παραταγμένοι, αποτελώντας τον πελώριο και πολύμορφο στρατό της θεάς Τίαματ. Κάποιοι από αυτούς ήταν αποκρουστικά τέρατα. Άλλοι έμοιαζαν περισσότερο με τους ανθρώπους. Κάποιοι ήταν μοναδικοί στα χαρακτηριστικά που εμφάνιζαν και κάποιοι ήταν μέλη αρχέγονων ρατσών, όντα βγαλμένα από τους θρύλους, τους μύθους και τα παραμύθια, που ο θεός της τάξης αποκήρυξε ως βλάσφημα μέσω των ιερατείων και της καθημερινής πραγματικότητας.

Οι πρώτες μικρές μάχες με τους έκπτωτους αγγέλους, είχαν ξεκινήσει, ωστόσο δεν είχε διαμορφωθεί ακόμη μια οργανωμένη σύγκρουση. Ήταν η πρώτη φορά μέσα στην αχανή αιωνιότητα, που για κάποιο άγνωστο στους έκπτωτους λόγο, η θεά δεν έπαιζε το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι μαζί τους όπως συνήθιζε να κάνει στους στρατούς που αντιστέκονταν στη βούλησή της. Αντίθετα, επέλεξε να φέρνει τον στρατό της λίγο-λίγο από την κόλαση, ώστε να μη ξεπερνά τους τρεις χιλιάδες, οπότε οι αντίπαλοι στρατοί ήταν σχεδόν ισάξιοι. Από τη μία αυτό τους γέμιζε ελπίδα και αποτελούσε μια ευχάριστη έκπληξη. Από την άλλη, θεωρούσαν ότι η νέα αυτή τακτική της, πόνταρε στο να τους εξαντλήσει. Ποιος θα φανταζότανε ότι ο νέος τρόπος του δολοφονικού παιχνιδιού της Τίαματ οφείλονταν στα λόγια ενός και μόνο θνητού, από τη στιγμή που ούτε ο ίδιος συνειδητοποίησε τι επίδραση θα είχαν στη μάχη της κόλασης; Ο Μιχάλης, έμοιαζε ότι ποτέ δε θα κατανοούσε πλήρως την αξία που είχε δίπλα στη Τίαματ.

Υπήρχε μια διαφορά στην αντίληψη που είχαν οι δύο στρατοί. Οι έκπτωτοι, μάχονταν αποφασισμένοι να δώσουν και τη ζωή τους. Οι δαίμονες αντίθετα, μάχονταν από φόβο μη χάσουν τη ζωή τους αν δεν υπάκουγαν στη θεά του χάους.

Τα προγνωστικά για τις ενδεχόμενες θέσεις που είχε καταλάβει ο εχθρός, οφείλονταν στον δαίμονα Αββαδών, εφόσον αυτός είχε έμφυτο το χάρισμα της πρόγνωσης και ορθής εκτίμησης. Αυτός αποτύπωσε σε έναν χάρτη τις πιθανές αυτές θέσεις και τον έδειξε στη βασίλισσά του, η οποία σε μόλις 5 δευτερόλεπτα, έβγαλε το πόρισμα για τον τρόπο που θα έπαιζε το «παιχνίδι» της. Ανάλογα με τη διαμόρφωση του εδάφους και άλλους παράγοντες της κάθε τοποθεσίας, έστελνε τα επί μέρους τάγματα που θεωρούσε πιο κατάλληλα, γνωρίζοντας καλά τις δυνάμεις που εμφάνιζαν οι δαίμονες που τα αποτελούσαν. Στις πρώτες αυτές μικρές μάχες, οι έκπτωτοι φρόντισαν να της αποδείξουν περίτρανα ότι σκόπευαν να τη δυσκολέψουν αρκετά.

Μέσα σε μία μεγάλη κοιλάδα που περιβάλλονταν από βουνά και θάλασσα, το μεγαλύτερο τμήμα του αλλόκοτου στρατού της θεάς είχε στηθεί παραταγμένο, προκειμένου να λάβει τις εντολές της. Οι θνητοί παρακολουθούσαν το απίστευτο αυτό θέαμα από πολύ μακριά ώστε να νιώθουν ασφαλείς. Συνεργεία της τηλεόρασης και ανταποκριτές από όλο τον κόσμο, προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν με διάφορες θεωρίες, τι σήμαινε το παράδοξο πλήθος που αντίκριζαν στο βάθος.

Η θεά στέκονταν πάνω σε μια βουνοκορφή που βρίσκονταν στην άκρη της κοιλάδας και ένα-ένα τα τάγματα την πλησίαζαν, το ένα μετά το άλλο. Αφού πρώτα την προσκυνούσαν, δέχονταν την εντολή της και υπάκουγαν άμεσα.

«Ροδόπη», φώναξε στους τραγόμορφους Ελγάλ. Αμέσως αυτοί έφυγαν σε παράταξη, ώστε να πάνε στην αντίστοιχη τοποθεσία.

«Βέρμιο», φώναξε στους Θουλ. Αποχώρισαν και αυτοί, πειθαρχώντας στον λόγο της σαν πρόθυμα στρατιωτάκια.

Ο Μιχάλης όσο και αν εντυπωσιάστηκε από την παράδοξη πολυμορφία του στρατού, θεωρούσε τον εαυτό του παρείσακτο μέσα σε όλα αυτά και άρχισε να πλήττει αφόρητα. Περισσότερο του τράβαγε τη προσοχή η καλλίγραμμη δαιμόνισσα που κάθονταν σε ένα τραπέζι εκεί κοντά και έγραφε συνεχώς με ένα φτερό πάνω σε έναν μακρύ πάπυρο, έχοντας ύφος διανοούμενης. Το κάτω μέρος του ενδύματός της έμοιαζε με αρχαία εσάρπα ενώ το πάνω έμοιαζε σαν ένα σύγχρονο επίσημο φόρεμα. Το μόνο που πρόδιδε τη δαιμονική της φύση, ήταν τα δύο κωνικά κέρατα που φύτρωναν στο κεφάλι της και αναδύονταν μέσα από τα πυρόξανθα μαλλιά της.

«Γεια σου μωρό μου!», της είπε πλησιάζοντας την.

Αυτή τον κοίταξε με ένα ονειροπόλο ύφος που παράλληλα δήλωνε και την ανωτερότητα της απέναντί του. «Γεια σου. Είσαι ο θνητός που εκπροσωπεί την τάξη;»

«Υποτίθεται», απάντησε με σαρκασμό ο Μιχάλης. «Πώς σε λένε;»

«Πόλυ»

«Ωραίο όνομα. Από πού βγαίνει;»

«Από το Πολύμνια».

«Πολύ όμορφο. Έτσι λένε ξέρεις και τη μούσα των ωδών προς τους Θεούς και τους ήρωες»

Η Πόλυ χαμογέλασε με νόημα. «Αυτή τη στιγμή η μούσα καταγράφει τα χρονικά της μάχης. Οι θνητοί λογοτέχνες γράφουν πλέον με εμπορικά κίνητρα, οπότε σκέφτεται να τα διοχετεύσει στο διαδίκτυο, όπου υπάρχει κάποια σχετική ελευθερία».

«Έξυπνο», παραδέχτηκε ο Μιχάλης. «Και συ τι ακριβώς κάνεις εδώ, αν επιτρέπεται;»

Από το έκπληκτο βλέμμα που του έριξε, ένιωσε σαν να πέταξε μεγάλη χοντράδα, χωρίς όμως να καταλαβαίνει το γιατί. Την κατάσταση έσωσε η Τίαματ, που γκρίνιαξε σαν μωρό «Μιχάλη… έλα!» και έτσι πήγε και στάθηκε δίπλα της, αφού πρώτα έκανε κάποια άκομψα νοήματα στην Πόλυ που δήλωναν τη φράση «θα τα πούμε μετά», χωρίς η δαιμόνισσα να φαίνεται να τα κατανοεί πλήρως.

Τη στιγμή εκείνη, μπροστά στη θεά γονάτιζαν οι Κυκεώνες, με το ακανόνιστα ωοειδές σώμα, που τους έκανε να μοιάζουν σαν δυνατοί Κουασιμόδοι.

«Ταΰγετος», τους πρόσταξε αυτή επιβλητικά.

Ο επικεφαλής τους όμως, έκανε ένα βήμα εμπρός και κοιτάζοντάς τη φοβισμένα, της απεύθυνε τον λόγο με τρεμάμενη φωνή. «Βασίλισσα και θεά μου. Έφτασε στα αυτιά μας, ότι στο βουνό που λες, δεν υπάρχουν έκπτωτοι. Ίσως καλύτερα να πηγαίναμε αλλού».

Η Τίαματ τον κοίταξε θυμωμένα. «Ταΰγετος!», επέμεινε.

Ο επικεφαλής Κυκεώνας την κοίταξε σα να την ικέτευε. «Βασίλισσά μου, ακούστηκε ότι στο βουνό εκείνο οι έκπτωτοι έχουν μπροστάρηδες τον Ιζέκουελ και τον Λιούκαελ. Αυτοί στάθηκαν δίπλα στη φυλή μας στις μάχες που ξέσπασαν στην κόλαση όσο εσύ έλειπες και τους χρωστάμε τις ζωές μας. Μη μας κάνεις να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτούς, θεά μου. Στείλε μας αλλού και εμείς θα υπακούσουμε στην εντολή σου».

Η Τίαματ ύψωσε το χέρι της στον αέρα και αμέσως το έδαφος που πατούσαν οι Κυκεώνες μετατράπηκε σε πελώρια χωμάτινα χέρια, που με μιας τους άρπαξαν και τους έσφιξαν συνθλίβοντάς τους μακάβρια. Το πράσινο αίμα τους εκτοξεύονταν βάφοντας τον αέρα και τη γη. Τα ουρλιαχτά του πόνου τους, τάραξαν ολόκληρη τη μεγάλη κοιλάδα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, το τάγμα των 100 Κυκεώνων, είχε συνθλιφτεί κυριολεκτικά.

Ο Μιχάλης, είχε γυρίσει γεμάτος ταραχή την πλάτη του προς το αποκρουστικό αυτό θέαμα. «Είσαι παλαβή!», της ψιθύρισε πανικόβλητος. «Είσαι εντελώς παλαβή!»

«Σώπα!», του απάντησε αυτή ειρωνικά και στράφηκε πάλι προς τον στρατό της. «Επόμενοι!», πρόσταξε με δυνατή φωνή.



Ο Λαέρτης ξύπνησε έχοντας ένα φριχτό πονοκέφαλο μέσα στο δωμάτιο που τον φιλοξενούσε μέσα στη Βίλλα του Μπαάλ. Θεώρησε ότι οφείλονταν στη στεναχώρια του, για το γεγονός ότι ήταν υπεύθυνος όσο και η αδίστακτη γυναίκα του που η μάχη της κόλασης διεξάγονταν στον υλικό κόσμο. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος άλλωστε που δεν εγκατέλειψε τη Βίλλα και τους δαίμονες, παρόλο που είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει. Θα μπορούσε να τους αφήσει το φωτοστέφανο και να αποχωρήσει, νιώθοντας ελεύθερος όσο ποτέ άλλοτε. Αντίθετα, το ανέβαλε γι’ ακόμη μια μέρα, όπως ένιωθε ότι θα το αναβάλλει συνεχώς από κει και πέρα. Κατέβασε δύο ασπιρίνες, ευχόμενος να τον λυτρώσουν από το σφυροκόπημα που βασάνιζε το μυαλό του.

Καθώς διέσχιζε τον διάδρομο για να κατευθυνθεί προς την αυλή, η Λούσι στέκονταν έξω από το δωμάτιο της, κοιτάζοντάς τον με το συνηθισμένο επιβλητικό της ύφος και έχοντας τα χέρια της πίσω από τη πλάτη. Είχε σκοπό να την αγνοήσει εντελώς, καθώς ο πονοκέφαλος δε του επέτρεπε να ανεχθεί τα γνωστά, υποτιμητικά της λόγια. Ενώ όμως πέρασε από δίπλα της, αυτή του μίλησε με συνηθισμένη παγερή χροιά της.

«Εκτέλεσα το χρέος μου προς τη βασίλισσα και τώρα πληρώνω το τίμημα. Είμαι πρόθυμη να το υποστώ σαν πιστή ακόλουθη που είμαι».

Ο Λαέρτης την κοίταξε προσπαθώντας να ερμηνεύσει αυτό που άκουσε. «Σε απασχολεί κάτι και θες να μιλήσεις σε μένα. Τιμή μου που εμείς που μας φέρεσαι σαν σκουπίδια, μπορούμε να σου φανούμε χρήσιμοι. Σε ακούω λοιπόν».

«Πρώτα απ’ όλα πρόσεξε πώς μου μιλάς. Ξέρεις πόσο σε εκτιμώ, αλλά μη παίρνεις τόσο θάρρος».

« Φαντάζομαι τότε πως φέρεσαι σε αυτούς που δεν εκτιμάς.»

«Αυτοί που δεν εκτιμώ δεν τραβάνε καν την προσοχή μου.»Λέγοντάς το αυτό, κοίταξε χαμηλά. Ήταν μια κίνηση που ο Λαέρτης είχε μάθει πια ότι υποδήλωνε κάποια ανησυχία της.Έπειτα συνέχισε. «Δεν έχω την ικανότητα να σταθώ δίπλα στη βασίλισσα όπως εκείνη επιθυμεί. Δεν είμαι πλασμένη για τέτοια. Όταν κυοφόρησα την ουσία της, το γνώριζα καλά και ήμουν έτοιμη να υποστώ το τίμημα, όπως και τώρα. Αυτός ο Μιχάλης προφανώς, καλύπτει περισσότερο τις απαιτήσεις της. Εγώ έκανα όσα μπορούσα και τώρα θα δεχτώ τις συνέπειες χωρίς καμία αντίρρηση».

Ο Λαέρτης, ένιωσε κάτι από τη θλίψη που κρύβονταν με επιτυχία, πίσω από τα φαινομενικά ψυχρά της λόγια. «Δώσε λίγο χρόνο στον εαυτό σου», της είπε. «Είμαι σίγουρος ότι η Τίαματ σε καταλαβαίνει».

«Δεν αρκεί το να καταλαβαίνει κάποιον η Τίαματ, Λαέρτη. Παρ’ το είδηση επιτέλους. Έπρεπε να υπακούσω στις απαιτήσεις της. Τίποτα περισσότερο δε μπορώ να της προσφέρω όμως, πέρα από μια ψυχρή αγκαλιά. Είμαι πια λίγη μπροστά στα μάτια της, γι’ αυτό και με τιμωρεί».

«Τι ακριβώς σου συμβαίνει;», ρώτησε ο Λαέρτης καθησυχαστικά.

«Λιώνω».

Ο Λαέρτης κυριεύτηκε από μία έκπληξη που έκρυβε μια απρόσμενη αγωνία. «Όχι!», ψιθύρισε εκδηλώνοντας την.

«Άρχισε να συμβαίνει από τότε που η Τίαματ έσβησε το ψύχος που ανέδυα», εξήγησε αυτή παραμένοντας φαινομενικά ψύχραιμη. «Μου συμβαίνει μία φορά τη μέρα για λίγα λεπτά, κατά τις βραδινές ώρες. Στο λέω απλώς για να νιώσεις δικαιωμένος για όσα πιστεύεις ότι τράβηξες από μένα. Για κανέναν άλλο λόγο».

«Καλά, καλά!», είπε ο Λαέρτης βιαστικά. «Δείξε μου τα χέρια σου».

Εκείνη δίστασε, κοιτάζοντάς τον σα να της ζήταγε να κάνει κάτι το απρεπές. Τελικά υποχώρησε και τον επέτρεψε να ακουμπήσει τα κατάλευκα χέρια της, για πρώτη φορά. Ο Λαέρτης τα έκλεισε μέσα στα δικά του, νιώθοντάς τα να είναι απρόσμενα υγρά. Δεν ήταν δυνατόν να ιδρώνει η Λούσι. Προφανώς κάτι άλλο της συνέβαινε. Είδε το υγρό πάνω στις παλάμες της. Ήταν ένα κατάλευκο υγρό, πηχτό και παγωμένο. Για λίγο, πίστεψε και εκείνος ότι η Λούσι έλιωνε. Έπειτα, έκανε κάτι το απρόσμενο: Το γεύτηκε.

«Μη», είπε εκείνη επιτακτικά και, για πρώτη φορά από τότε που τη γνώρισε, η χαμηλή φωνή της ακούστηκε ανήσυχη και αβέβαιη.

Αυτός φάνηκε να κολακεύεται από την σπάνια αυτή εκδήλωση ενδιαφέροντος που του έδειξε. Αυτή η σπανιότητά της, ήταν που τον έκανε να ξεχάσει για λίγο τον πονοκέφαλό του. Της χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Μην ανησυχείς. Δε λιώνεις. Απλώς είναι κάτι που εκκρίνουν τα χέρια σου. Φαίνεται ότι η βασίλισσά σου, απλώς παίζει μαζί σου, όπως κάνει με τους πάντες. Νομίζω όμως ότι σε εκτιμά και έχει ανάγκη αυτό που της δίνεις και που θεωρείς ότι της πέφτει λίγο. Το μόνο που μπορώ να σου πω, είναι να πάψεις να θεωρείς τη προσπάθεια που κάνεις σαν αδυναμία. Το να προσπαθεί κάποιος, είτε είναι θνητός, είτε αθάνατος, είναι αρετή».

Λέγοντάς τα αυτά, άρχισε να απομακρύνεται από κοντά της. Το κεφάλι του, άρχισε να κουδουνίζει και πάλι επώδυνα.

«Αρετή είναι επίσης και η ικανότητα να εμπιστεύεσαι. Το γνωρίζω από πρώτο χέρι καθώς δεν είναι μια αρετή που διαθέτω», την άκουσε να λέει πίσω του. «Φαντάζομαι πως είμαι το τελευταίο άτομο στο οποίο θα επέλεγες να μιλήσεις για όσα σε απασχολούν, όμως μπορείς να το κάνεις. Απλά έχε το υπόψη.». Γύρισε να την κοιτάξει και πάλι. Ήξερε άραγε για τον πονοκέφαλό του; Δεν είχε καμία διάθεση να μάθει. Συνέχισε λοιπόν να προχωρά προς την αυλή.

Έπειτα την άκουσε να του απευθύνει μια ερώτηση και κοντοστάθηκε ξανά. «Λαέρτη… Τι ήταν;»

«Παγωτό», της απάντησε αδιάφορα.

Η Λούσι έφερε τη παλάμη της μπροστά στο ύψος των κρυμμένων από το βέλο ματιών της. «Παγωτό;», απόρησε φωναχτά με έναν τέτοιο τρόπο που υποδήλωνε ότι για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, θα προτιμούσε να λιώνει πραγματικά.



Όταν η νύχτα κύκλωσε για τα καλά τη Βίλλα του Μπαάλ, ο Μιχάλης και η θεά Τίαματ εισήλθαν σε αυτήν, έχοντας τελειώσει τα όσα αφορούσαν την οργάνωση του στρατού. Ο Μιχάλης αισθάνονταν πολύ κουρασμένος με το να στέκεται όρθιος τόσες ώρες, σε αντίθεση με αυτή που μουρμούραγε με το κλασσικό παιδικό της πείσμα «Πεθάνει! Λούσιφερ… πρέπει… πεθάνει».

«Το θέμα είναι πόσους δικούς σου σκοπεύεις να πεθάνεις μέχρι να πεθάνεις αυτόν», της είπε εκδηλώνοντας τη δυσαρέσκειά του. "Η έννοια της Δημοκρατίας, δε σου λέει κάτι; Εδώ πάντως στη Γη, είναι πολλοί οι θνητοί που πέθαναν στο όνομα της».

«Κι εγώ!», είπε η Τίαματ.

Ο Μιχάλης γέλασε σαρκαστικά. «Βολική η δικαιολογία σου. Περίμενα να μου πεις τη κλασσική παπαριά ότι και καλά οι ηγέτες πρέπει να παίρνουν σκληρές αποφάσεις. Αν σκεφτεί κανείς ότι ο πεθαμένος σύζυγός σου ο Αμπζού, ήταν ένας τέτοιος ηγέτης, δε θα το θεωρούσα καθόλου περίεργο».

«Θεές…σκληρότερες» τόνισε αυτή, με τη χαρακτηριστική παιδική της απάθεια.

Ο Μιχάλης χαμογέλασε και τη τσίμπησε τρυφερά στο μάγουλο. Της μίλησε σιγανά σα να επρόκειτο για κάποιο μυστικό. «Είσαι μεγάλη φασίστρια και με βάση τις πεποιθήσεις μου, κανονικά δε θα έπρεπε να σου μιλάω. Είσαι όμως και καλό παρεάκι, γιατί ξυπνάς μέσα μου κάτι από τον άνθρωπο που ήμουν κάποτε».

Η Τία του έσκασε ένα ενθουσιασμένο φιλί στο μάγουλο.

«Άμα έχεις κάποιο πρόβλημα να μου το λες», της είπε. «Αν υπάρχει βέβαια κάποιο πρόβλημα που μπορεί να απασχολήσει μια θεά».

Τον κοίταξε χαμογελαστή και του εξομολογήθηκε το πρόβλημά της. «Κόσμος… δεν αρκεί».

Ο Μιχάλης δεν είχε ακούσει πιο αλαζονική δήλωση από αυτή στη ζωή του. «Ωραία λοιπόν», της είπε. «Τότε οδήγησε τον Λούσιφερ μακριά από τον κόσμο. Πιάστε το ηλιακό σύστημα και παίξε εκεί στρατιωτάκια μαζί του. Υπάρχει κάποιος λόγος να την πληρώνει ο κόσμος εφόσον σου πέφτει λίγος;»

«Ναι. Εσύ»

Ο Μιχάλης ξεφύσησε και έβαλε τα χέρια στους ώμους της. «Έχει κάτι το πολύπλοκο ο τρόπος με τον οποίο σκέφτεσαι», διαπίστωσε. «Θυμίζεις κάτι συγγραφείς που μέχρι να καταλάβεις που το πάνε, έχουν περάσει 22 κεφάλαια».

«Χάος»

«Σουρεαλισμό θα το έλεγα»

«Χάος», επέμεινε αυτή.

«Τέλοσπάντον. Από την πρώτη στιγμή, είχες καταλάβει ότι ένιωθα πολλά για σένα. Είμαι κάτι σαν αιχμάλωτός σου, αλλά η αιχμαλωσία σου είναι γλυκιά. Τι είμαι όμως πραγματικά για σένα τελικά, Τία;»

«Ο boyfriend»

Ο Μιχάλης τη λοξοκοίταξε χαμογελώντας. «Πες τη Βούλα που έχεις μέσα σου, να κόψει τις μαλακίες».

Η Τίαματ γέλασε χαριτωμένα και άρχισε να απομακρύνεται. «Καληνύχτα… θνητέ», του είπε.

«Πώς μπορείς και σκοτώνεις;», τον άκουσε να ρωτάει ενώ του γύρισε την πλάτη. Αυτή τη φορά, έμοιαζε πολύ σοβαρός.

Γύρισε και τον κοίταξε ανταποδίδοντας τη σοβαρότητά του στην απάντησή της. «Όπως εσύ».

Ενώ η Τίαματ ανέβαινε τις σκάλες, ο Μιχάλης έβαλε το χέρι του στο πρόσωπό του, μήπως καταφέρει να εμποδίσει τα δάκρια του να ξεχυθούν.

«Δεν είναι το ίδιο», μουρμούρισε. «Δεν είναι το ίδιο».




Οι μαύροι πήγασσοι, γίνονταν ένα με το σκοτάδι, καθώς ο Ασμοδαίος και ο λόχος των άσχημων Orcs που ηγούνταν στις μάχες της ημέρας εκείνης, κάλπαζαν πάνω τους. Η πανοπλία του Ασμοδαίου ήταν βαμμένη από αίμα έκπτωτων αγγέλων, ωστόσο ήταν η πρώτη φορά μέσα στους αιώνες που κάποιο αντίπαλο στράτευμα τον δυσκόλεψε τόσο. Συνήθως αποκεφάλιζε και διαλούσε χωρίς να έχει ανάγκη κάποιο όπλο. Την ημέρα εκείνη όμως, οι απώλειες που προκάλεσε στους αντιπάλους του, ήταν λίγες. Ήταν η πρώτη φορά που κάτι μέσα του τον εμπόδιζε να εκδηλώσει το φονικό μένος που τον κυρίευε πάνω στην μάχη.

Ξαφνικά και απροειδοποίητα, το μικρό αυτό τάγμα κυκλώθηκε από κάποιες σιλουέτες που δε διακρίνονταν εύκολα μέσα στη νύχτα. Τα orcs, ύψωσαν απειλητικά τα τσεκούρια τους, έτοιμα να δώσουν μία ακόμη μάχη.

Ο Ασμοδαίος ύψωσε το χέρι του ώστε να τα ηρεμίσει όταν κατάλαβε ότι η ομάδα που τους είχε κυκλώσει, αποτελούνταν από θνητούς. Θνητούς με κάμερες και μικρόφωνα, που αν και έδειχναν να φοβούνται τους αποκρουστικούς Orcs, δεν ήταν διατεθειμένοι να το βάλλουν στα πόδια εύκολα.

Μια δημοσιογράφος που διακατέχονταν από μια προσβλητική γι’ αυτούς τόλμη, πλησίασε περισσότερο από τους άλλους και ύψωσε με αγένεια το μικρόφωνό της μπροστά στον δαίμονα των κοσμικών μαχών. «Ήρθε η ώρα επιτέλους να δώσετε εξηγήσεις στον κόσμο γι’ αυτό που συμβαίνει», φώναξε.

«Δεν έχουμε καιρό για σας», είπε ο Ασμοδαίος και έδωσε εντολή στον λόχο να συνεχίσει τη πορεία του.

«Σας παρακαλώ», φώναξε η τολμηρή δημοσιογράφος. «Δώστε μας μόνο 10 λεπτά από τον χρόνο σας».

«Σε παρακαλώ κοπέλα μου», της είπε θιγμένος ενώ άρχισε να απομακρύνεται μαζί με τον λόχο του. «Δεν ξέρεις ποιος είμαι».

«Και βέβαια ξέρω», του φώναξε εκείνη περήφανα. «Είσαι ο Άρης! Ο θεός του πολέμου».

Στο άκουσμα της φράσης αυτής, ο Ασμοδαίος τράβηξε τα ηνία του πήγασου του και σταμάτησε. «Εσείς οι δημοσιογράφοι», μουρμούρισε. «Παντού χώνετε τη μύτη σας».

Έπειτα, κατέβηκε από το παραμυθένιο άλογό του και την πλησίασε. «Μόνο 10 λεπτά», την προειδοποίησε.

Και κάπως έτσι, ο κόσμος έμαθε τι συνέβαινε.

Ο κόσμος, που ποτέ μέχρι τις μέρες εκείνες δεν αρκούσε για την Τίαματ.