? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2009

21. Evil Playground

Ψηλά και πάνω από τα σύννεφα, εκεί που το ανθρώπινο μάτι δε μπορεί να φτάσει, οι Νίκες συγκρούονταν με τους τερατώδεις δαίμονες που ονομάζονταν Ραζίφ. Τα δαιμονικά πλοκάμια τις αιχμαλώτιζαν και τα αιχμηρά δόντια διψούσαν για την άγνωστη στον άνθρωπο σάρκα τους. Οι δαίμονες από την άλλη, έρχονταν αντιμέτωποι με τα ατίθασα γαλάζια φλογόσπαθα που ανέμιζαν διψασμένα για θάνατο. Οι δύο εξωπραγματικοί στρατοί συναντήθηκαν στους ουρανούς, έχοντας ο καθένας την αποστολή του. Ποια αμοιβαία δύναμη άραγε λειτούργησε μέσα τους ώστε να γνωρίζουν ότι ο ένας ήθελε να ακυρώσει την αποστολή του άλλου; Οι απώλειες ήταν λιγοστές και από τις δύο πλευρές. Τα θύματα της μάχης έφταναν στο έδαφος, προκαλώντας ανομολόγητο δέος στο γένος των ανθρώπων. Ο πόλεμος του Λούσιφερ με την Τίαματ, ήταν πια γεγονός.



Κάπου κρυμμένη σε μια απρόσιτη γωνιά της ελληνικής επαρχίας, στο πελώριο σπίτι-κρησφύγετο που ονομάζονταν «βίλλα του Μπαάλ», η πρώην βασίλισσα Τίαματ, διέταξε συνεδρίαση των πέντε δαιμόνων που μετά τον θάνατό της, παρέμειναν πιστοί. Εκεί, μέσα στην εξωπραγματική αίθουσα με τις μοβ και μαύρες αιωρούμενες σφαίρες, η θεά Τίαματ ένιωσε εκείνη την ολέθρια οργή που πάντοτε επέφερε συμπαντικές καταστροφές. Κανείς δαίμονας δε χρειάστηκε να της πει τίποτα για τον θάνατο του Άζαζελ, γιατί τίποτα δεν ήταν πιο εύγλωττο από την απουσία του και τα αμήχανα βλέμματα των τεσσάρων εναπομεινάντων ακολούθων της: Του Μπαάλ, της Άσταροθ, του Αββαδών και του Ασμοδαίου.

«Λούσιφερ», ψέλλισε με απερίγραπτο μίσος και τα γαλάζια μάτια της το διοχέτευαν στο χώρο με αβάσταχτα αποτελέσματα. Είχε χάσει έναν από τους μόνους πέντε που της στάθηκαν πιστοί μέσα στους αιώνες και μόνο οι μακροχρόνιες κοσμικές καταστροφές μπορούσαν να κατευνάσουν την οργή της. Τουλάχιστον έτσι πίστευε.

Αποχώρησε τρέχοντας από την αίθουσα, έτοιμη να ξεσπάσει όσο ποτέ άλλοτε. Η Άσταροθ έκανε να τρέξει προς το μέρος της, αλλά ο Αββαδών την εμπόδισε σιωπηλά. Οι τέσσερις δαίμονες πιάστηκαν χέρι με χέρι και μια κοκκινωπή, σφαιρική λάμψη άρχισε να τους περιβάλλει: Ήταν η λεγόμενη «Ασπίδα». Αυτή που θα τους προστάτευε από τον επικείμενο όλεθρο όποιες κι αν ήταν οι συνέπειες για τον υλικό κόσμο. Ήταν μια δύναμη που πήγαζε από μέσα τους μόνο όταν η θεά το επιθυμούσε. Και το επιθυμούσε μόνο σε κάτι τέτοιες περιστάσεις.

Τις στιγμές εκείνες, ο Μιχάλης κάθονταν στο ευρύ και κατάφυτο προαύλιο της βίλλας, πάνω σε μια κουνιστή πολυθρόνα και διάβαζε αμέριμνος το βιβλίο «θητεία στην ελευθερία» του Γιώργου Κουμάντου. Όταν η Τίαματ εξήλθε φορτισμένη με την παντοδύναμη φούρια της, απλώς ύψωσε το βλέμμα να την κοιτάξει και συνέχισε το διάβασμά του. Ήταν οι ανυπόστατες και ανερμήνευτες αλλαγές που προκάλεσαν την προσοχή του. Ολόκληρος ο κάμπος μπροστά από τη βίλλα, μια έκταση που άνετα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως αχανής, μπερδεύονταν σαν μια κινούμενη πελώρια μουντζούρα, παρασύροντας τα δέντρα και τους χωματόδρομους, ενώ τα βουνά στο βάθος πάλλονταν, με τις παρυφές τους να κυματίζουν. Τα πάντα εκδήλωναν τον καταστροφικό θυμό της θεάς. Η πανίσχυρη αυτή εκδήλωσή της, δεν ήταν παρά η αρχή της καταστροφής.

Όταν άρχισε να φτάνει στα αυτιά του Μιχάλη ο ήχος του ραγίσματος των εδαφών της περιοχής, ξεπέρασε αμέσως την έκπληξή του και πετάχτηκε πάνω. «Μη γαμώτο!», της φώναξε. «Διαταράσσεις το φυσικό τοπίο».

Τα γεγονότα, άρχισαν να εναλλάσσονται με μεγάλη ταχύτητα. Η Τίαματ σταμάτησε απότομα τη συγκεκριμένη εκδήλωση της οργής της και έβγαλε μια κραυγή που φανέρωνε παιδικό θυμό ταρακουνώντας το σώμα της.

Αμέσως άρχισε να τρέχει και ο Μιχάλης την ακολούθησε ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να την εμποδίσει από ένα νέο ζημιογόνο ξέσπασμα. Την είδε να κάνει μια απότομη κίνηση σα να χτυπούσε τον αέρα και αμέσως ακούστηκε ένας εκκωφαντικός κρότος. Ένα πυκνό συννεφάκι καπνού έκανε την εμφάνισή του στο αόρατο σημείο που έμοιαζε ότι βρήκε η γροθιά της.

Το επόμενο κλάσμα δευτερολέπτου, συνέβη το εντελώς αδιανόητο. Ένα ογκώδες τέρας ξεπετάχτηκε από το σύννεφο καπνού και έπεσε μπρούμυτα στο έδαφος μπροστά της. Ήταν τριχωτό σε όλο το ανθρωπόμορφο σώμα του. Κέρατα ταύρου φύονταν στο κεφάλι του και ρινόκερου στη μύτη του. Από τα μάτια του πήγαζε ένα λευκό φώς και τα δόντια του θύμιζαν πελώριες βελόνες. Ο όγκος του ξεπερνούσε κατά πολύ τα θνητά μέτρα.

Ο Μιχάλης τρομοκρατήθηκε στη θέα του. «Τώρα τη βάψαμε!», είπε.

Οι εκπλήξεις όμως δε σταμάτησαν εκεί. Το πλάσμα μόλις αντίκρισε τη Τίαματ που στέκονταν με απάθεια μπροστά του και έχοντας τα χέρια της σταυρωμένα στο άγουρο στήθος της, άρχισε να στριγγλίζει πανικόβλητο, βγάζοντας αποκρουστικές κραυγές. Σηκώθηκε όρθιο και αμέσως άρχιζε να τρέχει μακριά της ουρλιάζοντας. Μόλις όμως έφτανε γύρω στα έξι μέτρα απόσταση από αυτή, τηλεμεταφέρονταν στιγμιαία μπροστά της. Ξανά και ξανά και ξανά. Εκείνη, το κοίταζε με βλοσυρή απάθεια περιμένοντάς το να παραιτηθεί. Εκείνο, δε μπορούσε να της ξεφύγει με τίποτα.

«Ζαγραίε!», το φώναξε τελικά αυστηρά.

Στο άκουσμα του ονόματός του, ο τερατώδης δαίμονας κατέρρευσε στο έδαφος και άρχισε να κλαψουρίζει, εκφράζοντας έτσι το πόσο ανυπεράσπιστος ήταν μπροστά της.

Ο Μιχάλης συνειδητοποίησε ότι δεν διέτρεχε κανένα κίνδυνο και έτσι την πλησίασε και στάθηκε δίπλα της.

«Αιώνια βασίλισσά μου», άρχιζε να ικετεύει το πλάσμα με την φριχτή φωνή του. «Λυπήσου με! Δείξε μου οίκτο! Δεν έφταιγα εγώ. Ο Λούσιφερ μας ανάγκασε»
«Ψεύτη!», φώναξε εκείνη θυμωμένη.
«Δε συμμετείχα στο θάνατό σου. Ορκίζομαι στις ιερές δυνάμεις σου»

Η Τίαματ, το λοξοκοίταξε. «Να θυμηθώ;», ρώτησε σα να το απειλούσε.

«Όχι… Όχι… Μη θυμηθείς θεά μου… Λυπήσου με τον ανίσχυρο… Εκλιπαρώ το έλεός σου…»

«Σήκω!», πρόσταξε η Τίαματ και το πλάσμα στάθηκε όρθιο με μιας και συνέχισε το κλαψούρισμά του. Έπειτα, του φώναξε δυνατά «Λούσιφερ… πεθάνει!».

«Ναι βασίλισσά μου και θεά μου. Θα είμαστε όλοι στο πλευρό σου. Δέξου τη μετάνοιά μας, σε παρακαλώ».

«Φέρε… όλους!», διέταξε η οργισμένη βασίλισσα με το εφηβικό σώμα.

Ο Μιχάλης ταράχτηκε στο άκουσμα της διαταγής της. «Ε, όχι και όλους! Δε θα τους φέρεις όλους να το κάνετε παιδική χαρά εδώ».

«Τρεις χιλιάδες», ήταν η νεότερη διαταγή της.

«Πάλι πολλοί είναι», είπε ο Μιχάλης.

«Τρεις χιλιάδες», επέμεινε η Τίαματ αγνοώντας τον και κοιτάζοντας τον Ζαγραίο.

«Όπως επιθυμείς θεά μου», κλαψούριξε ο Ζαγραίος. «Δώσε μου μόνο δυο μέρες. Τόσες μόνο σου ζητώ. Δυο μέρες και θα τους μαζέψω εγώ για σένα». Έπειτα αποτόλμησε μια παρακινδυνευμένη ερώτηση. «Πώς όμως θα ανοίξουμε την μεγάλη πύλη για έρθουμε όλοι; Πρέπει να γίνει στον κόσμο αυτό, μία μαζική ανθρωποθυσία στο όνομά σου ώστε να ανοίξει».

«Έχει γίνει», δήλωσε η αυστηρή βασίλισσα.

Ο Μιχάλης ένοιωσε σα να είχε χάσει επεισόδια. «Μισό λεπτό ρε μεγάλη! Πότε έγινε και εγώ δε το πήρα είδηση;»

Αυτή γύρισε και τον κοίταξε κάπως περίεργα. «Λούνα Παρκ… John-John…», του υπενθύμισε, λες και το θεωρούσε αυτονόητο ότι αυτός το ήξερε.

«Σοβαρά; Πες μου τώρα και ότι εσύ έσκασες το λάστιχο του Λαέρτη ώστε να κερδίσεις χρόνο και να ολοκληρώσεις τη θυσία σου!».

«Στο λέω».

«Ε, είσαι πολύ ηλίθια!»

«Μεθαύριο θα είναι όλοι μπροστά σου βασίλισσά μου και θα σε προσκυνούνε όπως παλιά», είπε ο Ζαγραίος.

Η Τίαματ άνοιξε ένα μικρό φωτεινό πέρασμα, στο οποίο ο Ζαγραίος μόλις που χωρούσε να μπει για να επιστρέψει στη κόλαση.

Ενώ κατευθύνθηκε προς αυτό, γύρισε και την κοίταξε για τελευταία φορά. «Να κρύψω από τους έκπτωτους τον ερχομό μας, βασίλισσά μου;».

«Όχι», είπε εκείνη χαμογελώντας χαιρέκακα.

Ο Ζαγραίος, έπειτα από μία τελευταία υπόκλιση, χίμηξε μέσα στη φωτεινή πύλη και εκείνη έσβησε, σα να μην υπήρξε ποτέ.

Ο Μιχάλης, με το που βρέθηκε μόνος μαζί της, προσπάθησε να αποτρέψει το κακό που μαίνονταν. «Έχω μια ιδέα βρε Τία. Γιατί να κουβαλήσεις στρατό και να μη κάνουμε μαζί μια έρευνα για το που κατοικεί ο Λούσιφερ και να πας να τον βρεις για να πλακωθείτε οι δυο σας;»

«Πρώτα… παίξω!», απάντησε η Τίαματ με τα μάτια της να λάμπουν από θυμό και ευχαρίστηση.

«Με αυτόν;»

«Με όλους».




Ένα εικοσιτετράωρο μετά.

Τα σύννεφα έφεγγαν μέσα στη νύχτα, μοιάζοντας με γκριζωπό βαμβάκι έτσι όπως κάλυπταν τον ουρανό της πόλης. Το δρυοδάσος που απλώνονταν λίγο έξω από τα περίχωρα, καλωσόριζε τη ροδαλή αφύσικη ομίχλη που το πλησίαζε σα να ήθελε να το αγκαλιάσει. Εφτά θολές φιγούρες φαίνονταν να τη διασχίζουν, ωστόσο αυτή ήταν που τους έφερε εκεί. Εφτά μυστηριώδεις οδοιπόροι φερμένοι από αλλού που πλησίαζαν το δάσος, τυλιγμένοι μέσα στα μαύρα τους παλτά.

Ο ηγέτης τους, ο υπέρλαμπρος άγγελος Λούσιφερ, τους περίμενε στις παρυφές του δάσους, ακουμπώντας το χέρι του σε ένα δέντρο. Οι μπροστάρηδες της ομάδας, ο Τύραελ και η Δανάη πλησίαζαν τον ηγέτη και αδελφό τους με ευλάβεια. Ήξεραν ότι είχε ακούσει το κάλεσμα που μοιράζονταν τα φτερωτά αδέλφια των ουρανών και έστεκε εκεί, περιμένοντας να ακούσει το μήνυμα που του φέρνανε από το βασίλειο στο οποίο εξορίστηκαν.

Ο Τύραελ, το πρωτοπαλίκαρο του Λούσιφερ, είχε αποδείξει αμέτρητες φορές ότι ήταν ο πιο γενναίος πολεμιστής από τους εκπτώτους. Το κομψό του μούσι, έρχονταν σε αντίθεση με το λαμπερό διάδημα που στόλιζε το μέτωπό του και που εκείνη τη στιγμή, ήταν το μόνο που πρόδιδε τη πολεμική του φύση. Η αυτοθυσία που έδειχνε για τα αδέλφια του και οι οργανωτικές του αρετές που με έναν μαγικό τρόπο έδεναν απόλυτα με το ελεύθερο πνεύμα των εκπτώτων, επρόκειτο να δοκιμαστούν όσο ποτέ άλλοτε. Η Δανάη, με τη γλυκιά φωνή, έμοιαζε ως συνήθως απόμακρη. Τα γατίσια μάτια της σε συνδυασμό με τα μακριά μαύρα μαλλιά της και τα μαύρα στίγματα που στόλιζαν τα μάγουλά της κάθε φορά που επισκέπτονταν τον κόσμο, την έκαναν να μοιάζει με ένα μαύρο απειλητικό αιλουροειδές. Μόνο όταν χαμογελούσε και όταν τραγουδούσε πρόδιδε την ευγένεια που έκρυβε μέσα της.

Μόλις η μαυροντυμένη αυτή αντιπροσωπεία έφτασε στον ηγέτη τους, ο Τύραελ τον πλησίασε και έβαλε το χέρι του στον ώμο του, απευθύνοντας έτσι τον πολεμικό χαιρετισμό των εκπτώτων. Ο Λούσιφερ ανταπέδωσε βάζοντας και αυτός το χέρι του στον ώμο του πιο γενναίου από τους πολεμιστές του.

Η βροντερή φωνή του Τύραελ, τάραξε το σκοτάδι. «Αδελφέ μου και αρχηγέ μου, τα νέα για την επιστροφή της ηγεμονίδας ταξίδεψαν σαν αστραπή στην κόλαση. Αύριο κιόλας η πύλη των δαιμόνων θα ανοίξει και ο κόσμος θα αρχίσει να δέχεται την οργή της. Το μένος της ενάντια στο λόγο σου, θα οδηγήσει τρεις χιλιάδες δαίμονες ενώπιο σου. Η δεξαμενή των φοβισμένων ακολούθων της είναι ανεξάντλητη. Εμείς πάντοτε ήμασταν μια αμυδρή μειοψηφία μπροστά τους».

Ο Λούσιφερ δε φάνηκε να εκπλήσσεται καθόλου με τα λόγια του Τύραελ. Τον κοίταξε ρωτώντας του σε ήρεμο ύφος, κάτι που απευθύνονταν σε όλους.

«Ξέρετε τι θέλω για μένα;»

Ο Τύραελ, στάθηκε προσοχή σαν υπάκουος στρατιώτης και φώναξε δυνατά.

«Να αντισταθείς στην ηγεμονία της Τίαματ και να πολεμήσεις για την ελευθερία στη σκέψη και στο πνεύμα. Να αγωνιστείς για τις ιερές αξίες που αντιπροσώπευσες στους αιώνες και που όλοι εμείς λατρέψαμε και προσκυνήσαμε. Να πεθάνεις γι’ αυτές, ώστε να δείξεις σε όλους ότι η ελευθερία είναι αθάνατη».

Έπειτα, ο Λούσιφερ τους απεύθυνε άλλη μία ερώτηση.
«Ξέρετε τι θέλω για σας;»

«Να επιλέξουμε αν θα σε ακολουθήσουμε στη θυσία σου» απάντησε φωναχτά ο Τύραελ. «Να επιλέξουμε αν θα σταθούμε δίπλα σου με το σπαθί, όπως εσύ στάθηκες δίπλα μας με τα λόγια σου μέσα στους αιώνες. Τα λόγια αυτά που μας αποδέσμευσαν από κάθε ζυγό και τα λατρέψαμε, ακολουθώντας σε στις δόξες και στις ήττες».

Ο Λούσιφερ χαμογέλασε ευχαριστημένος. Με βάση όσα άκουσε, προχώρησε στη πιο σημαντική του ερώτηση.

«Και τι αποφασίσατε;»

Στο άκουσμά της, οι εφτά έκπτωτοι άγγελοι πέταξαν τα παλτά τους στο έδαφος, με μία αφύσικα απότομη κίνηση, αποκαλύπτοντας τις μαύρες και επιβλητικές πανοπλίες τους. Ο Τύραελ, φανέρωσε το ένδοξο ξίφος του, που κατακλύζονταν από έναν άγνωστο ηλεκτρισμό όποτε το πρόσταζε με τη σκέψη του και εκτόξευε σφαιρικές αστραπές εξουδετερώνοντας τους υπέρμαχους της ηγεμονίας. Στην πλάτη της Δανάης, διακρίνονταν το μαύρο τόξο της που δεν εκτόξευε βέλη, αλλά δέσμες φωτός που επιτύχαιναν ανομολόγητα πλήγματα. Στη μέση της κρέμονταν η μαύρη της λύρα, που συντρόφευε την αλλόκοσμα μελωδική φωνή της στα πολεμικά της άσματα που γέμιζαν τους έκπτωτους με θάρρος και δύναμη. Ο νυχτεριδόμορφος μανδύας της, ξεχύθηκε στο σκοτάδι.

Ο Λούσιφερ τους καμάρωνε χαμογελαστός.

Ύψωσαν και οι εφτά τα όπλα τους μπροστά του και ο Τύραελ φώναξε την απόφαση κραδαίνοντας το σπαθί του που λούζονταν από ηλεκτρισμό. «Θα σε ακολουθήσουμε αδελφέ μας. Στην ελευθερία και στον θάνατο. Θα θυσιαστούμε για τις ιδέες που προσκυνήσαμε. Για τα λόγια σου που μας έμαθαν να ζούμε ελεύθεροι. Για το γλυκό τίμημα που μοιραστήκαμε μαζί σου».

Ο Λούσιφερ τον πλησίασε και τον αγκάλιασε θερμά. Έπειτα, στράφηκε προς όλους τους. «Εύχομαι η αγάπη σας για μένα να σείσει τους ουρανούς, μεταφέροντας τη δύναμη των αξιών μας. Όπως ακριβώς σείει αυτή τη στιγμή την αδούλωτη ψυχή μου».

Η Δανάη στο άκουσμα της δήλωσης αυτής, πλησίασε τον ηγέτη και αδελφό της και τον αγκάλιασε κι αυτή τυλίγοντας τον για λίγο μες τον μανδύα της. «Αρχηγέ μου», του είπε με τη γλυκιά φωνή της. «Ο Κάμαελ και ο Τύραελ θα αναλάβουν την οργάνωση της αντίστασής μας. Είναι κάτι που όλοι αποφασίσαμε. Θα δώσουμε και την ψυχή μας για σένα, αδελφέ μας».

«Να προσέχεις αγαπημένη μου αδελφή», της είπε ο Λούσιφερ. Έπειτα, ακούμπησε τον ώμο του Τύραελ. «Ξέρετε ότι όταν το θελήσετε, εγώ θα είμαι δίπλα σας. Πάντα πίστευα ότι τα λόγια είναι δυνατότερα από το ξίφος, αλλά στο μονοπάτι που αποφασίσατε, θα σας συντροφεύσω, όπως και σεις με συντροφεύσατε στους αγώνες μου. Μία παράκληση μόνο: Οδηγείτε όσο μπορείτε τους δαίμονες μακριά από κατοικημένες περιοχές. Όλοι γνωρίζουμε πόσο αδίστακτη μπορεί να γίνει η Τίαματ πάνω στον θυμό της».

«Και θα προστατεύσουμε τους ανθρώπους, που τόσο πολύ αγαπάμε, μερικοί από μας», είπε χαμογελώντας η Δανάη και αγκαλιάζοντάς τους και τους δυο.

Αμέσως, σήκωσε τη μαύρη λύρα της καθώς οι υπόλοιποι έξι σήκωναν και πάλι τα ξίφη τους βροντοφωνάζοντας: «Για την ελευθερία». Το πιο αγαπημένο της πολεμικό άσμα στόλισε το σκοτάδι, καθώς απομακρύνονταν από τον ηγέτη που λάτρευαν και γυρνούσαν με περήφανο βήμα στην καρδιά της ομίχλης.

Την επόμενη μέρα, θα επέστρεφαν μαζί με όλο τον στρατό τους στον υλικό κόσμο. Θα ήταν απειροελάχιστος μπροστά στον συνολικό αριθμό των ακολούθων της Τίαματ. Και όλοι τους θα ήταν έτοιμοι.

Έτοιμοι για μάχη.

Έτοιμοι για θυσία.






Siouxsie And the Banshees

Face to Face

Face to face
my lovely foe
Mouth to mouth
raining heaven's blows
Hand on heart
tic tac toe
Under the stars
naked as we flow
Cheek to cheek
the bitter sweet
Commit your crime in your deadly time

Commit your crime in your deadly time
It's too divine
I want to bend
I want this bliss but something says I must resist

Another life
another time
We're Siamese twins writhing intertwined
Face to face
no telling lies
The masks they slide to reveal a new disguise

You never can win
it's the state I'm in
This danger thrills and my conflict kills
They say follow your heart
follow it through
But how can you
when you're split in two?

And you'll never know
You'll never know

One more kiss
before we die
Face to face
and dream of flying
Who are you?
who am I?
Wind in wings
two angels falling
To die like this
with a last kiss
It's falsehood's flame
it's a crying shame
Face to face
the passions breathe
I hate to stay but then I hate to leave

And you'll never know
You'll never know . . .