? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Δευτέρα 7 Σεπτεμβρίου 2009

26. Η Πεντάμορφη και το Φίδι

Η Δανάη κι ο Τύραελ στέκονταν μπροστά στη φωτεινή πύλη με την καρδιά στο στόμα. Η μπέρτα της Δανάης αναδεύτηκε ανήσυχα. Ο σύντροφός της της έριξε μια λοξή ματιά.
- Ο Κάμαελ έχει παλαβώσει τελείως, σχολίασε.
Εκείνη ένευσε καταφατικά, όμως έμοιαζε να μην τον ακούει καν. Τα χείλη της είχαν γίνει μια λεπτή γραμμή και το σαγόνι της ήταν σφιγμένο. Ήταν τρομοκρατημένη, ασχέτως αν προσπαθούσε να το κρύψει. Ο Τύραελ άγγιξε τον ώμο της. Το βαρύ, σταθερό του χέρι, την τράβηξε απότομα πίσω στον κόσμο των ζωντανών.
Ο υπόγειος ναός είχε διατηρηθεί καλύτερα απ’όσο θα περίμενε κανείς. Οι κίωνές του ήταν λευκοί και αστραφτεροί σαν μαργαριτάρια και οι τοιχογραφίες του δεν είχαν χάσει τα ζωηρά τους χρώματα. Σκηνές της ινδικής μυθολογίας κοσμούσαν τους τοίχους. Στο κέντρο του ναού δέσποζε ένα πελώριο άγαλμα φτιαγμένο από ελεφαντόδοντο και χρυσό. Ένα ολόχρυσο, ανδρόγυνο πλάσμα με καλοσυνάτο, όμορφο πρόσωπο αναπαυόταν στη ράχη ενός γιγάντιου λευκού φιδιού. Ακριβώς πίσω από το άγαλμα υπήρχε η πύλη.
Γαλανόλευκο, απαλό φως διέρρεε από μέσα της και άγνωστα σύμβολα ήταν σκαλισμένα ολόγυρά της.
- Πρώτα ο Ίσραφελ και μετά αυτό. Τουλάχιστον με τον Ίσραφελ, το μόνο για το οποίο χρειαζόταν να ανησυχούμε ήταν μήπως μας διώξει.
Η Δανάη κατάλαβε πως ο αδερφός της μιλούσε απλά και μόνο για να καλύψει την αγωνία που τον είχε κατακλύσει, με τον ίδιο τρόπο που εκείνη κόντευε να καταστρέψει τα δόντια της από το σφίξιμο.
Ακούμπησε την παλάμη της στο χέρι που αναπαυόταν στον ώμο της και το έσφιξε. Ήταν σκληρό και γεμάτο κάλους, το χέρι ενός πολεμιστή. Το πήρε στο απαλό, μικρό δικό της και τον τράβηξε προς την πύλη.
Ένιωσε τα σωθικά της να γυρνάνε ανάποδα καθώς κάθε μόριο του σώματός της διασπάστηκε και ανασυντέθηκε μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ένιωσε τον Τύραελ να τη σκουντάει και συνειδητοποίησε πως τα μάτια της ήταν ακόμη κλειστά. Όταν τα άνοιξε, ένιωσε να την κυριεύει πρωτόγνωρο δέος κι ένας αρχέγονος φόβος, φόβος χωρίς προηγούμενο.
Στέκονταν πάνω σ’ένα λαμπερό, κοκκινωπό νεφέλωμα που έμοιαζε με δρόμο. Μεγαλειώδεις αστεροειδείς φώτιζαν το αφύσικο αυτό μονοπάτι κι από μακριά διακρίνονταν οι πλανήτες του δικού τους ηλιακού συστήματος. Ευθεία μπροστά υψωνόταν ένα παλάτι φτιαγμένο από παγωμένη λάβα. Ήταν τόσο μεγάλο που η Δανάη αισθάνθηκε σαν μυρμήγκι που είχε παγιδευτεί στη σκιά ενός ελέφαντα. Το ότι αυτή της η αίσθηση δεν απείχε ιδιαίτερα από την αλήθεια δεν βοηθούσε και πολύ.
- Ο γαλατένιος δρόμος, ψιθύρισε με θαυμασμό. Ο ανθρώπινος λαός των Μάγιας έγραψε μερικούς συναρπαστικούς θρύλους γι’ αυτό το μονοπάτι, αδερφέ μου.
Ο Τύραελ δεν θέλησε να τη διακόψει, ούτε να της υπενθυμίσει πως αυτός δεν ήταν ούτε ο τόπος ούτε ο χρόνος για ιστορίες. Ήξερε πως οι ιστορίες και τα τραγούδια ήταν ο τρόπος της Δανάης να αντιμετωπίζει καταστάσεις που την τρόμαζαν. Όχι πως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, είχε άδικο να φοβάται.
- Πίστευαν πως αυτός ο δρόμος, αυτός ο αστερισμός που σήμερα αποκαλούμε Ορίωνα, οδηγούσε κατευθείαν στη Σιμπάλμπα, τον Κάτω Κόσμο.
Ένα αθέλητο γέλιο ξέφυγε από τα χείλη του Τύραελ.
- Μερικές φορές η διορατικότητα των θνητών με εντυπωσιάζει, παραδέχτηκε. Υποθέτω πως από μια άποψη είχαν δίκιο αυτοί οι Μάγιας. Πράγματι είναι ένας δρόμος που μπορεί να οδηγήσει στο θάνατο. Αν και αμφιβάλλω αν μάντευαν όλη την αλήθεια.
- Όχι, παραδέχτηκε η Δανάη. Θεωρούσαν πως η Σιμπάλμπα κυβερνούνταν από δώδεκα άρχοντες που τους άρεσε να παίζουν με τους θνητούς και να τους βάζουν σε κάθε είδους δοκιμασίες. Έλεγαν, επίσης, πως στο κέντρο της έκαιγε η ιερή φλόγα, ένα είδος φωτιάς που εξάγνιζε και θεράπευε.
Ο Τύραελ αυτή τη φορά δεν απάντησε. Είχαν φτάσει πια κοντά στη δίφυλλη, γιγάντια πόρτα. Ήταν λιτή και σχεδόν πρωτόγονα φτιαγμένη. Σε αντίθεση με το ναό και την πύλη που οδηγούσε ως εκεί, αυτό το παλάτι δεν ήταν έργο του αδερφού τους του Ούριελ.
- Ananta sabaratan merinos, Ananta. Ananta, cab’o termios bren.
Η πόρτα άνοιξε ελάχιστα, τόσο που χωρούσαν ίσα-ίσα να περάσουν. Ο Τύραελ έβαλε τη Δανάη πίσω του, προστατευτικά, και μπήκε στο σκοτεινό εσωτερικό. Ευθύς μόλις πέρασαν το άνοιγμα, η πόρτα πίσω τους έκλεισε μ’έναν ηχηρό γδούπο που έμοιαζε να αντηχεί σ’ολόκληρο το διάστημα.
- Ένας πολεμιστής και μια βάρδος, ήρθε η βαθιά, υπόκωφη φωνή από ψηλά.
Οι δυο άγγελοι ύψωσαν το βλέμμα κι έμειναν άναυδοι μπροστά στο μεγαλείο που αντίκρισαν τα μάτια τους. Πάνω σε μια ολόχρυση, υπερμεγέθη εξέδρα, το γιγάντιο φίδι με τα εκατό κεφάλια ήταν κουλουριασμένο. Όλα του τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω τους και κάθε ένα από τα κεφάλια του ήταν στολισμένο μ’ένα αστραφτερό, χρυσό διάδημα.
Ένα γέλιο αρχαίο όσο ο χρόνος ξεχύθηκε στο χώρο. Ο Τύραελ και η Δανάη δεν ένιωσαν την ανάγκη να γονατίσουν αυτή τη φορά. Η χρυσή εξέδρα εξυπηρετούσε περίφημα το ρόλο της. Το πλάσμα τους κοίταζε από τόσο ψηλά και ήταν τόσο γιγαντόσωμο που ήδη έμοιαζαν με κουνούπια μπροστά του.
- Χαίρε, Λεβιάθαν, φώναξε ο Τύραελ και του έδωσε τον στρατιωτικό χαιρετισμό των αγγέλων, φέρνοντας τη γροθιά του στο στήθος του και τεντώνοντας αμέσως το χέρι του μπροστά. Ονομάζομαι Τύραελ κι αυτή είναι η αδερφή μου, η Δανάη. Ήρθαμε να σε καλέσουμε σε μάχη.
Το πελώριο κορμί του φιδιού αναδεύτηκε πάνω στην εξέδρα, καθώς ένα από τα κεφάλια του κατέβαινε για να τους συναντήσει. Βλέποντάς το από κοντά, ο Τύραελ συνειδητοποίησε ότι ήταν ανθρώπινο και όχι φιδίσιο όπως θα περίμενε κανείς. Ήταν ανθρώπινο κι η ομορφιά του τέτοια που έμοιαζε εξώκοσμη.
- Σε μάχη;
Τα κεφάλια μιλούσαν όλα μαζί ταυτόχρονα, βγάζοντας αυτήν την εξαίσια, βαθιά φωνή. Το αποτέλεσμα ήταν ανατριχιαστικό. Τα κίτρινα, φιδίσια μάτια τους παρατηρούσαν με ανείπωτο ενδιαφέρον.
- Η Τίαματ πολεμάει για να πάρει πίσω το θρόνο της, εξήγησε η Δανάη.
Τα μάτια ανοιγόκλεισαν με έκπληξη. Κι έπειτα μια έκφραση κατανόησης ζωγραφίστηκε στα πρόσωπα, καθώς στρέφονταν το ένα προς το άλλο και το υπόκωφο, γάργαρο γέλιο γέμιζε ξανά το χώρο.
- Κι ο Πρίγκηπας επιθυμεί να με καβαλήσει ξανά στη μάχη; ρώτησε με μια ευγένεια που τους ξάφνιασε.
- Όχι. Ο Πρίγκηπας δεν γνωρίζει ότι ήρθαμε ως εδώ για να σε ψάξουμε, Ατέρμονε. Ο Κάμαελ ήταν αυτός που μας έστειλε.
- Ααα. Τι κάνει ο μικρός αδερφός του Πρίγκηπα; Ακόμα υφαίνει;
Ο Τύραελ τα έχασε μ’αυτή την ερώτηση. Ευτυχώς που είχε και τη Δανάη για να τον βγάζει από τέτοιες δύσκολες καταστάσεις.
- Όταν θα σταματήσει να υφαίνει, θα σταματήσει και ο κόσμος, Αιώνιε. Κι όλοι θα χαθούμε στη λησμονιά.
Το κεφάλι που ήταν κοντά τους κινήθηκε αργά και στάθηκε ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό της. Κάποιος θα μπορούσε να εξαφανιστεί σ’αυτά τα κίτρινα μάτια που είχαν σχισμές αντί για κόρες και στο αλαβάστρινο, φολιδωτό δέρμα. Η Δανάη ένιωσε τους στίχους της ωδής να σχηματίζονται μέσα της. Θα ήταν η αρχή ενός μεγάλου έπους που θα άφηνε ιστορία.
- Είμαι ο Λεβιάθαν, το κήτος της Δημιουργίας, το κήτος της Αποκάλυψης. Είμαι ο Απέπ, ο Ουροβόρος, το φίδι που τυλίγει τον κόσμο και τρώει την ουρά του. Είμαι ο Ανάντα-Σέσα, ο αιώνιος, αυτός που θα παραμείνει όταν όλα τελειώσουν. Μέσα απ’το στόμα μου βγαίνει ο Βίσνου, κρατώντας στα χέρια του τον κόσμο. Οι άγγελοι και οι δαίμονες μπορεί να πεθάνουν, οι θεοί μπορεί να χάσουν τους οπαδούς τους και να ξεφτίσουν μέχρι να εξαφανιστούν. Όμως εγώ θα υπάρχω πάντα, κοριτσάκι, γιατί εγώ κρατάω μέσα μου το σύμπαν ολόκληρο. Κάθε κεφάλι μου είναι ένας κόσμος, κοριτσάκι. Κι ο Σάμαελ, ο Βίσνου, το Άστρο της Αυγής, είναι αυτός που έχει το προνόμιο να στέκεται στη ράχη μου σε περίοδο πολέμου.
Η Δανάη συνειδητοποίησε πως τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα από την ένταση και το πάθος των λόγων του Λεβιάθαν. Δεν φανταζόταν ποτέ πως ένα πλάσμα όπως αυτό θα μπορούσε να μιλήσει με τέτοιον τρόπο. Η ρητορική του ήταν εξίσου εντυπωσιακή με του Πρίγκηπα. Εκείνη τη στιγμή της πέρασε από το μυαλό πως οι δυο τους ταίριαζαν όσο ποτέ δεν είχαν ταιριάξει άλλα πλάσματα στο σύμπαν. Θυμήθηκε τον Πρίγκηπα να οδηγεί την πρώτη μάχη από τη ράχη του γιγάντιου κήτους, καθώς τα εκατό κεφάλια του Λεβιάθαν έφτυναν στους εχθρικούς δαίμονες όλα τα στοιχεία της φύσης.
Ο Τύραελ ένιωσε την πολεμική έξαψη να ξεχύνεται στις φλέβες του κι αναρωτήθηκε αν ήταν ο Λεβιάθαν που ευθυνόταν γι’αυτό. Ήθελε να μαχηθεί, να σκοτώσει, να χύσει αίμα. Ήθελε να τιμήσει τον Πρίγκηπά του.
- Πρέπει να πηγαίνουμε, είπε τελικά με τη φωνή του τραχιά από το αίμα που δεν είχε χυθεί.
- Πάρτε τον δρόμο από τον οποίο ήρθατε, πρόσταξαν εκατό στόματα μαζί. Έχω τους δικούς μου τρόπους να ταξιδεύω. Ενημερώστε τον Πρίγκηπα για την έλευσή μου. Ανυπομονώ να τον νιώσω και πάλι στην πλάτη μου.



Με το που άκουσε το κουδούνι να χτυπάει, η Μαρίνα ήξερε ποιος ήταν. Ο Σάμαελ την είχε προειδοποιήσει ότι οι δυνάμεις της θα ξέφευγαν σταδιακά από το χώρο των ονείρων και θα άρχιζαν να κατακλύζουν την πραγματικότητά της. Στο κάτω-κάτω, ήταν η Μάντισσα. Ή τουλάχιστον αυτό της είχε πει.
- Ποιος είναι; ρώτησε παρόλα αυτά στο θυροτηλέφωνο.
- Μαρίνα; Ο Άμπα είμαι, άνοιξέ μου.
Η καρδιά της έχασε έναν χτύπο. Ώστε το προαίσθημά της ήταν αληθινό. Χάρηκε που το είχε εμπιστευτεί κι αποφάσισε να καλύψει τα τατουάζ της με το επαγγελματικό μέηκαπ που της είχε κάνει δώρο η μάνα της πριν δυο χρόνια. Δεν το είχε ανοίξει ποτέ, όμως να που είχε φανεί χρήσιμο.
Η Μαρίνα πάτησε το κουμπί για να ανοίξει την κάτω πόρτα, πήρε βαθιά ανάσα κι ετοιμάστηκε να βουτήξει στα σκατά. Πώς στο καλό θα αντιμετώπιζε κάποιον που γνώριζε ότι ήταν δαίμονας. «Γαμώτο, Σαμ» σκέφτηκε «γιατί πάντα βρίσκεις τις πιο ακατάλληλες στιγμές για να λείψεις;»
Αν έκρινε βέβαια απ’αυτά που είχε μάθει διαβάζοντας τα βιβλία που της είχε φέρει ο Σάμαελ για να της διδάξει την ιστορία των έκπτωτων, τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν εκείνος ήταν μαζί της την ώρα της επίσκεψης του Άμπα.
Ένα ανάλαφρο χτύπημα στην πόρτα, στιγμιαίος πανικός κι έπειτα η γνώριμη μορφή του Σεθ Άμπα, του ατόμου που είχε εμπιστευτεί όσο κανένα άλλο και που, τελικά, την είχε προδώσει. Ο δαίμονας την κοίταζε με φανερή ανησυχία. Μπορεί βέβαια να ήταν και πείνα κι απλά το άγχος της να μην την άφηνε να ξεχωρίσει.
Του έκανε νόημα να περάσει και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι χωρίς να τον περιμένει να την ακολουθήσει. Άκουσε την πόρτα πίσω της να κλείνει και για μια στιγμή σχεδόν ευχήθηκε να μην είχε μπει, να είχε φύγει. Όμως ήξερε πολύ καλά πως δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση ο Άμπα να μην πραγματοποιήσει κάτι που είχε βάλει κατά νου.
Κάθισε στην πολυθρόνα και άπλωσε τα γυμνά της πόδια στο τραπεζάκι. Εκείνος κοίταξε γύρω του ελαφρώς νευρικά κι έπειτα έκατσε στην άκρη του καναπέ. Τον περίμενε να μιλήσει. Άραγε είχαν μάθει ότι ο δολοφόνος τους είχε αποτύχει και είχαν στείλει αυτόν στη θέση του πιστεύοντας πως θα ήταν τόσο ηλίθια ώστε να τον εμπιστευτεί; Ξαφνικά, ένιωσε την ανάγκη να γελάσει υστερικά. Την κατέπνιξε με συνοπτικές διαδικασίες.
- Μαρίνα, δεν έχεις έρθει σε κανένα ραντεβού τις τελευταίες βδομάδες. Σε περίμενα κάθε φορά, έβαζα τη γραμματέα μου να σε παίρνει τηλέφωνο, όμως έμοιαζε λες και είχες εξαφανιστεί. Ανησύχησα. Αλλά εσύ είσαι εδώ και δείχνεις...
- Καλύτερα από ποτέ; πρότεινε η Μαρίνα.
Ανασήκωσε τους ώμους και του έριξε ένα διαπεραστικό βλέμμα. Εκείνος αναδεύτηκε στον καναπέ σαν να μη βολευόταν.
- Σταμάτησαν τα παράξενα όνειρα;
Αυτή τη φορά δεν άντεξε κι έβαλε τα γέλια. Της το έπαιζε κι ανήξερος. Αυτό ήταν πραγματικά ανεκτίμητο. Λες κι υπήρχε περίπτωση να πέσει μ’ένα τέτοιο φτηνό κόλπο.
- Σου είχα εμπιστοσύνη, ξέρεις, είπε απαλά. Σου αποκάλυψα πράγματα που όταν τα έλεγα σε άλλους με αποκαλούσαν «τρελή». Εσύ, όμως, έδειχνες να καταλαβαίνεις. Και πράγματι καταλάβαινες. Ήξερες πολύ καλά ότι τα όνειρά μου ήταν οράματα από το μέλλον και θεώρησες καλό να με έχεις από κοντά για να εκμεταλλεύεσαι το χάρισμά μου.
Ο Σεθ Άμπα κοκκίνησε ελαφρώς και κοίταξε αμήχανα αλλού. Στα μάτια της, αυτό ισοδυναμούσε με παραδοχή ενοχής. Σηκώθηκε όρθια κι άρχισε να βηματίζει πάνω-κάτω, προσπαθώντας να βάλει τις σκέψεις της σε μια λογική σειρά. Αν δεν ήξερε πως ο τύπος ήταν δαίμονας, θα είχε προσπαθήσει ήδη να του σπάσει τα μούτρα. «Σκότωσες έναν άγγελο...γιατί όχι κι έναν δαίμονα;» ψιθύρισε μια μοχθηρή φωνούλα μέσα της. Την ανάγκασε να σκάσει.
- Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, είπε νευρικά εκείνος. Μου φαίνεται πως έχεις σταματήσει τα φάρμακα...μην ανησυχείς, θα σου γράψω μια νέα συνταγή και...
- Δεν κόβεις τις μαλακίες, λεω εγώ, να μιλήσουμε στα ίσια; τον αποπήρε. Είσαι δαίμονας.
Η έκπληξη στα μάτια του ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Της ξέφυγε ένας καγχασμός.
- Ναι, το ξέρω. Όπως ξέρω και για το ανθρωποφάγο φιλαράκι σου και για τη Βασίλισσά σου και για τη γυναίκα με τα μαύρα.
Ο Άμπα την κοίταξε ταραγμένος.
- Ποιος...ποιος σου τα είπε όλα αυτά;
Η Μαρίνα χαμογέλασε σαρδόνια.
- Μα...Αββαδών...νομίζω πως γνωρίζεις την απάντηση.
Κατανόηση φώτισε στιγμιαία το πρόσωπό του κι έπειτα της έριξε ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη και συμπόνοια. «Ναι, καλά. Και μετά ξύπνησα», είπε στον εαυτό της.
- Αν πιστεύεις πως εγώ σε χρησιμοποίησα, τότε ποια είναι η γνώμη σου για τον Πρίγκηπα, Μαρίνα; Ή όπως αλλιώς σου έχει συστηθεί. Ξέρω καλά πως μπορεί να είναι πολύ γοητευτικός όταν το θέλει. Κι εγώ ο ίδιος παραλίγο να ξεγελαστώ όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην Κόλαση κι άρχισε να κηρύττει τις ιδέες του. Όμως δεν είναι παρά ένας υποκριτής. Υποδύεται καλά το ρόλο του, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι πρόκειται απλά για έναν ρόλο.
Εκείνη τον κοίταξε ανέκφραστα. Ό,τι της έλεγε εκείνη τη στιγμή το είχε σκεφτεί η ίδια πολύ νωρίτερα. Όμως, βαθιά μέσα της, ήξερε πως δεν ήταν αλήθεια. Μπορεί να είχε αμφιβάλει για τον Σάμαελ και τις προθέσεις του κατά φάσεις, όμως τον ένιωθε πάντα δίπλα της, πάντα να έχει στραμμένη την προσοχή του επάνω της, πάντα να την προστατεύει. Ακόμη κι εκείνη τη στιγμή που ήταν μόνη της μ’ένα δαίμονα, μπορούσε να αισθανθεί αόρατα φτερά να χαϊδεύουν το δέρμα της.
- Το τι είναι και τι δεν είναι ο Σάμαελ, άσε εμένα να το κρίνω. Το πολύ-πολύ να φάω τα μούτρα μου. Αλλά δεν νομίζω ότι σε απασχολεί και τόσο αυτό. Και τώρα, σε παρακαλώ πολύ, ξεκουμπίσου απ’το σπίτι μου. Σκότωσα έναν έκπτωτο τις προάλλες και είμαι ακόμη λίγο νευρική, του είπε προκλητικά.
Εκείνος δεν απάντησε. Σηκώθηκε αργά και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Άπλωσε το χέρι του στο πόμολο και κοντοστάθηκε.
- Μια μέρα καιρό, είπε απαλά. Είτε φύγε από εδώ, είτε έλα με το μέρος μας. Αλλά σε είκοσι τέσσερις ώρες από τώρα, θα αποκαλύψω την αλήθεια στη Βασίλισσά μου κι αν είσαι ακόμη στο πλευρό του Πρίγκηπα, φοβάμαι πως τα πούπουλά του κι η ρομφαία του δεν πρόκειται να σε σώσουν.
- Κι αυτό μου το λες επειδή;
- Επειδή..., είπε εκείνος παίρνοντας βαθιά ανάσα και γυρνώντας προς το μέρος της, επειδή μια φορά κι έναν καιρό υπήρχαν δύο θεοί που πάλευαν για την αγάπη μιας γυναίκας. Ο Κρίσνα, ο Σκοτεινός, και ο Βίσνου, η φωνή του Υπέρτατου Όντος. Ο ένας ήταν δαίμονας κι ο άλλος άγγελος, όμως οι άνθρωποι τους θεωρούσαν θεούς. Μόνο εκείνη μπορούσε να δει τι πραγματικά ήταν. Το όνομά της ήταν Λάκσμι, «αυτή που βλέπει», όμως ο Κρίσνα την αποκαλούσε Ράντα, «αγαπημένη». Είχε πάρει το χρίσμα της Μαντείας κατά την πρώτη μάχη της Κόλασης. Τους αγαπούσε και τους δύο, για διαφορετικούς λόγους, και την αγαπούσαν κι αυτοί. Τελικά επέλεξε τον Κρίσνα κι έγινε σύζυγός του. Ο Βίσνου τίμησε την επιλογή της κι έφυγε μακριά. Εκείνη...πέθανε προσπαθώντας να γεννήσει τον γιο του Κρίσνα.
Η Μαρίνα παρακολουθούσε τη διήγηση μαγεμένη, παρόλο που δεν είχε ιδέα τι στο καλό σήμαιναν όλα αυτά και για ποιον λόγο ο Άμπα της τα έλεγε. Μέχρι που τον είδε να την πλησιάζει και δεν φόραγε πια το προσωπείο του ευγενικού ψυχιάτρου. Είχε μεταμορφωθεί στο πανέμορφο πλάσμα με τα μακριά, κατάμαυρα μαλλιά και τα δερμάτινα φτερά που είχε δει στο όραμά της. Κάτι που έμοιαζε με αναγνώριση σκίρτησε μέσα της, όμως το απώθησε ως παραίσθηση.
Εκείνος άπλωσε το χέρι του στο πρόσωπό της και με το δάχτυλό του έτριψε το μέηκαπ, αποκαλύπτοντας τα πορφυρά σύμβολα. Το χαμόγελό του ήταν γεμάτο χαρά και πόνο ταυτόχρονα.
- Θα αναγνώριζα την ψυχή σου οπουδήποτε...όσοι αιώνες κι αν περνούσαν, Ράντα...αγαπημένη...