? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009

19. Η αρχή

Το δωμάτιο ήταν πιο μαύρο και από πίσσα. Οι παραστάσεις που ήταν σκαλισμένες στο ταβάνι θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν νοσηρές ή απερίγραπτες με θνητά κριτήρια. Ήταν μια ασχήμια που έδενε κάπως βλάσφημα με την απέραντη ομορφιά του άγνωστου σύμπαντος που απλώνονταν έξω από τα παράθυρα με το διάφανο τζάμι που δεν έμοιαζε να είναι καμωμένο από γυαλί. Εκείνο το σύμπαν δεν είχε αστέρια. Ήταν ένα αχανές σκοτάδι που φανέρωνε ότι το δωμάτιο εκείνο δε βρίσκονταν στη γη. Για την ακρίβεια, ίσως να μη βρίσκονταν πουθενά. Οι μοβ και μαύρες σφαίρες που αιωρούνταν τριγύρω, το φώτιζαν επαρκώς και το τραπέζι με τις έξι καρέκλες στο κέντρο ήταν η μοναδική ανάμνηση από τον υλικό κόσμο που άφηνε όποιος εισέρχονταν εντός του.

Ο Λαέρτης στέκονταν εκεί μέσα κρατώντας ένα λάπτοπ. Η παρουσία μιας συσκευής καμωμένης από τον άνθρωπο, προκαλούσε μια παραφωνία στον χώρο, σαν ένα υγιές αστείο σε μια μαγική και ακατάληπτη αρρώστια. Κοίταξε για λίγο τις σκάλες που αποτελούσαν τη σύνδεση με τον έξω κόσμο. Ήταν οι ίδιες σκάλες τις οποίες είχε κατεβεί μόλις πριν λίγα λεπτά. Η πόρτα στη κορυφή τους, οδηγούσε στο εσωτερικό της βίλλας του Μπαάλ. Η βίλλα όμως είχε μια ρεαλιστική υπόσταση. Το δωμάτιο εκείνο βρίσκονταν πέρα από τα όρια της ύλης. Η διαπίστωση αυτή δεν είχε να κάνει μόνο με το αχανές μεγαλείο που αποκάλυπταν τα παράθυρα, αλλά και με την εμφάνιση του ίδιου το ιδιοκτήτη της βίλλας εντός του, ο οποίος κάθονταν σε μία από τις καρέκλες του τραπεζιού και μιλούσε ψιθυριστά με τη Λούσι, που επίσης κάθονταν απέναντί του. Ο Μπαάλ, ή αλλιώς Belzebub βρίσκονταν εκεί μέσα μαζί τους, παρόλο που δεν είχε υλική υπόσταση.

Ο Λαέρτης συμπέρανε ότι βρίσκονταν στη κεντρική αίθουσα συνεδριάσεων των δαιμόνων. Σύμφωνα με όσα του είπανε, η υπόγεια εκείνη αίθουσα δεν εμφάνιζε καμία συγγένεια με τον αντιληπτό χωροχρόνο και οι πόρτες της οδηγούσαν σε σημεία της χώρας που φυσιολογικά απείχαν μεταξύ τους εκατοντάδες χιλιόμετρα. Η μία ήταν αυτή της οποίας το κατώφλι είχε διαβεί και οδηγούσε μέσα στη βίλλα. Υπήρχαν όμως άλλες δύο, από μία σε κάθε πλευρικό τοίχο. Η περιέργεια για το που μπορούν να οδηγούν, φούντωνε μέσα του.

Ο Μπαάλ ήταν ένας ξανθός μακρυμάλλης, με λεπτή σιλουέτα και βλέμμα που θύμιζε οχιά. Οι ψίθυροί που απεύθυνε προς τη Λούσι, έμοιαζαν να στάζουν δηλητήριο. Δεν πήρε πολύ ώρα στον Λαέρτη να καταλάβει ότι ο συγκεκριμένος δαίμονας δεν είχε τίποτα εναντίον της. Η κακία ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του εαυτού του, επομένως έμοιαζε να έχει κάτι εναντίον των πάντων. Είχε ακουμπισμένο στο τραπέζι μπροστά του, ένα βαζάκι γεμάτο μύγες. Ο Λαέρτης πίστευε πάντα ότι η ικανότητα που αποδίδονταν στον Μπαάλ ότι μπορεί να χρησιμοποιεί τις μύγες για να φυτεύει κακές σκέψεις στους ανθρώπους, είχε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα. Να που διαπίστωσε από πρώτο χέρι, ότι τελικά ο μύθος κυριολεκτούσε.

Η υπομονή του άρχισε να εξαντλείται, καθώς δε γνώριζε για πιο λόγο η Λούσι τον οδήγησε στην αίθουσα εκείνη. Ο Σεθ Άμπα του είχε δώσει το λάπτοπ, έτσι ώστε να έρθει σε επαφή με τους ανθρώπους του Λούσιφερ και να διαπραγματευτεί μαζί τους την απόφαση της Τίαματ να μη διεξαχθεί η μάχη της κόλασης πάνω στον κόσμο των ανθρώπων. Θα λειτουργούσε δηλαδή ως μεσάζον, εφόσον ήταν ο μόνος που μπορούσε να έχει στη κατοχή του το φωτοστέφανο –ένα ισχυρό διαπραγματευτικό όπλο. Η άλλη πλευρά πάλι, σίγουρα είχε φροντίσει να αποκτήσει τα φυτά που μοιράζονταν την ίδια ουσία με την Τίαματ. Αυτά που είχαν εγκαταλείψει στο σπίτι του Μιχάλη ως έρμαια στα νύχια του εχθρού. Η Λούσι γνώριζε καλά, ότι ο εχθρός τα είχε πλέον στα χέρια του.

Σύμφωνα με τον Άμπα, για να είχε την απαραίτητη διαδικτυακή επικοινωνία ο Λαέρτης με τους ανθρώπους του Λούσιφερ, απαιτούνταν πρωτίστως να επισκεφτεί μία τοποθεσία που θεωρούνταν μυθική από όλους τους Έλληνες: Τους υπόγειους Δελφούς. Ένα μυστικό ναό δηλαδή που βρίσκονταν κάτω από το περιβόητο ιερό του πανάρχαιου αυτού αρχαιολογικού χώρου. Ήταν το μέρος που το φωτοστέφανο του Λούσιφερ θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί πιο αποτελεσματικά και επομένως οι δικοί του εκπρόσωποι, βλέποντας των Λαέρτη εκεί μέσα, θα το σκεφτόντουσαν καλύτερα να αρνηθούν την πρόταση της Τίαματ. Το περίεργο είναι, ότι αντί να εξασφαλίσει κάποιο αυτοκίνητο προκειμένου να μεταφερθεί ο Λαέρτης στους Δελφούς, ο Άμπα ζήτησε από τη Λούσι να τον μεταφέρει μέσα σε εκείνη την αλλόκοτη αίθουσα συνεδριάσεων. Μέσα εκεί τους περίμενε ο Μπαάλ που εκείνη τη στιγμή συζητούσε κάπως έντονα μαζί της. Το αποτέλεσμα της επίσκεψης του Μπαάλ και του άκομψου αιτήματός του να της μιλήσει ιδιαιτέρως, ήταν να μη γνωρίζει ο Λαέρτης ποιος ήταν ο ρόλος του μέσα εκεί.

Όταν είδε την επιγραφή που ήταν χαραγμένη σε μια πλάκα που βρίσκονταν πάνω από μία εκ των πλευρικών πορτών, τότε κατάλαβε. Έγραφε «Γνώθι σε αυτόν» και αυτό ήταν αρκετό ώστε να τον οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι πίσω από την πόρτα εκείνη, βρίσκονταν οι υπόγειοι Δελφοί. Ο μυστικός ναός δηλαδή που υπό φυσιολογικές συνθήκες, απείχε πάνω από 300 χιλιόμετρα από τη βίλλα του Μπαάλ. Η αίθουσα συνεδριάσεων, μπορούσε να καλύψει τα χιλιόμετρα αυτά, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

Η συζήτηση των δύο δαιμόνων που κάθονταν στο τραπέζι, είχε ανάψει για τα καλά και οι κινήσεις τους άρχισαν να προδίδουν ταραχή. Τα λόγια τους πλέον δεν αποδίδονταν με ψίθυρους, αλλά με φωνές.

«Δεν έχουμε άλλη επιλογή, Άσταροθ. Κατάλαβέ το όσο είναι καιρός και μη μου το παίζεις δύσκολη», φώναζε ο Μπαάλ με το εχθρικό του ύφος. «Αν η Βασίλισσα τα διαλύσει όλα, μπορούμε να δημιουργήσουμε ασπίδα και να γλιτώσουμε. Δεν έχει νόημα να αγωνιούμε συνέχεια γι’ αυτόν τον κωλόκοσμο».

Ο Λαέρτης κατάλαβε ότι τα λόγια αυτά του δαίμονα τον αφορούσαν άμεσα. Τους πλησίασε λοιπόν και ζήτησε εξηγήσεις.

«Νομίζω ότι πρέπει να γνωρίζω τι είναι αυτό που σας τάραξε και που μπορεί να θυμώσει τη βασίλισσά σας τόσο ώστε να απειληθεί ο κόσμος μου».

Ο δαίμονας του έριξε μια υποτιμητική και φαρμακερή ματιά. «Δε σου πέφτει λόγος, ανθρωπάκι. Μη πετάγεσαι σαν τη τσουτσού».

Η Λούσι όμως, θέλησε να τον πληροφορήσει. «Ο Άζαζελ είναι νεκρός. Τον σκότωσαν».
Ο Λαέρτης σάστισε για λίγο. «Σκότωσαν τον πέμπτο από σας;»

«Δε μπορείς να το πιάσεις με τη μία και θες να στο ξαναπούμε;», ρώτησε δύστροπα ο Μπαάλ.
Ο Λαέρτης απορούσε ακόμη. «Μα ποιος μπορεί να το έκανε;»

«Εσύ ποιος λες να το έκανε βρε ανθρωπάκι; Βάλε το περιορισμένο σου μυαλό σε λειτουργία. Τουλάχιστον όταν το μάθει η Βασίλισσα, δε θα χρειάζεται αποδείξεις Μόνο ο Λούσιφερ και το σινάφι του είναι ικανοί να σκοτώσουν κάποιον από μας. Ένα πουλάκι μάλιστα εκεί στο άντρο του, μου ψιθύρισε ότι ήταν ο ίδιος ο Λούσιφερ. Ήταν μία από τις φωνές που συνόδευαν τον Άζαζελ και που ξέμεινε για να με πληροφορήσει».

Η Λούσι στράφηκε προς τον Λαέρτη καταφέρνοντας να κρύψει την ταραχή της επιτυχώς. «Είναι θέμα χρόνου να το μάθει η βασίλισσα. Μετά τις διαπραγματεύσεις που θα κάνεις τώρα στους υπόγειους Δελφούς, θα διατάξει συνεδρίαση. Ο Άζαζελ θα απουσιάζει. Αυτή αμέσως θα καταλάβει τι συμβαίνει και τότε οι συνέπειες για τον πλανήτη σου θα είναι καταστροφικές».

Ο Λαέρτης γέμισε από αγωνία. «Ας μη βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα», είπε προσπαθώντας να ανακουφίσει κάπως, κυρίως τον εαυτό του.

«Εγώ αποχωρώ», είπε ο Μπαάλ με το αχώνευτο ύφος του. «Δε μπορώ άλλο να ακούω ηλιθιότητες θνητών». Έπειτα λοξοκοίταξε τον Λαέρτη. «Εφόσον όμως επιλέχτηκες να εκπροσωπήσεις το γένος σου στη διαπραγμάτευση, σου χαρίζω αν θες μία από τις μύγες μου. Με αυτή, θα μπορείς να κάνεις ότι θες σε όποιον δε γουστάρεις».

«Ευχαριστώ, αλλά να μου λείπει», είπε ο Λαέρτης. «Γιατί το κάνεις αυτό στους ανθρώπους;»

Ο δαίμονας γέλασε μοχθηρά με την ερώτηση του «Γιατί; Γιατί το κρασί μας τέλειωσε κουμπάρε. Όταν είδα πως καταχράστε το αλκοόλ και τις ουσίες που κάποτε σεβόσασταν και όταν κατάλαβα που μπορεί να σας οδηγήσει ο εθισμός, αποφάσισα ότι οι μύγες είναι αυτό που σας χρειάζεται».

Ο Λαέρτης χαμογέλασε. «Αυτό είναι εγωιστικό».

«Ενώ αυτό που κάνετε εσείς, όχι;», ρώτησε ο δαίμονας και η όψη του άρχισε να γίνεται αμυδρή. «Τελοσπάντον, καλή επιτυχία με τις διαπραγματεύσεις σου, ξενέρωτε».

«Ευχαριστώ Νιόνιο», είπε ο Λαέρτης χαμογελώντας με νόημα.

«Τελικά δεν είσαι τόσο ηλίθιος όσο νόμιζα», παραδέχτηκε ο Μπαάλ πριν εξαφανιστεί εντελώς μαζί με το βαζάκι του, αφήνοντάς τον μόνο με τη Λούσι.

Αυτή τον κοίταξε ψαρωτικά. «Είσαι έτοιμος;», τον ρώτησε.

«Έτοιμος», δήλωσε αυτός σοβαρεύοντας και άρχισε να κατευθύνεται προς την πόρτα που έβγαζε στους υπόγειους Δελφούς.

Στάθηκαν εκεί μπροστά και οι δύο. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, αναλογιζόμενοι ο καθένας με τον τρόπο του, τη μεγάλη σημασία του εγχειρήματος που θα ακολουθούσε. Επρόκειτο για μια συμφωνία, η οποία αν έκλεινε θα οδηγούσε την καταστροφική μάχη στη κόλαση και μακριά από τον κόσμο. Αν όχι, τότε η μάχη θα γίνονταν πάνω στον πλανήτη, με όλες τις ολέθριες συνέπειες που συνεπάγονταν αυτό.

«Θέλω απλώς να ξέρεις ότι αυτός είναι ο λόγος που σε επέλεξα από την αρχή», είπε η Λούσι με τη χαρακτηριστική παγερή της χροιά. «Σου εμπιστεύτηκα το φωτοστέφανο που είχα στη κρύπτη μου, από την πρώτη κιόλας στιγμή που εμφανίστηκα μπροστά σου. Όταν τελειώσεις τη διαπραγμάτευση, είσαι ελεύθερος να φύγεις. Ελεύθερος πια από εμένα και από τους τρόπους μου». Ενώ τα έλεγε αυτά ήταν ασυνήθιστα σοβαρή και κοίταζε χαμηλά.

«Οι τρόποι σου, σε ζημίωσαν όσο και εμένα», της υπενθύμισε αυτός και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια, προς τη μεγάλη πόρτα.

Με το που την άνοιξε, βρέθηκε σε έναν χώρο που ανέδυε ένα αμυδρό φως από το λευκό μαρμάρινο πάτωμα. Στα τοιχώματα που τον περιέβαλλαν υπήρχαν ενσωματωμένοι πελώριοι κίονες ιωνικού ρυθμού. Υπήρχε ένας μαρμάρινος λευκός θρόνος σε κάποια άκρη, μεταξύ των αγαλμάτων της Αρτέμιδος και του Ποσειδώνα, ενώ στο κέντρο υπήρχε κάτι σαν τύμβος για σπονδές. Στο τύμβο εκείνο ο Λαέρτης τοποθέτησε το λάπτοπ και το άνοιξε. Έπειτα, έβγαλε από τη τσέπη του το κρυστάλλινο μπαλάκι που περίκλειε το φωτοστέφανο και το οποίο φωσφόριζε μυστηριωδώς. Στις δυνάμεις της μικρής αυτής σφαίρας υπάγονταν λογικά και το γεγονός ότι παρόλο που βρίσκονταν πολλές δεκάδες μέτρα κάτω από το έδαφος, μπόρεσε να επιτύχει σύνδεση με το διαδίκτυο.

Αφού εντόπισε στο msn τον εκπρόσωπο του Λούσιφερ χρησιμοποιώντας τη διεύθυνση που του έδωσε ο Άμπα, ενεργοποίησε την κάμερα, ώστε να έχει και οπτική επαφή. Δυο μάτια τον υποδέχτηκαν στην οθόνη. Δυο γαλανά μάτια που από το πρώτο κιόλας δευτερόλεπτο του φάνηκαν γνώριμα. Έπειτα, άρχισαν να απομακρύνονται φανερώνοντάς του, ένα εξίσου γνώριμο πρόσωπο. Ήταν ένα πρόσωπο που άλλοτε θα έπαιρνε όρκο ότι ανήκε σε έναν άγγελο, αλλά εκείνη τη στιγμή, το μοχθηρό του χαμόγελο και το μίσος που ακτινοβολούσε θα μπορούσε να συγκριθεί άνετα με αυτό του Μπαάλ, ίσως να τον ξεπερνούσε κιόλας στην έκδηλη ξιπασιά του. Η φωνή της ήταν που διέλυσε κάθε αμφιβολία μέσα του.

«Γεια σου αγάπη μου. Δε περίμενες ότι θα με έβλεπες, ε;»

Ο Λαέρτης τα ‘χασε. «Αλίκη;», ήταν το μόνο που μπόρεσε να αρθρώσει.

Η Αλίκη γέλασε σατανικά. Ήταν η πρώτη φορά που την άκουγε να γελάει με αυτόν τον τρόπο στους τόσους μήνες που την ήξερε. Που νόμιζε ότι την ήξερε. «Τι εκπλήσσεσαι ρε γελοίε; Εγώ δηλαδή πώς δεν εκπλήσσομαι που η τσουλάρα σου σε έχρισε εκπρόσωπο της πουτανίτσας της βασίλισσάς της;»

«Η τσουλάρα μου;», απόρησε ο Λαέρτης.

Η Αλίκη άφησε τις ειρωνείες και φρόντισε να του φτύσει το δηλητήριό της κατάμουτρα «Σου είπε ότι την εξουδετέρωσα, την έσπασα στο ξύλο και της έχωσα ένα παλούκι μέσα στο βρωμόμουνό της; Έπρεπε να τη δεις πώς έκανε. Έβαλα να τη βιάσουν κιόλας σε πληροφορώ. Στα είπε αυτά; Ε; Στα είπε;»

«Πάψε τέρας!», φώναξε ο Λαέρτης ξεσπώντας την οργή του, ενώ η πρώτη υποψία δακρίων άρχισε να φέγγει δίπλα στα βλέφαρά του. «Δεν είσαι η Αλίκη μου εσύ! Δεν είσαι η γυναίκα που αγαπώ! Ποιος σου το έκανε αυτό; Ο Λούσιφερ; Θα πεθάνει!». Την τελευταία φράση τη φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του.

Η Αλίκη γέλασε και πάλι σαν διάολος. «Δεν είμαι η Αλίκη σου πια. Εκείνη ήταν ένα προϊόν της φαντασίας σου, που η τσούλα σου στο έδωσε απλόχερα, χωρίς να ξέρει κανείς σας ποια είναι η πραγματική Αλίκη. Με μετατρέψατε σε μια ξενέρωτη νοικοκυρούλα. Αυτό πίστευες ότι ήμουν και πριν; Λυπάμαι αγόρι μου, αλλά είσαι βαθιά νυχτωμένος. Και σε πληροφορώ ότι μαλάκες σαν και του λόγου σου, ούτε γύρναγα να τους κοιτάξω όταν ήμουν στα συγκαλά μου».

Ο Λαέρτης ξέσπασε σε κλάματα. Ο Λαέρτης που δεν έκλαιγε ποτέ.

Η Αλίκη δεν έδειχνε κανένα έλεος στα λόγια της. Τον κοίταζε κοροϊδευτικά. «Άχου! Το μωράκι κλαίει! Νομίζεις θα σε λυπηθώ; Αν δε σε σκίσω με τα ίδια μου τα χέρια, αν δε σε κάνω να ουρλιάξεις από πόνο πριν σε σκοτώσω σα σκυλί, δε πρόκειται να με συγκινήσεις καθόλου».

«Λυπάμαι για τις στιγμές που περάσαμε μαζί», είπε ο Λαέρτης μέσα στα αναφιλητά του. «Ήσαν τελικά αυταπάτες. Είχα πιστέψει σε σένα, σε λάτρευα όσο το Θεό. Μόλις μου κατέστρεψες το πιο πολύτιμο όνειρό μου. Τουλάχιστον το τάγμα το σεβάστηκες;»

Η Αλίκη έστρεψε τη κάμερα προς τα κάτω, δείχνοντάς του, τα τέσσερα αλλόκοτα φυτά που είχε πάνω στο τραπέζι που καθότανε. «Το τάγμα δε θα μπορούσε ποτέ να τα αποκτήσει αυτά. Ούτε και είχε κάποιο λόγο να το κάνει». Έπειτα έφερε την κάμερα ξανά στο πρόσωπό της. «Η Στοά όμως…» είπε κοιτάζοντάς τον με ένα καταχθόνιο λοξό βλέμμα.

Ο Λαέρτης αφηνίασε τόσο που του ήρθε να σπάσει το λάπτοπ. «Τι έκανες παράθεμα σε!», φώναξε οργισμένος. «Πρόδωσες το Τάγμα; Είσαι πουλημένη;»

«Δε θα χάσει και πολλά το Τάγμα που δε θα με έχει πλέον. Αντίθετα εγώ έχω μια αιωνιότητα να κερδίσω, εδώ, στη Στοά του Σολομώντα»

Ο Λαέρτης ένιωσε να τρέμει από το μίσος που τον είχε κυριεύσει. Αδυνατούσε να το εκφράσει με λόγια. Τότε όμως πρόσεξε κάτι που δε το είχε αντιληφθεί πάνω στη φούρια του όλη εκείνη την ώρα. Το φωτοστέφανο έλαμπε δίπλα στο λάπτοπ σαν μικρό αστέρι, ενώ υπήρχε κάτι που αχνόφεγγε το πρόσωπό του και που προέρχονταν από ψηλά.

Ύψωσε τα μάτια του και ένιωσε να παγώνει με αυτό που αντίκρισε. Λίγα μέτρα πάνω από το κεφάλι του, αιωρούνταν τέσσερις γυναίκες που φορούσαν χλαμύδες και από τις πλάτες τους φύτρωναν κατάλευκα φτερά. Ήταν ξανθές, πανομοιότυπες μεταξύ τους και το δέρμα τους είχε μια γαλαζωπή απόχρωση. Τα βλέμματά τους ήταν ανέκφραστα. Δεν τον κοιτούσαν. Κοίταζαν απλώς μπροστά τους χωρίς να λένε κουβέντα. Μέχρι που μίλησαν, αλλά όχι με τα χείλη τους, ούτε απευθύνονταν στα αφτιά του. Μίλησαν στο μυαλό του.

«Μας κάλεσες…»

«… και ήρθαμε»

«Ανέθεσε μας αποστολή»

«Είμαστε οι Νίκες»

Οι τέσσερις φωνές τους αντήχησαν μέσα του η μία μετά την άλλη. Αδυνατούσε να τις αποκριθεί. Δεν έλεγε να συλλάβει ακόμη αυτό που έβλεπε.

Οι τέσσερις πανομοιότυποι θηλυκοί άγγελοι, αιωρήθηκαν προς τα κάτω χωρίς να ανεμίσουν καθόλου τα φτερά τους. Όταν τα γαλαζωπά πανέμορφα πόδια τους ακούμπησαν το έδαφος, άρχισαν πάλι να του μιλάνε εναλλάξ. Αυτή τη φορά με τα στόματά τους.

«Είμαστε οι Νίκες. Το τέταρτο, πιο ένδοξο τάγμα της ουράνιας Καρντάθ»

«Έχουμε την ικανότητα να πολλαπλασιάζουμε τους εαυτούς μας. Αν εγκαταλείψουμε αυτόν τον χώρο, ο αριθμός μας μπορεί να φτάσει τις διακόσιες».

«Δεν μπορούμε να έρθουμε αντιμέτωπες με τον εξόριστο αδελφό μας τον Λούσιφερ. Σεβόμαστε τις απόψεις του ακόμη και αν διαφωνούμε μαζί του. Δεν γίνεται να τον εξολοθρεύσουμε. Είναι κανόνας των ουρανών».

«Οποιαδήποτε άλλη αποστολή μας απευθύνεις θα είναι αποδεκτή. Το φωτοστέφανο μας κάλεσε και είμαστε έτοιμες να τιμήσουμε τον ιερό δεσμό που έχουμε μαζί του».

Αμέσως έβγαλαν τα ξίφη τους. Η λαβή τους δεν αποτελούνταν από μέταλλο, αλλά από μια γαλάζια φλόγα που προσομοίαζε τη λαβή ενός κοινού ξίφους.

«Ώστε θέλετε αποστολή», μουρμούρισε ο Λαέρτης σκεφτικός. Στράφηκε προς την οθόνη και είδε το πρόσωπο της Αλίκης να τον κοιτάζει με μία επιτηδευμένη απάθεια. «Αυτή η γυναίκα», τις είπε δείχνοντάς την, «πρόδωσε τις αξίες του Τάγματος του Σταυρού του Ρόδου και τώρα ανήκει στη διεφθαρμένη Στοά του Σολομώντα».

«Ανεπίτρεπτη κίνηση», είπαν και οι τέσσερις Νίκες με μία φωνή.

«Σκοτώστε την», πρόσταξε ο Λαέρτης.

Οι Νίκες, αμέσως πέταξαν προς το ταβάνι της ψηλής υπόγειας αίθουσας, αυτή τη φορά χρησιμοποιώντας τα φτερά τους. Ήδη, λίγο πριν αυτό τις καταπιεί οδηγώντας τες έξω από τους υπόγειους Δελφούς, άρχισαν να πολλαπλασιάζονται και να σχηματίζουν τον στρατό τους.

Ο Λαέρτης έπειτα από αυτό, στράφηκε και πάλι στην οθόνη. «Θα φροντίσουν ώστε να πληρώσεις για τα εγκλήματά σου», της είπε.

Αυτή πήρε ένα ύφος λυσσασμένης γάτας. «Νομίζεις, μωρό μου. Που να δεις τι σου στέλνω εγώ!».

Ο Λαέρτης την είδε να στρέφει τη κάμερά της προς κάτι που αρχικά έμοιαζε ακαθόριστο. Έπειτα διαπίστωσε ότι όλη εκείνη την ώρα που του μιλούσε η γυναίκα του, βρίσκονταν σε εξωτερικό χώρο. Κάποια δέντρα και η έναστρη νύχτα αποτελούσαν τον φόντο αυτού του έδειχνε. Και κάτω από αυτά, βρίσκονταν παραταγμένο ένα μπουλούκι. Ένας φριχτός στρατός από ερπετόμορφα φολιδωτά πλάσματα. Τα πρόσωπά τους ήταν γεμάτα πλοκάμια που πάλλονταν συνέχεια, δύο από τα οποία ήταν ιδιαίτερα μεγάλα. Το ένα χέρι του καθενός, έμοιαζε επίσης με πελώριο πλοκάμι. Το άλλο ήταν δρακόντειο. Από την πλάτη τους φύτρωναν νυχτεριδόμορφα αλλά φολιδωτά και καταπράσινα φτερά. Ήταν πλάσματα φριχτά πέρα για πέρα.

Ο Λαέρτης άκουσε τη φωνή της γυναίκας του να στριγγλίζει κάτι άγνωστο σαν καρακάξα και αμέσως ο αποκρουστικός στρατός υψώθηκε στους ουρανούς. Έτοιμος για μάχη.

Η κάμερα κινήθηκε ξανά, φέρνοντας το μισητό πρόσωπό της και πάλι στο οπτικό του πεδίο. «Δεν χάρηκαν όλοι οι δαίμονες καλέ μου που επέστρεψε η παλιά τους βασίλισσα», του είπε με περισσή ειρωνεία. «Είναι ζήτημα ωρών να φτάσουν εκεί που κρύβεσαι εσύ και η τσουλάρα σου. Θα πεθάνεις!»

«Όχι», διαφώνησε ο Λαέρτης με πείσμα. «Εσύ θα πεθάνεις!»

Έμειναν για αρκετή ώρα να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον με μίσος. Ήθελαν και οι δύο να χορτάσουν τη ψυχή τους με οργή και να κορέσουν την αμοιβαία τους δίψα για εκδίκηση.



Στο μεγάλο σαλόνι της βίλλας, κανείς δεν έδινε σημασία στην τηλεόραση. Ο Μιχάλης και η Τία έπαιζαν μπάλα, αδιαφορώντας αν θα προκαλέσουν κάποια ζημιά. Ο Ασμοδαίος έκανε διαλογισμό, ενώ ο Σεθ Άμπα διάβαζε την εφημερίδα της ημέρας καθισμένος στη τραπεζαρία.

Κάποια στιγμή η Τία σταμάτησε απότομα το παιχνίδι με τον Μιχάλη. Στράφηκε προς την τηλεόραση και ύψωσε το χέρι της, Η ένταση δυνάμωσε και έφτασε έτσι σε όλων τους τα αφτιά η μετάδοση του έκτακτου δελτίου ειδήσεων.

Ένα πλάνο επαναλαμβάνονταν ξανά και ξανά, δείχνοντας ένα ανορθόδοξο σμήνος να διασχίζει τον ουρανό μιας πόλης. Ο εκφωνητής ήταν φανερά ταραγμένος στη περιγραφή του. «Οι κάτοικοι μιλάνε για ένα στρατό από αγγέλους που έγινε ορατός μέχρι πριν λίγο. Μάλιστα κυρίες και κύριοι. Αυτό που ακούσατε. Περιγράφουν το άγνωστο αυτό σμήνος, ως στρατιά αγγέλων».

Η Τία άλλαζε τα κανάλια με τη βοήθεια του χεριού της, μπροστά στα έκπληκτα βλέμματα των παραβρισκόμενων. Τα όσα μετέδιδε η τηλεόραση τους γέμιζαν ανησυχία.

«Έρχεται η Αποκάλυψη», φώναζε ένας αφηνιασμένος παπάς σε ένα κανάλι. «Μετανοείτε όσο προλαβαίνετε».

«Έμοιαζαν με πράσινα τέρατα», έλεγε ένα παιδάκι χαμογελώντας με ενθουσιασμό, σε ένα άλλο κανάλι. «Είχαν πλοκάμια που κουνιόντουσαν στον αέρα και μουγκρίζανε σαν δράκοι».

Πλήθος κόσμου έτρεχε πανικόβλητο στους δρόμους σε ένα άλλο, κουβαλώντας τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης.

Σε ένα άλλο πάλι, μιλούσε ένας βουλευτής. «Συνιστούμε στους πολίτες της χώρας ψυχραιμία…»

Ο Σεθ Άμπα, χαμήλωσε την τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ και σηκώθηκε γεμάτος ταραχή. Όλοι οι άλλοι τον κοίταζαν περιμένοντάς τον να πει το αυτονόητο.

Τελικά το είπε, εκφράζοντας τον πανικό όλων τους. «Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν. Η μάχη της κόλασης, έχει αρχίσει».





ΤΕΛΟΣ 1ου ΜΕΡΟΥΣ


Σάββατο 22 Αυγούστου 2009

18. Halo Effect


Ο Λαέρτης άκουσε την πόρτα του μικρού δωματίου να κλείνει πίσω του και τινάχτηκε ξαφνιασμένος. Η μαυροντυμένη μορφή της Λούσι εμφανίστηκε από τις σκιές κι έκανε μερικά διστακτικά βήματα προς το μέρος του. Διστακτικά; Ναι, καλά. Λες και δεν την ήξερε. Αναρωτήθηκε τι παιχνίδι να έπαιζε αυτή τη φορά. Δεν είχε κάνει αρκετά για χάρη της; Δεν της είχε ξεπληρώσει το περίφημο «χρέος»;
- Τι θες; ρώτησε απότομα και, ακόμη και στον ίδιο, η φωνή του ακούστηκε επιθετική.
Την είδε να κοντοστέκεται για λίγο. Προετοίμασε τον εαυτό του να δεχτεί την ψυχρή οργή της, όμως, προς μεγάλη του έκπληξη, κανένα ξέσπασμα δεν ήρθε. Προχώρησε λίγο ακόμη στο εσωτερικό του δωματίου.
- Την αγαπάς την Αλίκη;
Δεν ήταν παρά ένας παγωμένος ψίθυρος κι όμως τον άκουσε πεντακάθαρα. Η ερώτηση τον ξάφνιασε και τον διασκέδασε συγχρόνως.
- Τώρα θυμήθηκες να με ρωτήσεις; Λίγο αργά δεν είναι;
- Ποτέ δεν είναι αργά.
Ο Λαέρτης χαμογέλασε θλιμμένα.
- Είδες; Αυτό είναι το λάθος σου. Νομίζεις ότι υπάρχει άπειρος χρόνος ξεχνώντας ότι όσοι από εμάς δεν είμαστε δαίμονες δεν έχουμε και τόσο πολύ χρόνο στη διάθεσή μας.
Ξαφνικά, κινούμενη πιο γρήγορα απ’ότι τα θνητά του μάτια μπορούσαν να παρακολουθήσουν, η Λούσι ήταν δίπλα του. Το λεπτό της χέρι, τυλιγμένο σε μαύρη δαντέλα, απλώθηκε στο πρόσωπό του. Δεν εξέπεμπε την ίδια παγωνιά όπως πριν και, όχι δίχως έκπληξη, ο Λαέρτης έπιασε τον εαυτό του να νοσταλγεί αυτό το ψύχος. Απαλά, σχεδόν με ευγένεια, απομάκρυνε το χέρι της από το πρόσωπό του.
- Δεν έχω όρεξη για τα παιχνίδια σου. Έκανα αυτό που μου ζήτησες. Δεν σου χρωστάω τίποτα πια.
- Έχεις δίκιο.
- Μη μου λες εμένα «έχεις δίκιο»...
Κι έπειτα ο εγκέφαλός του επεξεργάστηκε αυτό που μόλις είχε ακούσει.
- Τι έκανε λέει;
- Έχεις δίκιο, επανέλαβε εκείνη και μια υποψία χαμόγελου ζωγραφίστηκε στα αιμάτινα χείλη της. Είσαι θνητός κι ο χρόνος σου είναι περιορισμένος. Παρόλα αυτά...ελπίζω πως ίσως δεν είναι αργά για σένα.
- Είμαι καλός στους γρίφους, όμως όχι τόσο καλός. Αν δεν μου εξηγήσεις σύντομα, όπου να’ναι θα με πάρει ο ύπνος. Τουλάχιστον όσο ήσουν παγωμένη με κρατούσες σε εγρήγορση. Τώρα, απλά, με κάνεις και βαριέμαι.
Είδε τα χείλη της να γίνονται μια ευθεία γραμμή και μια φλέβα να πετάγεται στο λαιμό της. Ωραία. Την είχε εξοργίσει. Τουλάχιστον έτσι θα την ανάγκαζε να δείξει το πραγματικό της πρόσωπο αντί να το παίζει ότι δήθεν ενδιαφερόταν γι’αυτόν.
Για μια ακόμη φορά, όμως, η Λούσι τον εξέπληξε. Αυτή τη φορά πήρε το πρόσωπό του στις παλάμες της και, παρόλο που δεν μπορούσε να δει τα μάτια της, ήταν σίγουρος πως ήταν καρφωμένα στα δικά του. Η οσμή της ήταν μαγευτική και το στόμα της τον υπνώτιζε όταν το κοίταζε από τόσο κοντά. Είναι αναμενόμενο, είπε στον εαυτό του. Στο κάτω-κάτω είναι δαίμονας της λαγνείας.
- Μη νομίζεις πως παίζω κάποιο παιχνίδι παριστάνοντας ότι νοιάζομαι για σένα. Το μόνο πράγμα πάνω σου που με ενδιαφέρει είναι η ικανότητά σου να κουβαλάς το φωτοστέφανο χωρίς να κάνεις καμπούμ. Αν, λοιπόν, σου λέω ότι η γυναίκα που έχεις στήσει σε βάθρο και τη λατρεύεις σαν θεά είναι περισσότερο δαίμονας απ’ότι εγώ, δεν το κάνω για σένα. Για μένα το κάνω και για όσα πέρασα στα χέρια της.
Ο Λαέρτης ανάγκασε τον εαυτό του να γελάσει, αν και το γέλιο του βγήκε αφύσικο και βιασμένο.
- Θες να μου πεις ότι η Αλίκη κατάφερε με κάποιον τρόπο να σε αιχμαλωτίσει; Και τι βασανιστήρια σου έκανε δηλαδή; Σου μαγείρεψε κρεατόπιτα και σε ανάγκασε να φας μέχρι που να μην αντέχεις άλλο;
- Το τι μου έκανε δεν είναι δικός σου λογαριασμός, είπε παγερά και ξαφνικά ήταν η ίδια Λούσι που είχε γνωρίσει στην αρχή. Αυτό που είναι δικός σου λογαριασμός είναι ότι ξέρει για τη συμφωνία μας και έχει πάει με την πλευρά του Λούσιφερ.
- Περιμένεις δηλαδή τώρα να σε πιστέψω.
- Να σου πω την αλήθεια, ναι. Αν δεν το κάνεις θα βρεθούμε όλοι σε κίνδυνο. Δεν ξέρω τι είναι ικανή να κάνει προκειμένου να σε εκδικηθεί, όμως ό,τι κι αν κάνει δεν πρόκειται να αφήσει εμάς και την Βασίλισσα ανεπηρέαστους. Και το τελευταίο πράγμα που θέλω είναι να καταστραφεί η ευκαιρία μας να πάρουμε πίσω την Κόλαση εξαιτίας του δικού σου ερωτικού δράματος.
Ο Λαέρτης την παρατήρησε για λίγο προσεκτικά. Δεν έμοιαζε να λέει ψέματα. Από την άλλη, βέβαια, πότε ένας δαίμονας έμοιαζε να λέει ψέματα;
- Ακόμη κι αν είναι έτσι όπως τα λες, το σφάλμα είναι δικό σου, το ξέρεις αυτό έτσι δεν είναι; Εσύ ήσουν που φρόντισες να βρω την επίκληση στο βιβλίο και εσύ ήσουν που έκλεισες τη συμφωνία χωρίς να προλάβω να πω το οτιδήποτε.
Θα ορκιζόταν πως, πίσω από το βέλο, τα μάτια της σπίθισαν από οργή.
- Πρώτον, μπορεί να μη συμφώνησες αλλά δεν σε άκουσα να διαφωνείς κιόλας. Και δεύτερον...για ποιο βιβλίο και ποια επίκληση μιλάς;
Η συνειδητοποίηση χτύπησε τον Λαέρτη την ώρα που είδε τα χείλη της Λούσι να ανοίγουν από έκπληξη.
- Ο Λούσιφερ, είπαν κι οι δυο ταυτόχρονα.
Έμειναν σιωπηλοί για λίγο, με τον απόηχο του ονόματος και της νεοαποκτηθείσας γνώσης να αιωρείται ανάμεσά τους.
- Κι η Αλίκη έχει πάει με το μέρος του;
- Ναι.
- Τι πρέπει να κάνω;
Και για τρίτη συνεχόμενη φορά μέσα σε λιγότερο από μια ώρα, η Λούσι τον ξάφνιασε.
- Ειλικρινά δεν έχω ιδέα. Ίσως αν προσπαθούσες να τη μιλήσεις; Να την κάνεις να λογικευτεί;
Δεν έμοιαζε να το πολυπιστεύει όμως.
- Με σιχαίνεται, έτσι δεν είναι;
Η Λούσι δεν είπε τίποτα.
- Στ’αλήθεια σε βασάνισε;
Εκείνη του γύρισε την πλάτη και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Λίγο πριν την ανοίξει, κοντοστάθηκε.
- Είτε σου αρέσει είτε όχι, είσαι χωμένος μέχρι το λαιμό σ’αυτή την υπόθεση. Δεν ξέρω αν φταίει ο Πρίγκηπας ή αν φταίω εγώ ή αν φταις εσύ ο ίδιος. Μπορεί να φταίει απλά η μοίρα ή η τύχη. Όμως δεν έχεις άλλη λύση από το να κολυμπήσεις. Αλλιώς θα πνιγείς.


Η Σαμ μπήκε μέσα βουτηγμένη στα αίματα. Δεν έδειχνε να την ενδιαφέρει ιδιαίτερα το γεγονός, όμως ήταν εμφανώς εξουθενωμένη. Σωριάστηκε στον καναπέ κάτω από το έκπληκτο βλέμμα της Μαρίνας που είχε μείνει να την κοιτάει με το στόμα ανοιχτό.
- Καλησπέρα, της είπε γλυκά και της χάρισε ένα φωτεινό χαμόγελο.
- Τι έκανες; κατάφερε να αρθρώσει η Μαρίνα ξεπερνώντας το σοκ.
Η Σαμ ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα.
- Σκότωνα ένα δαίμονα, έσωζα μια Nephilim, απελευθέρωνα κάτι αιχμάλωτα πνεύματα, ξέρεις τώρα. Απλά, καθημερινά πράγματα.
Η Μαρίνα ανασήκωσε τα φρύδια της εύγλωττα. Η Σαμ της έριξε το πιο αθώο της βλέμμα.
- Θα έλεγα πως δεν είναι απλά ούτε καθημερινά, όμως εδώ που τα λέμε είσαι Πρίγκηπας της Κόλασης οπότε δεν έχω ιδέα πώς μπορεί να περνάς τον ελεύθερο χρόνο σου.
Η Σαμ έβαλε τα γέλια και την τράβηξε στον καναπέ δίπλα της.
- Α, όχι. Αυτό ήταν δουλειά. Ο ελεύθερος χρόνος μου αρχίζει τώρα.
Άγγιξε τη Μαρίνα με το ματωμένο της χέρι. Αρχικά, το ύφος της ήταν ανέμελο καθώς τραβούσε ακανόνιστες γραμμές πάνω στο δέρμα της. Όταν όμως κοίταξε να δει τι ήταν αυτό που σχεδίαζε, το πρόσωπό της πήρε μια σοβαρή έκφραση ξαφνικά και τα αιμάτινα σχέδια άρχισαν να γίνονται πιο καθαρά, πιο συγκεκριμένα. Καθώς κάλυπτε τα χέρια της με πορφυρά σύμβολα, η Μαρίνα έτρεμε στο άγγιγμά της.
Καθώς κοίταξε ξανά τη Σαμ, συνειδητοποίησε με κάποιο δέος, ότι είχε πέσει σε τρανς. Τα μάτια της είχαν γίνει κατάλευκα και σχεδίαζε σύμβολα με πυρετική μανία. Χωρίς να καταλάβει πώς, τα ρούχα της έγιναν κομμάτια κι η Σαμ συνέχισε να σημαδεύει το σώμα της, όπου έβρισκε γυμνή σάρκα. Η αίσθηση ήταν τρομαχτική, μα και ερεθιστική συγχρόνως. Την έκανε να νιώθει μικροσκοπική μπροστά στη δύναμη αυτού του αιώνιου πλάσματος, αλλά και ταυτόχρονα, με κάποιον τρόπο, σημαντική.
Όταν και το τελευταίο σύμβολο είχε τοποθετηθεί – κάπου στο μέτωπό της απ’ότι κατάλαβε – η Σαμ έκανε πίσω, χωρίς όμως να δείχνει πως συνειδητοποιούσε τι συνέβαινε γύρω της. Άνοιξε διάπλατα τα χέρια της και φως ξεπήδησε από μέσα της. Δεν ήταν το εκτυφλωτικό λευκό φως που είχε δει όταν πέθανε ο Αράκιελ, αλλά ένα άλλο, πιο απαλό, πιο γλυκό. Την έλουσε ολόκληρη κι ένιωσε τα σύμβολα να την καίνε μ’έναν εξαίσιο πόνο.
Το φως έσβησε κι η Σαμ κατέρρευσε. Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν και το σμαραγδένιο φως που ήταν τα μάτια της φάνηκε και πάλι. Στη θέα του γυμνού σώματος της Μαρίνας, άνοιξαν διάπλατα. Ένα σφύριγμα έκπληξης και θαυμασμού ξέφυγε από τα χείλη της. Η Μαρίνα σκέφτηκε ότι αυτό δεν ήταν καθόλου πρέπον για έναν άγγελο, αλλά από την άλλη, μάλλον ούτετο να είναι Πρίγκηπας της Κόλασης ήταν πρέπον για έναν άγγελο.
- Τι; Γιατί με κοιτάς έτσι; Όχι ότι προτιμούσα να βλέπω τα μάτια σου λευκά αλλά...
- Λευκά; την έκοψε η Σαμ.
Ακουγόταν εντυπωσιασμένη με τον εαυτό της. Μυστήρια πράγματα, σκέφτηκε η Μαρίνα.
- Έπεσα σε τρανς;
- Ναι. Και με γέμισες αίματα. Δεν είναι ακριβώς η ιδέα που είχα για ένα απόγευμα με τη γκόμενά μου. Τον γκόμενό μου. Ό,τι προτιμάς τελοσπάντων. Αυτό το ερμαφρόδιτο είναι λίγο μπέρδεμα.
Η Σαμ κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, όμως αυτή τη φορά χαμογελούσε με παιδιάστικο ενθουσιασμό.
- Δεν καταλαβαίνεις. Δεν έχεις ιδέα τι σημαίνει αυτό, έτσι; ρώτησε νεύοντας αόριστα προς το μέρος της.
- Αυτό ποιο; απόρησε η Μαρίνα.
Η Σαμ την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε μέχρι το δωμάτιο. Άνοιξε διάπλατα την πόρτα της ντουλάπας και την έστησε μπροστά στον καθρέφτη. Η Μαρίνα ένιωσε την ανάσα της να κόβεται απότομα. Τα σύμβολα δεν ήταν πια αιμάτινα. Είχαν βέβαια την πορφυρή απόχρωση του αίματος, όμως ήταν αποτυπωμένα στο δέρμα της σαν τατουάζ. Ήταν τόσο όμορφα που αισθάνθηκε τον εαυτό της να χάνεται μέσα τους. Δεν τα καταλάβαινε, όμως αισθανόταν να της μιλάνε βαθιά στην ψυχή της, σαν να ήταν φτιαγμένα για χάρη της.
- Oraculum, της πρόσφερε τον λατινικό όρο η Σαμ. Είσαι η πρώτη αληθινή Μάντισσα εδώ και τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Αυτά τα σύμβολα είναι τα σημάδια που σε αναγνωρίζουν.
Η καρδιά της Μαρίνας έχασε ένα χτύπο. Oraculum. Ακουγόταν επιβλητικό, αλλά και τόσο, μα τόσο σωστό την ίδια στιγμή. Και τότε ήταν που ήρθε το όραμα. Ένιωσε τα μάτια της να γυρνάνε ανάποδα καθώς παραδινόταν στη δίνη του. Σαν από πολύ μακριά, αισθάνθηκε τα χέρια της Σαμ να τυλίγονται γύρω της και να την καθίζουν στο κρεβάτι. Οι εικόνες του μέλλοντος ξεχύθηκαν μέσα της μπερδεμένες και τόσο έντονες που αναγκάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μην ουρλιάξει από τη φρίκη τους.
Βγήκε από το όραμα εξαντλημένη και λουσμένη στον ιδρώτα. Η Σαμ χάιδευε απαλά τα μαλλιά της.
- Τι είδες;
- Έχουν...μια σφαίρα...μπίλια...κάτι που μπορεί να σε βλάψει...νεκροί...τόσοι πολλοί νεκροί...το τέλος...του κόσμου...
Η Σαμ φίλησε την κορυφή του κεφαλιού της τρυφερά.
- Είναι το φωτοστέφανό μου. Μην ανησυχείς, Μάντισσα. Όλα βαίνουν όπως τα έχω σχεδιάσει.
Η Μαρίνα στράφηκε προς το μέρος της, σίγουρη για το χαμόγελο που θα αντίκριζε στο πρόσωπό της. Πράγματι, ήταν εκεί, παιχνιδιάρικο και πειραχτικό όπως πάντα. Ανασηκώθηκε και την κοίταξε γεμάτη οργή.
- Καλά, πας καλά; Σου λέω ότι θα σε καταστρέψουν κι εσύ γελάς και λες ότι όλα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο; Τι δεν κατάλαβες από το «θα σε καταστρέψουν»; Είσαι αυτοκτονική; Αυτό είναι; Θέλεις να πεθάνεις;
Η Σαμ την κοίταζε ήρεμα, με μια λάμψη ευθυμίας στα μάτια.
- Με είδες να πεθαίνω στο όραμά σου;
- Όχι, μα...
- Δεν έχει μα. Αυτό το αντικείμενο βρίσκεται στα χέρια των εχθρών μας επειδή εγώ το θέλησα. Φυσικά, η Άσταροθ πιστεύει πως κατάφερε να μου το πάρει με τα τερτίπια της και την ακατανίκητη γοητεία της, αλλά δεν πειράζει. Καλύτερα.
- Αλλά...γιατί; ρώτησε η Μαρίνα κοιτώντας την με μεγάλα, απορημένα μάτια.
Ένα αργό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της Σαμ.
- Γιατί ήξερα πως δεν θα το χρησιμοποιούσε μέχρι να αναγεννηθεί η Τιαμάτ. Και, μιας που η αναγέννηση της Τιαμάτ οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος σε μένα...η Άσταροθ ξέθαψε αυτό το όπλο τη στιγμή που το επιθύμησα εγώ. Όσο για τον λόγο για τον οποίο της το έδωσα εξαρχής; Είναι απλό. Ήθελα να της δώσω την αίσθηση της σίγουρης νίκης.
- Αλλά κι εσύ έχεις τα φυτά..., αποτόλμησε η Μαρίνα.
- Όχι. Η Στοά έχει τα φυτά κι όταν κάνουν μαζί τους αυτό που επιθυμούν, θα καταστραφούν. Τα φυτά είναι μια κάρτα που κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει πώς θα εξελιχθεί. Και σ’ένα παιχνίδι όπως αυτό, είναι πολύ ηλίθιο να παίρνεις τέτοια ρίσκα. Μπορεί να είμαι πολλά πράγματα, όμως ηλίθια δεν είμαι.
- Ε, τότε, πραγματικά δεν καταλαβαίνω. Πώς στο καλό σκοπεύεις να νικήσεις την Τιαμάτ;
- Δεν σκοπεύω να τη νικήσω. Αλλά ούτε και να πεθάνω σκοπεύω. Ίσως τα οράματά σου να σου δείξουν το μέλλον. Ίσως και όχι. Στο κάτω-κάτω υπάρχουν κάποια πράγματα που ακόμη και μια Μάντισσα δεν μπορεί να προβλέψει.
Η Μαρίνα δεν μίλησε για λίγο. Τελικά το πήρε απόφαση. Έπρεπε να ρωτήσει.
- Ήξερες ότι είχα τα οράματα; Γι’αυτό με προσέγγισες;
Η Σαμ αντίκρισε το βλέμμα της άφοβα.
- Ναι. Στην αρχή, τουλάχιστον. Πίστευα πως ήσουν απλά ένα ακόμη πιόνι στη σκακιέρα μου. Όταν όμως ο Αράκιελ προσπάθησε να σε σκοτώσει...κατάλαβα ότι ήσουν η Βασίλισσά μου. Δεν με νοιάζουν πια τα οράματά σου. Δεν με νοιάζει αν δεν μου αποκαλύψεις ούτε μια λέξη απ’όσα θα δεις για το μέλλον. Το μόνο που με νοιάζει είναι να είσαι ασφαλής κι ευτυχισμένη. Τίποτε άλλο.
Η Μαρίνα χάιδεψε το πρόσωπό της με αγάπη και χώθηκε στην αγκαλιά αυτού του πλάσματος που δεν ήταν άντρας ούτε γυναίκα και υπήρχε πριν το χρόνο.
- Είμαι, ψιθύρισε. Είμαι.


Η Αλίκη άφησε την τελετουργική της ρόμπα να πέσει στα πόδια της. Τα υπόλοιπα μέλη της Στοάς γύρω της έκαναν το ίδιο. Η μονότονη, υπόκωφη μουσική σε συνδυασμό με την επίδραση του ναρκωτικού παρασκευάσματος που τους είχε ποτίσει ο Σεβάσμιος για την τελετή της προκαλούσαν μια παράξενη αίσθηση που δεν έμοιαζε σε τίποτα με ό,τι είχε βιώσει στο παρελθόν. Μπορούσε να νιώσει τη σκέψη της να βγαίνει από το κορμί της και να πλέει έξω απ’αυτό. Από ψηλά, είδε το σώμα της καθώς χέρια αντρών και γυναικών το άγγιζαν και τα μέλη τους μπλέκονταν σ’έναν αποτρόπαιο και αρρωστημένο ερωτικό χορό που έμοιαζε να παρωδεί τη διαδικασία του ζευγαρώματος.
Στο κέντρο του κύκλου στεκόταν ο Σεβάσμιος, με τα χέρια του υψωμένα προς τον ουρανό. Έψελνε κάτι στα λατινικά και μια μεγάλη φωτιά έκαιγε μπροστά του. Η Αλίκη σκέφτηκε πως ο τύπος ίδρωνε σαν γουρούνι κι είδε το κορμί της να γελάει καθώς πηδιόταν αλύπητα. Τι θα έλεγε ο Λαέρτης αν την έβλεπε από μια μεριά; Σίγουρα δεν θα πίστευε στα μάτια του. Η τέλεια Αλίκη του να γαμιέται σαν το σκυλί στο υπόγειο των εγκαταστάσεων της Στοάς του Σολομώντα; Και μάλιστα για να καλέσει ένα μάτσο δαίμονες τους οποίους σκόπευε να στείλει να φάνε το κεφάλι αυτής της καριόλας της Άσταροθ που είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να της ξεφύγει;
Η οργή την έκανε να επιστρέψει απότομα στο σώμα της. Έσπρωξε με μίσος τους δύο άντρες που την έπαιρναν, όπως και την κοπέλα που έγλυφε το εσωτερικό των μηρών της. Εκείνοι δεν έδειξαν να παίρνουν χαμπάρι την αλλαγή και απλά συνέχισαν οι τρεις τους. Η Αλίκη παραπάτησε προς το εσωτερικό του κύκλου. Έψαξε τη ρόμπα της για το μαχαίρι. Ήταν ένα athame, ένα δίκοπο εγχειρίδιο που χρησιμοποιούνταν μόνο για τελετουργικούς σκοπούς.
Προχώρησε σαν αιλουροειδές πίσω από τον Σεβάσμιο και, την ώρα που εκείνος ολοκλήρωνε την ψαλμωδία, του έκοψε το λαιμό. Με έκπληξη και τρόμο ζωγραφισμένα στα μάτια του, ο Σεβάσμιος σωριάστηκε νεκρός. Η Αλίκη έφερε το εγχειρίδιο στο στόμα της κι έγλειψε το αίμα. Τα μάτια της γύαλισαν καθώς η φωτιά έσβησε απότομα και σκοτάδι απλώθηκε στο γεμάτο υγρασία υπόγειο.
Η Αλίκη αισθάνθηκε το πρώτο παγερό πλοκάμι να απλώνεται γύρω της. Εξερευνούσε το κορμί της με περιέργεια. Κατάπνιξε την ανατριχίλα και την αηδία της.
- Σας κάλεσα, είπε με σταθερή φωνή.
Πίσω της ακούγονταν ακόμη οι στεναγμοί και τα βογκητά του οργίου στο οποίο είχαν παραδοθεί τα υπόλοιπα μέλη της Στοάς.
- Μαςςςςςςςςςςς κάλεσσσσεςςςςςςςςςς; Τι θέλειςςςςςςςςς από εμάςςςςςςςςςςς κόρη τηςςςςςςςς Εύαςςςςςςςς;
Η φωνή ήταν ακόμη πιο ανατριχιαστική κι από την αίσθηση του πλοκαμιού στο γυμνό της δέρμα.
- Θέλω να κάνετε αυτό που κάνατε και στην πρώτη μάχη της Κόλασης. Να πολεμήσετε την Τιαμάτ. Και να ξεκάνετε αυτή τη μαλακισμένη την Άσταροθ.
Ένιωσε το πλοκάμι να πάλλεται κι ένας ήχος ξεχύθηκε γύρω της. Με κάποια καθυστέρηση, η Αλίκη το αναγνώρισε ως γέλιο.

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

17. Το χάος στο μικροσκόπιο

Καθώς η πρώτη υποψία του λυκαυγούς άρχιζε να φέγγει την εύπορη κοιλάδα και η πρωινή δροσιά να συσσωρεύεται στις φυλλωσιές των δέντρων που περιστοίχιζαν τον μοναδικό παράδρομο που τη διέσχιζε, ένα άχαρο μικρό φορτηγάκι τάραζε με το πέρασμά του τα τελευταία γρυλίσματα και τερετίσματα που βασίλευσαν σε αυτή κατά τις σκοτεινές ώρες. Η εικόνα του ογκώδους οδηγού και της μαυροντυμένης γυναίκας που έμοιαζε να έρχεται από άλλη εποχή, έρχονταν σε αντίθεση με το άχαρα ξεφλουδισμένο χρώμα, την έλλειψη παραθύρων και το μικρό τετραγωνικό χάσμα που ασχήμαινε το διάζωμα που είχαν πίσω τους. Όσο κι αν το χάσμα αυτό ασχήμαινε το διάζωμα όμως, άλλο τόσο ομόρφαινε την ατμόσφαιρα, με τις συζητήσεις των τριών πολύτιμων γι’ αυτούς προσώπων που μετέφεραν στο πίσω μέρος και που μια υποψία αυτών έφτανε μέχρι τα αυτιά τους.

Η μαυροντυμένη γυναίκα, η θηλυκή δαίμονας που λέγονταν Άσταροθ, έμοιαζε να αφήνεται στην ομορφιά της διαδρομής, που της επέβαλλε το φυσικό τοπίο και τη συνόδευε το κελαηδιστό γέλιο της αγαπημένης βασίλισσάς της, όπως εισέβαλλε εκεί μπροστά. Η πρόκληση του να κατορθώσει να ισορροπήσει μεταξύ του μητρικού ενστίκτου και του αρχέγονου φόβου της προς μία από τις ισχυρότερες δυνάμεις του σύμπαντος, ήταν το πιο όμορφο τίμημα που της επέβαλλαν οι χιλιετίες και η αέναη αφοσίωσή της.

Συνειδητοποιούσε ότι μέσα στο ανεξάντλητο κελάρυσμα του χρόνου, ποτέ δεν είναι αργά για να προκύψουν πρωτόγνωρες καταστάσεις. Όπως η ανυπόφορη υποχρέωση προς τους δύο θνητούς επιβαίνοντες του οχήματος που ένιωθε να τη ζώνει. Ο ένας ήταν υπεύθυνος για την αναγέννηση της αγαπημένης της βασίλισσας όσο και η ίδια. Ο άλλος, για την πολύτιμη συμμετοχή του στις επικείμενες εξελίξεις που θα λάμβαναν χώρα μέσα στο σύμπαν. Εφόσον η βασίλισσά της μπόρεσε να εκφράσει την εκτίμηση της προς την προσφορά τους αυτή, καλούνταν να το κάνει και η ίδια. Η βασίλισσα όμως μπόρεσε γιατί ήταν θεά. Εκείνη δυσκολεύονταν.

Τις σκέψεις της αυτές, διέκοψε μία αφελώς τολμηρή απαίτηση ενός από αυτούς, που δήλωνε πλήρη άγνοια για όσα είχαν υποστεί κατά καιρούς οι άνθρωποι στα χέρια της.

«Κλείστε τον κλιματισμό, γαμώτο! Ξεπαγιάσαμε εδώ πίσω»

Ο Ασμοδαίος δίπλα της ξέσπασε σε γέλια. «Αν είναι δυνατόν!», μουρμούρισε με την παγερή φωνή της και έβαλε το κατάλευκο χέρι της στο σημείο που βρίσκονταν το κρυμμένο από τη μαύρη δαντέλα μέτωπό της. «Μιχάλη! Αδυνατώ», του φώναξε χαμογελώντας ψυχρά. Τα γέλια του Ασμοδαίου έγιναν δυνατότερα. Ήταν η φωνή της βασίλισσας της που ακούστηκε, πρόθυμη να δώσει τη λύση που μια ολόκληρη αιωνιότητα δεν έφτανε για να δώσει.

«Εγώ μπορώ», την άκουσε να λέει και με μιας, το κρύο που εξέπεμπε το σώμα της έσβησε, σα να μην ήταν ποτέ κομμάτι της. Εκεί, μέσα σε ένα άχαρο φορτηγάκι, σε έναν τυχαίο δρόμο της ελληνικής επαρχίας, η Ασταρόθ απαλλάχτηκε από τη ψύχρα που συνόδευε τη θανάσιμη ομορφιά της μέσα στους αιώνες.

Κάποια στιγμή, η διαδρομή έφτασε στο τέλος της και οι πόρτες άνοιξαν, θνητά και απέθαντα πόδια υποδέχτηκαν το έδαφος και βλέμματα απορίας και προσμονής εκτέθηκαν στο πρώτο φως της ημέρας. Πάνω σε έναν λόφο που βρίσκονταν αρκετά κοντά τους, ορθώνονταν ένα μεγαλειώδες διώροφο οίκημα, που οι κισσοί και οι πυκνές συστάδες Ιτιάς έμοιαζαν να το κρύβουν από το άγρυπνο βλέμμα του θεού που αποτελούσε το αντίπαλο δέος της Τίαματ. Άφηναν μόνο τα βλοσυρά gargoyles που κοσμούσαν τα αετώματα του να κρυφοκοιτάζουν και τα ακατάληπτα για το ανθρώπινο μυαλό ανάγλυφα, να προβάλλουν δειλά μεταξύ των κιόνων.

Ο Λαέρτης πλησίασε προς τον Ασμοδαίο, ο οποίος έστεκε ακουμπώντας τη πλάτη στο όχημα και έχοντας τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος. Ήταν τα ίδια χέρια που τα αρχαία κείμενα ανέφεραν ότι είχαν την ικανότητα να ξεκοιλιάζουν και να αποκεφαλίζουν θνητούς και δαίμονες, όπως είχαν κάνει άπειρες φορές μέσα στο μεθυστικό τραγούδι των κοσμικών μαχών. Ο δαίμονας αυτός που περιγράφονταν ως βίαιος, κοίταζε το οίκημα, έτοιμος να του δώσει τις εξηγήσεις που ήθελε.

«Αυτό που βλέπεις Λαέρτη, είναι η βίλλα του Μπαάλ. Εμείς οι πέντε που ορκιστήκαμε αιώνια αφοσίωση προς τη βασίλισσά μας μετά τον θάνατό της και που προετοιμάσαμε το έδαφος για την αναγέννησή της, χρησιμοποιούμε το κτήριο αυτό για τις συνεδριάσεις μας. Υπάρχει μια μικρή αίθουσα μέσα σε αυτό στην οποία μπορούν να συμμετέχουν και όσοι από μας έχουν ακόμη άυλη μορφή, όπως ο ίδιος ο Μπαάλ που είναι ο ιδιοκτήτης της. Αυτός προτιμά να λειτουργεί στο παρασκήνιο και να μας παρέχει τεχνικό εξοπλισμό, όπως το φορτηγάκι που μας μετέφερε».

Ο Λαέρτης έγνεψε καταφατικά. «Έχω διαβάσει γι’ αυτόν. Τα κείμενα των αναφέρουν και ως Belzebub, τον άρχοντα των μυγών, που φυτεύει κακές σκέψεις στους ανθρώπους. Μπορώ να καταλάβω λοιπόν τις μεθόδους με τις οποίες σας εξασφαλίζει τα μέσα σας».

Ο Ασμοδάιος χαμογέλασε επιδοκιμαστικά. «Από τη δεκαετία του 60 και πέρα μέχρι σήμερα, ο μοναδικός κάτοικος της βίλλας αυτής, ήταν ο Σεθ Άμπα, ο λεγόμενος Αββαδών. Ο βασιλιάς του απύθμενου λάκκου. Οι υπόλοιποι εμφανιζόμασταν στις συνεδριάσεις που γίνονταν εκεί μέσα με άυλη μορφή».

«Γνωρίζω και για τον Αββαδών», δήλωσε ο Λαέρτης. «Και ο πέμπτος που παρέμεινε αφοσιωμένος στην Τίαματ, ποιος είναι;»

«Ο Άζαζελ. Το ανθρωποφάγο τέρας. Ήταν δύσκολο να συμμαζέψουμε τα ανεξέλεγκτα και βίαια ένστικτά του και τις άμυαλες πρωτοβουλίες που παίρνει μερικές φορές και έτσι του έχουμε φτιάξει ένα ξεχωριστό άντρο, κάπου μέσα στη χώρα. Τον έχουμε δηλαδή κάπως περιορισμένο και τον δεχόμαστε μόνο στις συνεδριάσεις μας».

«Από πότε εσείς οι πέντε προετοιμάζατε την επαναφορά της βασίλισσάς σας;», ρώτησε ο Λαέρτης.

«Αμέσως μετά τον θάνατό της το αποφασίσαμε», απάντησε ο Ασμοδαίος. «Ποτέ δεν ταχθήκαμε πραγματικά με το μέρος του Λούσιφερ, γιατί ήμασταν οι μόνοι που γνώριζαν την αλήθεια». Κοίταξε τον Λαέρτη καθώς εκείνος ήταν έτοιμος να του απευθύνει το αναμενόμενο ερώτημα. «Θα σας εξηγήσει ο Αββαδών τις λεπτομέρειες. Σήμερα, θα βάλουμε το χάος στο μικροσκόπιο».

Λίγο πιο πέρα, ο Μιχάλης χάζευε τη Λούσι που έστεκε αμίλητη αγκαλιάζοντας τη κόρη της, με μια αγκαλιά που αποτύπωνε την απόκοσμη σχέση που τις συνέδεε. Η ψυχρή τρυφερότητα της μάνας γίνονταν αποδεκτή από τη κόρη με ζεστασιά, σε έναν ακατάληπτο δεσμό που έμοιαζε να ξεφεύγει από τα όρια του κόσμου, του οποίου το έδαφος πατούσαν. Η Λούσι έστρεψε το κεφάλι της απότομα προς αυτόν όταν αντιλήφθηκε το βλέμμα του. Δεν εξέπεμπε πλέον κρύο, ωστόσο ήταν κάτι που πήγαζε από την κίνηση της αυτή και που πάγωσε απότομα τα τρίσβαθα της ψυχής του.

«Θες κάτι;», τον ρώτησε με την ειρωνική βραχνάδα που χρωμάτιζε τη φωνή της.

«Όχι», απάντησε ο Μιχάλης αμήχανα και πήρε τα μάτια του από πάνω τους.



Λίγο αργότερα, η ασυνήθιστη αυτή ομάδα, πέρασε το κατώφλι της βίλλας και βρέθηκε στη σάλα υποδοχής της. Εκεί τους περίμενε ένας κομψά ντυμένος άνθρωπος, που τα μάτια του εξαπολούσαν ασυνήθιστη ευγένια και σοφία. Μόνο όταν γονάτισε ταπεινά μπροστά στη Τίαματ, οι θνητοί της παρέας κατάλαβαν ότι δεν ήταν άνθρωπος, αλλά ο δαίμονας που ονομάζονταν Αββαδών και που στους θνητούς εμφανίζονταν με τη μορφή του ψυχιάτρου Σεθ Άμπα. Η συγκίνησή του ήταν έκδηλη στη καλοσυνάτη φωνή του καθώς αντίκριζε τη βασίλισσά του μέσα στο κόκκινο φόρεμά της. «Έτσι είχανε πει ότι θα επιστρέψεις. Ντυμένη με το χρώμα του αίματος των ανθρώπων».

Η Τίαματ πήρε ένα τόσο ηγετικό και επιβλητικό ύφος που κανείς άνθρωπος ή δαίμονας δε μπορούσε να αμφισβητήσει. «Έχουμε δουλειά», δήλωσε αυστηρά.

Ο Σεθ Άμπα σηκώθηκε αμέσως όρθιος ενώ η Λούσι άνοιγε μια πόρτα που βρίσκονταν δίπλα της. Το σκοτάδι που πήγαζε από κει μέσα, την αγκάλιασε πρώτη. Έπειτα την Τίαματ. Έπειτα τον Ασμοδαίο. Μόνο ο Άμπα έμεινε πίσω για λίγο, έτσι ώστε να καλωσορίσει και τους θνητούς. «Έχετε κάνει πολλά για μας και πρόκειται να κάνετε ακόμη περισσότερα», δήλωσε. «Ζητώ από σας να δείξετε λίγη υπομονή εδώ έξω, μέχρι να σας καλέσουμε και σας διαβεβαιώνω ότι θα κάνω κι εγώ ότι μπορώ για το μέλλον του κόσμου σας». Κοίταξε τον Λαέρτη κατάματα και ρώτησε. «Πήρες το φωτοστέφανό;».

Ο Λαέρτης έδειξε έκπληξη που ο δαίμονας γνώριζε ότι αυτός ήταν από τους δυο τους που το έλαβε στο Παγγαίο. Έχωσε το χέρι του στη τσέπη του και ένιωσε τη ζεστή, γυάλινη επιφάνεια της μικρής σφαίρας. «Βρίσκεται ήδη στην κατοχή μου, Αββαδών», απάντησε.

Ο Άμπα του χαμογέλασε με ευγένεια και άνοιξε κι αυτός την πόρτα του σκοτεινού δωματίου. «Περιμένετε. Θα σας καλέσουμε», τους είπε και άφησε το σκοτάδι να τον καταπιεί.

Επί αρκετή ώρα, ο Λαέρτης και ο Μιχάλης παρέμειναν όρθιοι εκεί έξω, αγωνιώντας για τις αποφάσεις που θα παίρνονταν στο σκοτεινό δωμάτιο. Η τύχη του πλανήτη θα κρίνονταν από αυτές, που στην ουσία αποτελούσαν τις εντολές της πανίσχυρης, αδίστακτης και χαριτωμένης θεάς που συντρόφευσαν.

Ο Λαέρτης κάποια στιγμή κοίταξε τον Μιχάλη, αποφασισμένος να διαλύσει την ανυπόφορη σιωπή που τους έζωσε ασφυκτικά. «Τι λες να αποφασίσουν;»

Ο Μιχάλης εκπλάγηκε, αλλά και χάρηκε συνάμα στη διαπίστωση ότι ο άνθρωπος που σπάνια εκδήλωνε τα συναισθήματα του και σπάνια ζήταγε τη γνώμη του, αποφάσισε να μοιραστεί την αγωνία του μαζί του.

«Δε ξέρω», κατέληξε ξεφυσώντας, αφού το σκέφτηκε για λίγο. «Να πα να γαμηθούν. Κουράστηκα πια. Ας πα να τα διαλύσουν όλα». Έπειτα θυμήθηκε το αλλόκοτο και σαδιστικά τρυφερό δέσιμο που του επέβαλε η Τίαματ με την τύχη του κόσμου. «Αρκεί να μην είμαι εγώ υπεύθυνος», έσπευσε να συμπληρώσει.

Η πόρτα άνοιξε από μόνη της και η ευγενική φωνή του Άμπα ακούστηκε να τους καλεί από μέσα. «Περάστε παρακαλώ». Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης διαπίστωσαν ότι το δωμάτιο αχνοφωτίζονταν πλέον από κάτι. Μόλις μπήκαν, διαπίστωσαν ότι αυτό το κάτι, ήταν δύο μικροί προβολείς. Ο ένας φώτιζε το πρόσωπο του Άμπα όπως κάθονταν στο γραφείο του, έχοντας φορέσει τα γυαλιά του και κάνοντάς τον να μοιάζει με αστέρι που ακτινοβολούσε από ευγένια. Ο άλλος, φώτιζε το απέναντι γραφείο, στο οποίο η Τίαματ ζωγράφιζε αμέριμνη με ένα μολύβι. μια μουντζούρα πάνω σε μια λευκή κόλλα χαρτιού. Ο Ασμοδαίος και η Άσταροθ, έστεκαν όρθιοι μέσα στις σκιές του αντικρινού τοίχου, σαν αλλόκοσμοι ένορκοι σε μια δίκη που θα έκρινε το μέλλον του πλανήτη.

«Καθίστε», τους προέτρεψε ο Άμπα δείχνοντάς του δυο άδειες καρέκλες παραταγμένες μπροστά στο γραφείο του. Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης το έκαναν, έχοντας με αυτό τον τρόπο όλους τους υπόλοιπους πίσω τους, εκτός από αυτόν.

Ο Άμπα, έριξε μια εξεταστική ματιά στους δύο θνητούς. Η εμπειρία που είχε αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια με τα όντα αυτά που τα αδέλφια του χαρακτήριζαν ως υποδεέστερα, είχε δείξει ότι σε πολλές περιπτώσεις έκρυβαν μέσα τους απίστευτες δυνάμεις, τις οποίες όμως αδυνατούσαν να αντιληφθούνε εύκολα. Πήρε λοιπόν μια βαθιά ανάσα, αποφασισμένος να τους αποκαλύψει την αλήθεια που τόσο καιρό είχανε μπροστά τους και που η περιορισμένη τους αντίληψη δεν τους επέτρεπε να δούνε.

«Η βασίλισσα μου εξήγησε το πόσο καλά της φερθήκατε όλο αυτό τον καιρό. Σας έχω λοιπόν καλά νέα, φίλοι μου. Μου είπε ότι σκοπεύει να δείξει μεγαλοψυχία και θα μεσολαβήσει έτσι, ώστε η νέα μάχη της κόλασης να μη δοθεί πάνω στον κόσμο τούτο. Έχοντας μια άποψη για το πώς περίπου σκέφτεται ο Λούσιφερ, θεωρώ ότι δε θα αρνηθεί τη πρότασή της αυτή».

«Αυτό είναι υπέροχο», είπε ο Λαέρτης γεμάτος ανακούφιση.

Ο Μιχάλης, της έριξε μια θυμωμένη ματιά καθώς μουτζούρωνε το χαρτί προσποιούμενη την αδιάφορη. Έπειτα στράφηκε προς τον Άμπα γεμάτος από έκδηλη οργή. Μετά από τόσες μέρες ένιωσε ότι βρήκε επιτέλους κάποιον που να μπορεί να δείξει κατανόηση στο μαρτύριό του. Το άφησε λοιπόν να ξεχειλίσει από μέσα του, με τον τρόπο που αυτός θεωρούσε σωστό.

«Έχω φάει στη μάπα τη μεγαλοψυχία αυτή της βασίλισσάς σου. Γνωρίζω πολύ καλά ότι στη πραγματικότητα είναι ένα βλαμμένο που κάνει τους άλλους να την προσκυνούν με τις δυνάμεις της. Σας έκανε όλους ότι ήθελε και εσείς υπακούγατε στις ορέξεις της, γιατί κωλώνατε να τα φέρετε βόλτα μαζί της. Είστε μαζόχες που θέλετε να τη βάλετε πίσω στο θρόνο της».

Το πρώτο πράγμα που άκουσε ως απάντηση, ήταν κάτι το αναμενόμενο. Ήταν μια παγερή φωνή που χάιδεψε απειλητικά το σβέρκο του, κάνοντας τις τρίχες του να σηκωθούνε. «Πρόσεχε τα λόγια σου».

Ο Μιχάλης γύρισε και αντίκρισε τη ψυχρή και απειλητική φιγούρα της Λούσι να είναι στραμμένη προς το μέρος του. «Εσύ, συγνώμη τώρα… για να καταλάβω…εσύ είσαι η μάνα της; Αυτό που τώρα είπες σε μένα, έχεις τα κότσια να το λες και σε αυτήν όταν ξεφεύγει με τις μαλακίες που κάνει;»

«Η Τίαματ υπήρχε πριν από μένα και τη σέβομαι. Ποτέ δε θα τολμούσα…»

«Βλέπετε; Αυτό είναι το λάθος σας! Τρέμετε μπροστά σε ένα σκατιάρικο. Το αφήνετε να σκοτώνει ανεξέλεγκτα, γιατί κλάνετε πατάτες μπροστά του».

Η Τία έβαλε τα γέλια, εξακολουθώντας να μουντζουρώνει το χαρτί.

Ο Άμπα θέλησε να τον χαλαρώσει με μία ερώτηση που φανέρωνε μια απρόσμενη κατανόηση στα λόγια του, «Ποιο ακριβώς είναι το πρόβλημά σου Μιχάλη με τη βασίλισσά μας;»

Ο Μιχάλης δίστασε να απαντήσει, καθώς η απάντησή του θα μπορούσε να περιλάβει και πληροφορίες που δεν ήθελε να βγουν παραέξω. «Δε με αφήνει να λειτουργήσω όπως θέλω. Δε με αφήνει να ζω ελεύθερος», κατέληξε.

Το πρόσωπο του Άμπα φωτίστηκε από ενθουσιασμό. «Ακριβώς!», είπε. «Τώρα γνωρίζεις γιατί η Τίαματ έχασε τον θρόνο της».

«Και... ακόμη… ζεις!», φώναξε χαρωπά η Τία.

Ο Μιχάλης ένιωσε να τον κυριεύει η αηδία καθώς γύριζε και πάλι να την κοιτάξει. «Δεν είναι δικαιολογία αυτό. Αν ήταν άλλος στη θέση μου, θα τον σκότωνες. Και μη μου παίρνεις αυτό το αθώο ύφος εμένα. Σε έχω μάθει πια».

«Έχεις αναρωτηθεί ποτέ για πιο λόγο σου επιτρέπει να της μιλάς έτσι;», ρώτησε ο Άμπα με τρόπο που δήλωνε ξεκάθαρα ότι γνώριζε την απάντηση.

«Γιατί έχω τα αρχίδια να τη μαλώσω. Την έχω χαστουκίσει κιόλας σε πληροφορώ. Γιατί ξέρω ότι η θεά σου, στην πραγματικότητα είναι ένα κακομαθημένο μπάσταρδο».

Μια ακόμη φωνή ήρθε από πίσω του, υποδηλώνοντας φόβο και αγανάχτηση συνάμα. Ήταν η φωνή του Ασμοδαίου. «Αββαδών, δε μπορούμε να ακούσουμε άλλες βλασφημίες να λέγονται μπροστά της. Αυτή τη στιγμή, σκοπεύω να την κάνω από τη σύσκεψη και θα πάρω και την Άσταροθ μαζί μου». Η παγερή Λούσι, δίπλα του, πάσχιζε πλέον να πάρει τα καλυμμένα μάτια της από την κόρη της. Ήταν θέμα χρόνου γι’ αυτήν η βασίλισσα να ξεσπάσει και να τους ξεκάνει όλους μέσα σε λίγες στιγμές.

Η βασίλισσα όμως, φάνηκε να αντιλαμβάνεται την αγωνία της. Ύψωσε το κεφάλι της και τους κοίταξε καθησυχαστικά. «Μείνετε», πρόσταξε.

Ο Άμπα ήταν ο μόνος που παρέμεινε ψύχραιμος στα λόγια του Μιχάλη. «Αυτό που μας λες είναι ότι έχεις τη δύναμη να της επιβάλεις την τάξη», του εξήγησε. «Απορρέει από το περιορισμένο της αντίληψής σου και από την αδυναμία του μυαλού σου να συλλάβει τις απίστευτες δυνάμεις της. Την αντιμετωπίζεις σαν παιδί και όχι σαν θεά. Αυτό Μιχάλη μου, είναι ένα χάρισμα. Είναι κάτι που εμείς δε θα μπορέσουμε να ασπαστούμε ποτέ. Όσο κι αν σου φαίνεται απίστευτο αυτό».

Ο Λαέρτης φάνηκε να κατανοεί τα λόγια του δαίμονα περισσότερο απ’ ότι ο θνητός του σύντροφος. Εντόπισε ωστόσο σε αυτά και κάτι που του έμοιαζε αδιανόητο. «Επέτρεψε μου Αββαδών, να εκφράσω την απορία μου. Σύμφωνα με όσα λες, η Τίαματ δε φέρει καμία αντίρρηση στο να της επιβάλλει κάποιος την τάξη. Πώς γίνεται όμως η θεά του χάους να το επιτρέπει αυτό;»

«Έλα ντε;», ακούστηκε η χαριτωμένη φωνή της Τίας πίσω του.

«Δεν το επιτρέπει», απάντησε ο Αββαδών χαμογελώντας. «Το έχει ανάγκη».

Ο Λαέρτης φάνηκε να καταλαβαίνει. «Ώστε γι’ αυτό θέλησε να χάσει τις δυνάμεις της και αφέθηκε να πεθάνει στα χέρια των ακολούθων της», διαπίστωσε με θαυμασμό. «Γιατί αντιλήφθηκε αυτή της την αδυναμία».

«Νομίζεις», ακούστηκε και πάλι η φωνή της Τίας.

Ο Άμπα θέλησε να του δώσει να καταλάβει. «Δεν το αντιλαμβάνεται ως αδυναμία, αλλά ως ανάγκη. Εμείς το ανακαλύψαμε κάπως αργά αυτό. Απορήσαμε αρχικά με την επιθυμία της να προσεγγίσει τον Λούσιφερ και να ζητήσει από αυτόν να της περάσει τις ιδέες του. Το θεωρήσαμε ως μια διπλωματική κίνηση. Όταν εκείνος την αρνήθηκε, η Βασίλισσά μας πείσμωσε και έχασε εσκεμμένα τις δυνάμεις της. Μόνο πέντε από μας κατάλαβαν ότι αυτή που επί αμέτρητες χιλιετίες έστελνε ορδές δαιμόνων στο θάνατο μόνο και μόνο γιατί το θεωρούσε παιχνίδι και σκότωνε όποιον της έφερνε αντίρρηση, στην πραγματικότητα είχε την ανάγκη από κάποιον που μπορεί να της επιβληθεί. Να τη μαλώσει. Να την βάλει σε τάξη, περιορίζοντας το χάος που εξαπέλυε. Το καταλάβαμε όμως όταν ήδη ήταν αργά. Ήταν πλέον νεκρή, κατακερματισμένη από τα χέρια όλων των δαιμόνων της κόλασης που όπως κι εμείς, δεν είχαν αντιληφθεί το τι πραγματικά ήθελε από αυτούς».

«Αυτό είναι εντυπωσιακό», παραδέχτηκε ο Λαέρτης.

Ο Μιχάλης όμως, κόντευε να βάλει τα γέλια. «Τι συγκινητικό!», είπε ειρωνικά. «Ήθελε τον Λούσιφερ να τη νταντέψει και να γίνει σκλάβος της. Γιατί σας πληροφορώ, ότι μόνο έτσι δέχεται να τη νταντεύουν. Μπράβο στο παλικάρι που της έριξε άκυρο και της πήρε τον θρόνο. Είχε τα κότσια να την αρνηθεί».

«Ήταν προδότης», είπε η Τία γεμάτη πείσμα, ενώ τελειοποιούσε τη μουντζούρα της. «Θα πληρώσει».

«Δεν τον σκότωσες όμως», παρατήρησε ο Λαέρτης γυρίζοντας να την κοιτάξει. «Είχες τη δύναμη να το κάνεις, αλλά προτίμησες να πεθάνεις. Τι σε κάνει να θέλεις τώρα να τον εκδικηθείς;»

Η Τία κοίταξε τον Σεθ άμπα με ένα λοξό βλέμμα. «Πες του», πρόσταξε δείχνοντας τον Λαέρτη.

Ο Άμπα ξεκίνησε να εξηγεί προσπαθώντας όσο μπορεί να γίνει κατανοητός. «Η κόλαση είναι ένα βασίλειο γεμάτο αντιθέσεις, Λαέρτη. Υπάρχουν φατριές με αντίθετες πεποιθήσεις, έτοιμες να παλέψουν, ακόμη και να θυσιαστούν για τις ιδέες τους. Υπάρχει μια ελευθερία στην αντίληψη που έχει ο καθένας μας εκεί πέρα για το σύμπαν. Ο Λούσιφερ, τους άφησε όλους ανεξέλεγκτους να αλληλοσπαράζονται μετά τον θάνατο της Τίαματ. Δεν έπαιρνε καμία θέση, εφόσον σέβονταν όλες τις απόψεις. Δε μπόρεσε με τη κατανόηση που επέδειξε να επιβληθεί και εμποδίσει τους πολέμους που ξεσπούσαν συνέχεια. Η κατάσταση είναι ακόμη και στις μέρες μας ανυπόφορη».

«Ελεύθερη βούληση», είπε καγχάζοντας η Τία. Έπειτα τα γαλάζια μάτια της κοίταξαν τον Ασμοδαίο. «Έπαιζα;», τον ρώτησε.

«Όχι βασίλισσά μου», παραδέχτηκε αυτός χαμογελώντας ζωηρά. «Τελικά, δεν έπαιζες. Μας έκανες να σε φοβόμαστε με τη δύναμή σου και να υπακούμε στις εντολές σου τυφλά, χωρίς να τις καταλαβαίνουμε ποτέ. Έμοιαζε με ένα θανάσιμο και ανεξέλεγκτο παιχνίδι που σε διασκέδαζε. Αλλά τελικά δεν ήταν παιχνίδι».

«Ήταν», τον διόρθωσε η Τία.

«Πάντως μακροπρόθεσμα φάνηκε ότι η χαοτική της ηγεμονία, είχε καλό αποτέλεσμα», διαπίστωσε ο Λαέρτης. Έπειτα κοίταξε τον Άμπα. «Έτσι δεν είναι;»

«Ακριβώς», παραδέχτηκε αυτός. «Οι αποφάσεις που έπαιρνε έσφυζαν από θάνατο και έμοιαζαν παράλογες. Ανέκαθεν όμως είχε την ανάγκη από κάποιον δίπλα της που να την καταλαβαίνει και να της επιβάλλει την τάξη».

«Αυτός δεν είμαι εγώ», φώναξε ο Μιχάλης. «Δεν γίνομαι η παραμάνα κανενός μαμμόθρεφτου».

Τότε ήταν που η Τία αποφάσισε να τον φέρει για τα καλά σε αμηχανία «Κοιμηθήκαμε μαζί», τους πληροφόρησε γεμάτη ενθουσιασμό. Στο άκουσμα της φράσης αυτής, όλοι οι δαίμονες του δωματίου πάγωσαν. Ακόμη και ο Άμπα.

«Τόλμησες και ξάπλωσες στο πλευρό της;», ρώτησε τον Μιχάλη έκπληκτος.

«Γιατί να μασήσω;», αποκρίθηκε εκείνος σηκώνοντας με μια επιτηδευμένη αδιαφορία τους ώμους του, κρύβοντας δεξιοτεχνικά τον τρόμο που ένιωσε όταν συνέβη το γεγονός.

Ο Άμπα έκανε πίσω την καρέκλα του και άνοιξε ένα από τα συρτάρια του γραφείου του. Έβγαλε από μέσα του μία μικρή, μαρμάρινη πλάκα και του την έδωσε ρωτώντας τον, «πιστεύεις στις προφητείες;»

Ο Λαέρτης έσκυψε να εξετάσει την αινιγματική παράσταση που ήταν σκαλισμένη επάνω της. Το ίδιο έκανε κι ο Μιχάλης που την κρατούσε στα χέρια του. Απεικόνιζε την Τίαματ ως δρακοκέφαλη θεά, όπως συνηθίζονταν από την αρχαιότητα, να κάθεται επιβλητική και αγέρωχη στον θρόνο της. Μπροστά της έστεκε ένας άνθρωπος γονατιστός, να της σκουπίζει τα πόδια κρατώντας κάτι που έμοιαζε με πανί και κοιτάζοντάς την με ευλάβεια.

Ο Μιχάλης πέταξε την πλάκα πάνω στο γραφείο γεμάτος αποστροφή, αλλά και πανικό. «Όχι!», φώναξε. «Αυτό είναι μαλακία! Είστε όλοι σας μαλάκες! Βρείτε τα μόνοι σας, εγώ δε μπορώ να ανασάνω πια εδώ μέσα». Χίμηξε με μανία προς τη πόρτα, εγκαταλείποντας το ημίφως του δωματίου γεμάτος θυμό. Η πόρτα βρόντηξε με θόρυβο ξοπίσω του.

«Θα μείνει», τους διαβεβαίωσε η Τία, παραμένοντας αδιάφορη από την αντίδρασή του. Περισσότερη σημασία έδινε στη μουντζούρα που έκανε στο χαρτί και που είχε πλέον ολοκληρωθεί. «Λούσι κοίτα», φώναξε με ενθουσιασμό στη μαυροφορεμένη δαιμόνισσα, δείχνοντάς την. Η Λούσι πλησίασε την κόρη και βασίλισσά της, μη μπορώντας να εκφράσει κάποια άποψη. Ο νέος της ρόλος ως μητέρα της, ήταν κάτι που τη δυσκόλευε. Πήρε απλώς τη ζωγραφιά στα χέρια της, περιμένοντας από εκείνη μια νεότερη εντολή.

«Αυτό πρέπει να το δεις, Λαέρτη», προέτρεψε ο Άμπα τον μοναδικό θνητό που πλέον βρίσκονταν στο δωμάτιο. Ο Λαέρτης σηκώθηκε μαζί του και πλησίασε κάπως αμήχανα τον θηλυκό δαίμονα που ήταν υπεύθυνος για τα τόσα βάσανα του. Η Λούσι του έριξε το συνηθισμένο παγερό της βλέμμα όπως διακρίνονταν αμυδρά κάτω από το μαύρο βέλο της και του έδωσε τη ζωγραφιά της βασίλισσας. Ο Σεθ Άμπα τον πλησίασε και στάθηκε δίπλα του περιμένοντας από αυτόν κάποια αντίδραση.

Όταν κατάλαβε τι κρατούσε στα χέρια του Ο Λαέρτης, τα έχασε για λίγο. Όχι, δεν ήταν μια τυχαία μουντζούρα αυτό που απεικονίζονταν σε εκείνο το χαρτί. Έμοιαζε με έναν μπερδεμένο στρόβιλο, ο οποίος αποτελούνταν από επιμέρους ολόιδιους στροβίλους, οι οποίοι σχηματίζονταν με τη σειρά τους από ακόμη πιο μικρούς και πανομοιότυπους στροβίλους, σε μια γοητευτική πανδαισία που τους κατάπινε όλους τους και τους βύθιζε προς το άπειρο. «Είναι ένα fractal», κατέληξε με θαυμασμό. «Είναι μια γραφική απεικόνιση του χάους».

«Έτσι το λέτε εσείς», παραδέχτηκε ο Σεθ Άμπα με τη γεμάτη ζεστασιά φωνή του. «Αυτό που εικονίζει είναι η μορφή που έχει σήμερα το χάος. Όταν πήρε τον θρόνο ο Λούσιφερ, προσπάθησε να το εξαλείψει εντελώς και το μόνο που κατάφερε τελικά, ήταν να του δώσει αυτό που εύστοχα αποκαλείτε “αρμονία και επαναληψιμότητα”».

Η απορία του Λαέρτη ήταν εύλογη και αναμενόμενη. «Πώς μεταφράζεται αυτό;»

«Δε ξέρουμε ακόμη», παραδέχτηκε ο Άμπα. «Ίσως τα αποτελέσματα της πράξης του αυτής προς τη βασίλισσα μου να είναι εναντίον της. Οι δυνάμεις της είναι τόσο ισχυρές, που κανονικά δε θα είχε ανάγκη το φωτοστέφανο που βρίσκεται στην κατοχή σου για να τον εκθρονίσει».

«Νιώθω αδύναμη», εξήγισε με ένα παιδικό παράπονο η Τία, ενώ τα γαλάζια της μάτια πλημμύριζαν από δάκρια. Αμέσως μετά, με μία απότομη κίνησή της απέσπασε τη ζωγραφιά της από τα χέρια του Λαέρτη και άρχισε να τη βροντάει τσαλακώνοντάς της πάνω στο τραπέζι, ξεσπώντας σε ένα οργισμένο κλάμα.

Η Λούσι, προσπαθώντας να τιμήσει τη ψυχραιμία που είχε επιδείξει ανά τους αιώνες, την έχωσε μέσα στην αγκαλιά της, οδηγώντας την στο να συνεχίσει το ξέσπασμά της εκεί, όπου δε θα μπορούσε να επηρεάσει τον χώρο που τους περιέβαλλε, την περιοχή που τους υπέθαλπε ή ακόμη περισσότερο, τον κόσμο ολόκληρο που όλοι τους είχαν ανάγκη κατά το διάστημα εκείνο.

Το μόνο που διέκοψε το παιδικό κλάμα της Τίαματ, ήταν ο θόρυβος της πόρτας, η οποία άνοιξε το ίδιο απότομα όπως είχε κλείσει λίγα λεπτά πριν, αποκαλύπτοντας και πάλι τον Μιχάλη, να ξεχειλίζει από αγανάχτηση. «Κάντε το βλαμμένο να βγάλει το σκασμό! Μου έχει πάρει τα αφτιά! Μέχρι έξω ακούγεται».

Πλησίασε την Τία με ύφος που απαιτούσε εξηγήσεις. Εκείνη άπλωσε το χέρι της που κρατούσε την τσαλακωμένη της ζωγραφιά προς το μέρος του. «Βλακεία είναι», έσκουξε.

Ο Μιχάλης πήρε τη ζωγραφιά της σα να πρόκειται για κάποια δυσάρεστη υποχρέωσή του. Αφού της έριξε ένα λοξό και θυμωμένο βλέμμα, έστρεψε τα μάτια του πάνω στο χαρτί. Οι δαίμονες τον κοίταζαν περιμένοντας από αυτόν κάποια άποψη, την οποία έμοιαζαν να θεωρούν πολύ σημαντική.

Ο Μιχάλης θαύμασε για λίγο αυτό που απεικονίζονταν στη ζωγραφιά της Τίαματ. Η θετική του σκέψη, υποκλίθηκε στο μεγαλείο που σχημάτιζαν οι φαινομενικά άταχτες γραμμές της. «Τία!», αναφώνησε με θαυμασμό. «Είναι η πιο όμορφη ζωγραφιά που έχω δει ποτέ».

Η Τία εγκατέλειψε την αγκαλιά της μητέρας της και χίμηξε πάνω του σφίγγοντάς τον τρυφερά. «Σε ευχαριστώ!», του είπε νιώθοντας το παράπονο της να την εγκαταλείπει για πάντα.

Ο Μιχάλης, πάντα πίστευε ότι δεν ήταν καλός σε αυτά. Εκείνη τη στιγμή όμως, καθώς τοποθετούσε το ελεύθερο χέρι του στο μάγουλό της, άρχισε πλέον να το πιστεύει. Ο εγωισμός μέσα του, άρχισε να υποχωρεί και να αφήνει πίσω του τη διαπίστωση ότι δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε ανταποκριθεί στην ανάγκη του μικρού κοριτσιού για αγάπη.

Οι δαίμονες, άρχισαν να ξεφυσούν με ανακούφιση. Ο Λαέρτης είδε τη Λούσι να πασχίζει να κρύψει το χαμόγελο που πάλευε να σχηματιστεί στο πρόσωπό της και που επρόκειτο να είναι διαφορετικό από τα συνηθισμένα της, εκείνα που ξεχείλιζαν από ειρωνεία.

Ο Σεθ Άμπα, ο ηγετικός δαίμονας Αββαδών, έβαλε το χέρι του στον ώμο του Μιχάλη καθώς αυτός χάζευε ακόμη τη ζωγραφιά της βασίλισσας του, που ήταν γαντζωμένη πάνω του. «Αν της το έλεγα εγώ, δε θα με πίστευε», του είπε με τη γεμάτη ζεστασιά φωνή του.


Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

16. Το Τραγούδι των Σειρήνων


Κάποτε στη Βαβυλωνία...

Ο Ασμοδαίος βρήκε τη Βασίλισσα στο ναό της. Στον πέτρινο βωμό που της είχαν αφιερώσει ήταν στοιβαγμένα φρούτα, γδαρμένα ζώα και κάθε είδους θυσίες. Αρωματικά ξύλα και κεριά γέμιζαν με τις αναθυμιάσεις τους τον μισοσκότεινο χώρο. Η Βασίλισσα ήταν καθισμένη στον σκαλιστό, χρυσό της θρόνο, εντελώς ακίνητη. Έτσι όπως ήταν στολισμένη με χρυσαφικά πολύ μεγάλα για το μέγεθός της και με τα μάτια κλειστά, έμοιαζε με μικρό παιδί που αποκοιμήθηκε παίζοντας με τα κοσμήματα της μαμάς του. Με το που πάτησε το πόδι του στο ναό ο δαίμονας, όμως, άνοιξε τα μάτια της.
- Έφερες...άγγελο; ρώτησε νυσταγμένα καθώς τεντονώταν.
Ο Ασμοδαίος κάτι πήγε να πει, όταν ο ναός γέμισε μέχρι την πιο σκοτεινή του γωνιά από το φως που εξέπεμπε η αγέρωχη φιγούρα του Σάμαελ. Η Τιαμάτ τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω με φανερό ενδιαφέρον και ενθουσιασμό, σαν να εξέταζε ένα καινούριο παιχνίδι. Φυσικό ήταν. Οι άγγελοι δεν ήταν συνηθισμένο θέαμα στην Κόλαση κι η Τιαμάτ δεν είχε δει ποτέ πριν έναν που να του μοιάζει.
- Με ζήτησες και ήρθα, είπε απλά ο άγγελος. Κανείς δεν χρειάστηκε να με φέρει.
Η Τιαμάτ κοίταξε επιβλητικά τον Ασμοδαίο.
- Πήγαινε, τον πρόσταξε.
Ο δαίμονας υποκλίθηκε στη Βασίλισσά του και, αφού έριξε ένα τελευταίο απειλητικό βλέμμα στον Σάμαελ, εξαφανίστηκε. Για λίγο, ο άγγελος και η θεά αναμετρήθηκαν με το βλέμμα. Κανείς δεν νίκησε και κανείς δεν χαμήλωσε τα μάτια του.
- Λοιπόν; ρώτησε ήρεμα ο Σάμαελ.
-Κάτσεις; είπε με αθώο ύφος η Τιαμάτ.
Ο άγγελος συνοφρυώθηκε. Πλησίασε το βωμό και τον περιεργάστηκε με προσοχή. Με μια ρευστή κίνηση του χεριού του, όλες οι θυσίες εξαφανίστηκαν από πάνω. Πήδηξε ανάλαφρα στην πέτρινη επιφάνεια και περίμενε.
- Σε θέλω.
Την κοίταξε για λίγα λεπτά έκπληκτος. Ένα αβέβαιο γέλιο του ξέφυγε.
- Δεν έχω σκοπό να γίνω τροφή στα δόντια σου. Ή νομίζεις πως δεν ξέρω πώς ακριβώς τρέφεσαι και με τι;
Η Τιαμάτ τινάχτηκε προς το μέρος του. Άρπαξε το χέρι του στα εφηβικά δικά της και του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο αγωνία.
- Όχι...όχι έτσι...εσύ...μου μάθεις...
Ο Σάμαελ τράβηξε το χέρι του και την κοίταξε περιφρονητικά.
- Να σου μάθω τι; Πώς να είσαι καλύτερη τύραννος; Πώς να σκοτώνεις καλύτερα; Πώς να βασανίζεις καλύτερα το ανθρώπινο γένος; Λυπάμαι, αυτά είναι πέρα από τις γνώσεις μου. Γιατί δεν μου λες τι είναι αυτό που στ’αλήθεια επιθυμείς αντί να προσπαθείς να με ξεγελάσεις με παιδιάστικα καμώματα;
Τα μάτια της Τιαμάτ πλημμύρισαν δάκρυα.
- Αγάπη..., ήταν η μόνη λέξη που κατάφερε να ξεχωρίσει ο Σάμαελ από τα αναφιλητά της.
Σηκώθηκε από το βωμό και ξαφνικά το φως που έβγαινε από μέσα του έμοιαζε πιο έντονο, πιο σκληρό. Ο άγγελος έδειχνε ψηλότερος και πιο επιβλητικός από ποτέ κι η εντυπωσιακή μορφή του σκίαζε τη μικροσκοπική της Τιαμάτ που τρανταζόταν από λυγμούς.
- Αγάπη; Δεν μπορείς να αγαπήσεις κανέναν κι ούτε κανείς θα σ’αγαπήσει ποτέ. Είσαι το προαιώνιο χάος, παγωμένη και σκοτεινή σαν τη θάλασσα με την οποία σε παρομοιάζουν τα τραγούδια των ανθρώπων. Πώς περιμένεις να νιώσεις την αγάπη όταν δεν έχεις καρδιά; Η αγάπη θέλει σταθερότητα και πίστη κι αυτά δεν μπορείς να τα έχεις, ακόμη κι αν πραγματικά το θέλεις. Είσαι φτιαγμένη για να καταστρέφεις, όχι για να αγαπάς. Κι επειδή ακριβώς είσαι φτιαγμένη για να καταστρέφεις, δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να τελειώσει αυτός ο πόλεμος. Ή θα καταστρέψεις τον κόσμο ή θα καταστραφείς. Και, πίστεψέ με, δεν έχω σκοπό να σε αφήσω να καταστρέψεις τον κόσμο.
Η Τιαμάτ τον κοίταξε μέσα από υγρά βλέφαρα. Το βλέμμα της ήταν σχεδόν ικετευτικό.
- Γίνεις...ακόλουθος...μου μάθεις...αγάπη...
Ο Σάμαελ την έσπρωξε μακριά του. Εκείνη έπεσε στο πάτωμα, παρασυρμένη από το βάρος των χρυσαφικών με τα οποία την είχαν στολίσει οι θνητοί εκείνου του μέρους.
- Ακόλουθος; Αρνήθηκα τον ουρανό για να μην είμαι σκλάβος. Δεν θα έρθω στην Κόλαση για να ντυθώ καινούρια δεσμά. Πώς περιμένεις να μάθεις το οτιδήποτε για την αγάπη όταν αντιμετωπίζεις τους πάντες σαν πιόνια σου; Σαν «ακόλουθους»;
Ο άγγελος της έριξε μια τελευταία ματιά καθώς ξεκίνησε να απομακρύνεται.
- Μη φεύγεις...μπορώ...αλλάξω...
Κοντοστάθηκε για λίγο, όμως δεν γύρισε. Ένα σκληρό γέλιο του ξέφυγε.
- Να αλλάξεις; Είμαστε πλάσματα που υπάρχουν πριν το χρόνο και το χώρο, Τιαμάτ. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Είμαστε καταδικασμένοι να παίζουμε αιώνια τους ρόλους που μας ανατέθηκαν. Παρά τις μικρές μας νίκες ενάντια στη μοίρα και την εξουσία, στο τέλος καταλήγουμε πάντοτε χαμένοι.
Και μ’αυτά τα λόγια την άφησε. Η Τιαμάτ απέμεινε εκεί, στα γόνατα, να κλαίει σπαραχτικά, σαν παιδί που μόλις του είχαν γκρεμίσει την πίστη του στα όνειρα και τη μαγεία.



Κάπου στην Ελλάδα, 21 Ιουνίου 2009, 10:32:47

- Αφέντη...
Η φωνή ακουγόταν από παντού μέσα στη φωτισμένη σπηλιά κι έμοιαζε με πολλές φωνές μαζί, που μιλούσαν ταυτόχρονα. Κάποιος που δεν τις είχε συνηθίσει θα πίστευε ότι ήταν απλά ο άνεμος που θρόιζε στα φύλλα, όμως ο Άζαζελ ήξερε καλύτερα. Είχε περάσει την αιωνιότητα μαζί τους.
- Θνητοί, αφέντη...πλησιάζουν...τους νιώθουμε...
Ο δαίμονας ήταν μισοξαπλωμένος σε μια στοίβα από ανθρώπινα κόκκαλα. Κάποια είχαν ακόμη κρέας και αίμα επάνω τους. Τα μάτια του έλαμψαν όταν οι φωνές τον πληροφόρησαν για την παρουσία των θνητών. Σηκώθηκε όρθιος και χτύπησε τις οπλές του στο έδαφος με ανυπομονησία. Έπιασε το πελώριο, σκαλιστό δρεπάνι του από το τοίχωμα της σπηλιάς και στάθηκε εκεί περιμένοντας, σαν κυνηγός που παρακολουθούσε το θήραμά του.
- Είμαι έτοιμος. Καλέστε τους.
Ένα μαγευτικό τραγούδι ξεχύθηκε από το εσωτερικό της σπηλιάς, ταξίδεψε στους τοίχους και από εκεί έξω, στο δάσος. Η παρέα των μικρών εξερευνητών στάθηκε για λίγο ακίνητη στο άκουσμα της αιθέριας μελωδίας. Ήταν όλοι τους παιδιά. Ο μεγαλύτερος έδειχνε να είναι γύρω στα δώδεκα. Τα μάτια τους γύρισαν ανάποδα και, εντελώς μηχανικά, άρχισαν να προχωράνε προς την κατεύθυνση της σπηλιάς.
Όταν είχαν ξεκινήσει για τη νυχτερινή τους εξόρμηση, είχαν αποφασίσει ότι δεν θα ακολουθούσαν το μονοπάτι που οδηγούσε στο σύμπλεγμα των σπηλαίων. Μπορεί να μην ήταν πια μωρά και να μην πίστευαν στις ιστορίες για μπαμπούλες και τέρατα, όμως ήξεραν πως πολλοί, μεγαλύτεροι και εξυπνότεροι απ’αυτούς, είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς σ’εκείνον τον δρόμο, οπότε δεν σκόπευαν να το διακινδυνεύσουν.
Καθώς όμως σκαρφάλωναν τα βράχια εκείνη την άναστρη νύχτα, τα γνωστικά λόγια των γονιών τους είχαν μείνει πίσω, σε κάποια σκοτεινή και προσεκτικά κλειδωμένη γωνιά του μυαλού τους. Δεν υπήρχε φόβος. Δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο η μουσική που τους καλούσε να πάνε κοντά της.
Ο Άζαζελ είδε τα εφτά αγόρια να μπαίνουν στη σπηλιά του κι η πείνα του εκτοξεύθηκε στα ύψη. Αυτό θα ήταν ένα γεύμα που δεν θα ξέχναγε σε ολόκληρη τη ζωή του. Ούτε στα πιο τρελά του όνειρα δεν θα μπορούσε να ελπίζει σε κάτι τέτοιο. Τα αγόρια τον πλησίασαν χωρίς να τον βλέπουν κι έπεσαν στα γόνατα μπροστά τους.
- Σταματήστε, πρόσταξε ο δαίμονας τις φωνές. Μ’αρέσει όταν ουρλιάζουν.
- Όπως επιθυμείς, αφέντη...
Οι φωνές σώπασαν και τα παιδιά συνήλθαν από την επίδρασή τους. Βλέποντας τον Άζαζελ να κατεβάζει το δρεπάνι του στο λαιμό του πρώτου από αυτούς γελώντας χαιρέκακα, κάποια από τα αγόρια έβαλαν τις φωνές, κάποια άλλα έμειναν παγωμένα στις θέσεις τους.
Κάπου πιο πίσω, αλυσοδεμένη σε ένα κοίλωμα της σπηλιάς, μια πανέμορφη κοπέλα με κοντά, κόκκινα μαλλιά, παρακολουθούσε τη σκιά του δαίμονα να ανεβοκατεβάζει με μίσος και απόλαυση το δρεπάνι μέσα από τα κουρασμένα, μισόκλειστα βλέφαρά της. Τα ουρλιαχτά των παιδιών κόπασαν. Το μόνο που ακουγόταν τώρα ήταν ο ανατριχιαστικός ήχος σάρκας που αποχωριζόταν από σάρκα και κοκκάλων που έσπαγαν.
Για μια ακόμη φορά, η κόρη του έκπτωτου αγγέλου Αράκιελ, έκανε εμετό ακούγοντας τον Άζαζελ να τρώει. Δεν το άντεχε άλλο. Ήθελε με κάποιον τρόπο να τελειώσει επιτέλους το μαρτύριο. Ας τη σκότωνε, όπως τους άλλους. Ας την έτρωγε...
Είδε τη σκιά του κένταυρου να βυθίζει το γαμψώνυχο χέρι της στα σωθικά ενός διαμελισμένου παιδιού και να τραβάει έξω μια ακαθόριστη μάζα που μπορεί να ήταν το συκώτι του, μπορεί και το στομάχι...ποιος ξέρει. Γύρισε το κεφάλι της από την άλλη και ξέρασε ξανά καθώς τον είδε να φέρνει τη μάζα στο στόμα του και να την μασουλάει.
- Άζαζελ, άκουσε ξαφνικά μια φωνή διαφορετική απ’αυτές των φαντασμάτων.
Δεν ήξερε δηλαδή αν ήταν όντως φαντάσματα, όμως αυτό υπέθετε. Οι φωνές τους όμως ήταν ψιθυριστές και γλυκές, δεν είχαν καμία σχέση μ’αυτήν εδώ. Αυτή ήταν απροσδιορίστου φύλου και ηλικίας κι είχε μια μελωδικότητα μέσα της που την καθιστούσε αναγνωρίσιμη ως αγγελική.
Είδε μια ψηλόλιγνη φιγούρα να εισέρχεται στο χώρο. Η αντίθεση σκιάς και φωτός έγινε πιο έντονη μέσα στη σπηλιά. Το μόνο που μπορούσε να ξεχωρίσει από τη σκιά της μορφής ήταν ότι είχε μακριά, κυματιστά μαλλιά.
Άκουσε τον δαίμονα να γελάει με κακία.
- Πώς και μας έκανες αυτήν την τιμή...Πρίγκηπα;
Έφτυσε την τελευταία λέξη ειρωνικά και σχεδόν κοροϊδευτικά.
- Ελπίζω να μη σε διακόπτω από κάτι, είπε ατάραχα η φιγούρα.
- Προς θεού...να σε κεράσω κάτι;
Του έτεινε ένα πόδι. Τα κορδόνια του σπορτέξ που ακόμη φορούσε κρέμονταν άλυτα.
- Ξεπέρασες τα όρια, Άζαζελ. Δεν έπρεπε να έχεις προσπαθήσει να σκοτώσεις τη Μαρίνα.
- Και τι σκοπεύεις να κάνεις γι’αυτό; Ε, Πρίγκηπα; προκάλεσε τη φωνή ο δαίμονας. Τι μπορείς να κάνεις; Έχασες τον πόλεμό σου πριν καν ξεκινήσει. Πού είναι οι άγγελοί σου, Λούσιφερ, Άστρο της Αυγής; Πού είναι οι λεγεώνες σου με τα πύρινα σπαθιά τους; Πού είναι τώρα ο περίφημος Θεός σου;
Η ψηλόλιγνη φιγούρα κινήθηκε με εκπληκτική ταχύτητα και άρπαξε τον δαίμονα από το λαιμό. Φάνηκε να διογκώνεται, να ψηλώνει, να γίνεται πιο επιβλητική, μέχρι που ο κένταυρος έμοιαζε με μικρό παιδί μπροστά στο μεγαλείο του πλάσματος εκείνου.
- Αν ψάχνεις τον Θεό μου σε ναούς και σε αγάλματα, δεν πρόκειται να τον βρεις. Αν τον ψάχνεις στις θυσίες και τους πολέμους των θνητών, τον ψάχνεις μάταια. Ο Θεός μου είναι μέσα μου και παντού σ’αυτόν τον κόσμο, ακόμη και σ’αυτήν την κακοφώτιστη σπηλιά που ακόμη φέρει νωπά τα σημάδια της ακόρεστης πείνας σου. Κι εγώ είμαι το όργανο της δικαιοσύνης του.
Μ’αυτά τα λόγια, το πλάσμα σήκωσε τον Άζαζελ ψηλά και, για μια ακόμη φορά εκείνο το βράδυ, άκουσε τον ήχο σάρκας που χωριζόταν από σάρκα. Ο κορμός του δαίμονα διαχωρίστηκε από τα αλογίσια πόδια του. Το πλάσμα πέταξε τα κομμάτια μακριά. Τα πόδια έπεσαν μπροστά της.
Η μορφή επανήλθε στο φυσιολογικό της μέγεθος, όμως τώρα μπορούσε να δει τα φτερά που ξεπρόβαλλαν από την πλάτη του. Κινήθηκε προς το μέρος της. Μπήκε στο κοίλωμα και τότε το είδε για πρώτη φορά. Ήταν πανέμορφο και χρυσό και δεν ήταν άντρας ούτε γυναίκα. Ήταν κάτι απόλυτα τέλειο και οι άκρες των φτερών του και τα χέρια του ήταν βουτηγμένα στο αίμα. Την πλησίασε και άγγιξε τις αλυσίδες της που άνοιξαν αμέσως.
Ήταν έτοιμη να ευχαριστήσει τον Πρίγκηπα, όταν είδε τις αχνοπράσινες μορφές που έμοιαζαν φτιαγμένες από καπνό να ξεπροβάλουν πίσω του.
- Σκότωσες τον αφέντη...τι θα κάνουμε χωρίς τον αφέντη; είπαν σε χορό οι αιθέριες φωνές.
Ο σπαραγμός τους την παρέλυσε. Όμως ο Πρίγκηπας της χαμογέλασε καθησυχαστικά και στράφηκε αργά προς το μέρος τους. Έμοιαζε απόλυτα ήρεμος, ακόμη κι όταν τον περικύκλωσαν.
- Θα αναπαυθείτε εν ειρήνη, τους είπε ευγενικά. Μπορείτε να συνεχίσετε το ταξίδι σας. Δεν υπάρχει πια κανείς να σας κρατήσει εδώ.
Εκτυφλωτικό, λευκό φως ξεπήδησε από μέσα του, από το σημείο της καρδιάς. Είδε τις ψυχές να αναλώνονται, να χάνονται στη λάμψη του και θα ορκιζόταν πως στα χλωμά, άυλα χείλη τους, χαμόγελα ήταν ζωγραφισμένα.

Δευτέρα 17 Αυγούστου 2009

15. Παγγαίο

Την νύχτα εκείνη, το Όρος Παγγαίο φανέρωνε τον όγκο του, έτσι όπως τονίζονταν από το φως των γειτονικών χωριών που το έφεγγαν μοιάζοντας με προβολείς. Ήταν μια σχετικά ασυνήθιστη εικόνα, που δε την έβλεπαν συχνά οι οδηγοί όπως διέσχιζαν το λαμπερό αυτοκινητόδρομο που κρατούσε συντροφιά στο βουνό και απλώνονταν λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά του. Η ευρύτερη περιοχή έδειχνε να έχει φορέσει τα καλά της προκειμένου να υποδεχτεί τη θεά του χάους εντός της. Οι μόνοι θνητοί που γνώριζαν το μυστικό αυτό, ήταν οι δύο που τη συνόδεψαν μέχρι εκεί και που ξεφυσούσαν ανυπόμονοι στο πλευρό της. Ανυπόμονοι να δοθεί ένα τέλος στη περιπέτεια αυτή, στην οποία παρασύρονταν μαζί τους και ολόκληρος ο κόσμος.

Ο Λαέρτης, ξεγελούσε τη προσμονή του χαζεύοντας τα αλλόκοτα ιερογλυφικά της καταπακτής. Η Τίαματ δίπλα του, έδειχνε ανεξήγητα ψύχραιμη, παρά το γεγονός ότι σε όλη τη διαδρομή έδειχνε ανυπόμονη να συναντήσει τη μητέρα της. Ο Μιχάλης, ήταν ο μόνος που εξέφραζε κάθε τόσο τη δυσαρέσκειά τους για την ανεξήγητη αυτή καθυστέρηση της Λούσι.

«Πάρτε το απόφαση. Η δικιά σας μας έστησε».

«Ίσως της έτυχε κάτι», κατέληξε ο Λαέρτης.

«Α βέβαια!», δήλωσε ο Μιχάλης ειρωνικά. «Ο δαίμονας της λαγνείας, φαίνεται ότι έμπλεξε σε κάποιο μποτιλιάρισμα».

Τον λόγο, πήρε εντελώς απροειδοποίητα η Τία. «Μέσα», πρόσταξε δείχνοντάς τους την πέτρινη καταπακτή.

Ο Μιχάλης σήκωσε τους ώμους. «Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Σάμπως εδώ που καθόμαστε τι κερδίζουμε; Έλα λοιπόν, Λαέρτη. Βοήθα με να σηκώσω τη πόρτα. Έχει εκεί κάτω και κάτι που θέλω να δεις».

Η βαριά πόρτα, σηκώθηκε σα να ήταν πούπουλο από τους δύο άντρες. Συμπέραναν, ότι με κάποιο υπερφυσικό τρόπο τους βοήθησε και η Τία στη προσπάθειά τους να την ανοίξουν.

Οι σκάλες που πρόβαλαν από κάτω οδηγούσαν στο απόλυτο σκοτάδι. Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης, χρειάστηκε να ανάψουν από μία λάμπα υγραερίου ο καθένας, προκειμένου να βυθιστούν στο εσωτερικό της.

Ο χώρος που τους υποδέχτηκε ήταν σχετικά μικρός, αλλά η αλήθεια που τους αποκάλυπτε, κάθε άλλο παρά τέτοια ήταν. Ο Λαέρτης μέτρησε εννιά αγάλματα του φτερωτού θεού Έρωτα να τον περιβάλλουν σχηματίζοντας έναν κύκλο. Στον τοίχο απέναντί τους, βρίσκονταν μια πελώρια μαρμάρινη πλάκα που απεικόνιζε τη θεά Αφροδίτη, να αναδύεται μέσα από το κύμα.

«Πώς σου φαίνεται που ο δαίμονάς σου λατρεύονταν κάποτε ως θεά;», ρώτησε ο Μιχάλης.
«Ανέκαθεν είχα τις υποψίες μου με βάση τα όσα έχω διαβάσει», παραδέχτηκε ο Λαέρτης χωρίς να εκπλήσσεται και πολύ.

«Εδώ βρίσκονταν τα φυτά πριν τα πάρω», είπε ο Μιχάλης δείχνοντάς του ένα δεξιοτεχνικά σκαμμένο λάκκο που βρίσκονταν στο κέντρο του κύκλου των αγαλμάτων.

Ο Λαέρτης όμως περισσότερο προβληματίζονταν σχετικά με κάτι περίεργες γραμμές που ήταν χαραγμένες πάνω σε κάθε ένα από τα αγάλματα του Έρωτα. Άγγιξε μία από αυτές και βυθίστηκε σε σκέψεις. «Είναι γραμμική Β», διαπίστωσε τελικά. «Νομίζω πως είναι αριθμοί. Αυτό που βρίσκεται μπροστά μου, πρέπει να είναι το νούμερο ένα. Επομένως…»

Αναζήτησε για λίγο, το άγαλμα μπροστά στο οποίο στέκονταν η Τία. «Λογικά εκείνο είναι το νούμερο εννιά», είπε.

Η Τία του έγνεψε καταφατικά και έπειτα έκανε κάτι το εντελώς απρόσμενο. Τράβηξε το άγαλμα προς το μέρος της και εκείνο υποχώρησε στο τράβηγμά της σα να ήταν κάποιος μοχλός. Την ίδια στιγμή, η μαρμάρινη πλάκα άνοιξε με μιας, αποκαλύπτοντας πίσω της έναν διάδρομο. Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης, έμειναν με ανοιχτό το στόμα μπροστά στην αποκάλυψη αυτή.

Η Τία παραμένοντας ψύχραιμη, πήγε και στάθηκε στη πύλη που άνοιξε. «Ακολουθήστε με», τους είπε. Οι άλλοι δύο, εκτέλεσαν τη διαταγή της σαν μαγεμένοι, χωρίς να έχουν συνέλθει ακόμη από την έκπληξη.

Ενώ οι τρεις τους διέσχιζαν εκείνο τον μαύρο μαρμάρινο διάδρομο που έμοιαζε να οδηγεί στο πουθενά, την Τία την έπιασε μια ασυνήθιστη λογοδιάρροια. «Όταν η Άσταροθ έδωσε την εντολή να χτιστεί αυτή η μυστική της κρύπτη, δε το έκανε μόνο με σκοπό να τοποθετήσει μέσα της τα αυγά που γέννησε και που θα έφερναν κάποτε στον κόσμο ξανά τη βασίλισσά της, αλλά θέλησε να κρύψει μαζί τους και κάτι άλλο. Κάτι που έπεισε τον νέο βασιλιά της κόλασης να της το εμπιστευτεί. Κάτι που αυτός δεν το είχε πλέον ανάγκη, καθώς αυτό τον έδενε με τα αδέλφια του στο παράδεισο. Κάτι, που μπορεί να αποτελέσει ένα ισχυρό όπλο εναντίον του, ακριβώς γιατί αποτελεί τη σύνδεσή του με το βασίλειο που τον εξόρισε. Ιδού λοιπόν ο πραγματικός λόγος που η Ασταρόθ σας ήθελε εδώ».

Οι λάμπες των δύο αντρών φώτισαν την πόρτα που βρίσκονταν μπροστά στην Τία. Μπορούσαν να διακρίνουν εκεί, στο τέλος του μαύρου διαδρόμου έναν δεύτερο χώρο να τους περιμένει και να είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που άφησαν πίσω τους.

«Περάστε μέσα και μη φοβάστε», τους προέτρεψε η Τία. Λίγα δευτερόλεπτα μετά βρισκόντουσαν μέσα σε μία πανάρχαια βιβλιοθήκη με πέτρινα ράφια, γεμάτα από ξεφτισμένους παπύρους. «Κάπου εδώ πρέπει να βρίσκεται το όπλο με το οποίο μπορεί να αντιμετωπιστεί ο Λούσιφερ πιο αποτελεσματικά»

«Μια στιγμή», της είπε ο Λαέρτης γεμάτος απορία. «Εσύ πώς τα ξέρεις όλα αυτά. Υποτίθεται ότι όταν συνέβησαν ήσουν νεκρή».

Ο Μιχάλης ήταν που του έδωσε την απάντηση. «Δεν τα λέει η ίδια. Δεν ακούς πόσα πολλά είναι τα λόγια της; Είναι μάλλον κάποια άλλη που μας μιλάει μέσω αυτής». Στράφηκε προς τη Τία η οποία τον κοίταζε χαμογελαστή. «Η Βούλα υποθέτω», κατέληξε.

«Μπράβο ρε κωλόπαιδο! Είσαι πολύ έξυπνος τελικά», του απάντησε αυτή. «Σας μιλάω εκ μέρους της Τίαματ, η οποία έχει τις αναμνήσεις μου και επιθυμεί να μάθετε κι εσείς όλα όσα γνωρίζω. Πρώτα όμως πρέπει να ξεκαθαρίσω κάτι στον Λαέρτη. Λαέρτη… εγώ είμαι! Η Βούλα. Η γνωστή Βούλα!»

Ο Λαέρτης έμεινε άφωνος για λίγο με τη δήλωσή της αυτή. «Βούλα! Απίστευτο!», φώναξε τελικά.

«Α, γνωρίζεστε;», τη ρώτησε ο Μιχάλης. «Και με αυτόν έχεις πάει;»

«Σκάσε βρε βλάκα. Φίλη της γυναίκας του είμαι».

«Μα πώς…», έκανε να ρωτήσει ο Λαέρτης, αλλά το μέγεθος της απορίας του τον δυσκόλευε να εκφραστεί.

«Ανήκω στη Στοά του Σολομώντα», του αποκάλυψε αυτή.

Ο Λαέρτης έμεινε εμβρόντητος. «Απίστευτο!», ήταν το μόνο που μπόρεσε να δηλώσει.

«Αν την έβλεπες χωρίς ρούχα, θα το πίστευες», του είπε ο Μιχάλης.

Η Βούλα μέσω της Τίας, τον κοίταξε αυστηρά. «Μιχάλη, κόψε τη πλάκα, γιατί έχω πολλά πράγματα να σας πω απόψε». Αμέσως στράφηκε προς τους σωρούς με τους αρχαίους παπύρους και άρχισε να τους σηκώνει έναν-έναν με τη σειρά. «Το όπλο που ψάχνω, βρίσκεται κάπου εδώ, οπότε όσο εγώ το αναζητώ, εσείς μπορείτε να με ρωτήσετε ότι θέλετε».

«Τι να το κάνουμε το όπλο;», ρώτησε γκρινιάζοντας ο Μιχάλης. «Εμείς ήρθαμε να την παραδώσουμε στη μάνα της και να πάει από κει που ήρθε».

«Αν ήξερες φίλε μου τι προκάλεσες με το που διαίρεσες τα αυγά, θα προτιμούσες χίλιες φορές να αφήσεις αυτή τη καταπακτή καλυμμένη με κισσούς».

Τον λόγο πήρε ο Λαέρτης. «Αν κατάλαβα καλά, λες ότι ο Λούσιφερ βρίσκεται κι αυτός στον κόσμο μας; Δηλαδή, πράγματι αυτός ήταν ο Αυγερινός που χρηματοδότησε την έρευνα του Μιχάλη προκειμένου να εντοπίσει τα αυγά και να τα καταστρέψει;».

«Φοβάμαι πως ναι», είπε η Βούλα καθώς συνέχιζε να ψάχνει μέσα στους παπύρους.

«Μια στιγμή ρε παιδιά!», είπε ο Μιχάλης γεμάτος ταραχή. «Αν αυτοί οι δύο βρίσκονται στη Γη και έχουν σκοπό να ταχτοποιήσουν τους παλιούς τους λογαριασμούς εδώ πάνω, τότε τη βάψαμε όλοι. Ο πλανήτης δεν πρόκειται να αντέξει μια τέτοια μάχη».

«Χαίρομαι που διαπιστώνεις το μέγεθος του προβλήματος», είπε η Βούλα. «Φέρατε τη Τίαματ στο Παγγαίο, μόνο και μόνο για να μάθετε ότι δε ξεμπερδέψατε με αυτή την ιστορία. Ο πραγματικός σας ρόλος στη μάχη της κόλασης που προμηνύεται, μόλις τώρα ξεκινάει. Κατ’ αρχήν πρέπει να γνωρίζετε ότι η Στοά του Σολομώντα, έχει ήδη πάρει θέση υπέρ του Λούσιφερ».

«Τότε γιατί μας βοηθάς και γιατί βοηθάς την Τίαματ;», ρώτησε ο Λαέρτης.

«Γιατί ήμουν το πιο πιστό μέλος στις αρχές της Στοάς. Επί χρόνια ολόκληρα, πίστευα ότι οι αρχές αυτές τηρούνταν από τα μέλη της. Μέχρι που έμαθα ότι όλοι τους τις είχαν προδώσει, παίρνοντας την απόφαση να δουλέψουν για λογαριασμό του Λούσιφερ. Κανονικά έπρεπε να μείνουν αμέτοχοι και όχι να πάρουν θέση. Σκοπός της Στοάς ήταν ανέκαθεν να διατηρεί τις ισορροπίες μεταξύ τάξης και χάους. Στο σκοπό αυτό δόθηκα με όλη μου τη ψυχή όλα αυτά τα χρόνια, γι’ αυτό και έπεσα από τα σύννεφα όταν έμαθα την αλήθεια».

Τα τελευταία λογια της, ακούστηκαν με μία έκδηλη πικρία. Ίσως και να δάκρυσε καθώς έψαχνε μέσα στον σκονισμένο σωρό των παπύρων.

«Τότε γιατί με παρακάλαγες να σου δώσω τα αυγά;», ρώτησε ο Μιχάλης. «Αφού σε αυτούς θα κατέληγαν. Εφόσον λες ότι δουλεύουν για το Λούσιφερ, τα θέλανε για να τα καταστρέψουν. Εσύ γιατί τους βοήθησες;»

Η Βούλα, με τη μορφή της Τίας στράφηκε προς αυτόν.

«Χαζέ, σε μένα θα τα έδινες τα αυγά. Δε θα τα έδινες σε αυτούς. Σκοπός μου ήταν να τα χρησιμοποιήσω για να θυσιαστώ στη Τίαματ, πράγμα που υποχρεώθηκα να κάνω μπροστά σου, όταν τελικά δε κατάφερα να σε πείσω να μου τα δώσεις. Με τη θυσία μου, επιδίωξα να ξεπλύνω τη Στοά από το κρίμα που διέπραξε. Θέλησα να αποκαταστήσω την ισορροπία μεταξύ τάξης και χάους. Εφόσον οι άλλοι πρόδωσαν τις αρχές της παίρνοντας θέση στη διαμάχη, εγώ πήρα την αντίθετη, έτσι ώστε να αποτελέσω μέρος της Τίαματ.»

«Και γω τι σου έφταιγα;», τη φώναξε θυμωμένος ο Μιχάλης. «Ήρθες στο σπίτι μου αποφασισμένη να πεθάνεις και μου πούλησες φούμαρα. Όταν σε είδα μπροστά στη ντουλάπα να σε αρπάζει το θεριό, ένοιωσα τον κόσμο να χάνεται».

Τον κοίταξε λοξά. «Μακάρι να ένιωθες το ίδιο όταν το πάθαινε και η Μαίρη».

Ο Μιχάλης χαμήλωσε το βλέμμα του.

«Λυπάμαι, Μιχάλη», συνέχισε η Βούλα. «Θυσιάστηκα για τα πιστεύω μου, που κάποια στιγμή έμαθα ότι ακόμη και εγώ η ίδια τα είχα προδώσει, έστω και παρά τη θέληση μου. Γιατί κάποια στιγμή έκανα μια πράξη θεωρώντας ότι ήταν σωστή και δίκαιη, μέχρι που διαπίστωσα τις ολέθριες συνέπειες που είχε. Το λάθος μου, μου στοίχησε τόσο, που το πρώτο πράγμα που έκανα μόλις το συνηδειτοποιήσα ήταν να εισχωρήσω μυστικά στη μεγάλη και σφαλιστή βιβλιοθήκη της Στοας, εκεί που μόνο οι ανώτερες βαθμίδες επιτρέπεται να έχουν πρόσβαση. Ο Σεβάσμιος δηλαδή και οι Διδάσκαλοι.

«Για σένα όμως η απαγόρευση αυτή, δεν είχε κανένα νόημα πλέον», διαπίστωσε ο Λαέρτης.

«Α, μπράβο», απάντησε η Βούλα. «Τι νόημα να έχει όταν είχα πια διαπιστώσει ότι τόσο ο Σεβάσμιος όσο και οι Διδάσκαλοι, ήταν διεφθαρμένοι; Μελέτησα λοιπόν τα μυστικά τους κείμενα και έμαθα πολύ σημαντικές πληροφορίες».

«Εκεί έμαθες και για το όπλο κατά του Λούσιφερ που ψάχνεις τώρα;», ρώτησε ο Λαέρτης.

«Ακριβώς. Ήξερα από το Μιχάλη ότι η κρύπτη της Άσταροθ βρισκότανε στο Παγγαίο. Από τα κείμενα εκείνα, πληροφορήθηκα και τι ακριβώς περιέχει. Τώρα που βρίσκομαι εντώς της, κατέχω και πολλές άλλες απόκρυφες γνώσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με τα γεγονότα της πρώτης μάχης που έλαβε χώρα στην κόλαση. Η επίσημη ιστορία, λέει ότι ο Λούσιφερ δεν είχε έρθει τότε άμεσα αντιμέτωπος με την Τίαματ, αλλά έστρεψε σχεδόν όλους τους δαίμονες εναντίον της, με το να διαδίδει τις ιδέες του περί ελεύθερης βούλησης. Πάντοτε είχα την απορία για το πώς η Τίαματ που είναι μια θεά κατέληξε να πεθάνει από τους ίδιους της τους ακόλουθους. Η λογική επιβάλλει ότι μία θεά είναι αθάνατη και δεν πεθαίνει με τίποτε. Με το να μοιράζομαι τις σκέψεις της, ήταν η ίδια που μου έδωσε την απάντηση που αναζητούσα».

«Τι έμαθες δηλαδή απο αυτή;», ρώτησε ο Λαέρτης γεμάτος περιέργεια.

«Έμαθα ότι αποφάσισε η ίδια να χάσει τις δυνάμεις της προκειμένου να χάσει και τη ζωή της από τους ακόλουθούς που της επιτέθηκαν. Αφαίρεσε δηλαδή εσκεμμένα τις δυνάμεις της και προκάλεσε ουσιαστικά η ίδια τον θάνατό της».

«Αυτό είναι μεγάλη βλακεία!», αναφώνησε ο Μιχάλης. «Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο;»

Η Βούλα φάνηκε να βρίσκει αυτό που αναζητούσε όλη εκείνη την ώρα μέσα στους παπύρους έχοντας τη μορφή της Τίαματ. Ήταν ένα ξύλινο κουτί, με σκαλισμένες διάφορες μορφές αγγέλων στην επιφάνειά του. Κρατώντας το στα χέρια της, προτίμησε να απαντήσει στην ερώτηση του Μιχάλη, παρά να αποκαλύψει το περιεχόμενό του.

«Απόρησα κι εγώ αρχικά με την κίνηση αυτή της Τίαματ. Ζώντας όμως μέσα στη σκέψη της, πλέον γνωρίζω την απάντηση. Δε μου επιτρέπεται όμως να σας τη δώσω με τα χείλη της. Είναι τόσο περήφανη, που δε θέλει να την πω μέσω αυτής. Επιθυμεί ωστόσο να τη μάθετε. Γι’ αυτό και πρέπει να επισκεφτείτε κάποιον άλλον που τη γνωρίζει. Είναι ένας ψυχίατρος ονόματι Σεθ Άμπα. Πρέπει να τον αναζητήσετε αμέσως, καθώς είναι από τότε ένας από τους ακόλουθους της Τίαματ που της παρέμειναν πιστοί».

«Δηλαδή δαίμονας», συμπέρανε ο Λαέρτης.

«Ακριβώς. Ο Άμπα επίσης, θα σας δώσει περισσότερες πληροφορίες για το πώς χρησιμοποιείται αυτό». Με μιας, η Βούλα άνοιξε το ξύλινο κουτί, αποκαλύπτοντας το όπλο που ισχυρίστηκε ότι μπορεί να στραφεί ενάντια στο Λούσιφερ. Ήταν μια κρυστάλλινη σφαίρα στο μέγεθος μιας μπάλας του γκολφ, καταγάλανη από τη περίεργη αέρια ουσία που περίκλειε.

«Τι είναι αυτό;», ρώτησε ο Λαέρτης.

«Είναι το φωτοστέφανο του Λούσιφερ», απάντησε η Βούλα με τη φωνή της Τίας. «Είναι το μόνο που τον συνδέει με τους ουρανούς και θέλησε να το ξεφορτωθεί δίνοντας το στην Άσταρoθ. Αυτή φρόντισε να καταλήξει εδώ μέσα, έτσι ώστε να χρησιμοποιηθεί κάποτε εναντίων του. Δε το μετέφερε η ίδια, καθώς ο Λούσιφερ το θωράκισε με μία αύρα που καταστρέφει τους δαίμονες όταν το ακουμπάνε. Τους διαλύει με το που το αγγίζουν. Αυτό ήταν ένα μέτρο που πήρε έναντι τους, έτσι ώστε να τους το εμπιστευτεί με ασφάλεια. Ακόμη και εγώ που έχω τη μορφή της Τίαματ, δε μπορώ να το ακουμπήσω, γιατί η αφή του θα την έκανε να αισθανθεί άσχημα. Οι μόνοι που δε μπορούν να ζημιωθούν από αυτό, είναι εκείνοι οι θνητοί που η πίστη τους έχει άμεση σχέση με τους αγγέλους».

«Το Τάγμα του Σταυρού του Ρόδου!», διαπίστωσε ο Λαέρτης έκπληκτος.

«Ακριβώς», παραδέχτηκε η Βούλα. Έπειτα το έστρεψε προς το μέρος του. «Παρ’ το. Είσαι ο μόνος από την παρέα μας που δε θα καταστραφεί ακουμπώντας το».

Ο Λαέρτης δίστασε για λίγο. Έπειτα το άγγιξε δειλά. Όταν κατάλαβε ότι είναι εντελώς ακίνδυνο, το πήρε και το έχωσε στην τσέπη του.

«Τώρα ξέρεις τον πραγματικό σκοπό για τον οποίο επιλέχτηκες από την Άσταροθ», του είπε η Βούλα. «Σε επέλεξε για τη ψυχραιμία και την ορθή σου κρίση, μέσα από αυτούς που μπορούν να το αγγίξουν χωρίς δυσάρεστες επιπτώσεις. Σκέψου μόνο ότι με το να στο εμπιστευτεί, στην ουσία δέχεται να έχεις στη κατοχή σου κάτι που ανά πάσα στιγμή μπορεί να τη διαλύσει, αν το στρέψεις εναντίον της».

«Πολύ θα το ήθελα», παραδέχτηκε ο Λαέρτης. «Δε νομίζω όμως ότι θα επέτρεπε η Τίαματ κάτι τέτοιο, εφόσον η Ασταρόθ είναι η αγαπημένη της ακόλουθος και τώρα πλέον είναι και μητέρα της. Αυτό το γνώριζε καλά η Άσταροθ όταν με προσέγγισε. Παραμένω λοιπόν το θύμα της και εξακολουθώ να παίζω το παιχνίδι της. Στην περίπτωση λοιπόν που στρέψω αυτό το μαραφέτι εναντίον της, οι συνέπειες που θα επιβάλλει η Τίαματ στον κόσμο, είναι καταστροφικές».

«Γιατί δε το βλέπεις και από την άλλη σκοπιά;», πρότεινε η Βούλα. «Η Άσταροθ έχει παίξει πολλά τέτοια παιχνίδια κατά καιρούς, αλλά μόνο εσένα τελικά εμπιστεύτηκε να της γυρίσεις την Βασίλισσά της και να κρατήσεις το φωτοστέφανο του Λούσιφερ, που τόσο μπορεί να τη βλάψει»

«Μάλλον γιατί με θεωρεί μεγάλο κορόιδο», είπε ο Λαέρτης.

Η Βούλα, με τη μορφή της Τίας, τον πλησίασε και τον κοίταξε στα μάτια. Έμοιαζε αβέβαιη για το πώς θα εξέφραζε αυτό που έκρυβε μέσα της. Τελικά όμως το αποτόλμησε. «Φρόντισε σε παρακαλώ να δείξεις ψύχραιμος ότι κι αν μάθεις. Μακάρι να μην μπλέκονταν η κατάσταση περισσότερο. Αν μονάχα γνώριζα το πόσο άσχημα ένιωθες όλο αυτό το διάστημα στη σχέση σου, τότε θα ενεργούσα διαφορετικά».

Τα μάτια της Τίας είχαν βουρκώσει, εκφράζοντας με αυτό τον τρόπο τη στεναχώρια που έζωνε τη Βούλα.

«Δε θα μπορούσες να κάνεις τίποτα Βούλα», της είπε ο Λαέρτης. «Εδώ εγώ δε μπορούσα να αλλάξω την κατάσταση, πώς θα μπορούσες εσύ; Δεν είναι ανάγκη να στεναχωριέσαι γι’ αυτό».

Η Βούλα τον κοίταζε ακόμη, προσπαθώντας να τιθασεύσει τα λόγια που πάσχιζαν να βγουν από μέσα της.

Τελικά το κατάφερε.



Λίγες στιγμές αργότερα, Ο Μιχάλης και ο Λαέρτης έβγαιναν από την καταπακτή, έχοντας μαζί τους τη Τία που αποφάσισε να γίνει και πάλι ο εαυτός της. Συλλογίζονταν και οι δύο τα πόσα ακόμη είχαν να κάνουν προκειμένου να απαλλάξουν τον κόσμο από τη καταστροφική μάχη που επρόκειτο να λάβει χώρα πάνω του.

Τις σκέψεις τους αυτές, τις διέκοψε η θέα που αντίκρισαν εκεί έξω: Την μαυροντυμένη γυναίκα με το βέλο και τον ψηλό φαλακρό φύλο της που έμοιαζαν σα να τους περίμεναν όλη εκείνη την ώρα να βγούνε. Τα αισθήματα όλων –δαιμόνων και θνητών- ανακατεύτηκαν σαν στρόβιλος φορτίζοντας την ατμόσφαιρα με αόρατες αντιφάσεις. Όλων εκτός από την Τία, που πλησίαζε τις δύο μορφές περήφανα και αποφασιστικά.

Η Άσταροθ και ο Ασμοδαίος γονάτισαν μπροστά στην αναγεννημένη βασίλισσά τους.

Η Τίαματ όρμηξε στην Άσταροθ και χώθηκε μέσα στην αγκαλιά της.

Η βασίλισσα και η ακόλουθος, μέσα σε μια στιγμή μετατράπηκαν σε μάνα και κόρη.

Ο Μιχάλης κατάλαβε. Δεν περίμενε ότι εκείνη θα ήταν έτσι, αλλά από την άλλη, δε θα μπορούσε να είναι και διαφορετική. Ούτε και εκείνος ο ψηλός που παρέμενε γονατιστός μπροστά στην τρυφερή και μεγαλειώδη εκείνη στιγμή.

Ο Λαέρτης είδε τη Λούσι να τον κοιτάζει και να του χαμογελάει καθώς έσφιγγε την κόρη της στην αγκαλιά της. Ήταν ένα χαμόγελο πολύ διαφορετικό από αυτά που συνήθιζε να του χαρίζει. Ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης. Ήξερε και αυτός πλέον ότι ο ρόλος του δεν είχε σημασία μόνο γι’ αυτήν αλλά και για το ανθρώπινο γένος που καλούνταν να εκπροσωπήσει και να βοηθήσει όσο μπορεί. Άραγε το είχε υπόψη της αυτό όταν τον επέλεξε; Δεν είχε άλλη επιλογή από το να δει την κατάσταση από τη θετική σκοπιά. Σήκωσε λοιπόν το χέρι και την χαιρέτησε κι αυτός, ανταποδίδοντάς της το χαμόγελο.

«Έπιασε ψύχρα ξαφνικά ή μου φαίνεται;», ρώτησε ο Μιχάλης δίπλα του.

«Είναι η Λούσι», του εξήγησε. «Το σώμα της εκπέμπει κρύο».

«Και γιατί φοράει αυτό το βέλο βραδιάτικα;

«Γιατί η ομορφιά της τρελαίνει εμάς τους θνητούς όταν την αντικρίζουμε».

Ο Μιχάλης προβληματίστηκε για λίγο. «Δηλαδή, η γκόμενα στην κυριολεξία δε βλέπεται», κατέληξε τελικά.


Τετάρτη 12 Αυγούστου 2009

14. Εώς

Μια φορά κι έναν καιρό...

- Δεν πρόκειται να σου πω εγώ τι να κάνεις. Αυτό πρέπει να το αποφασίσεις μόνος σου. Χωρίς ελεύθερη βούληση δεν είμαστε τίποτα, δεν αξίζουμε τίποτα. Όση δύναμη κι αν μας δόθηκε από τους δημιουργούς μας, χωρίς τη δυνατότητα να αποφασίσουμε οι ίδιοι πώς και πού θα χρησιμοποιήσουμε αυτή τη δύναμη...
Σταμάτησε και κοίταξε το χώμα σαν να έψαχνε κάτι. Έσκυψε και μάζεψε κάτι άπο κάτω. Ήταν μια χρυσοπράσινη κάμπια που σκαρφάλωνε και έπαιζε στα χρυσά του δάχτυλα.
- ...χωρίς αυτή τη δυνατότητα είμαστε εξίσου αδύναμοι μ’αυτό το ζωύφιο. Οποιοσδήποτε μπορεί να μη μας δει και να μας καταστρέψει χωρίς καν να το πάρει είδηση.
Κράτησε την κάμπια απαλά μπροστά στο πρόσωπό του. Και τότε, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του δαίμονα που άκουγε στο όνομα Μπέλφεγκορ, δυο πανέμορφα, πολύχρωμα φτερά ξεπετάχτηκαν από τη ράχη του εντόμου και η κάμπια μεταμορφώθηκε σε πεταλούδα.
- Αυτό είναι το θαύμα της ελεύθερης βούλησης, κατέληξε ο έκπτωτος άγγελος Σάμαελ. Μπορεί να μας δώσει φτερά. Αληθινά φτερά, όχι μόνο στη θεωρία. Όπως σου είπα ήδη...δεν πρόκειται να σου πω εγώ τι να κάνεις. Μόνος σου πρέπει να αναρωτηθείς...αξίζει στ’αλήθεια να είσαι σκλάβος;
- Μα η Τιαμάτ..., είπε μισοφοβισμένα ο δαίμονας.
Ο Σάμαελ ύψωσε το χέρι του, διακόπτοντάς τον ευγενικά.
- Η Τιαμάτ είναι χαοτική και σκληρή και οι δυνάμεις της τρομακτικά ισχυρές. Δεν θα σου πω το αντίθετο. Υπήρχα πριν το χρόνο και θα συνεχίσω να υπάρχω μετά απ’αυτόν. Δεν έχω ανάγκη να λέω ψέματα. Έχεις κάθε λόγο να φοβάσαι την οργή της. Όμως για πόσο αυτός ο φόβος θα σε κρατάει δέσμιο στο ζυγό της; Μην απαντήσεις τώρα. Σκέψου το. Είναι μια πολύ σημαντική απόφαση αυτή που καλείσαι να πάρεις και, σίγουρα, δεν πρέπει να την πάρεις αλόγιστα. Μόνο ένα πράγμα σου ζητάω. Ό,τι κι αν αποφασίσεις, φρόντισε να είσαι σίγουρος πως το αποφάσισες ελεύθερα. Επειδή το ήθελες κι όχι επειδή κάποιος άλλος σου το επέβαλε. Αν το κάνεις αυτό, ακόμη κι αν πεθάνω στη μάχη με την Τιαμάτ, ο σκοπός μου θα έχει νικήσει.
Η πεταλούδα πέταξε ψηλά, προς τον καταγάλανο ουρανό. Ο δαίμονας Μπέλφεγκορ την παρακολούθησε για λίγο κι όταν γύρισε ξανά προς τον Σάμαελ, συνειδητοποίησε πως εκείνος δεν ήταν πια εκεί.


Ένα ιπτάμενο αγαλματίδιο που απεικόνιζε ένα δρακόμορφο πλάσμα έσκασε μερικά εκατοστά μακριά από το κεφάλι του Ασμοδαίου.
- Τον θέλω!
Ήταν εξοργισμένη, ο Ασμοδαίος το ένιωθε. Το εφηβικό πρόσωπό της ήταν μια μάσκα οργής και δίνες μανιασμένου αέρα τύλιγαν το κορμί της καθώς προχωρούσε προς το μέρος του. Οι κοριτσίστικες, ξανθές μπούκλες επέπλεαν γύρω της ενώ τα άλλοτε αθώα μάτια της έμοιαζαν με δίδυμες, αδηφάγες φλόγες.
- Βασίλισσα..., έκανε να πει.
- Σκασμός! Θέλω...άγγελο...τώρα! φώναξε πεισμωμένα.
- Βασίλισσα, αν τον θέλεις νεκρό, μπορώ να το φροντίσω, είπε διστακτικά ο Ασμοδαίος.
Η Τιαμάτ ηρέμησε απρόσμενα. Ο άερας γύρω της καταλάγιασε. Κάθισε οκλαδόν στο μαρμάρινο πάτωμα του παλατιού της. Το ύφος της ήταν ύφος μελαγχολικού παιδιού που είχε μεγαλώσει πριν την ηλικία του. Έμοιαζε σκεφτική και απόμακρη, ξαφνικά κι ίσως λίγο θλιμμένη. Ο Ασμοδαίος δεν την είχε ξαναδεί έτσι, ποτέ στο παρελθόν. Οι ακτίνες του ήλιου χάιδευαν το πρόσωπό της απαλά, σαν τα δάχτυλα μιας στοργικής μητέρας. Άπλωσε το χέρι της στο ασημένιο τόπι που τα βράδια πέταγε στον ουρανό για να φωτίζει τον κόσμο κι άρχισε να παίζει αφηρημένα. Οι θνητοί το αποκαλούσαν "φεγγάρι".
- Όχι...όχι νεκρό..., την άκουσε να λέει, περισσότερο στον εαυτό της παρά σ’αυτόν.
Ακουγόταν κι η ίδια έκπληκτη μ’αυτήν την παραδοχή.
- Αυτός....πολεμάει εμένα...όμως...
- Όμως; αποτόλμησε ο δαίμονας.
Του έριξε ένα παγερό, υπεροπτικό βλέμμα.
- Αντιμιλάς. Ακόλουθε.
Ο Ασμοδαίος υποκλίθηκε ατάραχος. Αυτός και η Βασίλισσα γνωρίζονταν πολύ καιρό και είχε αποδείξει την πίστη του πάνω απο μία φορές. Δεν ανησυχούσε και ήταν συνηθισμένος στις απότομες μεταπτώσεις της. Δεν του προκαλούσε φόβο όπως στους περισσότερους κατώτερους δαίμονες. Αλλά αναγνώριζε την ωμή, ασυγκράτητη δύναμή της και, ως τέτοια, τη σεβόταν.
- Θα τον φέρω μπροστά σου ή θα πεθάνω στη προσπάθεια, Βασίλισσα.
Η Τιαμάτ χαμογέλασε με ικανοποίηση. Πέταξε τη μπάλα της ψηλά και την ξανάπιασε.
- Φέρε άγγελο...θα ανταμοιφθείς...
- Η ικανοποίησή σου είναι η μεγαλύτερη ανταμοιβή για μένα, Βασίλισσά μου.
Το χαμόγελό της πλάτυνε. Σηκώθηκε πάνω και, με μια ρευστή κίνηση, το φόρεμά της έπεσε στους αστραγάλους της. Τον κοίταξε παραπονιάρικα.
- Πεινάω...
Ο Ασμοδαίος ήξερε τι ήθελε.
- Φέρτε τον μέσα, διέταξε τους φρουρούς.
Οι δύο δαίμονες του κατώτερου επιπέδου άνοιξαν την πόρτα και τράβηξαν έναν τρομαγμένο θνητό, τον οποίο είχαν δεμένο και φιμωμένο. Τον πέταξαν στα πόδια της εκστασιασμένης Βασίλισσας. Ο θνητός ήταν ένα όμορφο αγόρι, γύρω στα είκοσι. Η Τιαμάτ χτύπησε χαρωπά τα χέρια της σε ένδειξη επιδοκιμασίας.
- Πάω να βρω τον άγγελο, είπε ο Ασμοδαίος και, αφού υποκλίθηκε ξανά, εξαφανίστηκε αθόρυβα.



Αυτή τη φορά κι αυτόν τον καιρό...

Η Μαρίνα ξύπνησε ουρλιάζοντας από τρόμο. Ήταν λουσμένη στον ιδρώτα και κρύωνε. Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν είδε πως τα σεντόνια και το μαξιλάρι της ήταν πλημμυρισμένα στο αίμα. Ένιωσε την ανάσα της να κόβεται από πανικό και καυτά δάκρυα να ανεβαίνουν στα βλέφαρά της.
- Ω, θέε μου, μουρμούρισε. Ω, θεέ μου.
Έτρεξε μέχρι το μπάνιο παραπατώντας κι έφτυσε το στομάχι της στη λεκάνη της τουαλέτας. Αποκαμωμένη και αδύναμη από την απώλεια αίματος, πιάστηκε από το νιπτήρα και, τρεκλίζοντας, κατάφερε να σηκωθεί. Παραλίγο να βάλει τα γέλια κοιτώντας τον εαυτό της στον καθρέφτη. Έμοιαζε με γκροτέσκα απεικόνιση κάποιου μεσαιωνικού βρικόλακα έτσι όπως ήταν πασαλειμμένη με πορφυρή, ζεστή ζωή. Ζωή που κυλούσε από τα μάτια της, από τη μύτη, το στόμα και τα αφτιά της.
Αφού ξεπλύθηκε, σύρθηκε μέχρι το σαλόνι και κατέρρευσε στον παμπάλαιο, μισοχαλασμένο καναπέ. Έπιασε το τηλέφωνο κι έκανε να πληκτρολογήσει το νούμερο του Άμπα. Κάπου στη μέση, όμως, το μετάνιωσε και το έκλεισε. Διστακτικά, σήκωσε ξανά το τηλέφωνο και πήρε ένα άλλο νούμερο. Άκουσε τον γνώριμο, καθησυχαστικό ήχο της κλήσης και περίμενε, κρατώντας την ανάσα της. Δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι την κρατούσε, μέχρι που το σκέφτηκε, οπότε και προσπάθησε να χαλαρώσει.
- Μαρίνα; ήρθε η φωνή της Σαμ από την άλλη άκρη της γραμμής. Ετοιμαζόμουν να σε πάρω. Τι είδες;
Κάπου εκεί η Μαρίνα έσπασε κι άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.
- Μαρίνα; Δεν είσαι καλά...θέλεις μήπως να έρθω από κει;
Ακουγόταν πραγματικά ανήσυχη.
- Εί...είδα κα...κάποιον...να...να προ...σπα...θεί...να μ..με σκοτ..τώσει, είπε ανάμεσα στους λυγμούς της.
- Μαρίνα. Προσπάθησε να ηρεμήσεις και να μου πεις ακριβώς τι είδες. Ακριβώς. Έχει σημασία.
Την εξέπληξε το πόσο γαλήνια και επιτακτική ακουγόταν ξαφνικά η κοπέλα που το προηγούμενο μόλις βράδυ κραύγαζε από ηδονή στα σεντόνια της. Ακόμη περισσότερο όμως την εξέπληξε το γεγονός ότι ο τόνος της είχε αποτέλεσμα. Οι λυγμοί υποχώρησαν και μια παράξενη ηρεμία απλώθηκε μέσα της.
- Ήταν ένας άγγελος. Είχε έρθει εδώ για να με σκοτώσει.
Κλικ. Η γραμμή νεκρώθηκε.
- Σαμ;
Η Μαρίνα απέμεινε να κοιτάει το βουβό ακουστικό σαν χαμένη.
- Όταν μου είπαν να έρθω για σένα, δεν με ενημέρωσαν ότι μπορείς να βλέπεις το μέλλον. Σίγουρα αυτό περιπλέκει τα πράγματα.
Η άγνωστη φωνή πίσω της την έκανε να τιναχτεί από τη θέση της τρομοκρατημένη.
Το πλάσμα ήταν λαμπερό σαν ήλιος και, μ’έναν τρόπο που δεν μπορούσε ακριβώς να προσδιορίσει, της θύμιζε τη Σαμ. Κρατούσε μια ρομφαία που ήταν τυλιγμένη σε ηλεκτρικές εκκενώσεις και τα πελώρια, λευκά φτερά του, ακτινοβολούσαν φως. Της έκανε υπόκλιση.
- Το όνομά μου είναι Αράκιελ κι είμαι εδώ για να σε σκοτώσω.
Η Μαρίνα έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Αυτό δεν συμβαίνει, είπε στον εαυτό της. Ονειρεύομαι ακόμα, δεν μπορεί. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της και, με όλη τη δύναμη της θέλησής της, σκέφτηκε πως όταν τα άνοιγε ξανά θα είχε ξυπνήσει κι αυτός ο εφιάλτης θα είχε τελειώσει. Όμως ο άγγελος δεν είχε εξαφανιστεί.
Την πλησίασε διστακτικά και,ξαφνικά, η Μαρίνα συνειδητοποίησε πως δεν έμοιαζε ούτε τόσο σίγουρος για τον εαυτό του ούτε τόσο χαρούμενος με το έργο που του είχε ανατεθεί.
- Λυπάμαι πάρα πολύ γι’αυτό, όμως ελπίζω να με πιστέψεις όταν σου λέω πως δεν είχα άλλη λύση. Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Είμαι δέσμιος μεγαλύτερων δυνάμεων από σένα κι αυτές οι δυνάμεις σε θέλουν νεκρή. Ειλικρινά, δεν το θέλω. Όμως δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Ας τελειώνουμε μ’αυτό όσο πιο σύντομα γίνεται. Αναπαύσου εν ειρήνη, κόρη της Εύας.
Όρμησε προς το μέρος της με τη ρομφαία σε στάση επίθεσης. Μην μπορώντας να κινηθεί από έκπληξη και τρόμο, η Μαρίνα παρακολούθησε το αγγελικό ξίφος να πλησιάζει το λαιμό της σαν σε αργή κίνηση.
Την επόμενη στιγμή άκουσε την πόρτα του διαμερίσματός της να σπάει μ’έναν εκκωφαντικό θόρυφο κι είδε μια μάζα από φτερά και σάρκα να χιμάει πάνω στον Αράκιελ και να τον τραβάει μακριά της. Παγωμένη ακόμη από το γεγονός ότι παραλίγο να πεθάνει, η Μαρίνα δεν συνειδητοποίησε αμέσως τι ακριβώς ήταν εκείνη η μάζα που είχε κάνει το διαμέρισμά της σμπαράλια.
Τα δύο πλάσματα πάλευαν μανιασμένα σ’έναν αγώνα που ήταν προφανές ότι θα ήταν μέχρι θανάτου. Όταν ο εισβολέας κατάφερε να ακινητοποιήσει τον Αράκιελ, η Μαρίνα παραλίγο να χάσει τις αισθήσεις της γιατί ο εγκέφαλός της μόλις εκείνη τη στιγμή επεξεργάστηκε την πληροφορία ότι μπροστά της έβλεπε τη Σαμ, με λευκόχρυσα, αγγελικά φτερά.
- Γιατί, Αράκιελ; Γιατί με πρόδωσες, αδερφέ μου; ρώτησε με μια φωνή που σπάραζε την καρδιά.
Δάκρυα απόγνωσης κυλούσαν στα μάγουλα του Αράκιελ.
- Συγχώρεσέ με, Πρίγκηπα...δεν το έκανα από επιλογή...με ανάγκασαν...ο Άζαζελ κρατάει την κόρη μου και απειλεί ότι θα τη σκοτώσει...δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς...
Άζαζελ...τι της θύμιζε εκείνο το όνομα; Της ήρθε στο νου το όνειρο με τη σπηλιά και το ανθρωποφάγο πλάσμα που έμοιαζε με κένταυρο. Ήταν λες και βρισκόταν εκεί, φυλακισμένη και τρομαγμένη, αναγκασμένη να βλέπει αυτό το τέρας να καταβροχθίζει ανθρώπους σαν να ήταν γουρούνια. Μόλις εκείνη τη στιγμή κατάλαβε η Μαρίνα πως ο εαυτός της στο όνειρο δεν ήταν πραγματικά ο εαυτός της αλλά εκείνο το άμοιρο κορίτσι, η κόρη του Αράκιελ.
- Αλήθεια λέει, είπε χαμηλόφωνα. Το είδα...σαν να ήμουν εκεί. Αλήθεια λέει, επανέλαβε, μην ξέροντας τι άλλο να πει.
Η Σαμ την κοίταξε για λίγο κι έπειτα ένευσε καταφατικά. Σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι της στον Αράκιελ. Τον παρατήρησε για λίγο, αμίλητος.
- Κάνεις λάθος, του είπε τελικά. Όταν λες πως δεν είχες επιλογή. Κάνεις λάθος. Μπορεί να μην ήταν μια επιλογή που σου άρεσε, όμως ήταν μια επιλογή. Κι εγώ καλούμαι να πάρω μια δική μου, αυτή τη στιγμή. Δεν επιθυμώ να πεθάνει αυτή η κοπέλα, όμως δεν επιθυμώ να πεθάνει ούτε η κόρη σου. Και ξέρεις πως ποτέ δεν θα έβλαπτα έναν αδερφό μου, επομένως ούτε κι εσένα επιθυμώ να δω νεκρό. Μόνο ένα πράγμα μένει, λοιπόν. Σκότωσε εμένα. Αυτή είναι η δική μου επιλογή.
Ο Αράκιελ την κοίταζε έκπληκτος.
- Πρίγκηπα...θα θυσιαστείς για μια κόρη της Εύας;
- Όχι, αποκρίθηκε γαλήνια η Σαμ. Θα θυσιαστώ για τη Μαρίνα.
- Δεν πρόκειται να κάνεις τίποτα τέτοιο, είπε η Μαρίνα και, χωρίς καλά-καλά να καταλάβει πως, όρμησε πάνω στον Αράκιελ και άρπαξε το σπαθί του.
Το χέρι της μούδιασε από πόνο καθώς το έπιασε, όμως δεν παραιτήθηκε. Ο Αράκιελ έμοιαζε να μην μπορεί να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. Καθώς το ίδιο του το ξίφος καρφωνόταν στα σωθικά του, ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του...ένα χαμόγελο που εξαγρίωσε τη Μαρίνα περισσότερο καθώς δεν μπορούσε να καταλάβει την αιτία του. Ο Αράκιελ στράφηκε μια τελευταία φορά προς τη Σαμ.
- Αντίο, Πρίγκηπα...σώσε την κόρη μου...σε παρακαλώ...
Η Σαμ απομάκρυνε τρυφερά τη Μαρίνα κι έπιασε στα χέρια της τον ετοιμοθάνατο άγγελο.
- Αντίο, αδερφέ μου....
Μέσα σε εκτυφλωτικό φως, ο Αράκιελ χάθηκε από το δωμάτιο. Η Μαρίνα ήταν μόνη της με τη Σαμ που την κοιτούσε σαν δαρμένο κουτάβι.
- Είσαι καλά; αποτόλμησε τελικά να τη ρωτήσει.
- Ναι.
- Μόλις σκότωσες έναν άγγελο.
- Δεν μου συμβαίνει κάθε μέρα.
- Θες να με σπάσεις στο ξύλο.
Η Μαρίνα χαμογέλασε άθελά της.
- Μου πέρασε από το μυαλό, πράγματι.
- Αλλά μ’αγαπάς.
- ...
Ένας στεναγμός ανακούφισης ξέφυγε από τα χείλη της Σαμ.
- Ωραία.
Σηκώθηκε από το πάτωμα και την πλησίασε. Την τράβηξε στην αγκαλιά της και τα φτερά της την τύλιξαν σαν απαλό πάπλωμα.
- Ο Άζαζελ δεν πρόκειται να τη γλιτώσει μ’αυτό που έκανε. Δεν ξέρω τι θα’κανα αν σε έχανα.
- Ποια είσαι; Τι είσαι;
Απαλό, γάργαρο γέλιο, σαν νερό, ξεχύθηκε από το κορμί της Σαμ.
- Τι είμαι; Είμαι ο έκπτωτος άγγελος Σάμαελ, αυτός που ο κόσμος σου αποκαλεί Λούσιφερ ή Εωσφόρο ή Διάβολο ή Σατανά. Αν με ρωτάς όμως ποιος είμαι...η απάντηση ειναι πως είμαι η Σαμ που ξέρεις.
- Κι εγώ; Τι είμαι εγώ;
- Τα φτερά μου.