? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τρίτη 14 Ιουλίου 2009

7. Κίνδυνος



Η νύχτα είναι γεμάτη αντιθέσεις και η νύχτα εκείνη δε θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα. Μέσα σε ένα πελώριο και σκιώδες ψηφιδωτό από ερημιές, χωράφια και δρόμους, ορθώνονταν το χαρούμενο μεγαλείο ενός καταφώτιστου Λούνα-Παρκ. Με τα αναρίθμητα φώτα του να χορεύουν ανέμελα και σφύζοντας από ζωή, συντρόφευε επάξια το φεγγάρι. Το μόνο θύμα αυτής της συντροφιάς εκείνες της ώρες, ήταν το μικρό άλσος από πεύκα που στέκονταν παραμελημένο εκεί κοντά, συνήθως έρημο και μοναχικό. Τη νύχτα εκείνη όμως, ακόμη και εκείνο είχε παρέα: Έναν άνθρωπο ανήσυχο, που καθισμένος σε ένα παγκάκι, κρατούσε καρφωμένο το βλέμμα του στη πανδαισία των χρωμάτων που στόλιζαν τον ουρανό και που προέρχονταν από το όμορφο εκείνο χάος του μεγάλου Λούνα-Παρκ. Ήταν ο Λαέρτης.

«Είμαι μόνος», μουρμούραγε συνέχεια. «Που είσαι; Σε χρειάζομαι. Δε θα μας δει κανείς εδώ». Το ήξερε καλά πλέον όμως, ότι δε λειτουργούσε έτσι αυτό. Εκείνη, έρχονταν μόνο όποτε επιθυμούσε η ίδια. Το γεγονός ότι ήταν η πρώτη φορά από τότε που τη γνώρισε που είχε την ανάγκη της, δεν ήταν ικανό να ανατρέψει αυτή τη κατάσταση. Όταν ο Λαδόπουλος επιβιβάστηκε στο Laguna του μαζί με το νεαρό κορίτσι, τους ακολούθησε με το Scenic του μέχρι εκεί. Αυτό που χρειαζότανε πλέον, ήταν νεότερες εντολές από εκείνη. Τα λόγια του μυστηριώδη Σαμ, αντηχούσαν ακόμη στο μυαλό του γεμίζοντάς τον από μια ανεξήγητη ταραχή. «Αυτό το πλάσμα είναι το μέλλον σου, Λαέρτη. Το μέλλον της ανθρωπότητας. Κοίταξέ το καλά γιατί από δω και μπρος θα στοιχειώνει τα όνειρά σου».

Μόνο η Λούσι μπορούσε να τον διαφωτίσει πλέον. Θυμήθηκε αυτό που του είπε κάποια στιγμή: «Αν τα βρούμε σκούρα και δεν έρθουν όπως τα υπολογίζουμε, θα με βρεις στο Παγγαίο. Εκεί που ξεκίνησαν όλα». Εκείνη τη νύχτα, το Παγγαίο ήταν πολύ μακριά ώστε πάει για να τη συναντήσει. Από την άλλη όμως, σίγουρα και εκείνη είχε την ανάγκη του όπως και αυτός τη δική της. Όφειλε λοιπόν να του παρουσιαστεί. Την απουσία της θα τη δικαιολογούσε μόνο στην περίπτωση που ήξερε πραγματικά τι να κάνει. Η μνήμη του, άρχισε να ανατρέχει στα όσα διάβασε κατά καιρούς στα απόκρυφα κείμενα. Θεώρησε ότι μόνο αυτή η μνήμη μπορούσε να τον βοηθήσει τις ώρες εκείνες. Υπήρχαν τα αυγά που έπρεπε να τα αποκτήσει πριν κάποιο από αυτά ωριμάσει. Τον λόγο που δεν έπρεπε να ωριμάσει, επίσης τον ήξερε. Από την άλλη, υπήρχαν τα λόγια του Σαμ για το κορίτσι και το γεγονός ότι ποτέ δε το είδε να μπαίνει στο σπίτι του Λαδόπουλου, παρά μόνο να βγαίνει. Οι σκέψεις αυτές συσχετίζονταν και αναλύονταν στο μυαλό του για αρκετή ώρα.

Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε, τον χτύπησε αμείλικτα, μετατρέποντας την ανησυχία του σε ταραχή. «Δεν είναι δυνατόν!» φώναξε και άρχισε να τρέχει πανικόβλητος προς την είσοδο του Λούνα-Παρκ.

Ο μόνος άνθρωπος που δε διασκέδαζε μέσα σε αυτό, ήταν ο Μιχάλης. Αντίθετα, το θαύμα της φύσης δίπλα του, έμοιαζε να διασκεδάζει περισσότερο απ’ όλους. Στο roller coaster που οι συνεπιβάτες τους φώναζαν, εκφράζοντας με ενθουσιασμό το συναίσθημα της πτώσης που τους προκαλούσαν τα απότομα κατηφορίσματα του, η Τία παρέμενε απίστευτα ψύχραιμη και χαμογελαστή. Στη σκοποβολή η Τία κέρδισε τρεις σαμπάνιες, πετυχαίνοντας τον στόχο τρεις φορές, με μια μόνο ριξιά, πράγμα που οδήγησε τον Μιχάλη να την απομακρύνει από εκεί, έτσι ώστε να μη δώσουν λαβή για περεταίρω σχόλια. Σε όλα τα άλλα παιχνίδια, η Τία ήταν απλώς μια έφηβη που φέρονταν σαν ένα κοινό ενθουσιασμένο παιδάκι.

Τελικά κατέληξαν σε ένα παγκάκι, όπου ο Μιχάλης χάζευε το θαύμα της φύσης καθώς αυτό έτρωγε ένα χωνάκι με παγωτό σοκολάτα. Της είχε ήδη εκφράσει αρκετές απορίες του, παίρνοντας απαντήσεις που θα χαρακτηρίζονταν διφορούμενες με επιστημονικά κριτήρια. Αποφάσισε λοιπόν να αλλάξει τη θεματολογία των ερωτημάτων του.
«Λοιπόν Τία, πώς σου φαίνεται ο κόσμος μας;»

«Χάος», απάντησε η Τία αδιάφορα και χωρίς να το σκεφτεί καθόλου.

«Έχεις πολλά να δεις ακόμα», την προειδοποίησε ο Μιχάλης. «Υπάρχουν άγνωστα ακόμη σε σένα ζητήματα, όπως η εκπαίδευση».

«Χάος», επανέλαβε η Τία

«Η πολιτική»

«χάος»

«Οι θρησκείες»

«χάος»

«Η επιστήμη»

«Χάος»

«Συγνώμη, άλλη λέξη δεν ξέρεις να λες;»

«Στρατσιατέλα»

«Πάλι καλά», διαπίστωσε ο Μιχάλης. «Λοιπόν, εγώ θα πάω να αγοράσω τσίχλες. Κάτσε εδώ φρόνιμα και μη πας πουθενά. Εσύ θες τίποτα από το περίπτερο;»

Η Τία κατάπιε και το τελευταίο κομμάτι από το χωνάκι της. Γύρισε και τον λοξοκοίταξε κάπως ενοχλημένη. «Στρατσιατέλα», επανέλαβε.

«Εκτός από παγωτά δεν τρως τίποτα άλλο;», ρώτησε ο Μιχάλης αυστηρά.

«Θυμίζουν…Λούσι…», απολογήθηκε η Τία.

«Και η Λούσι δε σου έμαθε να μη τρως πολλά παγωτά;»

Η Τία δεν απάντησε, αλλά ο Μιχάλης κατάλαβε ότι δε θα έβγαζε άκρη. Το γεγονός ότι το κορίτσι θεωρούσε πως έχει μητέρα και τη λέγανε Λούσι, το απέδιδε στη φαντασία του, καθώς δεν είχε καμία λογική βάση. Αφού αγόρασε τις τσίχλες του και το παγωτό που του παρήγγειλε, άρχισε να επιστρέφει και πάλι στο παγκάκι.

Από αρκετά μακριά, διέκρινε ένα θέαμα που τον γέμισε δυσαρέσκεια και ανησυχία. Υπήρχε κάποιος που έμοιαζε να διανύει τη τρίτη δεκαετία της ζωής του, γονατισμένος μπροστά στη Τία να της ακουμπάει το χέρι και να της μιλάει, ενώ εκείνη του χαμογελούσε με ενθουσιασμό.

«Έι!», φώναξε και άρχισε να τρέχει προς το παγκάκι. «Κάτω τα ξερά σου».

Μόνο όταν έφτασε αρκετά κοντά, ο άγνωστος άντρας γύρισε και τον κοίταξε. Ο Μιχάλης όμως δεν τον άφησε να αρθρώσει ούτε μια λέξη. «Πώς τολμάς να εμφανίζεσαι και να παρενοχλείς την…». Για λίγα δευτερόλεπτα σκέφτηκε πώς θα συνεχίσει αυτό που πήγαινε να πει. «…την μικρή μου αδελφή», συμπλήρωσε τελικά.

Ο άγνωστος σηκώθηκε όρθιος και φάνηκε κάπως βιαστικός στην απάντηση του. «Κύριε Λαδόπουλε, ξέρω αρκετά για σας και γνωρίζω καλά ότι δεν έχετε μικρή αδελφή».

Ο Μιχάλης ταράχτηκε. «Δεν την άγγιξα!», φώναξε. «Ορκίζομαι ότι δεν έχω κάνει τίποτα το μεμπτό μαζί της».

Ο άγνωστος, δε φάνηκε να συμμερίζεται τα λόγια του. «Κύριε Λαδόπουλε, ο χρόνος πιέζει αφόρητα. Ονομάζομαι Λαέρτης Κομνηνός και κάποια στιγμή είχαμε επικοινωνήσει αλλά δε θελήσατε να με ακούσετε. Ακούστε με λοιπόν τώρα, που είναι ήδη αργά, αλλά η ελπίδα δεν έχει πεθάνει ακόμα».

Ο Μιχάλης θυμότανε καλά εκείνο το τηλεφώνημα που τον είχε ενοχλήσει. «Κύριε Κομνηνέ, έχω ξεκαθαρίσει ότι δε θέλω να έχω πλέον καμία επαφή με τη Στοά»

«Δεν ανήκω σε καμιά Στοά», ξεκαθάρισε ο Λαέρτης. «Αν μόνο γνωρίζατε τι είναι πραγματικά αυτό που φέρατε στο Λούνα-Παρκ, θα προτιμούσατε να φέρνατε μια ατομική βόμβα στη θέση του».

«Δε ξέρω εγώ και ξέρεις εσύ;», ρώτησε ενοχλημένος ο Μιχάλης. «Ορίστε λοιπόν, αφού ξέρεις πες μου».

«Είναι η Τίαματ».

Ο Μιχάλης γούρλωσε τα μάτια και έμεινε για λίγο με το στόμα ανοιχτό. Έπειτα ξέσπασε σε γέλια. «Η Τίαματ; H θεά του Χάους; Η πρώην βασίλισσα της κόλασης; H σύζυγος του Αμπζού; Μα κοίταξε την γαμώτο, δεν είναι παρά ένα παιδί!»

«Ε, και;» ρώτησε η Τία, παίρνοντας μέρος στη συζήτηση.

Ο Λαέρτης θεώρησε ότι η εξήγηση που θα έδινε, δε θα έπιανε τόπο. Ωστόσο την αποτόλμησε. «Εφόσον γεννήθηκε από αυγό που εξελίχθηκε σε Σράνκεν, τότε είναι η Τίαματ».

Ο Μιχάλης, έβαλε σε εφαρμογή τις απόκρυφες γνώσεις που είχε. «Γνωρίζετε πολύ καλά κύριε Κομνηνέ, ότι η Τίαματ –αν εικάσουμε ότι υπάρχει- είναι νεκρή. Σύμφωνα με τον μύθο, ο Λούσιφερ τη διέλυσε και πήρε τον θρόνο της».

«Και να που τώρα αναγεννήθηκε, για να διεκδικήσει τον θρόνο πίσω», είπε ο Λαέρτης δείχνοντας την Τία.

«Κύριε Κομνηνέ», αντέτεινε ο Μιχάλης, «Το πλάσμα αυτό προήλθε από δύο φυτικούς οργανισμούς, τα “αυγά”, που λέτε και σεις».

«Τα οποία γεννήθηκαν από έναν θηλυκό δαίμονα ονόματι Άσταρoθ», συμπλήρωσε ο Λαέρτης.
«Λούσι!», διευκρίνισε η Τία με ενθουσιασμό.

Ο Μιχάλης αδυνατούσε να αποδεχτεί τα όσα άκουγε, θεωρώντας τα ως παραλογισμούς.
Ο Λαέρτης όμως συνέχισε ακάθεκτος. «Η Άσταροθ ή αλλιώς Λούσι, επικωνιάστηκε με την ουσία από τα υπολείμματα της Τίαματ, με σκοπό να την επαναφέρει στη ζωή και να ρίξει το καθεστώς του κακού που επέβαλε ο Λούσιφερ στην κόλαση. Γέννησε τα αυγά, αλλά αδυνατούσε να τα διαιρέσει και να τα αναπτύξει, γιατί ακόμη και ένας δαίμονας δε μπορεί να γνωρίζει τα πάντα. Εδώ ήταν που βάλατε εσείς το χέρι σας και δώσατε τη λύση. Η λύση σας όμως, μπορεί να σημαίνει την καταστροφή αυτού του κόσμου. Γιατί τόσο επικίνδυνη είναι η Τίαματ». Γύρισε και κοίταξε την Τία προβληματισμένος, η οποία χαμογελούσε αινιγματικά. «Απορώ πως δεν έχει καταστρέψει ακόμη τα πάντα πάνω στο παιχνίδι της. Λοιπόν, κύριε Λαδόπουλε, πρέπει να μου την παραδώσετε. Φύγετε και ξεχάστε ότι τη γνωρίσατε. Εγώ θα την επιστρέψω στην Άσταροθ».

«Λούσι», φώναξε η Τία ενθουσιασμένη.

«Δεν είσαι με τα καλά σου Κομνηνε», φώναξε ο Μιχάλης αγανακτισμένος. «Νομίζεις ότι θα σου δώσω έτσι απλόχερα, το μεγαλύτερο δημιούργημα της φύσης; Κάνεις λάθος».

Οι δυο τους, έμειναν να κοιτάζουν για λίγο ο ένας τον άλλο δείχνοντας ότι κανείς τους δε σκόπευε να υποχωρήσει. Η Τία ήταν αυτή που διέκοψε την σιωπή, λέγοντας απλώς μια λέξη, φορτισμένη από αγωνία: «Κίνδυνος!»

Ο Μιχάλης κοίταξε τριγύρω του. Δεν υπήρχε κάτι το ανησυχητικό. Ο κόσμος εξακολουθούσε να κόβει τις βόλτες του και να διασκεδάζει αμέριμνος. Ο Λαέρτης όμως είχε πανικοβληθεί. «Πρέπει να τρέξουμε», είπε. «Τώρα κιόλας! Αυτή τη στιγμή που μιλάμε! Η Τίαματ αισθάνεται κίνδυνο».

Του Μιχάλη του ήρθε να γελάσει. «Κοτζάμ θεά του χάους, αισθάνεται κίνδυνο; Ας τον ξεπεράσει τότε»

«Δεν εννοεί κίνδυνο για μας», διευκρίνισε ο Λαέρτης. Αμέσως φώναξε «Τίαματ τρέχα!» και άρχισε να τρέχει πανικόβλητος προς την έξοδο του Λούνα-Παρκ, μαζί με την Τία που τον ακολούθησε σχεδόν αυτόματα.

«Δε θα σε αφήσω να το σκάσεις έχοντας το θαύμα στην κατοχή σου, Κομνηνέ», φώναξε ο Μιχάλης και άρχισε να τρέχει κι αυτός ξοπίσω τους.

Με το που διέσχισαν τη μεγάλη έξοδο, τους υποδέχτηκε η ερημιά και το σκοτάδι. Μόνο οι δύο άντρες στέκονταν λαχανιασμένοι. Η Τία δε κουράστηκε καθόλου, αν και εξακολουθούσε να δείχνει ανήσυχη.

Τότε ήταν που ακούστηκε η φωνή που έβγαινε μέσα από το μεγάφωνο. «Μείνετε ακίνητοι και παραδώστε το παιδί χωρίς αντιρρήσεις»

Ο Λαέρτης και ο Μιχάλης ύψωσαν τα μάτια τους, για να μπορέσουν να διακρίνουν μέσα στο σκοτάδι, την πληθώρα των ένοπλων αστυνομικών που στέκονταν γύρω στα 30 μέτρα μακριά τους, σημαδεύοντας τους αμείλικτα.

«Παραδώστε το παιδί, αλλιώς πυροβολούμε», επανέλαβε η φωνή από το μεγάφωνο.

Η παρέα των τριών, έδειχνε απροστάτευτη κάτω από αυτή την απειλή και τα όπλα που τους σημάδευαν.

«Πώς διάολο γνωρίζουν;», αναρωτήθηκε φωναχτά ο Μιχάλης.

«Υπάρχει και κάποιος άλλος που γνωρίζει εκτός από εμάς», παραδέχτηκε ο Λαέρτης θυμούμενος τον μυστηριώδη εκείνο Σαμ. «Μόνο που φαίνεται ότι δεν τους πληροφόρησε καλά. Γιατί αυτοί οι τύποι, μόλις προκάλεσαν την καταδίκη τους».

Ο Μιχάλης δεν κατάλαβε. Άρχισε να καταλαβαίνει μόνο όταν είδε την Τία να έχει το βλέμμα της καρφωμένο στον μεγάλο μύλο του Λούνα-Παρκ, ο οποίος άρχισε να γυρνάει με όλο και περισσότερη ταχύτητα. Ήταν ένας τεράστιος μύλος με ανθρώπους που διασκέδαζαν πάνω σε αυτόν, όπως συμβαίνει σε όλα τα μεγάλα Λούνα-Παρκ. Μόνο που ο συγκεκριμένος, άρχισε να περιστρέφεται σαν ανεμιστήρας, απότομα, εκτοξεύοντας τους ανυποψίαστους επιβάτες μακριά του, με θανάσιμο τρόπο. Ο Μιχάλης και ο Λαέρτης τους έβλεπαν από μακριά να σκορπίζουν κυριολεκτικά σαν άψυχες μαριονέτες μέσα στον μαύρο ουρανό, κάνοντάς τους να συνειδητοποιήσουν το πόσο μοιραία θα ήταν η σύγκρουσή τους με το έδαφος.

Η έκπληξή τους έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν είδαν τον μανιασμένο μεγάλο μύλο να ξεκολλάει από τη βάση του. Τον είδαν να περιστρέφεται για λίγα δευτερόλεπτα στον αέρα. Έπειτα, καταρρίπτοντας αρκετούς από τους νόμους της φυσικής γκρεμίστηκε πάνω στη στρατιά των αστυνομικών, κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο καθώς συγκρούονταν με το έδαφος, σηκώνοντας ένα θεόρατο σύννεφο σκόνης και θανάτου που θόλωσε τη νύχτα.

Ο Μιχάλης κοίταζε αποσβολωμένος το θέαμα. Ο Λαέρτης που κατάφερε να ξεπεράσει το σοκ του πιο γρήγορα, γύρισε και τον ρώτησε: «Τώρα κατάλαβες τι πα να πει κίνδυνος;»

Ο Μιχάλης όμως δεν κατάφερε να συνέλθει ακόμα. Έμενε να κοιτάει το σύννεφο του θανάτου ψελλίζοντας: «Είναι νεκροί… Τόσοι άνθρωποι… νεκροί».

Έπειτα, άκουσαν τον θόρυβο των ελικοπτέρων. Ήταν τουλάχιστον δύο και πλησίαζαν. Ο κουρνιαχτός δεν τους επέτρεψε να τα διακρίνουν, ωστόσο γνώριζαν καλά ότι δεν έπρεπε να στέκονται στο σημείο εκείνο για πολύ.

«Πάμε να φύγουμε πριν στείλουν και άλλους στον χαμό τους», φώναξε ο Λαέρτης. «Δε γνωρίζουν τι μπορεί να κάνει η Τίαματ και μόνο αν την έχουμε μαζί μας θα τους προστατεύσουμε από τον αφανισμό τους».

Ο Μιχάλης είδε την Τία να χαμογελάει ενθουσιασμένη κοιτάζοντας τα όσα έκανε όπως αποτυπώνονταν στο μεγάλο νέφος σκόνης. «Είσαι ηλίθια;» της φώναξε ξεχνώντας εντελώς τι ακριβώς ήταν αυτή. «Τους σκότωσες όλους! Και οι περισσότεροι δε φταίγανε σε τίποτα». Λέγοντας τα αυτά, της άστραψε ένα δυνατό χαστούκι. Αμέσως όμως συνειδητοποίησε τι ήταν αυτό που έκανε, όταν την είδε να στέκεται κοιτάζοντάς τον με απορία και έτοιμη να ξεσπάσει όσο ποτέ.

«Τώρα προκάλεσες την καταδίκη μας, ανόητε!», είπε πανικόβλητος ο Λαέρτης.

Του Μιχάλη του ήρθε να κλείσει τα μάτια και να προσευχηθεί. Σε ποιο θεό όμως; Ήξερε αρκετούς, αλλά δεν εμπιστεύονταν κανένα.

Τότε η Τία, έκανε κάτι το απρόσμενο: Ξέσπασε σε κλάματα. Ακριβώς όπως αντιδρούν τα μικρά παιδάκια όταν τρώνε ένα τέτοιο χαστούκι. Έκλαιγε δυνατά και σπαραξικάρδια.
«Ζήτα της συγνώμη γρήγορα!», παρότρυνε ο Λαέρτης τον Μιχάλη.

Ο Μιχάλης ποτέ δεν ήταν καλός σε αυτά. Την πλησίασε απλώς, μη ξέροντας τι να της πει. Αμέσως αυτή όρμηξε πάνω του και τον αγκάλιασε συνεχίζοντας να κλαίει σαν μωρό.
«Δεν το ήθελα», είπε τελικά ο Μιχάλης.
«Συγχωρείσαι», είπε παραπονιάρικα η Τία, που άρχισε να ηρεμεί κάπως.
Τα ελικόπτερα ακούγονταν να πλησιάζουν περισσότερο.
«Λοιπόν!», φώναξε ο Λαέρτης. «Δε γίνεται να στεκόμαστε εδώ περισσότερο. Πρέπει να τρέξουμε μακριά τους. Ευτυχώς έχω παρκάρει εδώ κοντά».

Λίγες στιγμές αργότερα, το Scenic του Λαέρτη διέσχιζε τη λεωφόρο, τρέχοντας επικίνδυνα. Στο πίσω κάθισμα, η Τία κάθονταν μαζί με τον Μιχάλη θλιμμένη, με τα δάκρια να μην έχουν στεγνώσει ακόμη από το πρόσωπό της. «Ακόλουθοι!», γκρίνιαξε στον Λαέρτη σε κάποια φάση.

«Λυπάμαι, βασίλισσά μου», είπε ο Λαέρτης. «Είναι αδύνατον να γυρίσουμε πίσω για τα άλλα αυγά τώρα πια. Πηγαίνουμε στο Παγγαίο. Θα δεις και την Λούσι εκεί. Θα σε περιμένει».

Ο Μιχάλης εκπλάγηκε με αυτή τη δήλωση. «Στη καταπακτή;», ρώτησε με έντονη την απορία στη χροιά της φωνής του.

«Ακριβώς!», απάντησε ο Λαέρτης. «Εκεί που αρχίσανε όλα».

«Λούσι», φώναξε χαρωπά η Τία, ξεχνώντας εντελώς το παράπονό της.

«Ελπίζω να μην είστε κι εσείς απογοητευμένος κύριε Λαδόπουλε που αφήσαμε τα φυτά στο σπίτι σας», είπε ο Λαέρτης στον Μιχάλη.

«Για μένα σημαίνουν πολλά», παραδέχτηκε αυτός. «Αλλά αξίζει τον κόπο, εφόσον θεωρώ σπουδαιότερο το γεγονός ότι θα γνωρίσω από κοντά το μητρικό φυτό»

Η Τία γέλασε χαριτωμένα.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

poli wraia grammen..eixe drasi me tous astinomikous kai ton milo...mou arese..

Maria είπε...

to pio speedato kefalaio... apisteyto pragmatika...!!!