? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Κυριακή 12 Ιουλίου 2009

4. Βασίλισσα


Σκοτάδι, ως εκεί που έφτανε το μάτι, και σπαρμένα παντού ανθρώπινα κόκκαλα. Περπατούσε ξιπόλυτη και τα πόδια της είχαν ματώσει από τα αιχμηρά οστά των νεκρών πάνω στα οποία πατούσε. Δεν είχε ιδέα πού πήγαινε ή πού βρισκόταν. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι φοβόταν. Φοβόταν όσο δεν είχε φοβηθεί ποτέ ξανά.
Προχωρώντας ακατάπαυστα σ’εκείνη την έρημο που έμοιαζε με γιγαντιαίο νεκροταφείο, είδε από μακριά κάτι. Ήταν ένας παράξενος, άμορφος όγκος που υψωνόταν πάνω από τα κόκκαλα. Δεν μπορούσε να διακρίνει καθαρά περί τίνος επρόκειτο. Ανακουφισμένη, σκέφτηκε πως ίσως να ήταν κάποιο σπίτι όπου θα μπορούσε να ζητήσει φιλοξενία και πληροφορίες. Πλησιάζοντας, ένιωσε τη φρίκη της να εντείνεται, καθώς η μάζα πήρε μορφή και συνειδητοποίησε πως ήταν ένας θρόνος από κόκκαλα και νεκροκεφαλές. Πάνω στο θρόνο, καθόταν ένας άντρας. Είχε μακριά, μαύρα μαλλιά, χρυσαφιά επιδερμίδα, μαύρα μάτια κι ένα μικρό, περιποιημένο, μαύρο μουσάκι. Έμοιαζε με τον Άθω από τους «Τρεις Σωματοφύλακες», μόνο που ήταν εντελώς γυμνός και πολύ πιο όμορφος. Ήταν μισοξαπλωμένος στο θρόνο κι είχε στηρίξει το σαγόνι του στο χέρι του. Κοίταζε κάπου πολύ μακριά και φαινόταν βυθισμένος στις σκέψεις του. Μαύρα, δερμάτινα φτερά ξεπρόβαλλαν από την πλάτη του.
Ο άντρας πάνω στο θρόνο γύρισε και την κοίταξε. Είχε το πιο διαπεραστικό βλέμμα που είχε δει ποτέ της κι ένιωσε πως μπορούσε να δει μέχρι βαθιά μέσα της...ως την ψυχή. Εντελώς ξαφνικά, σαν να πρωταγωνιστούσε σε ταινία και να άλλαζε η σκηνή, η έρημος εξαφανίστηκε, το ίδιο και τα κόκκαλα, το ίδιο και ο άντρας. Ήταν τώρα μέσα σ’ένα φτηνό δωμάτιο ξενοδοχείου και, από κάπου πίσω της, άκουγε βογκητά. Στράφηκε, παραξενεμένη.
Στο κέντρο του δωματίου δέσποζε ένα κρεβάτι, όπου ένα νεαρό κορίτσι, όχι πάνω από δεκαπέντε, είχε καβαλήσει έναν γυμνό άντρα που μούγκριζε σαν γουρούνι στο σφαγείο. Πλησίασε το κρεβάτι από τα πλάγια, χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί...η ηδονοβλεψία ποτέ δεν ήταν του τύπου της. Το κορίτσι ήταν όμορφο αλλά ψυχρό και νέο...πολύ νέο...ίσως μικρότερο απ’ότι είχε υπολογίσει αρχικά. Όμως ο άντρας δεν έδειχνε να νοιάζεται καθώς ήταν παραδομένος στα χάδια της.
Εκείνη τη στιγμή, το κορίτσι έλυσε τις ροζ κορδέλες που κρατούσαν το εσώρουχό της στη θέση του. Τα μάτια του άντρα ήταν κλειστά, γι’αυτό δεν το είδε, όμως εκείνη ούρλιαξε αντικρίζοντας το θέαμα. Γιατί ανάμεσα στα πόδια του κοριτσιού, υπήρχαν δόντια...σειρές ολόκληρες από δόντια κοφτερά σαν μαχαίρια. Καθώς τον έπαιρνε μέσα της και τον κατασπάραζε ζωντανό, ο άντρας δεν ένιωθε πόνο ούτε έδειχνε να έχει καταλάβει τίποτα. Λίγο πριν εξαφανιστεί και το κεφάλι του, έφτασε σε οργασμό. Και μετά δεν ήταν πια εκεί. Σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.

Ξύπνησε απότομα, τρέμοντας και λουσμένη στον ιδρώτα. Μετά βίας συγκρατιόταν να μην ουρλιάξει. Ανακάθισε στο κρεβάτι κι έβαλε τα κλάματα. Γιατί, γιατί έβλεπε διαρκώς τέτοια όνειρα τον τελευταίο καιρό; Ένιωθε πως θα τρελαινόταν αν συνέχιζε έτσι. Όμως τι μπορούσε να κάνει; Είχε δοκιμάσει κάθε είδους ηρεμιστικά, όμως κανένα δεν είχε αποτέλεσμα. Δεν υπήρχε τρόπος να το σταματήσει. Εκτός αν έμενε ξύπνια. Κοίταξε νευρικά το τηλέφωνό της κι έπειτα το πήρε απόφαση. Πληκτρολόγησε τον αριθμό. Χτύπησε μία, δυο, τρεις φορές. Θα κοιμόταν τέτοια ώρα.
- Παρακαλώ; ακούστηκε η νυσταγμένη φωνή στην άλλη άκρη στης γραμμής.
- Άμπα;
- Μαρίνα; είπε έκπληκτος.
Στ’αφτιά της ήρθαν ήχοι από σύρσιμο, και μετά ένας ηχηρός γδούπος κι ένα βογκητό.
- Είσαι καλά; τον ρώτησε ανήσυχη.
- Ναι, ναι, μην ανησυχείς. Δεν έβρισκα τα γυαλιά μου και σκόνταψα, αυτό είναι όλο.
Η Μαρίνα πήρε μια βαθιά ανάσα, λες και προσπαθούσε να μαζέψει δύναμη. Τελικά το είπε.
- Φοβάμαι, Άμπα.
Η φωνή της δεν ήταν παρά ένας σιγανός ψίθυρος μέσα στο σκοτάδι.
- Φοβάμαι να κλείσω τα μάτια μου...τα όνειρα χειροτερεύουν. Τρελαίνομαι, το νιώθω.
Η μόνη απάντηση που ήρθε ήταν η ήρεμη ανάσα του. Το ήξερε πως περίμενε να συνεχίσει. Να του πει τι είχε δει αυτή τη φορά.
Ο Σεθ Άμπα ήταν ο ψυχίατρός της τον τελευταίο χρόνο, από τότε δηλαδή που είχε πάψει να ανήκει στην κατηγορία των εφήβων και δεν μπορούσε πια να επισκέπτεται τον παλιό της γιατρό. Η Μαρίνα έπασχε από βαριά οριακή διαταραχή προσωπικότητας με ψυχωσικά στοιχεία...ή τουλάχιστον έτσι της είχαν πει. Οι προηγούμενοι γιατροί της την πλάκωναν στα φάρμακα, τόσο που για μια περίοδο είχε φτάσει να τριγυρνάει στο σπίτι σαν ζόμπι. Όχι όμως αυτός. Ο Σεθ Άμπα – ή Άμπα, όπως τον αποκαλούσαν όλοι – ήταν διαφορετικός. Την άκουγε με προσοχή και της μιλούσε ήρεμα και με ειλικρινές ενδιαφέρον. Ήταν ο μόνος που είχε καταφέρει να τη βοηθήσει. Πώς να του έλεγε τώρα ότι τον ονειρευόταν γυμνό, σ’ένα θρόνο από ανθρώπινα κόκκαλα;
- Δεν είναι τίποτα, την καθησύχασε εκείνος αφού τέλειωσε την αφήγησή της. Απλώς ένα κομμάτι του εαυτού σου με αντιμετωπίζει με δυσπιστία. Φοβάσαι ότι θα σε «προδώσω» κι εγώ όπως οι προηγούμενοι θεραπευτές σου. Αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Για όσο με χρειάζεσαι, θα είμαι δίπλα σου.
Κλαίγοντας, η Μαρίνα ένευσε καταφατικά. Το ότι εκείνος δεν μπορούσε να τη δει δεν είχε σημασία.
- Τώρα, της είπε απαλά, θέλω να αφήσεις κάτω το διαβήτη που κρατάς, να πάρεις μια καθαρή πετσέτα και να σκουπίσεις τα χέρια σου.
Για μια στιγμή, η Μαρίνα πανικοβλήθηκε. Πώς ήξερε τι έκανε; Κοίταξε τα χαρακωμένα χέρια της που έσταζαν αίμα στα σεντόνια και ο διαβήτης γλίστρησε από τα δάχτυλά της. Μηχανικά, σχεδόν, έκανε αυτό που της είπε.
- Ωραία. Τώρα θέλω να ξαπλώσεις και να πάρεις βαθιές ανάσες μέχρι να αποκοιμηθείς. Μη φοβάσαι. Δεν πρόκειται να δεις άλλα άσχημα όνειρα. Κι αν δεις, μπορείς πάντα να με πάρεις τηλέφωνο. Ναι;
- Ναι, Άμπα, μουρμούρισε σαν να μην είχε δική της θέληση.
Έκλεισε το τηλέφωνο και ξάπλωσε. Σε πέντε λεπτά την είχε πάρει ο ύπνος και κανένα κακό όνειρο δεν ήρθε να τη βασανίσει αυτή τη φορά.


Ο Σεθ Άμπα έκλεισε το τηλέφωνο γεμάτος σκέψεις και κακά προαισθήματα. Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι όπου ήταν καθισμένος και κατευθύνθηκε προς τη βαριά, κόκκινη κουρτίνα που κάλυπτε τον τοίχο απέναντί του. Την τράβηξε αργά, σχεδόν ευλαβικά και αποκάλυψε τη δρύινη πόρτα που κρυβόταν πίσω της. Ψιθύρισε κάτι σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα, και η πόρτα άνοιξε. Αχνό, μωβ φως ξεχύθηκε στο χώρο. Την έσπρωξε προσεκτικά και μπήκε μέσα. Προχώρησε για λίγο στον ασπρόμαυρο διάδρομο που έμοιαζε με σκακιέρα, μέχρι που έφτασε μπροστά σε μια άλλη πόρτα, ακριβώς όμοια με την προηγούμενη. Χτύπησε. Δεν περίμενε να πάρει απάντηση για να ανοίξει. Το δωμάτιο ήταν τεράστιο, κατασκευασμένο από μαύρο μάρμαρο και όνυχα, ενώ στο ταβάνι του υπήρχαν ανάγλυφα σχέδια από ασήμι. Τα παράθυρά του έδειχναν μια άναστρη νύχτα, πολύ διαφορετική απ’αυτή που είχε αφήσει πίσω, στον πραγματικό κόσμο. Φωτιζόταν από αιωρούμενες σφαίρες μωβ και μαύρης ενέργειας και στο κέντρο του υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι απο βαθυκόκκινο, αρωματικό ξύλο. Από τις έξι καρέκλες γύρω του, οι τέσσερις ήταν πιασμένες. Ο Σεθ Άμπα κάθισε στην πέμπτη, ενώ η κεφαλή του τραπεζιού έμεινε κενή.
Στα δεξιά του καθόταν μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα, με το μαύρο βέλο της σηκωμένο. Ήταν τόσο όμορφη που οι άνθρωποι πέθαιναν μόλις αντίκριζαν το πρόσωπό της. Ήταν τόσο όμορφη που τα λόγια δεν μπορούσαν να το περιγράψουν. Ψύχος ανάβλυζε από το κορμί της. Απέναντί του ήταν δύο άντρες. Ο ένας ήταν ξανθός, ψηλόλιγνος, με ύπουλο πρόσωπο και ντελικάτα χαρακτηριστικά και ο άλλος έμοιαζε με ντουλάπα: δύο μέτρα τουλάχιστον, με πελώρια χέρια, ηλιοκαμένο δέρμα και ξυρισμένο κεφάλι. Στην κάτω πλευρά του τραπεζιού καθόταν ένας ακόμη άντρας, με κοντά, μαύρα μαλλιά, μπλε μάτια και μαύρο κοστούμι. Έμοιαζαν με συνάντηση αρχηγών της μαφίας, σκέφτηκε ο Σεθ Άμπα κι ένα ειρωνικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του.
- Λοιπόν; Τι έγινε αυτή τη φορά; είπε ο ξανθός με φανερή δυσαρέσκεια. Νόμιζα πως είχαμε συμφωνήσει να μη συγκαλούμε συμβούλιο για ψύλλου πήδημα.
Ο Σεθ Άμπα σηκώθηκε και ύψωσε τα χέρια του τελετουργικά, κλείνοντας τα μάτια.
- «Όταν οι αδελφοί μας πια δεν θα μπορούν να κρύψουν τη μορφή τους και το αίμα των ανθρώπων θα ρέει σαν νερό, όταν η τρέλα θα μιλάει πιο λογικά απ’ τη λογική κι όλοι οι χρόνοι γίνουν ένα στο παρόν, όταν γκρεμιστεί το άστρο της αυγής και το βασίλειό του καταρρεύσει, τότε μια νέα εποχή θα γεννηθεί και η βασίλισσα των δράκων θα επιστρέψει...»
Τα άτομα στο δωμάτιο αναδεύτηκαν ανήσυχα. Ήταν προφανές ότι τα λόγια του είχαν προκαλέσει την αναμενόμενη εντύπωση.
- Όλοι ξέρουμε την προφητεία, Αββαδών, σχολίασε η γυναίκα. Πού θέλεις να καταλήξεις δεν καταλαβαίνω.
Ο Σεθ Άμπα - ο Αββαδών, όπως τον είχε αποκαλέσει – δεν έχασε το χαμόγελό του. Κάθισε στη θέση του και τους κοίταξε, έναν προς έναν.
- Αδέλφια μου, η στιγμή πλησιάζει. Το είχα υποψιαστεί όταν η Άσταροθ μας ανακοίνωσε ότι κλάπηκε το «αυγό», όμως σήμερα μόλις κατάλαβα πόσο κοντά στην επίτευξη του στόχου μας είμαστε. Μια ασθενής μου είπε πως με είδε να κάθομαι σε ένα θρόνο στη μέση μιας ερήμου από κόκκαλα. Δεν μπορούμε πια να κρυφτούμε και η τρέλα μιλάει πιο λογικά από τη λογική...τι άλλα σημάδια περιμένουμε για να κινητοποιηθούμε; Το «αυγό» πρέπει να επιστρέψει στα χέρια μας άμεσα.
Ο μαυρομάλλης τύπος που καθόταν μόνος του, έγειρε μπροστά και σταύρωσε τα χέρια του. Τα γαλάζια του μάτια φανέρωναν ανείπωτη πείνα.
- Αυτή η ασθενής σου...την είδε; Τη βασίλισσα, εννοώ.
Ο Αββαδών ένευσε καταφατικά.
- Την είδε να κατασπαράζει έναν άντρα ζωντανό, κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.
- Σ’αυτήν την περίπτωση, έχεις δίκιο. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Η βασίλισσα δεν πρέπει με κανένα τρόπο να γεννηθεί στο σπίτι αυτού του θνητού που νομίζει πως έχει ανακαλύψει τα πάντα για το αυγό.
- Ο άνθρωπός μου το έχει υπό έλεγχο, είπε ήρεμα η Άσταροθ. Μην ανησυχείς για τίποτα, Άζαζελ. Οι μέρες της τυραννίας του Λούσιφερ είναι μετρημένες.