? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

38. Κρύες, Μαύρες Μέρες



Ο Τύραελ ακολουθούσε τους Έντεκα για ώρες ολόκληρες. Είχε κουραστεί και τα φτερά του είχαν αρχίσει να πονάνε. Ακόμη περισσότερο πονούσε η καρδιά του, βλέποντας τις καταστροφές που προκαλούσαν και γνωρίζοντας πως δεν ήταν σε θέση να κάνει τίποτα απέναντί τους ή να τους σταματήσει.
Είδε το κερασφόρο φίδι να συνθλίβει χωριά ολόκληρα στο πέρασμά του. Είδε τη Θύελλα να καταστρέφει λιμάνια και πλοία κι είδε κρατήρες ολόκληρους να ανοίγουν εκεί όπου κάποτε υπήρχαν κάμποι με σπαρτά. Είδε τον ανθρωπόμορφο λέοντα να αποκεφαλίζει αθώους με γυμνά χέρια και τον Μέγα Σκώληκα να βγαίνει από την επιφάνεια της γης λες κι αυτή ήταν νερό και να καταπίνει εκτάσεις ολόκληρες γεμάτες κόσμο. Είδε τόσα πολλά που το μυαλό του πάλευε να τα ξεχάσει. Δεν άντεχε άλλο να βλέπει.
Κοίταξε μπροστά του, πάνω από τα δέντρα και τις μισοκατεστραμμένες πόλεις κι είδε μια έκταση που κάποτε ήταν τα Γιάννενα να έχει μετατραπεί σε έρημο. Ρίγησε ολόκληρος. Ποια δύναμη στον κόσμο θα ήταν ικανή να κάνει κάτι τέτοιο; Ήξερε την απάντηση, παρόλο που δεν τολμούσε να την ξεστομίσει.
Είδε τους Έντεκα να συσπειρώνονται και να τρέχουν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση, με ακόμη μεγαλύτερη μανία, καταναλώνοντας και την τελευταία ρανίδα της δύναμής τους. Ήταν κοντά της. Το ήξεραν. Το ένιωθαν. Κι ο Τύραελ το ένιωθε. Την αισθανόταν μέχρι τα τρίσβαθα της ύπαρξής του την τυφλή οργή της θεάς που μετά βίας συγκρατιόταν να μη διαλύσει τα πάντα.
Μόλις οι Έντεκα πέρασαν τα τελευταία κτήρια και βγήκαν στην έρημο, ο Τύραελ χαμήλωσε κι άρχισε να πετάει ξυστά στο έδαφος. Λίγο πριν την άμμο, βρήκε μια μισογκρεμισμένη πολυκατοικία και χώθηκε μέσα. Δεν υπήρχε κανείς. Μόνο στάχτες. Πιθανότατα έργο του Λαχάμου, σκέφτηκε ο Τύραελ καθώς κρυβόταν στις σκιές.
Κοίταξε με προσοχή έξω από το διαλυμένο παράθυρο. Οι Έντεκα είχαν σχηματίσει κύκλο γύρω από ένα σημείο. Εκνευρισμένος που δεν μπορούσε να δει καλύτερα, ο Τύραελ ανέβηκε τρέχοντας τις σκάλες που οδηγούσαν στην ταράτσα. Σύρθηκε μέχρι την άκρη της και κοίταξε κάτω.
Και τότε κατάλαβε. Οι Έντεκα στέκονταν γύρω από τη Βασίλισσά τους, τη μητέρα τους, προσφέροντάς της παρηγοριά. Εκείνη είχε αγκαλιάσει το πόδι τον Πολυπλόκαμο με το ένα χέρι ενώ το άλλο βρισκόταν ανάμεσα στα σαγόνια του Κέρβερου που το κρατούσε με τρυφερότητα και λατρεία.
Ο Τύραελ αυτοσυγκεντρώθηκε, προσπαθώντας να επεκτείνει τις ήδη οξυμένες του αισθήσεις και να ακούσει τι διαταγές μπορεί να έδινε η θεά στα τέρατά της.
Αυτό που άκουσε τον εξέπληξε. Παιδικά αναφιλητά, που έκρυβαν απέραντη απόγνωση μέσα τους.
- Σκότωσαν...Μιχάλη..., την άκουσε να λέει. Τώρα...μόνο εσάς....
Το τρικέφαλο κτήνος γρύλισε και χάιδεψε το πρόσωπο της θεάς με τη μία από τις μουσούδες του. Εκείνη ξέσπασε σε ακόμη πιο έντονους λυγμούς, αγκαλιάζοντας πιο σφιχτά τον Πολυπλόκαμο. Οι άλλοι γύρω της την άγγιζαν απαλά με φτερά, πόδια, ουρές, ό,τι είχε καθένας τους. Έκαναν τα πάντα για να ανακουφίσουν τον πόνο της. Ο Τύραελ έπιασε τον εαυτό του να βουρκώνει, μετά από αιώνες.
Ξάπλωσε πίσω, αντικρίζοντας τον ουρανό που είχε βαφτεί κόκκινος από το αίμα κι έστειλε τη σκέψη του στον Πρίγκηπα. Ο θνητός με το όνομα «Μιχάλης» βρίσκεται σε κίνδυνο, ίσως νεκρός, κι η θεά προκαλεί καταστροφές σ’ολόκληρο τον κόσμο εξαιτίας του χαμού του.
«Γνωρίζεις πού βρίσκεται ο θνητός;» ήρθε η τηλεπαθητική απάντηση του Πρίγκηπα.
Ο Τύραελ ανακουφίστηκε που άκουσε τη φωνή του μετά από όλη τη φρίκη που είχαν αντικρίσει τα μάτια του ακολουθώντας την καταστροφική πορεία των Έντεκα.
Όχι, Πρίγκηπα. Είναι φονιάς, όμως, σωστά; Οι αδερφές θα πρέπει να μπορούν να τον αισθανθούν αν δεν τις έχει απαρνηθεί κι αν είναι ακόμη ζωντανός..
«Δεν τις έχει απαρνηθεί. Μείνε ήσυχος, αδερφέ μου. Θα βάλω τα δυνατά μου να διορθώσω τα πράγματα. Υποσχέσου μου ότι θα προσέχεις, στο δρόμο του γυρισμού.»
Καλή τύχη, Πρίγκηπα.
Ο Τύραελ έμεινε για λίγο ξαπλωμένος εκεί, ακούγοντας το κλάμα της θεάς. Ένιωθε πως είχε την τιμή να παρεβρίσκεται σε μια σκηνή απίστευτης ιερότητας. Είχε σκοπό να την κρατήσει στη μνήμη του για πάντα. Ή, έστω, μέχρι να πεθάνει.



Η Αλίκη οδηγούσε σαν τρελή. Η Εύα, βρώμικη και με μισοσκισμένα ρούχα, κοιμόταν γαλήνια στο πίσω κάθισμα. Κωλόφαρδα πιτσιρίκια, σκέφτηκε. Δεν πα να καίγεται ο κόσμος, αυτά μπορούν να ξεραθούν στον ύπνο όπου κι αν βρίσκονται.
Ευθεία μπροστά της υπήρχε ένα μπλόκο από αστυνομικούς, που εμπόδιζαν την είσοδο στην Αταλάντη. Η Αλίκη πήρε τρεις βαθιές ανάσες και μπήκε στο ρόλο. Ήταν πολύ σημαντικό να υιοθετείς διαφορετικές προσωπικότητες όταν ήσουν Κυνηγός και έπρεπε να προσεγγίζεις κάθε είδους δαιμονολάτρες.
Σταμάτησε μπροστά στο μπλόκο, κοιτώντας τον αστυνομικό που την πλησίαζε με μάτια γεμάτα δάκρυα.
- Ταυτότητα και άδεια.
Η Αλίκη του έδωσε την ταυτότητά της με τρεμάμενα χέρια.
- Σα...σας παρακαλώ, τραύλισε ικετευτικά, σας παρακαλώ, αφήστε με να περάσω. Έρχομαι από την Αθήνα...τα...τα πάντα έχουν καταστραφεί, ο άντρας μου...θεέ μου, ο άντρας μου...τον σκότωσαν αυτά τα πλάσματα...πρέπει να πάω το παιδί μου στο νοσοκομείο...κοιτάξτε την...σας παρακαλώ, κύριε, αν πιστεύετε σε οποιονδήποτε θεό, αφήστε με να περάσω.
Έκρυψε το πρόσωπό της στα χέρια της, κλαίγοντας σπαραχτικά. Αισθάνθηκε το χέρι του αστυνομικού στον ώμο της.
- Ελάτε, κυρία μου, μην κλαίτε, της είπε ταραγμένα.
Της έχωσε την ταυτότητά της στο χέρι και έβγαλε από το πορτοφόλι της το πρώτο χαρτί που βρήκε μπροστά του. Έκανε πως το μελετούσε διεξοδικά.
- Όλα εντάξει, φώναξε στους άλλους. Έχει άδεια.
Τους ανέμισε το χαρτί και ένευσαν καταφατικά, αφήνοντάς την να περάσει. Ο αστυνομικός της χαμογέλασε νευρικά καθώς της έδινε πίσω τη λίστα με τα ψώνια. Η Αλίκη του χάρισε το πιο φωτεινό, το πιο γεμάτο ευγνωμοσύνη χαμόγελό της καθώς περνούσε από το μπλόκο.



Είμαι νεκρός.
Θυμήθηκε τον άγγελο – τον έκπτωτο – να τον αφήνει από τη λαβή του, θυμήθηκε να πέφτει στο κενό...κενό, κενό, κενό...και μετά τίποτα. Δεν ένιωθε πόνο, μόνο κρύο, κι όλα ήταν σκοτεινά. Το μόνο λογικό συμπέρασμα ήταν πως ήταν νεκρός.
Ένιωσε κάτι. Ήταν ένα απαλό χέρι που τον άγγιζε.
Τία;
Αν δεν ήταν νεκρός θα έβαζε τα γέλια. Την είχε προδώσει κι όμως εξακολουθούσε να είναι το πρώτο πράγμα που του ερχόταν στο μυαλό όταν ένιωθε γυναικείο άγγιγμα. Δεν είχε το δικαίωμα να τη σκέφτεται. Ήταν ένας προδότης που δεν άξιζε τίποτα. Ποτέ δεν έπρεπε να τον έχει επιλέξει μια θεά. Έστω και για ακόλουθό της.
- Σ’αυτό δεν έχεις άδικο.
Η φωνή υπερβολικά ζωντανή για να είναι η φωνή του θανάτου. Επίσης, ήταν υπερβολικά γυναικεία.
Πόλυ;
- Είσαι λίγο βλάκας, τελικά, έτσι δεν είναι;
Άλλη φωνή. Γυναικεία κι αυτή. Ήταν παράξενο. Οι φωνές τους δεν έμοιαζαν με τίποτα απ’όσα είχε ακούσει στο παρελθόν. Και τότε το σκοτάδι διαλύθηκε και σιγουρεύτηκε πως ήταν νεκρός.
Ήταν ξαπλωμένος σ’ένα καταπράσινο λιβάδι. Ευωδιαστός άνεμος παράσερνε τα μαλλιά του και χάιδευε το γυμνό του δέρμα. Και γύρω του ήταν αυτές. Ήταν γυναίκες και γριές και παιδιά ταυτόχρονα. Ήταν τρεις, αλλά ήταν μία. Τα τυφλά τους μάτια ήταν καρφωμένα στα δικά του κι έμοιαζαν να βλέπουν μέχρι βαθιά στην ψυχή του.
Κι έπειτα οι μορφές τους σταθεροποιήθηκαν κι έγιναν τρεις πανέμορφες κοπέλες, σκυμμένες από πάνω του. Ήταν γυμνές κι από την πλάτη τους ξεπρόβαλλαν λευκά φτερά που έμοιαζαν με πουλιού. Στο δεξί τους χέρι είχαν τυλιγμένο από ένα φίδι, ενώ στο αριστερό ένα ρόδο του οποίου τα αγκάθια μπήγονταν στη σάρκα τους. Αίμα κυλούσε αέναα από τις πληγές κι έβαφε κόκκινα τα δάχτυλά τους. Η μία ήταν ξανθιά, η άλλη μελαχροινή και τα μαλλιά της τρίτης ήταν ασημόλευκα. Ένα πανομοιότυπο, ειρωνικό χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χλωμά τους χείλη και το δέρμα τους, όμοιο με σμιλεμένο μάρμαρο, γυάλιζε στο φως που τύλιγε το λιβάδι.
- Μας κάλεσες, είπε η τρίτη.
Έλεος. Έπεφτα από μια γέφυρα. Το μόνο που θα μπορούσα να καλέσω θα ήταν η πυροσβεστική, αλλά δεν μου μοιάζετε.
Τα τυφλά μάτια της ξανθιάς έλαμψαν και το πρόσωπό της πήρε μια άγρια έκφραση. Τον άρπαξε από το λαιμό και μυτερά νύχια μπήχτηκαν στη σάρκα του. Πάλεψε να πάρει αέρα.
- Το ακούσατε αυτό, αδερφές; σύριξε οργισμένα. Πρώτα διέπραξε το μεγαλύτερο κακό κι έστρεψε επάνω του την προσοχή μας και τώρα μας προσβάλλει!
Ξιδάκι, σκέφτηκε δύστροπα ο Μιχάλης, αρνούμενος να εγκαταλείψει την ανέμελη πόζα του ακόμη και νεκρός.
- Τισιφόνη, ακούστηκε μια τέταρτη φωνή από πίσω τους. Αφήστε τον.

Η φωνή ήταν απαλή και απροσδιορίστου φύλου. Του θύμισε λιωμένη καραμέλα σε γυμνό δέρμα κι ήταν τόσο σαγηνευτική που σχεδόν του προκάλεσε ερεθισμό.
Η ξανθιά στράφηκε και κοίταξε κάπου πίσω της κι έπειτα απομακρύνθηκε από τον Μιχάλη βιαστικά και διπλωμένη στα δύο, σαν να υποκλινόταν σε κάποιον.
- Συγχώρεσέ μας, Πρίγκηπα...επιθυμείς τον θνητό για τον εαυτό σου;
Η μελαχροινή έριξε ένα πεινασμένο βλέμμα στον Μιχάλη κι έπειτα έπεσε στα γόνατα. Μια μορφή φάνηκε.
Ωραία. Ελπίζω τουλάχιστον αυτός να είναι ο θάνατος γιατί υπάρχει ένα μέτρο στο δράμα που μπορεί να αντέξει ένας άνθρωπος.
Είχε χρυσό δέρμα και χαλκόξανθα μαλλιά που έπεφταν σε κύματα στην πλάτη και τους ώμους του. Τα πράσινα μάτια του ήταν τόσο φωτεινά που σχεδόν δυσκολευόταν να αντικρίσει το βλέμμα του. Τα χαρακτηριστικά του ήταν ακαθόριστα ανδρόγυνα, όμως η ομορφιά του πλάσματος κατάφερε να συγκλονίσει ακόμη κι αυτόν, που πίστευε ότι λίγα πράγματα μπορούσαν πια να τον ταράξουν.
Δεν είναι κι άσχημος. Για θάνατος.
Όταν πλησίασε πιο κοντά, το φως που αντανακλούσε η χρυσαφένια επιδερμίδα του υποχώρησε κι ο Μιχάλης μπόρεσε να τον δει πιο καθαρά. Δεν ήξερε τι περίμενε. Πάντως σίγουρα όχι ένα αμούστακο παλικαράκι που έμοιαζε νεότερο από τον ίδιο, φορούσε μπλούζα “Atrocity” και σκισμένο τζην κι ήταν ξιπόλητος στο γρασίδι. Το πλάσμα τον κοίταξε γαλήνια και κάθισε οκλαδόν δίπλα του με μια ρευστή κίνηση, γεμάτη χάρη.
Οι τρεις γυναίκες μαζεύτηκαν γύρω από το πλάσμα, αγγίζοντάς τον, χαϊδεύοντάς τον και κοιτώντας τον με λατρεία, αποζητώντας την προσοχή του. Δεν τους έδωσε καμία σημασία. Αντίθετα, έμοιαζε επικεντρωμένος στον Μιχάλη, τόσο που ένιωσε να ζαλίζεται και να χάνεται μέσα στο απύθμενο φως αυτών των σμαραγδένιων ματιών.
Πού είναι η μαύρη μπέρτα και το δρεπάνι; Τα ξέχασες σε κάναν τάφο;
Το πλάσμα γέλασε και το γέλιο του έμοιαζε με δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια.
- Πηγαίνετε, είπε ήσυχα στις γυναίκες.
- Πρίγκηπά μου...
- ...άφησέ μας...
- ...να παρακολουθήσουμε την τιμωρία...
- ...που θα επιβάλεις σ’αυτόν τον θνητό...
- ...διέπραξε το μεγαλύτερο κακό...
- ...πρέπει να πληρώσει...
Ήταν ανατριχιαστικός ο τρόπος που συνέχιζαν η μία τα λόγια της άλλης, λες κι ήταν ένα μυαλό σε τρία σώματα.
Το πλάσμα τις κοίταξε κουρασμένα.
- Πηγαίνετε. Δεν θα τον τιμωρήσω. Δεν είναι δική μου δουλειά.
Οι τρεις γυναίκες άρχισαν να απομακρύνονται συντετριμμένες από το πλευρό του πλάσματος και, σε λίγο, είχαν χαθεί εντελώς από το οπτικό πεδίο του Μιχάλη.
Φαντάσου να τις έχεις στο κρεβάτι αυτές τις τρεις.
- Κακή εμπειρία, πίστεψέ με, σχολίασε εύθυμα το πλάσμα.
Τώρα τι γίνεται; Πάω στην Κόλαση; Σίγουρα αυτό το μέρος δεν μοιάζει πολύ με το Καθαρτήριο.

Για μια ακόμη φορά, το γάργαρο, καμπανιστό γέλιο, γέμισε το χώρο.
- Περίμενα πως με τις παρέες που κάνεις θα ήξερες κάποια πράγματα παραπάνω σχετικά με το τι είναι η Κόλαση και τι δεν ειναι.
Το μόνο που ξέρω είναι ότι η Τία με είχε ανάγκη κι εγώ την πρόδωσα.
Πράγμα παράξενο, ένιωσε ένα δάκρυ να κυλάει στο πρόσωπό του.
Όπως πρόδωσα τη Μαίρη. Όπως πρόδωσα τη Βούλα.
Το πλάσμα άπλωσε το χέρι του και τον άγγιξε στο στήθος. Αισθάνθηκε να τον διαπερνά θερμότητα και να γεμίζει με ενέργεια μέχρι τα κόκκαλά του.
- Ξέρεις, σχολίασε η φωνή στον ίδιο εύθυμο τόνο, δεν είσαι νεκρός. Ούτε και πρόκειται να πεθάνεις τώρα σύντομα.
Για κάποιο λόγο, ο Μιχάλης ένιωσε σαν να τον είχε χτυπήσει.
Δεν καταλαβαίνεις. Πρέπει να πεθάνω. Δεν μου αξίζει να ζω. Είμαι φονιάς και προδότης. Είχα μια ευκαιρία...μία!...για να διορθώσω τα πράγματα και να κάνω κάτι καλό και τι έκανα; Αυτό που κάνω πάντα...τα γάμησα όλα.
Η θερμότητα άρχισε να πάλλεται κι άκουγε μέσα του έναν ήχο που έμοιαζε πολύ με καρδιοχτύπι. Αισθάνθηκε και τη δική του καρδιά να συντονίζεται σ’αυτόν τον ήχο.
- Έχεις ακόμη αυτήν την ευκαιρία. Η θεά δεν σε μισεί. Σε έχει ανάγκη. Πρέπει να καταλάβεις πως όσο κι αν η συντροφιά σου, η αγάπη σου, ο έλεγχος που της επιβάλλεις...όσο κι αν είναι σημαντικά όλα αυτά, η Τίαματ χρειάζεται εσένα. Και σε χρειάζεται εκεί. Η ανάγκη της για σένα την κάνει να φοβάται.
Ναι, καλά. Θεά είναι. Τι να φοβηθεί;
- Φοβάται ότι θα σε χάσει. Είσαι ο μόνος που την καταλαβαίνει στ’αλήθεια. Και τώρα που βρέθηκε αντιμέτωπη με την πιθανότητα του θανάτου σου...ο κόσμος υποφέρει τις συνέπειες.
Τι εννοείς;
Το πλάσμα του χαμογέλασε.
- Πως πρέπει να επιστρέψεις κοντά της.
Δηλαδή δεν θα πεθάνω;
- Δεν τα πιάνεις γρήγορα, ε; του είπε με φιλική διάθεση.
Τελικά, ρε φίλε, ποιος είσαι;
- Ο Διάβολος, απάντησε αινιγματικά το πλάσμα.
Χα. Πού είναι τα κέρατά σου;
Ο Διάβολος άγγιξε απαλά το μέτωπο του Μιχάλη.
- Εδώ, του είπε. Ξέρεις, παρόλη σου την κατανόηση για τη θεά του χάους, ποτέ δεν σε απασχόλησε ιδιαίτερα η οπτική της άλλης πλευράς.
Τη σκοτώσατε. Τι να κατανοήσω απ'αυτό;
- Έχεις δίκιο. Τη σκοτώσαμε. Και το πληρώσαμε με το να δούμε την Κόλαση να παραδίδεται σε εμφύλιους πολέμους ενώ το μόνο που θέλαμε ήταν να τη σώσουμε. Δυστυχώς ή ευτυχώς, πάνω σου έχει πέσει η ευθύνη να διδάξεις και στη θεά τη σημασία της ελεύθερης βούλησης.
Παλικάρι, είπαμε να κάνω κάτι εφικτό, όπως το να την αγαπάω. Αλλά εσύ μου ζητάς να κάνω θαύματα.
- Όχι. Σου ζητάω να είσαι ο εαυτός σου και να της δείξεις ότι αν μένεις κοντά της είναι επειδή το θέλεις κι όχι επειδή νιώθεις υποχρέωση. Το ξέρω πως αυτό είναι που αισθάνεσαι. Γιατί λοιπόν σου είναι τόσο δύσκολο να το δείξεις;
Την πρόδωσα.
- Την πρόδωσες;
Την πρόδωσα;
Για πρώτη φορά μπήκε η αμφιβολία στο μυαλό του. Τι το τόσο κακό είχε κάνει; Είχε θελήσει να ξεφύγει λίγο από το χαμό του πολέμου. Ήταν άνθρωπος και είχε το δικαίωμα να το κάνει.
- Αλλά δεν έκατσες να της το εξηγήσεις. Απλά σηκώθηκες κι έφυγες σαν δειλός.
Την πρόδωσα.
Κι αυτή τη φορά ο Μιχάλης κατάλαβε για ποιο λόγο την είχε προδώσει.
- Είσαι σημαντικό πρόσωπο στον πόλεμο που μαίνεται γύρω σου. Αν χαθείς ή αν αρνηθείς την Τίαματ από φόβο για την οργή της, όλα θα χαθούν.Και πρέπει να σου πω πως δεν είμαι έτοιμος να πεθάνω, ακόμη.
Δεν καταλαβαίνεις! Δεν είμαι σημαντικός! Δεν αξίζω τίποτα! Ούτε καν ακόλουθός της δεν αξίζω να είμαι!
Μέσα στο μυαλό του ο Μιχάλης ούρλιαζε. Όμως το πλάσμα του χαμογέλασε με τόση κατανόηση που του έφερε δάκρυα στα μάτια.
- Πρέπει να ομολογήσω πως δεν σε συμπαθώ και πολύ. Αλλά αν ο πόλεμος ήταν ρουλέτα και στοιχημάτιζα πάνω σου, θα έβγαζα δισεκατομμύρια.
Ο Μιχάλης έβαλε τα γέλια. Κοίτα να δεις που ο Διάβολος ήταν συμπαθητικό παιδί τελικά.
- Είσαι ίσως ο πιο σημαντικός άνθρωπος πάνω στον πλανήτη αυτή τη στιγμή. Πρέπει να την καθησυχάσεις, να δει ότι είσαι ζωντανός. Πρέπει να τη σταματήσεις. Αλλιώς θα καταστρέψει τα πάντα και πολλοί από τους δικούς μου υποφέρουν με τον πόνο των ανθρώπων.
Αν αντιπροσωπεύετε την ελεύθερη βούληση τότε γιατί σας πολεμάει; Δεν θα έπρεπε να σας υποστηρίζει;
- Την απογοητεύσαμε. Περίμενε πως εμείς θα την κατανοούσαμε, αλλά δεν το κάναμε. Τότε. Τώρα...τα πράγματα είναι αλλιώς. Τώρα είδα τι αποτέλεσμα είχαν οι πράξεις μου και έχω αλλάξει νοοτροπία. Σε κάποια θέματα.
Άρα πρέπει να την πείσω να σταματήσει τον πόλεμο!
Ο Μιχάλης σκέφτηκε πανικόβλητος τι θα γινόταν αν έπαυε να υπάρχει ελεύθερη βούληση. Σκέφτηκε την τάξη που ήδη είχε επιβληθεί στον κόσμο να γίνεται ακόμη πιο απολυταρχική και τυραννική και, παρά τη θερμότητα, ρίγησε.
- Όχι, του είπε απαλά το πλάσμα. Ο πόλεμος πρέπει να γίνει. Και, μάλιστα, θα πρέπει να φροντίσεις εσύ ώστε να γίνει, δεδομένου ότι η Τίαματ κωλυσιεργεί. Της αρέσει...να παίζει. Καταλαβαίνω.
Μα αν γίνει ο πόλεμος, θα χάσετε! Δεν γίνεται να πεθάνετε! Είστε η ελεύθερη βούληση.
Το πλάσμα κούνησε το πανέμορφο κεφάλι του με συμπάθεια.
- Καταλαβαίνω πως ασπάζεσαι τις απόψεις μας. Αυτός είναι κι ο λόγος που δεν μπορώ να διακινδυνεύσω να θυμάσαι τη συζήτησή μας ή το γεγονός ότι εγώ σε θεράπευσα.
Γιατί όχι;
- Γιατί θα προσπαθήσεις να το σταματήσεις και δεν πρέπει. Είναι πολύ σημαντικό να γίνει αυτή η μάχη. Είναι σημαντικό για όλους μας. Για το χάος, για την τάξη...για την ελεύθερη βούληση...για τους ανθρώπους. Σου φαίνεται αδύνατο να δεχτείς πως κάποιος όπως εγώ θα ρίσκαρε τα πάντα για μια πιθανότητα; Κι όμως, Μιχάλη...αυτή η πιθανότητα είναι η μόνη ελπίδα που έχουμε. Άλλωστε...είμαι συνηθισμένος να κυνηγάω σβησμένα όνειρα και χίμαιρες.

Το πλάσμα άπλωσε το χέρι του να αγγίξει ξανά το μέτωπο του Μιχάλη.
Μισό λεπτό. Θα θυμηθώ ποτέ;
Του χαμογέλασε.
- Θα θυμηθείς όταν έρθει η ώρα. Αν κάτι έχω μάθει για την Τίαματ είναι πως αν της δώσεις αρκετό χρόνο, οι πράξεις της θα οδηγήσουν σε κάτι τόσο μεγάλο και απρόσμενο που κανένα θνητό μυαλό δεν θα μπορούσε να το αντέξει. Και τώρα έφτασε η στιγμή...
Περίμενε. Ποιος είσαι;
- Σου είπα. Ο Διάβολος. Κοιμήσου τώρα. Κι όταν ξυπνήσεις δεν θα θυμάσαι τίποτα. Μέχρι να έρθει η ώρα.
Το λιβάδι χάθηκε, ο αέρας χάθηκε, η θερμότητα χάθηκε...οι παλμοί της καρδιάς του πλάσματος, συντονισμένης με τη δική του...χάθηκαν. Κι έμεινε μόνο σκοτάδι, κρύο κι ένα καμπανιστό γέλιο που απομακρυνόταν.