? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

45. Ο δρόμος προς την Κάρνταβα

Οι πληγές του κόσμου έφεραν αποτέλεσμα. Ίσως να μην ήταν κάτι το αναμενόμενο ή το ελπιδοφόρο, ωστόσο είχε τον χαρακτήρα μιας ριζοσπαστικής, διεθνούς ανακατάταξης. Ο κόσμος υποδέχτηκε την Παγκόσμια Οργάνωση Προλεταρίων, ένα τεράστιο σύνολο πληθυσμού μιας πρωτοφανούς για τα χρονικά του πλανήτη εμβέλειας, η οποία απλώνονταν σε όλες της χώρες. Η οργάνωση αυτή ήταν επηρεασμένη αμυδρά από την ιδέα της ελεύθερης βούλησης, όπως προέκυψε από πληροφορίες που διέρρευσαν σχετικά με τη μάχη της κόλασης και τον ακριβή ρόλο του Λούσιφερ σε αυτή. Περιλάμβανε άτομα όλων των κοινωνικών στρωμάτων που δε δίστασαν να ενεργήσουν τρομοκρατικά και να ορίσουν εκπροσώπους τους στις κυβερνήσεις των κρατών, παρά το γεγονός ότι οι κεφαλές της, δεν ήταν παρά κερδοσκόποι και καριερίστες.

Το αντίπαλο δέος της οργάνωσης αυτής ήταν το λεγόμενο Τάγμα της Ελεύθερης βούλησης που είχε θρησκευτικό χαρακτήρα και λειτουργούσε παρασκηνιακά με αμφίβολες προθέσεις. Παρά τον παγκόσμιο χαρακτήρα των δύο αυτών αντίπαλων παρατάξεων που είχαν κοινή ιδεολογική βάση, είχε διαμορφωθεί σε αρκετές χώρες, άλλη μια σέχτα παγανιστών που άκουγε στο όνομα «Νέο Τάγμα της Τίαματ» και δεν επεδίωκε να παίξει κάποιο ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Η κυρίαρχη θέση του τάγματος αυτού ήταν ότι το χάος είχε επιβάλλει την δίκαιη τιμωρία του στον κόσμο που το εγκατέλειψε, προκαλώντας κοινωνικές αλλαγές, οι οποίες θα οδηγούσαν σε μια νέα αναγέννηση των ιδεών και του πνεύματος. Το γεγονός ότι η πλειοψηφία των πληθυσμών δεν ασπάζονταν μια τέτοια άποψη και μίσησε το χάος για τα δεινά που επέφερε, οδήγησε το εν λόγω τάγμα, στο να αποκτήσει ένα χαμηλότερο προφίλ σε σχέση με τα άλλα.



Με το που έδωσε η νύχτα τη θέση της στο πορτοκαλί φως της ημέρας, οι πελώριες ορδές της θεάς του χάους άρχισαν να διασχίζουν τους αγρούς με ρυθμικό βήμα και με προορισμό τη μυστική κοιλάδα της Κάρνταβας. Όσοι από τους δαίμονες είχαν την ικανότητα της τηλεμεταφοράς, βρίσκονταν ήδη εκεί και περίμεναν τους υπόλοιπους στους πρόποδες του Τίστου, εκεί που ο αέρας έδιωχνε βίαια τα σύννεφα και ο ήλιος ήταν μονίμως κρυμμένος, δίνοντας στο τοπίο την αμφίβολη φωτεινότητα του λυκόφωτος.

Αρκετά χιλιόμετρα μακριά, οι αιθέρες σχίζονταν αρμονικά από το μαγευτικό σμήνος των εκπτώτων που ταξίδευαν με στόχο να συναντήσουν τα αδέλφια τους στην ίδια κοιλάδα και να δώσουν τη μάχη που θα καθόριζε αποφασιστικά την κατάληξη της αδούλωτης ζωής και των ευσυνείδητων αγώνων τους.



Στη βίλλα του Μπαάλ, μέσα στο μισόφωτο της αλλόκοσμης αίθουσας με τις μοβ και μαύρες αιωρούμενες σφαίρες, όπου ο χρόνος είναι νεκρός και η υλική υπόσταση μοιάζει διφορούμενη, ο αλαζονικός ιδιοκτήτης, απεύθυνε με τον φαινομενικά μνησίκακο τρόπο του τον αποχαιρετισμό και τις ευχές του στη ψυχρή αδελφή του, την Άσταροθ. Εκείνη κάθονταν σε μία από τις καρέκλες του παράξενου τραπεζιού, έχοντας δίπλα της τον Λαέρτη, ο οποίος μέσα στον δειλό φωτισμό και την μπερδεμένη προοπτική του χώρου, θύμιζε κέρινο ομοίωμα τυλιγμένο με μία παλιού τύπου καμπαρντίνα. Ο Λαέρτης, ανυπομονούσε να ξεμπερδέψουν με τον Μπαάλ και να βγει όσο δυνατόν γρηγορότερα έξω από την αίθουσα συνεδριάσεων, εκεί που ο κόσμος επέστρεφε στη κλασσική και απέραντη συμμετρία του.

«Να πω ότι χαίρομαι που θα εγκαταλειφτεί το σπίτι μου, θα είναι ψέματα», τους είπε ο Μπαάλ. «Την προσπάθεια που κατέβαλα για να το αποκτήσω, τελικά φαίνεται ότι μόνον εγώ την εκτιμώ». Έδειξε το βαζάκι με τις μύγες του.

«Το σπίτι σου, επιτέλεσε τον σκοπό του στο έπακρο», τον διαβεβαίωσε η Λούσι. «Τώρα πια η Κάρνταβα είναι που θα ορίσει το τελικό αποτέλεσμα και οφείλουμε να βρισκόμαστε εκεί». Του έριξε ένα βλέμμα γεμάτο από ένα ιδιαίτερο νόημα. «Κι εσύ επίσης», πρόσθεσε.

«Αστειεύεσαι!», δήλωσε με καγχασμό ο Μπαάλ. «Πότε υπήρξα πολεμιστής για να γίνω τώρα; Πέφτεις έξω, αδελφή. Προτιμώ να κατηφιάσω που πέθανε ο Ασμοδαίος και να πιω κρασί στη μνήμη του παρά να έρθω εκεί και να το παίξω ήρωας. Το μόνο που μπορώ, είναι να ευχηθώ σε σένα και στον Αββαδών καλά ξεμπερδέματα».

Η Λούσι κοίταξε λοξά τον Λαέρτη. «Αυτό σημαίνει “καλή επιτυχία’ στη γλώσσα του», του μετέφρασε.

«Δε θα αφήσω το σπίτι έτσι!», γκρίνιαξε μνησίκακα ο Μπαάλ. Έδειξε με το δάχτυλο του τον Λαέρτη. «Λοιπόν! Θα το γράψω στο όνομά σου και έχω την απαίτηση από σένα να το συντηρείς. Σε δεσμεύω με αυτό και θέλω να με υπακούσεις».

«Δηλαδή μου χαρίζεις τη βίλλα σου;», ρώτησε ο Λαέρτης κολακευμένος.

«Ελληνικά μιλάω και νομίζω ότι είμαι σαφής».

Ο Λαέρτης εξέφρασε δειλά την επόμενή του απορία. «Είναι νόμιμη;»

Ο Μπαάλ γέλασε σατανικά. «Τι λες βρε ανθρωπάριο. Πολύ πλάκα έχεις. Είναι δυνατό να πάρεις από μένα νόμιμη βίλλα; Αν ήταν νόμιμη, θα μας εντόπιζε με τη μία η υποδεέστερη φάρα σου».

«Ήδη έχουν εντοπίσει το κτήριο κάποιοι θνητοί», είπε η Λούσι.

«Ε, τότε θα κινήσω κάποιες διαδικασίες για να βγάλω μια άδεια. Για μένα δεν είναι τίποτα», διαβεβαίωσε ο Μπαάλ ακουμπώντας με την παλάμη του το καπάκι του βάζου του.

«Ευχαριστώ για το δώρο σου», του είπε ο Λαέρτης.

«Και κανόνισε σε παρακαλώ να μη μου κάνεις τη βίλλα μοναστήρι», πρόσθεσε ο Μπαάλ δύστροπα. «Να καλείς φίλους για διάφορα πάρτι και να γλεντοκοπάτε, σου το επιτρέπω. Δε θα επιτρέψω όμως να μου μαζέψεις εδώ μέσα τους ξενέρωτους με τους οποίους συναναστρέφεσαι συνήθως. Σε ξέρω καλά εσένα. Σε έχω κόψει».

«Θα το έχω υπόψη μου», είπε ο Λαέρτης.



Στους πρόποδες του Τίστου, οι δαίμονες που είχαν καταφθάσει, ξεκίνησαν πυρετωδώς τις προετοιμασίες τους για την επικείμενη σύγκρουση. Ακόνιζαν τα όπλα τους, έστηναν τις σκηνές και ανέβαζαν το ηθικό τους με ηρωικά άσματα και αμβροσία.

Ο ταγματάρχης Φόβος, είχε εγκατασταθεί εκεί από το πρωί και διέσχιζε τον καταυλισμό περπατώντας με τον γοητευτικό, κερασφόρο και μακρυμάλλη δαίμονα που ονομάζονταν Ζέπαρ.

«Μην αφήσεις το πένθος σου για τον στρατηγό να σε κυριεύσει στην μάχη, Φόβε», του έλεγε ο Ζέπαρ. «Είσαι από τους καλύτερους που έχουμε και η ψυχολογία σου, είναι καθοριστική για όλους μας».

«Σκοπεύω να ανταπεξέλθω και μάλιστα με το παραπάνω φίλε μου», τον διαβεβαίωσε ο φόβος. «Ποτέ ως τώρα η θλίψη δε με έχει επηρεάσει αρνητικά. Το αντίθετο μάλιστα. Με γεμίζει με πείσμα».

Ξαφνικά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια και των δύο, ένα περιστρεφόμενο σύννεφο καπνού γεννήθηκε από το πουθενά και στροβιλίζονταν σε μία φρενήρη τροχιά γύρω από τον εαυτό του, συνοδευόμενο από έναν έντονο βόμβο. Μια σπίθα άστραψε μέσα του προκαλώντας έναν έντονο κρότο και ένας από τους μικρούς μεταφορικούς δράκους πρόβαλλε από μέσα της. Έμοιαζε εντελώς ζαβλακωμένος και σώριασε με μιας στο χώμα την πυρόξανθη αναβάτριά του. Η όμορφη δαιμόνισσα κατέληξε μπρούμυτα μπροστά στα πόδια τους, μαζί με το μεγάλο κασόνι της και τους άδειους παπύρους που σκόρπισαν γύρω της κατά την πτώση.

«Που να πάρει η ευχή και μα τους ποταμούς του Άδη!», φώναξε σαν να βλαστημούσε. Έπειτα σηκώθηκε και αντίκρισε τους δύο πολεμιστές.

«Είσαι καλά;», τη ρώτησε ο Φόβος καθώς έσκυψε να μαζέψει τους παπύρους της.

«Δεν είμαι συνηθισμένη στη τηλεμεταφορά», του απάντησε χαμογελώντας αμήχανα. «Είμαι η χρονικογράφος της βασίλισσας».

Ο Ζέπαρ της φίλησε το χέρι σε ένδειξη ιπποτισμού. «Ώστε εσύ είσαι η Πολύμνια», της είπε. «Έχω ακούσει πολλά για σένα, αλλά τώρα που σε βλέπω μπορώ να πω ότι η ομορφιά σου ξεπερνάει κάθε προσδοκία».

«Σας ευχαριστώ», δήλωσε η Πολύμνια κολακευμένη. «Αλλά δε πρέπει να χάσω καθόλου χρόνο. Θα κάνω μια μικρή περιήγηση στον καταυλισμό αρχικά και…»

«Θα είναι τιμή μου να σε ξεναγήσω», της είπε ο Φόβος χαμογελώντας.

Το βλέμμα όμως της Πολύμνιας έγινε απλανές και χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα, εκεί που σαν πολλές μικρές και διάσπαρτες κουκίδες διαγράφονταν ο αντίστοιχος καταυλισμός των εκπτώτων.

«Ντάλιελ», ψιθύρισε συγκινημένη. «Καλέ μου Ντάλιελ, άραγε είσαι εκεί;»

Οι δύο αρσενικοί δαίμονες κοιτάχτηκαν μεταξύ τους με απορία. Ο Φόβος φρόντισε να τη συνεφέρει κάπως από την ονειροπόληση.

«Δεν έχουν καταφθάσει ακόμη όλοι τους. Απ’ ότι κατάλαβα βρίσκεται ανάμεσά τους κάποιο αγαπημένο σου πρόσωπο;»

«Ναι», παραδέχτηκε η Πολύμνια κοκκινίζοντας. «Είναι ο άγγελός μου. Πότε πιστεύετε ότι θα ολοκληρωθεί η άφιξή τους;»

«Αυτό είναι άγνωστο, όπως άγνωστο είναι και το πότε θα μαζευτούν οι δικοί μας», απάντησε ο Φόβος, νιώθοντας κάπως άβολα που υποχρεώνονταν να μιλήσει για τους έκπτωτους. «Λοιπόν! Θα σου βρω κάποια άδεια σκηνή κοντά σε αυτή της βασίλισσας», δήλωσε τελικά. Έσκυψε και πήρε το κασόνι της στα χέρια του. «Θα σε βοηθήσω να μεταφέρεις και αυτό εκεί. Τι έχει μέσα, αν επιτρέπεται; Τα συγγράμματά σου;»

«Όχι», απάντησε η Πολύμνια. «Τα φορέματά μου. Ήρθα κατάλληλα εξοπλισμένη προκειμένου να καταγράψω το χρονικό της μάχης».

Ο Φόβος, έμεινε με το στόμα ανοιχτό.



Στην απέναντι πλευρά, οι προετοιμασίες των εκπτώτων ήταν παρόμοιες. Η Δανάη τους εμψύχωνε με τα πολεμικά της εμβατήρια, καθώς αυτοί γυμνάζονταν και ακόνιζαν τα ξίφη τους. Ήταν όλοι τους αποφασισμένοι να δώσουν τον καλύτερο εαυτό στην τελική σύγκρουση που έμελλε να καθορίσει το μέλλον τους, καθώς και το μέλλον των ιδανικών που υπεράσπιζαν.

Όλες οι δραστηριότητες διακόπηκαν από την εμφάνιση ενός λευκού τυφώνα, περιτριγυρισμένου από κεραυνούς δίχως ήχο. Ο ορμητικός στρόβιλος καταλάγιασε, αφήνοντας να φανούν δύο γνώριμες και ιδιαίτερα αγαπητές μορφές. Του Πρίγκιπα τους και της μάντισσας που την αγκάλιαζε με τα φτερά του.

Η Δανάη έτρεξε κοντά τους γεμάτη ενθουσιασμό, καθώς τα αδέλφια της υποκλίνονταν ελαφρά απευθύνοντας έτσι τον χαιρετισμό τους στα δύο ιερά γι’ αυτούς πρόσωπα.

«Καλωσόρισες αδελφέ και Πρίγκιπά μου», είπε στον Σάμαελ απευθύνοντάς του τον πολεμικό χαιρετισμό, ακριβώς τη στιγμή που η Μαρίνα γαντζώνονταν πάνω του κυριευμένη από ναυτία που της προκλήθηκε λόγω της αφύσικης μεταφοράς τους.

«Ποτέ δε θα το συνηθίσω αυτό, Σαμ», του είπε προσπαθώντας να συγκρατηθεί, ώστε να μην αδειάσει τα περιεχόμενα του στομαχιού της.

«Μπορώ να σου εγγυηθώ ότι αυτή η φορά, ήταν η τελευταία», τη διαβεβαίωσε αινιγματικά και τη φίλησε με πάθος, κάνοντας την να συνέλθει απότομα, με το μαγικό και σαγηνευτικό του τρόπο.

Έπειτα ο Σάμαελ στράφηκε προς τη Δανάη.

«Έφτασε η ώρα, αδελφή μου. Εδώ, στη καταπράσινη και ερημική τούτη κοιλάδα, θα δοκιμαστούμε οριστικά για όλα όσα υπερασπιστήκαμε μέσα στις χιλιετίες. Θα μας δοθεί η ευκαιρία να πάψουμε να είμαστε υπόδουλοι στους αυστηρούς κανόνες των κοσμικών δυνάμεων και να αφήσουμε το στίγμα μας στην ιστορία του σύμπαντος».

«Δε σου κρύβω ότι ανυπομονώ, αδελφέ μου», παραδέχτηκε η Δανάη. «Ανυπομονώ να αγωνιστώ για σένα και για τις αξίες μας για ακόμη μια φορά».

Έπειτα, στράφηκε προς την Μαρίνα. «Μάντισσα, επέτρεψε μου να σε οδηγήσω στην σκηνή σου. Την επιμελήθηκα προσωπικά. Αν είσαι ακόμη ζαλισμένη, μπορείς να ξαπλώσεις εκεί».

«Είμαι μια χαρά Δανάη, σε ευχαριστώ», είπε η Μαρίνα. «Θα έρθω όμως μαζί σου». Στράφηκε προς τον Σαμ. «Επιστρέφω αμέσως. Πάω να δω τη σκηνή μου».

Εκείνος έγνεψε καταφατικά. Τα αδέλφια του τον πλησίαζαν για να πάρουν κουράγιο από τα εμψυχωτικά του λόγια, καθώς το βλέμμα του πλανιόταν στην απέναντι πλευρά της κοιλάδας, στον Τίστο, όπου οι δαίμονες συγκέντρωναν τις δυνάμεις τους. Είχε μια σκληρή μάχη να δώσει. Ο πιο κρίσιμος αγώνας που θα έδινε για την αδούλωτη ψυχή του, ήταν πλέον θέμα ωρών να ξεκινήσει.



Ο Λαέρτης ετοίμαζε τις αποσκευές στο φορτηγάκι και έριχνε κλεφτές ματιές στη Λούσι, η οποία χάζευε τη βίλλα του Μπαάλ αναλογιζόμενη ότι επρόκειτο να την εγκαταλείψει οριστικά. Οι αναμνήσεις που της άφησε ήταν σε γενικές γραμμές ευχάριστες, πράγμα που δεν ήταν σύνηθες αν έκρινε από διάφορους άλλους χώρους που την φιλοξένησαν κατά καιρούς. Στα χέρια της φούσκωνε μια μαύρη σακούλα.

«Ο Αββαδών έχει μεταφερθεί ήδη;», τη ρώτησε ο Λαέρτης.

Του έγνεψε καταφατικά.

«Μέχρι να φτάσουμε εμείς, η μάχη θα έχει ήδη ξεκινήσει», της είπε. «Μη μας περιμένετε», πρόσθεσε πειρακτικά.

Η Λούσι χαμογέλασε ψυχρά. «Προσέξτε σας παρακαλώ όταν φτάσετε εκεί. Τον χάρτη στον έδωσα, ώστε να βρείτε εύκολα το μέρος. Δε μπορώ όμως να σου εγγυηθώ ότι η πρόσβαση στον καταυλισμό θα είναι εύκολη για σας, εφόσον μπροστά σας θα μαίνεται ολόκληρη σφαγή. Μην κάνετε κάποια παράτολμη κίνηση που μπορεί να στοιχήσει τη ζωή σας».

«Μην ανησυχείς καθόλου», τη διαβεβαίωσε. «Αν δούμε ότι δε μας παίρνει να σας συναντήσουμε εκεί, θα φροντίσω εγώ προσωπικά να κρατηθούμε μακριά και να είμαστε όσο γίνεται πιο ασφαλείς».

«Εύχομαι να συναντηθούμε λοιπόν».

«Δε μου είπες όμως… Τι έχεις μέσα στη σακούλα».

«Έχω τη χλαμύδα και τα σανδάλια της βασίλισσάς μου».

«Γιατί δε τα φόρεσε από τώρα;»

Η Λούσι τον κοίταξε για λίγο ανέκφραστα, διστάζοντας να του απαντήσει. «Δε νομίζω ότι θα ήθελες να μάθεις», του είπε τελικά. «Αν και σύντομα θα το διαπιστώσεις από μόνος σου. Ελπίζω μόνο να μην τρομοκρατηθείς όταν συμβεί».

«Τι θα συμβεί;», ρώτησε ο Λαέρτης γεμάτος απορία. «Μιλάς με γρίφους».

«Μερικές φορές οι γρίφοι είναι απαραίτητοι», τόνισε εκείνη καθώς απομακρύνονταν από το φορτηγάκι. «Ειδικά όταν οι απαντήσεις τους σοκάρουν». Στάθηκε κάτω από τον ίσκιο μιας γέρικης ιτιάς και το μαύρο της φόρεμα, έγινε με μιας ένα με το σκοτάδι του.

«Δεν έχει νόημα να σε φιλήσω από τώρα», του είπε. «Θα τα πούμε εκεί. Αν δε με βρεις εσύ, θα σε βρω εγώ…». Τα χαρακτηριστικά της άρχισαν να διαχέονται μέσα στον ίσκιο, με έναν τρόπο που το ανθρώπινο μάτι δε μπορούσε να τα διακρίνει πλέον ξεκάθαρα. «Θα σε βρω όπου κι αν βρίσκεσαι…Λαέρτη Κομνηνέ…».

Ο ίσκιος κατάπιε τη Λούσι εντελώς. Ο Λαέρτης ευχήθηκε να μπορούσε και εκείνος να τηλεμεταφερθεί μαζί της στην κοιλάδα της Κάρνταβας. Οι ώρες που θα μεσολαβούσαν προκειμένου να τη ξανασυναντήσει, επρόκειτο να τον γεμίσουν με μία ανυπόφορη προσμονή. Η Λούσι, όσο κι αν δεν ήθελε να το παραδεχτεί στον εαυτό του, είχε αρχίσει να αποτελεί γι’ αυτόν μια συνήθεια που δε κόβονταν εύκολα.

Άνοιξε το ραδιόφωνο του οχήματος και ψάρεψε μέσα από τη θάλασσα των παρασίτων έναν σταθμό που έπαιζε Βάγκνερ. Ακούμπησε τη πλάτη του στην πόρτα και περίμενε τον Μιχάλη βυθισμένος στις πομπώδεις μελωδίες του αλησμόνητου συνθέτη.



Η κάμερα ανοίγει.

Μια σειρά από αλλοπρόσαλλα μυρμήγκια εμφανίζονται να οδεύουν παραταγμένα πάνω σε ένα πράσινο φόντο. Αν παρατηρήσει κάποιος προσεκτικότερα, θα διακρίνει τις διάσπαρτες γυαλάδες των όπλων και των ασπίδων, που αντανακλούν το εκθαμβωτικό φως του ηλίου. Όχι, δεν είναι μυρμήγκια. Είναι στρατός. Είναι ο στρατός της θεάς του χάους, όπως καταγράφεται από ψηλά, με μια λήψη που συνοδεύεται από το θόρυβο του έλικα. Ο θόρυβος αυτός, τείνει να καλύψει τη φωνή του Λάμπρου Νταλακώστα εντελώς.

«Βλέπουμε ότι υπάρχει μία σημαντική συσπείρωση του στρατού των δαιμόνων. Ίσως τελικά να αποφάσισε η Τίαματ να δώσει κάποια οριστική λήξη στον πόλεμό της με τον Λούσιφερ. Ίσως να παρακολουθούμε αυτή τη στιγμή την πορεία του στρατού της προς κάποια τελική σύγκρουση. Αυτό που μπορούμε να πούμε με σιγουριά, είναι ότι όλα δείχνουν πώς η θεά μαζί με τον στρατό της θα μας αφήσει ήσυχους σύντομα. Το μόνο που μπορούμε να ευχηθούμε, είναι να συμβεί αυτό όσο πιο σύντομα γίνεται. Άντε, να μας αδειάσουν τη γωνιά επιτέλους».

Η κάμερα κλείνει.



Μέσα στη θαμπή σκιά των ιτιών που διαστρέβλωναν τις αποστάσεις και τα χρώματα, δύο φιγούρες εμφανίστηκαν να ανηφορίζουν το φιδίσιο μονοπάτι και να πορεύονται προς την κορυφή του καταπράσινου λόφου.

Η Τίαματ φορούσε ένα τζιν και ένα πουκάμισο, ενώ ο Μιχάλης ήταν ντυμένος με φόρμες και αθλητικά παπούτσια. Δεν αντάλλασσαν κουβέντες μεταξύ τους. Ο πάγος που μεσολαβούσε στη μεταξύ τους επικοινωνία κατά το τελευταίο διάστημα, έτεινε να γίνει ανυπόφορος και δεν έλεγε να σπάσει με τίποτα.

Ο Μιχάλης, σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνει αυτός την αρχή.

«Εντάξει. Εντάξει βρε Τία, σου ζητώ συγνώμη που ήμουν τόσο κακός μαζί σου. Αν είναι να μου κρατάς τέτοια μούτρα, τότε δείρε με κι εσύ, για να ισοφαρίσουμε».

Η Τίαματ, του χαμογέλασε και τον κοίταξε λοξά. «Καλά μωρέ», του είπε. «Δε θυμώνω».

«Εγώ θα έρθω στη Κάρνταβα για να σε βρω, παρόλο που πρόκειται για ένα πολύ ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Γιατί κακά τα ψέματα, θα σφάζεστε εκεί πέρα. Και θα το κάνω για σένα. Για να είμαι δίπλα σου».

Η Τίαματ σταμάτησε. Σταμάτησε κι αυτός.

«Έλα», του είπε και άπλωσε τα χέρια της για να τον αγκαλιάσει. Τον φίλησε τρυφερά στο μάγουλο. «Είσαι καλός», του είπε. «Σημαίνεις πολλά…για μένα».

«Ωραία!», διαπίστωσε ο Μιχάλης με ενθουσιασμό. «Άρα είμαστε και πάλι φιλαράκια. Τώρα θα μου πεις που με πηγαίνεις;»

Ήδη είχανε φτάσει σε ένα μεγάλο ξέφωτο, απομακρυσμένο αρκετά από το μονοπάτι και πέρα από αυτό ο λόφος κατηφόριζε. Η Τία του έκανε νόημα να σταματήσει και προχώρησε αρκετά πιο πέρα από αυτόν, έτσι ώστε να μεσολαβεί κάποια απόσταση μεταξύ τους.

«Καλά είναι», διαπίστωσε κοιτάζοντας γύρω της. «Πάω… εκεί».

«Καλά. Τηλεμεταφέρσου εσύ και εγώ θα έρθω να σε βρω μαζί με τον Λαέρτη», είπε ο Μιχάλης. «Να είσαι όμως καλό κορίτσι και να μη συμμετέχεις καθόλου στη μάχη. Δεσμεύτηκες ότι θα το κάνεις. Μέχρι να σε ξαναδώ λοιπόν, να κάτσεις φρόνιμα».

«Έγινε», του είπε ξεκουμπώνοντας το πουκάμισό της. Το έβγαλε, το πέταξε μπροστά στα πόδια της και έπειτα ξεκούμπωσε και το σουτιέν της.

«Υπάρχει κάποιος λόγος που μου κάνεις στριπ-τιζ τώρα;», ρώτησε ο Μιχάλης ειρωνικά.

«Ναι», του απάντησε καθώς έβγαζε και το παντελόνι της.

«Ξέρεις, εκείνες τις δοντάρες που έχεις στο… ΑΧ ΘΕΕ ΜΟΥ!».

Έκλεισε τα μάτια του τρομαγμένος. Οι δύο σειρές των κοφτερών κυνοδόντων που έχασκαν ανάμεσα στα σκέλια της, ήταν πλέον φανερωμένες μπροστά του και τον καλούσαν να αντλήσει αρκετό κουράγιο από μέσα του ώστε να τις αντικρύσει.

Τελικά τα άνοιξε και προσπάθησε να συνηθίσει το θέαμα.

«Δεν δαγκώνω», του είπε η θεά. «Εσένα τουλάχιστον», πρόσθεσε παιχνιδιάρικα.

«Και τώρα που γδύθηκες εντελώς τι σκοπεύεις να κάνεις;». τη ρώτησε απορημένος.

«Να μεταφερθώ», του απάντησε.

«Να ξέρεις ότι θα σε σκέφτομαι συνέχεια μέχρι να σε ανταμώσω», της είπε χαμογελαστός, χωρίς να πτοείται πλέον από τη θέα των δοντιών της.

«Κι εγώ… εσένα», τον διαβεβαίωσε και έπεσε προς τα πίσω, σχηματίζοντας καμάρα με το εφηβικό της σώμα, τείνοντας έτσι το δολοφονικό της όργανο μπροστά. Σαν μια εφιαλτική μικρή μπαλαρίνα.

Ο Μιχάλης απόρησε με τη κίνησή της, ωστόσο δε μπόρεσε να εκφράσει την απορία του. Δεν πρόλαβε καν να το κάνει.

Το κορμί της άρχισε να φουσκώνει εκτρωματικά, να μεγεθύνεται αφύσικα, να πρασινίζει, και να γεμίζει λέπια. Έσπαζε σαν τσόφλι και σχίζονταν, αποκαλύπτοντας απόκρυφους ιστούς. Μετατράπηκε σε μία άφυλη κρούστα, που μία εσώτερη ζωή σφάδαζε μέσα της, διογκώνοντας την επικίνδυνα. Συνεχώς. Σαν μια αμοιβάδα που γιγαντώνονταν ταχύτατα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της δε φαινόντουσαν πια. Τα δόντια ανάμεσα στα σκέλια της περιβάλλονταν από μία κοκάλινη μάζα που αποκτούσε τις διαστάσεις ενός πελώριου κεφαλιού. Τα δόντια αυτά, μετατρέπονταν σε ένα φονικό στόμα που συστρέφονταν καταπίνοντας τα υπολείμματα του παλιού δέρματος της. Ή ακαθόριστη λεπιοφόρα μάζα κινούνταν σπασμωδικά σαν ένα φουσκωμένο ανίερο έντομο. Πάλλονταν σπέρνοντας τον πανικό στον περιβάλλοντα χώρο. Όλα αυτά, μέσα σε δευτερόλεπτα.

Ο Μιχάλης δε βρίσκονταν πια εκεί. Ο Μιχάλης έτρεχε ουρλιάζοντας, πίσω στο χωμάτινο, φιδίσιο μονοπάτι. Έτρεχε να σώσει τη ζωή του και δε πίστευε ούτε μια στιγμή ότι είχε κάποια ελπίδα να τα καταφέρει. Οι αντιδράσεις και οι σκέψεις του ήταν αντανακλαστικές. Δεν είχε ακόμη καν συνειδητοποιήσει το ακατονόμαστο θέαμα που αντίκρισε. Μόνο έτρεχε και στρίγκλιζε, σαν να τον φλέρταρε η παράνοια.

Ένιωσε μια πελώρια σκιά να τον καλύπτει. Ήταν μια σκιά που κατάπιε τα πάντα γύρω του. Τα βύθισε σε ένα απύθμενο σκοτάδι, που συνοδεύονταν από ένα εκκωφαντικό βρυχηθμό. Τα δέντρα σείονταν στον ήχο του μεγαλείου που πάλλονταν πάνω στον λόφο και ήταν πελώριο- ότι κι αν ήταν- αλλά κυρίως ήταν ζωντανό. Και ήταν η Τίαματ.

Μια έντονη και απότομη σεισμική δόνηση, τον έκανε να χάσει την ισορροπία του και να καταλήξει στο χώμα. Δεν μπορούσε πια να τρέξει –είχε ακινητοποιηθεί - και δεν του έβγαινε πλέον φωνή για να ουρλιάξει. Αυτό το πράγμα -ότι κι αν ήταν- είχε απογειωθεί. Έπειτα νύχτωσε. Σκοτείνιασαν τα πάντα απότομα. Γιατί αυτό το πράγμα, κάλυψε τον ήλιο. Πανίσχυρα ρεύματα αέρα έστησαν έναν τρελό χορό στο τοπίο, γιατί αυτό το πράγμα, ανέμιζε τα φτερά του.

Ο ήλιος πρόβαλε και πάλι. Ο Μιχάλης σηκώθηκε όρθιος λαχανιάζοντας και προσπάθησε να γραπωθεί και πάλι από την θαλπωρή της λογικής. Έσκυψε βάζοντας τα χέρια του πάνω στα γόνατα του και φρόντισε να χαλαρώσει κάπως. Να ηρεμίσει. Έπειτα ύψωσε το κεφάλι του, επιχειρώντας να εντοπίσει αυτό. Τι ήταν άραγε αυτό;

Αρχικά δε διέκρινε τίποτα, σε κανένα σημείο του ορίζοντα. Αναρωτήθηκε για λίγο μήπως έζησε κάποια ασύλληπτη παραίσθηση. Η καρδιά του άρχισε να επανέρχεται στους αρχικούς της ρυθμούς. Του ήρθε να σωριαστεί λιπόθυμος. Άξαφνα όμως, σφοδρά κύματα αδρεναλίνης τον χτύπησαν και πάλι αμείλικτα, διότι το είδε! Το είδε να αλωνίζει τους αιθέρες. Ήταν ένας δράκος, που ξεπερνούσε σε μέγεθος ακόμη και τα βουνά. Η εικόνα του εισέβαλλε στο οπτικό του πεδίο μόνο για μια στιγμή, καθώς το γιγαντιαίο αυτό πλάσμα φτερούγιζε με φρενήρη ταχύτητα. Φάνηκε μάλιστα να περιστρέφεται, σαν να έκανε κύκλους γύρω από τον ουρανό του συγκεκριμένου τοπίου.

Ο Μιχάλης βρήκε τον Λαέρτη να τον περιμένει έξω από το φορτηγάκι. Η πρώτη του σκέψη ήταν να του εξηγήσει τι συνέβη, έτσι ώστε να μη φάει καμιά κατσάδα που άργησε τόσο. Από τη κατάχλωμη όψη που είχε ο φίλος του όμως, συμπέρανε ότι δε χρειάζονταν και πολλές εξηγήσεις. Είχε διαπιστώσει κι εκείνος με τα ίδια του τα μάτια αυτό που συνέβη.

«Το είδα», του είπε. «Το είδα να υψώνεται. Ήταν σχεδόν τετραπλάσιο σε μέγεθος από τον λόφο. Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο ποτέ. Φοβήθηκα ότι σου έκανε κάποιο κακό. Η Τία το κάλεσε;»

«Δεν το κάλεσε», φώναξε ο Μιχάλης γεμάτος ταραχή. «Αυτό, ήταν η ίδια η Τία».

«Απίστευτό», ψιθύρισε ο Λαέρτης. «Ελπίζω να σε ακούσει και να μη πάρει μέρος στη μάχη. Διαφορετικά, δε θα αφήσει ζωντανούς ούτε καν τους δαίμονες».

Ο Μιχάλης κούνησε το κεφάλι του καταφατικά.

«Έλα», είπε ο Λαέρτης. «Ας ξεκινήσουμε. Θα οδηγήσω εδώ».



Στους πρόποδες του Τίστου, ο Αββαδών περιεργάζονταν την εξωτερική όψη της σκηνής που επέλεξε. Δεν ήταν η πιο άνετη του καταυλισμού, ωστόσο δε σκόπευε να την χρησιμοποιήσει και καθόλου, εφόσον η μεγάλη μάχη θα ξεκινούσε από ώρα σε ώρα.

Ο ήλιος άρχισε να τείνει προς τη δύση του και οι σκιές πλήθαιναν και μεγεθύνονταν ολόγυρα από τον δαίμονα. Ήταν μέσα σε μία από τις σκιές αυτές, που διέκρινε ένα ζευγάρι μαύρα μάτια να τον κοιτάζουν. Ήταν λες και το σκοτάδι της απέκτησε μάτια. Κατάλαβε αμέσως περί τίνος πρόκειται, όταν είδε το μαύρο φόρεμα και το βέλλο να υλοποιούνται μέσα από τη μαυρίλα. Ήταν η Λούσι.

«Ωραία!», της είπε. «Τώρα που ήρθες κι εσύ, το μόνο που μας απομένει, είναι να περιμένουμε τη βασίλισσα».

Η Λούσι έμεινε για λίγο ανέκφραστη. «Πριν από λίγο επισκέφτηκα την κορυφή του βουνού αυτού», του είπε τελικά. «Της άφησα εκεί πάνω τα ρούχα της, ώστε να τα βρει όταν έρθει».

Ο Αββαδών έδειξε να ταράζεται. «Δε πιστεύω να κάνει αυτό που νομίζω».

«Πολύ φοβάμαι πως αυτό σκοπεύει », παραδέχτηκε η Λούσι.

Ο Αββαδών ξεφύσησε ανήσυχος. «Ας ελπίσουμε ότι δε θα μας λιώσει πατώντας μας κατά λάθος».



Η κάμερα ανοίγει.

Ο Λάμπρος Νταλακώστας εμφανίζεται σαν να προσπαθεί να συγκρατήσει έναν παιδικό ενθουσιασμό, που τον έχει κυριεύσει απρόσκλητα.

«Κυρίες και κύριοι, είναι απίστευτο αυτό που μόλις αντικρίσαμε στον ορίζοντα. Μιλάμε για ένα καταπληκτικό θέαμα. Πιστεύετε στους δράκους; Ε, λοιπόν μόλις είδαμε έναν τέτοιον….»

Η Κάμερα κάνει ζουμ στο τζάμι που βρίσκεται μπροστά από τον πιλότο του ελικοπτέρου. Το χέρι του Νταλακώστα εμφανίζεται στο πλάνο.

«…εκεί», καταλήγει. «Εκεί το είδαμε. Το ον αυτό μάλλον ήταν ασύλληπτου μεγέθους, καθώς βρίσκονταν πίσω από εκείνη την οροσειρά που βλέπετε κι όμως ήταν μεγαλύτερο ακόμη και από αυτήν…»

Ακούγεται ένας εκκωφαντικός βρυχηθμός που σκεπάζει τη φωνή του. Άλλος ένας, που σκεπάζει τα ουρλιαχτά του. Όπως και τα ουρλιαχτά του πιλότου και του κάμεραμαν. Το θεριό εμφανίζεται από το πουθενά να πετάει προς το μέρος του ελικοπτέρου, που μπροστά του μοιάζει με κουνούπι.

Ο πιλότος προσπαθεί να κάνει βουτιά. Ο δράκος περνάει πάνω από πάνω τους, προκαλώντας ένα ρεύμα αέρα τόσο ισχυρό, που το ελικόπτερο τίθεται εκτός ελέγχου και στριφογυρίζει ανεξέλεγκτο. Μετά από κάποια βασανιστικά δευτερόλεπτα, ο πιλότος ανακτά τον έλεγχο.

Η κάμερα πέφτει κάτω, διότι ο κάμεραμαν έχει σωριαστεί λιπόθυμος, ενώ ο Νταλακώστας εξακολουθεί να ουρλιάζει κυριευμένος από το αμόκ.



Το φορτηγάκι διέσχιζε έρημες λεωφόρους, τα εναέρια τμήματα των οποίων δέσποζαν στο σούρουπο σαν χειμαρρώδεις ποταμοί που στραφτάλιζαν διασχίζοντας τα βουνά.

Ο Λαέρτης οδηγούσε ακολουθώντας τις οδηγίες του Μιχάλη, καθώς εκείνος συμβουλεύονταν έναν πελώριο ξεδιπλωμένο οδικό χάρτη. Στήριζε τον χάρτη αυτό κάτω από το πηγούνι του καθώς σκεπάζονταν σχεδόν ολόκληρος από αυτόν και προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τα επιπρόσθετα σύμβολα που είχε σημειώσει πάνω του ο Αββαδών. Το χέρι του έτρεμε ακόμη από το σοκ που υπέστη λόγω της μεγαλεπήβολης μεταμόρφωσης της Τίας, έκανε όμως ό,τι μπορούσε προκειμένου να ξεχαστεί.

Έξαφνα, χίμηξε προς το μέρος του Λαέρτη φωνάζοντάς του «Να τη! Να τη!» και δείχνοντάς του σε ένα σημείο λίγο πιο δίπλα από τη γωνία του παρμπρίζ. Ο Λαέρτης έμεινε με το στόμα ανοιχτό, καθώς στον κοκκινωπό ορίζοντα, λίγο ψηλότερα από τα βαμβακερά σύννεφα, διακρίνονταν η επιβλητική όψη του θεριού, που πέταγε κάνοντας αφύσικα μεγάλους ελιγμούς και κύκλους.

Ο Μιχάλης ενήργησε σχεδόν παρορμητικά. Έβαλε το χέρι του στη κόρνα του οχήματος ακριβώς μπροστά από τον εμβρόντητο οδηγό και άρχισε να την πατάει χαμογελώντας. Το είχε πάρει απόφαση πια ότι δε χρειαζότανε να φοβάται την Τία, όποια κι αν ήταν η μορφή της.

Η κόρνα ηχούσε στο ηλιοβασίλεμα. Ο δράκος ήταν χιλιόμετρα μακριά τους κι όμως, απάντησε με έναν ακόμη δυνατό βρυχηθμό. Ο Μιχάλης το ήξερε ότι απευθύνονταν προς αυτούς. Η Τία, τους ανταπέδιδε τον χαιρετισμό.



Η θεόρατη σκιά του πλάσματος, έπεσε πάνω στον στρατό που κατευθύνονταν προς τη μυστική κοιλάδα. Οι δαίμονες που τον συγκροτούσαν, ήξεραν. Ήξεραν καλά τι εκπροσωπούσε ο ασύλληπτος εκείνος ζωντανός όγκος που φτερούγιζε πάνω από τα κεφάλια τους.

«Ζήτω η βασίλισσα!», φώναξαν όλοι τους με μία φωνή.

Ο δράκος, τους χαιρέτησε κι αυτούς.



Τα τελευταία σμήνη εκπτώτων κατέφθασαν στον καταυλισμό, παίρνοντας τη θέση τους δίπλα στον Πρίγκιπα, έτοιμοι να παρατάξουν τα στήθη τους και τα σπαθιά τους στον εχθρό. Λίγες ώρες μόνο τους χώριζαν από το μοιραίο έναυσμα και όλοι τους εύχονταν οι ώρες αυτές να κυλούσαν φευγαλέα και κελαριστά, σαν ποτάμια που θα τους ξέβραζαν στη τρικυμιώδη θάλασσα της επικείμενης σύγκρουσης.

«Οφείλουμε να φανούμε δυνατοί», τους έλεγε ο Πρίγκιπας. «Οφείλουμε να δείξουμε ποιοι είμαστε, ακόμη και τώρα, που οι πάντες γνωρίζουν τους αγώνες μας και που οι περισσότεροι σπεύδουν να τους καταδικάσουν. Δεν είμαστε τα μόνα πλάσματα που ζουν ελεύθερα από τους κανόνες. Υπάρχουν κι άλλοι πολλοί που δεν τους γνωρίζουμε και ίσως να μην τους γνωρίσουμε ποτέ και που σε αντίθεση με μας ζουν κρυμμένοι στην αφάνεια. Γι’ αυτούς όλους –αλλά και για τους εαυτούς μας- οφείλουμε να πολεμήσουμε».

Το βλέμμα του Πρίγκιπα άρχισε να λάμπει και η σπίθα της ελευθερίας που ποτέ δεν έπαψε να καίει μέσα του, τον ώθησε στο να υψώσει δυναμικά τη φωνή του.

«Γιατί έχουμε την υποχρέωση να διεκδικήσουμε για ακόμη μια φορά τα δικαιώματα των όσων αισθάνονται όπως εμείς και που μόνιμα αποτελούν μειοψηφία στο σύμπαν. Είμαστε όλοι εδώ, σε αυτή την κοιλάδα, όχι γιατί είμαστε έκπτωτοι, αλλά γιατί επιλέξαμε να είμαστε έκπτωτοι. Θα κάνουμε όλους τους κόσμους να αφυπνιστούν και να μας προσέξουν και πάλι, βροντοφωνάζοντας το σύνθημά μας: Είμαστε εδώ!»

«Είμαστε εδώ!», απάντησαν οι έκπτωτοι όλοι μαζί, με μία φωνή.

«Σαμ! Σαμ!»

Ο Σάμαελ, γύρισε ανήσυχος και αντίκρισε τη Μαρίνα που έτρεχε προς το μέρος του δείχνοντάς του προς τη πλευρά του όρους Τίστου.

Αμέσως στράφηκαν όλοι τους προς τα εκεί. Ένιωσαν το δέος να τους κυριεύει..

Το όρος είχε ύψος πάνω από 1200 μέτρα. Ο δράκος που προσγειώθηκε πάνω του σπέρνοντας ολοφάνερα τον πανικό στους δαίμονες που είχαν στρατοπεδεύσει στους πρόποδες, ήταν σχεδόν το ίδιο υψηλός. Ένα πελώριο χωμάτινο σύννεφο κατέκλισε τον Τίστο και οι κραυγές πανικού των δαιμόνων έφτασαν μέχρι τα αυτιά τους.

Το θεόρατο θεριό άνοιξε τις φτερούγες του και άρχισε να βρυχάται συγκλονίζοντας την κοιλάδα.

«Είναι αυτή, Σαμ», είπε στον Πρίγκιπα η Μαρίνα καθώς γαντζώνονταν από πάνω του γεμάτη από τον ίδιο τρόμο που ένιωθαν οι πάντες στη κοιλάδα κατά τις στιγμές εκείνες. «Είναι η Τίαματ».

«Εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα», της είπε ο Πρίγκιπας. «Δεν έχει τύχει να την ξαναδώ με αυτή τη μορφή. Είναι πραγματικά εντυπωσιακή. Η δύναμή της ξεπερνά κάθε φαντασία».

Έπειτα, μπροστά στα έκπληκτα μάτια όλων τους, ο πελώριος δράκος άρχισε να συρρικνώνεται. Μίκραινε συνεχώς και απότομα, τείνοντας να εξαφανιστεί εντελώς.

Ο Σαμ γύρισε προς τον στρατό του . «Ακούστε με όλοι», τους είπε ευγενικά. «Μην αφήσετε το θέαμα αυτό να πτοήσει το ηθικό σας. Η βασίλισσα δε θα παρέμβει. Αν σκόπευε να το κάνει, δε θα χρησιμοποιούσε τον στρατό της. Υπάρχει ένας θνητός που βασίστηκε στα λόγια μου και που απ’ ότι φαίνεται την έπεισε να μας δώσει την ευκαιρία που έχουμε ανάγκη».

Κοίταξε και πάλι προς το βουνό. Ο δράκος ήταν πλέον άφαντος.

«Ναι», διαπίστωσε. «Πιστεύω ότι κατάφερε να την πείσει».



Οι έντρομοι δαίμονες, περίμεναν ακόμη τον κουρνιαχτό να καταλαγιάσει και ευχαριστούσαν τη μοίρα που τους αξίωσε να παραμείνουν ζωντανοί, παρά την γιγαντιαία φρίκη που προσγειώθηκε πριν λίγες στιγμές πάνω από τα κεφάλια τους. Ευτυχώς κανείς τους δεν είχε υποστεί ζημιά και ήταν όλοι τους σώοι. Το γνώριζαν ότι ο δράκος δεν ήταν παρά η βασίλισσα και θεά τους, που επέλεξε με τον τρόπο αυτό να κάνει μια επιβλητική είσοδο στην κοιλάδα.

Η Λούσι ξεσκόνιζε το μαύρο της ένδυμα, ενώ δίπλα της ο Αββαδών κοιτούσε γεμάτος προσμονή προς την κορυφή του βουνού. Περίμενε από στιγμή σε στιγμή την μικρή φιγούρα της βασίλισσας να κάνει την εμφάνισή της.

Οι πεζές στρατιές των δαιμόνων είχαν καταφθάσει κι αυτές στη κοιλάδα, προχωρώντας με ρυθμικό βήμα και φωνάζοντας συνθήματα ανδρείας. Κατευθύνονταν προς τον καταυλισμό τους με περηφάνια και δίψα για θρίαμβο.

Η μικροσκοπική σιλουέτα πρόβαλλε κατηφορίζοντας προς τον καταυλισμό των δαιμόνων από ψηλά. Περπατούσε αποφασιστικά και η κυανή χλαμύδα της ανέμιζε αγέρωχα. Τα χρυσά της σανδάλια έλαμπαν από μακριά και τα ξανθά μαλλιά της χόρευαν στους ρυθμούς της περήφανης κατάβασής της.

Οι δαίμονες που βρίσκονταν πλησιέστερα σε αυτή, γονάτισαν μπροστά της μόλις έφτασε κοντά τους. Η Τίαματ, η θεά του χάους, μόλις είχε εισχωρήσει στον καταυλισμό τους, με την εφηβική μορφή, που δεν ήταν σε καμία περίπτωση γι’ αυτούς λιγότερο πομπώδης από αυτή του τεράστιου τέρατος που την ενσάρκωνε κατά τις προηγούμενες στιγμές.

Η θεά έκανε μερικά βήματα ακόμη προς το εσωτερικό των εγκαταστάσεων. Το βλέμμα της πλανήθηκε στην απέναντι πλευρά, εκεί που οι πρώτες φωτιές των εκπτώτων υποδέχονταν το σκοτάδι που άρχισε να κυκλώνει το τοπίο μαζί με τα αστέρια.

«Πάμε», δήλωσε αποφασισμένη.