? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

46. Ελεγεία(Ι): Στεφάνι από Αγκάθια



Ο Λαέρτης κόρναρε για μια ακόμη φορά. Ήταν ένδειξη απελπισίας περισσότερο παρά ανυπομονησίας, καθώς κι αυτός και ο Μιχάλης είχαν καταλάβει από ώρα πως δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρουν να φτάσουν έγκαιρα στην κοιλάδα της Κάρνταβας με την κίνηση που επικρατούσε. Ο Μιχάλης, μάλιστα, είχε εκδηλώσει τη δυσαρέσκειά του έμπρακτα, πέφτοντας για ύπνο στο πίσω κάθισμα. Ο Λαέρτης, αντίθετα, παρά τον συνήθη αυτοέλεγχό του, βρισκόταν πολύ κοντά στο να ουρλιάξει από τα νεύρα του.
Παραιτημένος, κατέβασε το τζάμι του παραθύρου του κι έκανε νόημα στον οδηγό του διπλανού αμαξιού. Ήταν μια κοπέλα με κορακίσια μαλλιά, μαύρο κραγιόν, τονισμένα, μαύρα μάτια και κατάμαυρα ρούχα. Το πρόσωπό της έμοιαζε αφύσικα χλωμό και χρειάστηκε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβει ότι δεν ήταν το πραγματικό της χρώμα αλλά αποτέλεσμα ωρών υπομονετικού καλλωπισμού. Εκείνη ακολούθησε το παράδειγμά του και άνοιξε το παράθυρο.
- Με συγχωρείτε, φώναξε ο Λαέρτης, ξέρετε αν έχει συμβεί κάτι και υπάρχει τόση κίνηση;
Η κοπέλα τον κοίταξε σαν να είχε κατέβει από άλλον πλανήτη.
- Μα καλά, ειδήσεις δεν βλέπεις, άνθρωπέ μου; Πίσω απ’αυτό το βουνό είναι μαζεμένες οι στρατιές των δαιμόνων και των αγγέλων. Πάνε για την τελική μάχη.
Το είπε θριαμβευτικά και σχεδόν με προσμονή, σαν να ήταν κάτι που την αφορούσε προσωπικά. Ο Λαέρτης ένιωσε ένα παγερό, σιδερένιο χέρι να του σφίγγει την καρδιά. Κοίταξε τις σειρές των αυτοκινήτων μπροστά του. Πίσω του δεν τόλμησε καν να δει. Ήταν σίγουρος πως υπήρχαν ακόμη περισσότερες. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι...όλες αυτές οι αθώες ζωές...Στράφηκε προς την κοπέλα πανικόβλητος.
- Είσαι τρελή; Τι πας να κάνεις εκεί; Τι πάτε να κάνετε όλοι σας εκεί;
Το βλέμμα της έγινε απόμακρο, όμως η έκφρασή της εξακολουθούσε να φανερώνει αυτήν την αλλόκοτη προσμονή που είχε διακρίνει και προηγουμένως.
- Πάω να προσφέρω τη ζωή μου στην υπηρεσία της θεάς Τίαματ. Το ήξερα...πάντα το ήξερα πως υπήρχε κάτι περισσότερο...
Ο Λαέρτης απέμεινε να την κοιτάει άναυδος για λίγη ώρα. Το βλέμμα του ταξίδεψε και πάλι στα αυτοκίνητα που είχαν κατακλύσει τον δρόμο προς την Κάρνταβα.
- Κι όλοι οι υπόλοιποι;
Η κοπέλα ανασήκωσε τους ώμους.
- Δημοσιογράφοι, αποκρυφιστές, στρατιωτικοί, επίδοξοι αυτόχειρες, μέλη αδελφοτήτων...θα βρεις τα πάντα. Οι ανταποκρίσεις του Λάμπρου Νταλακώστα παρακίνησαν πολλούς.
- Είστε τρελοί..., ψιθύρισε στον εαυτό του ο Λαέρτης.
Κι έπειτα, κορνάροντας και κάνοντας κάθε είδους μανούβρες, κατάφερε να βγει από την πομπή των αμαξιών στους αγρούς. Δεν ήταν σίγουρος αν το φορτηγάκι θα άντεχε κάτι τέτοιο, όμως δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Δεν άντεχε να μείνει άλλο ανάμεσα σ’αυτούς τους ανθρώπους που ηθελημένα πήγαιναν στο χαμό τους.
- Τι έγινε; ακούστηκε η νυσταγμένη φωνή του Μιχάλη από το πίσω κάθισμα. Γυρνάμε πίσω; Ξεχάσαμε τίποτα;
- Θα’θελες. Γίνεται χαμός στον κεντρικό δρόμο. Αναγκάστηκα να κόψω από τους αγρούς.
Αμηχανία κατέκλυσε το φορτηγάκι απ’όλα τα πράγματα που είχαν μείνει ανείπωτα ανάμεσα στους δύο φίλους. Η ανάμνηση του κόκκινου φορέματος, του «δώρου» της Τίαματ, πλάκωνε την ψυχή του Λαέρτη. Από την άλλη, ο Μιχάλης συνειδητοποιούσε μόλις εκείνη τη στιγμή πως τελικά δεν τον είχε ρωτήσει τι είχε συμβεί με τη γυναίκα του. Είχαν κάποια ώρα μέχρι να φτάσουν στην κοιλάδα. Θα μπορούσαν να έχουν πει πολλά απ’αυτά που τους βασάνιζαν. Αντ’αυτού, παρέμειναν κι οι δύο σιωπηλοί, βρίσκοντας γαλήνη στην ησυχία της φύσης για πρώτη φορά μετά από καιρό. Μακριά από δαίμονες, αγγέλους, θεούς και τα επικίνδυνα παιχνίδια τους. Ήταν απλά δυο θνητοί, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι. Για λίγο. Μέχρι να διαλυθεί η ψευδαίσθηση και να θυμηθούν ξανά τους δυσβάσταχτους ρόλους που τους είχαν ανατεθεί στον πόλεμο για την Κόλαση.



Η νύχτα είχε περάσει χωρίς αναταραχές. Οι δαίμονες και οι έκπτωτοι είχαν στρατοπεδεύσει σε στρατηγικά σημεία, έχοντας ανάμεσά τους την κοιλάδα της Κάρνταβας. Είχαν πια φτάσει και οι τελευταίοι των δύο στρατών όταν ο ήλιος ανέτειλε. Ήταν πλέον εμφανές ότι ο αριθμός των έκπτωτων ήταν ακόμη μικρότερος από τους αρχικούς υπολογισμούς της θεάς.
Η Πολύμνια ήξερε πως η Τίαματ είχε δεσμευτεί να μη συμμετάσχει η ίδια στη μάχη. Γνώριζε καλά πως αν ο Μιχάλης δεν την είχε ορκίσει να το κάνει, οι έκπτωτοι θα πέθαιναν σε κλάσματα δευτερολέπτων από την καταστροφική της δύναμη. Στο κάτω-κάτω, αυτή ήταν μια θεά, ενώ εκείνοι δεν ήταν παρά δημιουργήματα ενός θεού, κάτι που τους έκανε αντικειμενικά υποδεέστερους.
Ωστόσο, η Πόλυ δεν γελιόταν. Ίσως οι μερικές εκατοντάδες έκπτωτοι να είχαν περισσότερες ελπίδες απέναντι στους τρεις χιλιάδες δαίμονες απ’όσες θα είχαν αν τους πολεμούσε η Βασίλισσα αυτοπροσώπως. Αλλά ήταν καθήκον της να καταγράφει την ιστορία και, σε καμιά περίπτωση, δεν θα χαρακτήριζε στους παπύρους της αυτή τη μάχη ως «δίκαιη». Ήταν απλά λιγότερο άδικη απ’όσο θα μπορούσε να είναι.
Αναστενάζοντας βαθιά, η δαιμόνισσα φόρεσε το αραχνοΰφαντο, γαλαζοπράσινο φόρεμά της. Στόλισε τα μαλλιά της μ’ένα σμαραγδένιο διάδημα και προσάρμοσε τις ασημένιες γραφίδες στα χέρια της. Κάπου όχι πολύ μακριά, ο Ντάλιελ θα ντυνόταν τις επίσημες, μαύρες ρόμπες του με τα ασημένια κεντήματα. Τα ασημόλευκα μαλλιά του θα ήταν, όπως πάντα, πιασμένα στον αυχένα και τα φτερά του, στο ίδιο χρώμα, θα δέσποζαν μεγαλόπρεπα στους ώμους του. Στο στήθος του θα κρεμόταν ένα ρουμπίνι και θα κρατούσε την ασημένια, σκαλιστή του πένα στο αριστερό του χέρι και τον πάπυρο στο δεξί.
Το χρώμα της ανατολής κατάφερε να της θυμίσει αυτό το συγκεκριμένο ρουμπίνι. Του το είχε χαρίσει η έκπτωτος Τισιφόνη, μία από τις Ερινύες, που είχε υπάρξει ερωμένη του στο παρελθόν. Ο Ντάλιελ ποτέ δεν το αποχωριζόταν καθώς του θύμιζε τις ευχάριστες στιγμές που είχαν περάσει μαζί αλλά και τα όσα πολύτιμα είχε μάθει κοντά της. Συχνά της είχε περάσει από το μυαλό πως ήταν πιθανό ακόμη να επισκέπτεται το κρεβάτι της, όμως η Πολύμνια και ο Ντάλιελ είχαν μια σχέση της οποίας η σαρκική επαφή ήταν απλώς η επιβεβαίωση και όχι το θεμέλιο. Θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτό που ήταν πραγματικά, ήταν συνάδελφοι και καλοί φίλοι, οι οποίοι κάποιες φορές έβρισκαν ανακούφιση ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Η καταγραφή της ιστορίας δεν ήταν πάντοτε εύκολο καθήκον. Ωστόσο, δεν ήταν άνθρωποι και δεν ήταν ζευγάρι με την έννοια που οι θνητοί απέδιδαν στον όρο. Η αγάπη που υπήρχε μεταξύ τους ήταν αυτή δυο πλασμάτων που μοιράζονταν το ίδιο πάθος, δεν ήταν αγάπη ερωτική. Όπως της είχε πει κάποτε και ο Ντάλιελ, τι νόημα είχαν οι δεσμεύσεις για πλάσματα αιώνια όπως αυτοί; Τι νόημα είχε ο έρωτας δίχως το φόβο του θανάτου;
Η Πόλυ βγήκε από τη σκηνή της και αντίκρισε τον όχλο των δαιμόνων που σιγά-σιγά ξυπνούσαν. Μέσα στο αχανές και πολύχρωμο στρατόπεδο, δέσποζε ένα μπάλωμα μαύρο σαν τη νύχτα. Ήταν οι σκηνές των Νυκτόβιων, πιο σιωπηλές κι από νεκροταφείο αυτές τις πρώτες ώρες της αυγής που οι κάτοχοί τους τις περνούσαν βυθισμένοι σ’έναν ύπνο βαθύ σαν τον θάνατο.
Οι πάντες ετοιμάζονταν για μάχη. Εκτός από το μαύρο μπάλωμα. Όταν είχε φτάσει το προηγούμενο βράδυ, οι μαύρες σκηνές δεν ήταν εκεί. Προφανώς οι Νυκτόβιοι είχαν έρθει λίγο πριν το χάραμα. Το βλέμμα της πλανήθηκε στο χώρο, αναζητώντας τη Βασίλισσα. Την εντόπισε, καθισμένη σ’έναν κορμό δέντρου που με τις δυνάμεις της είχε σμιλέψει με τρόπο τέτοιο που να μοιάζει με θρόνο. Ο Μιχάλης δεν ήταν κοντά της αυτή τη φορά και η Λούσι δεν φαινόταν πουθενά εκεί γύρω.
Η Πόλυ μάζεψε όλο της το κουράγιο και κατευθύνθηκε με γοργά βήματα προς τη θεά που παρακολουθούσε άγρυπνα το στρατόπεδο των δαιμόνων. Ήταν ακίνητη σαν άγαλμα κι η έκφρασή της εξίσου παγωμένη. Η δαιμόνισσα έπεσε στα γόνατα μπροστά της, ευελπιστώντας πως η οργή που έτρεφε η Βασίλισσα απέναντί της δεν θα την εμπόδιζε να λάβει υπόψη της την πρότασή της. Ο Ασμοδαίος είχε πεθάνει και, ως ιστορικός, η Πολύμνια ήταν η μόνη ανάμεσα σ’εκείνο το πανδαιμόνιο που είχε παρεβρεθί σε τόσες μάχες. Η Βασίλισσα το γνώριζε καλά. Το θέμα ήταν αν αυτή η γνώση θα μετρούσε τώρα που τα πράγματα ήταν τόσο κρίσιμα.
- Μίλα, είπε η Τίαματ με εκείνη την επιβλητική φωνή που έκανε την εφηβική της μορφή να μοιάζει αφύσικη.
Η Πολύμνια σηκώθηκε, αλλά δεν ύψωσε το βλέμμα της να την κοιτάξει. Φοβόταν αυτό που θα αντίκριζε στα μάτια της κι έτσι διάλεξε την ασφαλέστερη οδό.
- Βασίλισσά μου, είπε σεμνά η Πόλυ, πρόσεξα πως κατέφτασαν οι Νυκτόβιοι.
- Ναι...και; ήρθε η αδιάφορη απάντηση.
Τρέμοντας σχεδόν, η δαιμόνισσα άρθρωσε αυτό που είχε στο μυαλό της.
- Βασίλισσά μου...αν η μάχη ξεκινήσει τώρα όπως έχει συμφωνηθεί, θα αχρηστευτεί το καλύτερό μας τάγμα. Οι Νυκτόβιοι δεν μπορούν να πολεμήσουν τη μέρα και είναι σε τόσο αδύναμη κατάσταση που οι έκπτωτοι, αν φανούν έξυπνοι όπως έχουν φανεί μέχρι στιγμής, θα το εκμεταλλευτούν και θα τους αφανίσουν.
- Κοίταξέ με, πρόσταξε η Τίαματ.
Η Πολύμνια υπάκουσε, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Τα γαλάζια μάτια της Βασίλισσας την κοίταζαν διερευνητικά.
- Γιατί; τη ρώτησε τελικά.
Η μούσα χαμήλωσε ξανά το κεφάλι της.
- Θέλω να σου αποδείξω πως μετάνιωσα για το σφάλμα μου, Βασίλισσά μου, και πως έχεις την απόλυτη και ολοκληρωτική αφοσίωσή μου.
- Αλήθεια..., σχολίασε αμείλικτα η θεά. Και...ο έκπτωτος;
Η Πολύμνια ένιωσε την ανάγκη να τρέξει πανικόβλητη ακούγοντας την Τίαματ να αναφέρεται στον Ντάλιελ μ’αυτόν τον τόνο. Ωστόσο, δεν είχε περιθώρια να κάνει πίσω τώρα. Ύψωσε το πηγούνι της περήφανα και κοίταξε τη Βασίλισσα κατάματα.
- Ελπίζω να επιβιώσει, είπε ήρεμα.
Ένα επιδοκιμαστικό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο της Βασίλισσας. Σήκωσε το μικρό της χέρι κι ευθύς, ο ήλιος καλύφθηκε από μια μικρότερη, μαύρη μάζα ενώ ο ουρανός γέμισε κόκκινα σύννεφα. Ημίφως απλώθηκε στην κοιλάδα της Κάρνταβας καθώς δαίμονες και έκπτωτοι έγιναν μάρτυρες μιας ολικής έκλειψης ηλίου που είχε έρθει εβδομήντα ένα χρόνια νωρίτερα απ’όσο θα έπρεπε.
Η Πολύμνια είδε τις μαύρες σκηνές να αναδεύονται καθώς από το εσωτερικό τους ξεχύνονταν οι νεκροζώντανοι, αιμοδιψείς ιππότες με τις μαύρες πανοπλίες και το μαρμάρινο δέρμα. Υποκλίθηκε για μια ακόμη φορά στη Βασίλισσά της πριν απομακρυνθεί. Μόνο στην ασφάλεια της σκηνής της επέτρεψε στον εαυτό της να χαμογελάσει. Ήταν μια πολύ μικρή νίκη, όμως ήταν καλύτερο από το τίποτα.



Στο στρατόπεδο των έκπτωτων, οι δύο στρατηγοί στέκονταν στην άκρη του όρους Τίστος και παρακολουθούσαν με θαυμασμό και κάποια καχυποψία την ξαφνική έκλειψη. Οι στρατιές των δαιμόνων ήταν κρυμμένες από τις κοφτερές ματιές τους. Ο Ούριελ, ως πιο αυθόρμητος, δεν άντεξε να παραμείνει σιωπηλός για πολλή ώρα.
- Τι πιστεύεις ότι έχει στο μυαλό της;
Ο Κάμαελ ανασήκωσε τους ώμους, χαμένος στις σκέψεις του και στις στρατηγικές που σχεδίαζε για τη μάχη. Μέσα στο κεφάλι του, ο έκπτωτος ύφαινε, ύφαινε διαρκώς.
- Αυτό δεν έχει καμία λογική! Ο Ασμοδαίος...
Ο άγγελος με τα μαύρα φτερά χάιδεψε απαλά το πηγούνι του, διερωτώμενος ποιος ήταν ο σκοπός πίσω από την κίνηση της θεάς. Αν, φυσικά, υπήρχε κάποιος σκοπός.
- Ο Ασμοδαίος δεν ήταν η προσωποποίηση του χάους. Κι ενώ το ένστικτο της Τίαματ αποδείχτηκε αποτελεσματικό σαν μέσο διακυβέρνησης της Κόλασης, σε μάχες συνήθως υπερισχύουν η λογική και η πρόβλεψη. Ίσως πρόκειται για μια ακόμη από τις χαοτικές της κινήσεις. Ίσως και όχι. Ποιος μπορεί να ξέρει στ’αλήθεια τι σκέφτεται το χάος;
Ο Ούριελ δεν βρήκε τίποτα ικανοποιητικό να απαντήσει κι έτσι αποφάσισε να παραμείνει σιωπηλός.
- Εγώ ξέρω, ήρθε από πίσω τους η θελκτική, ανδρόγυνη φωνή του Πρίγκηπα.



Ο Φόβος έτρεξε πανικόβλητος προς το μέρος της Βασίλισσάς του. Έπεσε στα πόδια της και τα άγγιξε με λατρεία, σαν ικέτης.
- Βασίλισσά μου! φώναξε ταραγμένος.
- Μπορείς...μιλήσεις..., είπε η Τίαματ αγγίζοντας ανάλαφρα το κεφάλι του.
Ο Φόβος την κοίταξε μ’ένα βλέμμα γεμάτο αγωνία.
- Βασίλισσά μου! Ξύπνησες τους Νυκτόβιους; Δεν μπορούμε να τους στείλουμε για μάχη τώρα! Είναι το καλύτερό μας τάγμα! Πρέπει να επιτεθούν τη νύχτα, όταν οι έκπτωτοι θα είναι αδύναμοι λόγω του σκοταδιού και εξαντλημένοι από την πρωινή μάχη. Ο στρατηγός Ασμοδαίος αυτό θα έκ...
Η Τίαματ του έριξε ένα βλέμμα τόσο παγερό που ο ταγματάρχης σταμάτησε ευθύς να μιλάει.
- Ασμοδαίος...όχι εδώ, είπε τελεσίδικα η Βασίλισσα. Έχω...πληροφορίες.
- Τι πληροφορίες, Βασίλισσά μου; ρώτησε με τρεμάμενη φωνή ο Φόβος.
- Έκπτωτοι...επιτεθούν...νομίζουν...Νυκτόβιοι κοιμούνται...έκπληξη!
Αναφώνησε την τελευταία λέξη με παιδιάστικη ικανοποίηση. Ο Φόβος την κοίταξε απορημένος.
- Πώς το έμαθες αυτό, Βασίλισσά μου;
Η Τίαματ χαμογέλασε αυτάρεσκα.
- Πολύμνια...πιστεύει...με ξεγέλασε...θέλει σώσει...έκπτωτο...αγαπάει...θα έλεγε...τα πάντα....
Ο Φόβος θυμήθηκε τη σύντομη κουβέντα του με την πανέμορφη Πολύμνια και κατάλαβε. Ένας στεναγμός ανακούφισης του ξέφυγε.
- Την άφησες να πιστεύει ότι σε έπεισε να στείλεις τους Νυκτόβιους σε κατά μέτωπο επίθεση ενώ στην πραγματικότητα σκοπεύεις να τους χρησιμοποιήσεις για να στήσεις ενέδρα στους έκπτωτους!
Ο ταγματάρχης σφύριξε με θαυμασμό. Ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι η Βασίλισσα θα αποδεικνυόταν στρατηγικό μυαλό. Κι όμως, να που είχε σφάλλει. Η Τίαματ ένευσε με ενθουσιασμό κι έπειτα το βλέμμα της σκλήρυνε. Ο Φόβος ένιωσε το αίμα του να παγώνει.
- Ακριβώς...όπως αυτοί...με πλοία...με κορόιδεψαν...τους κάνω...πληρώσουν.
Ο πρώην ταγματάρχης του Ασμοδαίου σκέφτηκε πως καλά θα έκανε να θυμάται ποτέ να μην προκαλέσει την οργή της θεάς.




Η Μαρίνα μπήκε διστακτικά στη σκηνή του Σαμ. Δεν ήταν μόνος. Ολόγυρά του υπήρχαν τρεις γυμνές γυναίκες με πιτσιλωτά φτερά. Το βλέμμα τους ήταν τυφλό. Στο ένα τους χέρι ήταν τυλιγμένο ένα φίδι και στο άλλο ένα τριαντάφυλλο, τα αγκάθια του οποίου τους προκαλούσαν αιμορραγία. Ήταν πανέμορφες. Αισθάνθηκε ένα τσίμπημα ζήλιας κι αμέσως απόδιωξε τη σκέψη ως ανόητη.
Ο Σαμ φορούσε μια λευκή σκελέα και οι τρεις γυναίκες προσάρμοζαν και βίδωναν τα κομμάτια μεταξύ τους. Ήταν μια ασημένια πανοπλία, σκαλισμένη με παράξενα σύμβολα. Στο θώρακά της ήταν ζωγραφισμένο ένα γαλάζιο λουλούδι. Κοντοστάθηκε για λίγο, θαυμάζοντας το τελειότερο δημιούργημα που είχε περπατήσει ποτέ στη γη. Ίσως και στο σύμπαν ολόκληρο.
Εκείνος της χάρισε ένα αστραφτερό χαμόγελο.
- Μαρίνα;
Τον πλησίασε, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στις τρεις γυναίκες.
- Να σου συστήσω την Τισιφόνη, τη Μέγαιρα και την Αληκτώ. Ίσως τις έχεις ακουστά με το όνομα «Ερινύες».
Η Μαρίνα έκανε από ένα νεύμα στην καθεμιά τους κι έπειτα πλησίασε τον Σαμ. Ήταν νευρική.
- Ξέρεις πού μπορώ να βρω τον Τύραελ; Υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό που πρέπει να του πω.
Το να σου σώζει κάποιος τη ζωή είναι μεγάλο πράγμα, Μάντισσα. Είναι βαρύ και σε δεσμεύει.
Η φωνή της Λίλιθ αντηχούσε στο μυαλό της και δεν μπορούσε να τη βγάλει. Ο Σαμ την κοίταξε παραξενεμένος. Την τράβηξε μαλακά και χάιδεψε το μάγουλό της.
- Τι συμβαίνει; Γιατί είσαι ανήσυχη;
- Πρέπει να βρω τον Τύραελ, επέμεινε η Μάντισσα ξεψυχισμένα. Είναι επείγον, Σαμ!
- Πες μου το μύνημα που επιθυμείς να του μεταφέρω. Μπορώ να επικοινωνήσω μαζί του τηλεπαθητικά.
Η Μαρίνα το σκέφτηκε για λίγο.
- Πες του να μην...
Σταμάτησε, σαν να είχε αλλάξει γνώμη.
- Πες του, όταν ακούσει το κοράκι, να σκύψει.
Τα φωτεινά, σμαραγδένια μάτια του Λούσιφερ φανέρωναν την έκδηλη απορία του, όμως φάνηκε διακριτικός και δεν τη ρώτησε τίποτα. Έκλεισε τα μάτια και αυτοσυγκεντρώθηκε για λίγο. Η Μαρίνα σχεδόν μπορούσε να δει τη σκέψη του να επεκτείνεται αναζητώντας τον Τύραελ. Όταν τα βλέφαρά του άνοιξαν και της χαμογέλασε, ένιωσε πως ένα τεράστιο βάρος είχε φύγει από πάνω της.



Το φορτηγάκι ήταν πλέον αδύνατο να κινηθεί στον κακοτράχαλο χωματόδρομο. Είχαν πλησιάσει όσο μπορούσαν. Ο Μιχάλης ήταν σιωπηλός και κάπου-κάπου κοίταζε κλεφτά τον κοκκινωπό ουρανό. Ο Λαέρτης δεν ήξερε τι να πει για να κάνει τον φίλο του να νιώσει καλύτερα. Ειδικά τη στιγμή που και η δική του ανησυχία δεν ήταν μικρότερη.
Ο Λαέρτης δεν ήταν ανόητος. Ήξερε πως οι έκπτωτοι, παρά τις όποιες δυνάμεις έκρυβαν μέσα τους, ήταν αδύνατο να καταφέρουν κάτι τόσο μεγάλο όπως μια ολική έκλειψη ηλίου. Επίσης ήξερε, επειδή η αστρονομία ήταν υποχρεωτικό μάθημα στο σχολείο του Τάγματος στην Πάτρα, ότι η συγκεκριμένη έκλειψη ήταν αφύσικη. Πράγμα που οδηγούσε μόνο σε ένα συμπέρασμα το οποίο, καθώς φαινόταν, και ο Μιχάλης μάντευε. Η έκλειψη ήταν έργο της Τίαματ. Για ποιο λόγο, κανείς τους δεν μπορούσε να φανταστεί. Κι αυτό ήταν που τους ανησυχούσε και περισσότερο.
Εγκατέλειψαν το κακοποιημένο φορτηγάκι στο τέλος του χωματόδρομου κι άρχισαν να σκαρφαλώνουν όπως μπορούσαν στην πλαγιά του βουνού. Πριν περάσει πολλή ώρα είχαν αρχίσει να αγκομαχούν και να λαχανιάζουν. Ο Λαέρτης, άνθρωπος των βιβλίων, δεν ήταν συνηθισμένος σε τέτοιες δραστηριότητες. Ο Μιχάλης, από την άλλη, που είχε κάποια πείρα στον τομέα, είχε περάσει πολύ καιρό κλεισμένος στο σπίτι του με τα φυτά και είχε σχεδόν ξεχάσει πώς ήταν να ζει κάποιος κυριολεκτικά στην άκρη του γκρεμού.
- Ε, αυτό δεν γίνεται.
Η φωνή που έφτασε στ’αφτιά του Μιχάλη τον έκανε να κοκκαλώσει στην άβολη στάση που είχε πάρει. Μισογύρισε το κεφάλι του, μόνο και μόνο για να δει τη γνώριμη μορφή του αγγέλου με τα γκριζωπά φτερά που τον είχε πετάξει από τη γέφυρα.
- Η Τίαματ παρενέβη για να σώσει το παιχνιδάκι της; Τι έκανε, σε έφερε πίσω από τους νεκρούς;
Η φωνή του αγγέλου ήταν απρόσμενα ειρωνική. Ο Λαέρτης ποτέ δεν θα φανταζόταν ότι ένας άγγελος θα μπορούσε να μιλάει έτσι. Βέβαια, είπε στον εαυτό του προσπαθώντας να αιτιολογήσει αυτό που συνέβαινε μπροστά στα μάτια του, αυτός δεν ήταν άγγελος. Ήταν έκπτωτος. Κάποια διαφορά θα είχε αυτό στην κοσμική ζυγαριά.
Ο Μιχάλης κατάφερε να κρύψει τον πανικό του επιτυχώς κι έριξε ένα δήθεν ξενερωμένο βλέμμα στον απρόσκλητο επισκέπτη τους.
- Δεν το βρίσκεις λίγο αξιοθρήνητο ένας άγγελος να ζητάει το λόγο από έναν θνητό γιατί δεν πέθανε την πρώτη φορά που προσπάθησε να τον δολοφονήσει; σχολίασε ήρεμα.
Ο Λαέρτης ξαφνιάστηκε από την αντίδραση του φίλου του. Ούτε ειρωνείες, ούτε απόπειρα για βεβιασμένο χιούμορ, ούτε τίποτα απ’όλα αυτά στα οποία τον είχε συνηθήσει. Μάλλον το γεγονός ότι παραλίγο να πεθάνει είχε επηρεάσει τον Μιχάλη περισσότερο απ’όσο ήθελε να δείχνει. Και η αλλαγή που είχε επέλθει στη σχέση του με την Τία σίγουρα δεν βοηθούσε.
Για μια ακόμη φορά, ο Λαέρτης θυμήθηκε το κόκκινο φόρεμα στο μικρό κιβώτιο και ρίγησε. Ωστόσο, δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί περαιτέρω, γιατί το πρόσωπο του αγγέλου μετατράπηκε σε μια μάσκα παγερής οργής καθώς άκουγε τα λόγια του Μιχάλη.
Ο Λαέρτης είδε ολόκληρη τη ζωή του να περνάει μπροστά από τα μάτια του καθώς η πύρινη ρομφαία του αγγέλου κατευθυνόταν ορμητικά προς τα κεφάλια τους.



Οι άγγελοι επιτέθηκαν το μεσημέρι. Μπορεί ο ουρανός να είχε καλυφθεί από τα πυκνά, κόκκινα σύννεφα και ο ήλιος να μην ήταν παρά μια φωτεινή στεφάνη γύρω από τον μαύρο όγκο του φεγγαριού που τον είχε σκεπάσει, όμως οι έκπτωτοι ήξεραν πάντα τι ώρα της ημέρας ήταν, καθώς η θέση τους στον ουρανό καθοριζόταν απ’αυτές. Κάποτε. Πριν πέσουν.
Τα τάγματα είχαν χωριστεί σε δύο μέρη, οδηγούμενα από τους δύο στρατηγούς, τον Κάμαελ και τον Ούριελ. Ο άγγελος με τα κατάμαυρα φτερά και τα λευκά μαλλιά σκότωνε δαίμονες σαν να μην έκανε τίποτε άλλο σ’ολόκληρη τη ζωή του. Ο δε Ούριελ, γεννημένος πολεμιστής, ανεβοκατέβαζε τα δύο σπαθιά του όπου έβρισκε ελεύθερη σάρκα. Δίπλα του, ο Τύραελ, δεν έμενε πίσω.
Η φωνή της Δανάης τους συντρόφευε από την οπισθοφυλακή κι ο Τύραελ ήξερε πως όσο η αδερφή του ήταν εκεί για να τον εμψυχώνει και να προσέχει τα νώτα του, δεν θα έπεφτε. Μια γιγαντίαια σκιά τους κάλυψε όλους. Κοίταξε στιγμιαία προς τα πάνω κι ένα αθέλητο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Ο Πρίγκηπας δεν ήταν πλέον ντυμένος μ’αυτά τα παράξενα ρούχα των θνητών με τα οποία του άρεσε να κυκλοφορεί. Αντ’αυτού, φορούσε την επίσημη πανοπλία του που τον έλουζε με φως και τα λευκόχρυσα φτερά του δέσποζαν μεγαλόπρεπα στην πλάτη του καθώς πετούσε καβάλα στη ράχη του Λεβιάθαν.
Το μεγαλόπρεπο, κατάλευκο φίδι με τα εκατό κεφάλια επέβλεπε τη μάχη και, που και που, έφτυνε μια δέσμη φωτιάς ή πάγου ή ηλεκτρισμού σε κάποιον δαίμονα του οποίου η φάτσα τον ενοχλούσε.
Ο Τύραελ δεν δίστασε καθόλου.
- Ζήτω ο Πρίγκηπας! φώναξε με πάθος, υψώνοντας το ξίφος του.
Ιαχές ακολούθησαν την αυθόρμητη εκδήλωση της πίστης του. Όμως, μέσα του, ο Τύραελ ήξερε πως οι ελπίδες τους ήταν πια πολύ ισχνές. Αυτοί οι δαίμονες ήταν διαλεγμένοι ένας κι ένας. Ήταν τα πιο αιμοβόρα, τα πιο βάναυσα τάγματα της Τίαματ. Η θεά δεν αστειευόταν αυτή τη φορά. Κι οι έκπτωτοι, όσο καλοί πολεμιστές κι αν ήταν, όσο κι αν κατείχαν από στρατηγική, απλά δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν. Ο Τύραελ το γνώριζε. Ο Κάμαελ το γνώριζε. Ο Ούριελ το γνώριζε. Ο Σάμαελ το γνώριζε αλλά δεν είχε παίξει όλα του τα χαρτιά ακόμη.


Τα χέρια της Πολύμνιας κινούνταν πάνω στον πάπυρο με αφύσικη ταχύτητα καθώς κατέγραφε τις εξελίξεις της μάχης με κάθε λεπτομέρεια. Ταυτόχρονα, η όμορφη δαιμόνισσα, πάλευε απεγνωσμένα να κρύψει την ανησυχία της. Η θεά είχε φανεί να ασπάζεται το επιχείρημά της. Είχε πει ότι θα έστελνε τους Νυκτόβιους σε κατά μέτωπο επίθεση. Είχε φτάσει στο σημείο ακόμη και να καλύψει τον ήλιο για να το κάνει. Όμως οι μαύρες τέντες ήταν ακίνητες και σιωπηλές και οι Νυκτόβιοι έμοιαζαν να έχουν χαθεί από το πρόσωπο της γης.
Η Πολύμνια ένιωθε το άγρυπνο βλέμμα της Τίαματ πάνω της και προσπαθούσε διπλά. Όμως δεν άντεχε αυτή τη διαρκή αγωνία που κατέτρωγε την ψυχή της. Κάποτε την έλεγε «αγωνία φάντασμα» αλλά, πλέον, είχε γίνει κάτι τόσο απτό και αληθινό που ο όρος αυτός της έμοιαζε αστείος.
«Ανόητη» είπε στον εαυτό της. «Πίστεψες πως θα μπορούσες να ξεγελάσεις μια θεά; Λες και δεν πήρες το μάθημά σου την πρώτη φορά, που σε έσπασε στο ξύλο. Εκεί εσύ, ήθελες κι άλλο. Τώρα είναι πιθανό οι έκπτωτοι να χαθούν εξαιτίας σου, βαδίζοντας σε μια παγίδα που εσύ η ίδια, άθελά σου, τους έστησες.»
Όμως η μιζέρια και η θλίψη δεν ταίριαζαν στην Πόλυ. Αποφάσισε, λοιπόν, να δει τα πράγματα θετικά, όσο θετικά της επέτρεπαν οι δεινές καταστάσεις τουλάχιστον.
«Έπρεπε να προσπαθήσω» σκέφτηκε. «Έπρεπε».



Μέσα στην μεγαλύτερη από τις μαύρες τέντες, ο Τες-Ρεβόν αδημονούσε για τη στιγμή που οι έκπτωτοι θα έπεφταν στην ιδιοφυή παγίδα της θεάς του. Η προδότρια Πολύμνια είχε προσπαθήσει να την πείσει να τους στείλει σε κατά μέτωπο επίθεση, ώστε οι έκπτωτοι να τους ξεπαστρέψουν μια ώρα αρχύτερα. Ο μαυρομάλλης Νυκτόβιος δεν ξεχνούσε την ήττα που είχαν υποστεί την προηγούμενη φορά που είχαν δοκιμάσει κάτι τέτοιο. Χρωστούσε στον Κάμαελ μια σχεδόν ολική καταστροφή του καλύτερού του τάγματος.
Ο αρχηγός των Νυκτόβιων τράβηξε το λεπτό του εγχειρίδιο από το κορμί της νεκρής πλέον κοπέλας την οποία είχαν αφαιμάξει προτού ξεκινήσει η μάχη. Έγλειψε το αίμα με απόλαυση, αφήνοντάς το να τον αναζωογονήσει. Ένα χαμηλόφωνο, χαιρέκακο γέλιο του ξέφυγε καθώς σκεφτόταν την έκπληξη των έκπτωτων που θα τους έβλεπαν ξαφνικά μπροστά τους όταν θα έμπαιναν στις σκηνές τους με την προοπτική πως θα τους σκότωναν, έχοντάς τους πιάσει – κυριολεκτικά- στον ύπνο.
Στράφηκε προς το πρωτοπαλίκαρό του, έναν ξερακιανό, λεπτό τύπο με γκρίζες μπούκλες και ύφος ποντικού και ετοιμάστηκε να πει κάτι. Φυσικά, δεν πρόλαβε ποτέ.
Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει, η σκηνή άρπαξε φωτιά. Άκουσε ουρλιαχτά από τις διπλανές σκηνές κι αναγνώρισε τις φωνές των στρατιωτών του. Οργή κόχλασε μέσα του, γεμίζοντάς τον με μια δύναμη την οποία ούτε τα λόγια της θεάς ούτε το αίμα μπορούσαν να του προσφέρουν. Βρυχήθηκε μανιασμένα καθώς γύμνωνε τους κυνόδοντές του και ορμούσε προς τα έξω, ακολουθούμενος από τους καλύτερους μαχητές του.
Επικρατούσε πανικός. Δαίμονες και έκπτωτοι πολεμούσαν ακούραστα και, παρά την αριθμητική υπεροχή των δαιμόνων, η έκβαση της μάχης δεν είχε κριθεί ακόμα. Γύρω από τον Τες-Ρεβόν, Νυκτόβιοι ούρλιαζαν, παραδομένοι στις φλόγες που μετέτρεπαν σε στάχτη τα απέθαντα κορμιά τους. Θάνατος και φόβος εναλάσσονταν στα βλέμματά τους.
Ο Τες-Ρεβόν τους αγνόησε όλους. Αντ’αυτού, τα μάτια του καρφώθηκαν στην επιβλητική φιγούρα που περπατούσε αργά ανάμεσα στις σκηνές. Ο Ίσραφελ ήταν ακόμη γυμνός, με το κορμί του καλυμένο από πυρωμένους ρούνους και τα μαλλιά του να υψώνονται σαν φλόγες. Καθώς προχωρούσε, κινούσε ανέμελα τα χέρια του, δείχνοντας τους Νυκτόβιους έναν-έναν. Το νεύμα του αρκούσε για να αρπάξουν φωτιά.
Όμως ο αρχηγός των Νυκτόβιων δεν ήταν ηλίθιος. Είχε ζήσει πολύ περισσότερο από τον μέσο όρο των δαιμόνων. Υπήρχε από τότε ακόμη που επικεφαλής του τάγματός τους ήταν ο Άρχελ-Ο, ο βασιλιάς-θρύλος ανάμεσά τους κι αυτός που είχε πεθάνει από τα χέρια του ίδιου του Λούσιφερ. Αν δεν ήταν αυτός, ο Τες-Ρεβόν δεν θα είχε φτάσει ποτέ να κατέχει το αξίωμα που κατείχε. Του ήταν ευγνώμων.
Εστίασε όλη του την προσοχή στον Ίσραφελ. Ο πύρινος άγγελος τον κοιτούσε κατάματα καθώς πλησίαζε προς το μέρος του απειλητικά. Τότε ο Τες-Ρεβόν πρόσεξε το περιδέραιο που κρεμόταν στο λαιμό του αγγέλου κι ένα αργό χαμόγελο χαράχτηκε στα παγωμένα χείλη του. Ο αρχηγός των Νυκτόβιων συγκεντρώθηκε στη δύναμη του αίματός του και εκτοξεύτηκε μπροστά με τέτοια ταχύτητα που σχεδόν έμοιαζε να κινείται έξω από τον χρόνο. Είδε την έκπληξη στο πρόσωπο του Ίσραφελ και γέλασε δαιμονικά.
Σταμάτησε ακριβώς μπροστά του και, με μια κίνηση, τράβηξε το φυλαχτό και βύθισε τους κυνόδοντές του στο λαιμό του αγγέλου. Ήταν το τελευταίο πράγμα που θα έκανε ποτέ. Το ήξερε. Μα δεν τον ένοιαζε. Τυλίχτηκε στις φλόγες γελώντας μανιασμένα, καθώς ο Ίσραφελ ούρλιαζε. Γυμνός από την προστασία που του πρόσφερε το περιδέραιο, ο έκπτωτος ούρλιαζε με τον πόνο όλων των ανθρώπων που είχαν υποφέρει εξαιτίας αυτού του πολέμου.
- Πίσω! ακούστηκε η πανικόβλητη φωνή του Ούριελ από κάπου μακριά. Κάντε πίσω!
Όμως ήταν πολύ αργά. Ένας παλμός από καταστροφική φλόγα έφυγε από το σώμα του Ίσραφελ. Τα πάντα γύρω του έγιναν στάχτη. Έκπτωτοι. Δαίμονες. Τα πάντα. Ο Νυκτόβιος που του είχε επιτεθεί θα πέθαινε, όμως είχε καταφέρει κάτι που οι περισσότεροι ως τότε θεωρούσαν ακατόρθωτο. Είχε καταφέρει να τον πάρει μαζί του.
Ο Τες-Ρεβόν και ο Ίσραφελ αναλώθηκαν στην καταστροφική πυρκαγιά. Το τερατώδες αγκάλιασμά τους, όμως, θα έμενε για πολλούς αιώνες αποτυπωμένο στη μνήμη όσων είχαν παρακολουθήσει τη σκηνή.



- Λοιπόν, Βίσνου; ρώτησε ο Λεβιάθαν τον αναβάτη του. Έριξες τον άσσο σου και τον έχασες. Αναρωτιέμαι τι άλλο μπορεί να έχεις κρυμμένο στα μανίκια σου.
Ο Σάμαελ δεν είπε τίποτα. Ο Λεβιάθαν το διασκέδαζε υπερβολικά πολύ για τα γούστα του. Ωστόσο, ήταν πιστός του σύντροφος από παλιά και η δίψα του για αίμα και θάνατο δεν είχε σταθεί ποτέ ικανή να καταστρέψει την ιδιαίτερη σχέση που είχαν οι δυο τους.
- Ο Κάμαελ και ο Ούριελ είναι ακόμη ζωντανοί, είπε ο Πρίγκηπας σαρρώνοντας το πεδίο της μάχης με το βλέμμα του. Το ίδιο και ο Τύραελ. Και η Δανάη. Και όλα τα τάγματα της οπισθοφυλακής. Χάσαμε πολλούς, αλλά οι στρατηγοί τους κρατούν σε τάξη. Ίσραφελ, αδερφέ μου..., μουρμούρισε σκύβοντας το κεφάλι.
Ο Λεβιάθαν ένιωσε κάτι ζεστό και υγρό να στάζει στο ψυχρό, φολιδωτό του δέρμα.
- Μην το κάνεις αυτό στον εαυτό σου, Πρίγκηπα, είπε απρόσμενα ο Λεβιάθαν.
Ο Σάμαελ απόρησε. Ήταν η πρώτη φορά που εκείνο το αιώνιο, σοφό πλάσμα, του έδινε κάποια συμβουλή ή τον προέτρεπε να μην κάνει κάτι.
- Μην νιώθεις τύψεις γι’αυτό που συνέβη στον Ίσραφελ. Μην νιώθεις τύψεις για το πώς μπορεί να καταλήξουν όλα αυτά. Έκανες αυτό που έπρεπε. Το μόνο που μπορούσες να κάνεις.
- Δεν μπορώ..., είπε ο Σάμαελ.
Εξεπλάγη και ο ίδιος μ’αυτήν την παραδοχή. Μέχρι τότε δεν είχε συνειδητοποιήσει πως αυτό που έσφιγγε την καρδιά του σαν στεφάνι από αγκάθια ήταν οι τύψεις για όλα όσα είχε προκαλέσει και για όλα όσα έμελλε να προκαλέσει ακόμη.
Τότε, κάτι στο πεδίο της μάχης τράβηξε την προσοχή του. Κι ο Σάμαελ, ο Βίσνου, το Άστρο της Αυγής, πάγωσε από τρόμο.



Με τον Ίσραφελ νεκρό και τους μισούς έκπτωτους χαμένους, ο Φόβος συνειδητοποίησε πως εκείνη ήταν η ευκαιρία τους. Ίσως η μόνη πραγματική ευκαιρία που τους είχε δοθεί μέχρι τότε. Το ένστικτο της Τίαματ είχε αποδειχτεί σωστό, καθώς οι άγγελοι είχαν χάσει τόσους πολλούς δικούς τους. Ωστόσο, ο Πρίγκηπας είχε αποδείξει για μια ακόμη φορά την ικανότητά του στην πρόβλεψη και τη στρατηγική κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα τον πανικό και την ηττοπάθεια που επικρατούσαν εκείνη τη στιγμή ανάμεσα στους δαίμονες.
Ο Φόβος ούρλιαζε διαταγές σαν μανιακός, περιφερόμενος ανάμεσα στα διαλυμένα σχεδόν τάγματα. Πρώτα τα βιμάνα και τώρα αυτό. Καταραμένε Πρίγκηπα, σκέφτηκε από μέσα του. Αν δεν ήταν αυτός τίποτα απ’όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.
Εκείνη τη στιγμή κάτι στο χρώμα του αίματος μπήκε στο οπτικό του πεδίο. Κοιτώντας καλύτερα, είδε πως ήταν ένα φόρεμα που τύλιγε το κορμί μιας πανέμορφης γυναίκας με λευκά μαλλιά. Τα μάτια της ήταν καλυμμένα από μια μαύρη, τούλινη κορδέλα και το σώμα της ήταν γεμάτο πορφυρά τατουάζ. Ήταν η Μάντισσα. Η ερωμένη του Πρίγκηπα. Ήταν κάτι που το ήξεραν οι πάντες πια, όσο κι αν ο Λούσιφερ είχε προσπαθήσει να το κρατήσει κρυφό.
Ο Φόβος χαμογέλασε σαρδόνια. Βρήκε μια διμοιρία από επίλεκτους άντρες του και με φωνές και νοήματα τους έδωσε να καταλάβουν τι έπρεπε να κάνουν. Οι δαίμονες στράφηκαν, παρατήρησαν για λίγο τη Μάντισσα κι έπειτα, σαν ένα σώμα, όρμησαν πάνω της.



Η Μαρίνα ούρλιαξε με τρόμο καθώς είδε τους δαίμονες να έρχονται προς το μέρος της θέλοντας καταφανώς να την κάνουν κομματάκια. Παραπάτησε και παραλίγο να πέσει, όταν, από το πουθενά, δυο δυνατά χέρια τη συγκράτησαν. Σαστισμένη, μισοστράφηκε. Γεμάτη έκπληξη, αντίκρισε τον Αββαδών να την κοιτάζει ατάραχος. Άνοιξε το στόμα της κι έκανε να πει κάτι, όμως την ίδια στιγμή τον είδε να κατεβάζει τον πελώριο πέλεκύ του καταπάνω της. Η καρδιά της σταμάτησε για λίγο και, πραγματικά, πίστεψε ότι ήταν νεκρή. Μέχρι που συνειδητοποίησε ότι η λάμα δεν κατευθυνόταν στο δικό της κεφάλι αλλά σ’αυτό του δαίμονα πίσω της, που σωριάστηκε στο χώμα με μια έκφραση γεμάτη έκπληξη στο πρόσωπό του.
Ο Αββαδών βγήκε μπροστά και, προστατευτικά, την έβαλε πίσω του. Η Μαρίνα, τρομοκρατημένη και σαστισμένη, κόλλησε με την πλάτη στα βράχια. Δεν τολμούσε να τον ρωτήσει τι έκανε εκεί ή γιατί είχε σκοτώσει έναν από τους δικούς του για χάρη της. Φοβόταν υπερβολικά την απάντηση που θα έπαιρνε.
- Μείνε πίσω μου, ό,τι κι αν γίνει! της πέταξε ο Αββαδών πάνω από τον ώμο του.
Κι έπειτα φύτεψε τα πόδια του στη γη κι έφερε τον μεγάλο, διπλό πέλεκυ μπροστά του. Τα μαύρα, δερμάτινα φτερά του ξεδιπλώθηκαν σε όλο τους το μεγαλείο και τα μακριά, μαύρα μαλλιά, μαστίγωναν το πρόσωπο και τους γυμνούς του ώμους καθώς χόρευαν στον άνεμο.
Ο επικεφαλής των δαιμόνων που είχαν κινηθεί κατά πάνω της κοντοστάθηκε μόλις είδε τον Αββαδών. Τα μάτια του έγιναν δύο λεπτές σχισμές καθώς τον παρατηρούσε.
- Τι κάνεις, Αββαδών; τον ρώτησε τελικά κι η Μαρίνα μπορούσε να διακρίνει έκπληξη και φόβο στη φωνή του.
Ο Αββαδών απλά ανασήκωσε τους ώμους.
- Αυτό που πρέπει, είπε ήρεμα.
Η Μαρίνα ένιωσε να χάνει τη γη κάτω απ’τα πόδια της στο άκουσμα αυτών των λέξεων.
- Πρόδωσες τη Βασίλισσα, είπε αμείλικτα ο άγνωστος δαίμονας. Ξέρεις ποια είναι η ποινή γι’αυτό.
Ο Σεθ Άμπα ένευσε καταφατικά. Η Μαρίνα ήθελε να ουρλιάξει. Πώς ήταν δυνατό να παραμένει τόσο ήρεμος τη στιγμή που μια διμοιρία από δαίμονες ήταν έτοιμοι να τους επιτεθούν; Κι ακόμη κι αν επιβίωναν, πώς θα τον τιμωρούσε η Τίαματ για την προδοσία του; Ανατρίχιασε στην ιδέα. Δεν ήθελε καν να το σκέφτεται.
- Τι σου υποσχέθηκε ο Λούσιφερ; έφτυσε περιφρονητικά τα λόγια ο Φόβος.
Το όνομά του ήρθε στο μυαλό της Μαρίνας ξαφνικά και αβίαστα, σαν να ήταν κάτι που ήξερε από παλιά αλλά, για κάποιο λόγο, το είχε ξεχάσει. Αναρωτήθηκε αν ήταν μια ακόμη από τις αναμνήσεις της Λάκσμι που ήταν κρυμμένες μέσα της, κοιμισμένες για χρόνια ολόκληρα, μέχρι τη στιγμή που είχε γνωρίσει τον Άμπα και τον Σαμ.
Ο Αββαδών γέλασε ανόρεχτα κι ήταν ένα γέλιο κακόηχο στο άκουσμα.
- Δεν κάνω τίποτα για τον Πρίγκηπα. Ό,τι κάνω το κάνω γι’αυτήν.
Ο Φόβος κάγχασε.
- Και περιμένεις να σε πιστέψω; Πώς μπόρεσες; Μετά από ότι συνέβη στο στρατηγό; Είσαι μεγαλύτερος προδότης κι από την Πολύμνια ακόμη. Όμως, ξέρεις τι; Δεν έχει σημασία. Είσαι μόνος απέναντί μας και όσο καλός πολεμιστής κι αν είσαι, δεν μπορείς να τα βάλεις με όλους μας.
Εκείνη τη στιγμή, μια λαμπερή μορφή με ασημένια πανοπλία και πανέμορφα, λευκόχρυσα φτερά, προσγειώθηκε δίπλα στον Αββαδών. Όταν ο Σαμ ύψωσε το κεφάλι του, σμαραγδένιο φως ξεχύθηκε από τα μάτια του που είχαν μετατραπεί σε δυο σχισμές τυφλής οργής. Ανασηκώθηκε αργά και πήρε θέση μάχης. Η Μαρίνα πρόσεξε πως ο Αββαδών δεν είχε γυρίσει καν να τον κοιτάξει. Αντίθετα, κοίταζε ευθεί μπροστά, τους δαίμονες που ήταν έτοιμοι να τους επιτεθούν. Το βλέμμα του Φόβου ήταν καρφωμένο στον Πρίγκηπα, γεμάτο έκπληξη.
- Εδώ, φίλε μου, κάνεις λάθος, σχολίασε ήρεμα ο Σαμ και η φωνή του κύλησε σαν λιωμένη καραμέλα σε γυμνό δέρμα. Δεν είναι μόνος του σ’αυτό.
Ο Φόβος φώναξε μια διαταγή σε μια άγνωστη, άσχημη στο άκουσμα γλώσσα και οι δαίμονες όρμησαν κατά πάνω τους. Ο Σαμ και ο Άμπα, χωρίς να ανταλλάξουν κουβέντα, στάθηκαν πλάτη με πλάτη και περίμεναν.
Και, εκείνη τη στιγμή ακριβώς, η Μαρίνα ήξερε. Ήξερε πως όσο κι αν προσπαθούσε να σπάσει την κατάρα που έδενε τους τρεις τους δεν θα τα κατάφερνε. Ο Αββαδών είχε προσπαθήσει και είχε αποτύχει. Κι εκείνη το ίδιο. Παρατηρώντας τα λευκά και τα μαύρα φτέρα να μπλέκονται μεταξύ τους καθώς οι δύο προαιώνιοι εχθροί ένωναν τις δυνάμεις τους για να σώσουν τη ζωή της, η Μαρίνα γνώριζε πέρα από κάθε αμφιβολία πως ο μόνος λόγος που ο Σάμαελ είχε υπάρξει τόσο άνετος και χαλαρός σ’αυτήν την υπόθεση ήταν πως εξαρχής είχε αποδεχτεί το γεγονός ότι ήταν καταδικασμένοι να μπλεχτούν στον ίδιο κύκλο προδοσίας και πόνου όπως παλιά.
Και θυμήθηκε τα λόγια της Λίλιθ.
Ορκιζόταν να πολεμήσει θεούς και δαίμονες για να σε κρατήσει ασφαλή. Αν το έκανε θα τον αγαπούσες. Όχι επειδή θα σε ανάγκαζε, αλλά επειδή δεν θα υπήρχε άλλος δρόμος για να ακολουθήσεις.