? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

43. Απρόσμενες εξελίξεις

Η κάμερα ανοίγει. Το δυσοίωνο και πένθιμο φως του δειλινού, φωτίζει το πρόσωπο του ρεπόρτερ Λάμπρου Νταλακώστα. Το πλάνο συνοδεύεται από τον κυρίαρχο ήχο του αναδέματος του έλικα. Πίσω από τον Νταλακώστα διαγράφεται αχνά η φιγούρα του πιλότου.

«Έχουμε φτάσει εκεί που κανείς ως τώρα δε τόλμησε», εξηγεί ο ρεπόρτερ. «Τα όσα πρόκειται να δείτε πάνω από το σημείο που πετάμε, θα σας συγκλονίσουν».

Η κάμερα κλείνει.

Η κάμερα ξανανοίγει. Ανθρωπόμορφες ή ακαθόριστα τερατώδεις μορφές εμφανίζονται πετρωμένες, απανθρακωμένες και πέρα για πέρα απαλλαγμένες από κάθε ικμάδα ζωής, δίπλα από πελώρια κομμάτια απερίγραπτων κατασκευών που πυροδοτούν σπασμωδικές εντυπώσεις ότι αποτελούν καράβια ή ακόμη περισσότερο, αρχαία διαστημόπλοια. Είναι στολισμένα με μηνύματα βγαλμένα από τα βάθη των χιλιετηρίδων. Αρχέγονα και πρωτόλεια.

Ο ρεπόρτερ περιγράφει. Οι ήχοι του έλικα σκεπάζουν τη φωνή του. Εμφανή σημάδια του ολέθρου σε ένα έδαφος καταδικασμένο από το χάος, απλώνονται σε όλη τη κοιλάδα. Πλάνα που θυμίζουν μια ονειρική διασταύρωση της φύσης με ένα φουτουριστικό παρελθόν. Παράταιρα γιγάντια θραύσματα και βαριά στην όψη απολιθώματα, μεστά από τη μυρωδιά του πένθους.

Η κάμερα κλείνει.



«Τέλειωχσσσσσσουε»

Το αποκρουστικό πρόσωπο του Ίθακουα σκίαζε το κεφάλι και τους ώμους του Φόβου. Ήταν πανύψηλος και φριχτός στην όψη, ενώ γύρω του δεκάδες μικρά ρεύματα αέρα έστηναν το πανηγύρι τους.

«Ναι… Τέλειωσε», παραδέχτηκε ο Φόβος θλιμμένα. Έριξε μια ματιά στον μικρό καταυλισμό τους. Σχεδόν όλοι οι δαίμονες ήταν κυριευμένοι από ενθουσιασμό. Λίγοι μόνο, αναλογίζονταν το μέγεθος της καταστροφής που τα βιμάνα επέβαλλαν στο στρατό της βασίλισσας. Ακόμη πιο λίγοι, ήταν όσοι πενθούσαν τον χαμό κάποιων φίλων τους, που έτυχε να εμπλακούν στο συγκεκριμένο περιστατικό. Τέλειωσε και ήταν οι μόνοι ζωντανοί που απέμειναν. Μια χούφτα δαίμονες, σε έναν μικρό καταυλισμό, σε μια γωνιά της Ελλάδας που έμοιαζε να μην έχει διαστάσεις και που οι λόφοι της αντάμωναν με τα σύννεφα που ταξίδευαν δυτικά.

Τέλειωσε και η σκηνή του στρατηγού σιώπαγε πυρετικά. Η ατμόσφαιρα που εξέπεμπε έμοιαζε με θλιμμένους ψιθύρους που αναμιγνύονται. Ο στρατηγός δεν έβγαινε μέσα από κει. Ο Φόβος γνώριζε το μυστικό του και ένιωθε καταραμένος για τη γνώση του αυτή. Τέλειωσε, γιατί οι έκπτωτοι ήταν όλοι τους νεκροί. Τέλειωσε και άδειασε το σύμπαν. Τέλειωσαν τα πάντα.

Ο φόβος αντίκρισε το εκτρωματικό πρόσωπο του Ίθακουα και πάλι.

«Έμεινε να ρυθμίσουμε την λεπτομέρεια με το σκοτάδι»

Ο Ίθακουα χαμογέλασε με μια υποβόσκουσα διατροφική αλλοφροσύνη.

«Το σσσσσχουοτάδι διαλύθηκε αμέσσσσσχως μετά τη κατασσχτροφή των ιπτάμενων πλοίων. Έχω σσσσσχ(ου)τείλει τον Γουέντιγκο να κοιτάξει τι συνέβη».

«Ίσως ήταν καπνοί που βγήκαν κατά την απογείωση του ιπτάμενου αυτού θανάτου», είπε ο Φόβος. «Δε νομίζω ότι θα δει τίποτα το σπουδαίο ο Γουέντιγκο».

‘Έριξε μια φευγαλέα ματιά και πάλι στους δαίμονες του καταυλισμού τους.

«Είμαστε οι μόνοι που μείναμε ζωντανοί από όσους βρίσκονται έξω», διαπίστωσε.

«Είμαστε όμως κι εμείς», ακούστηκε μια δυνατή φωνή από κει γύρω. «Άρα δεν είστε οι μόνοι».

Τα μάτια του Φόβου σπινθηροβόλησαν από έκπληξη στο άκουσμα αυτής της δήλωσης. Υπήρχαν εφτά ακόμη δαίμονες που μόλις είχαν καταφθάσει και που έστεκαν ο ένας δίπλα στον άλλον. Επικεφαλής τους ήταν ένας αργυρόχρωμος καλόγερος που έμοιαζε με κύκλωπα.

«Δε θα έπρεπε να είστε εδώ», τους είπε ο Φόβος. «Οι εντολές που σας δόθηκαν ήταν να βρίσκεστε και σεις στη κοιλάδα»

«Και να πεθαίναμε μαζί με τους άλλους, ε;», ρώτησε με σαρκασμό ο καλόγερος.

«Ε, τώρα έτσι κι αλλιώς θα πεθάνετε από τη βασίλισσα, αφού την παρακούσατε».

Ο καλόγερος είπε κάτι το αναπάντεχο. «Δε ξέρω για τους άλλους, πάντως εγώ θα πεθάνω από το χέρι του στρατηγού σου».

Ο φόβος σάστισε. Η κουρτίνα στη σκηνή του στρατηγού Ασμοδαίου αναδεύτηκε. Εκείνος, τα άκουγε όλα.

«Τι σου έκανε ο στρατηγός μας, που να σε πάρει;», φώναξε οργισμένος ο Φόβος.

«Σκότωσε το μοναχοπαίδι μου, τον Σιν Ακούμα, στις μάχες του πρώτου επιπέδου», είπε θλιμμένος ο καλόγερος.

Ο Φόβος παραλίγο να βάλει τα γέλια. Έδειξε τον Ίθακουα που χαμογελούσε φριχτά σαν ένας αλλοπρόσαλλος γίγαντας δίπλα του.

«Αυτός που βλέπεις εδώ, κάποτε μου έσκισε τη πλάτη πέρα ως πέρα. Έκανα τρεις βδομάδες να γίνω καλά. Και ήταν τότε. Στις μάχες του πρώτου επιπέδου. Κοίτα μας όμως τώρα, που είμαστε σύμμαχοι και φίλοι. Δεν του κρατάω κακία, ούτε αυτός έχει πλέον κάτι εναντίον μου. Άλλωστε έχει περάσει τόσος καιρός από τότε».

«Για μένα είναι λες και έγινε χθες», είπε ο μονόφθαλμος καλόγερος σφίγγοντας τα δόντια του από οργή. «Δε θα αποχωρίσω από δω, αν δε πάρω πρώτα την εκδίκησή μου. Πριν ακόμη οι έκπτωτοι πεθάνουν όλοι από τη βασίλισσα, ο στρατηγός διέπραξε ένα ακόμη κρίμα. Σκότωσε τον παλιό του φίλο, τον Μπορόκιελ. Ας σκοτώσει λοιπόν κι εμένα τώρα που θα τον καλέσω σε μονομαχία. Εμένα, που είμαι ανίσχυρος μπροστά του. Μήπως και κάποτε φιλοτιμηθεί να καταλάβει πόσο επώδυνες είναι για κάποιους από μας οι δολοφονίες του».

«Θα πεθάνεις από τα χέρια του στρατηγού μου καλόγερε», προειδοποίησε ο Φόβος. «Σκέψου το καλά πριν αποφασίσεις να δώσεις τέλος στη ζωή σου με αυτόν τον τρόπο».

«Είχα 100 χιλιόμετρα δρόμο να διανύσω και πίστεψέ με, το σκέφτηκα πολύ καλά στη πορεία μας, αυτό που θέλω να κάνω».

Μια φωνή ακούστηκε από κει κοντά διακόπτοντας τον Φόβο από το να δώσει μια απάντηση.

«Θα το κάνεις, Αομπόζου».

Ο στρατηγός Ασμοδαίος στέκονταν μπροστά στη σκηνή του. Μια γιγάντια προσωποποίηση μιας εσώτερης συντριβής. Ένας ήρωας που μετά από τόσες χιλιετίες έδειχνε παραιτημένος.

«Δεν είναι ανάγκη να ασχοληθείς, στρατηγέ», του είπε ο Φόβος. «Ειδικά αυτές τις ώρες, που εγώ γνωρίζω καλύτερα απ’ όλους ότι είναι δύσκολες για σένα».

Ο Αομπόζου τον αγνόησε εντελώς. Έστεψε το μεγάλο μάτι του στον στρατηγό και μίλησε με φωνή που εκδήλωνε σεβασμό.

«Είμαι έτοιμος να πεθάνω από το χέρι σου, στρατηγέ μου».

Η σιωπή θριάμβευσε για λίγο. Η εικόνα του στρατηγού έστεκε στεγνή και ζαρωμένη, σαν ένα ξερό φύλλο το φθινόπωρο.

«Φόβε, έλα εδώ», πρόσταξε τελικά.

Ο Φόβος προχώρησε υπάκουα προς τη σκηνή, ενώ ο στρατηγός χάθηκε πίσω από τις κουρτίνες. Δε πρόλαβε όμως να μπει ποτέ, γιατί η ψηλή μορφή του Ασμοδαίου πρόβαλλε ξανά μπροστά του, κρατώντας στο χέρι του ένα μικρό ξύλινο κουτάκι, σκαλισμένο από ιερογλυφικά.

«Αυτό θα το πας στη βασίλισσα», του είπε. «Έχω μέσα έναν μικρό πάπυρο. Μετέφερε της το μήνυμα μου».

«Θα το κάνω τώρα αμέσως στρατηγέ. Θέλω πρώτα να δω τι θα κάνεις με τούτον εδώ». Έδειξε τον Αομπόζου. «Διώξ’ τους λέω καλύτερα. Δεν αξίζει να ανακατευτείς με αυτούς».

Ο Ασμοδαίος έκανε μερικά βήματα προς τον Αομπόζου.

«Είμαι έτοιμος», δήλωσε τελικά.

Μια βοή θαυμασμού ξεχύθηκε τριγύρω τους. Ένα επιφώνημα από όλους τους δαίμονες.

Οι δαίμονες έκαναν κύκλο, μέσα στον οποίο στέκονταν ο στρατηγός και ο καλόγερος, ο οποίος κράδαινε ανεκπαίδευτα έναν αιχμηρό σουγιά. Ο στρατηγός δεν κράταγε όπλο. Τα χέρια του αρκούσανε. Το βλέμμα του έχριζε τον καλόγερο έναν υπολογίσιμο αντίπαλο. Έδειχνε ότι τον σέβονταν σαν να πρόκειται για κάποιον άξιο μαχητή. Οι στιγμές κύλαγαν δυσβάσταχτα και επώδυνα για όλους.

Τα πόδια των αντιπάλων βούλιαζαν μες τα υγρά φύλλα του φθινοπώρου. Μια προσποίηση επίθεσης από τον Αομπόζου. Μια διστακτική απόκριση στο κάλεσμα του Χάρου. Δείλιαζε να κάνει το βήμα. Δείλιαζε να χιμήξει στον στρατηγό, να εξουδετερωθεί η επίθεσή του και να ξυπνήσει μέσα στην αγκαλιά του παιδιού του. Μακριά. Σε κάποιο άλλο επίπεδο της ύπαρξης, γεμάτο από φωτιές που έλαμπαν άρρωστα στον θολό ωκεανό της γαλήνης, πολλά έτη φωτός μακριά από κει.

Το έκανε. Μια απότομη κίνηση. Ένα σπαρακτικό ράπισμα απελπισίας που κεραυνοβόλησε τη στιγμή. Ο σουγιάς μπηγμένος στο στήθος του παραιτημένου γίγαντα στρατηγού. Ο στρατηγός γονάτισε. Μια νέα βοή θαυμασμού ξεχύθηκε από το πλήθος. Όχι, ο στρατηγός δε νικήθηκε. Ο στρατηγός μόλις είχε προκαλέσει εσκεμμένα το θάνατό του.

Ο Αομπόζου έμεινε κάτωχρος, παραδομένος κι αυτός στα νύχια της βάρβαρης αυτής διαπίστωσης. Τρεις δαίμονες τρέξανε προς τον στρατηγό μόλις ο όγκος του βρήκε το κατάμεστο από υγρά φύλλα χώμα. Τα φύλλα αναπήδησαν.

«Κάντε πίσω», φώναξε απειλητικά ο καλόγερος.

Μόνο ο φόβος δεν το έκανε. Τόλμησε να πλησιάσει και να αγκαλιάσει τον ετοιμοθάνατο στρατηγό του. Γονατισμένος κι αυτός, μαζί με τον καλόγερο.

«Γιατί;», ρώτησε ο Αομπόζου βουρκωμένος. «Γιατί το έκανες αυτό;»

Οι ψίθυροι πάσχιζαν να βγουν από το στόμα του Ασμοδαίου που έσταζε το μοβ, πηχτό του αίμα.

«Ο γιος σου… ήταν γενναίος πολεμιστής… τον θυμάμαι… θυμάμαι και σένα… σε αγαπούσε… τότε έπρεπε να το κάνω… τώρα όμως… έπρεπε να αρνηθώ τη βασίλισσα… οι έκπτωτοι είναι όλοι νεκροί… δεν έπρεπε…».

Ο Ασμοδαίος ξεψύχησε.

Ο Φόβος άρχισε να τον πενθεί. Το πλήθος έστεκε μουδιασμένο κάτω από το βάρος της στιγμής.



«Ένα σύμπαν γυμνό από την ελεύθερη βούληση, είναι ένα σύμπαν νεκρό από ιδέες. Δεν υπάρχει λόγος να μάχομαι πια για τίποτα. Θα πάω να τους βρω όπου κι αν βρίσκονται. Θα τους ζητήσω συγνώμη και θα πιω κρασί μαζί τους. Πέρα από τα βάθη του χρόνου και του χώρου, κάτω από το φώς άγνωστων ήλιων.

Συγχώρεσε με βασίλισσά μου. Θα σε θυμάμαι στη φασματική πορεία μου προς το άπειρο.

Ασμοδαίος».



Η κάμερα ανοίγει.

Η εικόνα του Λάμπρου Νταλακώστα εμφανίζεται ξαφνικά στην οθόνη , λες και την έπλασαν τα παράσιτα. Πίσω του διαγράφεται η όψη ενός αλλόκοτου διώροφου οικήματος, με ακανόνιστα αετώματα και ακατάληπτα γλυπτά ανάμεσα στους κίονες που περιβάλλουν τα παράθυρά του. Η γκρίζα, άγρια επιφάνεια του φόντου που προκαλείται από την αλλόκοσμη ομίχλη, κάνει το τοπίο να μοιάζει ημιτελές.

Ο Νταλακώστας ψιθυρίζει στο μικρόφωνο κυριευμένος από δέος και αγωνία.

«Αυτή πρέπει να είναι η βάση τους. Είδα μερικούς να μπαίνουν μέσα πριν λίγο και δε μου φάνηκαν άνθρωποι. Αυτό που βλέπετε πίσω μου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως βίλλα».

Ρίχνει μια ματιά στο κτήριο πίσω του.

«Ο θεός να το κάνει βίλλα».

Η κάμερα κλείνει.



Ο Γουέντιγκο διέσχιζε την απόκρημνη πλαγιά με πελώρια σάλτα που ανάδευαν ακόμη και την παραμικρή φυλλωσιά. Το αφύσικο σκοτάδι δεν υπήρχε πια. Είχε διαλυθεί λες και δεν υπήρξε ποτέ. Μονάχα η νύχτα έφεγγε, τριγύρω του. Το ασυνήθιστο θέαμα που πλέον επικρατούσε στο τοπίο, ήταν τα κοράκια. Εκατοντάδες κοράκια κατέκλυζαν τα κλαδιά των δέντρων, σαν μαύρες σημαδούρες της ανυπόφορης κατήφειας που έζωνε το μέρος.

Ο Γουέντιγκο έφτασε μπροστά στο κεντρικό στρατόπεδο των εκπτώτων. Ήταν εντελώς άθικτο, παρθένο από κάθε είδους βλάβη, παραδομένο σε ένα βουβό γαλήνεμα.

Οι έκπτωτοι βρίσκονταν όλοι τους εκεί. Ζωντανοί. Όλοι τους. Ζωντανοί!

Το στόμα του Γουέντιγκο άνοιξε διάπλατα σαν ένα αβυσσαλέο σπήλαιο.

«Τα άρματα πετούσαν από μόνα τους», μουρμούρισε έκπληκτος. «Αυτοί δε βρίσκονταν μέσα τους. Μα τη θεά, δε τους άγγιξε τελικά ο θάνατος. Πρέπει να την ειδοποιήσω! Πρέπει να την ειδοποιήσω!».

Οι θάμνοι αναδεύτηκαν βίαια και τα οδοντωτά φύλλα τους σάρωσαν τη νύχτα. Ο Γουέντιγκο δεν ήταν πια εκεί.

Ο Γουέντιγκο έτρεχε ταραγμένος, κάτω από το πλαδαρό πρόσωπο της πανσελήνου.



Η κάμερα ανοίγει.

Η μορφή του Λάμπρου Νταλακώστα εμφανίζεται σκυμμένη. Μοιάζει να είναι κυριευμένος από πανικό και να εκφράζει φωναχτά τις σκέψεις του. Το βλέμμα του είναι καρφωμένο στο αλλόκοτο οίκημα.

«Μόλις ακούστηκε κάποια κραυγή από μέσα… ήταν παιδική και θυμωμένη… ακούστηκε ως εδώ και ήταν λες και την είχαμε δίπλα στο αφτί μας. Φώναξε τη λέξη ‘όχι’ και αμέσως- δε ξέρω αν το πιστέψετε αλλά…ακολούθησε μια μικρή σεισμική δόνηση. Ίσως δε πρέπει να πλησιάσουμε περισσότερο. Ίσως…»

Η κάμερα κλείνει.



Η Τίαματ κρατούσε στο μικρό της χέρι το μικρό πάπυρο που της έστειλε ο-νεκρός πια- Ασμοδαίος. Ενημερώθηκε για τον θάνατό του και βούρκωσε. Ενημερώθηκε επίσης ότι οι έκπτωτοι ζούσαν ακόμη και τα γαλανά μάτια της σπινθήριζαν οργή. Πίσω της, η Άσταροθ και ο Αββαδών δε πίστευαν τα όσα μόλις είχανε ακούσει. Μπροστά της, ο Φόβος και ο Γουέντιγκο, γονάτιζαν ταπεινά.

Οι τοίχοι του ροζ δωματίου της βασίλισσας είχαν ραγίσει από τον θυμό της.

«Έλα», πρόσταξε τη μητέρα και ακόλουθό της, έτοιμη να ξεσπάσει σε κλάματα. Η Άσταροθ την πλησίασε πρόθυμα και τη προσέφερε τη ψυχρή αγκαλιά της.

«Εσείς φυγέτε!», πρόσταξε τους δύο γονατισμένους δαίμονες, οι οποίοι υπάκουσαν αυτόματα. Στάθηκαν με μιας όρθιοι και κατευθύνθηκαν προς την πόρτα. Τα μάτια του Φόβου ήταν δακρυσμένα.

Η θεά έκλαιγε σιωπηλά καλύπτοντας τα μάτια της στο μαύρο, δαντελένιο ύφασμα της Άσταροθ.

Η Άσταροθ κοίταξε τον εμβρόντητο Αββαδών.

«Τι θα κάνουμε;», τη ρώτησε χωρίς να ακουστεί. Απλώς τα χείλη του ήταν που σχημάτισαν τη φράση.

Το κλάμα της βασίλισσας άρχισε να γίνεται γοερό.

Για λίγο, ήταν ο μόνος ήχος που βάραινε το αμυδρό φως του δωματίου. Έπειτα η πόρτα άνοιξε τρίζοντας απότομα. Ο Αββαδών και η Άσταροθ στράφηκαν προς τα εκεί.

Ο Μιχάλης στέκονταν μπροστά τους ξέχειλος από θυμό.

«Θέλω να μείνω μόνος με την Τία», είπε.

«Η ώρα είναι ακατάλληλη», του τόνισε η Άσταροθ.

Τα δακρυσμένα μάτια της βασίλισσας αποκαλύφθηκαν και πάλι. «Φύγετε», τους πρόσταξε.

Ο Αββαδών και η Άσταροθ, άρχισαν να απομακρύνονται διστακτικά. Τα μάτια τους ήταν ακόμη καρφωμένα προς τη βασίλισσα. Γαντζώνονταν από την εικόνα της.

«Κλείστε πόρτα», τους είπε μόλις βγήκαν στο διάδρομο.

Ο ήχος του ξύλου και του χερουλιού ακούστηκε δειλά. Το σκοτάδι πύκνωσε περισσότερο.

«Έμαθες ότι τελικά οι έκπτωτοι δε πάθανε τίποτα;», ρώτησε σιγανά ο Μιχάλης τη Τίαματ.

Εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά, σκυμμένη, ενώ λίγα από τα δάκρια της σκόρπισαν στον χώρο.

Τότε ήρθε το χαστούκι.

Ο ήχος του συγκλόνισε τη σιωπή. Το στοματάκι της θεάς έχασκε ορθάνοιχτο ενώ το χέρι της βρέθηκε απότομα να πιάνει το πονεμένο της μάγουλο.

«Έμαθες ότι ο Ασμοδαίος είναι νεκρός εξαιτίας του ηλίθιου παιχνιδιού σου;», τσίριξε ο Μιχάλης.

Μια απελπισμένη κραυγή απορίας της ξέφυγε. Το ξανθό μαλλί της βρέθηκε να τραβιέται βίαια. Ο Μιχάλης, την ταρακουνούσε ολόκληρη.

«Έμαθες ότι μας έχεις γαμίσει όλους; Όλον τον κόσμο…», της φώναζε. «Γιατί σου σκότωσαν τον Άζαζελ. Και τώρα με τα καμώματά σου, πέθανε κι ο Ασμοδαίος. Αυτό ήταν το μόνο που κατάφερες, ρε μπάσταρδο».

Άλλο ένα χαστούκι. Πιο δυνατό.

«Πως τολμάς;», τσίριξε η Τίαματ.

«Θα σου πω εγώ πως τολμώ. Τι θα μου κάνεις; Θα με σκοτώσεις; Ε, ορίστε λοιπόν, σκότωσέ με! Φταίω και γω βλέπεις για τις μαλακίες σου!»

Άλλο ένα χαστούκι. Θα μπορούσε να το πει κανείς και μπουνιά.

Η Τίαματ βρίσκονταν ανάσκελα ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, πιάνοντας την παιδική της μύτη που έσταζε ανθρώπινο αίμα, βάφοντας τα δαχτυλάκια της και έσκουζε πονεμένα.

«Μη Μιχάλη! Μη!»

Η πόρτα άνοιξε διάπλατα. Η Άσταροθ πρόβαλλε στο κατώφλι ανατριχιαστικά.

«Αυτή η προσβολή δε θα περάσει έτσι. Δε θα σου επιτρέψω…»

Η πόρτα έκλεισε όπως άνοιξε. Με θόρυβο. Τα χτυπήματα της Άσταροθ απέξω, ακούστηκαν σχεδόν αυτόματα.

«Άνοιξε βασίλισσά μου».

«Φύγε», αποκρίθηκε μια κλαψουριστή παιδική φωνή μέσα από το δωμάτιο.

Τα χτυπήματα σταμάτησαν.

Τα ματωμένα χέρια της Τίαματ, πλέον κάλυπταν το πρόσωπό της, έτσι ώστε να το προφυλάξουν από ένα καινούργιο ξέσπασμα του Μιχάλη.

«Μήπως θες κι άλλες;», τη ρώτησε εκείνος ασθμαίνοντας σαν ατμομηχανή.

«Όχι… Μιχάλη μου… Όχι!»

«Θα σταματήσεις τις μαλακίες σου; Θα το λήξεις εδώ όλο το μπάχαλό σου;»

«Ναι! Ναι, Μιχάλη».

«Θα τους μαζέψεις όλους και θα πάρετε δρόμο από τον κόσμο;

Σιωπή.

«Έχασες δύο από τους πιο πιστούς σου ακόλουθους, ρε μαλακισμένο!», τσίριξε ο Μιχάλης.

Κλάματα.

«Κόψε τα παιχνιδάκια σου, διαφορετικά θα σε σκίσω με τα ίδια μου τα χέρια».

Ο Μιχάλης κόντευε να βγει και πάλι εκτός εαυτού. Εύχονταν και ο ίδιος τη στιγμή εκείνη, να εμφανιστεί κάποιος για να τον ηρεμίσει.

Εμφανίστηκε… Ή μάλλον… ακούστηκε. Ακούστηκε μέσα στο μυαλό του, να του μιλά με μια ανδρόγυνη φωνή.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, πάνω σου έχει πέσει η ευθύνη να διδάξεις και στη θεά τη σημασία της ελεύθερης βούλησης…Ο Διάβολος….Είσαι σημαντικό πρόσωπο στον πόλεμο που μαίνεται γύρω σου…. Σου είπα, ο Διάβολος…. είναι πολύ σημαντικό να γίνει αυτή η μάχη. Είναι σημαντικό για όλους μας. Για το χάος, για την τάξη...για την ελεύθερη βούληση...για τους ανθρώπους….Ο Διάβολος…δεν μπορώ να διακινδυνεύσω να θυμάσαι τη συζήτησή μας…Ο πόλεμος πρέπει να γίνει… ή το γεγονός ότι εγώ σε θεράπευσα….εγώ σε θεράπευσα…εγώ σε θεράπευσα…θεράπευσα…

«Θυμάμαι!», φώναξε ο Μιχάλης έκπληκτος. «Αυτό είναι! Θυμάμαι! Ο Λούσιφερ με θεράπευσε! Με θεράπευσε όταν αργοπέθαινα!»

«Τι λες…», έσκουξε η Τίαματ.

«Αλήθεια σου λέω, Τία, αυτός με έσωσε όταν πέθαινα. Μου ζήτησε να σου μεταφέρω ένα μήνυμα».

Θα θυμηθείς όταν έρθει η ώρα….Και τώρα έφτασε η στιγμή...

«Ζητάει μάχη», διαπίστωσε ο Μιχάλης φωναχτά. «Αυτό είναι! Μια κατά μέτωπο επίθεση. Ζητάει μια τελική μάχη των στρατών σας».

«Τρελός είναι;», ρώτησε κλαψιάρικα η Τίαματ.

«Ενώ εσύ, είσαι υπόδειγμα λογικής!», φώναξε ο Μιχάλης.

Τα πάντα σώπασαν στο δωμάτιο, εκτός από τα αναφιλητά της Τίαματ.

«Όχι!», μουρμούρισε ο Μιχάλης σαστισμένος. «Όχι, δε μπορώ να σε αφήσω να το κάνεις. Εσένα ο στρατός σου είναι ανεξάντλητος, ενώ αυτοί είναι πολύ λίγοι».

Ελεύθερη βούληση.

«Δεν πρέπει οι έκπτωτοι να εκλείψουν», συνέχισε να λέει. Η φωνή στο μυαλό του, έγινε πλέον γυναικεία. Ήταν η φωνή της Πολύμνιας.

Στον πόλεμο που κήρυξε η βασίλισσά μας, το πιο πιθανό είναι οι έκπτωτοι να εκλείψουν. Αν δε συμβεί κάποιο θαύμα, τότε δεν έχουνε καμία ελπίδα να διασωθούν…όπως ακριβώς και το σύμπαν ολόκληρο κινδυνεύει να πενθήσει την ελεύθερη βούληση…

Ο Μιχάλης έπιασε το κούτελό του σαν να ζαλίζονταν.

«Μιχάλη;», ρώτησε έκπληκτη η Τίαματ.

Νέα χτυπήματα ακούστηκαν στη πόρτα. Πιο ευγενικά αυτή τη φορά.

«Μιχάλη, άνοιξέ μου σε παρακαλώ». Ήταν η φωνή του Αββαδών, του Σεθ Άμπα. Η φωνή άλλαξε και έγινε και πάλι ανδρόγυνη.

Δεν ανάγκασα ποτέ κανέναν, θνητό ή αθάνατο, να κάνει το οτιδήποτε…Εγώ απλά προβλέπω συμπεριφορές και θέτω κάποια πράγματα σε κίνηση… Όμως πάντα υπάρχουν επιλογές….

Η Τίαματ, βρίσκονταν μπροστά του, με τη μύτη της ματωμένη και τα δακρυσμένα μάτια της ορθάνοιχτά. «Είσαι καλά;»

Αρνήθηκα τον ουρανό για να μην είμαι σκλάβος. Δεν θα έρθω στην Κόλαση για να ντυθώ καινούρια δεσμά.

«Δεν μπορώ να τον αφήσω να το κάνει», ψιθύρισε ο Μιχάλης.

Η πόρτα άνοιξε από μόνη της. Ο Αββαδών χίμηξε μέσα στο δωμάτιο.

Επειδή αντιτέθηκα στους θείους νόμους, η ανθρωπότητα με κατατάσσει αυτόματα σαν «κακό» ή «σατανικό» και θεωρεί ότι για όλα τα σκατά που γίνονται στον κόσμο φταίω εγώ.

«Τι συμβαίνει εδώ μέσα;», ρώτησε ο Αββαδών αυστηρά, βλέποντας το ματωμένο πρόσωπο της βασίλισσάς του.

Ο Μιχάλης σωριάστηκε στο πάτωμα.

«Μιχάλη!», φώναξαν μαζί ο Αββαδών και η Τίαματ έκπληκτοι.

Μάλιστα πιστεύουν ότι το απολαμβάνω.

Ο Μιχάλης λιποθύμησε.

Ηλίθιοι.



Η κάμερα ανοίγει

Η φιγούρα του ρεπόρτερ Λάμπρου Νταλακώστα, εμφανίζεται και πάλι. Είναι χαμογελαστός και προσπαθεί να δείξει ευδιάθετος. Το σκοτάδι τον έχει σχεδόν καταπιεί και το μόνο που ακούγεται είναι τα τζιτζίκια.

«Κυρίες και κύριοι, οφείλω να σας θυμίσω ότι υπάρχουν πολλοί από μας που δε πτοούνται με τίποτα. Όταν το καθήκον μας καλεί, εμείς δεν… δεν μασάμε. Βρισκόμαστε στο κέντρο των επιχειρήσεων των δαιμόνων. Ακριβώς! Αυτών που ευθύνονται για τις καταστροφές στον κόσμο μας. Άραγε λέτε να είναι και η βασίλισσά τους εδώ μέσα; Τι θα λέγατε να το διαπιστώναμε όλοι μαζί, παρέα;»



Ο Μιχάλης είναι ακόμη ωχρός καθώς κάθεται στη καρέκλα του στο μεγάλο σαλόνι της βίλλας. Ο Λαέρτης κάθεται δίπλα του, κοιτάζοντάς τον με συμπόνια. Η βασίλισσα Τίαματ βρίσκεται ξαπλωμένη στον καναπέ, ενώ η Λούσι σκουπίζει το λιγοστό αίμα που απέμεινε πια στη μύτη της και κοιτάζει το Μιχάλη με το πιο εχθρικό της ψύχος να καθρεφτίζεται στα μάτια της.

Ο Αββαδών, πηγαινοέρχεται στο δωμάτιο.

«Η επιχείρηση πρέπει να γίνει συντονισμένα», λέει προς όλους. «Θα συγκεντρώσουμε τρεις χιλιάδες δικούς μας και θα φτιάξουμε έναν αυτοσχέδιο καταυλισμό στην κοιλάδα της Κάρνταβας. Θα έχουμε το όρος Τίστο πίσω μας. Οι έκπτωτοι λογικά θα στρατοπεδεύσουν όλοι τους, απέναντι από μας. Εκεί, στο μέσο της μεγάλης απόστασης που θα χωρίζει τους στρατούς μας…»

Πήρε μια βαθιά ανάσα.

«…θα γίνει η τελική μάχη», κατέληξε προβληματισμένος.

«Εγκρίνω», απάντησε η βασίλισσα.

«Μισό λεπτό», είπε ο Λαέρτης. «Δεν υπάρχει καμία τέτοια κοιλάδα και κανένα τέτοιο βουνό στη χώρα μας. Αν κατάλαβα καλά, λέτε ότι η τελική μάχη θα γίνει στο εξωτερικό;»

Ο Αββαδών του χαμογέλασε. «Ο χώρος είναι μια έννοια που επιφυλάσσει πολλές εκπλήξεις σε σας τους θνητούς, Λαέρτη. Η Κάρνταβα και ο Τίστος, υπάρχουν πραγματικά στη χώρα σας. Απλώς είναι μέρη αόρατα για τα μάτια σας. Δε φαίνονται».
Ο Λαέρτης σάστισε. «Δε φαίνονται;», απόρησε.

Η Τίαματ χτύπησε τα μικρά της δάχτυλα.

«Τώρα φαίνονται», είπε.

Ο Λαέρτης έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

Ο Μιχάλης έριξε ένα αυστηρό βλέμμα στη θεά με το έφηβο σώμα.

«Θα επιτρέψεις στους έκπτωτους να έχουν μια δίκαιη μάχη, έτσι; Δε θα παρέμβεις καθόλου σε αυτή».

Η θεά σήκωσε το χέρι της σε ένδειξη όρκου.

«Δεσμεύομαι», είπε.

Έπειτα κοίταξε τη Λούσι στα μάτια.

«Πεινάω»

Η Λούσι την έπιασε από το χέρι και μετά από λίγο βρίσκονταν πλέον και οι δυο τους, έξω από το δωμάτιο.

Ο Λαέρτης, άγγιξε φιλικά τον ώμο του Μιχάλη.

«Όλα θα πάνε καλά», του είπε.

Ο Μιχάλης δεν απάντησε.



Η κάμερα ανοίγει.

Το πλάνο δείχνει κάτι που μοιάζει με περβάζι, να διακρίνεται αχνά μέσα στο σκοτάδι. Η φωνή του Λάμπρου Νταλακώστα ακούγεται ψιθυριστή.

«Κυρίες και κύριοι… γαμώτο! Κυρίες και κύριοι, βρισκόμαστε σκαρφαλωμένοι στους τοίχους της περίεργης αυτής βίλλας. Οι παραστάσεις που βλέπουμε σκαλισμένες εδώ, ίσως έχουν κάποιο αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Θεέ μου, είναι τόσο ανησυχητικές».

Ένα παπούτσι διαγράφεται στο σκοτάδι του πλάνου.

«Μπάμπη, σήκωσε τη κάμερα», ψιθυρίζει ο Νταλακώστας.

Η κάμερα υψώνεται, αλλά το μόνο που καταγράφει είναι μια μαυρίλα.

«Μπα, δε δείχνει τίποτα», λέει ο κάμεραμαν. «Χάλασε και ο φωτισμός, να πάρει η ευχή».

Η μορφή του Νταλακώστα μπαίνει στο πλάνο, αλλά ίσα που διακρίνεται.

«Κυρίες και κύριοι, έχουμε κάποιο τεχνικό πρόβλημα, αλλά ωστόσο μπορούμε να σας δείξουμε αυτό».

Η κάμερα στρέφεται προς ένα παράθυρο που σπέρνει το φως του μέσα στη νύχτα. Λάμπει λυτρωτικά. Προκαλεί το ενδιαφέρον των θεατών.

«Τι θα αντικρίσουμε μέσα εκεί άραγε;», ψιθυρίζει με πονηρό τρόπο ο Νταλακώστας. «Λέτε να πρόκειται για το δωμάτιο κάποιου δαίμονα; Λέτε να κατοικεί αυτή η θεά που κανείς δεν την έχει δει ως τώρα, εκεί; Κυρίες και κύριοι, πρόκειται αυτή τη στιγμή, να έχουμε μία παγκόσμια αποκλειστικότητα. Είμαστε έτοιμοι να συγκλονιστούμε μαζί σας».

Ακούγεται η φωνή του κάμεραμαν. «Πάμε;»

«Πάμε», απαντά ο Νταλακώστας, κάπως ανήσυχος.

Η φιγούρα του Νταλακώστα διακρίνεται καθώς περπατώντας πάνω στο περβάζι, πλησιάζει προς το παράθυρο. Η κάμερα τον ακολουθεί. Με το που φτάνουν εκεί σταματούν. Δειλιάζουν να συνεχίσουν.

Ένας ψυχρός ψίθυρος ακούγεται από μέσα, κάνοντας τα πάντα γύρω τους να τρέμουν.

«Εγκαταλείψτε αυτό το μέρος, παρείσακτοι. Δεν έχω καμία διάθεση να χάσω την υπομονή μου, τώρα που ταΐζω την βασίλισσά μου».

Ο Νταλακώστας στρέφεται έκπληκτος προς τη κάμερα. «Την ταΐζει; Τι είναι, κάνα μωρό για να τη ταΐζει;»

Η εικόνα ταρακουνιέται και γεμίζει παράσιτα.

«Χάνω την εικόνα», μουρμουρίζει ο κάμεραμαν.
Η εικόνα σκοτεινιάζει.

«Γαμώτο», λέει ο κάμεραμαν.

«Ήχο έχουμε;», ρωτάει ο Νταλακώστας.

«Έχουμε».

«’Έστω. Κυρίες και κύριοι, εμείς δε μασάμε από απειλές. Θα κοιτάξουμε μέσα στο δωμάτιο και θα σας περιγράψουμε πώς ταΐζει η δαιμόνισσα που ακούσαμε πριν τη βασίλισσά της. Αν και- εδώ που τα λέμε- πώς θα μπορούσε να την ταΐζει ;»

(Άνοιγμα παραθύρου)

«Σκύβω λοιπόν και κοιτάζω μέσα. Θεέ και κύριε! Δες που βάζει το χέρι της!»

(Ακούγονται ουρλιαχτά. Μετά, ποδοβολητά)

«Ωχ γαμώτο… Γαμώτο! Γαμώτο! (Λαχάνιασμα) Γαμώτο! Γαμώτο!»

Τέλος λήψεως.







APOSTASY- SULFUR INJECTION

Day after day my subconscious screams at me
You are a withering god!
A fix for the fun, a fix for the ritle, this feeling it drives me insane
Burning like fire I am empty again how can I leave this hell
How can I leave this hell!

I feed I breed my enemy, I feed I breed my enemy
Bad blood runs in my veins I'm devoted to this killer of pain

I feed I breed my enemy, I feed I breed my enemy
Bad blood runs in my veins I'm devoted to this killer of pain
Mother of malformation would you care turning the table?
Disgust isn't world enough, but still I care for you!

Look at those empty shells, manufacture by evil nature
Disgust isn't word enough, but still I care for you!
Are you the one that hates yourself, who pulls down the trigger that ends our journey?

Are you the one that hates your self to pull down the trigger to end your life forever?
Forsaken your life for him and nobody wants to feel

Are you the one that hates your self to pull down the trigger that ends your life forever?

Forsaken your life for him
And nobody wants to fell

Are you the one that hates your self to pull down the trigger that ends our journey forever?
Are you the one with the sulphur rain I should have killed you a long ago!

At least you piece of shit you should have killed your self instead of fed on others life
Instead of fed on others life, instead of fed on others life, instead of fed on others life!