? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2009

49 . Τα συντρίμμια του αποχαιρετισμού

Το σκοτάδι της λήθης συνοδεύονταν από αμυδρούς και πρωτόγνωρους χρωματισμούς. Κάποια στιγμή παραμέρισε απότομα, επαναφέροντας τον Τύραελ στο συνειδητό κόσμο.

Απόρησε και ο ίδιος που παρέμεινε ζωντανός. Όλα έδειχναν ότι το μήνυμα της μάντισσας που του μετέφερε ο Πρίγκιπας όταν μίλησε στο μυαλό του, ήταν ακριβώς αυτό που είχε ανάγκη ώστε να σώσει τη ζωή του την κατάλληλη στιγμή. Ήταν η στιγμή που είδε το κοράκι και που λίγο έλειψε να πιστέψει ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος να υπακούσει στην εντολή που του δόθηκε. Ποτέ ως τότε όμως δεν είχε παρακούσει στα όσα απαιτούσε από αυτόν ο Πρίγκιπας και αρχηγός του. Στα αφτιά του ηχούσαν σαν διαταγές, παρόλο που δεν ήταν. Άλλωστε το μόνο που του ζήτησε, ήταν να σκύψει. Το έκανε λοιπόν χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση και τότε, είδε το έδαφος κάτω από τα πόδια του να σκάει σαν μπαλόνι, ενώ γύρω του μαίνονταν μια απρόσμενη θύελλα καμωμένη από μια άγνωστη φωτιά. Στιγμιαία συνειδητοποίησε ότι απέφυγε μια θανάσιμη ριπή που στόχο είχε να τον εξαλείψει.

Το επόμενο που θυμόταν, ήταν να συνθλίβεται το δέντρο που βρίσκονταν μπροστά του σαν να έλειωνε και να εκτοξεύει πάνω του το ένα και μοναδικό κατάλοιπο της ύπαρξής του. Ήταν ένα μεγάλο πυρωμένο κάρβουνο, που τον χτύπησε στο κεφάλι, στέλνοντας τον για αρκετή ώρα σε έναν κόσμο αποκαλύψεων. Στον κόσμο εκείνο, ένιωσε τα καρφιά που μπίγονταν στο σώμα του Πρίγκιπα μεταδίδοντάς του ένα μέρος από τον αβάσταχτο πόνο του. Βίωσε έναν ιερό θρίαμβο μαζί του που δεν μπορούσε να διακρίνει σε ποιο χαρμόσυνο γεγονός μπορεί να οφείλονταν. Τέλος, σκίρτησε μέσα του ο παλμός μιας θνητής καρδιάς. Ήταν κάτι το φευγαλέο και αμυδρό, ωστόσο αρκετό για να νιώσει αυτό που ο Πρίγκιπάς του ένιωσε όταν τόλμησε να την αποκτήσει κόντρα στις προσταγές των αιώνων.

Ο Τύραελ, αντίκρισε την αιτία του παραλίγο θανάτου του να κείτεται σωριασμένη στο έδαφος. Ήταν ο Γιγκολονάκ, ένας από τους πιο ισχυρούς δαίμονες του βασιλείου που στράφηκε εναντίον σε αυτόν και στα αδέλφια του, κάτω από το βαρύ βλέμμα της ξαναζωντανεμένης βασίλισσας. Οι φήμες που συνόδευαν κατά καιρούς τον Γιγκολονάκ, τον ήθελαν να είναι άτρωτος. Κανείς δεν γλίτωνε από αυτόν αν έρχονταν σε απευθείας σύγκρουση μαζί του.

Τελικά να που οι φήμες αυτές εμπεριείχαν μια γερή δόση υπερβολής, καθώς υπήρξαν δύο πλάσματα θηλυκού γένους, που τον έσωσαν την τελευταία στιγμή, και που βρίσκονταν επί αρκετή ώρα δίπλα στο πτώμα, περιμένοντας τον να συνέλθει. Η μία από αυτές ήταν η Ζαθάνια, η μικρή έκπτωτη με τη πελώρια σοφία και η άλλη ήταν η Κάλι, η βασίλισσα της Νεκρόπολης που ούτε κατά διάνοια περίμενε ότι θα την αντίκριζε και πάλι μπροστά του.

«Καλωσόρισες και πάλι στους ζωντανούς, Τύραελ», είπε η Ζαθάνια με την παιδική της φωνή.

«Χαίρομαι που σε ανταμώνω και πάλι και που μπόρεσα να σε κάνω να βρίσκεσαι ακόμη στο σύμπαν της ύπαρξης», είπε επιβλητικά η βασίλισσα της Νεκρόπολης.

Ο Τύραελ γονάτισε μπροστά της με σεβασμό και ευγνωμοσύνη.

«Βασίλισσά μου, σου χρωστάω τη ζωή μου και εκπλήσσομαι που άφησες το βασίλειό σου μονάχα για να σώσεις εμένα».

«Καταλαβαίνω την έκπληξή σου, έκπτωτε. Αν είναι να ευχαριστήσεις όμως κάποιον για τη σωτηρία σου, αυτή είναι η μικρή σας αδελφή από δω. Αυτή ήταν που με έπεισε να ασχοληθώ με σένα». Ένα από τα τέσσερα χέρια της, έδειξε τη Ζαθάνια. «Ήταν χρέος και των δυο μας να τιμήσουμε την εντολή του Υφαντού».

Η απορία του Τύραελ, άρχισε να φουντώνει. «Άκουσα και γω τη προφητεία της μάντισσας, αλλά πίστεψα ότι ήταν απλώς μια διάδοση που σκόπευε να μας γεμίσει με ελπίδα. Ώστε είναι αλήθεια λοιπόν! Νικήσαμε, γιατί είκοσι από μας παρέμειναν ζωντανοί όπως ακριβώς η μάντισσα είχε προβλέψει».

«Αυτή τη στιγμή είμαστε είκοσι ένας», τον διόρθωσε η Ζαθάνια. «Τα παιχνίδια που μας επιφυλάσσει το Υφαντό, είναι καμιά φορά πολύ περίεργα. Σύμφωνα με αυτό, εσύ θα έπρεπε να βρίσκεσαι στη Νεκρόπολη, μαζί με τα αδέλφια μας που έπεσαν ηρωικά στην τελική αυτή σύγκρουση».

Το πρόσωπό του Τύραελ, σκοτείνιασε από αγωνία.

«Βρίσκεται και η Δανάη μαζί τους;», ρώτησε ευχόμενος να πάρει από τη μικρή του αδελφή μια απάντηση που θα τον ανακούφιζε.

Η Ζαθάνια χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Είναι ζωντανή και αυτή τη στιγμή ανησυχεί για σένα. Αυτή ήταν ο λόγος που σε επέλεξα να πάρεις τη θέση μου στη ζωή. Ο τρόπος που μάχεσαι μαζί της και η ιδιαίτερη σχέση σας, πάντοτε με γοήτευε. Μπορείς λοιπόν να βρίσκεσαι και πάλι στο πλευρό της».

Ο Τύραελ ένιωσε μπερδεμένος απ’ όσα άκουσε να του λέει η μικρή.

«Πήρα τη θέση σου; Εννοείς ότι επέλεξες να πεθάνεις; Μα γιατί να το κάνεις αυτό;»

Η Ζαθάνια άρχισε να του εξηγεί. «Όταν ο Σάμαελ μας είπε πως ελπίζει ότι όλα θα έχουν αίσιο τέλος για την ελεύθερη βούληση, μας γέμισε με ελπίδα. Μόνον εγώ όμως, είχα τη δύναμη να το θεωρήσω ως κάτι το δεδομένο. Πάντοτε έδειχνα εμπιστοσύνη στα γενναία του σχέδια, όσο απίθανα κι αν έμοιαζαν. Αυτός το γνώριζε και έτσι εξομολογήθηκε μόνο σε μένα την παράτολμη απόφασή του να θυσιάσει τα φτερά του, όταν όλα θα είχαν το αίσιο τέλος που εύχονταν».

«Ώστε είναι αλήθεια», είπε ο Τύραελ με πικρία. «Μας άφησε για χάρη της μάντισσας. Το ένιωσα όσο ήμουν λιπόθυμος, αλλά ήθελα να πιστέψω ότι πρόκειται για μια αυταπάτη».

«Δε νομίζω ότι σε άφησε, εφόσον μπορείς να βρίσκεσαι κοντά του και πάλι», είπε η Ζαθάνια σαν να τον μάλωνε. «Πάντα υπάκουγες στα λόγια του σαν να ήταν διαταγές. Ήρθε η ώρα λοιπόν να αποφασίσεις αν θέλεις πραγματικά να τον ακολουθήσεις στον κόσμο αυτό, ή να επιστρέψεις στους ουρανούς. Ήρθε η ώρα να πάρουμε από μόνοι μας κάποια απόφαση και να σκεφτούμε όπως πάντοτε ήθελε ο Σαμ: Με τον τρόπο που προστάζει η καρδιά μας. Εμένα μου είπε ότι ονειρεύονταν να πάρω τη θέση του και να ηγηθώ των αδελφών μας που θα έχαναν τη ζωή τους στη μάχη με τους δαίμονες. Μου εξήγησε το πόσο σημαντικός θα ήταν ο ρόλος αυτός, καθώς αυτοί αναμένονταν να ήταν πολύ περισσότεροι από όσους θα έμεναν ζωντανοί. Ένιωσα τα λόγια του σαν να ήταν η μεγαλύτερη τιμή που μου έχει χαρίσει η αιωνιότητα ως τώρα. Απλώς δε γνώριζα πώς θα μπορέσω να το πετύχω. Όταν ήρθε η ώρα όμως, το Υφαντό και η φαντασία μου, μου δώσανε την απάντηση που είχα ανάγκη».

«Διάλεξες να πας στην Νεκρόπολη και να τους βρεις», διαπίστωσε έκπληκτος ο Τύραελ. «Αντάλλαξες τη ζωή σου με τη δική μου! Ε, λοιπόν με συγκινείς αδελφούλα. Θα θυμάμαι τη γενναία πράξη σου για πάντα, μέσα στην αιωνιότητα που θα ακολουθήσει».

Η Ζαθάνια του χαμογέλασε με νόημα. «Κάνε αυτό που ορίζει η ψυχή σου από δω και πέρα, αδελφέ. Εγώ πήρα το δρόμο που ήθελα πραγματικά. Νομίζω ότι ήρθε και η σειρά σου. Όλοι όσοι θα παραμείνετε στη ζωή, πρέπει να σκεφτείτε σοβαρά το μονοπάτι που θα ακολουθήσετε».

Η βασίλισσα Κάλι, αγκάλιασε με τα πολλά της χέρια τη μικρή έκπτωτη. «Δε νομίζω ότι χρειάζεται να πείτε κάτι άλλο πια. Η Νεκρόπολη με καλεί και δε μπορώ βρίσκομαι μακριά της για πολύ περισσότερο. Ανταλλάξτε έναν τελευταίο αποχαιρετισμό λοιπόν και ετοιμαστείτε να πάρει ο καθένας τον δρόμο του».

Ο Τύραελ χάιδεψε το μάγουλο της μικρής του αδελφής. «Να είσαι σοφή και γενναία στις αποφάσεις σου, όπως ήταν και εκείνος», τη συμβούλευσε.

«Θα κάνω ό,τι μπορώ», είπε η μικρή, καθώς η μορφή της άρχισε να ξεθωριάζει μαζί με αυτή της βασίλισσας.




Το συγκεντρωμένο πλήθος των δαιμόνων είχε στρέψει τη προσοχή του προς τους λιγοστούς εκπτώτους και έμοιαζε να κρέμεται από τα χείλη τους. Ο Μέτατρον, η φωνή του θεού της τάξης, όπως και η θεά του χάους έδειχναν για μη γνωρίζουν τίποτε σχετικά με τα όσα θα αποφάσιζαν.

«Είναι καθήκον μας να επιστρέψουμε στους ουρανούς», φώναξε ο Κάμαελ ώστε να τον ακούσουν όλοι. «Αυτός ήταν ο στόχος μας και ο προορισμός μας. Αυτή ήταν η υπόσχεση που μας έδωσε ο Πρίγκιπας. Δεν είναι δυνατόν μας προβληματίζει τώρα που πραγματοποιήθηκε με τη θυσία του. Νομίζω πως αυτό θα ήθελε κι εκείνος».

«Διαφωνώ μαζί σου, Κάμαελ», του είπε ο χρονικογράφος Ντάλιελ. «Ο Πρίγκιπας αποχώρησε χωρίς να μας πει τι ήταν αυτό που πρέπει να κάνουμε. Δε νομίζω ότι αυτό είναι ένα τυχαίο γεγονός. Μάλλον αυτό που επιθυμεί είναι να αποφασίσουμε από μόνοι μας την πορεία που θα χαράξουμε. Όσον αφορά εμένα, ομολογώ ότι δεν είμαι έτοιμος να εγκαταλείψω την κόλαση. Μετά από τόσο καιρό τη νιώθω σαν σπίτι μου και είναι πολλά τα όσα με εμποδίζουν να σας ακολουθήσω».

Σκόπευε να πει κι άλλα, όμως μια ενθουσιασμένη φωνή ακούστηκε μέσα από το συγκεντρωμένο πλήθος να καλεί το όνομά του.

«Ντάλιελ!»

Ήταν η Πολύμνια, που πρόβαλλε σχεδόν τρέχοντας και χύμιξε μέσα στην αγκαλιά του χαρίζοντάς του ένα παθιασμένο φιλί. Ο έκπτωτος την τύλιξε μέσα στις φτερούγες του και άρχισαν να στριφογυρίζουν ανέμελα σχηματίζοντας μια όμορφη δίνη που απέδιδε γλαφυρά τον έρωτά τους.

«Όταν έμαθα ότι είσαι ζωντανός, έμοιαζε με όνειρο», του είπε εκείνη όταν σταμάτησαν, εξακολουθώντας να παραμένει χωμένη κάτι από τα φτερά του. «Εδώ και καιρό, αποφάσισα να μοιραστώ την αιωνιότητα μαζί σου, αλλά δε τολμούσα να στο πω γιατί δεν ήξερα τι θα επιλέξεις να κάνεις».

«Είναι αμοιβαίο», τη διαβεβαίωσε εκείνος χαμογελώντας.

Η θεά του χάους παρατηρούσε την όμορφη σκηνή με έναν παιδικό ενθουσιασμό να λάμπει στα γαλανά της μάτια. Ο Μιχάλης που στέκονταν δίπλα της, έδειχνε να νιώθει κάπως άβολα από το όλο θέαμα.

Η Μάλια, μία ακόμη από τους λίγους εκπτώτους που παρέμειναν ζωντανοί, θέλησε να προσγειώσει κάπως την κατάσταση.

«Και εμένα θα μου λείψει η κόλαση, αλλά τώρα που η θεά του χάους θα πάρει τον θρόνο της πίσω, δεν πρόκειται να συνεχίσουμε να ζούμε μέσα της όπως πριν. Είμαστε πλέον ανεπιθύμητοι».

«Όχι», την διόρθωσε η Τία. «Σας θέλω. Εγώ… καλή με σας».

Ο Μέτατρον γέλασε με έναν πομπώδη σαρκασμό. Άρχισε πλέον να μιλάει με τη πραγματική του φωνή, πράγμα που φανέρωνε ότι δεν αποτελούσε πλέον το δοχείο της φωνής του θεού που υπηρετούσε.

«Πολύ αστείες οι υποσχέσεις σου, θεά του χάους. Αλήθεια, έχεις την απαίτηση να δεχτούνε τη φιλοξενία σου, μετά απ’ όσα τους προκάλεσες; Για μια ακόμη φορά αποδεικνύεις το πόσο επιπόλαια σκέφτεσαι».

«Ενώ εσείς;», ρώτησε θυμωμένα η Τίαματ. «Εσείς διώξατε… Τώρα μετανιώνετε».

«Ο θεός μου, θα τους αποδώσει τις τιμές που τους αξίζουν», διαβεβαίωσε ο Μέτατρον.

«Κι εγώ», είπε η Τίαματ με πείσμα.

«Ζηλεύεις που ο πατέρας τους θα τους πάρει πίσω», είπε ο Μέτατρον.

«Είσαι βλάκας», φώναξε η Τίαματ. «Και αυτός… χειρότερος».

Η Μάλια θέλησε να αποφορτίσει κάπως την ατμόσφαιρα. «Αφού η θεά δεσμεύτηκε ότι θα μας φερθεί καλά, τότε εγώ προτιμώ να ακολουθήσω τον Ντάλιελ»

«Δε μπορούμε να το κάνουμε αυτό», διαφώνησε ο Ούριελ. «Ο Κάμαελ έχει δίκιο. Οι ουρανοί είναι το πραγματικό μας σπίτι. Ακόμη και αν κάποτε μας αρνήθηκαν, πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτούς».

«Ακριβώς», συμφώνησε μαζί του ο Κάμαελ.

Στο σημείο αυτό, τον λόγο πήρε η Δανάη. «Κάνετε λάθος όλοι σας. Το σπίτι μας είναι εκεί που βρίσκεται ο Πρίγκιπας. Εφόσον εκείνος επέλεξε να παραμείνει στον κόσμο αυτό, τότε εμείς πρέπει να κάνουμε αυτό που κάναμε πάντα: Να τον ακολουθήσουμε. Είμαι διατεθειμένη να πάω να τον βρω όπου κι αν βρίσκεται. Ακόμη κι αν δε με δεχτεί, θέλω να παραμείνω στον κόσμο όπου εκείνος επέλεξε να κατοικήσει. Μπορεί να θυσίασε την αθανασία του, για μένα όμως θα παραμένει για πάντα ο πιο αγαπημένος μου αδελφός».

«Και για μένα», ακούστηκε να λέει γενναία μια φωνή μέσα από το πλήθος.

Ήταν ο Τύραελ, που πρόβαλλε δυναμικά, έχοντας θηκαρώσει πια το ηλεκτροφόρο ξίφος του. Η Δανάη έτρεξε προς το μέρος του και του χάρισε τη ζεστή της αγκαλιά.

«Δεν υπάρχουν λόγια να εκφράσω τη χαρά μου που ζεις, αδελφέ μου», του είπε.
Ο Κάμαελ ήταν κι αυτός χαρούμενος που ο πιο ηρωικός αδελφός του βρίσκονταν στη ζωή. Ωστόσο δεν έμοιαζε να έχει αλλάξει γνώμη.

«Αν παραμείνουμε στον κόσμο αυτό, θα δυσκολευτούμε πολύ από δω και πέρα. Δεν μπορούμε να γίνουμε θνητοί όπως μπόρεσε ο Πρίγκιπας. Θα αναγκαστούμε να κυκλοφορούμε ανάμεσα στους ανθρώπους μυστικά. Να κρυβόμαστε».

«Εγώ είμαι διατεθειμένος να το κάνω», είπε ο Τύραελ.

Για λίγο, όλοι οι έκπτωτοι σώπασαν δείχνοντας ότι αδυνατούσαν να καταλήξουν στο τι θεωρούσαν σωστό. Το πλήθος των δαιμόνων, η θεά, οι δύο θνητοί και ο Μέτατρον, άρχισαν να αδημονούν πια να ακούσουν ποια θα είναι η οριστική τους απόφασή .

Τη σιωπή όλων, τόλμησε να διαλύσει απότομα ο Μιχάλης. «Ρε παιδιά. Αφού ζορίζεστε τόσο γιατί δε το ρίχνετε σε καμιά κλήρωση; Τραβήξτε χαρτάκι και αποφασίστε στο έτσι».

«Έχω μια καλύτερη λύση», είπε ο Τύραελ. «Ίσως είναι λίγο οδυνηρή, αλλά είναι η καλύτερη που υπάρχει. Να χωριστούμε. Να επιλέξει ο καθένας τον δρόμο που επιθυμεί ακόμη και αν είμαστε πλέον μια χούφτα που μείναμε ζωντανοί. Τα άλλα αδέλφια μας βρίσκονται στη νεκρόπολη και η Ζαθάνια επέλεξε να είναι επικεφαλής τους. Εφόσον εκείνη τόλμησε μια τόσο γενναία απόφαση, δε θα είναι δύσκολο και για μας να σπάσουμε τον δεσμό που μας έχει ενώσει μέσα στους αιώνες σε τρία κομμάτια με το καθένα να έχει το δικό του προορισμό».

«Είναι η καλύτερη δυνατή λύση», παραδέχτηκε ο Κάμαελ. «Ας επιλέξει ο καθένας από μας να κατοικήσει εκεί που ορίζει η ψυχή του. Όσοι θέλουν λοιπόν, μπορούνε να με ακολουθήσουνε στους ουρανούς. Όσοι όμως θέλουν να ακολουθήσουν τον Τύραελ και να παραμείνουν στον κόσμο αυτό, μπορούνε να το κάνουν ελεύθερα. Τέλος, όσοι επιθυμούν να κατοικήσουν στη κόλαση, ας επιστρέψουν σε αυτή μαζί με τον Ντάλιελ».




Η Λούσι βρίσκονταν πολύ κοντά στη βασίλισσά της για όσο διαρκούσε η συνέλευση των εκπτώτων. Ήταν πολύ χαρούμενη που τόλμησε να υψώσει το ανάστημά της απέναντί της και να την οδηγήσει σε μία ιερή για το σύμπαν απόφαση. Μέσα στη παγωμένη ψυχή της όμως αργοσερνότανε η αμφιβολία για τα όσα επρόκειτο να υποστεί στο πλευρό της από κει και πέρα. Η βασίλισσα, έδειξε ότι εκτίμησε βαθύτατα τα λόγια που της απεύθυνε. Ποια όμως ήταν πραγματικά η μοίρα που θα αποφάσιζε να της επιβάλλει; Ποια ήταν η ισορροπία που είχε πλέον διαμορφωθεί μεταξύ τους και έμελε να σηματοδοτήσει την κοινή τους πορεία όταν θα επέστρεφαν στη κόλαση; Αυτές ήταν οι σκέψεις που τριβέλιζαν διαρκώς στο μυαλό της και που την οδήγησαν μακριά από το πλήθος, όπου θα μπορούσε να παραδοθεί σε αυτές με την ησυχία της.

Τότε είδε τον Λαέρτη. Την κοίταζε από μακριά χωρίς έχει την πρόθεση να διακόψει τον συλλογισμό της. Εκείνος γνώριζε πλέον πότε κάτι την απασχολούσε, ακόμη και αν η έκφρασή της δεν το φανέρωνε.

«Γιατί στέκεσαι εκεί;», τον ρώτησε.

«Δε μου επιτρέπει το ψύχος που εκπέμπεις να σε πλησιάσω», της απάντησε σοβαρός. «Παλιά με ανάγκαζες να το υφίσταμαι, αλλά τώρα που επέλεξες να το αποκτήσεις και πάλι και που είμαστε αλλιώς μεταξύ μας, φοβάμαι ότι επέλεξες να γίνεις το ίδιο απρόσιτη με τότε. Παρά τα όσα μου υποσχέθηκες».

«Τηρώ τις υποσχέσεις μου, Λαέρτη», του θύμισε κοιτάζοντάς τον παγερά.

Έπειτα άρχισε και πάλι να κατευθύνεται προς το συγκεντρωμένο πλήθος.




Με το που άρχισε να σουρουπώνει, δύο πελώριες πύλες έκαναν την εμφάνισή τους από το πουθενά, μέσα στην ηρωική εκείνη κοιλάδα. Οι θνητοί που είχαν το θάρρος να συγκεντρωθούνε εκεί κοντά, τις κοίταζαν κυριευμένοι από δέος και από τη διαπίστωση ότι το τέλος των περιπετειών στις οποίες περιήλθε ο κόσμος τους, ήτανε γεγονός.

Η μάχη της κόλασης αποτελούσε πλέον παρελθόν. Τους άφησε παρέα με μια ιερή κληρονομιά: Τη διαπίστωση ότι υπάρχει ένας κόσμος πέρα από τον κόσμο τους. Ένας ανεξιχνίαστος κόσμος που η συμπαντική μοίρα αποφάσισε να τους τον συστήσει. Το τίμημα για την γνώση τους αυτή, ήταν οι μεγάλες πληγές που θα έχασκαν ανοιχτές για πολλά χρόνια ακόμα, καθώς και η ελπίδα ότι όταν αυτές επουλώνονταν, θα έδιναν τη θέση τους σε μια νέα, ελπιδοφόρα πραγματικότητα.

Μια μικρή ομάδα αποτελούμενη από εφτά πρώην έκπτωτους, πετούσε προς την Πύλη που είχε ανοίξει ψηλά στα σύννεφα, συνοδευόμενοι από τον Μέτατρον. Μεταξύ αυτών, βρίσκονταν ο Κάμαελ και ο Ούριελ.

Οι δαίμονες οδηγούνταν παραταγμένοι προς την άλλη πύλη, εκείνη που ορθώνονταν στο έδαφος. Μαζί τους βρίσκονταν ο Ντάλιελ αγκαλιά με την Πολύμνια και με έξι ακόμη φτερωτά αδέλφια του να συντροφεύουν τα βήματά του.

Ο Τύραελ, η Δανάη και άλλοι τέσσερις εναπομείναντες άγγελοι, διέσχιζαν ήδη τους ουρανούς του υλικού κόσμου, αποφασισμένοι να κατοικήσουν στο εξής συντροφιά με τους ανθρώπους, μεταξύ των οποίων πλέον βρίσκονταν και ο αγαπημένος τους Πρίγκιπας.

Η κοιλάδα της Κάρνταβας άδειαζε και όλα έδειχναν ότι η σονάτα που το χάος τραγούδησε εκείνες τις αλησμόνητες μέρες στη Γη, πλησίαζε στο τέλος της.




Η θεά του χάους παρακολουθούσε τους ακόλουθούς της περήφανα καθώς παραδίδονταν στο εκτυφλωτικό φως της απόκοσμης εκείνης πύλης που άνοιξε κατόπιν εντολής της. Έμοιαζε να της είναι δύσκολο να συγκρατήσει τον παιδικό της ενθουσιασμό για την επιστροφή στον θρόνο της απ’ όπου θα ηγούνταν έχοντας πια εξασφαλίσει την αγάπη τους. Ακόμη και οι πανίσχυροι θεοί έχουν δικαίωμα στο όνειρο και τις στιγμές εκείνες, το μεγαλύτερο από τα όνειρα της Τίαματ γίνονταν πραγματικότητα.

Κάποτε, είχε επιλέξει να πεθάνει ώστε να το εκπληρώσει.

Έπειτα ζωντάνεψε για να το δει να εκπληρώνεται.

Ο Αββαδών και ο Μπαάλ, οι δύο από τους πέντε των οποίων η αφοσίωση παρέμεινε ανεξίτηλη στο πέρασμα του χρόνου, την περίμεναν ήδη να επιστρέψει θριαμβεύτρια. Η Τίαματ το γνώριζε και σκόπευε να το κάνει χωμένη στην αγκαλιά της Λούσι, εκείνης που συνέβαλε πιο αποφασιστικά απ’ όλους στην ανάστασή της και που με τα λόγια της απέδειξε ότι ήταν η πιο ικανή να σταθεί δίπλα της και να τη βοηθήσει να χαράξει μια καινούργια, πιο δίκαιη πολιτική για τη διακυβέρνηση του βασιλείου της.

Την είδε να την πλησιάζει με μια εύλογη ανησυχία να κρύβεται κάτω από το ψύχος που ανέδυε το σώμα της. Της χαμογέλασε με χάρη και αμέσως η ανησυχία αυτή αποτελούσε παρελθόν.

«Μαζί πια», είπε η θεά του χάους στην έμπιστη σύμβουλό της.

«Μαζί για πάντα», συμφώνησε εκείνη με μια ανέκφραστη ευλάβεια και της χάρισε την αγκαλιά της.

Λίγο πιο εκεί, ο Μιχάλης απεύθυνε στον Λαέρτη τον αποχαιρετισμό του.

«Κρίμα που δε θα σε έχουμε μαζί μας. Ήσουν για μένα ο καλύτερος κολλητός που είχα ποτέ. Θα σε θυμάμαι για πάντα».

Μια μικρή ανησυχία υπέβοσκε στη ψυχή του Λαέρτη. Μόνο για μια στιγμή κατάφερε να την κρατήσει θαμμένη μέσα του.

«Και γω θα σε θυμάμαι, Μιχάλη», απάντησε. Η ανησυχία όμως γιγαντώθηκε και αποδείχτηκε άτρωτη. «Ελπίζω να πάνε όλα καλά για σένα».

Ο Μιχάλης έδειξε να εκπλήσσεται. «Ε, πώς να μη πάνε καλά ρε συ; Τόσα και τόσα περάσαμε. Τώρα θα πάνε στραβά; Δε νομίζω».

Το πρόσωπο του Λαέρτη έδειξε να σκιάζεται από μια αβάσταχτη θλίψη που τον κυρίευσε απότομα, πράγμα που τον γέμισε με έκπληξη και απορία.

«Τι έπαθες;», ρώτησε.

Ο Λαέρτης δε τολμούσε να του απαντήσει. Το μόνο που μπόρεσε, ήταν να του κάνει ένα νεύμα που τον παρακινούσε να κοιτάξει πίσω του.

Όταν ο Μιχάλης το έκανε, ένιωσε το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια του. Αντίκριζε πλέον την Τίαματ, την αγαπημένη του Τία, να περιβάλλεται από μια αμυδρή κόκκινη λάμψη και να εξαϋλώνεται μαζί με τη Λούσι που την είχε πάρει στην αγκαλιά της. Ακόμη και η ψυχρή δαιμόνισσα έδειχνε να απορεί με αυτό που συνέβαινε τις στιγμές εκείνες.

«Μήπως ξέχασες κάτι, Τία;», την ρώτησε προσπαθώντας να ακουστεί αυστηρός. Ακούστηκε όμως απελπισμένος.

«Φεύγουμε», δήλωσε η βασίλισσα του χάους σχεδόν αδιάφορα.

«Και εγώ;», ρώτησε ο Μιχάλης έτοιμος να ξεσπάσει σε λυγμούς.

«Αντίο, Μιχάλη», ήταν η απάντησή της καθώς ξεθώριαζε όλο και περισσότερο.

«Στάσου!», ούρλιαξε ο Μιχάλης. «Δε μπορείς να φύγεις χωρίς εμένα. Δε μπορείς να μου το κάνεις αυτό μετά απ’ όλα όσα ζήσαμε».

«Τώρα… έχω… Λούσι», δήλωσε η θεά του χάους.

Ο Μιχάλης όρμησε να την γραπώσει, μήπως και την εμποδίσει να διαπράξει αυτό που είχε ήδη αποφασίσει. Μήπως και η δική του αγκαλιά αποδεικνύονταν πιο ισχυρή από αυτή της μητέρας της και την οδηγούσε στο να αλλάξει τη σκληρή της απόφαση.

Ένιωσε τη λάμψη να φουντώνει στιγμιαία γύρω του και έπειτα κατέληξε γονατιστός στο έδαφος. Τα χέρια του ήτανε αδειανά, όπως θα παρέμεναν για πάντα από εκείνη τη στιγμή και έπειτα. Νιώθοντας πιο ανίσχυρος από ποτέ, ο Μιχάλης αφέθηκε στην αγκαλιά του σπαραγμού που τον έπνιγε πενθώντας γοερά τον άνθρωπο που μόλις είχε χάσει. Εκείνον τον άνθρωπο που η θεά του χάους ξύπνησε μέσα του μετά από τόσα χρόνια λήθαργου, μόνο και μόνο για να τον σκοτώσει οριστικά όταν δεν τον είχε πια ανάγκη.

«Μη μου το κάνεις αυτό», φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, ηχώντας σε κάθε άκρη της πελώριας εκείνης κοιλάδας που έμοιαζε άδεια από κάθε όνειρο.

Ο Λαέρτης τον αγκάλιασε προσπαθώντας να τον ηρεμίσει, ωστόσο ο πόνος και η συντριβή του φίλου του έμοιαζαν ότι δεν πρόκειται να σβήσουν ποτέ. Έμοιαζε απίστευτο κι όμως η θεά του χάους εγκατέλειψε τον θνητό που την έφερε στον κόσμο, αφήνοντας τον παρέα μόνο με τις αναμνήσεις των υπέροχων στιγμών που έζησε δίπλα της, αλλά και με την οδύνη του να συνυπάρχει με τον ίδιο του τον εαυτό. Τουλάχιστον μέχρι την ώρα που τα μάτια του θα σφαλίζονταν για πάντα.


(Μείνετε συντονισμένοι για τον συγκλονιστικό επίλογο της Σονάτας του χάους)