? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

42. Σάββανο Για Τους Έκπτωτους


Ο Τύραελ βοήθησε τη Δανάη να κάνει και τα τελευταία εκατοστά. Όταν η Κάλι τους είχε πει για τους τρεις ποταμούς που έπρεπε να περάσουν, δεν τους είχε προειδοποιήσει ότι ο τελευταίος απ’αυτούς θα ήταν στη μέση μιας τεράστιας χαράδρας. Ωστόσο, τα είχαν καταφέρει. Βρίσκονταν, επιτέλους, στην άλλη πλευρά.

Η Δανάη, αγκομαχώντας από την προσπάθεια, ανασηκώθηκε και κοίταξε πάνω από τον ώμο του Τύραελ. Το μονοπάτι ήταν τόσο στενό που μετά βίας χωρούσε ένα άτομο. Στη μέση του και αρκετά μακριά τους, δέσποζε ο πρώτος από τους έξι μαύρους πύργους της Νεκρόπολης. Δεν ήταν ευχάριστο θέαμα, όμως δεν είχαν άλλη επιλογή από το να συνεχίσουν. Πάρα πολλά πράγματα εξαρτώνταν απ’αυτούς πλέον. Η τύχη των έκπτωτων ήταν, πιθανότατα, ένα απ’αυτά. Η ευθύνη που είχαν αναλάβει τα δύο αδέρφια ήταν τρομακτική και βάραινε στους ώμους τους καθώς ανέβαιναν το φιδογυριστό μονοπάτι.

- Τύραελ; Νομίζεις πως θα τα καταφέρουμε; ρώτησε η Δανάη ύστερα από ώρα.

Ο αδερφός της ανασήκωσε τους ώμους του. Δεν μπορούσε να πει αν ήταν μια κίνηση αδιαφορίας ή απελπισίας.

- Πλησιάζουμε, ήταν το μόνο που της απάντησε τελικά.

Κι η Δανάη κατάλαβε ότι ο Τύραελ φοβόταν όσο κι εκείνη και, καλύπτοντας την απόσταση ανάμεσά τους, τον έπιασε από το χέρι κι άρχισε να προχωράει ακριβώς πίσω του. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν με τα δικά της και τον ένιωσε να τη σφίγγει καθησυχαστικά, καθώς έφταναν μπροστά στην κατάμαυρη πόρτα.

Από μακριά, ο Τύραελ δεν είχε καταλάβει από τι υλικό ήταν φτιαγμένος ο πύργος. Είχε υποθέσει πως θα ήταν το ίδιο οψιδιανό που χρησιμοποιούσαν στα κτίσματα στην Κόλαση. Όμως βλέποντάς το από τόσο κοντά, κατάλαβε πως έκανε λάθος και το μεγαλείο του δημιουργήματος τον θάμπωσε. Είχε μαθητεύσει κοντά στον Ούριελ, τον μεγαλύτερο τεχνίτη ανάμεσα στους αγγέλους. Του είχε δείξει πολλά θαύματα και του είχε μιλήσει για άλλα τόσα. Όμως ποτέ δεν του είχε πει το παραμικρό για την απόκοσμη ομορφιά της Νεκρόπολης ή τους πύργους της που ήταν φτιαγμένοι από σμιλεμένο, μαύρο διαμάντι.

Αυτή τη φορά, δεν ρώτησε τη Δανάη αν ήταν έτοιμη. Ακόμη κι αν δεν ήταν, δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς. Ήταν πολύ αργά για να γυρίσουν πίσω. Η μόνη λύση ήταν να προχωρήσουν μπροστά και να ελπίζουν πως η τύχη που είχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν θα τους εγκατέλειπε ξαφνικά.

Πήρε βαθιά ανάσα, άφησε το χέρι της Δανάης κι έσπρωξε τη βαριά, δίφυλλη πόρτα. Και το σκοτάδι τους τύλιξε.

Ήταν ένας σκοτάδι πηχτό και παγωμένο σαν την ίδια την άβυσσο, σαν τον ίδιο το θάνατο.

- Δανάη; φώναξε ο Τύραελ.

Δεν πήρε καμιά απάντηση, εκτός από τον αντίλαλο της κραυγής του. Κρύος ιδρώτας τον έλουσε καθώς καταλάβαινε πως ήταν μόνος σ’εκείνο το μέρος. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει όλο και πιο γρήγορα καθώς τον καταλάμβανε πανικός. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί, να διαλύσει το σκοτάδι με τη δύναμη του σπαθιού του, όμως όταν επιχείρησε να κουνήσει τα χέρια του, συνειδητοποίησε πως το σκοτάδι τον είχε παραλύσει.

Άνοιξε το στόμα του για να φωνάξει ξανά τη Δανάη, όμως δεν βγήκε φωνή. Προσπάθησε και πάλι, όμως αυτή τη φορά τα χείλη του δεν υπάκουσαν καν. Αισθάνθηκε δάκρυα απελπισίας να κυλάνε στα μάγουλά του. Έκλεισε τα μάτια του, σχεδόν έτοιμος να παραδοθεί στη λήθη και στο θάνατο. Και τότε μια εικόνα κατέκλυσε το μυαλό του. Ένα πανέμορφο, ανδρόγυνο πρόσωπο που χαμογελούσε με αγάπη. Το χρυσό του δέρμα αντανακλούσε τις ακτίνες του ήλιου και τον έκανε να μοιάζει λουσμένος στο φως.

Ο Τύραελ επικεντρώθηκε σ’αυτήν την εικόνα. Ήξερε πως δεν ήταν ικανός να επικοινωνήσει τηλεπαθητικά με τον Πρίγκηπα όντας σε διαφορετική διάσταση, όμως ήξερε επίσης πως, με κάποιον τρόπο, ο Πρίγκηπας ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα νικούσε το σκοτάδι και θα έσωζε την αδερφή του και τον εαυτό του.

Προσπάθησε να επεκτείνει τη σκέψη του όπως επέκτεινε και τις αισθήσεις του. Φαντάστηκε το φως από το πρόσωπο του Πρίγκηπα να ρέει ανάμεσα στους κόσμους και να κατακλύζει το σκοτάδι της Νεκρόπολης.

Η Δανάη, ανίκανη να κινηθεί από το φόβο της κι από την παράλυση που της είχε προκαλέσει το σκοτάδι, είδε ξαφνικά το πιο απίστευτο θέαμα. Στην αρχή ήταν ένα φωτεινό σημείο, μια μικροσκοπική κουκίδα μέσα στην άβυσσο του πύργου. Όμως σταδιακά η κουκίδα μεγάλωνε και μεγάλωνε, μέχρι που πήρε ανθρώπινη μορφή κι άρχισε να ανυψώνεται.

Έκθαμβη, η Δανάη είδε τον Τύραελ να αιωρείται με τα μεγαλόπρεπα φτερά του ορθάνοιχτα, ενώ γλυκό, ιερό φως τον έλουζε από την κορυφή ως τα νύχια. Το σκοτάδι γύρω τους διαλύθηκε κι ο Τύραελ έπεσε απότομα, καθώς το φως που έβγαινε από μέσα του έσβηνε. Η Δανάη έτρεξε κοντά του.

Ήταν και πάλι στο μονοπάτι, μόνο που αυτή τη φορά, ένας μαύρος πύργος ορθωνόταν μπροστά τους, ενώ ένας άλλος δέσποζε πίσω τους. Είχαν περάσει την πρώτη δοκιμασία με επιτυχία. Αν υπολόγιζε κανείς τους ποταμούς ήταν η τέταρτη, βέβαια, όμως μπροστά σ’αυτό που μόλις είχαν περάσει, οι ποταμοί ωχριούσαν. Η Δανάη είχε την αίσθηση πως τα δύσκολα μόλις είχαν αρχίσει. Δεν ήταν ευχάριστο συναίσθημα.

Ο Τύραελ σηκώθηκε όρθιος παραπατώντας. Καθώς τον αντίκρισε, η Δανάη έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ανάμεσα στα καστανά μαλλιά του αδερφού της, είχε κάνει την εμφάνισή της μία και μοναδική χαλκόξανθη τούφα. Έμοιαζε εξαντλημένος από την προσπάθεια.

- Τι τρέχει; Γιατί με κοιτάς έτσι; τη ρώτησε απορημένος.

Η Δανάη άπλωσε το χέρι της και τράβηξε μια τρίχα. Ο Τύραελ την πήρε στα δάχτυλά του και την παρατήρησε με θαυμασμό.

- Είναι...

Εκείνη ένευσε καταφατικά.

- Ξέρω. Ας συνεχίσουμε. Ο χρόνος μας πιέζει.

Ξεκίνησαν για τον δεύτερο πύργο. Ήταν ακριβώς ίδιος με τον πρώτο.

- Νομίζεις πως μπορείς να ξανακάνεις αυτό που έκανες εκεί πίσω; ρώτησε η Δανάη.

Ο Τύραελ συνοφρυώθηκε.

- Δεν ξέρω...υποθέτω. Μάλλον. Πιστεύεις όμως στ’αλήθεια πως και ο δεύτερος πύργος θα κρύβει την ίδια πρόκληση στο εσωτερικό του;

Η Δανάη δεν απάντησε. Τον κοίταξε, καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά του πύργου. Ο Τύραελ την έπιασε από το χέρι και της έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. Την έβαλε από πίσω του, αμίλητος, και προχώρησε πρώτος. Άπλωσε τα χέρια του προς την πόρτα, όμως αυτή τη φορά άνοιξε μόνη της, προτού προλάβει καν να την αγγίξει.

Τίποτα δεν συνέβη. Διστακτικά, ο Τύραελ έκανε ένα βήμα προς το εσωτερικό. Το εσωτερικό του πύργου ήταν κρύο. Η Δανάη τον ακολούθησε. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους με εκκωφαντικό θόρυβο. Μια σειρά από δαυλούς άναψε μέσα στη μεγάλη αίθουσα. Η φλόγα τους ήταν γαλάζια και απόκοσμη κι εξίσου παγερή με το ίδιο το μέρος. Η Δανάη κοίταξε γύρω της. Τα πάντα ήταν παγωμένα. Υπήρχαν παγωμένα έπιπλα, παγωμένο φαγητό στο μεγάλο τραπέζι, παγωμένοι πολυέλαιοι. Αλλά δεν ήταν αυτό το χειρότερο. Το χειρότερο ήταν οι παγωμένοι άνθρωποι. Η Δανάη ρίγησε και στράφηκε προς τον Τύραελ. Αυτό που αντίκρισε της προκάλεσε τρόμο. Κρύσταλλοι από πάγο είχαν σχηματιστεί στα πόδια και τα χέρια του Τύραελ, όπως και γύρω από τα μάτια και το στόμα του. Την κοίταζε πανικόβλητος, όμως δεν μπορούσε να μιλήσει.

Η Δανάη έτρεξε προς το μέρος του, προσπάθησε να τον ταρακουνήσει, να σπάσει τον πάγο με τα γυμνά της χέρια, όμως το μόνο που κατάφερε ήταν να σκίσει τα δάχτυλά της χωρίς αποτέλεσμα.

- Τι να κάνω; Πες μου τι να κάνω! αναφώνησε απελπισμένη.

Είδε το βλέμμα του Τύραελ να ταξιδεύει από το πρόσωπό της στην πλάτη της και κατάλαβε. Τον κοίταξε σαν να ήταν τρελός.

- Όχι, ψιθύρισε.

Όμως ήταν αποφασισμένος. Κι η αλήθεια ήταν πως δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα καλύτερο. Έβγαλε το τόξο από τον ώμο της και τράβηξε τη χορδή. Ένα τόξο από καθαρή ενέργεια σχηματίστηκε ανάμεσα στα δάχτυλά της, στοχεύοντας προς την καρδιά του Τύραελ που τώρα είχε καλυφθεί από πάγο. Τα χέρια της είχαν μπλαβιάσει από το κρύο και τα δόντια της χτυπούσαν μεταξύ τους.

Αλλά συγκεντρώθηκε, με όση δύναμη της είχε απομείνει και σκέφτηκε τη σημασία της αποστολής τους. Είχαν ορκιστεί να τα καταφέρουν. Έπρεπε να τα καταφέρουν. Άφησε τη χορδή του τόξου ελεύθερη. Το βέλος χτύπησε κατάστηθα τον Τύραελ και μεμιάς ο πάγος διαλύθηκε. Ο αδερφός της ανοιγόκλεισε τα χέρια του σαν να μην πίστευε πως ήταν ελεύθερος.
Και για μια ακόμη φορά, είχαν βρεθεί στο μονοπάτι.




- Γιατί με έφερες εδώ, είπαμε;

Η Μαρίνα γέλασε και τον τράβηξε προς την είσοδο. Την ακολούθησε απρόθυμα και με μια έκφραση πανικού στο όμορφο πρόσωπό του. Αυτό τη διασκέδασε ακόμη περισσότερο.

Ο Σαμ έριξε μια ματιά στην πινακίδα που κρεμόταν απειλητικά πάνω από τη σκουρόχρωμη, ξύλινη πόρτα. Έγραφε “White Rabbit” κι είχε ένα λευκό κεφάλι κουνελιού ζωγραφισμένο πάνω από την επιγραφή.

- Αν ψάχνεις τη Χώρα των Θαυμάτων, μπορώ να σου εγγυηθώ πως δεν είναι εδώ. Σοβαρά τώρα, μ’έβαλες να μας μεταφέρω από το στρατόπεδο ως εδώ μόνο και μόνο για να’ρθουμε σ’αυτό το μέρος; Και τι είναι αυτό το μέρος;

Του έβγαλε κοροϊδευτικά τη γλώσσα και τον παρέσυρε μαζί της στο εσωτερικό. Με το που μπήκαν, η μουσική τους τύλιξε, μαζί με τη μεθυστική μυρωδιά πόθου και σωμάτων που κινούνταν το ένα κολλημένο πάνω στο άλλο. Ήταν σαν ναρκωτικό αυτή η οσμή, η Μαρίνα το ήξερε καλά. Το είχε νιώσει πολλές φορές στο παρελθόν.

Αυτό το μέρος ήταν η δεύτερη αγαπημένη της ασχολία μετά το διαβήτη της. Τώρα που δεν ένιωθε πια την ανάγκη να σημαδεύει τον εαυτό της, μάλλον είχε περάσει στην πρώτη θέση.

Το κλαμπ ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Οι θαμώνες κινούνταν υπό τους ήχους του “Temple of Love” Οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με βαθυκόκκινη ταπετσαρία, ενώ τα τραπέζια και τα πατώματα ήταν φτιαγμένα από το ίδιο σκούρο ξύλο με την εξώπορτα. Τα φώτα είχαν το χρώμα του αίματος.

Η Μαρίνα τον αισθάνθηκε να σταματάει και στράφηκε προς το μέρος του.

- Τι συμβαίνει; τον ρώτησε απορημένη. Γιατί σταμάτησες;

Για πρώτη φορά από τότε που τον είχε γνωρίσει, ο Σαμ έμοιαζε...ταραγμένος.

- Μαρίνα, τι ήρθαμε να κάνουμε εδώ;

Ανασήκωσε τους ώμους της.

- Να χαλαρώσουμε. Να ξεχάσουμε για λίγο τον πόλεμο και τις καταστροφές. Ό,τι κάνουν όλοι εδώ μέσα. Να χορέψουμε.

Ο Σαμ αποτράβηξε το βλέμμα του αμήχανα. Η Μαρίνα τον κοίταξε καχύποπτα κι έπειτα χαμογέλασε.

- Σαμ; Μη μου πεις ότι δεν ξέρεις να χορεύεις; Αλήθεια τώρα, φοβάσαι πως θα ρεζιλευτείς μπροστά σ’ένα μάτσο θνητούς που δεν θα ξαναδείς ποτέ σου κατά πάσα πιθανότητα;

Εκείνος όμως εξακολουθούσε να αποφεύγει το βλέμμα της.

- Δεν είναι αυτό...δεν καταλαβαίνεις.

- Εξήγησέ μου, τότε. Τι είναι;

Όταν την κοίταξε, τελικά, τα μάτια του ήταν γεμάτα από εκείνη τη θλίψη που είχε συνηθίσει να βλέπει μέσα τους τόσο συχνά. Ήταν μια θλίψη της οποίας την πηγή ποτέ δεν της αποκάλυπτε, όμως ήταν πάντα παρούσα, σαν σκιά ανάμεσά τους.

- Δεν...

Η Μαρίνα εκνευρίστηκε μ’αυτό. Ένιωσε την οργή να φουντώνει μέσα της. Σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος της και τον κοίταξε προκλητικά.

- Θέλεις να μου πεις ότι σου ήταν πιο εύκολο να νικήσεις τον Αββαδών σε μονομαχία από το να μου κάνεις τη χάρη και να περάσεις ένα ήρεμο και φυσιολογικό βράδυ χορεύοντας μαζί μου; Ειλικρινά, θα μας προσβάλλεις και τους δύο μ’αυτόν τον τρόπο;

Τα μάτια του Σαμ έγιναν δύο σχισμές από φωτεινό, σμαραγδένιο πάγο. Το πρόσωπό του έγινε μια πέτρινη μάσκα. Την παραμέρισε κι άρχισε να προχωράει προς την εξέδρα.

- Δεν έχεις ιδέα τι προκάλεσες. Αλλά θα μάθεις, ψιθύρισε περνώντας από δίπλα της.

Η Μαρίνα έμεινε να τον κοιτάει με μια ερωτηματική έκφραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Τι στο καλό μπορεί να εννοούσε; Τον είδε να ανεβαίνει στην εξέδρα καθώς το προηγούμενο κομμάτι τέλειωνε κι ένα νέο ξεκινούσε.

Και τότε, ο Σαμ άρχισε να κινείται. Ποτέ της δεν είχε φανταστεί ότι κάποιος, οποιοσδήποτε, θα μπορούσε να διαθέτει τόση χάρη ή τόση ευλυγισία. Τα μάτια της δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από πάνω του. Το κόκκινο φως τον τύλιγε σαν φωτοστέφανο καθώς αντανακλούσε στη χρυσή του επιδερμίδα και τα μακριά, χαλκόξανθα μαλλιά του. Και τα μάτια του...τα μάτια του...

Ένιωσε να χάνει τον εαυτό της καθώς τον παρακολουθούσε να χορεύει. Θα έκανε ό,τι της έλεγε, οτιδήποτε, αρκεί να συνέχιζε, αρκεί να μη σταματούσε ποτέ. Ήταν το πιο θεσπέσιο θέαμα που είχε αντικρίσει. Δεν ήθελε να τελειώσει, δεν ήθελε, δεν ήθελε.

Δεν κατάλαβε πώς έπεσε στα γόνατα ούτε πρόσεξε πως ακριβώς το ίδιο είχε συμβεί σε όλους τους θαμώνες και το προσωπικό του κλαμπ. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ήθελε να τον υπηρετήσει, να γίνει σκλάβα του, να κάνει τα πάντα για να του προσφέρει ευχαρίστηση. Τα πάντα για να συνεχίσει να τον βλέπει να κινείται μ’αυτόν τον αλλόκοσμο τρόπο, μ’αυτόν τον τρόπο που ήταν τόσο όμορφος που έκανε την ψυχή της να αποτραβιέται από το σώμα της επώδυνα...επώδυνα...ο πόνος ήταν τόσο γλυκός....δεν ήθελε να σταματήσει, δεν ήθελε...

Όμως εκείνος σταμάτησε. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω της και, για κάποιο λόγο, αυτό την επανέφερε. Δεν είχε νιώσει ποτέ στο παρελθόν κάτι παρόμοιο. Κοιτώντας γύρω της, συνειδητοποίησε ότι οι υπόλοιποι ήταν ακόμη πεσμένοι στα γόνατά τους κι ότι τα μάτια τους είχαν μια έκφραση τελείως χαμένη, σαν κάποιος να τους είχε υπνωτίσει. Πιθανότατα, συνειδητοποίησε με τρόμο, αυτό ακριβώς να είχε συμβεί.

Ο Σαμ κατέβηκε αργά από την εξέδρα. Πρώτη φορά της φάνηκαν να τον βαραίνουν τόσο πολύ οι αιώνες της ύπαρξής του. Ήθελε να τον αγκαλιάσει και να τον κρατήσει εκεί μέχρι να εξαφανιστούν όλος ο πόνος κι όλη η θλίψη που κουβαλούσε. Όμως δεν μπορούσε παρά να νιώθει ένοχη που ήταν αυτή υπεύθυνη για τη λύπη του.

Στάθηκε απέναντί της, χωρίς να πάρει τα μάτια του από τα δικά της. Έκανε ένα διστακτικό βήμα προς το μέρος του. Έπειτα άλλο ένα κι ένα ακόμη. Τον τύλιξε με τα χέρια της. Παρέμεινε άψυχος στην αγκαλιά της.

- Τώρα κατάλαβες; της είπε ήσυχα, μα η φωνή του ακούστηκε σπασμένη.

- Τι...τι τους έκανες; Τι μας έκανες; Ένιωσα...ένιωσα να χάνω τον εαυτό μου...ένιωσα...να με απορροφάς...

Την απομάκρυνε απαλά.

- Αυτό, είπε δείχνοντάς της τους γονατισμένους ανθρώπους, αυτό είναι η κατάρα μου. Από την αρχή των καιρών σχεδόν πολεμάω για την ελεύθερη βούληση...κι όμως...τα πάντα πάνω μου...όλα όσα σχετίζονται με μένα...είναι πλασμένα για να σαγηνεύουν και να στερούν αυτό ακριβώς το οποίο υπερασπίζομαι με νύχια και με δόντια. Είμαι σίγουρος ότι το έχεις νιώσει κάποιες φορές όταν με ακούς να μιλάω. Δεν έχεις ιδέα πόσες από τις δυνάμεις μου δεν χρησιμοποιώ μόνο και μόνο για να μην προδώσω αυτά που πιστεύω. Δεν ήταν πάντοτε εύκολο...και κάποιες φορές συμβαίνει παρά τη θέλησή μου...

Η Μαρίνα δεν ήξερε τι να του πει. Άπλωσε το χέρι της στο πρόσωπό του και τον χάιδεψε. Ήταν υγρό από δάκρυα.

- Σαμ...

Έπιασε το χέρι της και το φίλησε.

- Δεν φταις εσύ. Μην κατηγορείς τον εαυτό σου. Ζω μ’αυτό το βάρος εδώ και αιώνες. Δεν το προκάλεσες εσύ.

- Όμως...γιατί;

Ο Σαμ ανασήκωσε τους ώμους του, χαμογελώντας κυνικά.

- Ποιος ξέρει; Ίσως γιατί ο θεός μου είναι σαδιστής. Ίσως γιατί η Τίαματ δεν είναι η μόνη στην οποία αρέσουν τα παιχνίδια. Ή...

Δεν συνέχισε. Η Μαρίνα ανασήκωσε τα φρύδια της.

- Ή;

- Τίποτα. Σύντομα θα ξέρω. Μέχρι να είμαι απολύτως σίγουρος όμως, δεν πρόκειται να μοιραστώ τους φόβους μου και τις υποψίες μου με κανέναν. Ούτε καν με σένα. Ας φύγουμε τώρα από δω. Δεν θέλω να τους βλέπω.

Την τράβηξε στα μπράτσα του κι ένιωσε κάθε μόριο του κορμιού της να διασπάται και να ανασυντίθεται καθώς τυλίγονταν στον λευκό τυφώνα που θα τους μετέφερε πίσω, στο στρατόπεδο των έκπτωτων.




Ο τρίτος πύργος ήταν ο ευκολότερος απ’όλους. Η ικανότητα της Δανάης να μιλάει στα αιλουροειδή είχε αποδειχτεί χρήσιμη απέναντι στους απέθαντους και αιώνια πεινασμένους ιαγουάρους, που είχαν τελικά πειστεί να τους αφήσουν να περάσουν χωρίς μάχη.

Ο τέταρτος, γεμάτος πελώριες νυχτερίδες που διψούσαν για αίμα, τους δυσκόλεψε περισσότερο. Όμως, τελικά, τα φωτεινά βέλη της Δανάης, σε συνδυασμό με το ηλεκτροφόρο ξίφος του Τύραελ είχαν καταφέρει να τις εξουδετερώσουν.

Τα δύο αδέρφια στέκονταν τώρα μπροστά στον πέμπτο από τους μαύρους πύργους γεμάτοι νυχιές και δαγκωματιές. Τα ρούχα τους ήταν σκισμένα και ματωμένα, όμως οι δυνάμεις τους δεν τους είχαν εγκαταλείψει ακόμη. Το αντίθετο, μάλιστα. Με κάθε νέα δοκιμασία που κατάφερναν να περάσουν, η θέλησή τους γινόταν όλο και πιο ισχυρή και η καρδιά τους γέμιζε κουράγιο. Με τον πέμπτο πύργο να υψώνεται μπροστά τους όμως, κανείς από τους δυο τους δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα τους περίμενε εκεί μέσα.

Ο Τύραελ έσπρωξε την πόρτα. Έκανε να προχωρήσει προς τα μέσα, όταν η Δανάη τον τράβηξε απότομα πίσω. Μια λάμα λεπτή σαν χαρτί και ελαστική πέρασε από το σημείο όπου δύο δευτερόλεπτα πριν βρισκόταν το στήθος του Τύραελ.

- Σκύψε, τον προέτρεψε.

Έρποντας, πέρασαν κάτω από την πρώτη παγίδα. Τα μάτια της Δανάης προσαρμόστηκαν γρήγορα στο σκοτάδι, όμοια με μάτια γάτας. Περιεργάστηκε προσεκτικά το χώρο, αναζητώντας την επόμενη παγίδα. Δεν ήταν ούτε ένα μέτρο μακριά από την πρώτη. Όπως ήταν στα γόνατα, έβγαλε το τόξο της κι ετοιμάστηκε να ρίξει.

- Μόλις σου πω, τρέξε, ψιθύρισε στον Τύραελ, ο οποίος ένευσε καταφατικά.

Η χορδή του τόξου κελάηδησε καθώς ένα φωτεινό βέλος ξεχυνόταν μπροστά. Δύο πελώρια τσεκούρια ξεκόλλησαν από τα πλάγια του τοίχου κι έκαναν μια ταλάντωση προσεγγίζοντας το ένα το άλλο, προτού επιστρέψουν πάλι στη θέση τους.

- Τώρα! φώναξε η Δανάη τη στιγμή ακριβώς που τα δύο τσεκούρια απομακρύνονταν μεταξύ τους.

Ο Τύραελ όρμησε μπροστά και σταμάτησε δύο βήματα πίσω από την παγίδα. Η Δανάη τράβηξε ξανά τη χορδή και ετοιμάστηκε να τρέξει. Άφησε το βέλος να φύγει από τα δάχτυλά της. Η παγίδα ενεργοποιήθηκε ξανά κι η Δανάη σε κλάσματα δευτερολέπτων είχε βρεθεί δίπλα στον αδερφό της.

Ο Τύραελ την κοίταξε ερωτηματικά. Κοίταξε γύρω της αναζητώντας την επόμενη δοκιμασία που τους έκρυβε ο πύργος. Όταν την εντόπισε, αισθάνθηκε την καρδιά της να σταματάει για μερικά δευτερόλεπτα.

- Εκεί, εκεί και εκεί, είπε στον Τύραελ δείχνοντάς του τα σημεία απ’όπου θα έβγαινε το κοφτερό, μεταλλικό δικτύωμα που θα τους τεμάχιζε.

Ο Τύραελ χλώμιασε.

- Μπορείς να καταλάβεις πώς ενεργοποιείται;

Η Δανάη ήταν κυνηγός και ιχνηλάτης πέρα από βάρδος. Η ικανότητά της να κατανοεί τέτοια πράγματα ήταν περισσότερο ανεπτυγμένη από τον μέσο όρο, όμως και πάλι, ίσως να μην αποδεικνυόταν αρκετή σ’αυτήν την περίπτωση.

Περιεργάστηκε καλύτερα τα σημεία στον τοίχο, κάνοντας υπολογισμούς μέσα στο μυαλό της.

- Χρειάζομαι κάτι, είπε τελικά στον Τύραελ. Κάτι που να μπορεί να κυλήσει στο πάτωμα.

Ο Τύραελ έβγαλε το δαχτυλίδι του και της το πρόσφερε. Η Δανάη τον κοίταξε με τρόμο.

- Τύραελ, όχι! Είναι δώρο του Ούριελ! Ξέρω πόσο πολύ αγαπάς αυτό το δαχτυλίδι...

Ο Τύραελ της χάιδεψε το μάγουλο τρυφερά.

- Δεν έχουμε τίποτε άλλο που να μοιάζει μ’αυτό που ζητάς. Αν έχεις κάποια καλύτερη ιδέα, θα παραιτηθώ απ’αυτήν εδώ με ευχαρίστηση. Όμως δεν νομίζω να έχεις. Εκτός αυτού...σου έχω εμπιστοσύνη, αδερφή μου.

Η Δανάη έμεινε για λίγο να τον κοιτάει με το στόμα μισάνοιχτο από έκπληξη. Έπειτα, πολύ διστακτικά, άπλωσε το χέρι της και πήρε το δαχτυλίδι από το χέρι του Τύραελ. Έκλεισε τα μάτια της και το πέταξε στο πάτωμα.

Το δαχτυλίδι του Τύραελ κύλησε στο έδαφος και σταμάτησε. Για λίγο, δεν έγινε τίποτα. Έπειτα, ένα πλέγμα από μεταλλικές κλωστές πετάχτηκε από τους τοίχους και το πάτωμα, πλησιάζοντας το δαχτυλίδι με εκπληκτική ταχύτητα. Όμως εκείνη τη στιγμή, κάτι απρόσμενο συνέβη. Οι δύο έκπτωτοι έμειναν να παρακολουθούν το θέαμα με έκπληξη και δέος.

Καθώς το πλέγμα πήγε να σφιχτεί γύρω από τη μπίλια για να τη διαλύσει, μια αόρατη, παλλόμενη ενέργεια ξεπήδησε από το δαχτυλίδι και το πλέγμα υποχώρησε. Για λίγο, δεν ήταν φανερό προς τα πού θα έκλινε η μάχη, καθώς η ενέργεια πίεζε διαρκώς το πλέγμα προς τα πίσω και το πλέγμα προσπαθούσε να σπάσει την ασπίδα του δαχτυλιδιού Αλλά, σταδιακά, η ασπίδα άρχισε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει και να μεγαλώνει, μέχρι που έφτασε τους δύο έκπτωτους και τους περιέκλεισε μέσα της.

Ο Τύραελ την άρπαξε από το χέρι κι άρχισε να προχωράει προσεκτικά μέσα στον προστατευτικό θόλο που είχε σχηματίσει το δαχτυλίδι του. Με το που πέρασαν από την άλλη πλευρά, η ενέργεια χάθηκε. Το πλέγμα έκλεισε, επιστρέφοντας και πάλι στη θέση του. Το δαχτυλίδι κύλησε μπροστά στα πόδια του Τύραελ και για έκτη φορά οι δυο έκπτωτοι βρέθηκαν στο μονοπάτι.

Ο τελευταίος πύργος υψωνόταν πιο ψηλός και πιο απειλητικός από τους προηγούμενους. Ή ίσως να ήταν ιδέα τους λόγω των δοκιμασιών που ήδη είχαν περάσει. Τα δύο αδέρφια κάθισαν για λίγη ώρα αγκαλιά, παλεύοντας να ξαναβρούν την ανάσα τους και το κουράγιο να συνεχίσουν.




Η Μαρίνα ήταν ξαπλωμένη στο στρώμα μέσα στη σκηνή του Σαμ. Έκανε πως διάβαζε, όμως στην πραγματικότητα τον παρατηρούσε. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα κι έμοιαζε καταβεβλημένος. Δεν μπορούσε να μην αισθάνεται τύψεις γι’αυτό που τον είχε σπρώξει να κάνει, όσο κι αν αυτός έλεγε πως δεν ήταν δικό της το φταίξιμο.

Η έκφρασή του δεν φανέρωνε κανένα απολύτως συναίσθημα κι έμοιαζε να ταξιδεύει κάπου πολύ μακριά, κάπου πέρα από τον χώρο και το χρόνο. Ήταν τελείως ακίνητος, τόσο που έμοιαζε ανησυχητικά με άγαλμα.

Η Μαρίνα προσπάθησε να φανταστεί τον πόνο που πρέπει να ένιωθε στερώντας την ελεύθερη βούληση των άλλων απλά και μόνο με την ίδια του την ύπαρξη, με τη φωνή του, την κίνησή του, τα χαρισματικά του λόγια. Και, ξαφνικά, ήξερε. Του σπάραζε την καρδιά. Γι’αυτό δεν χρησιμοποιούσε όλες του τις δυνάμεις, παρά μόνο αυτές που ήταν σχετικά ανώδυνες για τους άλλους.

Αναρωτήθηκε αν η Βασίλισσα το ήξερε αυτό, αν το ήξεραν οι δαίμονες που τον αποκαλούσαν ψεύτη και σφαιτεριστή. Μάλλον όχι. Αχ, Σαμ. Γιατί...γιατί κρατάς τόσα πολλά πράγματα μέσα σου; Μια μέρα θα σε καταστρέψουν. Μια μέρα θα σκάσουν σαν άστρο που πεθαίνει και θα καταπιούν τα πάντα γύρω τους. Τα πάντα. Ίσως ακόμη κι εμένα.

Θυμήθηκε το όραμα όπου τον είχε δει στο σταυρό. “Eli, eli, lama sabacthani” τον είχε ακούσει να λέει. «Κύριε, κύριε, γιατί με εγκατέλειψες;». Ίσως το είχε πει για να παίξει απλά το ρόλο του στην παρωδία της Τίαματ ή ίσως και να ήταν αλήθεια. Μόνο πικρία είχε ακούσει στη φωνή του όποτε μίλαγε για το θεό του.

Θυμήθηκε το όραμα και συνειδητοποίησε, ξαφνικά, την τραγικότητα της προηγούμενης παρομοίωσής της. Το άστρο που πεθαίνει. Έβαλε τα γέλια. Ήταν μόνο για να καλύψει τα δάκρυα που ανέβηκαν στα μάτια της. Ο Σαμ δεν φάνηκε να προσέχει τίποτα απ’όλα αυτά.





Όταν ο τελευταίος μαύρος πύργος έμεινε πίσω τους, ο Τύραελ και η Δανάη δεν έμοιαζαν καθόλου όπως ήταν όταν είχα ξεκινήσει. Τώρα τα ρούχα τους ήταν καψαλισμένα κι έμοιαζαν με κουρέλια που κρέμονταν πάνω τους. Ο έκτος πύργος ήταν γεμάτος φωτιές που χόρευαν, φωτιές που έμοιαζαν με μαστίγια και φωτιές που πάλευαν να τους χτυπήσουν από όλες τις πλευρές.

Είχε χρειαστεί να χρησιμοποιήσουν τα υπερφυσικά αντανακλαστικά τους στο έπακρο και πάλι μετά βίας είχαν βγει ζωντανοί. Για πολύ καιρό θα έβλεπαν τη Νεκρόπολη στους εφιάλτες τους.

Ανασηκώθηκαν από το έδαφος και κοίταξαν γύρω τους. Το μονοπάτι αυτή τη φορά οδηγούσε σ’ένα κυκλικό νησί, στη μέση μια γιγάντιας, μαύρης λίμνης. Στο κέντρο του νησιού υπήρχε ένας θρόνος φτιαγμένος από μαύρο διαμάντι και πάνω στο θρόνο ήταν καθισμένη η βασίλισσα της Νεκρόπολης. Γύρω από την Κάλι αχνοπράσινες, άυλες φιγούρες σχημάτιζαν ένα, κατά τα φαινόμενα, ανυπόμονο κοινό. Ακριβώς μπροστά από το θρόνο έκαιγε μια μεγαλόπρεπη, χρυσοκόκκινη φωτιά που όμοιά της δεν είχαν ξαναδεί οι έκπτωτοι. Δεν διέφυγε της προσοχής τους το γεγονός ότι οι ψυχές των νεκρών έμεναν όσο πιο μακριά από τη φλόγα μπορούσαν.

Η Δανάη ήξερε το λόγο από τους μύθους και τα έπη των διαφόρων λαών που είχε μελετήσει όταν ήταν νέα ακόμη. Και χαμογέλασε. Ίσως, τώρα που είχαν καταφέρει να επιβιώσουν από τις δοκιμασίες, να έλεγε κάποιες απ’αυτές τις δοξασίες στον Τύραελ τα βράδια γύρω από τη φωτιά στο στρατόπεδο. Ίσως.

Οι δυο έκπτωτοι άνοιξαν τα φτερά τους, λες και ήταν συνεννοημένοι, και μερικά λεπτά αργότερα προσγειώνονταν γονατιστοί μπροστά στην Κάλι.

- Αρχόντισσα, είπε ο Τύραελ με σεβασμό χαιρετώντας την επίσημα.

Η Δανάη μιμήθηκε την κίνησή του. Κανείς από τους δυο τους δεν τόλμησε να την κοιτάξει. Ανάμεσα στους αγγέλους κυκλοφορούσε από πολύ παλιά πως όποιος τολμούσε να αντικρίσει κατά πρόσωπο την κυρά των νεκρών θα έβρισκε το τέλος του σύντομα. Μπορεί να ήταν απλά μια πρόληψη όπως τόσες και τόσες άλλες.

- Περάσατε τις δοκιμασίες, είπε ήσυχα η Κάλι. Ομολογώ πως χαίρομαι. Δεν ξέρω τι θα γινόταν αν δεν τα είχατε καταφέρει. Σώσατε τη Νεκρόπολη από έναν τεράστιο κίνδυνο και μαζί με τη Νεκρόπολη σώσατε και τον θνητό κόσμο.

Ένα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη της Δανάης μόλις το άκουσε αυτό. Αγαπούσε τους ανθρώπους. Δεν θα το άντεχε αν συνέβαινε κάτι ανεπανόρθωτο στον κόσμο τους.

Το γαλαζωπό, ημίγυμνο κορμί της Κάλι υψώθηκε κι είδαν τα εξαίσια πόδια της να περνάνε από μπροστά τους και να προχωρούν προς τη φωτιά. Η καρδιά της Δανάης πετάρισε. Ήταν η ιερή φλόγα, το Αζόθ. Η φλόγα που θεράπευε όλες τις πληγές και εξάγνιζε τα πάντα. Λεγόταν πως μπορούσε ακόμη και να επαναφέρει τους νεκρούς στη ζωή.

Αποτόλμησε να ανασηκώσει το βλέμμα της. Μαύρα, μακριά μαλλιά χύνονταν στη γυμνή πλάτη της αρχόντισσας των νεκρών και το κορμί της ήταν στολισμένο με χρυσαφικά. Το λινό ύφασμα γύρω από τους γοφούς της άφηνε ελάχιστα στη φαντασία, ειδικά τώρα που η λάμψη της φωτιάς τρύπωνε μέσα του. Την είδε να βάζει άφοβα το χέρι της μέσα στις φλόγες.

Όταν το έβγαλε, μια σφαίρα ζωηρής φωτιάς έλαμπε στην παλάμη της. Με μια κίνηση γεμάτη χάρη, την πέταξε στη μαύρη λίμνη. Για λίγο, τίποτα δεν συνέβη. Κι έπειτα, κάτι φάνηκε να αναδεύεται. Στην αρχή, ο Τύραελ νόμισε πως ήταν πάσαλοι. Δεν άργησε όμως να συνειδητοποιήσει πως επρόκειτο για κατάρτια.

Τα τέσσερα πλοία ξεπρόβαλλαν περήφανα μέσα από το σκοτεινό νερό κι άρχισαν να πλέουν προς την ακτή της.

Ήταν φτιαγμένα από χρυσάφι και παντού πάνω τους ήταν σκαλισμένες παραστάσεις από το ινδικό έπος “Mahabharata”, όπως έσπευσε να του ψιθυρίσει στο αφτί η Δανάη. Είχαν τρεις σειρές κουπιά και στο μπροστινό τους μέρος είχαν ένα έμβολο φτιαγμένο από το ίδιο μαύρο διαμάντι που έμοιαζε να βρίσκεται σε αφθονία στη Νεκρόπολη.

Τα πνεύματα των νεκρών αναδεύτηκαν καθώς τα πλοία πλησίαζαν τη στεριά. Ο Τύραελ έκανε μερικά βήματα προς την Κάλι, ξεχνώντας κάθε πρόληψη. Η Δανάη έκανε να τον εμποδίσει, όμως εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε πως ήταν πολύ ανόητο να φοβάται μια φήμη τη στιγμή που το μέλλον τους κρεμόταν από μια κλωστή και τις διαθέσεις μιας θεάς που δεν φημιζόταν για τη σταθερότητά της.

Σειρές από χρυσά, ορθογώνια κατασκευάσματα που θύμιζαν αμυδρά κανόνια υπήρχαν στο κατάστρωμα των πλοίων. Η Κάλι έκανε νόημα στους δύο έκπτωτους να πάνε κοντά της.

- Αυτός είναι ο Όλεθρος, είπε δείχνοντας το πρώτο πλοίο.

Όταν είπε το όνομά του, ένας βαθύς βόμβος ακούστηκε από το εσωτερικό του πλοίου, σαν...σαν να ήταν ζωντανό. Το στόμα του Τύραελ παραλίγο να φτάσει το έδαφος από την έκπληξη.

- Χτυπάει με την ορμή όλων των στοιχείων της φύσης. Η δύναμη που βγαίνει από τα κανόνια του είναι αυτή που πρωτοδημιούργησε τον κόσμο. Οι δίνες που εκτοξεύει είναι φτιαγμένες από φωτιά, νερό, γη και αέρα. Δαίμονες ευαίσθητοι στα στοιχεία της φύσης δεν θα μπορούν να του αντισταθούν. Αυτή εδώ, συνέχισε στο επόμενο πλοίο, είναι η Πανώλη. Σκορπίζει την ανάσα του θανάτου. Χτυπάει τα θύματά της με καθαρή, αρνητική ενέργεια. Αν αντέξουν την επίθεση του Όλεθρου, η Πανώλη θα πρέπει να τους κατατροπώσει. Η επόμενη είναι η Καταιγίδα. Ελέγχει τον καιρό και τα κανόνια της φτύνουν πανίσχυρους κεραυνούς. Και η τελευταία είναι η Γοργώ. Είναι το πιο επικίνδυνο απ’όλα τα πλοία και καλό θα είναι να φροντίσετε να μείνετε μακριά από τις ακτίνες της. Μετατρέπουν τη σάρκα σε πέτρα. Και το αποτέλεσμα είναι μη αναστρέψιμο.

Οι δύο έκπτωτοι έμειναν σιωπηλοί για λίγο, προσπαθώντας να χωνέψουν αυτά που μόλις είχαν ακούσει. Με τέτοια όπλα στην κατοχή τους θα είχαν ελπίδες ακόμη και να νικήσουν τον πόλεμο.

- Αρχόντισσα...πώς θα τα μεταφέρουμε στον έξω κόσμο; Δεν χωράνει από την πύλη από την οποία ήρθαμε, είπε διστακτικά η Δανάη.

Η Κάλι στράφηκε προς το μέρος της. Οι μαργαριταρένιοι κυνόδοντές της έλαμψαν καθώς χαμογελούσε. Η Δανάη ανατρίχιασε.

- Μα...είναι απλό. Αρκεί να τους το ζητήσετε.





Στο στρατόπεδο των έκπτωτων, είχε πια χαράξει. Η Λίλιθ στεκόταν όρθια στον μεγάλο βράχο, παρατηρώντας τον ορίζοντα. Είχαν περάσει πολλοί αιώνες από την τελευταία φορά που είχε νιώσει την ανάγκη να κοιμηθεί ή να φάει. Από πολλές απόψεις, η μάγισσα είχε πια ξεπεράσει τις ανάγκες και τις επιταγές της ανθρώπινης φύσης.

Το χάραμα ήταν γλυκό. Τόσο γλυκό που κανείς δεν θα μάντευε ότι πέρα από εκείνο το δάσος όπου είχαν κατασκηνώσει οι έκπτωτοι ένας σκληρός πόλεμος μαινόταν. Ο ίδιος πόλεμος που είχε ξεσπάσει πριν από τέσσερις χιλιάδες χρόνια. Μόνο που αυτή τη φορά οι μάχες δεν γίνονταν στην Κόλαση αλλά στον κόσμο των θνητών. Άνθρωποι πέθαιναν κάθε μέρα. Η φύση καταστρεφόταν. Αυτό πονούσε τη μάγισσα περισσότερο ακόμη κι από τον χαμό των ανθρώπων.

Από τις σκέψεις της την έβγαλε το φωτεινό άστρο που υψώθηκε προς τον ουρανό, μακριά στον ορίζοντα. Αυτό ήταν το σημάδι που περίμενε. Ο Τύραελ και η Δανάη τα είχαν καταφέρει. Πήδηξε από το βράχο ανάλαφρα κι όρμησε στη σκηνή του Πρίγκηπα. Ήταν ξαπλωμένος, γυμνός, με τη Μάντισσα αποκοιμισμένη στην αγκαλιά του. Την είχε τυλίξει στα φτερά του και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο στην οροφή της σκηνής. Δεν κοιμόταν.

- Πρίγκηπα, είπε η Λίλιθ αγνοώντας εντελώς τους τύπους και τις ευγένειες. Αρχίζει.

Δεν χρειαζόταν να του εξηγήσει τίποτα περισσότερο. Προσεκτικά, απομάκρυνε τη Μαρίνα από πάνω του και σηκώθηκε όρθιος. Η Λίλιθ, παρόλους τους αιώνες της ύπαρξής της, παρά το γεγονός ότι κι η ίδια διέθετε ασυνήθιστη εμφάνιση, δεν μπόρεσε να μη θαμπωθεί από την ομορφιά του Πρίγκηπα.

Εκείνος φόρεσε βιαστικά ένα μαύρο τζην και μια μπλούζα με την εξωφρενική επιγραφή – εξωφρενική για τη Λίλιθ τουλάχιστον – “Cradle of Filth”. Την ακουλούθησε έξω. Σκαρφάλωσε με απίστευτη χάρη στον βράχο. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τη σκέψη του να επεκταθεί. Σιγά-σιγά, οι έκπτωτοι άρχισαν να βγαίνουν από τις σκηνές τους και να μαζεύονται στο κέντρο του στρατοπέδου.

Ο Πρίγκηπας άνοιξε τα μάτια του και τους κοίταξε όλους. Το πρόσωπό του ήταν σοβαρό, όμως μια λάμψη ευθυμίας τρεμόπαιζε στις δίδυμες, πράσινες φλόγες που ήταν τα μάτια του.

- Αδέρφια μου, φώναξε για να ακουστεί. Ο Τύραελ και η Δανάη τα κατάφεραν. Τα βιμάνα βρίσκονται στην κατοχή μας. Θα σας ζητήσω να φανείτε γενναίοι για το επόμενο στάδιο του σχεδίου. Θέλουμε η επίθεσή μας προς τα στρατεύματα της Τίαματ να είναι αιφνιδιαστική. Γι’αυτό, κανείς από τους απέναντι δεν πρέπει να δει τα πλοία να έρχονται. Η Λίλιθ θα καλύψει ολόκληρο το βουνό με σκοτάδι. Ξέρω πως αυτό μας είναι δυσάρεστο μιας και είμαστε πλάσματα που έχουμε μάθει να ζούμε στο φως, όμως πρέπει να το αντέξετε. Τα πλοία αυτά είναι η μόνη μας ελπίδα να αλλάξουμε τη ροή του πολέμου.

Τα βλέμματά τους δεν μπορούσαν να κρύψουν τον φόβο που ένιωθαν, όμως κανείς τους δεν δείλιασε. Ο Πρίγκηπας έστρεψε τη ματιά του προς τη μάγισσα. Εκείνη ένευσε καταφατικά. Ύψωσε τα χέρια της προς τον ουρανό και κοράκια...





....δεκάδες κοράκια κατέκλυσαν τον ουρανό απέναντί τους. Ολόκληρο το βουνό όπου είχαν στρατοπεδεύσει οι έκπτωτοι γέμισε σε κλάσματα δευτερολέπτου από τα μαύρα πουλιά που διαλύθηκαν και μετατράπηκαν σ’ένα πυκνό πέπλο από σκοτάδι.

Τα χείλη της Λούσι έγιναν μια λεπτή γραμμή κάτω από το βέλο της. Τι να σκάρωναν άραγε οι έκπτωτοι; Κοίταξε το χλωμό, εφηβικό πρόσωπο της Τίαματ που είχε αποκοιμηθεί στην αγκαλιά της. Δεν της πήγαινε η καρδιά να την διακόψει από τον γαλήνιο ύπνο της. Όμως το καθήκον ήταν πάντα το πιο σημαντικό για κείνη. Είχε χρέος να ενημερώσει τη Βασίλισσά της γι’αυτήν την παράξενη κινητοποίηση της απέναντι πλευράς. Ειδικά εφόσον κανένας άλλος δεν φαινόταν πρόθυμος ή ικανός να το κάνει.

Την κούνησε απαλά στην αγκαλιά της. Η Τίαματ μισάνοιξε τα μάτια της. Ήταν ακόμη κοιμισμένη. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό της Λούσι και την αγκάλιασε σφιχτά. Η Λούσι δεν ανταπόδωσε το αγκάλιασμα.

- Βασίλισσά μου, της είπε με σεβασμό. Κάτι συμβαίνει στο στρατόπεδο των έκπτωτων. Είναι πολύ πιθανό να ετοιμάζουν κάτι.

Με μιας, η θεά πήδηξε από πάνω της και κοίταξε απέναντι. Τα μάτια της έλαμψαν με ενθουσιασμό.

- Επιτέλους...τώρα...παίξουμε!

Χτύπησε χαρωπά τα χέρια της. Απομακρύνθηκε από τη Λούσι κι άρχισε να φωνάζει διαταγές δεξιά κι αριστερά. Οι δαίμονες άρχισαν να ξυπνάνε και πολύ σύντομα όλοι στέκονταν προσοχή μπροστά στην έφηβη Βασίλισσα.

Η Λούσι, με την άκρη του ματιού της, είδε τον Μιχάλη και τον Λαέρτη να βγαίνουν από τη δική τους σκηνή και να κοιτάνε απορημένοι τριγύρω.

Η Τίαματ πήρε την ηγεμονική της έκφραση και στάθηκε στην κορυφή του λόφου. Άνοιξε το στόμα της, έτοιμη να πει κάτι μεγαλεπίβολο. Όμως δεν πρόλαβε ποτέ.

Μέσα από το σκοτάδι που είχε καλύψει το στρατόπεδο των έκπτωτων, ακτίνες ενέργειας ξεπήδησαν. Άλλες ήταν μαύρες κι άλλες έμοιαζαν με ουράνια τόξα, άλλες ήταν λευκές κι άλλες θύμιζαν κεραυνούς. Πανικός ξέσπασε στις στρατιές των δαιμόνων.

Η Λούσι είχε μείνει άναυδη. Πρώτη φορά έβλεπε κάτι τέτοιο. Κάποιοι από τους δαίμονες άρπαζαν φωτιά, ενώ άλλοι μετατρέπονταν σε πάγο. Κάποιοι γίνονταν στάχτη καθώς τους χτυπούσε ηλεκτρισμός, ενώ άλλοι βρίσκονταν τυλιγμένοι σε ρίζες και φυλλώματα δέντρων, ανίκανοι να κινηθούν. Ορισμένοι γίνονταν κομμάτια από πανίσχυρους ανέμους, ενώ άλλοι, χτυπημένοι από τη μαύρη ενέργεια, έπεφταν νεκροί εκεί που βρίσκονταν.

Όμως αυτό δεν ήταν το χειρότερο. Το χειρότερο ήταν αυτό που συνέβαινε σε όσους έπεφταν θύματα των λευκών ακτινών. Αυτοί μετατρέπονταν σε πέτρινα αγάλματα.

Ουρλιαχτά και φωνές απόγνωσης είχαν καλύψει το στρατόπεδο καθώς οι δαίμονες έτρεχαν πανικόβλητοι για να σωθούν. Η Λούσι κοίταξε ξανά στον ουρανό. Μέσα από το πυκνό σκοτάδι, ξεπρόβαλαν τέσσερα πλοία. Ήταν φτιαγμένα από ατόφιο χρυσάφι κι η επιφάνειά τους σκαλισμένη. Είχαν τρεις σειρές από χρυσά κουπιά κι ένα έμβολο φτιαγμένο από μαύρο υλικό ήταν καρφωμένο στην πρύμνη τους. Στο κατάστρωμά τους υπήρχαν σειρές ολόκληρες από κανόνια που σκόρπιζαν τον όλεθρο ανάμεσα στις τάξεις των δαιμόνων.

Η Λούσι, με μεγάλο δισταγμό, αποτόλμησε να ρίξει ένα βλέμμα στη Βασίλισσά της. Αυτό που είδε την τρομοκράτησε τόσο που, άθελά της, έκανε μερικά βήματα πίσω. Το πρόσωπο της Τίαματ είχε γίνει μια μάσκα οργής και τα μάτια της έκαιγαν σαν αναμμένα κάρβουνα. Ποτέ η όψη της δεν είχε υπάρξει περισσότερο...δαιμονική.

Τα ιπτάμενα πλοία που, προφανώς, ήταν φορτωμένα με αγγέλους κόντευαν να αποδεκατίσουν τα τάγματα που είχαν μείνει για να μαχηθούν στην ξηρά. Η Λούσι θα το χαρακτήριζε ολοκληρωτική ήττα. Οι έκπτωτοι τους είχαν καταφέρει ένα πολύ σημαντικό πλήγμα. Φυσικά, η δαιμόνισσα ήξερε πως η Βασίλισσά της μπορούσε να φέρει περισσότερους δαίμονες από την Κόλαση οποιαδήποτε στιγμή το επιθυμούσε. Ωστόσο...

Μυρωδιά θανάτου είχε απλωθεί στην πεδιάδα. Καπνός και σκόνη αναδύονταν από το έδαφος και τα πτώματα των δαιμόνων. Κρατήρες είχαν ανοίξει κι ανάμεσά τους τα πέτρινα αγάλματα έμοιαζαν με γκροτέσκες δημιουργίες κάποιου τρελού γλύπτη. Η πραγματικότητα όμως ήταν πολύ πιο φρικιαστική. Η Λούσι αναγνώρισε κάποιους απ’αυτούς. Ορισμένοι ήταν υπήκοοί της στο έβδομο επίπεδο όπου κυβερνούσε. Σχεδόν ευχήθηκε να μπορούσε να θρηνήσει γι’αυτούς.

Η Τίαματ ύψωσε αργά το λεπτό της χέρι προς τον ουρανό, δείχνοντας τα πλοία. Μία προς μία, οι τέσσερις τριήρεις εξερράγησαν, τυλίγοντας τον ουρανό στις φλόγες. Κομμάτια ολόκληρα από χρυσάφι έπεσαν ανάμεσα στους εναπομείναντες ζωντανούς δαίμονες που, αναθυμούμενοι τη φύση τους, όρμησαν να τα πάρουν. Η Λούσι είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό.

Ένα χαιρέκακο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπο της θεάς.

- Τέλειωσε, είπε θριαμβευτικά. Νεκροί...έκπτωτοι...νεκροί...όλοι τους...νεκροί...

Και το σκοτάδι που είχε καλύψει το βουνό για να κρύψει από τα μάτια τους την επίθεση των έκπτωτων, κρεμόταν ακόμη γύρω του σαν μαύρο σάβανο κι έμοιαζε να θρηνεί το χαμό των έκπτωτων. Η Λούσι σκέφτηκε πως για κάποιον άγνωστο λόγο ο κόσμος έμοιαζε, ξαφνικά, πολύ πιο σκοτεινός.