? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2009

40. Ο Ήχος της Σιωπής


06/10/2009
11:01
Κόλαση

Το όγδοο επίπεδο της Κόλασης ήταν ασυνήθιστα ήσυχο. Ο άρχοντάς του καθόταν μόνος στον κοκκάλινο θρόνο του και το βλέμμα του ήταν χαμένο στον αιώνια άναστρο ουρανό της επικράτειάς του. Ο θρόνος, μεγαλόπρεπος και ελαφρώς υπερυψωμένος, δέσποζε στο κέντρο μιας ερήμου σπαρμένης με ανθρώπινα κόκκαλα. Το όνομά του στα εβραϊκά σήμαινε «χαμός». Οι άνθρωποι πίστευαν ότι ο απύθμενος λάκκος τον οποίο κυβερνούσε ήταν κάποιου είδους κολαστήριο όπου εφαρμόζονταν φρικτά βασανιστήρια. Όμως, καθισμένος στο κέντρο του, γυμνός και με τα δερμάτινα φτερά του να αναδεύονται από κάποια αόρατη αγωνία, ο Αββαδών ήξερε καλύτερα. Ο απύθμενος λάκκος ήταν η ψυχή του.
Είχε επιστρέψει ηττημένος και με τα σημάδια της μάχης που τον είχε κατατροπώσει ακόμη νωπά στο κορμί του. Είχε επιστρέψει στο μέρος της δύναμής του για να θεραπευτεί πιο γρήγορα, όμως οι πληγές έμεναν ακόμη. Δεν ήταν μόνο πληγές της σάρκας, το γνώριζε καλά.
Η σκέψη του γύριζε διαρκώς στον Πρίγκηπα και στα τελευταία λόγια που του είχε απευθύνει. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες, ο Αββαδών συλλογιζόταν. Κι οι στοχασμοί του αντηχούσαν σ’ολόκληρη την έκταση της άδειας επικράτειάς του.
Είχαμε πείσει τους εαυτούς μας πως ο Πρίγκηπας ξεγέλασε τους υπηκόους της θεάς με ψεύτικες υποσχέσεις για ελεύθερη βούληση. Είχαμε πείσει τους εαυτούς μας πως ο Λούσιφερ ήταν κάτι διαφορετικό από αυτό που έδειχνε. Ακόμη κι εγώ που τόσο περηφανεύομαι για την ανεπτυγμένη μου ενσυναίσθηση...ακόμη κι εγώ είπα στην Ράντα ότι έπαιζε απλώς ένα ρόλο. Υπήρξαμε εξίσου τυφλοί μ’εκείνον, όταν αρνήθηκε τη Βασίλισσά μας. Ποτέ δεν είδαμε το δώρο που έκανε σε όλους μας χωρίς ποτέ να ζητήσει τίποτα σε αντάλλαγμα. Χρειάστηκε να με νικήσει σε certamen για να καταλάβω, τελικά, ότι το αληθινό του χάρισμα δεν είναι το μυαλό του ή η ικανότητά του να χειρίζεται το λόγο. Το χάρισμά του είναι η ελπίδα. Και την έδωσε τόσο απλόχερα σε όλους μας...ακόμη και σε μένα, που τον πολέμησα για την αγάπη μιας γυναίκας. Ράντα...
Ένα χαμόγελο άνθισε στο πανέμορφο πρόσωπο του δαίμονα. Η ελπίδα, το ύστατο δώρο του Πρίγκηπα προς αυτόν, έκαιγε μέσα του σαν φωτεινό άστρο. Η ματιά του ταξίδεψε στην αχανή έρημο όπου τόσοι και τόσοι είχαν αφήσει τα κόκκαλά τους. Δαίμονες, έκπτωτοι, θνητοί που ονειρεύονταν πλούτη και δόξα και είχαν επιχειρήσει να τον προσεγγίσουν. Ταξίδεψε, μέχρι που συνάντησε κάτι παράδοξο. Κάτι καινούριο.
Το στόμα του μισάνοιξε από έκπληξη. Είχε περάσει πολλές χιλιάδες χρόνια στην Κόλαση ώστε να γνωρίζει πως εκεί, τίποτα δεν άλλαζε. Ποτέ. Σηκώθηκε αργά από το θρόνο του κι άρχισε να προχωράει προς τα εκεί. Τα γυμνά του πέλματα άγγιζαν τα κόκκαλα χωρίς να τα σπάνε και χωρίς να κάνουν θόρυβο. Περπατούσε για αρκετή ώρα, ώσπου κάποτε έφτασε.
Χαμήλωσε το κορμί του ώστε να το παρατηρήσει καλύτερα. Ανάμεσα στα οστά ξεπρόβαλλε ένα μικροσκοπικό λουλούδι. Ήταν γαλάζιο κι έμοιαζε απίστευτα εύθραυστο. Το όνομα που του απέδιδαν οι θνητοί ήταν «μη-με-λησμόνει». Υπήρχε ένας παλιός, γερμανικός μύθος που έλεγε ότι το φυτό είχε αποκτήσει το όνομά του όταν φώναξε στους πρωτόπλαστους να μην το ξεχάσουν, καθώς έφευγαν διωγμένοι από τον Κήπο της Εδέμ. Τι παράξενο πράγμα οι μύθοι, σκέφτηκε ο δαίμονας. Πόσο κοντά στην αλήθεια βρίσκονται κι όμως...πόσο πολύ απέχουν κιόλας.
Ο Αββαδών ήξερε πως το λουλούδι είχε ονομαστεί έτσι χάρη στον Πρίγκηπα. Στα πηγαδάκια της Κόλασης έλεγαν πως, φεύγοντας από τον ουρανό, ο Πρίγκηπας είχε δώσει από ένα τέτοιο λουλούδι σε όλα του τα αδέρφια. Κανείς δεν ήξερε να πει με βεβαιότητα πόσοι απ’αυτούς τα είχαν κρατήσει και πόσοι τα είχαν κάψει ή πετάξει, αποκηρύσσοντας την ανταρσία του.
Ήξερε ακόμα – γιατί παρά τα τέσσερις χιλιάδες χρόνια που είχαν περάσει, δεν είχε ξεχάσει – ότι το λουλούδι αυτό ήταν σκαλισμένο στην ιερή πανοπλία του Πρίγκηπα, αυτή που είχε φορέσει στην Πρώτη Μάχη. Αυτή που θα φόραγε και τώρα, πιθανότατα. Κατανοώντας τη σημασία αυτού που είχε μπροστά του και όλα όσα συνεπαγόταν...ο δαίμονας θαύμασε.



06/10/2009
11:02
Θεσσαλικός Κάμπος

Το στρατόπεδο των έκπτωτων ήταν ασυνήθιστα ήσυχο. Ο Πρίγκηπας καθόταν μόνος του στον μεγάλο βράχο στο κέντρο του και το βλέμμα του ήταν χαμένο στον ουρανό που είχε βαφτεί κόκκινος από το αίμα των αθώων. Το μυαλό του ταξίδευε μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του χρόνου και των αναμνήσεων. Ταξίδευε σε περασμένες εποχές, σε πόλεις που είχαν αφανιστεί και λαούς που οι πάντες είχαν πια ξεχάσει. Ταξίδευε πίσω, στις αλήθειες που είχαν διαστρεβλωθεί και στα ψέματα που είχαν υφάνει προσεκτικά οι πράκτορες της τάξης και του χάους για να πολεμήσουν οι μεν τους δε.
Τόσος χαμός, τόσος θάνατος. Και πού άφηνε αυτό τους έκπτωτους; Η τάξη και το χάος θα έσκιζαν τις σάρκες τους στους αιώνες των αιώνων. Από ποια μαζοχιστική διάθεση, λοιπόν, είχαν μπλεχτεί κι αυτοί στον πόλεμό τους; Ο Πρίγκηπας ήξερε κι ας μην φανέρωνε αυτή τη γνώση σε κανέναν. Γιατί να τους πει τις υποψίες του; Για ποιο λόγο να τους αποκαλύψει τις ζοφερές του σκέψεις ενώ η μεγάλη μάχη ήταν τόσο κοντά;
Για πρώτη φορά μετά από αιώνες, ο Πρίγκηπας θυμόταν κι οι αναμνήσεις του αντηχούσαν ολοζώντανες στα βουνά και την καμένη πεδιάδα που απλωνόταν στα πόδια του, στο στρατόπεδο των έκπτωτων κι ακόμα παραπέρα. Θυμόταν τις μέρες του στον ουρανό, δίπλα στο θεό του που τον είχε λατρέψει σαν πατέρα, γιο και αδερφό. Θυμόταν τις μέρες που πετούσε ελεύθερος στην πόλη των αγγέλων, στον Παράδεισο, όπως την έλεγαν οι θνητοί. Το αληθινό της όνομα ήταν άλλο. Ήταν πολύ πιο αρχαίο και ήταν στην υψηλή γλώσσα των αγγέλων που κανένας κάτω από τους αρχαγγέλους δεν γνώριζε. Κι ήταν ένα όνομα που ήταν απαγορευμένο να προφέρουν μπροστά σε άλλους. Ο Πρίγκηπας μερικές φορές πονούσε να το προφέρει και νοσταλγούσε την πατρίδα του όσο τίποτα. Είχαν περάσει όμως πολλοί αιώνες από τότε κι είχε μάθει να ζει με το διαρκές τσίμπημα κάπου κοντά στο σημείο της καρδιάς.
Η μάχη έπρεπε να ξεκινήσει όσο πιο σύντομα γινόταν. Ήδη οι δυνάμεις των έκπτωτων είχαν χάσει έναν ικανό αριθμό. Κάτι έπρεπε να γίνει. Κάτι που να αναγκάσει τη θεά να σταματήσει τα παιχνίδια. Ο Πρίγκηπας έκρυψε το πρόσωπό του στα γόνατά του. Πώς...πώς αναγκάζεις μια θεά;
Κάτι ανάλαφρο άγγιξε το χέρι του. Ο Πρίγκηπας κοίταξε έκπληκτος. Ένα μαύρο φτερό είχε προσγειωθεί στον καρπό του, όπου ισορροπούσε επίφοβα. Έστρεψε το βλέμμα του ψηλά. Ένα κοράκι έκανε κύκλους πάνω από το κεφάλι του. Του χαμογέλασε. Οι σύντροφοι της Λίλιθ είχαν κατακλύσει το στρατόπεδο. Όταν όμως το κοίταξε πιο προσεκτικά είδε πως δεν ήταν πλασμένο από σκοτάδι, όπως τα κοράκια της μάγισσας. Ήταν φτιαγμένο από μαύρα οστά και ήθελε να το ακολουθήσει.
Κοιτώντας γύρω του να δει αν τον παρακολουθούσε κανείς, ο Πρίγκηπας πήδηξε ανάλαφρα από το βράχο. Το κοράκι τον οδήγησε βαθιά μέσα στο δάσος, όπου τα πάντα ήταν σκοτεινά. Μέχρι που το πουλί κάθισε σ’ένα δέντρο κι ο Πρίγκηπας σταμάτησε να το ακολουθεί. Μια σκοτεινή φιγούρα στεκόταν μπροστά του.
Ήξερε ποια ήταν πολύ πριν προχωρήσει προς το φως και τα χαρακτηριστικά της φανερωθούν. Της πρόσφερε τον χαιρετισμό των αγγέλων κι ας μην ήταν άγγελος. Τι ακριβώς ήταν; Κανείς δεν ήξερε να πει με σιγουριά. Ακόμη κι ο Πρίγκηπας που ζούσε από την αρχή των χρόνων σχεδόν, γνώριζε απλώς πως υπήρχαν πλάσματα στο σύμπαν που δεν ήταν θεοί, ούτε άγγελοι, ούτε δαίμονες. Ήταν πλάσματα που απλώς υπήρχαν γιατί έπρεπε να υπάρχουν και κανείς δεν μπορούσε να υπολογίσει το ακριβές μέγεθος της δύναμής τους. Όπως ο Λεβιάθαν. Όπως η Λίλιθ.
Το γαλαζωπό δέρμα της άστραψε σαν τοπάζι στο φως του ήλιου που περνούσε από τις φυλλωσιές. Τα κατάμαυρα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σ’ένα περίτεχνο χτένισμα που στόλιζε το πανέμορφο, αισθησιακό της πρόσωπο σαν στέμμα. Φορούσε μόνο ένα κομμάτι λευκό λινό γύρω από τους γοφούς της, ενώ σειρές από χρυσά περιδέραια κάλυπταν τα γυμνά της στήθη. Δύο χέρια ήταν σταυρωμένα κάτω από τα προαναφερθέντα στήθη, τονίζοντας τη θελκτικότητά τους. Δυο άλλα ήταν στους γοφούς της, υποδεικνύοντας το προφανές: ότι ήταν εκνευρισμένη. Και το τελευταίο ζευγάρι ήταν μισάνοιχτο δίπλα στα πλευρά της, κρατώντας ένα σπαθί και μια λόγχη.
- Κάλι, είπε με σεβασμό ο Πρίγκηπας.
- Βίσνου, τον αναγνώρισε εκείνη με το όνομα που έφερε όταν είχαν πρωτογνωριστεί. Βλέπω πως παίζεις ακόμα το περίπλοκο σκάκι σου, Άστρο της Αυγής. Αλλά δεν το απολαμβάνεις όσο παλιά.
Εκείνος έμεινε σιωπηλός. Δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να κρυφτεί απ’αυτήν. Τον είχε πάρει στο κρεβάτι της, μια φορά, και του είχε δείξει τα πάντα. Τη ζωή, το θάνατο, το σύμπαν...τα πάντα. Παλιά, πολύ παλιά. Πριν την πρώτη μάχη. Πριν τη Λάκσμι. Τον είχε πάρει στο κρεβάτι της κι είχε μάθει όλα του τα μυστικά.
- Κάτι σε έχει ταράξει, είπε τελικά δείχνοντας τα χέρια στους γοφούς της. Τι συμβαίνει, αρχόντισσα των νεκρών;
- Τι συμβαίνει; Τι συμβαίνει! Αυτό που συμβαίνει είναι ότι δεν υπάρχει άλλος χώρος στο βασίλειό μου! Ο θάνατος και η καταστροφές που προκάλεσε η Τίαματ έχουν σχεδόν γεμίσει τη Νεκρόπολη! Κι όχι μόνο αυτό, αλλά οι ίδιες αυτές καταστροφές έχουν προκαλέσει τέτοιες εξάρσεις βίας σ'ολόκληρο τον κόσμο που πλέον δεν προλαβαίνουμε καν να καταγράψουμε τους νεκρούς! Ξέρεις τι θα συμβεί αν η Νεκρόπολις δεν μπορεί να δεχτεί άλλες ψυχές, έτσι δεν είναι;
Η φωνή της ήταν γεμάτη οργή. Κι αν κάτι ήξερε ο Πρίγκηπας ήταν ότι η οργή της βασίλισσας του Κάτω Κόσμου ήταν εξίσου καταστροφική με την οργή της θεάς του Χάους. Αλλά δεν ήταν αυτό που τον ταρακούνησε. Ήταν τα λόγια της.
- Κανείς πια δεν θα μπορεί να πεθάνει, μέχρι να απελευθερωθεί ο χώρος. Μέχρι να ξαναγεννηθούν οι ψυχές. Αλλά αυτό μπορεί να πάρει...
- Χιλιάδες χρόνια, τον έκοψε η Κάλι. Γιατί νομίζεις πως είμαι εδώ, Βίσνου;
Ο Πρίγκηπας ανασήκωσε τους ώμους του υποδηλώνοντας την άγνοιά του. Σίγουρα δεν ήταν εκεί για να πολεμήσει στο πλευρό του. Η Κάλι ποτέ δεν είχε πάρει μέρος στα παιχνιδάκια του Χάους και της Τάξης και ποτέ δεν είχε πάρει επίσημη θέση απέναντι στην ανταρσία των αγγέλων. Ήταν ευχαριστημένη με το βασίλειό της. Το γιατί κάποιος θα ήταν ευχαριστημένος με το να κυβερνάει τις ψυχές των νεκρών ήταν κάτι που διέφευγε ακόμη και της μεγάλης αντίληψης του Πρίγκηπα.
- Ήρθα για να προστατεύσω το βασίλειό μου από την καταστροφή. Η μάχη πρέπει να αρχίσει το συντομότερο δυνατό. Η Νεκρόπολις μπορεί μετά βίας να αντέξει τους πεσόντες , σύμφωνα με τους υπολογισμούς μου, αλλά μια ακόμη φορά να συγχιστεί η Τίαματ και οι επιπτώσεις θα είναι τρομερές για όλους μας. Είναι ένα ρίσκο που δεν μπορώ να πάρω. Γι’αυτό, όσο κι αν ήθελα να μείνω έξω από τις διαμάχες σας, είμαι αναγκασμένη να σε βοηθήσω.
Ο Πρίγκηπας την κοίταξε έκπληκτος, σχεδόν ανήμπορος να μιλήσει. Αυτό κι αν ήταν ανέλπιστο.
- Όταν λες «να με βοηθήσεις»;
Η Κάλι χαμογέλασε, με αποτέλεσμα να φανούν οι μυτεροί, μαργαριταρένιοι κυνόδοντές της, που τόσο θύμιζαν το απεχθές και επίφοβο τάγμα των Νυκτόβιων.
- Τι ξέρεις για τα βιμάνα, Άστρο της Αυγής;
Ο Πρίγκηπας έβαλε τα γέλια.
- Τα βιμάνα; Εννοείς τα ιπτάμενα πλοία; Είναι απλώς ένας μύθος.
Εκείνη του έριξε ένα απηυδησμένο βλέμμα.
- Ναι, όπως μύθος είναι και οι άγγελοι, οι δαίμονες, οι θεοί, οι δράκοι, οι...
- Εντάξει, εντάξει, την έκοψε αυτός. Το έπιασα το νόημα. Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω είναι πώς θα μας βοηθήσουν τα βιμάνα.
Το χαμόγελό της πλάτυνε. Για κάποιον απροσδιόριστο λόγο,το αρπακτικό της ύφος του θύμισε τον Λεβιάθαν.
- Προτού στο αποκαλύψω αυτό, θα πρέπει να βεβαιωθώ πως κατανοείς τους κινδύνους. Εσύ ή κάποιος από τους δικούς σου, θα πρέπει να κατέβει στον κάτω κόσμο προκειμένου να περάσει τις δοκιμασίες και να κερδίσει τα βιμάνα όπως ορίζουν οι νόμοι της Νεκρόπολης.
Ο Πρίγκηπας ένευσε καταφατικά.
- Καταλαβαίνω. Πες μου τώρα, πώς ακριβώς θα μας βοηθήσουν αυτά τα πλοία που πετάνε;
Η Κάλι χαμογέλασε. Και του είπε. Ένα γέλιο σαν δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια γέμισε το δάσος κι έκανε τα φύλλα των δέντρων να θροίσουν. Ήταν ιδιοφυές.







06/10/2009
19:45
Καρδίτσα

Ο Λαέρτης διάβασε το μήνυμα και έκλεισε το κινητό του, εμφανώς προβληματισμένος. Μπορούσε να νιώσει τα μάτια της Λούσι καρφωμένα επάνω του κάτω από το μαύρο βέλο, παρόλο που εκείνη δεν έδειχνε καν να τον έχει προσέξει.
- Ήταν ο αδερφός Ροβέρτος, είπε. Φοβάται πως κάποιος τον παρακολουθεί και, μετά το προειδοποιητικό μου τηλεφώνημα και όσα έκανε η Αλίκη στο Τάγμα, θεώρησε καλό να με ενημερώσει.
- Πιστεύεις πως είναι όντως αυτή; ρώτησε χαμηλόφωνα η Λούσι.
Ο Λαέρτης ανασήκωσε τους ώμους κουρασμένα. Κάτω από τα μάτια του υπήρχαν μαύροι κύκλοι.
- Το ελπίζω. Θέλω να τελειώνω μ’αυτήν την ιστορία όσο πιο σύντομα και ανώδυνα γίνεται...μήπως και καταφέρω κι εγώ να συνεχίσω τη ζωή μου κάποτε.
Η Λούσι δεν είπε τίποτα. Το αυτοκίνητο πήρε μπρος και σύντομα συνέχιζαν την πορεία τους προς την Αταλάντη, αυτή τη φορά ανενόχλητοι από μπλόκα και ελέγχους.
- Νομίζω πως είναι καλύτερα να με περιμένεις στο αυτοκίνητο, είπε ο Λαέρτης μετά από αρκετή ώρα σιωπής.
Ακουγόταν νευρικός. Η Λούσι τον κοίταξε, περιμένοντας να συνεχίσει. Εκείνος πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά του.
- Ο αδερφός Ροβέρτος...δεν τα πάει καλά με τους δαίμονες. Έχει τρόπους...να τους αντιμετωπίζει. Δεν θα ήθελα να πάθεις κακό.
- Ούτε να χάσεις τη θέση σου στο Τάγμα, ειδικά εφόσον το όνομά σου ήδη έχει εκτεθεί με τις πράξεις της γυναίκας σου, συμπλήρωσε η Λούσι λες και διάβαζε το μυαλό του. Καταλαβαίνω. Θα περιμένω. Αν με χρειαστείς, γνωρίζεις πώς να με καλέσεις.
Και, για το υπόλοιπο της διαδρομής, παρέμεινε σιωπηλή. Ο Λαέρτης άρχισε να αναρωτιέται μήπως είχε ονειρευτεί την παθιασμένη νύχτα που είχαν περάσει. Αλλά πάλι, ήταν εκεί, μαζί του...έτοιμη να τον στηρίξει στο πιο δύσκολο από τα καθήκοντα που του είχαν ανατεθεί. Από τη μοίρα, την τύχη ή κάποια ανώτερη δύναμη, δεν ήξερε να πει.



06/10/2009
19:46
Αταλάντη

- Ζατί ζεν μπολώ να έλσω μαζί σου; ρώτησε η Εύα.
Η έκφρασή της ήταν κάτι ανάμεσα σε πεισμωμένη και πληγωμένη. Η Αλίκη ξεφύσηξε με εκνευρισμό.
- Γιατί πρέπει να κάνω μια δουλειά και δεν γίνεται να σε πάρω μαζί μου. Είναι δουλειά για μεγάλους. Θα βαρεθείς.
Η μικρή κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.
- Όσι, όσι, όσι!
Η Αλίκη χαμήλωσε, ώστε τα μάτια της να βρεθούν στο ίδιο ύψος με τα μάτια του παιδιού. Της χάιδεψε τις καστανές της μπούκλες. Το ροζ φόρεμα που της είχε αγοράσει την έκανε να μοιάζει με κουφέτο.
- Εύα; Σου υπόσχομαι πως όταν τελειώσω μ’αυτή τη δουλειά, οι δυο μας θα πάμε διακοπές κάπου όμορφα.
Η Εύα την κοίταξε μέσα από βουρκωμένα βλέφαρα.
- Στη Ντίσνεϋλαντ; ρώτησε με προσμονή.
Η Αλίκη έβαλε τα γέλια.
- Όπου θες. Αλλά πρέπει να μ’αφήσεις να φύγω τώρα. Σου υπόσχομαι να γυρίσω.
Το παιδί ένευσε καταφατικά.
- Και σα μείνω μαζί σου;
-....
- Γιώτα;
- Ναι. Ναι, θα μείνεις μαζί μου. Αλλά θυμήσου. Θα μείνεις κρυμμένη στο αυτοκίνητο και δεν θα ανοίξεις σε κανέναν μέχρι να γυρίσω. Εντάξει;
- Ναι, Γιώτα, είπε αθώα-αθώα η μικρή.



06/10/2009
23:57
Αταλάντη

Ο Λαέρτης χτύπησε την πόρτα του αδερφού Ροβέρτου για τέταρτη συνεχόμενη φορά. Είχαν αρχίσει να τον ζώνουν μαύρα φίδια. Αναρωτήθηκε αν η Αλίκη – ή όποιος άλλος μπορεί να τον παρακολουθούσε – είχε προλάβει να τον βγάλει κιόλας από τη μέση. Το πήρε απόφαση. Πήρε βαθιά ανάσα, έκανε μερικά βήματα πίσω, στο διάδρομο, πήρε φόρα...και έπεσε με όλη του τη δύναμη πάνω στην πόρτα.Το εσωτερικό του διαμερίσματος ήταν θεοσκότεινο και μύριζε κλεισούρα και θάνατο.
Άπλωσε το χέρι του αναζητώντας κάποιον διακόπτη. Μια λάμπα γραφείου άναψε στην πρώτη υποψία κίνησης. Ο Λαέρτης δεν το περίμενε και τινάχτηκε. Το δαιμονικό της γέλιο γέμισε το χώρο. Η δερμάτινη καρέκλα που ήταν με πλάτη προς τα εκείνον περιστράφηκε. Η θέα της τον έκανε να παγώσει στη θέση του. Μέχρι εκείνη τη στιγμή την είχε αντιμετωπίσει μόνο από την οθόνη ενός υπολογιστή κι είχε λάβει τα «δώρα» που του είχε στείλει. Αλλά ήταν η πρώτη φορά που βρίσκονταν πρόσωπο με πρόσωπο μετά την αρχή του πολέμου.
Ήταν καθισμένη σταυροπόδι, με τα ξανθά της μαλλιά να χύνονται στους ώμους της και τα μάτια της να λάμπουν στο μισοσκόταδο, όμοια με μάτια γάτας. Ποτέ δεν την είχε δει ντυμένη έτσι. Φορούσε μαύρη, δερμάτινη καμπαρντίνα, δερμάτινες μπότες που έφταναν ως πάνω από τα γόνατα, μαύρο κολάν που εφάρμοζε πάνω της σαν δεύτερο δέρμα κι έναν μαύρο κορσέ. Ανάμεσα στα κατάλευκα στήθη της κρεμόταν ένα και μοναδικό κόσμημα. Ένας ασημένιος σταυρός, με γράμματα τα οποία δεν ξεχώριζε χαραγμένα επάνω του. Ένα σαρδόνιο χαμόγελο ήταν ζωγραφισμένο στα χείλη της. Δεν κρατούσε ούτε ένα όπλο. Φαινομενικά, τουλάχιστον.
Ο Λαέρτης συνάντησε το βλέμμα της περήφανα, όσο περήφανα μπορούσε κάτω από το βάρος της ευθύνης που πίστευε πως έφερε για τα εγκλήματά της. Θυμήθηκε τη Λούσι που τον περίμενε στο αυτοκίνητο και θυμήθηκε αυτό που της είχε πει. Έπρεπε να συνεχίσει τη ζωή του, κάποτε. Και πήρε κουράγιο.
- Πώς μπόρεσες;
Μια ερώτηση μόνο, τόσο απλή, τόσο φορτωμένη με κατηγορία. Κατηγορία που δεν έπιασε τόπο, καθώς η Αλίκη σήκωσε ανέμελα τους ώμους της, συνεχίζοντας να τον κοιτάει κατάματα. Ο Λαέρτης, για κάποιο λόγο, ένιωσε άβολα.
- Δεν ξέρω, είπε τελικά εκείνη. Εσύ πώς μπόρεσες; Έχεις ιδέα τι μου έκανες; Τι ήμουν πριν από σένα;
Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι. Συνειδητοποίησε πως δεν είχε καμιά απάντηση. Εξεπλάγη και ο ίδιος με τον εαυτό του. Δεν ήταν δυνατό να μη γνώριζε. Κι όμως, του έλεγαν τα μάτια της. Κι όμως ήταν.
- Ό,τι κι αν ήσουν...ό,τι κι αν σου έκανα...αυτό δεν δικαιολογεί τα εγκλήματά σου.
Εκείνη έβαλε τα γέλια. Ο ήχος του μάτωνε τα αφτιά.
- Φυσικά και δεν είχες ιδέα. Είδες ένα ωραίο μουνί και κάβλωσες κι αυτό το βάφτισες μέσα σου αγάπη.
Ολόκληρο το είναι του αντέδρασε σ’αυτήν την δήλωση.
- Δεν είναι έτσι! της φώναξε. Το ξέρεις πως δεν είναι έτσι!
- Αλήθεια; Και πώς είναι; Για ποιο λόγο με «αγάπησες»:
Ο Λαέρτης δεν είχε νιώσει ποτέ του πιο ανήμπορος. Όλη η ενέργεια εξατμίστηκε από μέσα του, μαζί με την οργή.
- Γιατί κάθε φορά που έμπαινες στο δωμάτιο ξεχνούσα να αναπνεύσω...
Εκείνη έμεινε για λίγο σιωπηλή, σαν να ζύγιζε μέσα της τη σοβαρότητα ή την αλήθεια αυτού που της είχε πει. Τελικά, σηκώθηκε όρθια. Αργά, βασανιστικά αργά.
- Δεν ήμουν ένα φυτό χαμένο στα βιβλία του, όπως εσύ. Ήμουν Κυνηγός. Η καλύτερη της γενιάς μου. Πολλοί λέγαν πως ήμουν η καλύτερη γενικότερα. Ήμουν ελεύθερη. Πήγαινα όπου ήθελα και γαμιόμουν με όποιον ήθελα. Πίστευα σε κάτι και είχα έναν σκοπό που, για μένα, ήταν ιερός. Μου τα πήρες όλα αυτά και γιατί; Για ένα γαμημένο μουνί. Που δεν ήταν καν το δικό μου.
Ο Λαέρτης τα έχασε. Η Αλίκη όμως όχι. Άρχισε να τον πλησιάζει, κάνοντας κύκλους γύρω του, όπως ένα αιλουροειδές γύρω από τη λεία του. Αισθάνθηκε την καρδιά του να χάνει μερικούς χτύπους.
- Πάντοτε το είχες μέσα σου, έτσι δεν είναι, Λαέρτη; Το να καλέσεις ένα δαίμονα και να κλείσεις μαζί του μια τέτοια συμφωνία. Πόσο ειρωνικό...δεν βρίσκεις; Πριν στείλεις αυτές τις φτερωτές καριόλες εναντίον μου, ούρλιαζες μπροστά σ’ένα λάπτοπ ότι είμαι πουλημένη και πρόδωσα το Τάγμα. Όμως για πες μου...ποιος απ’τους δυο μας το πρόδωσε πρώτος;
Κρύος ιδρώτας είχε κάνει την εμφάνισή του στο μέτωπό του. Τα χέρια του είχαν σφιχτεί σε γροθιές στα πλευρά του και κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια για να κρύψει το τρέμουλό του. Πώς είχε πιστέψει ότι θα μπορούσε ποτέ να τη συλλάβει; Ήταν απλό. Δεν είχε ιδέα για το ποια ήταν. Δεν είχε ιδέα για το ότι είχε υπάρξει Κυνηγός. Αυτό άλλαζε ριζικά τα πράγματα. Σήμαινε πως θα χρειαζόταν τη Λούσι...αργά ή γρήγορα. Δεν ήταν σίγουρος σε τι από τα δύο ήλπιζε.
Ένιωσε τα χέρια της να χαϊδεύουν την πλάτη και τους ώμους του. Ρίγησε από φρίκη κάτω από το άγγιγμά της. Ήταν τα ίδια χέρια που είχαν κόψει το κεφάλι του μέντορά του, τα ίδια χέρια που είχαν ανοίξει έναν άνθρωπο και του είχαν αφαιρέσει τα σωθικά. Αισθάνθηκε βρώμικος, ξαφνικά, και τον κατέλαβε μια ακαθόριστη ανάγκη να μπει στο μπάνιο και να τρίψει το δέρμα του μέχρι να ματώσει.
- Για πες μου, αλήθεια...σου είπε ποτέ η πουτάνα σου για το «Μαύρο Βέλο»;
Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε καταληφθεί από τυφλή οργή. Πίστευε, μάλιστα, ότι η πολεμική μανία που καταλάμβανε τους berserkers του Βορρά ήταν απλώς ένας μύθος όπως τόσοι και τόσοι άλλοι. Εκείνη τη στιγμή, ο Λαέρτης, ο γλυκομίλητος και ευγενικός λόγιος, ανακάλυψε την αλήθεια πίσω από το μύθο. Καθώς χιμούσε πάνω της προσπαθώντας να τη στραγγαλίσει και να την αναγκάσει να σταματήσει επιτέλους να μιλάει, ο Λαέρτης για πρώτη φορά στη ζωή του, ένιωσε την ανάγκη να σκοτώσει. Ξέχασε πως δεν είχε την εκπαίδευση να αντιμετωπίσει μια Κυνηγό, ξέχασε πόσες ζωές είχε αφαιρέσει αυτή απέναντί του δίχως δισταγμό, δίχως τύψεις. Ξέχασε τα πάντα. Μόνο μια λέξη έκαιγε μέσα στο μυαλό του, σαν πυρωμένο κάρβουνο. «Πουτάνα».
Πρωτού προλάβει να κόψει τη φόρα του, η Αλίκη είχε αποφύγει την επίθεσή του κάνοντας ένα βήμα στο πλάι. Τα φαινομενικά εύθραυστα χέρια της έπιασαν το δεξί δικό του στο μπράτσο και στον αγκώνα και το γόνατό της συγκρούστηκε με το στομάχι του προκαλώντας κύματα πόνου σε ολόκληρο το κορμί του. Δεν τον ένοιαζε. Ήθελε να την τιμωρήσει. Ήθελε να τελειώνει επιτέλους το μαρτύριο στο οποίο τον είχε υποβάλει αυτή η γυναίκα. Και γιατί, τελικά; Μόνο και μόνο γιατί την είχε αγαπήσει.
Ένιωσε τον εαυτό του να πέφτει, παρασυρμένος από τη δύναμη της βαρύτητας. Και, πέφτοντας, αισθάνθηκε κάτι να σπάει χτυπώντας στην πλάτη του. Ξύλινα θραύσματα προσγειώθηκαν στο πάτωμα μαζί του. Η Αλίκη πέταξε τα απομεινάρια της καρέκλας και στάθηκε από πάνω του, κοιτώντας τον με εμφανή αηδία.
- Ούτε καν να με αντιμετωπίσεις σαν άντρας δεν μπορείς. Απορώ που δεν κουβάλησες και την πόρνη της Βαβυλώνας μαζί σου για να κρυφτείς πίσω απ’τα φουστάνια της, σχολίασε και η φωνή της έσταζε δηλητήριο.
Ο Λαέρτης έβηξε κι έφτυσε λίγο αίμα στο πάτωμα. Είχε σκίσει εσωτερικά το μάγουλό του κατά την πτώση. Θα ζούσε. Για λίγο ακόμα, τουλάχιστον.
- Πρόσεχε τα λόγια σου, της είπε απότομα. Δεν έχεις ιδέα για τι μιλάς.
Η έκφρασή της έδειχνε πως δεν πίστευε ότι της είχε πει κάτι τέτοιο. Κι έπειτα ξέσπασε σ’εκείνο το γνώριμο πια δαιμονικό γέλιο που τον ανατρίχιαζε.
- Τι έγινε, Λαέρτη; Σου έθιξα τη γκόμενα; Τς τς τς...ούτε διαζύγιο δεν προλάβαμε να βγάλουμε και ξενοκοιμάσαι; Χαρά στις αρχές! Και χαρά στην αγάπη που μου είχες.
- Κατέστρεψες το όνειρό μου...
Μια κλωτσιά στο στομάχι τον εμπόδισε να συνεχίσει. Τώρα η Αλίκη έμοιαζε στ’αλήθεια εξοργισμένη.
- Σκάσε! του φώναξε. Αυτό ακριβώς είπες και τότε. «Μόλις μου κατέστρεψες το πιο πολύτιμο όνειρό μου». Ε, λοιπόν ναι! Το έκανα και δεν λυπάμαι καθόλου που το έκανα! Ξέρεις γιατί; Γιατί είσαι ένας γελοίος υποκριτής που το παίζει ηθικός κι αθώος, αλλά κλείνει συμφωνίες με δαίμονες και τους βοηθάει κιόλας εναντίον της ανθρωπότητας! Της ανθρωπότητας την οποία είχα ορκιστεί να προστατεύσω από κάτι τύπους σαν εσένα και τη γκόμενά σου! Δεν βίασες μόνο το σώμα μου, βίασες και τα ιδανικά μου! Ακούς σου κατέστρεψα το όνειρό σου! Ποιο όνειρό σου, ρε παλιομαλάκα; Ποιο όνειρό σου; Τα δικά μου τα όνειρα τα σκέφτηκες όταν πουλούσες την ψυχή σου στο διάβολο για μια αυταπάτη;
Η φωνή της γινόταν εντονότερη σε κάθε λέξη. Τα μάτια της άστραφταν από μανιασμένα καθώς τον κλωτσούσε ξανά και ξανά. Όταν πια είχε ξεσπάσει αρκετά και η οργή της ξεθύμανε λίγο, τον άφησε πεσμένο εκεί, μωλωπισμένο και με αμυχές σε όλο του το σώμα.
Ο Λαέρτης ένιωθε το κεφάλι του ανάλαφρο, σαν ο εγκέφαλός του να έπλεε σ’ένα παχύ, αφράτο σύννεφο. Η όρασή του ήταν θολή για κάποιον ανεξακρίβωτο λόγο και πονούσε ολόκληρος. Πονούσε ακόμη και σε μέρη του κορμιού του που ποτέ πριν δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι υπήρχαν.
- Ο αδερφός...Ροβέρτος..., άρθρωσε με κόπο. Τι του...έκανες;
Η Αλίκη ανασήκωσε τα φρύδια της, σχεδόν έκπληκτη. Ίσως και να του φάνηκε, γιατί αμέσως μετά το πρόσωπό της πήρε ξανά την παγερή του έκφραση. Έκανε μια απαξιωτική κίνηση με το χέρι της.
- Απολύτως τίποτα. Μετά το τηλεφώνημά σου για το ότι πήρα τον κακό το δρόμο, κατάλαβε ότι είχε αποτύχει σαν μέντοράς μου και κρεμάστηκε. Πολύ δραματικό μήνυμα, παρεμπιπτόντως. Το άκουσα στον τηλεφωνητή.
Ένα πνιχτό, άκεφο γέλιο του ξέφυγε.
- Και νομίζεις...ότι θα σε...πιστέψω; Μετά από όλα...αυτά;
Τον κοίταξε με πλήρη αδιαφορία.
- Ειλικρινά; Χέστηκα για το τι θα κάνεις. Με ρώτησες. Σου απάντησα.
Ο Λαέρτης στηρίχτηκε στα χέρια του και, αργά, αβέβαια, προσπάθησε να σηκωθεί. Τα κατάφερε την πέμπτη φορά. Την αντίκρισε άφοβα.
- Πίστευα...πως έφερα ευθύνη...για όσα...έκανες, είπε αγκομαχώντας. Αλλά δεν πρόκειται...να κατηγορήσω...τον εαυτό μου....άλλο. Διάλεξες...να σκοτώσεις...και δεν σκότωσες...καν εμένα...που έφταιγα...σκότωσες αθώους. Ό,τι κι αν σου έκανα...τα εγκλήματά σου...θα βαρύνουν πολύ περισσότερο...από τα δικά μου...την ώρα της Κρίσης.
Ένα γαλήνιο χαμόγελο πλανήθηκε στα χείλη της ακούγοντας τα λόγια του. Για πρώτη φορά του θύμισε τη γυναίκα του, αυτή που του μαγείρευε και τον περίμενε να γυρίσει σπίτι κάθε βράδυ. Δεν έχει νόημα, είπε στον εαυτό του. Ήταν μια ψευδαίσθηση. Ποτέ δεν υπήρξε στ’αλήθεια.
- Και γιατί να σε σκοτώσω; τον ρώτησε, σαν να ήταν το πιο παράλογο πράγμα του κόσμου. Πίστεψες πραγματικά ότι αυτός ήταν ο στόχος μου; Μα όχι, αγαπητέ μου σύζυγε. Ο στόχος μου ήταν να σε κάνω να αντικρίσεις κατάμουτρα τον αξιολύπητο εαυτό σου και να χάσεις κάθε ψευδαίσθηση πως είσαι καλός, ηθικός κι αθώος. Απ’ότι βλέπω, το πέτυχα. Πράγμα που σημαίνει ότι μπορώ επιτέλους να απαλλαγώ από τη μίζερη παρουσία σου και να μη σε ξανασκεφτώ στον αιώνα τον άπαντα.
Ο Λαέρτης στάθηκε όρθιος.
- Κάνεις...λάθος. Έιμαι καλός. Είμαι ηθικός. Τέλειος μπορεί να μην είμαι...αλλά καλός...και ηθικός...ναι. Ποτέ δεν σκότωσα. Ποτέ δεν βασάνισα. Ποτέ δεν προκάλεσα τόσο πόνο σε τόσους αθώους. Εσύ ναι. Κι όσο κι αν θες να πιστεύεις το αντίθετο...δεν ήμουν εγώ αυτός που κρατούσε το μαχαίρι. Σε κανέναν από τους φόνους σου.
Η Αλίκη τον κοίταξε ψυχρά, σαν να ήταν μια μύγα που την ενοχλούσε κάποιο απόγευμα του καλοκαιριού.
- Το τι πιστεύω και τι όχι είναι δική μου δουλειά. Όμως δεν μου είπες. Σου άρεσαν τα δώρα μου;
Κούνησε το κεφάλι του με απόγνωση.
- Είσαι ένα τέρας.
- Όχι. Τέρατα ήταν οι Έντεκα που ξύπνησα, του πέταξε θριαμβευτικά.
Αυτό ήταν που έκανε το «κλικ», τελικά, μέσα του. Ο Λαέρτης αναζήτησε τα τελευταία απομεινάρια της δύναμής του και πρόφερε τα λόγια της επίκλησης.
- Seth’ek nant’ ur, nan Astaroth, mar’ aye virta meriena’lys.
Οι σκιές ξετυλίχτηκαν σαν βελούδινη κουρτίνα. Προτού καλά το καταλάβει, ο Λαέρτης είχε βρεθεί μ’ένα χέρι γύρω από το λαιμό του και την κάννη ενός όπλου στο κρανίο του. Η γνώριμη μορφή της Λούσι εμφανίστηκε.
- Άφησέ τον, θνητή, ψιθύρισε και οι τοίχοι άρχισαν να τρέμουν από την οργή της. Αρκετούς λόγους δεν μου έχεις δώσει ήδη για να σε θέλω νεκρή;
Η Αλίκη αγνόησε την ερώτηση, όπως και την εντολή. Ο Λαέρτης την αισθάνθηκε να παίρνει μια κοφτή ανάσα, όπως το σώμα του ήταν κολλημένο στο δικό της.
- Όχι που δεν θα κρυβόσουν πίσω απ’τα φουστάνια της, σχολίασε περιφρονητικά στο αφτί του.
Ο Λαέρτης δεν έπεσε στην παγίδα. Ανασήκωσε τους ώμους, όσο του το επέτρεπε η λαβή της.
- Πρέπει να συλληφθείς. Δεν μπορώ να το κάνω μόνος. Είναι τόσο απλό.
- Άφησέ τον, επανέλαβε η δαιμόνισσα και το τρέμουλο στους τοίχους εντάθηκε.
Κάτι γυάλινο ακούστηκε να σπάει από κάπου πιο μέσα. Μάλλον από την κουζίνα.
- Τι πιστεύεις ότι είναι πιο γρήγορο, Άσταροθ; Εσύ ή μια σφαίρα; Τι θα έλεγες να δοκιμάσουμε να το αποδείξουμε πειραματικά;
Η κάννη πίεσε πιο πολύ τον κρόταφό του. Η Λούσι έμεινε σιωπηλή για λίγο.
- Τι θέλεις;
- Τώρα μιλάμε, επιτέλους. Τη ζωή του για τη δική μου. Και θέλω να μου το ορκιστείς στο όνομά σου.
Τα κόκκινα χείλη της Λούσι σφίχτηκαν. Ο Λαέρτης αναρωτήθηκε, όχι για πρώτη φορά, τι μπορεί να σκεφτόταν.
- Θέλεις μια επίσημη συμφωνία, επομένως, είπε τελικά.
- Ναι.
Οι φωνές τους ήταν τόσο ψυχρές και απόμακρες που του πάγωναν το αίμα. Μήπως ήταν προβληματικός τελικά; Μήπως σήμαινε κάτι κακό γι’αυτόν το ότι τον τραβούσαν οι ψυχρές γυναίκες;
- Θα μείνεις μακριά από τον Λαέρτη;
Το γέλιο της Αλίκης γέμισε το χώρο.
- Εγώ δεν γελάω, θνητή, ψιθύρισε η Λούσι.
- Γιατί να ασχοληθώ άλλο μαζί του; Πήρα αυτό που ήθελα. Εσύ ξέρεις. Αυτός ίσως και να μην καταλάβει ποτέ.
Η δαιμόνισσα ένευσε, σκεφτική.
- Πράγματι. Εγώ ξέρω. Θα μείνεις μακριά του; επέμεινε.
- Πλάκα μου κάνεις; Ούτε να τον σκεφτώ ξανά δεν θέλω, τον ηλίθιο, μετά από σήμερα. Και τόσο που ασχολήθηκα, πολύ του είναι.
Ο Λαέρτης, για κάποιο λόγο, ένιωθε αόρατος. Ήταν σαν να είχαν ξεχάσει κι οι δυο τους πως ήταν κι αυτός εκεί. Δεν ήταν ευχάριστο συναίσθημα.
- Ορκίσου.
- Δεν έχω τίποτα ιερό για να ορκιστώ.
Η Λούσι χαμογέλασε αχνά.
- Έχεις. Ορκίσου.
Αισθάνθηκε την Αλίκη πίσω του να αναδεύεται.
- Στην ελευθερία μου, λοιπόν. Ορκίζομαι.
Η δαιμόνισσα το δέχτηκε μ’ένα αδιόρατο νεύμα.
- Σειρά σου τώρα. Υποσχέσου πως θα μ’αφήσεις να φύγω από δω χωρίς να με πειράξεις και πως δεν πρόκειται να με αναζητήσεις στο μέλλον.
Ο Λαέρτης αισθάνθηκε το βλέμμα της να ταξιδεύει επάνω του κάτω από το βέλο.
- Το υπόσχομαι, είπε τελικά. Στο όνομά μου.
Ένιωσε μαγική ενέργεια να γεμίζει το χώρο για ένα δευτερόλεπτο και μετά να χάνεται. Η συμφωνία είχε γίνει. Η Αλίκη χαλάρωσε τη λαβή της, τον παραμέρισε κι άρχισε να προχωράει προς την έξοδο, χωρίς να του ρίξει ούτε δεύτερο βλέμμα.
- Αλίκη;
Κοντοστάθηκε, όμως δεν γύρισε να τον κοιτάξει.
- Τέλειωσαν όλα, ε; Δεν θα σκοτώσεις πια άλλους αθώους, έτσι δεν είναι;
Η φωνή του βγήκε πιο αβέβαιη απ’ότι θα ήθελε. Η Αλίκη μισοστράφηκε. Ένα χαμόγελο τρεμόπαιζε στις άκρες των χειλιών της. Κι έπειτα συνέχισε το δρόμο της.



07/10/2009
01:30
Αταλάντη

Το σπίτι του αδερφού Ροβέρτου ήταν ασυνήθιστα ήσυχο. Ο ιδιοκτήτης του δεν ήταν πουθενά εκεί γύρω. Στο υπόγειο, ένα σώμα λικνιζόταν απαλά, αιωρούμενο από το ταβάνι. Η μυρωδιά πολλών ημερών θανάτου είχε κολλήσει στη σάρκα του. Το ένδυμα του μοναχού ανέμιζε ήσυχα γύρω από τα γυμνά του πέλματα. Ένα σκαμπό ήταν πεσμένο κάτω από τα πόδια του. Ήταν αυτό που είχε χρησιμοποιήσει για να διαπράξει το πρώτο και μεγαλύτερό του αμάρτημα.
Πάνω σε μια στοίβα άχρηστα πράγματα, υπήρχε ένας ανοιγμένος φάκελος. Μέχρι πριν λίγες ώρες περιείχε το επιθανάτιο σημείωμα του επίτημου μέλους του Τάγματος. Τώρα, το περιεχόμενό του βρισκόταν ασφαλές στην τσέπη ενός δερμάτινου μπουφάν.

Κι όλα ήταν ήσυχα. Πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, ο κόσμος ολόκληρος έμοιαζε να αφουγκράζεται τον ήχο της σιωπής.