? ??????????????DC? ????? ?? ???Rating: 4.2 (479 Ratings)??12 Grabs Today. 22066 Total Grabs. ??????Previe
w?? | ??Get the Code?? ?? ?????Blue Skull? ????? ?? ???Rating: 4.7 (24 Ratings)??11 Grabs Today. 9261 Total Grabs. ??????Preview?? | ??Get the Code?? ?? ???????????? ????Easy Install BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS ?

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

48. Ελεγεία(ΙΙΙ): Valhalla



Η Μαρίνα ήξερε πως είχε αργήσει υπερβολικά από τη στιγμή που είδε τον σταυρό υψωμένο στο κέντρο της κοιλάδας. Ήταν ακόμη αρκετά μακριά για να ξεχωρίσει τι συνέβαινε, όμως γι’αυτό τουλάχιστον ήταν σίγουρη. Είχε αργήσει. Λαχανιασμένη, κοντοστάθηκε Έσκυψε ελαφρά, ακουμπώντας τα χέρια της στα γόνατά της, παίρνοντας βαθιές ανάσες.
Ένιωσε ένα ανάλαφρο χέρι στον ώμο της και τινάχτηκε απότομα. Γύρισε αλαφιασμένη, αλλά, όταν είδε το πρόσωπο που στεκόταν πίσω της, ηρέμησε. Φοβόταν πως ίσως να ήταν ο Αββαδών που είχε αποφασίσει να μη φύγει τελικά. Όμως ήταν μονάχα η Λίλιθ, απαλλαγμένη από τον μαύρο της μανδύα. Το πανέμορφο κορμί της, τυλιγμένο στις φυλλωσιές που το έντυναν, μύριζε λουλούδια και άνοιξη κι έμοιαζε σχεδόν παράταιρο μέσα σ’όλη την καταστροφή και τον θάνατο. Από την άλλη, βέβαια, η μάγισσα είχε παράξενες απόψεις για τον κόσμο.
- Ο Σαμ; τη ρώτησε γεμάτη αγωνία.
Η καρδιά της πήγαινε να σπάσει από την ανησυχία και το τρέξιμο. Όμως η Λίλιθ απλά χαμογέλασε. Τα κατακόκκινα μαλλιά της γυάλισαν στο ημίφως καθώς κατευθυνόταν προς ένα χαμηλό βραχάκι, λικνίζοντας νωχελικά τους γοφούς της.
- Έλα, της είπε χτυπώντας ελαφρά το μέρος δίπλα της.
Η Μαρίνα έριξε ένα αβέβαιο βλέμμα προς την κοιλάδα και τον σταυρό. Ο Σαμ πιθανότατα πέθαινε εκεί έξω κι αυτή ήδη είχε χάσει αρκετό χρόνο με το να πηδιέται με τον Αββαδών σαν να μην υπήρχε αύριο.
- Το νερό μπήκε στο αυλάκι, Μάντισσα. Τώρα δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Το μόνο που σου μένει είναι να τον εμπιστευτείς. Έλα, επανέλαβε η Λίλιθ μ’αυτή τη βραχνή, γερασμένη φωνή που της προκαλούσε πολλαπλές ανατριχίλες.
Τελικά, υπάκουσε απρόθυμα και κάθισε στο πλευρό της. Η Λίλιθ την περιεργάστηκε για αρκετή ώρα, μέχρι που η Μαρίνα άρχισε να νιώθει άβολα.
- Με θες κάτι ή να πηγαίνω ; Εδώ ο κόσμος καίγεται..., ξεφύσηξε απηυδησμένη.
- Μη νοιώθεις, είπε εν τέλει η Λίλιθ.
Την κοίταξε απορημένη.
- Είπαμε, να μιλάς με γρίφους, αλλά όχι κι έτσι.
- Μη νοιώθεις τύψεις. Για τον Αββαδών, εννοώ. Έκανες αυτό που έπρεπε.
Η Μαρίνα αισθάνθηκε την καρδιά της να βουλιάζει ακούγοντας αυτά τα λόγια. Χαμήλωσε το κεφάλι, ντροπιασμένη. Για κάποιο λόγο, είχε την ελπίδα πως δεν θα μαθευόταν ποτέ. Όμως, προφανώς, έκανε λάθος.
- Ναι, ξέρω. Το «κόστος», σχολίασε ειρωνικά.
Η Λίλιθ της έπιασε το χέρι και το έσφιξε απαλά μέσα στο δικό της.
- Ναι, Μάντισσα. Το κόστος. Το ξέρω πως σου είναι δύσκολο να δεις έτσι τον κόσμο, όμως αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί. Δεν φτιάχνουμε εμείς τους κανόνες. Τους έφτιαξε κάποιος άλλος για μας, αιώνες πριν.
- Ο θεός της τάξης; ρώτησε προσεκτικά η Μαρίνα.
- Πράγματι.
Έμεινε σιωπηλή για λίγο, σκεπτόμενη όλα όσα είχαν συμβεί τις τελευταίες ώρες.
- Κράτησε την υπόσχεσή του, είπε χαμολόφωνα.
Η Λίλιθ της χάιδεψε το πρόσωπο.
- Το ξέρω, Μάντισσα.
- Ήταν απλώς...ένα ύστατο δώρο..., ψιθύρισε συντετριμμένη.
- Ίσως, είπε αινιγματικά η μάγισσα. Πες μου, Μάντισσα, τι είδες στο όραμά σου;
Η Μαρίνα ανατρίχιασε και μόνο στην ανάμνηση.
- Ήταν...μετά τη σταύρωση...είδα...ο Σαμ...ήταν εκεί, αιμόφυρτος, σχεδόν καρβουνιασμένος...και τότε, αυτή...αυτό το τέρας...σήκωσε το χέρι της...και δεν υπήρχε πια...δεν υπήρχε! Καταλαβαίνεις; φώναξε ξεσπώντας σε ασυγκράτητους λυγμούς.
- Ο Άζαζελ και ο Ασμοδαίος νεκροί, ο Μπαάλ υπερβολικά δειλός για να είναι παρών και ο Αββαδών προδότης που αναχώρησε προς άγνωστη κατεύθυνση. Αναρωτιέμαι...πώς μπορεί να ένιωσε η Άσταροθ όταν κατάλαβε πως είχε μείνει μόνη απέναντι στο «τέρας», όπως την αποκαλείς. Όμως, Μάντισσα, εσύ η ίδια περιέγραψες στον Πρίγκηπα πως στο όραμά σου της σταύρωσης βρίσκονταν όλοι τους εκεί.
Η Μαρίνα την κοίταξε μέσα από τα υγρά της βλέφαρα, χωρίς να πολυκαταλαβαίνει τι της έλεγε. Η Λίλιθ χαμογέλασε.
- Ο Πρίγκηπας δεν είναι νεκρός, Μάντισσα. Κι απ’ότι δείχνουν τα πράγματα, δεν πρόκειται να πεθάνει. Η Άσταροθ εμπόδισε την Τίαματ να τον σκοτώσει. Το κόστος, βλέπεις...Τα πεπρωμένα των πλασμάτων του σύμπαντος συνδέονται με πολύπλοκους δεσμούς που δεν μπορούμε πάντα να διακρίνουμε. Ο Πρίγκηπας πάντοτε είχε το ταλέντο να ανακαλύπτει τους δεσμούς αυτούς, να τους μαντεύει και να τους χρησιμοποιεί προς όφελός του. Είναι σπάνιο και χρήσιμο ταλέντο. Τώρα, λοιπόν, που γνωρίζεις ότι το όραμά σου δεν επιβεβαιώθηκε...μπορείς να μαντέψεις το γιατί;
Η Μαρίνα δεν χρειαζόταν να μαντέψει. Ήξερε το λόγο.
- Το κόστος πληρώθηκε, είπε αργόσυρτα. Η ισορροπία αποκαταστάθηκε.
Και γνώριζε καλά πως, την ίδια τη στιγμή που το παραδεχόταν αυτό, παραδεχόταν κάθε σκληρή αλήθεια που της είχε πει η Λίλιθ για τον κόσμο και τους κανόνες με τους οποίους κινούνταν. Γνώριζε επίσης πως, κάνοντας τον συγκεκριμένο συμβιβασμό, ποτέ, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο.


Και τότε ο ουρανός άνοιξε στα δύο κι ένας κεραυνός που έμοιαζε να έχει δική του ζωή ξεχύθηκε στη γη. Οι δαίμονες κοιτάχτηκαν έκπληκτοι μεταξύ τους καθώς μια φιγούρα άρχισε να σχηματίζεται μέσα στις θανατηφόρες, ηλεκτρικές εκκενώσεις. Όταν ο κεραυνός κόπασε, ένα επιφώνημα έκπληξης απλώθηκε ανάμεσα στους επιζώντες της μάχης. Στον κρατήρα που είχε δημιουργηθεί, ένα μεγαλόπρεπο πλάσμα ήταν γονατισμένο. Σηκώθηκε αργά, ξεδιπλώνοντας τα φτερά του που είχαν το χρώμα του αμέθυστου. Μακριά, σταχτόξανθα μαλλιά ανέμιζαν γύρω από το περήφανο πρόσωπό του. Ήταν ψηλός και μυώδης και φορούσε έναν απλό, πορφυρό χιτώνα. Το μόνο του στολίδι ήταν μια ασημένια ζώνη που συγκρατούσε το ρούχο του στη θέση του. Στα χέρια του κρατούσε ένα σφυρί, φτιαγμένο κι αυτό από ασήμι και σκαλισμένο με ρούνους. Ακτινοβολούσε μπλε φως και, κάθε τόσο, κεραυνοί το τύλιγαν. Οι ελάχιστοι ανάμεσα στους δαίμονες που γνώριζαν τη ρουνική γραφή, μπόρεσαν να διαβάσουν το όνομα «Mjöllnir».
Τα λόγια του αγγέλου γέμισαν το χώρο, αντηλαλώντας στα βράχια του όρους Τίστος, κουβαλώντας μέσα τους κάτι από την ορμή και την επιβλητικότητα της καταιγίδας.
- Είμαι ο Μέτατρον, η φωνή του θεού.
Ευθύς, οι αιχμάλωτοι έκπτωτοι έπεσαν στα γόνατα, απευθύνοντάς του τον τιμητικό χαιρετισμό. Το πρόσωπό του παρέμεινε εντελώς ανέκφραστο την ώρα που τα παγερά, γαλάζια μάτια του σάρωναν τους πάντες. Το βλέμμα του στάθηκε για λίγο στη θεά, που είχε παρατήσει την αγκαλιά της Λούσι και κοίταζε τον απρόσκλητο επισκέπτη με έκπληξη ίση με των υπολοίπων. Της χάρισε μια κοφτή, σχεδόν αδιάφορη υπόκλιση και συνέχισε παρακάτω.
Τα μάτια του στράφηκαν προς τον σταυρό όπου είχε βολευτεί ο Σάμαελ, κουνώντας ανέμελα τα πόδια του και μ’ένα μυστήριο χαμόγελο στα χείλη. Μέχρι που, τελικά, κοίταξε τους έκπτωτους, καταβεβλημένους και ηττημένους όπως ήταν.
- Αδέλφια μου που πέσατε από τη χάρη του θεού μας πριν από τόσες χιλιάδες χρόνια...ήρθε η στιγμή να γιορτάσετε ξανά. Το μήνυμα που στάλθηκα να σας μεταφέρω είναι χαρμόσυνο.
Τα μάτια του μετατράπηκαν σε φωτεινές, γαλάζιες φλόγες και η φωνή του άλλαξε εντελώς. Οι έκπτωτοι συνειδητοποίησαν πως πλέον δεν ήταν ο άγγελος Μέτατρον, αλλά το δοχείο μέσα από το οποίο θα άκουγαν τα λόγια του δημιουργού τους. Και οι καρδιές τους γέμισαν προσμονή.
- Σάμαελ, Άστρο της Αυγής, ήσουν πάντοτε το πιο αγαπημένο ανάμεσα στα παιδιά μας. Σε δημιουργήσαμε στην αρχή των καιρών, όταν το σύμπαν ήταν ακόμη μια αφηρημένη έννοια στο μυαλό μας. Μαύρη ήταν η μέρα που σε σπρώξαμε να μας προδώσεις και να μας εγκαταλείψεις. Ελπίζουμε πως θα μας συγχωρέσεις κάποτε, όμως ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει προκειμένου η απειλή του Χάους να εξαλειφθεί. Γνωρίζουμε πως η αγνότητα της ψυχής σου δεν θα σε άφηνε να αποδεχτείς το σχέδιό μας αν σου το είχαμε αποκαλύψει. Αναγκαστήκαμε να σε εξαπατήσουμε, αλλά ήταν για ιερό σκοπό. Αυτήν την ευλογημένη μέρα, κατάφερες να αποδυναμώσεις το Χάος οριστικά. Για τον λόγο αυτό, αγαπημένο μας παιδί, είσαι ελεύθερος να επιστρέψεις κοντά μας, μαζί με τα αδέρφια σου. Θα χαρούμε να σε καλωσορίσουμε στην αγκαλιά μας και πάλι. Εκπλήρωσες τον σκοπό για τον οποίο σε δημιουργήσαμε, έστω και άθελά σου. Τώρα, ήρθε ο καιρός να επιστρέψεις κοντά μας, ψυχή της ψυχής μας.
Ο Σάμαελ τον παρατήρησε για λίγο, χωρίς λεπτό να χάσει το μυστήριο χαμόγελό του. Κι έπειτα, σαν να ήταν το πιο φυσιολογικό πράγμα του κόσμου, έβαλε τα γέλια.
Μ’ένα ανάλαφρο σάλτο, βρέθηκε στο χώμα. Τα φτερά του δεν φαίνονταν και φορούσε μόνο το λεπτό πουκάμισο με το οποίο τον είχαν φέρει. Ήταν σκισμένο και ματωμένο, όμως ο ίδιος έμοιαζε με άρχοντα φορώντας το, με τα χαλκόξανθα μαλλιά να πέφτουν σε κύματα ολόγυρά του και τα μάτια του που έμοιαζαν με πράσινες φλόγες. Το ρούχο ίσα που κάλυπτε τα επίμαχα σημεία και το χρυσό του δέρμα γυάλιζε στο ελάχιστο, κοκκινωπό φως. Πλησίασε τον Μέτατρον και στάθηκε μπροστά του, με το βλέμμα του να αστράφτει από ευθυμία.
- Κοίτα το Χάος, πατέρα, είπε τελικά δείχνοντας την Τίαματ. Σου φαίνεται στ’αλήθεια ηττημένο;
Καθώς ο Μέτατρον έστρεφε το εκτυφλωτικό, γαλάζιο φως των ματιών του πάνω της, η Τίαματ έκανε κάτι τελείως απρόσμενο. Του έβγαλε τη γλώσσα. Ένας πνιχτός ήχος ξέφυγε από τη μαυροντυμένη δαιμόνισσα που στεκόταν δίπλα της. Όσοι βρίσκονταν εκεί γύρω κοιτάχτηκαν μεταξύ τους έκπληκτοι γιατί η Άσταροθ δεν γελούσε συχνά. Ο Μέτατρον την αγνόησε.
- Ναι. Χάρη σε σένα. Επιτέλους, αναγνώρισε την τάξη ως την κυρίαρχη δύναμη του σύμπαντος, όπως είναι το σωστό. Ο κόσμος κυβερνάται από τη δημιουργία, όχι από την καταστροφή. Δεν συμφωνείς, υιέ μας;
Ο Σαμ έκανε πως το σκεφτόταν για λίγο. Στο τέλος, ανασήκωσε τους ώμους του.
-- Εδω που τα λέμε...όχι ιδιαίτερα, είπε κάνοντας μια γκριμάτσα βαρεμάρας. Πριν πολύ καιρό είχα συναντήσει έναν φιλόσοφο. Οφείλω να το ομολογήσω, απ’όλα σου τα δημιουργήματα ο άνθρωπος ήταν το πιο ενδιαφέρον. Όσος καιρός κι αν περάσει, πάντα καταφέρνουν να με εκπλήσσουν. Τέλοσπάντων. Αυτός, λοιπόν, το είχε πιάσει το νόημα. Ο πόλεμος, έλεγε, είναι πατέρας όλων και βασιλιάς όλων. Με το «πόλεμος», εννοούσε σύγκρουση, αντίθεση. Και πράγματι, όπως η ιστορία του δικού σου δημιουργήματος έχει επιβεβαιώσει πάμπολλες φορές, δεν υπάρχει δημιουργία χωρίς την καταστροφή ούτε τάξη χωρίς το χάος.
- Η ιστορία των ανθρώπων δεν επιβεβαιώνει τίποτα, Σάμαελ, αντέτεινε σχεδόν με τρυφερότητα η απόκοσμη φωνή που έβγαινε από τα χείλη του αγγέλου. Είναι κατώτερα όντα. Αλλά κατανοούμε. Πέρασες πολύν καιρό ανάμεσά τους. Μέχρι που ερωτεύτηκες μία απ’αυτούς. Όμως, υιέ μας, είναι στη φύση των ανθρώπων να συγκρούονται, να προδίδουν και να απογοητεύουν. Ακόμη κι αυτή η μικρή σου θνητή σε πρόδωσε. Την ώρα που πέθαινες σε πρόδιδε. Εσύ όμως δεν είσαι σαν αυτούς. Πώς μπορείς να χρησιμοποιείς τη δική τους ύπαρξη ως παράδειγμα για να μας αποδείξεις ότι το Χάος δεν ήταν βλαβερό, ότι δεν χρειαζόταν πάταξη;
- Άνθρωποι βλαβεροί, σχολίασε πεισμωμένα η Τία. Όχι Χάος. Χάος απλά...υπάρχει. Όχι καλό...όχι κακό...υπάρχει.
Ο Σάμαελ χαμογέλασε στο άκουσμα αυτών των λόγων και σταμάτησε να κόβει βόλτες. Στάθηκε ακριβώς μπροστά στον Μέτατρον, έτσι που τα πρόσωπά τους απείχαν όσο μια ανάσα και το ύφος του σοβάρεψε απότομα.
- Δεν σ’έχω αποκηρύξει, ξέρεις, είπε απαλά. Σ’αγαπώ. Πάντω σ’αγαπούσα. Πατέρας, γιος, αδελφός, εραστής...ήσουν όλα όσα γνώριζα. Ήμουν ο μόνος που σε καταλάβαινε γιατί με έφτιαξες από την ίδια σου την ύπαρξη. Μου έδωσες σώμα από το σώμα σου και πνοή από την πνοή σου. Ποτέ δεν έφτιαξες άλλον που να μοιάζει με μένα. Πίστευα πως ήταν επειδή ένιωθες μοναξιά, όμως όχι. Ήταν όλα μέρος του σχεδίου σου να υποτάξεις το Χάος. Ε, λοιπόν, κοίτα γύρω σου. Μια τρύπα στο νερό κατάφερες. Το Χάος είναι όσο ισχυρό ήταν. Η ελεύθερη βούληση ζει και βασιλεύει. Κι εσύ, πατέρα; Εσύ είσαι πιο μόνος και πιο αξιολύπητος από ποτέ.
Ο Μέτατρον έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα κι οι δύο άγγελοι έμοιαζαν να μετράνε ο ένας τον άλλον με το βλέμμα.
- Πότε το κατάλαβες; ρώτησε η φωνή.
Ο Σάμαελ έκανε μερικά βήματα πίσω κι αντίκρισε τους έκπτωτούς του και τους δαίμονες που παρακολουθούσαν τη σκηνή με τα στόματα ανοιχτά. Χαμογέλασε, όμως αυτή τη φορά το χαμόγελό του δεν κατάφερε να κρύψει τη θλίψη του.
- Το πρώτο στοιχείο ήταν το φωτοστέφανο. Γιατί εγώ, μόνος, απ’όλους τους αγγέλους συνειδητοποίησα ότι το είχες φτιάξει για να μας ελέγχεις; Η προφανής απάντηση είναι πως συνέβη επειδή μοιραζόμαστε την ίδια ψυχή. Λαμβάνοντας, όμως, υπόψην την τάση σου για απολυταρχία, θα διακινδύνευες κάτι τέτοιο δημιουργώντας με αν εξαρχής δεν είχες κάποιον απώτερο σκοπό; Φυσικά, τότε ήμουν πολύ νέος και ήθελα να πιστεύω ότι η επανάστασή μου ήταν δική μου κι όχι υποκινούμενη. Γι’αυτό αγνόησα την ενοχλητική φωνή στο μυαλό μου που μου έλεγε πως τα πράγματα δεν ήταν όπως φαίνονταν. Το δεύτερο στοιχείο ήταν οι αναταραχές που ξέσπασαν στην Κόλαση μετά το θάνατο της Τίαματ. Βρέθηκα μπροστά σε μια δύσκολη επιλογή: είτε θα επέβαλλα την τάξη καταλήγοντας να γίνω ένα τύραννος, όπως εσύ, είτε θα τους άφηνα να κάνουν ό,τι επιθυμούσαν, διακινδυνεύοντας να γίνω μισητός. Τότε ήταν που οι παλιές μου υποψίες άρχισαν να με βασανίζουν ξανά και συνειδητοποίησα ότι υποκινώντας την ανταρσία μου με είχες φέρει ακριβώς εκεί που ήθελες. Ντρέπομαι που το ομολογώ, όμως πείσμωσα. Καμιά φορά, ξέρεις, κι εμείς οι άγγελοι είμαστε ικανοί για τέτοια ποταπά και ανθρώπινα συναισθήματα. Προτίμησα να αποδείξω πως δεν ήμουν πιόνι σου και να πάρω το ρίσκο να με μισήσουν. Και δες πού είμαι τώρα. Μου ζητάς να γυρίσω πίσω μαζί με τα αδέρφια μου. Επειδή πιστεύεις πως εκπλήρωσα τον «σκοπό σου»; Άσε με να σου πω λίγα λόγια για τον «σκοπό σου», πατέρα.
Η Τία κάθισε οκλαδόν στο χώμα κι από το πουθενά, εμφάνιστηκε στο χέρι της ένα παγωτό χωνάκι. Άρχισε να τρώει, παρακολουθώντας με αμείωτο ενδιαφέρον, σαν να βρισκόταν στον κινηματογράφο.
- Όταν συνειδητοποίησα τι ακριβώς ήταν αυτό που επεδίωκες και πως μόνος σου είχες στήσει όλην αυτήν την κωμωδία που εμείς αποκαλέσαμε «ανταρσία», ήμουν τόσο τυφλωμένος από οργή που μπήκα στον πειρασμό να καταστρέψω τα πάντα. Να διαλύσω την Κόλαση ολοκληρωτικά, μαζί με όλους τους δαίμονες που την κατοικούσαν. Φυσικά, πολύ σύντομα καταλάβα ότι κι αυτό ακόμη θα εξυπηρετούσε το σκοπό σου, αν και με ελαφρώς πιο αιματηρό τρόπο απ’αυτόν που είχες αρχικά υπολογίσει. Εκείνη τη στιγμή ήταν που ένιωσα μέσα μου τι ήταν αυτό που έπρεπε να γίνει.
Ο Σάμαελ έκανε μια δραματική παύση κοιτώντας το ακροατήριό του με το ίδιο μυστήριο χαμόγελο που δεν είχε αφήσει τα χείλη του στιγμή. Ο Μέτατρον τον παρακολουθούσε ανέκφραστος. Ή, τουλάχιστον, το πλάσμα που του μιλούσε μέσω αυτού δεν φανέρωνε απολύτως κανένα συναίσθημα. Ίσως να ήταν ανίκανο για μια τέτοια θνητή αντίδραση, ποιος ξέρει. Παραδόξως, τα επόμενα λόγια δεν βγήκαν από το στόμα του Σαμ ούτε του επιβλητικού, αλλόκοσμου συνομιλητή του. Τα επόμενα λόγια βγήκαν από δυο μορφές που ξεπρόβαλλαν ανάμεσα από τα δέντρα τρέχοντας.


Ο Μιχάλης κι ο Λαέρτης βγήκαν στην κοιλάδα σχεδόν κουτρουβαλώντας. Λαχανιασμένοι κι οι δυο, γεμάτοι γραντζουνιές από τα κλαδιά των δέντρων και με ελαφρώς καψαλισμένα μαλλιά, οι θνητοί άντρες πήραν μια έκφραση ανείπωτης ανακούφισης όταν είδαν πως βρίσκονταν ανάμεσα σε γνώριμα πρόσωπα. Για τον Λαέρτη, η ανακούφιση αυτή μετατράπηκε σε δέος καθώς αντίκριζε την περήφανη φιγούρα του αγγέλου που στεκόταν μπροστά σ’αυτό που, στα μάτια του τουλάχιστον, έμοιαζε μ’ένα πλάσμα ακαθόριστου φύλου, όμορφο πέρα απο κάθε φαντασία.
Ο Λαέρτης είχε υπάρξει πάντοτε ιδιαίτερα ικανός στο να ενώνει στοιχεία μεταξύ τους. Βλέποντας, λοιπόν, αυτό το εκθαμβωτικό, ανδρόγυνο πλάσμα που παρακολουθούσε την εισβολή τους με ενδιαφέρον και κάποια ευθυμία και που ήταν ντυμένο μονάχα μ’ένα πουκάμισο που έφτανε μέχρι τη μέση των μηρών του, θυμήθηκε αμέσως εκείνη τη φωνή που είχε ακούσει στο τηλέφωνο πριν τόσον καιρό και που, γελοιωδώς ίσως, του είχε ζητήσει να την αποκαλέσει «Σαμ».
Μόνο που δεν υπήρχε τίποτα το γελοίο σ’εκείνο το πλάσμα και τίποτα το αποτρόπαιο. Όσες φορές κι αν είχε φαντασιωθεί το διάβολο ο Λαέρτης – γιατί τον είχε φαντασιωθεί, καθώς ήταν μέρος της δουλειάς του να πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού αλλά και του Σατανά – τίποτα δεν τον είχε προετοιμάσει γι’αυτό το θέαμα. Γιατί αν εξαιρούσε κανείς την αφύσικη τελειότητα της εξωτερικής του εμφάνισης, το πλάσμα που από άλλους ονομαζόταν Διάβολος κι από άλλους Σάμαελ, έμοιαζε σχεδόν επώδυνα ανθρώπινο.
Η διαπίστωση αυτή χτύπησε τον Λαέρτη απότομα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ποτέ του δεν είχε συνειδητοποιήσει στ’αλήθεια ότι η Λούσι ήταν δαίμονας. Την είχε κατατάξει στο μυαλό του σαν ένα πρόσωπο μάλλον αδικημένο, που είχε βρεθεί στην Κόλαση αν όχι κατά λάθος, τότε εξαιτίας των ανθρώπων που είχαν φερθεί κατ’αυτόν τον τρόπο στην έννοια που αντιπροσώπευε. Μέχρι τότε, ο Λαέρτης πραγματικά έπειθε τον εαυτό του πως η Άσταροθ ή Αστάρτη ή Αφροδίτη ή Ιστάρ – είχε στ’αλήθεια χιλιάδες ονόματα – είχε υπάρξει θεά του έρωτα και της αγάπης και είχε καταπέσει στο επίπεδο του να αντιπροσωπεύει κάτι κατώτερο: τη λαγνεία, ένα κατά κοινή ομολογία θανάσιμο αμάρτημα.
Όμως εκείνη ακριβώς τη στιγμή, αντικρίζοντας τον Λούσιφερ σε όλο το αγγελικό του μεγαλείο, ο Λαέρτης κατάλαβε ποια ήταν πραγματικά η διαφορά ενός δαίμονα από έναν άγγελο. Ένα όνομα μονάχα και τίποτε άλλο. Όπως το ανθρώπινο είδος χωριζόταν σε λευκούς, μαύρους, ερυθρόδερμους, κίτρινους...ακριβώς έτσι αυτό το ανώτερο είδος ύπαρξης χωριζόταν σε δαίμονες και αγγέλους κι ο διαχωρισμός αυτός δεν σήμαινε απολύτως τίποτα για τη φύση τους. Αλλά, σκέφτηκε ο Λαέρτης, οι άνθρωποι είμαστε τόσο μικροί που διαχωρίζουμε ακόμη και το ίδιο μας το γένος, πιστεύουμε ότι οι έγχρωμοι είναι κατώτεροι και πως εμείς οι λευκοί κατέχουμε την απόλυτη γνώση και την απόλυτη σοφία. Όντας τέτοια μικρά και ανόητα πλάσματα, λοιπόν, ήταν απόλυτα λογικό να διαχωρίσουμε κι αυτούς που ήταν ανώτεροι από μας, είτε γιατί εξυπηρετούσε τους σκοπούς μας είτε επειδή απλώς τα μυαλά μας δεν μπορούσαν να τους συλλάβουν.
Όχι, είπε στον εαυτό του καθώς έφτανε αυτό το νέο επίπεδο κατανόησης. Όχι, η Λούσι δεν ήταν ποτέ θεά του έρωτα, εμείς οι άνθρωποι τη βαφτίσαμε έτσι και μετά τη βαφτίσαμε αλλιώς γιατί οι δικές μας αξίες και τα δικά μας πιστεύω άλλαξαν στο πέρασμα των χρόνων. Αυτά που αντιπροσώπευε έπεσαν στα δικά μας μάτια, όμως όχι στα δικά της. Η Λούσι ποτέ δεν άλλαξε στ’αλήθεια. Η ανθρωπότητα ήταν εκείνη που το έκανε. Έτσι και με τον Σάμαελ. Ήταν οι δικοί μας ηγέτες, οι δικοί μας αρχηγοί που μας έκαναν να πιστέψουμε ότι η ελεύθερη βούληση ήταν κάτι δαιμονικό. Αυτό όμως ποτέ δεν έκανε τον Σάμαελ δαίμονα. Μπορεί να πέρασε χιλιετίες στην Κόλαση, αλλά ποτέ δεν έπαψε να είναι άγγελος.
Ήταν θέμα δευτερολέπτων το να προχωρήσει το συλλογισμό του ένα βήμα παραπέρα. Τα μάτια του καρφώθηκαν στην οικεία μορφή της Λούσι γεμάτα θαυμασμό, σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά. Όταν ο θεός της τάξης του έστελνε μέσω του Ντέριελ το μήνυμα να προσέχει την ψυχή του κοντά στην Άσταροθ, δεν το έκανε επειδή πραγματικά φοβόταν ότι θα έχανε την πίστη του ή θα κιλήδωνε την αγνότητα του πνεύματός του. Όχι. Το έκανε επειδή δεν ήθελε ποτέ να φτάσει σ’αυτό το συμπέρασμα ο Λαέρτης: ότι το καλό και το κακό δεν υπήρχαν κάπου στον κόσμο με υλική υπόσταση, δεν ήταν ένας «θεός» και ένας «διάβολος». Το καλό και το κακό υπήρχαν μόνο μέσα στην ανθρώπινη φύση και κοινωνία και μόνο απ’αυτές πήγαζαν. Την ίδια τη στιγμή που το σκέφτηκε, προσπάθησε να πείσει τον εαυτό του ότι δεν ήταν αλήθεια. Ήταν απόλυτα σίγουρος πως μπορούσε να σκεφτεί ένα τουλάχιστον παράδειγμα απόλυτου, καθαρού κακού. Είχε ξαπλώσει μαζί της και την είχε αγαπήσει. Το όνομά της ήταν Αλίκη και ήταν γυναίκα του μέχρι πριν λίγες μέρες. Όμως βαθιά μέσα του, ήξερε ήδη την απάντηση. Η Αλίκη δεν ήταν πάντοτε έτσι. Μάλιστα, μέχρι πριν τον γνωρίσει, μαχόταν για την ανθρωπότητα και το καλό της και κυνηγούσε κάθε είδους δαίμονες και δαιμονολάτρες. Δεν ήταν καμία εξωτερική δύναμη, κανένας «δαίμονας», κανένας εκπρόσωπος του κακού που την είχε στρέψει στην εκδίκηση και το φόνο. Ήταν απλά οι πράξεις ενός ερωτευμένου ανθρώπου που, από κάποια ηλίθια πεποίθηση, είχε θεωρήσει ότι μπορούσε να κλείσει συμφωνία μ’ένα δαίμονα και όλοι οι αναμεμειγμένοι να παραμείνουν αλώβητοι κατά τη διαδικασία.
Κανονικά, θα έπρεπε να νιώθει ηττημένος. Μόλις είχε γκρεμιστεί όλη του η κοσμοθεωρία. Όμως, ο Λαέρτης ένιωθε ακριβώς το αντίθετο. Ένιωθε νικητής. Δεν είχε υπάρξει ως τότε άνθρωπος της δράσης και μάλλον δεν επρόκειτο να υπάρξει στο μέλλον. Σ’ολόκληρη τη ζωή του ήταν ένας λόγιος που αγαπούσε τη γνώση περισσότερο από οτιδήποτε. Και τώρα, επιτέλους, είχε καταφέρει να βγει έξω από τα στεγανά στα οποία τον περιόριζε η ίδια του η ανθρώπινη φύση και να επιτύχει ένα ανώτερο επίπεδο νόησης των πραγμάτων. Για τον Λαέρτη, αυτό ισοδυναμούσε με τη θέωση.
Όλα αυτά πέρασαν από το μυαλό του μέσα σε δευτερόλεπτα, όπως συμβαίνει συνήθως όταν οι καταστάσεις είναι δύσκολες και πιέζουν για ταχύτατες αντιδράσεις. Ήταν έτοιμος να ανοίξει το στόμα του και να πει κάτι πολύ βαθυστόχαστο στη Λούσι, κάτι που θα φανέρωνε την αλλαγή που είχε επέλθει εντός του, όταν ο Μιχάλης είχε τη φαεινή ιδέα να καταστρέψει τη σιγαλιά που είχε απλωθεί στο χώρο με τα πιο βέβηλα, ίσως, λόγια που είχε ξεστομίσει ποτέ θνητός.
- Τι στο καλό γίνεται εδώ; ρώτησε έκπληκτος δείχνοντας το όλο σκηνικό γύρω του. Παρατήσατε τη μάχη και γυρίζετε το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»; Πέντε λεπτά έλειψα, ο άνθρωπος, και ξεσαλώσατε!


Την αμήχανη σιωπή διέλυσε ένα γέλιο. Δεν ήταν όμως το γέλιο της Τίαματ, όπως θα περίμενε κανείς. Ήταν ένα γέλιο ρευστό και πανέμορφο, ένα γέλιο που έμοιαζε με δέκα χιλιάδες ασημένια καμπανάκια. Η Μαρίνα είχε πολύ καιρό να ακούσει το γέλιο του και, για κάποιο λόγο, αυτό την ανακούφισε. Όπως τον παρατηρούσε κρυμμένη στα δέντρα, ένιωσε την καρδιά της να φουσκώνει από αγάπη και ήξερε πως είχε πάρει τη σωστή απόφαση όταν τον επέλεγε.
Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε το βλέμμα του, πράσινο και γεμάτο φλόγα, να καρφώνεται κατευθείαν επάνω της, διαπερνώντας την όποια κάλυψη της πρόσφεραν τα φυλλώματα των δέντρων. Άπλωσε ένα λεπτό, χρυσαφένιο χέρι προς το μέρος της.
- Έλα κοντά μου, την προέτρεψε τρυφερά, μ’αυτή τη φωνή του που έμοιαζε με λιωμένη καραμέλα.
Διστακτικά, ξετρύπωσε από την κρυψώνα της και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Έπιασε τον εαυτό της να κοκκινίζει καθώς τον πλησίαζε, στην ανάμνηση όσων συνέβησαν αφότου την είχε αφήσει και είχε ορμήσει μόνος του μέσα στις στρατιές των δαιμόνων για να προστατεύσει τη ζωή της. Ό,τι κι αν έλεγε η Λίλιθ, δεν μπορούσε να καταπνίξει τη ντροπή της.
Δεν στάθηκε ακριβώς κοντά του, ούτε όμως στην πλευρά που ήταν μαζεμένοι οι έκπτωτοι και οι δαίμονες. Παρέμεινε λίγα βήματα μακριά του και, κοιτώντας κάτω, συνειδητοποίησε ότι είχε σταθεί ακριβώς στην άκρη της σκιάς που έριχνε ο γιγάντιος σταυρός στο χώμα. Αν της είχαν μείνει άλλα δάκρυα, εκείνη τη στιγμή θα είχαν κυλήσει.


Αφού πλέον όλα τα πιόνια είχαν στηθεί στη σκακιέρα και είχε γίνει πια φανερό ότι οι πραγματικοί παίκτες σ’αυτήν την παρτίδα δεν ήταν η Τίαματ και ο Σάμαελ, όπως οι πάντες είχαν πιστέψει, αλλά ο Σάμαελ και ο θεός της τάξης, ο Πρίγκηπας συνέχισε να μιλάει από εκεί που είχε μείνει όταν η απότομη εμφάνιση των θνητών και της Μάντισσας τον είδε διακόψει.
- Θα μπορούσα να πω ένα σωρό πράγματα για το πώς έκανα ο,τι έκανα και με ποιον ακριβώς τρόπο μεθόδευσα τα πάντα με τρόπο τέτοιο ώστε να οδηγηθούμε τώρα σ’αυτήν ακριβώς τη στιγμή όπου εσύ, πατέρα, θα μου ζητούσες επιτέλους να επιστρέψω. Αλλά, ξέρεις κάτι; Τελικά, προτιμώ να σε αφήσω με την απορία. Να αναρωτιέσαι για πάντα πού ακριβώς έκανες το λάθος και κατάφερα να σε νικήσω στην ίδια σου την παρτίδα. Και οι περισσότεροι από όσους είμαστε εδώ γνωρίζουμε καλά πως το «για πάντα» έχει ιδιαίτερη σημασία για πλάσματα όπως εμείς.
Ο συνομιλητής του παρέμεινε αμίλητος για πολλή ώρα αφότου ο Σαμ είχε σωπάσει. Το πρόσωπο του Μέτατρον παρέμενε τελείως ανέκφραστο σ’ολόκληρη τη διάρκεια αυτού που έμοιαζε να είναι μια κατάσταση βαθιάς περισυλλογής.
- Η επιθυμία μας εξακολουθεί να ισχύει, είπε τελικά η βαθιά φωνή. Θέλουμε να επιστρέψετε.
Ο Σαμ δεν φάνηκε να εκπλήσσεται μ’αυτό.
- Το περίμενα, σχολίασε ανασηκώνοντας τους ώμους του βαριεστημένα. Είσαι τόσο αλαζών που ακόμη και μετά από όλα αυτά που σου είπα, αρνείσαι να δεις την ήττα σου. Δεν μπορείς να κατανοήσεις ότι η ανάγκη της Τίαματ για Τάξη δεν την κάνει αδύναμη, απλά ελεγχόμενη. Και δεν μπορείς να δεις ότι η δική σου ανάγκη για Χάος κάνει ακριβώς το ίδιο. Μόνο που εσύ δεν την έχεις αποδεχτεί, πατέρα. Γι’αυτό είσαι ανεξέλεγκτος. Επικίνδυνος. «Τρελός», όπως λένε οι φήμες που κυκλοφορούν ανάμεσα στα εξόριστα παιδιά σου. Θα έρθει κάποτε η στιγμή που κι εσύ, με τον έναν τρόπο ή τον άλλον, θα αναγκαστείς να το καταλάβεις. Μην ξεχνάς πως έχω το χάρισμα να προβλέπω τέτοια πράγματα.
Κοίταξε τον Μέτατρον περήφανα, σαν να τον προκαλούσε να τον αντικρούσει, να αντιδράσει βίαια ή κάτι, τελοσπάντων. Ο άγγελος όμως δεν έκανε απολύτως τίποτα.
- Δεν έχει σημασία, είπε τελικά. Το μόνο που έχει σημασία είναι ότι θα σε έχουμε ξανά κοντά μας. Νιώθαμε...μόνοι...χωρίς εσένα.
Αλλά ο Σάμαελ κούνησε το κεφάλι του και, για λίγο, έμοιαζε θλιμμένος.
- Όχι, πατέρα. Όταν ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία, πίστευα πράγματι πως δεν ήθελα τίποτα περισσότερο από το να επιστρέψω στον ουρανό. Στην πατρίδα. Η νοσταλγία κατέτρωγε την ψυχή μου και πάντα θα την κατατρώει. Όμως πια έχω καταλάβει πως αυτό που θέλω περισσότερο απ’όλα είναι η ελευθερία μου. Κι αν επέστρεφα τώρα, ακόμη και νικητής όπως είμαι, ποτέ δεν θα κατάφερνα να ξεφύγω απ’τα δεσμά σου. Τα αδέρφια μου είναι ελεύθερα να αποφασίσουν για τον εαυτό τους, όμως εγώ δεν θα γυρίσω.
Τα μάτια του καρφώθηκαν πάνω στη Μαρίνα, γεμάτα ένταση. Της έκανε νόημα να πλησιάσει κι άλλο κι εκείνη το έκανε, υπάκουα. Στάθηκε στο πλευρό του. Δεν την αγκάλιασε, ούτε την έπιασε από το χέρι, ούτε τίποτα. Απλά την κοίταζε σταθερά, χωρίς στιγμή να πάρει το βλέμμα του μακριά της.
- Αυτή είναι η πρώτη αληθινά ελεύθερη απόφαση που παίρνω από τότε που με δημιούργησες, πατέρα, και είναι να ζήσω αυτή τη ζωή σαν θνητός. Το ξέρω, φυσικά, πως δεν μπορώ να αρνηθώ ολοκληρωτικά την ύπαρξή μου και πως μόλις πεθάνω θα επιστρέψω στην πρότερή μου ύπαρξη. Ίσως τότε να επιστρέψω, αν τα πράγματα στο βασίλειό σου έχουν αλλάξει. Όμως για την ώρα, αυτή είναι η απόφασή μου κι αυτή είναι η ελευθερία μου.
Τα δάκρυα στο πρόσωπο της Μάντισσας ήταν εμφανή ακόμη και κάτω από τη λεπτή, τούλινη λωρίδα που κάλυπτε τα μάτια της. Για κάποιο λόγο, δεν έμοιαζε ευτυχισμένη με τα λόγια του Σάμαελ.
- Θα θυσιάσεις την αθανασία σου για ένα κατώτερο ον; ρώτησε ο Μέτατρον χωρίς να μπορεί να κρύψει την έκπληξή του. Σε πρόδωσε και το ξέρεις.
Ο Σαμ, όμως, απλά χαμογέλασε και ανασήκωσε τους ώμους.
- Μόνος σου το είπες. Δεν είμαι άνθρωπος. Ακόμη κι αν θυσιάσω την αθανασία μου, ακόμη κι αν κόψω τα φτερά μου, ποτέ δεν θα γίνω. Η αγάπη μου είναι μια φορά και για πάντα. Δεν γίνεται να την πάρω πίσω. Θα έπρεπε να το γνωρίζεις αυτό δεδομένου ότι παρά τον τρόπο που μου φέρθηκες, εξακολουθώ να σ’αγαπώ και να σε αναγνωρίζω ως θεό μου.Ωστόσο...
Στράφηκε στη Μαρίνα και της χάιδεψε τρυφερά το πρόσωπο.
- Σου είπα πως κρατούσες στα χέρια σου την καρδιά του Πρίγκηπα της Κόλασης. Ευελπιστώ πως η καρδιά ενός θνητού δεν θα είναι απογοητευτική αλλαγή για σένα.
Ανίκανη να αρθρώσει λέξη, η Μαρίνα έκανε ενα ακατανόητο νεύμα, το οποίο μόνο ο Σαμ φάνηκε να ερμηνεύει ως κατάφαση. Το πρόσωπό του ευθύς φωτίστηκε. Καθώς πλησίαζε την Τίαματ, η χρυσή λάμψη του δέρματός του άρχιζε να υποχωρεί, δίνοντας τη θέση της σ’ένα πιο φυσιολογικό, χλωμό χρώμα. Τα μάτια του φάνταζαν λιγότερο πράσινα καθώς γονάτιζε μπροστά στη θεά που εκείνη τη στιγμή έγλειφε τα δάχτυλά της εξαφανίζοντας τα τελευταία υπολείμματα του παγωτού.
Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε απαλά τα μαλλιά της. Επιφωνήματα έκπληξης ξέφυγαν από τους τριγύρω δαίμονες και έκπτωτους. Η Τίαματ όμως δεν φάνηκε να συγκλονίζεται ιδιαίτερα. Τα γαλάζια της μάτια καρφώθηκαν στα – πλέον – βαθυπράσινα δικά του.
- Αγαπάς, του είπε πολύ σοβαρά. Έκανες...σωστό...
Ο Σαμ χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του.
- Όχι, της είπε απαλά. Έκανα λάθος. Αλλά το διόρθωσα.
Η Τίαματ του έσκασε ένα παιδιάστικο χαμόγελο γεμάτο ευτυχία. Ο Σαμ σηκώθηκε και γύρισε να φύγει όταν ένιωσε ένα τράβηγμα στο πουκάμισό του και μισοστράφηκε. Ήταν η Τίαματ. Είχε απλώσει το ένα της χέρι μπροστά του κλειστό, ενώ με το άλλο τον κρατούσε να μη φύγει. Την κοίταξε απορημένος. Όταν άνοιξε τη χούφτα της, είδε πως κρατούσε τη ροζ κορδέλα που συγκρατούσε τόση ώρα τα μαλλιά της.
- Για σένα, δήλωσε με ντροπαλό ύφος.
Παρόλη την υποτιθέμενη ικανότητά του να προβλέπει συμπεριφορές, το ύφος του Σάμαελ εκείνη τη στιγμή ήταν απερίγραπτα κωμικό, καθώς έμοιαζε να έχει πέσει από τα σύννεφα. Παραλληλισμός ο οποίος ήταν αφάνταστα ειρωνικός, δεδομένων των συνθηκών.
- Γιατί; ρώτησε τελικά, βρίσκοντας τη λαλιά του.
- Μου το δώσεις πίσω...όταν έρθεις...επίσκεψη, είπε χαμηλόφωνα.
Ο Σάμαελ άπλωσε το χέρι του και πήρε την κορδέλα. Την έχωσε στις πτυχές του πουκαμίσου του. Κοίταξε για αρκετή ώρα τους έκπτωτους, που έμοιαζαν χαμένοι και σαστισμένοι. Δεν τους είπε αντίο. Ήξερε πως θα τους έβλεπε ξανά. Με τα τελευταία υπολείμματα αγγελικής δύναμης που του είχαν απομείνει, τράβηξε τη Μαρίνα στην αγκαλιά του. Ένας λευκός τυφώνας τους τύλιξε, περιτριγυρισμένος από κεραυνούς χωρίς ήχο. Κι έπειτα δεν ήταν πια εκεί.


Το Άστρο της Αυγής έσβησε, σκέφτηκε ο Λαέρτης. Τότε γιατί νιώθω πως η φλόγα του καίει πιο δυνατή από ποτέ;